Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ψευδής καταμήνυση.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση. Δεν υπερέβη την εξουσία του το Δικαστήριο που δέχτηκε ως τυπικά δεκτή την έφεση του Εισαγγελέα, στην οποία εκτίθεται πλήρως και σαφώς η συγκεκριμένη πλημμέλεια της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ. Διηγηματικά αναφέρεται η απόφαση που διέταξε πραγματογνωμοσύνη, η οποία (πραγματογνωμοσύνη) αναγνώστηκε και συνεπώς ο αναιρεσείων δεν στερήθηκε του από το άρθρο 358 ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματός του.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1592/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοϊνη, Αναστάσιο Λιανό (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 105/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Ζαϊρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 105/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Ιουνίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 299/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Εδεσσας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Εδεσσας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Απριλίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 786/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί στο σύνολό της η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 1 και 498 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ, η άσκηση αυτής πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων του, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Όταν η έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης δεν έχει την πιο πάνω αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 9/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 299/2008 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας, το Δικαστήριο τούτο δέχθηκε τυπικά την από 21-2-2005 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης κατά της 453/2005 αθωωτικής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας και στη συνέχεια, αφού εξέτασε την ουσία της υπόθεσης, τον κήρυξε, ένοχο για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών, με τριετή αναστολή.
Στην παραπάνω έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, την οποία επιτρεπτώς επισκοπεί ο Άρειος Πάγος, αναφέρεται ότι "ο κατηγορούμενος Χ κηρύχθηκε αθώος για το αποδιδόμενο σ' αυτόν αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρ. 229 § 1 ΠΚ) κατ' εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ενώ έπρεπε το Δικαστήριο, εάν αξιολογούσε ορθά τα αποδεικτικά στοιχεία, να τον κηρύξει ένοχο και να του επιβάλει την ανάλογη ποινή. Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας αποδείχθηκε σε βαθμό δικανικής πεποιθήσεως, ότι ο κατηγορούμενος Χ, στην ... στις 13-6-2000, συνειδητά καταμήνυσε ψευδώς τον νυν πολιτικώς ενάγοντα Ψ, καταγγέλλοντάς τον ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Έδεσσας, με την από 13-6-2000 αναφορά του (μήνυση), ότι δήθεν διέπραξε παράνομη κατακράτηση της υπερήλικης θείας του Α, την οποία (δήθεν) κατακράτησε παράνομα στο διαμέρισμά του, στη ...,, από 3-3-2000 μέχρι 13-6-2000. Το ψευδές της επίδικης μηνυτήριας αναφοράς του Χ έχει αποδειχτεί περίτρανα, αφού, ύστερα από προανάκριση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το υπ' αριθμ. 17/2003 βούλευμά του, απήλλαξε τον Ψ για τη (δήθεν) παράνομη κατακράτηση της θείας του, ύστερα από απαλλακτική πρόταση, με την αιτιολογία ότι δεν υπάρχουν καθόλου ενδείξεις ενοχής του. Εάν, λοιπόν, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο ελάμβανε υπόψη του, όπως κατά νόμο είχε υποχρέωση, το περιεχόμενο του προαναφερθέντος βουλεύματος και συνεκτιμούσε ορθά και το λοιπό εμμάρτυρο και έγγραφο αποδεικτικό υλικό, έπρεπε να κρίνει ότι αποδείχτηκε η συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος του άρθρου 229 § 1 ΠΚ αναφορικά με τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου Χκαι έπρεπε να τον κηρύξει ένοχο". Έχοντας το πιο πάνω περιεχόμενο η έφεση του ανωτέρω Εισαγγελέα, που ανάγεται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, διαλαμβάνει την κατά τα προεκτεθέντα και εκ του νόμου απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται σε αυτή, πλήρως και σαφώς η συγκεκριμένη πλημμέλεια της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, το εκδόσαν την πληττόμενη απόφαση προαναφερόμενο Δικαστήριο, που δέχθηκε, ως τυπικά δεκτή, την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης και προχώρησε στην κατ' ουσίαν έρευνα της υπόθεσης, δεν υπερέβη την εξουσία του. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως απορρίφτηκε ως αβάσιμος με την υπ' αριθμ. 64/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναιρέθηκε για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, προηγούμενη για την αυτή ως άνω πράξη καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα απόφαση με αριθμό 466/2006 του ως άνω δικαστηρίου. Επομένως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της υπερβάσεως εξουσίας. Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρεται γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ' αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το αιτιολογικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Έδεσσας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται σ' αυτή, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του τα εξής: "Ο Ψ (πολιτικός ενάγων) με την από 9-2-2000 αίτησή του ζήτησε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, προκειμένου να τεθεί η θεία του, (αδελφή του πατέρα του), Α, ηλικίας 88 ετών περίπου, η οποία ήταν άγαμη και χωρίς τέκνα, σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, επικαλούμενος ότι η τελευταία λόγω ψυχικής διαταραχής (γεροντική παρανοϊκού τύπου ψύχωση με ήπια ανοϊκά στοιχεία) και άλλων προβλημάτων υγείας, (υπέρταση, καρδιακή ανεπάρκεια, απώλεια όρασης δεξιού οφθαλμού και μειωμένη όραση αριστερού οφθαλμού), αδυνατούσε να επιμεληθεί του εαυτού της και της περιουσίας της. Επίσης, ζήτησε να διοριστεί ο ίδιος Ψ) δικαστικός συμπαραστάτης αυτής και ως μέλη του εποπτικού συμβουλίου τα αναφερόμενα στην παραπάνω αίτηση πρόσωπα. Με βάση την αίτηση αυτή, η αρμόδια Αντεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Έδεσσας υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας αίτηση, με την οποία ζητούσε την υποβολή της Α σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης και το διορισμό του Ψ, ως δικαστικού συμπαραστάτη αυτής. Η ως άνω αίτηση της Αντεισαγγελέως συζητήθηκε, με απούσα τη Α, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, στις 16-3-2000. Κατά τη συζήτηση της εν λόγω αίτησης ο κατηγορούμενος άσκησε την από 15-3-2000 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της Α, διώκοντας την απόρριψη της αίτησης της Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Έδεσσας, για το λόγο ότι η Α δεν έχρηζε δικαστικής συμπαράστασης, επικουρικά δε, για την περίπτωση που γινόταν δεκτή η αίτηση, το διορισμό του ίδιου ως δικαστικού συμπαραστάτη και των προσώπων που αναφερόταν στο δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης, ως μελών του εποπτικού συμβουλίου. Ειδικότερα, στην παραπάνω πρόσθετη παρέμβασή του ο κατηγορούμενος ισχυριζόταν ότι η καθ' ης η αίτηση, Α, δεν είχε ανάγκη υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση, καθόσον ήταν υγιής σωματικά και πνευματικά και ότι ο Ψ δεν συνδεόταν με συγγενική σχέση ούτε και έτρεφε αισθήματα αγάπης γι' αυτήν, αλλά ωθήθηκε στην υποβολή της αίτησης από ωφελιμιστικά κίνητρα, που είχαν στόχο την περιουσία της, ενώ αντίθετα, ο ίδιος είχε αναπτύξει μαζί της σχέση μητέρας - γιου και είχε αναλάβει να τη γηροκομήσει και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης η Α του είχε δωρίσει το ποσό των 35.000.000 δρχ., καθιστώντας αυτόν συνδικαιούχο του σχετικού τραπεζικού λογαριασμού της και ως εκ τούτου υφίστατο κίνδυνος απώλειας του ποσού αυτού σε περίπτωση κήρυξης της Α σε δικαστική συμπαράσταση. Επίσης, στο ίδιο ως άνω δικόγραφο ο κατηγορούμενος ισχυριζόταν ότι ο Ψ είχε απομακρύνει τη Α από την οικία της, που βρισκόταν στο ... και την κρατούσε, παρά τη θέληση της, στην οικία του στη ..., προκειμένου αυτή να μην έχει επαφή με τον ίδιο (κατηγορούμενο), καθώς και ότι η Α είχε αρνητικά αισθήματα γι' αυτόν (πολιτικώς ενάγοντα) και την οικογένεια του. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η με αριθμ. 139/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης από τον πραγματογνώμονα ιατρό, Δ, νευρολόγο - ψυχίατρο, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάσταση της ψυχικής και διανοητικής υγείας της Α. Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής ο ως άνω πραγματογνώμονας εξέτασε την Ακαι συνέταξε την από 15-5-2000 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, με την οποία αποφάνθηκε ότι η ανωτέρω δεν εμφανίζει κλινικά σημεία παρανοϊκής ψυχώσεως, είναι ικανή να ενεργεί αυτοπροσώπως για δικαιοπραξίες, διαθέτει δυνατότητα επικοινωνίας με το περιβάλλον και δεν έχει ανάγκη επιμελητού. Επίσης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι "Βρίσκεται υπό το κράτος αρνητικών συναισθημάτων οργής εναντίον των συγγενικών της προσώπων, με τα οποία τώρα συγκατοικεί, επειδή δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει στην οικία της στο ..., την οποία εντόνως νοσταλγεί. Υπό το κράτος αυτής της οργής εκτρέπεται ενίοτε σε ασυναρτησίες, που αφορούν τα πρόσωπα και το χώρο και οι οποίες δεν συνιστούν αληθείς παρανοϊκές ιδέες". "Το συναίσθημα είναι καταθλιπτικό και οργίλο λόγω της αποστερήσεως του οικείου της χώρου". Την 29-2-2000 ο Ψ επισκέφθηκε τη θεία του, Α, στην οικία της στο ... και τη μετέφερε στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Έδεσσας, επειδή η κατάσταση της υγείας της είχε επιδεινωθεί. Στο ως άνω νοσοκομείο εισήλθε και νοσηλεύτηκε από 29-2-2000 έως 3-3-2000, με διάγνωση καρδιακή ανεπάρκεια, λοίμωξη αναπνευστικού. Κατά την έξοδό της από το νοσοκομείο οι γιατροί συνέστησαν τη φροντίδα της Ασε οικογενειακό περιβάλλον και για το λόγο αυτό ο ανεψιός της, Ψ, μετέφερε αυτήν στην οικία του, που βρίσκεται στη ... προκειμένου να τη φροντίζει ο ίδιος και η οικογένεια του. Ο κατηγορούμενος, μη γνωρίζοντας την παραπάνω εξέλιξη, αναζήτησε τη Α στην οικία της στο ... και έμαθε ότι η τελευταία είχε διακομισθεί από τον ανεψιό της, Ψ, στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Έδεσσας, όπου, όπως συνομολόγησε ο ίδιος απολογούμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και κατέθεσε και η σύζυγος του, μάρτυρας, Μ, την επισκέφθηκε δύο φορές. Την 3-3-2000 όταν πήγε και πάλι στο νοσοκομείο ο κατηγορούμενος έμαθε από το νοσηλευτικό προσωπικό ότι ο Ψ είχε μεταφέρει τη θεία του, Α, στην οικία του στη ..., με συνέπεια έκτοτε να διακόψει κάθε επαφή μαζί της, μέχρι το θάνατο της, που έλαβε χώρα την 29-2-2001. Ακολούθως, την 23-6-2000 ο κατηγορούμενος υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, την από 13-6-2000 αναφορά του, στην οποία, αφού ανέφερε το ιστορικό της διαδικασίας υποβολής της Α σε δικαστική συμπαράσταση και παρέθετε το πόρισμα του διορισθέντος με την με αριθμ. 139/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας πραγματογνώμονα, Δ, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της Α, εξέθετε ότι η πραγματογνωμοσύνη αυτή επιβεβαιώνει τα όσα ο ίδιος ανέφερε στο από 15-3-2000 δικόγραφο της πρόσθετης παρέμβασης, που κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Έδεσσας και συγκεκριμένα επιβεβαιώνει ότι ο Ψ απομάκρυνε τη Α, παρά τη θέλησή της από το σπίτι της και τη μετέφερε στο διαμέρισμά του στη ..., όπου την κρατεί παράνομα από την 3η Μαρτίου του έτους 2000 συνεχώς έως σήμερα (23-6-2000), προκειμένου να μην έρχεται σε επαφή με τον ίδιο, ο οποίος τη φρόντιζε και την περιποιούνταν από εξαετίας και με την οποία τον συνέδεαν στενοί συναισθηματικοί δεσμοί. Ακολούθως εξέθετε ότι "η παραπάνω συμπεριφορά του Ψ είναι κακουργηματική, εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 322 ΠΚ περί "αρπαγής", αδίκημα που τελέσθηκε στην Έδεσσα, από όπου ο Ψ την απήγε εξαπατώντας την ή με την απειλή βίας και τη μετέφερε στο διαμέρισμά του στη ..., όπου από 3/3/2000 την κατακρατεί παράνομα για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα". Με βάση την προαναφερθείσα αναφορά του κατηγορουμένου ασκήθηκε σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος, Ψ, ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της παράνομης κατακράτησης, κατ' αρθρ. 325 περ.β' ΠΚ, που φερόταν ότι είχε τελέσει σε βάρος της θείας του Α, κατά το χρονικό διάστημα από 3 Μαρτίου έως 13 Ιουνίου του έτους 2000 και διενεργήθηκε σχετική προανάκριση, μετά την περάτωση της οποίας ο Ψ απαλλάχθηκε με το με αριθμ. 17/2003, ήδη αμετάκλητο, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο το ως άνω δικαστικό συμβούλιο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος του για την παραπάνω αξιόποινη πράξη. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι ψευδές ότι ο πολιτικώς ενάγων, Ψ, απομάκρυνε τη Α, παρά τη θέλησή της, από το σπίτι της στο ... και τη μετέφερε στο διαμέρισμά του στη ... είτε εξαπατώντας την είτε με την απειλή βίας, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο Ψ μετέφερε τη θεία του Α) αρχικά στο Γενικό Νοσοκομείο Έδεσσας, λόγω των προβλημάτων υγείας, που αυτή αντιμετώπιζε και στη συνέχεια στην οικία του στη ... κατόπιν σύστασης των γιατρών, προκειμένου να βελτιωθεί η υγεία της τελευταίας. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν επιβεβαιώθηκε η χρήση απατηλών μέσων ή μέσων βίας από τον πολιτικώς ενάγοντα. Επίσης, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το περιεχόμενο της από 13-6-2000 αναφοράς που υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Έδεσσας, σε σχέση με την καταγγελλόμενη από τον ίδιο αρπαγή της Α εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος ήταν ψευδές, καθόσον γνώριζε ότι ο πολιτικώς ενάγων είχε μεταφέρει την ανωτέρω θεία του στο Γενικό Νοσοκομείο Έδεσσας, λόγω των προβλημάτων υγείας που αυτή αντιμετώπιζε, ενώ και ο ίδιος ο κατηγορούμενος είχε επισκεφτεί αυτήν δύο φορές κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο εν λόγω νοσοκομείο και ως εκ τούτου είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει την κατάσταση της υγείας της και να συνομιλήσει μαζί της. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε από το νοσηλευτικό προσωπικό του ως άνω νοσοκομείου το γεγονός της μεταφοράς της Α στην οικία του πολιτικώς ενάγοντος στη ... χωρίς, όμως, να προκύπτει κάποια πληροφόρησή του αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες μεταφέρθηκε αυτή στην οικία του πολιτικώς ενάγοντος και ειδικότερα, αν ο τελευταίος πήρε αυτήν από το νοσοκομείο, παρά τη θέληση της, εξαπατώντας την ή υπό την απειλή βίας, αφού, πέραν του ότι αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αλήθεια και ο ισχυρισμός αυτός δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε και ο κατηγορούμενος απολογούμενος ήταν σε θέση να εξηγήσει πως οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό. Σημειώνεται μάλιστα ότι λόγω της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας της Α μόνη ενδεδειγμένη ενέργεια ήταν να περιθάλψει αυτήν στην οικία του ο πολιτικώς ενάγων, όπως άλλωστε συνέστησαν και οι γιατροί και όχι να την αφήσει αβοήθητη στην οικία της. Περαιτέρω, είναι ψευδές ότι ο Ψ κατακρατούσε παράνομα τη Α στην οικία του στη ... από 3-3-2000 έως 23-6-2000, καθόσον η τελευταία παρέμεινε στην οικία του με τη θέληση της (βλ. το με αριθμ. 17/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης). Εξάλλου, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι είναι ψευδές ότι ο Ψ κατακρατούσε παράνομα τη θεία του στην οικία του κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, καθόσον θεμελίωσε τον ισχυρισμό του αυτό, όπως ο ίδιος κατέθεσε απολογούμενος, στα αναφερόμενα στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Δ σχετικά με τα συναισθήματα οργής που είχε η Α για τα συγγενικά της πρόσωπα με τα οποία συγκατοικούσε στη ... τα οποία δεν της επέτρεπαν να επιστρέψει στην οικία της στο ... . Μόνη όμως η έκφραση συναισθημάτων οργής από τη Α, ως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει σκέψεις για παράνομη κατακράτηση αυτής από τον ανεψιό της, αφού, όπως και ο ίδιος ο πραγματογνώμονας στην έκθεση του αναφέρει το συναίσθημα της Α ήταν καταθλιπτικό και οργίλο, λόγω της αποστέρησης του οικείου της χώρου. Σημειώνεται ότι τα περί παράνομης κατακράτησης της Αανέφερε ο κατηγορούμενος και πριν τη σύνταξη της ως άνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, στην πρόσθετη παρέμβασή του. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος με πρόθεση προέβη στην υποβολή της ανωτέρω ψευδούς αναφοράς του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, ενώ γνώριζε ότι το περιεχόμενο αυτής ήταν ψευδές, με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του πολιτικώς ενάγοντος, όπως και έγινε, ώστε να προασπίσει τα οικονομικά συμφέροντα που εξαρτούσε από την περιουσία της Α και ειδικότερα να διασφαλίσει την επικαλούμενη προς αυτόν δωρεά του ποσού των 35.000.000 δρχ. εκ μέρους της Ακαι την εγκατάστασή του ως κληρονόμου αυτής. Επομένως, ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος".
Με βάση αυτές τις παροδοχές κήρυξε αυτόν ένοχο, του ότι: "στην ... στις 13-6-2000, εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς, ήτοι με την από 13-6-2000 αναφορά που υπέβαλε ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Έδεσσας κατά του μηνυτή Ψ, καταμήνυσε αυτόν για το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης της υπερήλικης θείας του Α. Ειδικότερα το περιεχόμενο της παραπάνω αναφοράς, έχει ως εξής: Ο Ψ, κάτοικος ..., με την από 9-2-2000 αίτησή του προς τον κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας ζήτησε, όπως προβεί αυτός στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου η θεία του, (αδερφή του πατέρα του Ε), Α, η οποία είναι ηλικίας 88 ετών και άγαμη, χωρίς γονείς και τέκνα, να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, επειδή δήθεν συνεπεία ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και δη γεροντικής παρανοϊκού τύπου ψυχώσεως, με ήπια ανοϊκά στοιχεία, αδυνατεί εντελώς να επιμεληθεί μόνη της τις υποθέσεις της. Περαιτέρω ζήτησε να διοριστεί ο ίδιος ως δικαστικός συμπαραστάτης της. Συνεπεία της εν λόγω αιτήσεως η κ. Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, ως μόνη κατά νόμο αρμόδια, με την υπ' αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 93/25-2-2000 αίτησή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, ζήτησε να τεθεί η ανωτέρω Α σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, την 16-3-2000, παρενέβη προσθέτως υπέρ της Α, δια του από 15-3-2000 δικογράφου μου: "πρόσθετη παρέμβαση - προτάσεις" και ζήτησα την απόρριψη της αιτήσεως για το λόγο ότι η Α δεν είχε ανάγκη να τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση. Επί της ανωτέρω αίτησης της κ. Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Έδεσσας εκδόθηκε η με αριθμό 139/2000 (αριθμ. κατάθ. 93/2000) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, η οποία διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και διόρισε πραγματογνώμονα το Νευρολόγο - Ψυχίατρο Δ. Στις 16-5-2000 ο πραγματογνώμων Δ κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Έδεσσας, σε εκτέλεση της με αρ. 139/2000 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, την από 15-5-2000 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, με την οποία αποφαίνεται ότι η Α "δεν εμφανίζει κλινικά σημεία παρανοϊκής ψυχώσεως, είναι ικανή να ενεργεί αυτοπροσώπως δικαιοπραξίες, διαθέτει δυνατότητα επικοινωνίας με το περιβάλλον και δεν έχει ανάγκη επιμελητή". Στην ίδια έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης ο Δ αναφέρει ότι η Α βρίσκεται υπό το κράτος αρνητικών συναισθημάτων οργής έναντι των συγγενικών της προσώπων, με τα οποία τώρα συγκατοικεί, επειδή δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει στην οικία της στο ..., την οποία εντόνως νοσταλγεί, επιβεβαιώνοντας κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό τα όσα στο από 15-3-2000 δικόγραφο μου "πρόσθετη παρέμβαση - προτάσεις" στο Μον. Πρωτ. Έδεσσας ισχυρίσθηκα, ότι δηλαδή ο Ψ, απομάκρυνε τη Α, παρά τη θέλησή της από το σπίτι της και τη μετέφερε στο διαμέρισμα του στη ... όπου την κρατάει παράνομα από την 3η Μαρτίου του έτους 2000 μέχρι σήμερα, προκειμένου να μην έρχεται σε επαφή μαζί μου, ο οποίος τη φροντίζω και την περιποιούμαι από εξαετίας και με την οποία μας συνδέουν στενοί συναισθηματικοί δεσμοί. Η παραπάνω συμπεριφορά του Ψ είναι κακουργηματική, εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 322 Π.Κ. περί "αρπαγής", αδίκημα που τελέστηκε στην ..., από όπου ο Α την απήγαγε, εξαπατώντας την ή με την απειλή βίας και τη μετέφερε στο διαμέρισμά του στη ..., όπου από 3-3-2000 την κατακρατεί παράνομα για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα". Όμως το περιεχόμενο της προεκτεθείσας αναφοράς δεν ήταν αληθινό και αυτός το γνώριζε, η αλήθεια δε είναι ότι η Α παρέμεινε στην οικία του Ψ με τη θέλησή της".
Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απεδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ψευδούς καταμηνύσεως, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 26παρ.1α, 27 παρ. 1 και 229 παρ. 1 ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, με τις παραπάνω παραδοχές εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη, αιτιολογείται δε πλήρως το ψευδές του περιεχομένου της από 13-6-2000 αναφοράς του αναιρεσείοντος και της γνώσεως περί αυτού, καθώς και του σκοπού του να προκαλέσει την ποινική δίωξη του πολιτικώς ενάγοντος, με την αναφορά "για να προασπίσει τα οικονομικά συμφέροντα που εξαρτούσε από την περιουσία της Β και ειδικότερα να διασφαλίσει την επικαλουμενη προς αυτόν δωρεά του ποσού των 35.000.000 δρχ. εκ μέρους της Γ και την εγκατάστασή του ως κληρονόμου αυτής". Δεν δημιουργείται ασάφεια από το ότι δόθηκε ορθός νομικός χαρακτηρισμός και κηρύχτηκε ένοχος ο κατηγορούμενος ψευδούς καταμηνύσεως σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος για πράξη παρανόμου κατακρατήσεως και όχι αρπαγής. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι της αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται οι αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ότι εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και ότι αυτή στερείται νομίμου βάσεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.- Από το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 329, 331, 333, 369 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο εγγράφου για τη στήριξη της κρίσης του σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου ή για την επιβλητέα σ' αυτόν ποινή χωρίς να αναγνωσθεί κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να ασκήσει αυτός το δικαίωμα που του παρέχεται από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, να κάμει παρατηρήσεις και δηλώσεις αναφορικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, αποτελεί παραβίαση του δικαιώματός του αυτού, η οποία συνεπάγεται την αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση ο προβαλλόμενος λόγος για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος έλαβε υπόψη, μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, την υπ' αριθμ. 139/2000 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας, χωρίς όμως να την αναγνώσει στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η ανωτέρω απόφαση μνημονεύεται διηγηματικά και μόνο, καθόσον σε εκτέλεση αυτής διεξήχθη η ιατρική πραγματογνωμοσύνη από τον πραγματογνώμονα ιατρό Δ, η οποία (πραγματογνωμοσύνη) αναγνώστηκε στο ακροατήριο και ελήφθη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και συνεπώς δεν στερήθηκε ο αναιρεσείων του από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ απορρέοντος δικαιώματός του.
Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ και 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-4-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 299/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Έδεσσας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στα έξοδα του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1592/2008 σελ. 22