Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Πλαστογραφία κακουργηματική και χρήση πλαστού, με όφελος υπερβαίνον τις 73.000 ευρώ. Το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψεν ουσία έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που παραπέμπεται με το πρωτόδικο βούλευμα. Δέχεται ως βάσιμους τους από το άρθρο 484 παρ. 1 β, δ του ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία και για ασάφειες, λογικά κενά και αντιφάσεις των σκέψεων της Εισαγγελικής προτάσεως, στην οποίαν καθ’ ολοκληρίαν, χωρίς δικές του σκέψεις αναφέρεται το Συμβούλιο Εφετών, που απέρριψε σχετική έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και αναιρεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και παραπέμπει για νέα κρίση την υπόθεση στο σύνολό της.
Αριθμός 932/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ......, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 461/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.4.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 855/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 360/7.7.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Δικαστηρίου σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2459/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου τον κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ......, για να δικαστεί ως υπαίτιος πλαστογραφίας με χρήση από την οποία το όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (βλ. βούλευμα).
ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε νομοτύπως έφεση, όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το 461/2008 βούλευμα, δέχθηκε τυπικά την έφεση, αλλά την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα (βλ. το 461/2008 βούλευμα).
ΙΙΙ. Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε νομοτύπως στον κατηγορούμενο στις 5-4-2008 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Γεώργιο Στεφανάκη στις 23-4-2008 (βλ. αντίστοιχα αποδεικτικά επίδοσης). Στις 15-4-2008 εμφανίσθηκε στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, ο δικηγόρος Δημήτριος Σωτηρόπουλος και δήλωσε ότι ο ως πληρεξούσιος του κατηγορουμένου, ασκεί για λογαριασμό αυτού αναίρεση κατά του 461/15-4-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου εφετών Αθηνών. 'Ετσι συντάχθηκε η 71/15-4-2008 έκθεση αναίρεσης, στην οποία ως λόγοι αναίρεσης αναφέρονται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εκ πλαγίου παραβίαση του άρθρου 216 παρ. 1,3 ΠΚ (άρθρ. 484 παρ. 1 δ' και β' ΚΠΔ).
Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, αφού πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από διάδικο που είχε σχετικό δικαίωμα, αφού ο αναιρεσείων με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπεται να δικαστεί για κακουργηματικού χαρακτήρα πράξη.
IV. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και. 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικός δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο, καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του.( ΑΠ 195/2007 ) V. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτό ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους κατέληξε το συμβούλιο στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται και τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα των Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσονται εν όλω ή εν μέρει οι κρίσεις των Συμβουλίων. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε στο βούλευμα υπάρχει, όταν το Συμβούλιο προσδίδει στη διάταξη αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει στην αληθινή έννοια της τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει αδύνατος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1880/2005).
VI. Στη προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς οποιαδήποτε δική του σκέψη, αλλά με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε τα εξής: Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ειδικής γραφολόγου Α, τις γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των ειδικών γραφολόγων Β, Γ και Δ και τα υπόλοιπα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής:
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίαση του της 28/3/2003, με το 1813/2003 πρακτικό του δημοσίευσε την από 20/6/2001 φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της Ε, που απεβίωσε στις 16/12/2002 και με την 1421/2003 απόφαση του κήρυξε αυτήν κυρία. Με τη διαθήκη αυτή η αποβιώσασα εφέρετο να εγκαθιστά κληρονόμο τον Χ στο διαμέρισμα της στη ...... και συγκεκριμένα στο υπό στοιχεία Αε διαμέρισμα του Α πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού ...... αρ. ..., επιφανείας 31,50 τ.μ. Η μηνύτρια Ψ, ανηψιά της αποβιωσάσης, με την από 14/2/2006 υπό κρίση μήνυση της κατήγγειλε ότι η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή και ότι καταρτίστηκε από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ή κάποιο τρίτο καθ' υπόδειξη του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος ισόποσο με την αξία του ανωτέρω διαμερίσματος, τουλάχιστον 80.000 ευρώ, βλάπτοντας αυτήν. Αυτό δε γιατί η αποβιώσασα με την από 1/6/1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 21/3/2003 με το 1675/2003 πρακτικό και κηρύχθηκε κυρία με την 1639/2003 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, είχε εγκαταστήσει την ίδια (τη μηνύτρια) κληρονόμο του ανωτέρω διαμερίσματος. Συγχρόνως η μηνύτρια άσκησε κατά του κατηγορουμένου την από 31/3/2006 (αριθ. καταθ. 63172/06) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ως άκυρη η από 20/6/2001 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιώσασας και να της καταβληθεί το ποσό των 10.850 ευρώ, ζημία που υπέστη από μισθώματα που απώλεσε.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία. Ισχυρίζεται: 1) ότι ο ίδιος, που σπούδαζε Ιατρική στο Ηράκλειο της Κρήτης μέχρι τον Ιούλιο του 2003, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την από 20/6/2001 ιδιόγραφη διαθήκη της Ε, ούτε και κανένα ενδιαφέρον για το ακίνητο της ......, όποια αξία και αν έχει αυτό, η οποία ωστόσο κατ' αυτόν δεν υπερέβαινε κατά το χρόνο του θανάτου της διαθέτιδος το ποσό των 40.000 ευρώ. Η διαθήκη αυτή, που κατατέθηκε στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Διαθηκών) εντός σφραγισμένου φακέλου από την μητέρα του ΣΤ δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου (στις 24/1/2003 (βλ. την αίτηση αυτή και την 493/2003 έκθεση καταθέσεώς της), παραδόθηκε σ' αυτήν τα Χριστούγεννα του 2002 εντός του ανωτέρω φακέλου από τον θείο της Ζ, μετά το θάνατο της συζύγου του διαθέτιδος και λίγες μέρες πριν πεθάνει και ο ίδιος. Τον ισχυρισμό αυτό του κατηγορουμένου επιβεβαιώνουν με τις καταθέσεις τους τόσο η μητέρα του ΣΤ, όσο και η Η, που βρισκόταν στο σπίτι του κατηγορουμένου εκείνη την ημέρα. 2) ότι η ανωτέρω (από 20/6/2001) διαθήκη εξετάστηκε κατ' εντολή του από την ειδική δικαστική γραφολόγο Β, η οποία με την από 20/7/2006 γραφολογική γνωμοδότηση της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι καθόλα γνήσια και 3)ότι η φερόμενη ως από 1/6/1999 ιδιόγραφη διαθήκη της Ε, με την οποία εγκαθίστατο ως κληρονόμος αυτής στο διαμέρισμα της ...... η Ψ, είναι νοθευμένη ως προς την ημερομηνία και χρονολογία καταρτίσεως της (δηλαδή 1/6/1999), η οποία έχει τεθεί από άλλο πρόσωπο και όχι από τη διαθέτιδα, με σκοπό να προσδοθεί κύρος και ισχύς στην εν λόγω διαθήκη. Θεωρεί δε ως πλαστογράφο τη μηνύτρια κατά της οποίας έχει υποβάλει την από 19/10/2006 μήνυση του. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται την από 12/3/2004 γραφολογική γνωμοδότηση της ειδικής γραφολόγου Δ, αλλά και την ανωτέρω από 20/7/2006 γραφολογική γνωμοδότηση της Β, σύμφωνα με τις οποίες η χρονολογία στην ανωτέρω διαθήκη δεν έχει χαραχτεί από το ίδιο πρόσωπο που χάραξε το υπόλοιπο κείμενο στη διαθήκη αυτή (δηλ. από την Ε), ούτε τον ίδιο χρόνο, αλλά από άλλο τρίτο πρόσωπο και σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν που γράφτηκε η υπόλοιπη διαθήκη.
Η μηνύτρια και η μητέρα της Θ (κουνιάδα της διαθέτιδος) καταθέτουν ότι η Ε, που δεν είχε παιδιά και αγαπούσε ιδιαίτερα τη Ψ, πολλά χρόνια πριν το θάνατο της τους είχε αναφέρει ότι ήθελε να αφήσει σ' αυτήν το ακίνητο της στη ...... . Κάποια στιγμή δε κρυφά από το σύζυγο της παρέδωσε στην Θ ένα φάκελο λέγοντας της ότι περιέχει τη διαθήκη της για το σπίτι αυτό και να την φυλάξει για να την χρησιμοποιήσει μετά το θάνατο της, πράγμα που εκείνη έκανε. Ο Κ, κουμπάρος της Ε, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με αυτήν και είχαν επαφές τόσο στη ......, όπου είχε διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία με αυτήν, όσο και στην Αθήνα, καταθέτει ότι η ανωτέρω του είχε εκμυστηρευτεί ότι το σπίτι της στη ...... θα το αφήσει στη Ψ. Επίσης η αποβιώσασα είχε πει στη σύζυγο του Λ, που δεν προσήλθε να καταθέσει, επειδή ήταν υπερήλικη και ασθενής, ότι συνέταξε σχετική διαθήκη και την έδωσε στη Ψ. Τέλος η ειδική γραφολόγος Α, που διορίστηκε πραγματογνώμονας από την 2η Τακτική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών προκειμένου να πραγματοποιήσει γραφολογική διερεύνηση της από 20/6/2001 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας, στην από 13/12/2006 έκθεσή της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανωτέρω φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της Ε "δεν είναι γνήσια διαθήκη αυτής, αλλά πλαστή ως συνταχθείσα, χρονολογηθείσα και υπογραφείσα με χέρι διάφορο της ως άνω γραφέως... Η δε υπογραφή ως "Ε" στο τέλος αυτής σχηματίζεται με εσφαλμένη απόδοση των γραμμάτων της υπογραφής στο Δελτίο ταυτότητας της φερομένης ως διαθέτιδος, καθώς και με λανθασμένη επίσης, προσθήκη της παύλας μεταξύ του ονόματος "......" και "......". Κατά παράβαση, τόσο του συνήθως συμβαίνοντος (μεταξύ ομοιογενών ενδείξεων), όσο και των αντιστοίχων γραφικών συνηθειών της Ε, συμφώνως προς τις οποίες η παύλα (-) τίθεται μεταξύ των δύο επιθέτων αυτής και όχι μεταξύ του ονόματος και του επιθέτου της".
V. Oι παραπάνω παραδοχές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων στον σχετικό λόγο αναίρεσης, στην Εισαγγελική πρόταση, ο συντάκτης της περιορίζεται αρχικώς να εκθέσει τη θέση του κατηγορουμένου ότι η κρίσιμη διαθήκη είναι γνήσια ή σε κάθε περίπτωση ο ίδιος δεν είχε σχέση με την σύνταξή της και να αναφέρει λεπτομερώς τα αποδεικτικά μέσα που στηρίζουν αποδεικτικά τους ισχυρισμούς αυτούς και στη συνέχεια τη θέση της μηνύτριας περί πλαστότητας της διαθήκης και την λεπτομερή αναφορά των αποδεικτικών μέσων που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό. Στη συνέχεια και χωρίς να εκτίθεται οποιαδήποτε κρίση, σκέψη ή συλλογισμός γενικότερα, από το οποίο να προκύπτει η συναξιολόγηση και συνεκτίμηση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται, προχωρά απευθείας στην "κρίση" περί ύπαρξης "σοβαρών ενδείξεων ενοχής" σε βάρος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος και ως εκ τούτου στην απόρριψη της έφεσης ως αβάσιμης. Στο κρίσιμο λοιπόν σημείο, δηλαδή στο γιατί γίνεται δεκτή η θέση της μηνύτριας για πλαστότητα και όχι η θέση του κατηγορουμένου για γνησιότητα, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά, με αποτέλεσμα να υπάρχει ασάφεια και λογικό κενό σε σχέση με το "συμπέρασμα" για ύπαρξη "σοβαρών ενδείξεων ενοχής". Περαιτέρω όμως ανακύπτει ζήτημα ασάφειας και στο εξής θέμα, που δημιουργεί ζήτημα εκ πλαγίου παραβίασης του άρθρου 216 παρ. 1, 3 ΠΚ, δεδομένου ότι ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης στηρίζεται αποκλειστικώς στην παραδοχή ότι το επιδιωχθέν παράνομο όφελος υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ. Και για το ζήτημα αυτό καμία σκέψη δεν υπάρχει στην Εισαγγελική πρόταση που υιοθετήθηκε στο σύνολό της από το Συμβούλιο. 'Ετσι ο συντάκτης της πρότασης περιορίζεται στο να εκθέσει την θέση του κατηγορουμένου ότι η αξία του κρίσιμου ακινήτου ήταν 40.000 ευρώ και στη συνέχεια τη θέση της μηνύτριας ότι η αξία ανέρχεται σε 80.000 ευρώ κα προτείνει την παραπομπή του κατηγορουμένου για κακούργημα, υιοθετώντας προφανώς την εκδοχή της μηνύτριας χωρίς όμως οποιαδήποτε σκέψη ή συλλογισμό ή επιχείρημα που να στηρίζει την εκδοχή αυτή. 'Ετσι, η έλλειψη αιτιολογίας για το κρίσιμο αυτό ζήτημα και δεδομένου ότι ως "πλημμέλημα" η πράξη θα είχε υποκύψει ήδη σε παραγραφή λόγω παρέλευσης πενταετίας από την τέλεσή του, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ στην κρινομένη περίπτωση και ως εκ τούτου το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης, λόγω της εκ πλαγίου παραβίασης της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Τέλος στο σκεπτικό υπάρχει η εξής λογική αντίφαση. Η πράξη της πλαστογραφίας που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, φέρεται να έχει τελεστεί ".... εντός του μηνός Μαρτίου 2003....." (βλ. διατακτικό). Με το προσβαλλόμενο βούλευμα επικυρώνεται η παραπομπή για την πράξη αυτή, με την απόρριψη ως αβάσιμης της έφεσης, αν και στην Εισαγγελική πρόταση, που αποτελεί την αιτιολογία του βουλεύματος όπως αναφέρω, υπάρχει ρητή παραδοχή, με ειδική αναφορά στα σχετικά έγγραφα, ότι η κρίσιμη διαθήκη κατατέθηκε για δημοσίευση στο Πρωτοδικείο Αθηνών στις 24-1-2003 (βλ. σκεπτικό). Αποτελεί λοιπόν τουλάχιστον λογική αντίφαση, το να υπάρχει αυτή η παραδοχή και ταυτοχρόνως το Συμβούλιο να δέχεται ότι υπάρχουν "σοβαρές ενδείξεις ενοχής" και να επικυρώνεται η παραπομπή για κατηγορία (πράξη), που φέρεται να έχει τελεστεί "εντός του Μαρτίου 2003".
VI. Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι βάσιμοι στην ουσία τους οι λόγοι αναίρεσης, τόσον της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρ. 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ), όσον και της εκ πλαγίου παραβίασης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 484 παρ. 1β' ΚΠΔ) και πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί και η υπόθεση να τεθεί στο σύνολό της υπό νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο που εξέδωσε το 461/2008 βούλευμα, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να γίνει δεκτή η 71/15-4-2008 αίτηση αναίρεσης που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ, δια του πληρεξουσίου του Δημητρίου Σωτηρόπουλου, κατά του 461/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό. Και
ΙΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο σύνολό της για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών.
Αθήνα 20 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο, καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Η ως άνω ειδική αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει και στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσονται οι κρίσεις του Συμβουλίου. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει αδύνατος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, χωρίς οποιαδήποτε δική του σκέψη, αλλά με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε αυτά που περιλαμβάνονται στην άνω πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και έχουν κατά λέξη ως εξής: ? "Από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και περατώθηκε νόμιμα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, την έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ειδικής γραφολόγου Α, τις γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των ειδικών γραφολόγων Β, Γ και Δκαι τα υπόλοιπα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα εξής: Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίασή του της 28/3/2003, με το 1813/2003 πρακτικό του δημοσίευσε την από 20/6/2001 φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της Ε, που απεβίωσε στις 16/12/2002 και με την 1421/2003 απόφαση του κήρυξε αυτήν κυρία. Με τη διαθήκη αυτή η αποβιώσασα εφέρετο να εγκαθιστά κληρονόμο τον Χ στο διαμέρισμά της στη ...... και συγκεκριμένα στο υπό στοιχεία Αε διαμέρισμα του Α πάνω από το ισόγειο ορόφου πολυκατοικίας επί της οδού ...... αρ. ..., επιφανείας 31,50 τ.μ. Η μηνύτρια Ψ, ανηψιά της αποβιωσάσης, με την από 14/2/2006 υπό κρίση μήνυσή της κατήγγειλε ότι η διαθήκη αυτή ήταν πλαστή και ότι καταρτίστηκε από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ή κάποιο τρίτο καθ' υπόδειξή του, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος ισόποσο με την αξία του ανωτέρω διαμερίσματος, τουλάχιστον 80.000 ευρώ, βλάπτοντας αυτήν. Αυτό δε, γιατί η αποβιώσασα με την από 1/6/1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της 21/3/2003 με το 1675/2003 πρακτικό και κηρύχθηκε κυρία με την 1639/2003 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, είχε εγκαταστήσει την ίδια (τη μηνύτρια) κληρονόμο του ανωτέρω διαμερίσματος. Συγχρόνως, η μηνύτρια άσκησε κατά του κατηγορουμένου την από 31/3/2006 (αριθ. καταθ. 63172/06) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί ως άκυρη η από 20/6/2001 ιδιόγραφη διαθήκη της αποβιώσασας και να της καταβληθεί το ποσό των 10.850 ευρώ, ζημία που υπέστη από μισθώματα που απώλεσε. Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία. Ισχυρίζεται: 1) ότι ο ίδιος, που σπούδαζε Ιατρική στο Ηράκλειο της Κρήτης μέχρι τον Ιούλιο του 2003, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την από 20/6/2001 ιδιόγραφη διαθήκη της Ε, ούτε και κανένα ενδιαφέρον για το ακίνητο της ......, όποια αξία και αν έχει αυτό, η οποία ωστόσο κατ' αυτόν δεν υπερέβαινε κατά το χρόνο του θανάτου της διαθέτιδος το ποσό των 40.000 ευρώ. Η διαθήκη αυτή, που κατατέθηκε στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Διαθηκών) εντός σφραγισμένου φακέλου από την μητέρα του ΣΤ δια της πληρεξούσιας της δικηγόρου στις 24/1/2003 (βλ. την αίτηση αυτή και την 493/2003 έκθεση καταθέσεώς της), παραδόθηκε σ' αυτήν τα Χριστούγεννα του 2002 εντός του ανωτέρω φακέλου από τον θείο της Ζ, μετά το θάνατο της συζύγου του διαθέτιδος και λίγες μέρες πριν πεθάνει και ο ίδιος. Τον ισχυρισμό αυτό του κατηγορουμένου επιβεβαιώνουν με τις καταθέσεις τους τόσο η μητέρα του ΣΤ, όσο και η Η, που βρισκόταν στο σπίτι του κατηγορουμένου εκείνη την ημέρα, 2) ότι η ανωτέρω (από 20/6/2001) διαθήκη εξετάστηκε κατ' εντολή του από την ειδική δικαστική γραφολόγο Β, η οποία με την από 20/7/2006 γραφολογική γνωμοδότηση της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι καθόλα γνήσια και 3) ότΐ η φερόμενη ως από 1/6/1999 ιδιόγραφη διαθήκη της Ε, με την οποία εγκαθίστατο ως κληρονόμος αυτής στο διαμέρισμα της ...... η Ψ είναι νοθευμένη ως προς την ημερομηνία και χρονολογία καταρτίσεώς της (δηλαδή 1/6/1999), η οποία έχει τεθεί από άλλο πρόσωπο και όχι από τη διαθέτιδα, με σκοπό να προσδοθεί κύρος και ισχύς στην εν λόγω διαθήκη. Θεωρεί δε ως πλαστογράφο τη μηνύτρια κατά της οποίας έχει υποβάλει την από 19/10/2006 μήνυσή του. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού, επικαλείται την από 12/3/2004 γραφολογική γνωμοδότηση της ειδικής γραφολόγου Δ, αλλά και την ανωτέρω από 20/7/2006 γραφολογική γνωμοδότηση της Β, σύμφωνα με τις οποίες η χρονολογία στην ανωτέρω διαθήκη δεν έχει χαραχτεί από το ίδιο πρόσωπο που χάραξε το υπόλοιπο κείμενο στη διαθήκη αυτή (δηλ. από την Ε), ούτε τον ίδιο χρόνο, αλλά από άλλο τρίτο πρόσωπο και σε μεταγενέστερο χρόνο από αυτόν που γράφτηκε η υπόλοιπη διαθήκη. Η μηνύτρια και η μητέρα της Θ (κουνιάδα της διαθέτιδος) καταθέτουν ότι η Ε, που δεν είχε παιδιά και αγαπούσε ιδιαίτερα τη Ψ, πολλά χρόνια πριν το θάνατό της τους είχε αναφέρει ότι ήθελε να αφήσει σ' αυτήν το ακίνητό της στη ...... . Κάποια στιγμή δε, κρυφά από το σύζυγο της, παρέδωσε στην Θ ένα φάκελο, λέγοντάς της ότι περιέχει τη διαθήκη της για το σπίτι αυτό και να την φυλάξει για να την χρησιμοποιήσει μετά το θάνατό της, πράγμα που εκείνη έκανε. Ο Κ, κουμπάρος της Ε, που διατηρούσε φιλικές σχέσεις με αυτήν και είχαν επαφές τόσο στη ......, όπου είχε διαμέρισμα στην ίδια πολυκατοικία με αυτήν, όσο και στην Αθήνα, καταθέτει ότι η ανωτέρω του είχε εκμυστηρευτεί ότι το σπίτι της στη ...... θα το αφήσει στη Ψ. Επίσης η αποβιώσασα είχε πει στη σύζυγό του Λ, που δεν προσήλθε να καταθέσει, επειδή ήταν υπερήλικη και ασθενής, ότι συνέταξε σχετική διαθήκη και την έδωσε στη Ψ. Τέλος η ειδική γραφολόγος Α, που διορίστηκε πραγματογνώμονας από την 2η Τακτική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Αθηνών προκειμένου να πραγματοποιήσει γραφολογική διερεύνηση της από 20/6/2001 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας, στην από 13/12/2006 έκθεσή της καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανωτέρω φερομένη ως ιδιόγραφη διαθήκη της Ε "δεν είναι γνήσια διαθήκη αυτής, αλλά πλαστή ως συνταχθείσα, χρονολογηθείσα και υπογραφείσα με χέρι διάφορο της ως άνω γραφέως. Η δε υπογραφή ως "Ε" στο τέλος αυτής σχηματίζεται με εσφαλμένη απόδοση των γραμμάτων της υπογραφής στο Δελτίο ταυτότητας της φερομένης ως διαθέτιδος, καθώς και με λανθασμένη επίσης, προσθήκη της παύλας μεταξύ του ονόματος "......" και "......". Κατά παράβαση, τόσο του συνήθως συμβαίνοντος (μεταξύ ομοιογενών ενδείξεων), όσο και των αντιστοίχων γραφικών συνηθειών της Ε, συμφώνως προς τις οποίες η παύλα (-) τίθεται μεταξύ των δύο επιθέτων αυτής και όχι μεταξύ του ονόματος και του επιθέτου της". Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν ως σοβαρές οι ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, στις ορθές και νομίμους σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση συμπληρωματικά αναφερόμεθα.
Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα". Οι παραπάνω παραδοχές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων στον σχετικό λόγο αναιρέσεως, στην Εισαγγελική πρόταση, ο συντάκτης της περιορίζεται αρχικώς να εκθέσει τη θέση του κατηγορουμένου ότι η κρίσιμη διαθήκη είναι γνήσια ή σε κάθε περίπτωση ο ίδιος δεν είχε σχέση με την σύνταξή της και να αναφέρει λεπτομερώς τα αποδεικτικά μέσα που στηρίζουν αποδεικτικά τους ισχυρισμούς αυτούς και στη συνέχεια τη θέση της μηνύτριας περί πλαστότητας της διαθήκης και την λεπτομερή αναφορά των αποδεικτικών μέσων που στηρίζουν τον ισχυρισμό αυτό. Στη συνέχεια και χωρίς να εκτίθεται οποιαδήποτε κρίση, σκέψη ή συλλογισμός γενικότερα, από το οποίο να προκύπτει η συναξιολόγηση και συνεκτίμηση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται, προχωρά απευθείας στην "κρίση" περί ύπαρξης "σοβαρών ενδείξεων ενοχής" σε βάρος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος και ως εκ τούτου στην απόρριψη της εφέσεως ως αβάσιμης. Στο κρίσιμο λοιπόν σημείο, δηλαδή στο γιατί γίνεται δεκτή η θέση της μηνύτριας για πλαστότητα και όχι η θέση του κατηγορουμένου για γνησιότητα, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά, με αποτέλεσμα να υπάρχει ασάφεια και λογικό κενό σε σχέση με το "συμπέρασμα" για ύπαρξη "σοβαρών ενδείξεων ενοχής". Περαιτέρω όμως, ανακύπτει ζήτημα ασάφειας και στο εξής θέμα, που δημιουργεί ζήτημα εκ πλαγίου παραβιάσεως του άρθρου 216 παρ. 1, 3 ΠΚ, δεδομένου ότι ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξεως στηρίζεται αποκλειστικώς στην παραδοχή ότι το επιδιωχθέν παράνομο όφελος υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ. Και για το ζήτημα αυτό καμία σκέψη δεν υπάρχει στην Εισαγγελική πρόταση που υιοθετήθηκε στο σύνολό της από το Συμβούλιο. Έτσι ο συντάκτης της προτάσεως περιορίζεται στο να εκθέσει την θέση του κατηγορουμένου ότι η αξία του κρίσιμου ακινήτου ήταν 40.000 ευρώ και στη συνέχεια τη θέση της μηνύτριας ότι η αξία ανέρχεται σε 80.000 ευρώ και προτείνει την παραπομπή του κατηγορουμένου για κακούργημα, υιοθετώντας προφανώς την εκδοχή της μηνύτριας, χωρίς όμως οποιαδήποτε σκέψη ή συλλογισμό ή επιχείρημα που να στηρίζει την εκδοχή αυτή. Έτσι, η έλλειψη αιτιολογίας για το κρίσιμο αυτό ζήτημα και δεδομένου ότι ως "πλημμέλημα" η πράξη θα είχε υποκύψει ήδη σε παραγραφή λόγω παρέλευσης πενταετίας από την τέλεση του, καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της εφαρμογής της παραγράφου 3 του άρθρου 216 ΠΚ στην κρινομένη περίπτωση και ως εκ τούτου το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως, λόγω της εκ πλαγίου παραβιάσεις της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος στο σκεπτικό υπάρχει η εξής λογική αντίφαση. Η πράξη της πλαστογραφίας που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, φέρεται να έχει τελεστεί ".... εντός του μηνός Μαρτίου 2003" (βλ. διατακτικό). Με το προσβαλλόμενο βούλευμα επικυρώνεται η παραπομπή για την πράξη αυτή, με την απόρριψη ως αβάσιμης της εφέσεως, αν και στην Εισαγγελική πρόταση, που αποτελεί την αιτιολογία του βουλεύματος, όπως αναφέρθηκε, υπάρχει ρητή παραδοχή, με ειδική αναφορά στα σχετικά έγγραφα, ότι η κρίσιμη διαθήκη κατατέθηκε για δημοσίευση στο Πρωτοδικείο Αθηνών στις 24-1-2003 (βλ. σκεπτικό). Αποτελεί, συνεπώς, τουλάχιστον λογική αντίφαση, το να υπάρχει αυτή η παραδοχή και ταυτοχρόνως το Συμβούλιο να δέχεται ότι υπάρχουν "σοβαρές ενδείξεις ενοχής" και να επικυρώνεται η παραπομπή για κατηγορία (πράξη), που φέρεται να έχει τελεστεί "εντός του Μαρτίου 2003". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι είναι βάσιμοι στην ουσία τους οι λόγοι αναιρέσεως, τόσον της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ), όσον και της εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ) και πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί και η υπόθεση να παραπεμφθεί στο σύνολό της για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο που εξέδωσε το 461/2008 βούλευμα, χωρίς τη συμμετοχή των ιδίων δικαστών (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το με αριθμό 461/2008 παραπεμπτικό Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση στο σύνολό της για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ