Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 428 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη, απορρίπτει ως αβάσιμους λόγους αναίρεσης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο). Απορρίπτει αίτημα ως κατ’ ουσία αβάσιμο για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Απορρίπτει λόγο αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση των διατάξεων περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, διότι δεν έγινε δυνατή η διαβίβαση της υποβληθείσας αίτησης στο Συμβούλιο που εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα πριν από την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης από αυτόν.




Αριθμός 428/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 979/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.7.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1260/2008.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμούς 506/24.10.2008 και 506Α/9.12.2008, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, μαζί με τη σχετική δικογραφία την υπ'αρ. 132/11-7-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αρ. 979/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν στην ουσία οι υπ'αρ. 15/2008 και 20/08 εφέσεις του κατηγορουμένου Χ και του πολιτικώς ενάγοντος Ψ αντίστοιχα, κατά του υπ'αρ. 3761/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακ/των) Αθηνών για τη πράξη της απάτης στο Δικαστήριο από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ (αρ. 4, 13, 14-18, 26 παρ. 1, 27 παρ.1 και 386 παρ. 1-3α ΠΚ όπως το τελευτ. αντ. με τον Ν. 2408/96 και τον Ν. 2721/99). Από το ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν προκύπτει ότι είχε υποβάλλει ο εκκαλέσας κατηγορούμενος Χ αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προς παροχή διασαφήσεων. Η υπό κρίση αναίρεση ασκήθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ, νομοτύπως, εμπροθέσμως (αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε με θυροκόλληση στον Χ την 2/7/08 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Αβραάμ Ιορδανίδη την 1/7/08 αντίστοιχα) και παραδεκτώς από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 462-463, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ ως ισχύουν, με την ως άνω από 11/7/2008 δήλωσή του στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για την οποία συντάχθηκε νομοτύπως η υπ'αρ. 132/11-7-2008 έκθεση αναίρεσης, στην οποία αναφέρονται ως λόγοι αναίρεσης η (α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος (αρ. 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ) και (β) απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος προκύπτουσα από τη παράβαση των διατάξεων περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (άρθρ. 171 παρ. 1δ', 138 παρ. 2, 309 παρ. 2, 318 ΚΠΔ και άρθρ. 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ). Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. Δεν νοείται παραβίαση των ορισμών του άρθρ. 309 παρ. 2 και 138 παρ. 2 ΚΠΔ από το Συμβούλιο σε σχέση με την υποχρέωσή του να αποφανθεί στην υποβληθείσα αίτηση εμφάνισης των διαδίκων, όταν η προς το Συμβούλιο απευθυνομένη αίτηση εμφανίσεως δεν υποβλήθηκε στο Συμβούλιο αλλά στον Εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή η διαβίβαση της μαζί με την απαιτουμένη και γι'αυτή έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα, πριν από τη προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης (ΑΠ 395/84 Π.Χρ. ΛΔ'/837 και Αθ. Κονταξής ΚΠΔ υπ'αριθ. 309 ΚΠΔ σελ. 1994 επ.) όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση του προσβαλλομένου βουλεύματος, αφού δεν είχε υποβληθεί προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών η προς αυτό απευθυνομένη αίτηση προσωπικής εμφάνισης του κατηγορουμένου όταν έγινε την 20/4/08 η υποβολή της έγγραφης πρότασης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, διότι εγχειρίσθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών την 20/5/08, το δε Συμβούλιο έκρινε και αποφάσισε επί της υποθέσεως την 29/5/08, το Συμβούλιο Εφετών δεν παραβίασε κανένα δικαίωμα του κατηγορουμένου και δεν δημιουργήθηκε καμμία ακυρότητα, απορριπτομένου του περί απολύτου ακυρότητος λόγου αναίρεσης ως αβασίμου (βλ. ΑΠ 395/84 ΠΧρ ΛΔ'/837, ΑΠ 1330/81 Π.Χρ. ΛΒ'/531).
(lΙ) Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα. δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (πχ μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και .139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα- άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.).
Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 1128/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ. κ.ά.).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.).
Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 21078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο 'Αρειος Πάγος αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού (87 επ. Συντ.).
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 Π.Κ. προκύπτει, ότι προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται: (α) σκοπός του δράστου να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, εκ της οποίας παραπλανήθηκε άλλος και (γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Κατά την παρ. 3 εδ. α του αυτού άρθρου (386 ΠΚ) - όπως ίσχυε από της ενάρξεως ισχύος του ΠΚ και με την αντικ. αυτής με το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 2408/96 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιας διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Περαιτέρω κατά την παρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου .386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.). Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμόν εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερά ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστου. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξ άλλου κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει, και όταν η πράξη τελείται το πρώτον όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητάς του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος.
Η διάταξη τού άρθρου 386 παρ. 3 εδ. α' Π.Κ. όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/1999 είναι ηπιώτερη της προηγούμενης ρύθμισης και εφαρμόζεται και επί πράξεων που τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999, αφού ο νέος νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι στην παλαιότερη ρύθμιση δεν προβλεπόταν ποσοτικά όρια. Εν όψει τούτου πράξεις απάτης, που τελέσθηκαν εξακολουθητικά πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999 και έχουν συνολικό ή, κατά μείζονα λόγο, μερικό όφελος ανώτερο των 5.000.000 δρχ., διατηρούν και με το νέο νομοθετικό καθεστώς τον κακουργηματικό τους χαρακτήρα, και επομένως εφαρμοστέα είναι η διάταξη που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης (βλ. ΑΠ 172/2002, ΑΠ 149/2003, ΑΠ 1348/2003 κ.ά.), διότι αυτός απηχεί πλέον τις κατά τεκμήριον ορθότερον αντιλήψεις.
(ΙΙΙ) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών τόσο με δικές του σκέψεις, όσο και με συμπληρωματική επιτρεπτή αναφορά στην υιοθετηθείσα υπ' αυτού εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την υπ' αυτού υιοθετηθείσα εισαγγελική πρόταση, και των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση του αναφερομένου σ'αυτό αποδεικτικού υλικού τα εξής:
Από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και την επακολουθήσασα κύρια ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στην δικογραφία καθώς και από την απολογία του κατηγορουμένου Χ και του μη ασκήσαντος έφεση Α προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά την 11.3.1994 η εταιρεία με την επωνυμία "UNICREDIT LIMITED" και έδρα στο ....., υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (αριθ. καταθ. 3880Λ4Φ 863) κατά της εταιρείας με την επωνυμία "ROPALL INVESTMENTS CORPORATION" και έδρα στη ..... της ....., ζητώντας την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, μέχρι του ποσού των 35.000.000 δραχμών, σε ακίνητο της τελευταίας και ειδικότερα σε ένα αγροτεμάχιο έκτασης 16.010 τ.μ., με εκατό περίπου ελαιόδενδρα, άρτιο και -οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στην ειδική θέση "....." της γενικής τοποθεσίας "....." της νήσου ..... της κτηματικής περιφέρειας ..... του ομώνυμου Δήμου. Η αιτούσα εταιρεία επικαλέστηκε στην αίτηση της ότι έχει απαίτηση ποσού 30.000.000 δραχμών κατά της καθ' ης εταιρείας, από ισόποσο άτοκο δάνειο που χορήγησε στην τελευταία κατά την 1.3.1994, με ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε τότε μεταξύ τους και ήταν αποδοτέο κατά την 16.5.1994, η οποία (απαίτησή της) κινδύνευε λόγω της ελαττωμένης περιουσιακής κατάστασης της καθ' ης. Η παραπάνω αίτηση συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και η καθ' ης εταιρεία παραστάθηκε δια του δικηγόρου Απόστολου Πούλου, ο οποίος ομολόγησε τα πραγματικά περιστατικά της αίτησης, δυνάμει του με αριθ. ..... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Λονδίνου Nigel Peter Ready, που υπογράφεται από τον κατηγορούμενο Χ, φερόμενο ως εκπρόσωπο της καθ' ης εταιρείας και περιείχε την εντολή προς το δικηγόρο να συναινέσει στην εγγραφή της πιο πάνω προσημείωσης υποθήκης. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε η 666/11.3.1994 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που διέταξε την αιτούμενη προσημείωση υποθήκης, η οποία στη συνέχεια και ενεγράφη στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στον τόμο ..... και αύξοντα αριθμό ... . Όμως, η απόφαση αυτή ήταν προϊόν παραπλάνησης του Δικαστή, αφού η αιτούσα εταιρεία - η οποία ουσιαστικά ανήκε στον κατηγορούμενο Χ και ελεγχόταν πλήρως από εκείνον - δεν είχε απαίτηση κατά της καθ' ης εταιρείας και το σχετικό από 1.3.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν εικονικό. Το γεγονός ότι ήταν ανύπαρκτη η απαίτηση ομολογείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ στο από 29.9.2004 σημείωμα παροχής εξηγήσεων προς τον Πταισματοδίκη Αθήνας (στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης για την παρούσα υπόθεση), καθώς και στο από 11.5.2007 απολογητικό του υπόμνημα στον Ανακριτή, ενώ προκύπτει και από την κατάθεση του ως άνω κατηγορούμενου ως μάρτυρα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθήνας κατά την 12.11.2001, σε δίκη με κατηγορούμενο το μηνυτή, επί της οποίας εκδόθηκε η 2619/2001 απόφαση, όπου ο ως άνω κατηγορούμενος αναφέρει "... Η προσημείωση ήταν εικονική ως προς το ότι δεν υπήρχε δάνειο ...", καθώς και από την κατάθεση του στις 24.11 .2004 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας, στη δίκη της ίδιας υπόθεσης κατ' έφεση, όπου ο ίδιος κατηγορούμενος Χ αναφέρει: "... Συναινετική προσημείωση έκανα ύψους 30 εκατομμυρίων, για να μπλοκάρω την εκποίηση του ακινήτου, στις 28/3/1994 ...". Ο κατηγορούμενος Χ ισχυρίζεται ότι σ' αυτόν ανήκαν ουσιαστικά όλες οι μετοχές της καθ' ης εταιρείας και ότι συνακόλουθα δεν νοείται σκοπός του για προσπορισμό οικονομικού οφέλους με την εγγραφή της προσημείωσης, ούτε βλάβη της καθ' ης και ότι η. εγγραφή της προσημείωσης έγινε απλώς για να διασφαλίσει ότι ο μηνυτής - ο οποίος τότε ήταν δικηγόρος του και είχε αναλάβει διάφορες υποθέσεις του στην Ελλάδα ενόσω εκείνος ήταν φυγόποινος στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και η διαχείριση της καθ' ης εταιρείας - δεν θα το εκποιούσε σε τρίτους για να καρπωθεί το τίμημα, εξαιτίας ρήξης στις μεταξύ τους σχέσεις. Όμως, δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ ήταν αποκλειστικός μέτοχος της καθ' ης εταιρείας "ROPALL INVESTMENTS CORPORATION". Περαιτέρω, από την πιο πάνω ψευδή παράσταση ο κατηγορούμενος Χ επεδίωκε να προσπορίσει στην εταιρεία "UNICREDIT LIMITED" παράνομο περιουσιακό όφελος ανερχόμενο σε ποσό ίσο με αυτό για το οποίο ενεγράφη η προσημείωση (35.000.000 δρχ. ή 102.714,60 ευρώ), αφού πέτυχε να αναγνωριστεί δικαστικά - έστω και με την προσωρινή ισχύ που έχουν οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων - η ανύπαρκτη απαίτηση από δάνειο της εταιρείας "UNICREDIT LIMITED" και να εμφανίζεται έτσι αυτή ως δικαιούχος εμπράγματου βάρους στο ακίνητο της καθ' ης, με δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης της από το εκπλειστηρίασμα κατά την εκποίηση του με πλειστηριασμό, ενώ προξένησε αντίστοιχη βλάβη στην εταιρεία "ROPALL INVESTMENTS CORPORATION", αφού αντίστοιχα εμφανίστηκε αυτή ως οφειλέτρια της καθ' ης δυνάμει δικαστικής απόφασης και μειώθηκε εξαιτίας του εμπράγματου βάρους η αξία του ακινήτου της, με αποτέλεσμα να επέλθει χειροτέρευση της τότε οικονομικής της κατάστασης. Περαιτέρω, η βλάβη που πράγματι είχε επέλθει στην περιουσία της καθ' ης εταιρείας δεν αναιρείται από την ύπαρξη αξίωσης της προς ανόρθωση της ζημίας (βλ. ΑΠ ΑΠ 79/2001 ΠΧ 2001/891 και ειδικότερα από το γεγονός ότι μεταγενέστερα, με την 1876/17.8.1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά από αίτηση της καθ' ης, ανακλήθηκε η απόφαση που είχε διατάξει την εγγραφή προσημείωσης στο ακίνητο της. Ας σημειωθεί ότι, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία το δικαστήριο αρκείται σε πιθανολόγηση των ισχυρισμών, το έγκλημα της απάτης συντελείται και με μόνη την εν γνώσει της αναλήθειας προβολή ψευδούς ισχυρισμού από διάδικο, από τον οποίο πείθεται ο δικαστής και εκδίδει ζημιογόνο για τον αντίδικο απόφαση, χωρίς να απαιτείται και η προσαγωγή ψευδούς αποδεικτικού μέσου (βλ. ΑΠ 1461/1984 ΠΧρ 1985/465, ΑΠ 1610/1982 ΠΧρ 1983/596, ΣυμβΕφΘεσ 757/1995 Αρμ 1995/1467), πέραν του ότι, η ρητή ομολογία των πραγματικών περιστατικών της αίτησης, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αποτελεί ψευδές αποδεικτικό μέσο ικανό από μόνο του να στηρίξει τη θεμελίωση απάτης σε δικαστήριο. Τέλος, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης εκ μέρους του κατηγορουμένου Χ, αφού αυτός έχει ήδη καταδικαστεί για το ίδιο αδίκημα, σε βαθμό κακουργήματος ως ιδιαίτερα επικίνδυνος, με παθούσα τη Β, δυνάμει της 32/1987 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας, αλλά και από τη διαμόρφωση υποδομής από τον ίδιο κατηγορούμενο με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος αυτού, αφού εκείνος δεν ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με βάση οργανωμένο σχέδιό του, χρησιμοποιώντας για την εκτέλεση της πράξης του αναληθή και εικονικά έγγραφα (πληρεξούσιο προς δικηγόρο για συναίνεση στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, σύνταξη εικονικού συμφωνητικού δανείου), προκύπτει σκοπός του κατηγορούμενου για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ενόψει αυτών, με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Χ για την αξιόποινη πράξη της απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ , που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13στ, 26 § 1 α, 27 § 1, 386 §§ 3α-1 ΠΚ, όπως η § 3 αντικ. με άρθρο 1 § 11 ν. 2408/1996 και 14 § 4 ν. 2721/1999.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την ως άνω πράξη της απάτης, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και συνεπώς τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τις ένδικες εφέσεις είναι αβάσιμα.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις πως ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο και ότι συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που αποφάνθηκε ομοίως τον παρέπεμψε με το εκκαλούμενο 3761/07 βούλευμα του στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και στη συνέχεια απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κατά του βουλεύματος αυτού έφεση του. Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη (αρθρ. 93 παρ. 3 Συντ. και αρθρ. 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο που προβλέπεται από το άρθρ. 386 παρ. 1-3α' ΠΚ ως ισχύει το οποίο (αρ. 386 παρ. 1-3 ΠΚ) ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και παραθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές και αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου στο ακροατήριο και γι'αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα, καθ'ό μέρος αυτοί αφορούν την άνω κακουργηματικού χαρακτήρα απάτη. Κατ' ακολουθία τούτων, και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση (άρθρ. 484 παρ. 2 ΚΠΔ) η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
- Π ρ ο τ ε ί ν ω
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 132/11-7-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αρ. 79/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και (Β) Να επιβληθούν τα νόμιμα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο.
Αθήνα 30 Σεπτεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Εισάγω ενώπιόν Σας, σε συνέχεια της υπ'αρ. πρωτ. 506/24-10-2008 προτάσεώς μας, στην οποία αναφέρομαι, κατ'άρθρ. 309 παρ.2, 484 και 485 ΚΠΔ την από 8/12/2008 εγχειρισθείσα αίτηση του αναιρεσείοντος Χ, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιόν Σας, προκειμένου, ως αναφέρει, να εκθέσει και προφορικώς τις απόψεις του ως προς τους λόγους αναίρεσης και να υπερασπισθεί τον εαυτό του, επάγομαι τ' ακόλουθα:
Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ με τα υποβληθέντα μέχρι σήμερα υπομνήματά του, την έφεση και την υπό κρίση αναίρεσή του, επαρκώς και διεξοδικά αναπτύσσει τους διαφόρους νομικούς και πραγματικούς υποστηρικτικούς ισχυρισμούς του και ως εκ τούτου παρέλκει, κατά τη κρίση μας, η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν Σας προς υποστήριξη της αναίρεσής του και συνεπώς κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη η υπό κρίση αίτησή του (βλ. ΑΠ 1259/2000 Π.Χρ. ΝΑ/440 και ΑΠ 1375/89 Π.Χρ. Μ/649).
Για τους λόγους αυτούς
- Π ρ ο τ ε ί ν ω
Ν'απορριφθεί η από 8/12/2008 εγχειρισθείσα αίτηση του Χ περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του Συμβουλίου Σας.
Αθήνα 9 Δεκεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την διάταξη του άρθρου 32 του ΚΠΔ, καμμία απόφαση του ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμμία διάταξη του ανακριτή δεν έχουν κύρος αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας, κατά δε την διάταξη του άρθρου 138 παρ. 2 εδ. α του ίδιου Κώδικα ορίζεται αφ' ενός μεν ότι τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, αφετέρου ότι ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουστούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα ή η διάταξη του ανακριτή, ενώ κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου ρητά ορίζεται ότι η παραβίαση της παραγράφου 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης του βουλεύματος ή της διάταξης. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιον του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν διευκρινίσεις, τότε δε μόνον είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με τις διατάξεις του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. β' και δ' του αυτού Κώδικα, με σαφήνεια συνάγεται ότι δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 α του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν το δικαστικό συμβούλιο απορρίψει την αίτηση του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου προς εμφάνισή του ενώπιόν του, χωρίς ν' αναφέρει ειδικά τον λόγο της απόρριψής του. Το Συμβούλιο, όμως, δεν παραβιάζει υποχρέωσή του να αποφανθεί στην υποβληθείσα αίτηση εμφάνισης του κατηγορουμένου στην περίπτωση κατά την οποία η προς το συμβούλιο απευθυνόμενη αίτησή του για εμφάνιση ενώπιόν του δεν υποβλήθηκε στο συμβούλιο αλλά στον εισαγγελέα και δεν έγινε δυνατή η έγκαιρη διαβίβασή της μαζί με την απαιτούμενη και γι' αυτήν έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα πριν από την προφορική ανάπτυξη της υπόθεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας στις 20.4.2008 υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, η ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο 979/2008 βούλευμα έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών επί της ουσίας. Στις 20.5.2008, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος υπέβαλε στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών το με αριθ. πρωτ. 30110/2008, το απευθυνόμενο προς το ως άνω Συμβούλιο από 18.5.2008 υπόμνημα - αίτηση για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του τελευταίου. Στις 29 Μαΐου 2008 συνεδρίασε το Συμβούλιο Εφετών και εξέδωσε το ως άνω προσβαλλόμενη βούλευμά του, με το οποίο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του 3671/2007 βουλεύματος με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για κακουργηματική απάτη. Εν όψει αυτών και δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι είχε καταστεί δυνατή η διαβίβαση της απαιτήσεως μαζί με πρόταση επ' αυτής της Εισαγγελέως πριν από την κατά την 29 Μαΐου 2008, προφορική ανάπτυξη του Εισαγγελέως Ι. Λιακόπουλου επί της ουσίας, το Συμβούλιο Εφετών που δεν αποφάνθηκε επί της αιτήσεως αυτής, δεν παραβίασε την από το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ υποχρέωσή του ν' αποφαίνεται επί υποβληθείσας αιτήσεως εμφάνισης ενώπιον του διαδίκου και συνεπώς δεν δημιουργήθηκε απόλυτη υπέρ του κατηγορουμένου ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 τον Α λόγο αναίρεσης και πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 εδαφ. α' του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Υπό την έννοια αυτή, το έγκλημα της απάτης συντελείται αντικειμενικώς και όταν ο δράστης προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς δημόσια αρχή, πείθοντας έτσι αυτήν να προβεί σε ενέργειες της δραστηριότητάς της, από τις οποίες ζημιώνεται άλλος. Επομένως, απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός και υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, αλλά και γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Η με τον παραπάνω τρόπο διαπραττόμενη απάτη είναι δυνατή και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία το δικαστήριο αρκείται στην πιθανολόγηση των προβαλλόμενων ισχυρισμών, και μπορεί να σχηματίσει την κρίση του και χωρίς την προσαγωγή κάποιου αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το έγκλημα της απάτης συντελείται με μόνη την εν γνώσει της αναλήθειας προβολή του ψευδούς ισχυρισμού, αν ο δικαστής παραπλανήθηκε και έκρινε αυτόν ως αληθή και η απόφαση που εξέδωσε έβλαψε τον αντίδικό του.
Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και με συμπληρωματική επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση και με αυτή στο πρωτόδικο βούλευμα, αφού έλαβε υπόψη του τα κατ' είδος αναφερόμενα σ' αυτό αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ότι προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά την 11.3.1994 η εταιρεία με την επωνυμία "UNICREDIT LIMITED" και έδρα στο Λονδίνο, υπέβαλε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (αριθ. καταθ. 3880Λ4Φ 863) κατά της εταιρείας με την επωνυμία "ROPALL INVESTMENTS CORPORATION" και έδρα στη ..... της ....., ζητώντας την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, μέχρι του ποσού των 35.000.000 δραχμών, σε ακίνητο της τελευταίας και ειδικότερα σε ένα αγροτεμάχιο έκτασης 16.010 τ.μ., με εκατό περίπου ελαιόδενδρα, άρτιο και οικοδομήσιμο, που βρίσκεται στην ειδική θέση "....." της γενικής τοποθεσίας "....." της νήσου ..... της κτηματικής περιφέρειας ..... του ομώνυμου Δήμου. Η αιτούσα εταιρεία επικαλέστηκε στην αίτησή της ότι έχει απαίτηση ποσού 30.000.000 δραχμών κατά της καθ' ης εταιρείας, από ισόποσο άτοκο δάνειο που χορήγησε στην τελευταία κατά την 1.3.1994, με ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε τότε μεταξύ τους και ήταν αποδοτέο κατά την 16.5.1994, η οποία (απαίτησή της) κινδύνευε λόγω της ελαττωμένης περιουσιακής κατάστασης της καθ' ης. Η παραπάνω αίτηση συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και η καθ' ης εταιρεία παραστάθηκε δια του δικηγόρου Απόστολου Πούλου, ο οποίος ομολόγησε τα πραγματικά περιστατικά της αίτησης, δυνάμει του με αριθ. ..... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Λονδίνου Nigel Peter Ready, που υπογράφεται από τον κατηγορούμενο Χ, φερόμενο ως εκπρόσωπο της καθ' ης εταιρείας και περιείχε την εντολή προς τον δικηγόρο να συναινέσει στην εγγραφή της πιο πάνω προσημείωσης υποθήκης. Κατόπιν αυτών, εκδόθηκε η 666/11.3.1994 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που διέταξε την αιτούμενη προσημείωση υποθήκης, η οποία στη συνέχεια και ενεγράφη στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Καλαυρίας στον τόμο ..... και αύξοντα αριθμό ... . Όμως, η απόφαση αυτή ήταν προϊόν παραπλάνησης του Δικαστή, αφού η αιτούσα εταιρεία - η οποία ουσιαστικά ανήκε στον κατηγορούμενο Χ και ελεγχόταν πλήρως από εκείνον - δεν είχε απαίτηση κατά της καθ' ης εταιρείας και το σχετικό από 1.3.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό ήταν εικονικό. Το γεγονός ότι ήταν ανύπαρκτη η απαίτηση ομολογείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο Χ στο από 29.9.2004 σημείωμα παροχής εξηγήσεων προς τον Πταισματοδίκη Αθήνας (στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης για την παρούσα υπόθεση), καθώς και στο από 11.5.2007 απολογητικό του υπόμνημα στον Ανακριτή, ενώ προκύπτει και από την κατάθεση του ως άνω κατηγορούμενου ως μάρτυρα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθήνας κατά την 12.11.2001, σε δίκη με κατηγορούμενο το μηνυτή, επί της οποίας εκδόθηκε η 2619/2001 απόφαση, όπου ο ως άνω κατηγορούμενος αναφέρει "... Η προσημείωση ήταν εικονική ως προς το ότι δεν υπήρχε δάνειο ... ", καθώς και από την κατάθεσή του στις 24.11.2004 ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας, στη δίκη της ίδιας υπόθεσης κατ' έφεση, όπου ο ίδιος κατηγορούμενος Χ αναφέρει: "... Συναινετική προσημείωση έκανα ύψους 30 εκατομμυρίων, για να μπλοκάρω την εκποίηση του ακινήτου, στις 28/3/1994 ...". Ο κατηγορούμενος Χ ισχυρίζεται ότι σ' αυτόν ανήκαν ουσιαστικά όλες οι μετοχές της καθ' ης εταιρείας και ότι συνακόλουθα δεν νοείται σκοπός του για προσπορισμό οικονομικού οφέλους με την εγγραφή της προσημείωσης, ούτε βλάβη της καθ' ης και ότι η εγγραφή της προσημείωσης έγινε απλώς για να διασφαλίσει ότι ο μηνυτής - ο οποίος τότε ήταν δικηγόρος του και είχε αναλάβει διάφορες υποθέσεις του στην Ελλάδα ενόσω εκείνος ήταν φυγόποινος στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων και η διαχείριση της καθ' ης εταιρείας - δεν θα το εκποιούσε σε τρίτους για να καρπωθεί το τίμημα, εξαιτίας ρήξης στις μεταξύ τους σχέσεις. Όμως, δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος Χ ήταν αποκλειστικός μέτοχος της καθ' ης εταιρείας "ROPALL INVESTMENTS CORPORATION". Περαιτέρω, από την πιο πάνω ψευδή παράσταση ο κατηγορούμενος Χ επεδίωκε να προσπορίσει στην εταιρεία "UNICREDIT LIMITED" παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο σε ποσό ίσο με αυτό για το οποίο ενεγράφη η προσημείωση (35.000.000 δρχ. ή 102.714,60 ευρώ), αφού πέτυχε να αναγνωριστεί δικαστικά - έστω και με την προσωρινή ισχύ που έχουν οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων - η ανύπαρκτη απαίτηση από δάνειο της εταιρείας "UNICREDIT LIMITED" και να εμφανίζεται έτσι αυτή ως δικαιούχος εμπράγματου βάρους στο ακίνητο της καθ' ης, με δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησής της από το εκπλειστηρίασμα κατά την εκποίησή του με πλειστηριασμό, ενώ προξένησε αντίστοιχη βλάβη στην εταιρεία "ROPALL INVESTMENTS CORPORATION", αφού αντίστοιχα εμφανίστηκε αυτή ως οφειλέτρια της καθ' ης δυνάμει δικαστικής απόφασης και μειώθηκε εξαιτίας του εμπράγματου βάρους η αξία του ακινήτου της, με αποτέλεσμα να επέλθει χειροτέρευση της τότε οικονομικής της κατάστασης. Περαιτέρω, η βλάβη που πράγματι είχε επέλθει στην περιουσία της καθ' ης εταιρείας δεν αναιρείται από την ύπαρξη αξίωσής της προς ανόρθωση της ζημίας και ειδικότερα από το γεγονός ότι μεταγενέστερα, με την 1876/17.8.1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μετά από αίτηση της καθ' ης, ανακλήθηκε η απόφαση που είχε διατάξει την εγγραφή προσημείωσης στο ακίνητό της. Ας σημειωθεί ότι, στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία το δικαστήριο αρκείται σε πιθανολόγηση των ισχυρισμών, το έγκλημα της απάτης συντελείται και με μόνη την εν γνώσει της αναλήθειας προβολή ψευδούς ισχυρισμού από διάδικο, από τον οποίο πείθεται ο δικαστής και εκδίδει ζημιογόνο για τον αντίδικο απόφαση, χωρίς να απαιτείται και η προσαγωγή ψευδούς αποδεικτικού μέσου, πέραν του ότι, η ρητή ομολογία των πραγματικών περιστατικών της αίτησης, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αποτελεί ψευδές αποδεικτικό μέσο ικανό από μόνο του να στηρίξει τη θεμελίωση απάτης σε δικαστήριο. Τέλος, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης εκ μέρους του κατηγορουμένου Χ, αφού αυτός έχει ήδη καταδικαστεί για το ίδιο αδίκημα, σε βαθμό κακουργήματος ως ιδιαίτερα επικίνδυνος, με παθούσα τη Β, δυνάμει της 32/1987 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας, αλλά και από τη διαμόρφωση υποδομής από τον ίδιο κατηγορούμενο με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του αδικήματος αυτού, αφού εκείνος δεν ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με βάση οργανωμένο σχέδιό του, χρησιμοποιώντας για την εκτέλεση της πράξης του αναληθή και εικονικά έγγραφα (πληρεξούσιο προς δικηγόρο για συναίνεση στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, σύνταξη εικονικού συμφωνητικού δανείου), προκύπτει σκοπός του κατηγορουμένου για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ενόψει αυτών, με βάση τα παραπάνω, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου Χ για την αξιόποινη πράξη της απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13στ, 26 § 1 α, 27 § 1, 386 §§ 3α-1 ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντ. με το άρθρο 1 παρ. 11 ν. 2408/1996 και 14. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις πως ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο και ότι συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο που αποφάνθηκε ομοίως τον παρέπεμψε με το εκκαλούμενο 3761/07 βούλευμά του στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και στη συνέχεια απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την κατά του βουλεύματος αυτού έφεσή του. Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη (άρθρο 93 παρ. 3 Συντ. και άρθρο 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο, που προβλέπεται από το άρθρο 386 παρ. 1-3α' ΠΚ ως ισχύει (άρθρο 386 παρ. 1-3 ΠΚ). Ειδικότερα δε, εφόσον το Εφετείο την καταδικαστική του κρίση για κακουργηματική απάτη επί δικαστηρίου, που δίκασε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, κατά την οποία, λόγω της φύσεώς της, για την στοιχειοθέτηση της απάτης επί δικαστηρίου δεν απαιτείται η προσαγωγή ψευδούς αποδεικτικού μέσου, στήριξε α) στις παραδοχές ότι ο κατηγορούμενος στην αίτηση που υπέβαλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο της καθ' ής παρέστησε ψευδώς ότι υπήρξε απαίτηση κατ' αυτής, γεγονός μάλιστα το οποίο και συνομολόγησε ο ίδιος κατηγορούμενος σε άλλη δίκη, β) στην μη αποδοχή ως ουσιαστικά βασίμου του ισχυρισμού που πρόβαλε ο κατηγορούμενος ότι η εγγραφή της προσημείωσης σε ακίνητο της καθ' ής εταιρείας, όλες οι μετοχές της οποίας ανήκουν ουσιαστικά σ' αυτόν, ζητήθηκε απλώς για να διασφαλίσει ότι ο μηνυτής, ο οποίος ήταν δικηγόρος του, με τον οποί είχε έλθει σε ρήξη, δεν θα εκποιούσε το ως άνω ακίνητο, γ) ότι ο αναιρεσείων δεν ήταν αποκλειστικός μέτοχος της καθ' ής εταιρείας και δ) με συμπληρωματική αναφορά στις σκέψεις της εισαγγελικής πρότασης, κατά τις οποίες από αμέλεια του μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντος δεν φρόντισε ο τελευταίος για την ανάκληση του από 17.11.1989 πληρεξουσίου, βάσει του οποίου και συνήνεσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος στην εγγραφή της προσημείωσης, μετά την επελθούσα διαφοροποίηση του αριθμού των μετοχών του τελευταίου στην εν λόγω εταιρεία, το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο ν' απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει αρνητικό του δόλου του ισχυρισμό του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος ότι το ως άνω πληρεξούσιο παρείχε σ' αυτόν εξουσία να προβαίνει σε οποιαδήποτε διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.
Συνακόλουθα, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ αντίθετος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Το αίτημα του κατηγορουμένου, που περιέχεται στην από 8.12.2008 αίτησή του, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διασαφήσεων επί των ως άνω λόγων της αναίρεσής του, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν, καθόσον, τόσο στην αίτηση της αναίρεσής του όσο και στα υπομνήματα που έχει μέχρι σήμερα υποβάλει, επαρκώς αναπτύσσει τις απόψεις του, ώστε να μην είναι αναγκαία οποιαδήποτε άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση.
Μετά από αυτά πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο κατηγορούμενος στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την αναφερόμενη στο σκεπτικό αίτηση του Χ, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.

Απορρίπτει την από 11.7.2008 αίτηση του ως άνω κατηγορουμένου για αναίρεση του 979/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή