Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αποζημίωση προσωρινά κρατηθέντος.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά αποφάσεως που απέρριψε αίτηση του αναιρεσείοντος κατά του Δημοσίου, για αποζημίωσή του για κράτησή του, δυνάμει εντάλματος του Ανακριτή. Μετέπειτα αθώωσή του. Απόφαση μη οριστική. Δεν υπόκειται σε αναίρεση. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1015/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη Aντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου του Αρχιμανδρίτη Χ κατά κόσμον Χ-Α, κατοίκου ......, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Σταυρούλα Ψύρρα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 958/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1010/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 385/17-7-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 α' ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 72/17-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Αρχιμανδρίτη Χ, κατά κόσμο Χ-Α, κατοίκου ......, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από την δικηγόρο Αθηνών Σταυρούλα Δ. Ψύρρα, δυνάμει του προσαρτημένου στην αίτηση υπ'αριθ. ...... πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Φυλλίδας Φωτεινής Κούτκου-Δοκτώρη και στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 958/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 2 της "Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)", που εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, η δε τελευταία και το συνακόλουθο δικαίωμα να δικάζεται τούτο δίκαια, δημόσια και αμερόληπτα, δεν διασφαλίζουν και το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί (Ολομ. ΑΠ 28/2002, ΑΕΔ 48/1982). Κατά συνέπεια, τα ένδικα μέσα μπορεί κατ'αρχή να προβλέπονται ή όχι και να καταργούνται ή να περιορίζονται από τον κοινό εθνικό νομοθέτη, σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, με σκοπό την ταχύτερη διεξαγωγή των δικών και την αποτελεσματικότερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 ΚΠΔ όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνο κατά της αποφάσεως, που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση εφέσεως, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάσισε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370 ΚΠΔ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά κάτι άλλο, σε αναίρεση υπόκεινται οι ποινικές αποφάσεις, με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Από το περιεχόμενο δε των διατάξεων των άρθρων 533 μέχρι 544 ΚΠΔ, που καθορίζουν την αποζημίωση των κρατηθέντων και μετέπειτα αθωωθέντων (όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 26 Ν. 2915/2001) προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι το ένδικο μέσο της αναιρέσεως δεν παρέχεται αυτοτελώς κατά της αποφάσεως, με την οποία απορρίφθηκε, είτε ως απαράδεκτη είτε ως αβάσιμη, αίτηση αποζημιώσεως από το Δημόσιο εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά με διάταξη του ανακριτή ή με βούλευμα ή και με καταδικαστική απόφαση και μετέπειτα αθωώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή καταδικάσθηκε σε ποινή κατώτερη εκείνης, την οποία είχε εκτίσει προσωρινά (ΑΠ 2456/2005, ΑΠ 1961/2005). Αν δε ασκηθεί αναίρεση εναντίον μίας τέτοιας αποφάσεως αυτοτελώς, αυτή είναι απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά αποφάσεως που δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο, αφού το δικαστήριο δεν αποφαίνεται με αυτή τελειωτικά για την κατηγορία και δεν υπάρχει διάταξη που να ορίζει ειδικά κάτι άλλο και εκ τούτου απορρίπτεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στρέφεται κατά της υπ'αριθ. 958/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 14-2-2006 αίτηση του αναιρεσείοντα για αποζημίωσή του, εκ της προσωρινής κρατήσεώς του, δυνάμει του υπ'αριθ. ΑΝΖ/ΕΠΚ/2/22-2-2005 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως του Ανακριτή Ζ' Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιώς και της μετέπειτα αθωώσεώς του με την υπ'αριθ. 714, 716, 718/2005, 99/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος. Πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι η ανωτέρω υπ'αριθ. 714, 716, 718/2005 και 99/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς αναιρέθηκε με την υπ'αριθ. 1551/2007 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία η κατηγορία της υπεξαιρέσεως μεταβλήθηκε σε απλή κλοπή και στη συνέχεια έπαυσε οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του αιτούντα, λόγω παραγραφής.
Σύμφωνα όμως με τα όσα προαναφέρθηκαν, η εν λόγω υπ'αριθ. 958/9-11-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, δεν είναι τελειωτική επί της κατηγορίας, αφού δεν αποφαίνεται επί της ενοχής και, ως τέτοια, δεν υπόκειται σε αναίρεση.
Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 72/17-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του Αρχιμανδρίτη Χ, κατά κόσμο Χ-Α, κατοίκου ......, κατά της υπ'αριθ. 958/9-11-2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και την πληρεξουσία του αναιρεσείοντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 504 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται ειδικά κάτι άλλο, σε αναίρεση υπόκεινται οι ποινικές αποφάσεις με τις οποίες περατώνεται η ποινική δίκη και το δικαστήριο απεκδύεται από κάθε περαιτέρω εξουσία για να επιληφθεί και πάλι της κατηγορίας. Εξάλλου, από το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων του Τρίτου Κεφαλαίου του έβδομου βιβλίου του ΚΠΔ (533-545), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 26 του Ν. 2915/2001, προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι δεν παρέχεται αυτοτελώς δικαίωμα αίτησης αναίρεσης κατά της απόφασης η οποία απέρριψε, είτε ως εκπρόθεσμο είτε ως ουσιαστικά αβάσιμο, αίτημα αποζημίωσης από το Δημόσιο α) εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά και στη συνέχεια αθωώθηκε αμετάκλητα με βούλευμα ή με απόφαση του δικαστηρίου, β) εκείνου που κρατήθηκε με καταδικαστική απόφαση, η οποία στη συνέχεια εξαφανίστηκε, συνεπεία άσκησης ένδικου μέσου ...:.... δ) εκείνου που τιμωρήθηκε μετέπειτα με ποινή μικρότερης διάρκειας από αυτή που εξέτισε αρχικά ... . Έτσι, αν κατά της παραπάνω απόφασης ασκηθεί αυτοτελώς αναίρεση, η αναίρεση αυτή είναι απαράδεκτη, ως στρεφόμενη κατά απόφασης που δεν υπόκειται στο ένδικο αυτό μέσο, αφού δεν πρόκειται για απόφαση με την οποία το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικώς για την κατηγορία, ούτε υπάρχει διάταξη με την οποία να ορίζεται ειδικά κάτι άλλο, και ως εκ τούτου απορρίπτεται, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ, ο δε αναιρεσείων καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επομένως, η κρινόμενη από 17.3.2008 αίτηση αναίρεσης με την οποία πλήττεται η με αριθ. 958/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η από 14-2-2006 αίτηση του αναιρεσείοντος για αποζημίωσή του από το Δημόσιο, λόγω προσωρινής κράτησής του δυνάμει του με αριθμό ΑΝΖ/ΕΠΚ/2/22-2-2005 εντάλματος προσωρινής κρατήσεως του Ανακριτή Ζ' Τμήματος Πλημ/κών Πειραιώς και της μετέπειτα αθωώσεώς του με την υπ'αριθμ. 714, 716, 718/2005, 99/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, κατά τα άρθρα 533 επ. ΚΠΔ, είναι, ενόψει των όσων εκτίθενται στη νομική σκέψη της παρούσας, απαράδεκτη, αφού στρέφεται κατ' απόφασης που δεν υπόκειται σε αναίρεση και πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 ΚΠΔ να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)..
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-3-2008 αίτηση του Αρχιμανδρίτη Χ, κατά κόσμο Χ-Α, για αναίρεση της 958/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ