Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Κατηγορούμενος, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
1) Αίτημα αναβολής λόγω σημαντικών αιτίων. Το Δικαστήριο που απέρριψε το αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου λόγω σημαντικών αιτίων, χωρίς επαρκή αιτιολογία, και ακολούθως, αν και εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, μετά από έρευνα του βασίμου της κατηγορίας, κήρυξε αυτόν ένοχο της αποδιδομένης εις αυτόν κατηγορίας, υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ αρνητική υπέρβαση εξουσίας. 2) Ανακριτικά καθήκοντα. Μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου από δύο μάρτυρες (αστυνομικούς υπαλλήλους) δεν συνιστά άσκηση ανακριτικών καθηκόντων. 3) Ανάγνωση μαρτυρικής κατάθεσης. Δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα από την αυτεπάγγελτη ανάγνωση της ένορκης καταθέσεως μάρτυρα της προδικασίας, παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου, όταν προηγουμένως κρίνει αιτιολογημένα το δικαστήριο ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 365 παρ. 1 Κ.Π.Δ. λόγους.
Αριθμός 2043/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Λεοντή - Εισηγητή και Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Σεπτεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: Χ1 και Χ2, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιδομενέα Γκίκα, περί αναιρέσεως της 1512α και 1527/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15.4.2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 921/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση σε ότι αφορά τον Χ1 και να απορριφθεί στο σύνολό της η αίτηση ως προς τον Χ2.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν οι Α. 3538/17.4.2008 και Β. 3537/17.4.2008 αιτήσεις για αναίρεση της αυτής, 1512α, 1527/2008 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία οι αναιρεσείοντες (α) Χ1 και (β) Χ2 κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας από κοινού δια της κατοχής λαθρεμπορευμάτων με τη χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως τριών (3) και δύο (2) ετών, αντίστοιχα. Προφανές είναι ότι οι εν λόγω και με στοιχ. Α και Β χαρακτηριζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, που έχουν νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκηθεί πρέπει να συνεκδικασθούν και ερευνηθεί στη συνέχεια η βασιμότητα των διατυπουμένων δι' αυτών λόγων κατά την παραπάνω σειρά και αρίθμηση. Ειδικότερα: Ι. Επί της με στοιχ. Α αίτησης αναιρέσεως του Χ1.
Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 εδ. 1, 3 ΚΠοινΔ, αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη (εδ. 1). Η διάταξη του άρθρου 349 του ίδιου κώδικα για αναβολή της συζήτησης, εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανισθεί για λόγους ανώτερης βίας (εδ. 2). Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση, με την οποία συμπροσβάλλεται και η προπαρασκευαστική απόφαση που απέρριψε αίτημα αναβολής. Εξάλλου η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (Ολ. Α.Π. 7/2005, Α.Π. 1247/2005, 1627/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη υπ' αριθ. 1512°, 1527/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων Χ1, κατά τη συζήτηση της έφεσής του κατά της υπ' αριθ. 29640/9-5-2007 καταδικαστικής για εκείνον απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν ενεφανίσθη εις το δικαστήριο ο ίδιος αλλά ο υιός του, Α, ο οποίος για λογαριασμό του εκκαλούντος, ανήγγειλε εις το δικαστήριο ότι ο εκκαλών ήτο ασθενής και δεν μπορούσε να εμφανιστεί στο δικαστήριο και για τον λόγο αυτό ζήτησε αναβολή της δίκης, εγχείρησε δε το από ..... Ιατρικό πιστοποιητικό του Νοσοκομείου "Η ΕΛΠΙΣ", το οποίο ανεγνώσθη, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 3048/2008 Διάταξη του Προεδρεύοντος Εφέτου, με την οποία κατ' εφαρμογή του άρθρου 145 παρ. 3 ΚΠοινΔ, συμπληρώθηκαν κατά τούτο τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και παράλληλα εξητάσθη ως μάρτυς ενόρκως. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την συμπροσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα αναβολής της δίκης με την αιτιολογία "... ο επικαλούμενος από τον 1° κατηγορούμενο λόγος δεν προκύπτει ότι είναι τέτοιος, ώστε να εμποδίζει την εμφάνισή του στο Δικαστήριο τούτο κατά την σημερινή δικάσιμο, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι, ενώ κατά την κατάθεση του μάρτυρά του αυτός μπήκε στο Νοσοκομείο ΕΛΠΙΣ πριν από δύο ημέρες και νοσηλεύεται ακόμα, δεν προσκομίζεται κάποιο έγγραφο του νοσοκομείου περί της κατάστασης της υγείας του και του ανέφικτου της εμφάνισής του κατά την σημερινή συνεδρίαση...". Όμως η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, γιατί δεν αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από την διαδικασία εις το ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο εθεμελίωσε την αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής, τους συλλογισμούς με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή καθώς και τις αποδείξεις που την στηρίζουν. Ειδικότερα, ενώ προκύπτει ότι προσεκομίσθη υπό του προαναφερθέντος μάρτυρος το από ..... ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο και αναγνώσθηκε, δεν αναφέρεται τούτο εις τα κατ' ιδίαν αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, καθώς και αν έγινε δεκτό ως αληθές ή όχι το περιεχόμενό του, ενώ δεν μνημονεύεται και από ποια πραγματικά περιστατικά δεν αποδεικνύεται η ασθένεια του κατηγορουμένου, αλλά την απορριπτική του αιτήματος κρίση του εθεμελίωσε μόνο, το μεν εις τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η επικείμενη παραγραφή του εγκλήματος, το δε στην κατάθεση του ως άνω εξετασθέντος μάρτυρος, αν και, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά, για την απόδειξη του αιτήματος αναβολής είχε προσκομισθεί και αναγνωσθεί σχετικό πιστοποιητικό. Επομένως είναι βάσιμος ο από το άρθρο. 510§1 στοιχ Δ' λόγος ως προς το αίτημα αυτό(ΑΠ 1815/2002). Το Δικαστήριο εκείνο στην συνέχεια αφού επέτρεψε, κατ' άρθρ. 340§2 Κ.Π.Δ., την δια πληρεξουσίου εκπροσώπηση του ως άνω κατηγορουμένου από τον δικηγόρο Ιδομενέα Γκίκα, έκανε τυπικά δεκτή την έφεσή του και ακολούθως εκήρυξε αυτόν ένοχο με ωσεί παρόντα τον κατηγορούμενο. Όμως ο τρόπος αυτός της εκπροσώπησής του εις το ακροατήριο συνεπάγεται για τον ίδιο και ορισμένες αρνητικές επιπτώσεις ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα. Από αυτές η περισσότερον αρνητική δικονομική συνέπεια έγκειται εις το γεγονός ότι στην έννοια της εκπροσώπησης περιλαμβάνεται σιωπηρά η παραίτηση του κατηγορουμένου των επ' ακροατηρίω δικαιωμάτων του, σχετικώς με την εις βάρος του κατηγορίας της σιωπής, το οποίον μόνον ο ίδιος μπορεί να ασκεί, αλλά και το δικαίωμα προς απολογία, το τελευταίο όμως μόνον υπό την εκδοχή του ως αποδεικτικού μέσου, καθόσον η απολογία, ως αποδεικτικό μέσο, ενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα εις το αρθρ. 366 Κ.Π.Δ., ενώ το δικαίωμα να έχει τελευταίος τον λόγο ο κατηγορούμενος μπορεί, κατ' άρθρ. 369§3 Κ.Π.Δ., να ασκήσει και δια του εκπροσωπούντος αυτόν συνηγόρου. Επομένως, όταν παραιτείται από την άσκηση των προσωποπαγών αυτών δικαιωμάτων του, δεν μπορεί στη συνέχεια να παραπονείται για την αναπόφευκτη περιστολή του δικαιώματος ακροάσεώς του και εντεύθεν την εκ του αρθρ. 171§1 στοιχ.δ' Κ.Π.Δ. απόλυτο ακυρότητα. Όμως, τέτοια παραίτηση εκ των ανωτέρω δικαιωμάτων του κατηγορουμένου δεν υφίσταται όταν υπό του τελευταίου υποβληθεί προς το δικαστήριο αίτημα αναβολής και απορριφθεί τούτο χωρίς την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επομένως το δικαστήριο που απέρριψε χωρίς επαρκή αιτιολογία το αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου, λόγω σημαντικών αιτίων και ακολούθως, αν και εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου κατά την επ' ακροατηρίω διαδικασία, μετά από έρευνα του βάσιμου της κατηγορίας, κήρυξε αυτόν ένοχο της αποδιδομένης εις αυτόν κατηγορίας, υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Η' αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Α.Π. 845/2002), κατά την βάσιμη περί τούτου διατυπούμενη αναιρετική αιτίαση. Η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού αναιρέσεως στο σύνολο του προσβαλλομένου δι' αυτής κεφαλαίου της ελεγχόμενης αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των διατυπουμένων λοιπών λόγω αναιρέσεως. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή του λόγου αυτού της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση κατά το προσβαλλόμενη δι' αυτής κεφάλαιο, με περαιτέρω παραπομπή της υποθέσεως για νέα κατά τούτο εκδίκασή της στο αυτό δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εδίκασαν προηγουμένως (ΚΠοινΔ 519).
ΙΙ. Επί της με στοιχ. Β αίτηση αναιρέσεως του Χ2.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 239, 248, και 25Δ Κ.Π.Δ. σαφώς προκύπτει ότι ως "ανακριτική πράξη" νοείται γενικώς κάθε ενέργεια της ανακριτικής αρχής, η οποία διεξάγεται για την βεβαίωση της τελέσεως εγκλήματος, την ανακάλυψη των δραστών, την εξασφάλιση των αποδεικτικών στοιχείων, τη βεβαίωση ή αποκατάσταση της επελθούσης ζημίας και την διασφάλιση της πορείας της ποινικής δίκης. Οι αναιρετικές αυτές πράξεις διαστέλλονται από εκείνες που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των άρθρων 100 και 102 ν. 141/1991 υπό των αστυνομικών υπαλλήλων γενικώς, οπότε πρέπει να εξετάζεται το ειδικότερον ζήτημα αν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι περιλαμβανόμενες στις προαναφερόμενες διατάξεις έρευνες είναι διοικητικές ή έχουν ανακριτικό χαρακτήρα, καθόσον δεν αποτελεί ανάκριση μόνη η άσκηση αστυνομικών καθηκόντων. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211 Κ.Π.Δ., με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες εις το ακροατήριο: α) όσοι ήσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανακρίσεως στην ίδια υπόθεση. Ο λόγος για τον οποίο έχει επιβληθεί η απαγόρευση της μαρτυρίας των προσώπων αυτών, επεκτείνεται τόσον στους αναφερόμενους στο άρθρο 34 του ιδίου Κώδικα ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι διενεργήθηκε από αυτούς προανάκριση για την βεβαίωση εγκληματικής πράξεως από εκείνες για τις οποίες έχουν από το νόμο αρμοδιότητα όσον και εις τους αναφερομένους εις το άρθρο 33 Γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, σύμφωνα με τις εις αυτό προϋποθέσεις ως προς τους αστυνομικούς υπαλλήλους. Η ακυρότητα αυτή επεκτείνεται και στην περίπτωση κατά την οποία πραγματοποιείται ανάγνωση των καταθέσεων των παραπάνω προσώπων στο ακροατήριο. Όμως η εν λόγω απαγόρευση εξετάσεως, ως μαρτύρων, εκείνων, οι οποίοι εξετέλεσαν ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέως της ανακρίσεως, δεν εκτείνεται και επί των προσλαμβανομένων κατά το άρθρο 150 του ιδίου κώδικα ως μαρτύρων κατά την σύνταξη ανακριτικής εκθέσεως και αν αυτοί έχουν την ιδιότητα ανακριτικού υπαλλήλου, εφόσον και στην περίπτωση αυτή η κατ' αυτών παράστασή τους δεν έγινε υπό την ιδιότητά τους αυτή. Έτσι ο ειδικός ανακριτικός υπάλληλος, που, εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνέταξε και υπέγραψε τη σχετική έκθεση δεσμεύσεως (κατασχέσεως), εξετέλεσε ανακριτικά καθήκοντα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί κώλυμα για την εξέτασή του ως μάρτυρα στο ακροατήριο και εντεύθεν σχετική ακυρότητα της διαδικασίας, κατ' άρθρο 211 Κ.Π.Δ. Αντίθετα, μόνη η σύλληψη του κατηγορουμένου από δύο μάρτυρες (αστυνομικούς υπαλλήλους) δεν συνιστά και άσκηση ανακριτικών καθηκόντων (Α.Π. 721/2005). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται, όταν παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί η ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη, για τους λόγους που αναφέρονται στην διάταξη αυτή. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 354 Κ.Π.Δ., όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αναγνώσει την ένορκη κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας, έστω και αν εναντιωθεί στην ανάγνωση της καταθέσεώς του ο κατηγορούμενος, αφού όμως προηγουμένως κρίνει αιτιολογημένα, ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιον από τους αναφερομένους στο άρθρο 365§1 Κ.Π.Δ. λόγους, ούτε δε και προσκρούει η ανάγνωση αυτή στην διάταξη του άρθρου 6§3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, καθόσον το τελευταίο προϋποθέτει ότι η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο είναι δυνατή. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην εκ μέρους κατηγορουμένου απόλυτη επιλογή των μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν ενόρκως κατά την προδικασία και την μη αξιολόγηση και αχρήστευση των καταθέσεων της προδικασίας που δεν θα επιθυμούσε να ληφθούν υπόψη (ΑΠ 2215/2005, 32/2001). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη καταδικαστική, για κατοχή λαθρεμπορευμάτων, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας Β και Γ, αστυνομικών υπαλλήλων, ευρέθησαν απόντες και μετά την διαπίστωση ότι ο μεν πρώτος εξ αυτών κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο δε δεύτερος απεβίωσε, ο εισαγγελέας .πρότεινε την βιαία προσαγωγή του πρώτου και την ανάγνωση της δοθείσης ένορκης καταθέσεως του δευτέρου. Στην συνέχεια, αφού εδόθη ο λόγος από τον Πρόεδρο του δικαστηρίου στο συνήγορο υπερασπίσεως του ήδη αναιρεσείοντος, αυτός αντέλεξε στην κατάθεση ενώπιον του ακροατηρίου του πρώτου και την ανάγνωση της καταθέσεως του δευτέρου, για τον λόγο ότι οι εν λόγω μάρτυρες ενήργησαν ανακριτικά καθήκοντα και έτσι προκαλείται κώλυμα, κατ' άρθρο 211 περ.α', εξετάσεώς τους στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα ο εξ αυτών Γ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως αστυνομικού υπαλλήλου και μετά την διαπίστωση της ως άνω αξιοποίνου πράξεως υπό των κατηγορουμένων, προέβη στην δέσμευση των περιγραφομένων στην από 21-12-2000 έκθεση εγγράφων και παράλληλα αμφότεροι προέβησαν στη σύλληψη των κατηγορουμένων. Εν συνεχεία τα μεν έγγραφα απέδωσαν στους ενεργούντες την αστυνομική προανάκριση προανακριτικούς υπάλληλους Δ, και Ε, οι οποίοι, υπό την προδιαληφθείσα ιδιότητά τους συνέταξαν την ανωτέρω έκθεση κατασχέσεως εις χείρας του παραπάνω αστυνομικού, τους δε συλληφθέντες παρέδωσαν στους επιληφθέντες επίσης της προανακρίσεως ΣΤ, και Ε, οι οποίοι και συνέταξαν τις από .... εκθέσεις συλλήψεως. Μετά ταύτα το δικαστήριο με παρεμπίπτουσα της προσβαλλομένης απόφασή του, απέρριψε ως αβάσιμο την εν λόγω ένσταση. Ειδικότερα δέχθηκε με επαρκή αιτιολογία, ότι μόνη η σύλληψη των κατηγορουμένων και η δέσμευση των παραπάνω εγγράφων από τους αναφερομένους δύο μάρτυρες δεν συνιστά και άσκηση ανακριτικών καθηκόντων, και για τον πρόσθετο λόγο ότι οι σχετικές ως άνω εκθέσεις συντάχθηκαν νομίμως υπό των προαναφερομένων ανακριτικών υπαλλήλων, στις οποίες απλώς προσυπέγραψαν οι εν λόγω μάρτυρες προς επιβεβαίωση των παραπάνω γεγονότων. Ακολούθως, αφού έκρινε ότι η εμφάνιση στο ακροατήριο των ενόρκως, κατά την προδικασία, εξετασθέντων ως άνω μαρτύρων είναι επιβεβλημένη, διέταξε την βιαία προσαγωγή του νομίμως κλητευθέντος και μη εμφανισθέντος Ζ, ο οποίος προσήλθε και εξετάσθηκε στο ακροατήριο και στη συνέχεια, αφού διαπιστώθηκε ότι ο εξ αυτών Γ απεβίωσε, προέβη στην ανάγνωση της κατά την προδικασία ένορκης καταθέσεώς του, παρά τις αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος. Έτσι, με την ανάγνωση της ένορκης καταθέσεως του εν λόγω μάρτυρος, του οποίου η κλήτευση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ανάγνωση της κατάθεσής του, αλλά αρκεί μόνον η βεβαίωση του ανέφικτου της εμφανίσεώς του στο ακροατήριο, ουδεμία ακυρότητα εδημιουργήθη κατά τα εκτεθέντα (Α.Π. 91/2007). Μετά από αυτά, οι σχετικοί από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Β' σε συνδ. με άρθρο 170§2 και 171§1 Κ.Π.Δ. λόγοι. ακυρότητας της διαδικασίας της αιτήσεως αναιρέσεως αρνητικά αξιολογούνται, ως αβάσιμοι, και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να έχουν ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατά δε την διάταξη του τρίτου εδαφίου του άρθρου 139 Κ.Π.Δ., αιτιολογία απαιτείται σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτό απαιτείται ειδικά από τον νόμο ή αν είναι οριστικές ή αν είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στην διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε.
Συνεπώς και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτημα κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, μολονότι η κρίση δικαστηρίου για το αν πρέπει ή όχι να αναβληθεί η δίκη, είναι ανέλεγκτη, πρέπει να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η έλλειψη της κατά τα ανωτέρω απαιτούμενης αιτιολογίας ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ.Δ' λόγο αναιρέσεως. Αν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα της αναβολής χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και χωρήσει στην έρευνα της υποθέσεως και την καταδίκη του κατηγορουμένου για την πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η' Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο της κατοχής λαθρεμπορευμάτων με την χρήση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων και του επέβαλλε ποινή φυλάκισης 2 ετών, όπως προκύπτει δε από την εν λόγω απόφασή του και τα ενσωματωμένα εις αυτήν πρακτικά, ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να κληθεί και καταθέσει ενώπιον ως άνω δικαστηρίου ο Θ, χωρίς όμως να προσδιορίζονται παράλληλα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων καλείται αυτός να εξετασθεί, ώστε να κριθεί αν υφίσταται άμεση ή έμμεση σχέση μεταξύ αποδεικτέου θέματος και του σε απόδειξη προτεινομένου γεγονότος ή αν υφίσταται αναγκαιότητα προς απόδειξη αιτουμένου πραγματικού γεγονότος, στη συνέχεια δε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, στα πλαίσια της εκ του άρθρου 358 Κ.Π.Δ., αξιολογήσεως των καταθέσεων των αστυνομικών υπαλλήλων Γ και Ζ, παρετήρησε ότι, ενώ ο εν λόγω μάρτυρας κατονομάζεται υπ' αυτών ως πηγή πληροφοριών και μάλιστα ως προς την παρουσία ενός αυτοκινήτου τύπου "ΤΖΙΠ" στον χώρο της αποθήκης, όπου κατείχοντο τα λαθρεμπορεύματα, καθώς και συγκεκριμένος αριθμός τηλεφώνου, ουδέν περί αυτών εκτίθεται στις καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων, και το δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο αναγκαιότητα προς απόδειξη του αιτουμένου πραγματικού γεγονότος και ακολούθως με επαρκή αιτιολογία εχώρησε στην απόρριψη του εν λόγω αιτήματος του κατηγορουμένου, με την παραδοχή ότι από τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφασή του αποδεικτικά μέσα μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση. Επομένως, ο απομένων προς έρευνα δεύτερος κατά σειρά λόγος, με προβαλλόμενες δι' αυτού αναιρετικές αιτιάσεις από το άρθρο 510 παρ. 1Δ, Η ΚΠοινΔ, ελέγχεται ως αβάσιμος. Συνακόλουθα αυτών, πρέπει να απορριφθεί η με στοιχ. Β αίτηση αναιρέσεως, με παράλληλη επιβολή στον αναιρεσείοντα των δικαστικών εξόδων (ΚΠοινΔ 583).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις χαρακτηριζόμενες στο σκεπτικό με στοιχ. Α (3538/17.4.2008) και Β (3537/17.4.2008) αιτήσεις για αναίρεση της 1512α, 1527/2008 αποφάσεως του Β' Τριμελούς επί πλημ/των Εφετείου Αθηνών.
Ι. Απορρίπτει τη με στοιχ. Β αίτηση με αναιρεσείοντα τον Χ2. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220,00) ευρώ.
ΙΙ. Αναιρεί την 1512α, 1527/2008 απόφαση του Τριμελούς επί πλημμελημάτων Εφετείου Αθηνών κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά τον αναιρεσείοντα Χ1. Και
Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση κατά το εν λόγω κεφάλαιο στο αυτό Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λαμίας, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ