Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 939 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εισαγγελικής πρότασης γνωστοποίηση.




Περίληψη:
Πότε υπάρχει ακυρότητα απόλυτη από τη μη γνώση της εισαγγελικής πρότασης, πριν αυτή υποβληθεί στο αρμόδιο Συμβούλιο. Υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αντικειμένου, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση.




Αριθμός 939/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, περί αναιρέσεως του με αριθμό 165/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.

Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Μαρτίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 557/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 378/16.7.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 5/13-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, δικηγόρου και κατοίκου ......, κατά του υπ'αριθμ. 165/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ'αριθ. 823/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 165/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 3-3-2008, η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε την 13-3-2008 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) αυτοπροσώπως ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 5/13-3-2008 έκθεση, όπου διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η απόλυτη ακυρότητα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως αντικαστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 Ν.3160/2005, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σε αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της προτάσεώς του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής.Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία να εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά και σ'αυτή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίασή της δε, όταν εκείνος, που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατ'άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Όπως όμως προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει τον διάδικο, προκειμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτάσεώς του, προϋποθέτει σχετικό αίτημα, που υποβάλλεται σε αυτόν και όχι σε άλλη δικαστική υπηρεσία και μάλιστα πριν αυτός καταρτίσει την πρότασή του. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων, ότι επιθυμούν να λάβουν γνώση του περιεχομένου της εισαγγελικής προτάσεως προς το Δικαστικό Συμβούλιο, μπορεί να υποβληθεί και με υπόμνημα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία ο Εισαγγελέας, μετά το τέλος της ανακρίσεως ή της προανακρίσεως, πρόκειται να υποβάλει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως και όχι επί υποβληθέντος παρεμπίπτοντος αιτήματος διαδίκου (ΑΠ 235/2008, ΑΠ 1573/2007). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε υποβάλει με την έφεσή του ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (π.χ. υπόμνημα) αίτημα στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, για να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως πριν από την κατάρτιση αυτής. 'Αλλωστε ο ίδιος ο αναιρεσείων στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως δεν αναφέρει σχετικά ότι γνωστοποίησε στον αρμόδιο Εισαγγελέα την επιθυμία του να λάβει γνώση της προτάσεώς του. Για τον λόγο αυτό δεν υπήρχε υποχρέωση γνωστοποιήσεως της εισαγγελικής προτάσεως στον αναιρεσείοντα, ούτε λόγος να παραμείνει επί δεκαήμερο η δικογραφία στη γραμματεία της εισαγγελίας. Επομένως ο συναφής για απόλυτη ακυρότητα λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
3. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος ή αποφάσεως πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484, προκειμένου περί βουλευμάτων και 510 Κ.Π.Δ., προκειμένου περί αποφάσεων, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται, χωρίς άλλη περαιτέρω έρευνα (άρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Από την παραπάνω απαίτηση του νόμου δεν εξαιρούνται ούτε οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και ε' Κ.Π.Δ. λόγοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικότερα για το ορισμένο του λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πρέπει να προσδιορίζεται ποιά ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάσθηκε και σε τί ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της, σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος (ΑΠ 944/2008). Περαιτέρω για το ορισμένο του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται, ως προς το παραδεκτό του, από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση; α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος ή της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επί πλέον, σε τί συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος ή της αποφάσεως (Ολομ. ΑΠ 2/2002 και 19/2001). Δεν αποτελούν όμως παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1907/2007). Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη υπ'αριθμ. 5/13-3-2008 αίτηση αναιρέσεως, ζητάει ο αναιρεσείων την αναίρεση του υπ'αριθμ. 165/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, επικαλούμενος απόλυτη ακυρότητα, για την οποία έγινε λόγος ανωτέρω, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αναφορικά με τους τελευταίους αυτούς δύο λόγους αναιρέσεως εκθέτει ο αναιρεσείων στην εν λόγω αίτηση αναιρέσεως ότι αναιρεσιβάλλει το προσβαλλόμενο βούλευμα για τους εξής, κατά λέξη, λόγους: "Διότι: 1) ... 2) Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1, 2 εδ. α' Π.Κ. εις βάρος μου, διότι η εγκαλούσα στην σχετική έγκλησή της αναφέρεται αποκλειστικά σε ενοίκια, τα οποία εισέπραττα για λογαριασμό της και σε κανένα άλλο ποσό από άλλη αιτία και ενώ προσκόμισα κατά το στάδιο της ανάκρισης σχετική γραπτή απόδειξη υπογεγραμμένη από την ίδια, με ημερομηνία 15-9-2003, από την οποία φαίνεται ότι το υπόλοιπο της οφειλής μου προς αυτήν από την αιτία αυτή ήταν 8.627 ευρώ (άρθρ. 484 παρ. 1 περ. β). 3) Το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 (484 άρθρ. 1, παρ. ε'). Δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα σ'αυτό και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αποδιδομένου σ'εμένα εγκλήματος (Συμβ. ΑΠ 230/99 Ποιν. Χρ. 1999, 1010). Αποδίδει σαφήνεια και πληρότητα στην εγκαλούσα ως προς τις απαιτήσεις της, όταν υπάρχουν στην δικογραφία δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, όπου σε κανένα η απαίτηση αυτής δεν είναι ίδια (άλλοτε 22.000 ευρώ, άλλοτε 21, άλλοτε 15 κ.λ.π.). Στηρίζεται σε μία ερήμην μου εκδοθείσα απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου πρωτοβαθμίου, που δεν έχει τελεσιδικήσει ακόμη και στην κατάθεση της μάρτυρος Α (ανηψιάς της μηνύτριας), η οποία ομολογεί ότι όσο καταθέτει τα γνωρίζει από την εγκαλούσα (δηλ. δεν έχει ιδία αντίληψη των γεγονότων). Τέλος, το Συμβούλιο, ενώ κρίνει καταγγελλόμενες πράξεις του 2001 (παραγεγραμμένες ποινικά) τελείως αυθαίρετα και αναιτιολόγητα ορίζει ως ημερομηνία της δήθεν προθέσεώς μου για ιδιοποίηση την 30-10-2003, χωρίς να υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς τούτο". 'Ετσι όμως όπως είναι διατυπωμένοι στην οικεία έκθεση οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, χωρίς να γίνεται ορισμένη και σαφής αναφορά περιστατικών προς θεμελίωση των επικαλουμένων πλημμελειών του προσβαλλομένου βουλεύματος και χωρίς να προσδιορίζεται σε τί ακριβώς συνίσταται κάθε συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως και ειδικότερα χωρίς να διευκρινίζεται σε τί συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 375 Π.Κ., καθώς και σε τί συνίσταται η έλλειψη αιτιολογίας σε σχέση με το πληττόμενο ή τα πληττόμενα κεφάλαια του προσβαλλομένου βουλεύματος, καθιστούν την αίτηση αυτή, ως προς τους ανωτέρω δύο αναιρετικούς λόγους, απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα. 'Ολες οι λοιπές αιτιάσεις της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πλήττουν, με την επίκληση των ανωτέρω αναιρετικών λόγων, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και για τον λόγο αυτό απαραδέκτως προβάλλονται.
4. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ. Στην περίπτωση δηλαδή που οι ανωτέρω αναιρετικοί λόγοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κριθούν ορισμένοι και συνεπώς παραδεκτοί, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ ήταν επικαρπώτρια δύο ακινήτων, διαμέρισμα και κατάστημα, αντίστοιχα, που βρίσκονται το μεν ένα επί των οδών ...... και ......, στις ......, το δε άλλο επί της οδού ...... στη ......, τα οποία ήταν μισθωμένα, το μεν πρώτο από τον Νοέμβριο του 2001 αντί του ποσού των 324 ευρώ μηνιαίως, το δε δεύτερο από τον Ιανουάριο του 2002 αντί του ποσού των 690 ευρώ μηνιαίως. Μετά το θάνατο του συζύγου της εγκαλούσας και εξαιτίας του ότι η τελευταία διέμενε στη Γερμανία, ανέθεσε (η εγκαλούσα) στον κατηγορούμενο Χ, ως δικηγόρο Θεσσαλονίκης, τη διαχείριση των καρπών των ανωτέρω ακινήτων, καθώς και τη διεκπεραίωση διαφόρων υποθέσεων, όπως υποβολή φόρου κληρονομιάς, σύνταξη πράξης αποδοχής κληρονομιάς, πράξης γονικής παροχής προς την κόρη της Β, είσπραξη μισθωμάτων, καταβολή φόρων κλπ. Στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης εντολής, την οποία δεν αρνείται ο κατηγορούμενος, η εγκαλούσα κατέβαλε στις αρχές του 2001 στον κατηγορούμενο το ποσό των 4.988,99 ευρώ, που αντιστοιχούσε κατά τη σχετική δήλωση αυτού σε φόρο κληρονομιάς για τα περιουσιακά στοιχεία που κληρονόμησε η ίδια και ο γιος της Γ από το σύζυγο της, προκειμένου ο κατηγορούμενος να καταβάλει το ποσό αυτό για λογαριασμό της στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Την Ίδια περίοδο κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 1.760,82 ευρώ, που αντιστοιχούσε, όπως της δήλωσε ο τελευταίος, σε συμβολαιογραφικά έξοδα και την αμοιβή του για τη σύνταξη πράξης γονικής παροχής προς την κόρη της Β ενός διαμερίσματος. Ο κατηγορούμενος, παρά το ότι έλαβε τα ως άνω ποσά, δεν προέβη σε καμία από τις προαναφερθείσες ενέργειες, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του στις τηλεφωνικές επικοινωνίες του με την εγκαλούσα. Επίσης παρακράτησε από τα καταβαλλόμενα μισθώματα το ανάλογο ποσό φόρου, το οποίο έπρεπε να καταβάλλει για λογαριασμό της εγκαλούσας στη Δ.Ο.Υ. ως φόρο εισοδήματος, δεδομένου ότι η τελευταία ως κάτοικος εξωτερικού υπέκείτο σε φορολογία για τα εισοδήματα που απέκτησε από την εκμίσθωση των ανωτέρω ακινήτων. Ειδικότερα παρακράτησε για το έτος 2000 το ποσό του 1.289,85 ευρώ, για το έτος 2001 το ποσό του 1.424,72 ευρώ και για το έτος 2002 το ποσό των 2.379,40 ευρώ, δηλαδή συνολικά ποσό 5.093,97 ευρώ, το οποίο όμως ουδέποτε κατέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Επί πλέον στα πλαίσια σχετικής εντολής ο κατηγορούμενος εισέπραττε για λογαριασμό της εγκαλούσας τα μισθώματα των ανωτέρω εκμισθωθέντων ακινήτων και, αφού προηγουμένως παρακρατούσε το συμφωνηθέν ποσοστό αμοιβής του, κατέθετε το υπόλοιπο χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας. Ειδικότερα ενώ εισέπραξε για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο του 2002 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2003 ως μίσθωμα το συνολικό ποσό των 13.182 ευρώ, δεν απέδωσε στην εγκαλούσα το εναπομένον, μετά την αφαίρεση της αμοιβής του, ποσό των 12.657 ευρώ. Περί τα τέλη του 2002 με αρχές του 2003 η εγκαλούσα άρχισε να αντιλαμβάνεται τις ως άνω παράτυπες και αντισυμβατικές ενέργειες του κατηγορουμένου και διαμαρτυρήθηκε σ' αυτόν, ο οποίος αφού αποδέχθηκε τις υποχρεώσεις και τις οφειλές του, δήλωσε ότι θα εκπλήρωνε αυτές κατά την επίσκεψη της εγκαλούσας στην Ελλάδα για τις θερινές διακοπές, τελικώς δε την 15-9-2003 κατέβαλε στην εγκαλούσα έναντι των μισθωμάτων μόνο το ποσό των 4.000 ευρώ, ενώ απέμεινε υπόλοιπο οφειλής το ποσό των 20.500,78 ευρώ. Στις έντονες διαμαρτυρίες εκ νέου της εγκαλούσας ο κατηγορούμενος δήλωσε κατηγορηματικά σ' αυτή ότι θα εξοφλήσει πλέον ολοσχερώς την οφειλή του μέχρι την 30-10-2003 το αργότερο, πλην όμως, αν και παρήλθε το χρονικό αυτό διάστημα, δεν κατέβαλε κανένα χρηματικό ποσό έκτοτε, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό με σαφήνεια πλέον και από του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος (30-10-2003) την πρόθεση ιδιοποίησης του εναπομένοντος ποσού της οφειλής του, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου. Για το λόγο αυτό η εγκαλούσα αναγκάσθηκε να καταθέσει σχετική αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα κατέθεσε σχετική αναφορά στο Δικηγορικό σύλλογο Θεσσαλονίκης σε βάρος του κατηγορουμένου, με βάση την οποία ο τελευταίος τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος, ενώ αποδέχεται την ύπαρξη άτυπης σύμβασης εντολής με την εγκαλούσα, περαιτέρω επιβεβαιώνει την ύπαρξη οφειλής αυτού προς την εγκαλούσα κάποιου χρηματικού ποσού, η οποία (οφειλή) οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του, σε οικονομική στενότητα και σε οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ίδιος, πλην όμως διαφοροποιείται και αμφισβητεί το ύψος της οφειλής, ισχυριζόμενος ότι δεν έλαβε όλα τα χρηματικά ποσά που αναφέρει η εγκαλούσα, επί πλέον δε διευκρινίζει ότι το πράγματι οφειλόμενο υπ' αυτού ποσό ανέρχεται σε 8.627 ευρώ, όπως τούτο προσδιορίστηκε και έγινε αποδεκτό από την εγκαλούσα με χειρόγραφη απόδειξη αυτής την 15-9-2003 και κατά το χρόνο είσπραξης του προαναφερθέντος ποσού των 4.000 ευρώ. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η αναγραφή του ποσού αυτού (8.627) στη χειρόγραφη απόδειξη αναφέρεται σε υπόλοιπο οφειλής από μισθώματα, όπως τούτο αναγράφεται χαρακτηριστικά στην απόδειξη και δεν αναφέρεται στο υπόλοιπο της συνολικής οφειλής από όλες τις προαναφερθείσες αιτίες. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ενώ η ανωτέρω απόδειξη και η επ' αυτής αναφορά για υπόλοιπο οφειλής έναντι μισθωμάτων (8.627€) έγινε την 15-9-03, στη συνέχεια και ένα χρόνο σχεδόν αργότερα (3-12-2004) ο κατηγορούμενος συνομολόγησε με την εγκαλούσα ότι οφείλει σ' αυτή γενικώς το ποσό των 15.000 ευρώ, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι το οφειλόμενο ποσό δεν ήταν εκείνο που αρχικά ανέφερε ο ίδιος και οπωσδήποτε συμπεριλάμβανε ποσά εκτός των μισθωμάτων που είχε λάβει. Αντίθετα η εγκαλούσα τόσο με την έγκληση της, όσο και με την αγωγή της προσδιόρισε με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα ότι το υπόλοιπο της οφειλής του κατηγορουμένου προς αυτήν ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ περίπου, μάλιστα δε στο περιεχόμενο της αγωγής περιγράφει . με λεπτομέρεια τις επιμέρους καταβολές χρημάτων προς τον κατηγορούμενο, καθώς και τις επί μέρους ενέργειες του τελευταίου, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε και υφίσταται η ανωτέρω οφειλή του κατηγορουμένου. Βέβαια η εγκαλούσα με το από 3-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό φέρεται ότι αποδέχθηκε ως συνολικό οφειλόμενο ποσό εκείνο των 15.000 ευρώ, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατό από μόνο του να αναιρέσει τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς αυτής και τη διατυπωθείσα κρίση περί του ότι η οφειλή ανέρχεται στο ποσό των 20.500,78 ευρώ, λαμβανομένου υπ' όψη ότι το ανωτέρω συμφωνητικό είναι αποτέλεσμα προσπάθειας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και προφανώς κατόπιν πιεστικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι ήδη εκκρεμούσε σε βάρος του πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Δ.Σ.Θ. και επίκειτο η συζήτηση της σε βάρος του αγωγής, ενώ αντίθετα είναι προφανές ότι η εγκαλούσα αναγκάσθηκε να αποδεχθεί την ανωτέρω συμφωνία στην προσπάθεια και επιθυμία της για γρήγορη και οριστική απεμπλοκή της από την αντιδικία της με τον κατηγορούμενο. Εν όψει λοιπόν όλων των προαναφερθέντων και αναφερόμενος κατά τα λοιπά στις σκέψεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος, θεωρώ ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου-εκκαλούντος για την πράξη για την οποία παραπέμπεται με το εκκαλούμενο βούλευμα.
Συνεπώς πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία η κρινόμενη έφεση, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να καταδικασθεί ο εκκαλών στη δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε και τα εξής: Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί, ότι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που περιέχονται στην έφεση του, σχετικά με το ότι η οφειλή του προς τη μηνύτρια είναι μικρότερη [8.627 ευρώ και όχι 20.491,78 ευρώ] και ότι αυτή αρνείται να λάβει το σχετικό ποσό, δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο στοιχείο, ενώ η μηνύτρια και με σχετική αγωγή που κατέθεσε, επί της οποίας εκδόθηκε η 40183/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ερήμην του εναγομένου κατηγορουμένου, ζήτησε και της επιδικάστηκε το ποσό των 20.491,78 ευρώ, το οποίο βεβαιώνει και η μάρτυρας Α ότι οφείλει. Ενόψει τούτων, πρέπει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ......, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που του αποδίδεται. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο το οποίο παρέπεμψε τον εκκαλούντα στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για να δικαστεί για την παραπάνω πράξη και διατήρησε τη με αριθμό 5/2007 διάταξη της Ανακρίτριας Ε' Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία επιβλήθηκε σ' αυτόν ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να διαταχθεί η εκτέλεση του όπως ορίζεται στο διατακτικό. Με τις παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, για το οποίο ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικίες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27 και 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 5/13-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, δικηγόρου και κατοίκου ......, κατά του υπ'αριθμ. 165/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 23 Ιουνίου 2008.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος".
Αφού άκουσε
τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως αντικαστάθηκε με το άρθρο 20 παρ. 2 Ν.3160/2005, οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον Εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρόταση του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο Εισαγγελέας οφείλει σε αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της προτάσεώς του, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής.
Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία να εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολο της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, αλλά και σ' αυτή ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (αρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίαση της δε, όταν εκείνος, που ζήτησε να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., γιατί ανάγεται στη στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Όπως όμως προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει τον διάδικο, προκειμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτάσεως του, προϋποθέτει σχετικό αίτημα, που υποβάλλεται σε αυτόν και όχι σε άλλη δικαστική υπηρεσία και μάλιστα πριν αυτός καταρτίσει την πρόταση του. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων, ότι επιθυμούν να λάβουν γνώση του περιεχομένου της εισαγγελικής προτάσεως προς το Δικαστικό Συμβούλιο, μπορεί να υποβληθεί και με υπόμνημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε υποβάλει με την έφεσή του ή με οποιονδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο (λ.χ. υπόμνημα) αίτημα στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, προκειμένου να λάβει γνώση της εισαγγελικής προτάσεως. Άλλωστε, ο ίδιος ο αναιρεσείων, στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, δεν αναφέρει ότι γνωστοποίησε στον αρμόδιο Εισαγγελέα την επιθυμία του να λάβει γνώση της προτάσεώς του προς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε υποχρέωση γνωστοποιήσεως της εισαγγελικής προτάσεως στον αναιρεσείοντα, ούτε λόγος να παραμείνει η δικογραφία επί δεκαήμερο στη γραμματεία της Εισαγγελίας.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τις διατάξεις αυτές απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ1 του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τί προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη, που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, όταν δηλαδή στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 165/2008 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από κύρια ανάκριση που ενεργήθηκε και μάλιστα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ότι η εγκαλούσα Ψ ήταν επικαρπώτρια δύο ακινήτων, διαμέρισμα και κατάστημα, αντίστοιχα, που βρίσκονται το μεν ένα επί των οδών ...... και ......, στις ......, το δε άλλο επί της οδού ...... στη ......, τα οποία ήταν μισθωμένα, το μεν πρώτο από τον Νοέμβριο του 2001 αντί του ποσού των 324 ευρώ μηνιαίως, το δε δεύτερο από τον Ιανουάριο του 2002 αντί του ποσού των 690 ευρώ μηνιαίως. Μετά το θάνατο του συζύγου της εγκαλούσας και εξαιτίας του ότι η τελευταία διέμενε στη Γερμανία, ανέθεσε (η εγκαλούσα) στον κατηγορούμενο Χ, ως δικηγόρο Θεσσαλονίκης, τη διαχείριση των καρπών των ανωτέρω ακινήτων, καθώς και τη διεκπεραίωση διαφόρων υποθέσεων, όπως υποβολή φόρου κληρονομιάς, σύνταξη πράξης αποδοχής κληρονομιάς, πράξης γονικής παροχής προς την κόρη της Β, είσπραξη μισθωμάτων, καταβολή φόρων κλπ. Στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης εντολής, την οποία δεν αρνείται ο κατηγορούμενος, η εγκαλούσα κατέβαλε στις αρχές του 2001 στον κατηγορούμενο το ποσό των 4.988,99 ευρώ, που αντιστοιχούσε κατά τη σχετική δήλωση αυτού σε φόρο κληρονομιάς για τα περιουσιακά στοιχεία που κληρονόμησε η ίδια και ο γιος της Γ από το σύζυγο της, προκειμένου ο κατηγορούμενος να καταβάλει το ποσό αυτό για λογαριασμό της στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Την ίδια περίοδο κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 1.760,82 ευρώ, που αντιστοιχούσε, όπως της δήλωσε ο τελευταίος, σε συμβολαιογραφικά έξοδα και την αμοιβή του για τη σύνταξη πράξης γονικής παροχής προς την κόρη της Β ενός διαμερίσματος. Ο κατηγορούμενος, παρά το ότι έλαβε τα ως άνω ποσά, δεν προέβη σε καμία από τις προαναφερθείσες ενέργειες, παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του στις τηλεφωνικές επικοινωνίες του με την εγκαλούσα. Επίσης παρακράτησε από τα καταβαλλόμενα μισθώματα το ανάλογο ποσό φόρου, το οποίο έπρεπε να καταβάλλει για λογαριασμό της εγκαλούσας στη Δ.Ο.Υ. ως φόρο εισοδήματος, δεδομένου ότι η τελευταία ως κάτοικος εξωτερικού υπέκειτο σε φορολογία για τα εισοδήματα που απέκτησε από την εκμίσθωση των ανωτέρω ακινήτων. Ειδικότερα παρακράτησε για το έτος 2000 το ποσό του 1.289,85 ευρώ, για το έτος 2001 το ποσό του 1.424,72 ευρώ και για το έτος 2002 το ποσό των 2.379,40 ευρώ, δηλαδή συνολικά ποσό 5.093,97 ευρώ, το οποίο όμως ουδέποτε κατέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Επί πλέον στα πλαίσια σχετικής εντολής ο κατηγορούμενος εισέπραττε για λογαριασμό της εγκαλούσας τα μισθώματα των ανωτέρω εκμισθωθέντων ακινήτων και, αφού προηγουμένως παρακρατούσε το συμφωνηθέν ποσοστό αμοιβής του, κατέθετε το υπόλοιπο χρηματικό ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας. Ειδικότερα ενώ εισέπραξε για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο του 2002 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2003 ως μίσθωμα το συνολικό ποσό των 13.182 ευρώ, δεν απέδωσε στην εγκαλούσα το εναπομένον, μετά την αφαίρεση της αμοιβής του, ποσό των 12.657 ευρώ. Περί τα τέλη του 2002 με αρχές του 2003 η εγκαλούσα άρχισε να αντιλαμβάνεται τις ως άνω παράτυπες και αντισυμβατικές ενέργειες του κατηγορουμένου και διαμαρτυρήθηκε σ' αυτόν, ο οποίος αφού αποδέχθηκε τις υποχρεώσεις και τις οφειλές του, δήλωσε ότι θα εκπλήρωνε αυτές κατά την επίσκεψη της εγκαλούσας στην Ελλάδα για τις θερινές διακοπές, τελικώς δε την 15-9-2003 κατέβαλε στην εγκαλούσα έναντι των μισθωμάτων μόνο το ποσό των 4.000 ευρώ, ενώ απέμεινε υπόλοιπο οφειλής το ποσό των 20.500, 78 ευρώ. Στις έντονες διαμαρτυρίες εκ νέου της εγκαλούσας ο κατηγορούμενος δήλωσε κατηγορηματικά σ' αυτή ότι θα εξοφλήσει πλέον ολοσχερώς την οφειλή του μέχρι την 30-10-2003 το αργότερο, πλην όμως, αν και παρήλθε το χρονικό αυτό διάστημα, δεν κατέβαλε κανένα χρηματικό ποσό έκτοτε, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό με σαφήνεια πλέον και από του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος (30-10-2003) την πρόθεση ιδιοποίησης του εναπομένοντος ποσού της οφειλής του, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου. Για το λόγο αυτό η εγκαλούσα αναγκάσθηκε να καταθέσει σχετική αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα κατέθεσε σχετική αναφορά στο Δικηγορικό σύλλογο Θεσσαλονίκης σε βάρος του κατηγορουμένου, με βάση την οποία ο τελευταίος τιμωρήθηκε πειθαρχικά. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος, ενώ αποδέχεται την ύπαρξη άτυπης σύμβασης εντολής με την εγκαλούσα, περαιτέρω επιβεβαιώνει την ύπαρξη οφειλής αυτού προς την εγκαλούσα κάποιου χρηματικού ποσού, η οποία (οφειλή) οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του, σε οικονομική στενότητα και σε οικογενειακά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ίδιος, πλην όμως διαφοροποιείται και αμφισβητεί το ύψος της οφειλής, ισχυριζόμενος ότι δεν έλαβε όλα τα χρηματικά ποσά που αναφέρει η εγκαλούσα, επί πλέον δε διευκρινίζει ότι το πράγματι οφειλόμενο υπ' αυτού ποσό ανέρχεται σε 8.627 ευρώ, όπως τούτο προσδιορίστηκε και έγινε αποδεκτό από την εγκαλούσα με χειρόγραφη απόδειξη αυτής την 15-9-2003 και κατά το χρόνο είσπραξης του προαναφερθέντος ποσού των 4.000 ευρώ. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η αναγραφή του ποσού αυτού (8.627) στη χειρόγραφη απόδειξη αναφέρεται σε υπόλοιπο οφειλής από μισθώματα, όπως τούτο αναγράφεται χαρακτηριστικά στην απόδειξη και δεν αναφέρεται στο υπόλοιπο της συνολικής οφειλής από όλες τις προαναφερθείσες αιτίες. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι ενώ η ανωτέρω απόδειξη και η επ' αυτής αναφορά για υπόλοιπο οφειλής έναντι μισθωμάτων (8.627€) έγινε την 15-9-03, στη συνέχεια και ένα χρόνο σχεδόν αργότερα (3-12-2004) ο κατηγορούμενος συνομολόγησε με την εγκαλούσα ότι οφείλει σ' αυτή γενικώς το ποσό των 15.000 ευρώ, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι το οφειλόμενο ποσό δεν ήταν εκείνο που αρχικά ανέφερε ο ίδιος και οπωσδήποτε συμπεριλάμβανε ποσά εκτός των μισθωμάτων που είχε λάβει. Αντίθετα η εγκαλούσα τόσο με την έγκληση της, όσο και με την αγωγή της προσδιόρισε με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα ότι το υπόλοιπο της οφειλής του κατηγορουμένου προς αυτήν ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 20.000 ευρώ περίπου, μάλιστα δε στο περιεχόμενο της αγωγής περιγράφει με λεπτομέρεια τις επιμέρους καταβολές χρημάτων προς τον κατηγορούμενο, καθώς και τις επί μέρους ενέργειες του τελευταίου, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε και υφίσταται η ανωτέρω οφειλή του κατηγορουμένου. Βέβαια η εγκαλούσα με το από 3-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό φέρεται ότι αποδέχθηκε ως συνολικό οφειλόμενο ποσό εκείνο των 15.000 ευρώ, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατό από μόνο του να αναιρέσει τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς αυτής και τη διατυπωθείσα κρίση περί του ότι η οφειλή ανέρχεται στο ποσό των 20.500,78 ευρώ, λαμβανομένου υπ' όψη ότι το ανωτέρω συμφωνητικό είναι αποτέλεσμα προσπάθειας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και προφανώς κατόπιν πιεστικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι ήδη εκκρεμούσε σε βάρος του πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Δ.Σ.Θ. και επίκειτο η συζήτηση της σε βάρος του αγωγής, ενώ αντίθετα είναι προφανές ότι η εγκαλούσα αναγκάσθηκε να αποδεχθεί την ανωτέρω συμφωνία στην προσπάθεια και επιθυμία της για γρήγορη και οριστική απεμπλοκή της από την αντιδικία της με τον κατηγορούμενο. Εν όψει λοιπόν όλων των προαναφερθέντων και αναφερόμενος κατά τα λοιπά στις σκέψεις του προσβαλλόμενου βουλεύματος, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου-εκκαλούντος για την πράξη για την οποία παραπέμπεται με το εκκαλούμενο βούλευμα.
Συνεπώς πρέπει ν' απορριφθεί στην ουσία η κρινόμενη έφεση, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να καταδικασθεί ο εκκαλών στη δικαστική δαπάνη. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε και τα εξής: Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί, ότι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που περιέχονται στην έφεση του, σχετικά με το ότι η οφειλή του προς τη μηνύτρια είναι μικρότερη [8.627 ευρώ και όχι 20.491, 78 ευρώ] και ότι αυτή αρνείται να λάβει το σχετικό ποσό, δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο στοιχείο, ενώ η μηνύτρια και με σχετική αγωγή που κατέθεσε, επί της οποίας εκδόθηκε η 40.183/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ερήμην του εναγομένου κατηγορουμένου, ζήτησε και της επιδικάστηκε το ποσό των 20.491,78 ευρώ, το οποίο βεβαιώνει και η μάρτυρας Α ότι οφείλει. Ενόψει τούτων, πρέπει να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Χ, κάτοικος ......, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που του αποδίδεται", στη συνέχεια δε, μετά την τυπική παραδοχή, απέρριψε στην ουσία την υπ' αρ. 68/13.9.2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 823/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την αξιούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27 και 375 παρ. 1 και 2 του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Είναι, συνεπώς, αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ., δεύτεροι και τρίτος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ'αρ. 5/13.3.2008 αίτηση του Χ, δικηγόρου, κατοίκου ......, για αναίρεση του υπ' αρ. 165/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή