Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 552 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης. Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Αιτιολογημένη παραπομπή για απάτη κατ’ επάγγελμα του αναιρεσείοντος, ο οποίος, αφού πέτυχε με τη χρήση πλαστού πιστοποιητικού γεννήσεως, την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητας με διαφορετικά των αληθών πατρώνυμο και μητρώνυμο και αφού με τη χρήση του τελευταίου δήλωσε έναρξη επαγγέλματος στη ΔΟΥ και άνοιξε λογαριασμούς σε Τράπεζες λαμβάνοντας μπλοκ επιταγών, έπεισε τον υπεύθυνο πωλήσεων την μηνύτριας εταιρίας με την ψευδή παράσταση ότι είναι φερέγγυος μεγαλέμπορος ορυκτελαίων με τα αναφερόμενα στο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας που υφήρπασε στοιχεία, να του πωλήσει ορυκτέλαια δεχόμενος, χάριν του τιμήματος τους επιταγές που εκείνος εξέδωσε, εν γνώσει του ακάλυπτες και να ζημιωθεί έτσι η πωλήτρια εταιρία κατά την αξία τους, υπερβαίνουσα τα 15.000 ευρώ. Απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας αν το δικαστικό συμβούλιο που αποφασίζει για την ουσία της κατηγορίας, παραλείψει να απαντήσει ή απορρίψει αναιτιολόγητα αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για να δώσει διευκρινίσεις. Απορρίπτεται ο σχετικός λόγος αναιρέσεως αφού το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του απορρίφθηκε αιτιολογημένα.




Αριθμός 552/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια και Αναστάσιο Λιανό (ο οποίος ορίστηκε με τη με αριθμό 44/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.333/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα τη .....
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2.078/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 209/18.4.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατά το άρθρ. 485 παρ.1 ΚΠΔ την υπ' αρ. 27/3-12-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αντωνίου Γ. Κουδρόγλου, δυνάμει της από 29/11/07 εξουσιοδοτήσεώς του, κατά του υπ' αρ. 1333/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα εξής: (Ι) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε (α) κατ' ουσία η υπ' αρ. 60/2007 έφεση του ως άνω αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 460/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για (1) απάτη κατ' επάγγελμα και με συνολικό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 15000 Ευρώ, (2) ψευδή ανώμοτη κατάθεση, (3) χρήση υφαρπαγείσης ψευδούς βεβαιώσεως, απλής και διακεκριμένης κατ' εξακολούθηση και (4) έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 1, 13, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 79, 94 παρ. 1, 98, 220 παρ. 1-2 σε συνδ. με αρ. 216 παρ. 3, 225 παρ. 2 και 386 παρ. 1-3 ΠΚ ως ισχύουν και αρθρ. 79 παρ. 1 και 5 Ν. 5960/1933 ως ισχύει) και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα και (β) το αίτημα του ως άνω αναιρεσείοντος περί αυτοπροσώπου εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ, με την ως άνω από 3/12/2007 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αντωνίου Κουδρόγλου, δυνάμει της από 29/11/07 νόμιμης εξουσιοδότησης, στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. 27/2007 έκθεση αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί νομίμως την 23/11/2007 και είναι συνεπώς τυπικά δεκτή. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. (
ΙΙ) Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιό ή ποιά από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.). Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.). Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α.). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.α.). Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.α.). Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.)· Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ίδιος ο Άρειος Πάγος αναφέρεται -και ορθότατα- εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού - αρ.87 επ. Συντ. Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται: α) σκοπός του δράστου να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, εκ της οποίας παραπλανήθηκε άλλος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Κατά την παρ. 3 εδ. α του αυτού άρθρου (386 ΠΚ) -όπως ίσχυε από της ενάρξεως ισχύος του ΠΚ και με την αντικ. αυτής με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2408/96 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμόν εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερά ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστου. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξ άλλου κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει, και όταν η πράξη τελείται το πρώτον όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α' Π.Κ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, είναι ηπιώτερη της προηγούμενης ρύθμισης και εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν ποσοτικά όρια. Εν όψει τούτου πράξεις απάτης, που τελέσθηκαν εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999 και έχουν συνολικό ή, κατά μείζονα λόγο, μερικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ., διατηρούν και με το νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, και επομένως εφαρμοστέα είναι η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης (βλ. ΑΠ 172/2002, ΑΠ 149/2003, ΑΠ 1348/2003 κ.ά.), διότι αυτός απηχεί πλέον τις κατά τεκμήριον ορθότερον αντιλήψεις. (

ΙΙΙ) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με επιτρεπτή αναφορά στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ' αυτού υιοθετηθείσα εισαγγελική πρόταση, και των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστικά κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του αναφερομένου σ' αυτό αποδεικτικού υλικού που νομότυπα συγκεντρώθηκε και συγκεκριμένα, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, Χ, γεννηθείς στην .... στις .... και κατοικών στην ..., ασχολούμενος επαγγελματικά, όπως εκθέτει, ως ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά και με συμμετοχή σε διάφορες επιχειρήσεις, για το λόγο ότι, επειδή εξελίχθηκαν αρνητικά αυτές οι ενασχολήσεις του και εξαυτού δεν ανταποκρίθηκε στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του έναντι των τραπεζών, καταχωρήθηκε στο σύστημα "ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ" και δεν είχε πλέον την δυνατότητα δανειοληπτικών συναλλαγών με αυτές, αποφάσισε με πλήρη συνείδηση και δική του επιλογή να εξαπατήσει τις αρμόδιες αρχές για να συνεχίσει παρανόμως να ασκεί διάφορες δραστηριότητες με πρόσβαση στις τράπεζες. Έτσι χωρίς να έχει οποιαδήποτε σχέση με το Νομό ..., στις 18-5-2004 εμφανίσθηκε στο Α.Τ. Αμυνταίου και υπέβαλε αίτηση για την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. Προκειμένου δε να μη είναι δυνατή η διερεύνηση της υπάρξεως άλλου δελτίου, δήλωσε αντί των πραγματικών του ως άνω στοιχείων, διαφοροποιημένα ως προς το πατρώνυμο "του ....", ως προς το μητρώνυμο "της ...", ότι γεννήθηκε στη ... στις 17-3-1965 και ότι είναι δημότης του ..... Για την νομιμοφάνεια δε των ενεργειών του, προσεκόμισε και κατέθεσε στην εν λόγω αστυνομική αρχή το φερόμενο με αριθμό πρωτ. .... πιστοποιητικό γεννήσεως του Δημάρχου ...., το οποίο όμως εν γνώσει του ήταν πλαστό, αφού δεν εκδόθηκε από τον αναφερόμενο Δήμο και απεικόνιζε ανύπαρκτο πρόσωπο. Ειδικότερα (α) είχε καταρτισθεί σε έντυπο διαφορετικό των μηχανογραφημένων εγγράφων που χρησιμοποιούσε ο συγκεκριμένος Δήμος, (β) στην αναφερόμενη στο πιστοποιητικό οικογενειακή μερίδα ήταν εγγεγραμμένοι άλλοι δημότες, (γ) το μνημονευόμενο πρόσωπο για το οποίο είχε εκδοθεί δεν υπήρχε στα οικεία δημοτολόγια, (δ) το πιστοποιητικό έφερε υπογραφές ανύπαρκτων υπαλλήλων και (ε) ο τύπος σφραγίδας που χρησιμοποιήθηκε για την σήμανση του εγγράφου δεν ήταν ο χρησιμοποιούμενος από τις υπηρεσίες του Δήμου. Για τις σε βάρος της προδιαληφθείσης αστυνομικής αρχής έκνομες ενέργειες του κατηγορουμένου σχηματίσθηκε σχετική δικογραφία από την Εισαγγελία Φλώρινας. Ακολούθως ο κατηγορούμενος κατέχων την ρηθείσα πλαστή ταυτότητα και έχοντας προσχεδιάσει να διαπράξει παράνομες πράξεις, καλυπτόμενος υπό τα αναφερόμενα ψευδή στοιχεία, κατά μήνα Αύγουστο 2004, εμφανίσθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της Α' Δ.Ο.Υ Κατερίνης όπου δηλώνοντας προφορικώς και εγγράφως αυτά, επικαλούμενος προς τούτο και κάνοντας χρήση για τον συγκεκριμένο σκοπό του προαναφερθέντος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας, έκανε έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας, με αντικείμενο την εμπορία λιπαντικών-ορυκτελαίων, λαμβάνοντας τον Α.Φ.Μ. .... και επαγγελματική διεύθυνση την οδό .... στην πόλη της ..... Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος εξαπάτησε τους υπαλλήλους της ανωτέρω υπηρεσίας, ως προς την πραγματική του ταυτότητα και άρχισε έτσι να δραστηριοποιείται επαγγελματικά. Με τη χρήση αυτών των ψευδών στοιχείων άνοιξε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στην Γενική Τράπεζα, από όπου έλαβε στελέχη επιταγών, ενώ με τα πραγματικά του στοιχεία δεν θα είχε αυτή τη δυνατότητα και έτσι συναλλασσόμενος με τρίτους αγόραζε διάφορα προϊόντα για τα οποία εξέδιδε ακάλυπτες επιταγές, ενώ στη συνέχεια τα μεταπωλούσε αζημίως σε άλλους, προβάλλοντας ψευδή δεδομένα ως προς την ταυτότητα του και την οικονομική του επιφάνεια και εξασφαλίζοντας με αυτήν την μέθοδο, το μεν παράνομα κέρδη, το δε το ακαταδίωκτο σε κάθε περίπτωση, καθόσον δεν θα ήταν δυνατόν να στραφούν εναντίον του. Περί τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου 2005, ο κατηγορούμενος, μεταξύ των άλλων, εμφανίσθηκε στα γραφεία της εδρεύουσας στη .... ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "... Ο.Ε.", που έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία ορυκτελαίων και χημικών ειδών. Απευθυνόμενος προς τον υπεύθυνο πωλήσεων αυτής Ζ και προκειμένου να τον πείσει να συναλλαχθεί μαζί του, δήλωσε προς αυτόν τα προπεριγραφέντα ψευδή στοιχεία ταυτότητας, κάνοντας προς τούτο χρήση και επιδεικνύοντας το ως άνω πλαστό δελτίο. Επί πλέον ισχυρίσθηκε ότι είναι μεγαλέμπορος ορυκτελαίων, ότι είναι φερέγγυος και με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που δημιούργησε από την επιχειρηματική δράση του στη ..., ότι τα κέρδη αυτά τα επένδυσε σε διάφορες εταιρείες που κατονόμασε. Επικαλέσθηκε ακόμη και προέβαλε ότι στα πλαίσια αυτής της ενεργοποιήσεώς του, είχε αγοράσει πρόσφατα την αναφερθείσα επιχείρηση εμπορίας λιπαντικών στην ... και ότι επεδίωκε με τις συνεχείς αγορές μεγάλων ποσοτήτων ορυκτελαίων την πραγματοποίηση πολλαπλών συναλλαγών, το τίμημα των οποίων κάλυπτε με σειρά τραπεζικών επιταγών. Αυτές τις επιταγές τις επέδειξε στον ως άνω υπεύθύνο της εταιρίας, ώστε κατόπιν σχετικών ελέγχων μέσω του συστήματος "ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ" και των αρχείων του ICAP να διαπιστωθεί η φερεγγυότητα του. Πάντα τα ανωτέρω όμως επικαλούμενα σχετικά με την ταυτότητα του, την οικονομική του επιφάνεια, την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του και τις σχέσεις του με τις τράπεζες, ήταν ψευδή, αφού το εμφανιζόμενο στην πλαστή ταυτότητα και συναλλασσόμενο πρόσωπο ήταν ανύπαρκτο και όλη η μετά την έκδοση αυτής επιχειρησιακή δραστηριότητα του και η απόκτηση των απαιτουμένων προϋποθέσεων, ήταν αποτέλεσμα εξαπατήσεως των αρμοδίων φορολογικών αρχών, των τραπεζών και των λοιπών προσώπων προς τους οποίους απευθύνθηκε. Με την μεθόδευση αυτή την οποία εν γνώσει του ο κατηγορούμενος δολίως εξύφανε, κατέστησε ανέφικτη τη διαπίστωση και την αποκάλυψη των πραγματικών δεδομένων που ίσχυαν για το πρόσωπο του. Ήταν γνωστό ότι ο ίδιος με τα πραγματικά του στοιχεία, ουδεμία αξιοπιστία και φερεγγυότητα διέθετε και είχε ήδη καταχωρηθεί στο ρηθέν σύστημα, την οποία κατάσταση του αν αποκάλυπτε προς τον ανωτέρω υπεύθυνο της εταιρίας, θα ήταν αποτρεπτική οποιασδήποτε συναλλαγής μαζί του. Με την παράσταση όμως των προπεριγραφέντων ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ο κατηγορούμενος έπεισε τους εκπροσώπους της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας, να πωλήσουν, μεταβιβάσουν και παραδώσουν διαδοχικά σ' αυτόν τα περιγραφόμενα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εμπορεύματα συνολικής αξίας 57.024, 70 ευρώ. Για την πληρωμή μέρους του τιμήματος αυτών των προϊόντων, ο κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε προς την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".... Ο.Ε.", τις αναφερόμενες μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, οι οποίες, εν γνώσει του, ήταν ακάλυπτες, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους. Συγκεκριμένα εξέδωσε στην .... α) στις 4-3-2005, σε διαταγή της εγκαλούσης, την υπ' αριθ. ..... επιταγή της Γενικής Τράπεζας Α.Ε., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30-5-2005 και ποσού 13.926, 92 ευρώ, β) στις 4-3-2005, σε διαταγή της εγκαλούσης, την υπ' αριθ. .... επιταγή της Γενικής Τράπεζας Α.Ε., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 15-6-2005 και ποσού 14.000, 00 ευρώ και γ) στις 15-4-2005, σε διαταγή της εγκαλούσης, την υπ' αριθ..... επιταγή της Γενικής Τράπεζας Α.Ε., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 15-7-2005 και ποσού 12.279, 40 ευρώ. Τις ανωτέρω επιταγές η λήπτρια τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου σε άλλες τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια τις εμφάνισαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν και σφραγίσθηκαν, καθόσον εν γνώσει του κατηγορουμένου δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον αναγραφόμενο λογαριασμό. Έτσι επιστράφηκαν στην εγκαλούσα η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει προς τις εξ οπισθογραφήσεως δικαιούχους τα ποσά των εν λόγω επιταγών που ανέρχονταν σε 45.440, 41 ευρώ και κατέστη εκ νέου εξ αναγωγής νόμιμη κομίστρια αυτών. Με την παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος έδρασε προσχεδιασμένα και μεθοδικά σε μεγάλο χρονικό διάστημα εμφανιζόμενος ο ίδιος σε όλες τις διαδοχικές και επανειλημμένες πράξεις του ενώπιον αρχών και προσώπων, καταδεικνύεται ο σκοπός του (η πρόθεσή του) με την τέλεση κατ' αρχήν της πράξεως της κακουργηματικής απάτης, να πορισθεί παράνομα οικονομικά οφέλη. Έτσι οι ενέργειες αυτές συγκροτούν πλήρως το έγκλημα της απάτης κατ' επάγγελμα και με συνολικό όφελος και ζημία αντίστοιχα που υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ, ενώ η χρήση και η επίδειξη του προαναφερθέντος πλαστού δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας προς τους αρμοδίους υπαλλήλους της Α' ΔΟΥ Κατερίνης για την έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητας, δεν συνέχεται άμεσα με την απ' αυτήν άντληση οικονομικού οφέλους, αλλά με την τέλεσή της επεδίωκε τη δημιουργία και διαμόρφωση των προϋποθέσεων για το παράνομο πορισμό περιουσιακής ωφέλειας με τη διάπραξη άλλων αξιοποίνων πράξεων. Εξάλλου ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος αποδέχεται την τέλεση των ανωτέρω πράξεων που του αποδίδονται, πλην αναποδείκτως επικαλείται δήθεν ανάμειξη τρίτων προσώπων, γεγονός που σε κάθε περίπτωση δεν αναιρεί κατ' ουδέν την απαξία των τελεσθεισών πράξεων εκ μέρους του. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες ή αντιφάσεις όλα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος ο κατηγορούμενος στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ως άνω ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε (βλ. φυλ. 4-6 βουλεύματος) και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου λόγοι αναίρεσης (αρ. 484 παρ. 1 β' και δ' ΚΠΔ) είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα, επειδή το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, απέρριψε αναιτιολόγητα τα αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του (αρ. 309 παρ. 2 ΚΠΔ) και προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης από το συνήγορό του, είναι αβάσιμος διότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης εκθέτοντας ότι..."Ο ανωτέρω κατά το στάδιο της ανάκρισης με τη δοθείσα απολογία του και το κατατεθέν σχετικό σημείωμα, αναπτύσσει και αναλύει διεξοδικά τις απόψεις, τους ισχυρισμούς και τις θέσεις του σε σχέση με την αποδιδόμενη σ' αυτόν ως άνω κατηγορία, τα οποία επίσης εκθέτει στην εξεταζόμενη έφεσή του. Εξάλλου ουδέν νεώτερο ή πρόσθετο στοιχείο αναφέρει ότι μπορεί να προσκομίσει. Κατά συνέπεια δεν κρίνεται αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του εκκαλούντος... και πρέπει να απορριφθεί η εν λόγω αίτηση." αιτιολογημένα απάντησε στο σχετικό νόμιμο αίτημα του αναιρεσείοντος και συνεπώς δεν παραβίασε τα άρθρα 309 παρ. 2 - 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ (ΑΠ 1104/95), πέραν του ότι απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται μόνο όταν το αρμόδιο Συμβούλιο δεν απαντά καθόλου στο αίτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου (ΑΠ 310/96, ΑΠ 1441/97 κ.α.). Κατ' ακολουθία τούτων, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η υπ' αρ. 27/3-12-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου .... κατά του υπ' αρ. 1333/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και (2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 29/2/2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης τελείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλα-νάται άλλος και προβαίνει, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3α'του ίδιου άρθρου 386 Π.Κ., (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999), η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ). Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται, εν όλω ή εν μέρει, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και το Συμβούλιο. Η εν λόγω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους, όπως είναι και η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως, η οποία συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεώς της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (άρθρο 13 στοιχ. στ' Π.Κ.). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1.333/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που το εξέδωσε, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος απάτης κατ' επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και ανέρχονται σε 45.440,41 ευρώ, καθώς και ως υπαίτιος των εκεί αναφερομένων πλημμελημάτων. Ακολούθως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος, αφού απέρριψε αίτημα αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο και επικύρωσε το πρωτόδικο 460/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμά του εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε ότι, από τα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται τα εξής: "Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ, γεννηθείς στη .... στις 21.8.1959 και κατοικών στη ...., ασχολούμενος επαγγελματικά, όπως εκθέτει, ως ιδιωτικός υπάλληλος, αλλά και με συμμετοχή σε διάφορες επιχειρήσεις, για το λόγο ότι, επειδή εξελίχθηκαν αρνητικά αυτές οι ενασχολήσεις του και εξ αυτού δεν ανταποκρίθηκε στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του έναντι των τραπεζών, καταχωρήθηκε στο σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ δεν είχε πλέον την δυνατότητα δανειοληπτικών συναλλαγών με αυτές, αποφάσισε με πλήρη συνείδηση και δική του επιλογή να εξαπατήσει τις αρμόδιες αρχές για να συνεχίσει παρανόμως να ασκεί διάφορες δραστηριότητες με πρόσβαση στις τράπεζες. Έτσι χωρίς να έχει οποιαδήποτε σχέση με το Νομό ...., στις 18-5-2004 εμφανίσθηκε στο Α.Τ.Αμυνταίου και υπέβαλε αίτηση για την έκδοση δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. Προκειμένου δε να μη είναι δυνατή η διερεύνηση της υπάρξεως άλλου δελτίου, δήλωσε αντί των πραγματικών του ως άνω στοιχείων, διαφοροποιημένα ως προς το πατρώνυμο "του ....", ως προς το μητρώνυμο "της ...", ότι γεννήθηκε στη .... στις ... και ότι είναι δημότης του Δήμου .... Για την νομιμοφάνεια δε των ενεργειών του, προσεκόμισε και κατέθεσε στην εν λόγω αστυνομική αρχή το φερόμενο με αριθμό πρωτ. ... πιστοποιητικό γεννήσεως του Δημάρχου ...., το οποίο όμως εν γνώσει του ήταν πλαστό, αφού δεν εκδόθηκε από τον αναφερόμενο Δήμο και απεικόνιζε ανύπαρκτο πρόσωπο. Ειδικότερα α) είχε καταρτισθεί σε έντυπο διαφορετικό των μηχανογραφημένων εγγράφων που χρησιμοποιούσε ο συγκεκριμένος Δήμος, β) στην αναφερόμενη στο πιστοποιητικό οικογενειακή μερίδα ήταν εγγεγραμμένοι άλλοι δημότες, γ) το μνημονευόμενο πρόσωπο για το οποίο είχε εκδοθεί δεν υπήρχε στα οικεία δημοτολόγια, δ) το πιστοποιητικό έφερε υπογραφές ανύπαρκτων υπαλλήλων και ε) ο τύπος σφραγίδας που χρησιμοποιήθηκε για την σήμανση του εγγράφου δεν ήταν ο χρησιμοποιούμενος από τις υπηρεσίες του Δήμου. Για τις σε βάρος της προδιαληφθείσης αστυνομικής αρχής έκνομες ενέργειες του κατηγορουμένου σχηματίσθηκε σχετική δικογραφία από την Εισαγγελία Φλώρινας. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος κατέχων την ρηθείσα πλαστή ταυτότητα και έχοντας προσχεδιάσει να διαπράξει παράνομες πράξεις, καλυπτόμενος υπό τα αναφερόμενα ψευδή στοιχεία, κατά μήνα Αύγουστο 2004, εμφανίσθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους της Α' Δ.Ο.Υ Κατερίνης όπου δηλώνοντας προφορικώς και εγγράφως αυτά, επικαλούμενος προς τούτο και κάνοντας χρήση για τον συγκεκριμένο σκοπό του προαναφερθέντος Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας, έκανε έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας, με αντικείμενο την εμπορία λιπαντικών-ορυκτελαίων, λαμβάνοντας τον Α.Φ.Μ. .... και επαγγελματική διεύθυνση την οδό .... στην πόλη της ..... Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος εξαπάτησε τους υπαλλήλους της ανωτέρω υπηρεσίας, ως προς την πραγματική του ταυτότητα και άρχισε έτσι να δραστηριοποιείται επαγγελματικά. Με τη χρήση αυτών των ψευδών στοιχείων άνοιξε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στην Γενική Τράπεζα, από όπου έλαβε στελέχη επιταγών, ενώ με τα πραγματικά του στοιχεία δεν θα είχε αυτή τη δυνατότητα και έτσι συναλλασσόμενος με τρίτους αγόραζε διάφορα προϊόντα για τα οποία εξέδιδε ακάλυπτες επιταγές, ενώ στη συνέχεια τα μεταπωλούσε αζημίως σε άλλους, προβάλλοντας ψευδή δεδομένα ως προς την ταυτότητα του και την οικονομική του επιφάνεια και εξασφαλίζοντας με αυτήν την μέθοδο, το μεν παράνομα κέρδη, το δε το ακαταδίωκτο σε κάθε περίπτωση, καθόσον δεν θα ήταν δυνατόν να στραφούν εναντίον του. Περί τα τέλη του μηνός Φεβρουαρίου 2005, ο κατηγορούμενος, μεταξύ των άλλων, εμφανίσθηκε στα γραφεία της εδρεύουσας στη ... ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "..... Ο.Ε.", που έχει ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία ορυκτελαίων και χημικών ειδών. Απευθυνόμενος προς τον υπεύθυνο πωλήσεων αυτής Ζ και προκειμένου να τον πείσει να συναλλαχθεί μαζί του, δήλωσε προς αυτόν τα προπεριγραφέντα ψευδή στοιχεία ταυτότητας, κάνοντας προς τούτο χρήση και επιδεικνύοντας το ως άνω πλαστό δελτίο. Επί πλέον ισχυρίσθηκε ότι είναι μεγαλέμπορος ορυκτελαίων, ότι είναι φερέγγυος και με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που δημιούργησε από την επιχειρηματική δράση του στη ...., ότι τα κέρδη αυτά τα επένδυσε σε διάφορες εταιρίες που κατονόμασε. Επικαλέσθηκε ακόμη και προέβαλε ότι στα πλαίσια αυτής της ενεργοποιήσεώς του, είχε αγοράσει πρόσφατα την αναφερθείσα επιχείρηση εμπορίας λιπαντικών στην .... και ότι επεδίωκε με τις συνεχείς αγορές μεγάλων ποσοτήτων ορυκτελαίων την πραγματοποίηση πολλαπλών συναλλαγών, το τίμημα των οποίων κάλυπτε με σειρά τραπεζικών επιταγών. Αυτές τις επιταγές τις επέδειξε στον ως άνω υπεύθυνο της εταιρίας, ώστε κατόπιν σχετικών ελέγχων μέσω του συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ και των αρχείων του ICAP να διαπιστωθεί η φερεγγυότητα του. Πάντα τα ανωτέρω όμως επικαλούμενα σχετικά με την ταυτότητα του, την οικονομική του επιφάνεια, την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του και τις σχέσεις του με τις τράπεζες, ήταν ψευδή, αφού το εμφανιζόμενο στην πλαστή ταυτότητα και συναλλασσόμενο πρόσωπο ήταν ανύπαρκτο και όλη η μετά την έκδοση αυτής επιχειρησιακή δραστηριότητα του και η απόκτηση των απαιτουμένων προϋποθέσεων, ήταν αποτέλεσμα εξαπατήσεως των αρμοδίων φορολογικών αρχών, των τραπεζών και των λοιπών προσώπων προς τους οποίους απευθύνθηκε. Με την μεθόδευση αυτή την οποία εν γνώσει του ο κατηγορούμενος δολίως εξύφανε, κατέστησε ανέφικτη τη διαπίστωση και την αποκάλυψη των πραγματικών δεδομένων που ίσχυαν για το πρόσωπο του. Ήταν γνωστό ότι ο ίδιος με τα πραγματικά του στοιχεία ουδεμία αξιοπιστία και φερεγγυότητα διέθετε και είχε ήδη καταχωρηθεί στο ρηθέν σύστημα, την οποία κατάστασή του αν αποκάλυπτε προς τον ανωτέρω υπεύθυνο της εταιρίας, θα ήταν αποτρεπτική οποιασδήποτε συναλλαγής μαζί του. Με την παράσταση όμως των προπεριγραφέντων ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ο κατηγορούμενος έπεισε τους εκπροσώπους της ως άνω ομόρρυθμης εταιρίας να πωλήσουν, μεταβιβάσουν και παραδώσουν διαδοχικά σ' αυτόν τα περιγραφόμενα στο προσβαλλόμενο βούλευμα εμπορεύματα συνολικής αξίας 57.024,70 ευρώ. Για την πληρωμή μέρους του τιμήματος αυτών των προϊόντων, ο κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε προς την εγκαλούσα ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ".... Ο.Ε.", τις αναφερόμενες μεταχρο-νολογημένες τραπεζικές επιταγές, oι οποίες, εν γνώσει του, ήταν ακάλυπτες, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο πληρωμής τους. Συγκεκριμένα εξέδωσε στην ...... α)στις 4-3-2005, σε διαταγή της εγκαλούσης, την υπ' αριθ. .... επιταγή της Γενικής Τράπεζας Α.Ε., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 30-5-2005 και ποσού 13.926, 92 ευρώ, β) στις 4-3-2005, σε διαταγή της εγκαλούσης, την υπ' αριθ. ..... επιταγή της Γενικής Τράπεζας Α.Ε., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 15-6-2005 και ποσού 14.000, 00 ευρώ και γ) στις 15-4-2005, σε διαταγή της εγκαλούσης, την υπ1 αριθ. ..... επιταγή της Γενικής Τράπεζας Α.Ε., με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 15-7-2005 και ποσού 12.279, 40 ευρώ. Τις ανωτέρω επιταγές η λήπτρια τις μεταβίβασε με οπισθογράφηση ως αξία λόγω ενεχύρου σε άλλες τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια τις εμφάνισαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως δεν πληρώθηκαν και σφραγίσθηκαν, καθόσον εν γνώσει του κατηγορουμένου δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον αναγραφόμενο λογαριασμό. Έτσι επιστράφηκαν στην εγκαλούσα η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει προς τις εξ οπισθογραφήσεως δικαιούχους τα ποσά των εν λόγω επιταγών που ανέρχονταν σε 45.440,41 ευρώ και κατέστη εκ νέου εξ αναγωγής νόμιμη κομίστρια αυτών. Με την παραπάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος έδρασε προσχεδιασμένα και μεθοδικά σε μεγάλο χρονικό διάστημα, εμφανιζόμενος ο ίδιος σε όλες τις διαδοχικές και επανειλημμένες πράξεις του ενώπιον αρχών και προσώπων, καταδεικνύεται ο σκοπός του, με την τέλεση κατ' αρχήν της πράξεως της απάτης, να πορισθεί παράνομα οικονομικά οφέλη. Έτσι οι ενέργειες αυτές στοιχειοθετούν το έγκλημα της απάτης τελεσθείσης κατ' επάγγελμα και με συνολικό όφελος και ζημία αντίστοιχα που υπερβαίνουν το ποσό των (15.000,00) ευρώ. Ενώ η χρήση και η επίδειξη του προαναφερθέντος πλαστού Δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας προς τους αρμοδίους υπαλλήλους της Α' Δ.Ο.Υ. Κατερίνης για την έναρξη της επαγγελματικής δραστηριότητας, δεν συνέχεται άμεσα με την απ' αυτήν άντληση οικονομικού οφέλους, αλλά με τηντέλεση της επεδίωκε τη δημιουργία καιδιαμόρφωση των προϋποθέσεων για τον πορισμόπεριουσιακής ωφέλειας με την διάπραξη άλλωνπράξεων. Εξάλλου ο κατηγορούμενος αποδέχεταιτην τέλεση των πράξεων που του αποδίδονται, πλην αναποδείκτως και αστόχως επικαλείται δήθεν ανάμειξη τρίτων προσώπων, γεγονός το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν αναιρεί κατ' ουδέν από την απαξία των τελεσθέντων από μέρους του. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότιτο εκκαλούμενο βούλευμα, στις σκέψεις τουοποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση συμπληρωματικά αναφερόμαστε, ορθά έκρινε και παρέπεμψε τον εκκαλούντα στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Τριμελούς Δικαστηρίου Εφετών Θεσσαλονίκης, για να δικασθεί για τις πράξεις που τουαποδίδονται. Επομένως πρέπει να γίνει μεντυπικά δεκτή, αλλά να απορριφθεί στην ουσία ηυπό κρίση έφεση του κατηγορουμένου Χ...........". Με τις παραδοχές του αυτές, ο Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικότερα ως προς την απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεώς της, ως προς την οποία και μόνον πλήττεται για έλλειψη αιτιολογίας το προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού περιέχονται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα συλλεγέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως, για την οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με τους οποίους υπήγαγε τα εν λόγω περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 Π.Κ. που εφήρμοσε. Ειδικότερα, αντιθέτως προς τα υπό του αναιρεσείοντος προβαλλόμενα, επαρκώς αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα τέλεση της συγκεκριμένης πράξεως από τις παραδοχές του βουλεύματος ότι ο αναιρεσείων χρησιμοποίησε στο Α.Τ. Αμυνταίου πιστοποιητικό γεννήσεώς του του Δημάρχου ....., το οποίο ήταν εν γνώσει του πλαστό και βάσει αυτού υφήρπασε αναληθές δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, ότι με τη χρήση του τελευταίου δήλωσε στην Α' Δ.Ο.Υ. Κατερίνης έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας με έδρα την .... στην οδό .... και έλαβε Α.Φ.Μ., ότι με την περαιτέρω χρήση του αυτού δελτίου αστυνομικής ταυτότητας άνοιξε λογαριασμούς στις μνημονευόμενες τράπεζες και έλαβε μπλόκ επιταγών, τις οποίες εκδίδοντας, ακάλυπτες, μεταβίβασε για την επί πιστώσει αγορά ορυκτελαίων και λιπαντικών από την εγκαλούσα, με ζημία της τελευταίας και παράνομο όφελος εκείνου, παραδοχές οι οποίες αιτιολογούν την ύπαρξη της υποδομής που είχε διαμορφώσει ο αναιρεσείων και δη τέτοιας ώστε η τέλεση των πράξεών του να εκτείνεται επανειλημμένως σε βάθος χρόνου, ήτοι με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως αυτών για πορισμό εισοδήματος, κατά την απαίτηση του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., στην οποία (υποδομή) στηρίζει το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης την κρίση του για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης απάτης. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ένδικης αιτήσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την πράξη της απάτης και την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεώς της, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 περ. δ' και 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, η οποία συνιστά λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, αν το δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει για την ουσία της κατηγορίας, παραλείψει να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του για να δώσει διευκρινίσεις ή απορρίψει αναιτιολόγητα την αίτηση αυτή. Αν, όμως, το συμβούλιο απορρίψει την αίτηση για ορισμένους λόγους που αναφέρονται στο βούλευμα, δεν επέρχεται η εν λόγω απόλυτη ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα αίτημα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου να εμφανισθεί ενώπιόν του για να παράσχει διευκρινίσεις επί της υποθέσεως, επειδή έκρινε, δι' αναφοράς στα συναφώς εκτιθέμενα στην εισαγγελική πρόταση, ότι η αυτοπρόσωπη αυτή εμφάνιση του αναιρεσείοντος δεν ήταν αναγκαία, αφού αυτός "κατά το στάδιο της ανακρίσεως, με τη δοθείσα απολογία του και το κατατεθέν σημείωμα, αναπτύσσει και αναλύει διεξοδικά τις απόψεις, τους ισχυρισμούς και θέσεις του σε σχέση με την αποδιδόμενη σ'αυτόν κατηγορία, τα οποία επίσης εκθέτει και στην έφεση. Εξάλλου, ουδέν νεώτερο ή πρόσθετο στοιχείο αναφέρει ότι μπορεί να προσκομίσει". Η απορριπτική του εν λόγω αιτήματος αιτιολογία αυτή είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, με συνέπεια εκ τούτου ότι δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα από την απόρριψη του συγκεκριμένου αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφανίσεως. Επομένως και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αιτήσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά ταύτα η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Δεκεμβρίου 2007 αίτηση του Χ, περί αναιρέσεως του 1.333/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή