Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πραγματογνωμοσύνη.
Περίληψη:
Αναιρεί βούλευμα κατ’ άρθρ. 484 παρ. 1 περ. Α΄ του Κ.Π.Δ., γιατί διορίστηκαν πραγματογνώμονες σε ποινική υπόθεση χωρίς αυτός που τους διόρισε να ανακοινώσει τα ονοματεπώνυμά τους στον κατηγορούμενο για να μπορέσει ο τελευταίος να ασκήσει το δικαίωμα εξαιρέσεως αυτών και επιπρόσθετα για να μπορέσει να διορίσει τεχνικό σύμβουλο
Αριθμός 2176/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων 1) .... και 2) ....., περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 50/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1.
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Μαρτίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 811/07.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Θάνου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμό 286/374.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τας παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσας υπό των κατηγορουμένων 1) .... και 2) ...... από 21 Μαρτίου 2007 αιτήσεις αναιρέσεως, κατά του υπ΄αριθμ. 50/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης και εκθέτομεν τα εξής:
Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ΄ουσίαν αι εφέσεις των ανωτέρω κατηγορουμένων κατά του υπ΄αριθμ. 251/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Βόλου και επεκυρώθη το βούλευμα τούτο, που τους παρέπεμψεν εις το ακροατήριον δια να δικασθούν δι΄υπεξαίρεσιν κατά συναυτουργίαν και κατ΄εξακολούθησιν αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίον είχον εμπιστευθή εις αυτούς υπό την ιδιότητά των ως διαχειριστών ξένης περιουσίας (άρθρα 45, 98 και 375 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονούνται ήδη οι αναιρεσείοντες, προβάλλοντες τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α΄και δ΄ Κ.Π.Δ. λόγους αναιρέσεως.
ΙΙ. Εκ των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 εδ. δ΄, 191, 192 και 204 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι απαγγέλλεται απόλυτος ακυρότης εις περίπτωσιν παραλείψεως γνωστοποιήσεως του διορισθέντος πραγματογνώμονος εις τον κατηγορούμενον, διότι παραβιάζονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και στερείται του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως εξαιρέσεως του πραγματογνώμονος και, προκειμένου περί κακουργήματος, του δικαιώματός του προς διορισμόν τεχνικού συμβούλου (Α.Π. 1443/1999, 532/1998 Ποιν Δικ 2000 σελ. 119, 1999 σελ. 614 αντιστ. κ.ά.). Περαιτέρω εκ των διατάξεων των άρθρων 31 και 43 Κ.Π.Δ. όπως ταύτα αντικατεστάθησαν αντιστοίχως δι΄άρθρων 2 και 5 ν.3160/2003 και ακολούθως το άρθρον 31 δι΄άρθρου 5 ν.3346/2005 προκύπτει, ότι ανεβαθμίσθη η προκαταρτική εξέτασις, η οποία αποτελεί στάδιον της ανακριτικής διαδικασίας. Κατά συνέπειαν, εφ΄όσον αυτή γίνεται κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως κατά ωρισμένου προσώπου, ή εάν κατά την διάρκειαν αυτής αποδίδεται εις ωρισμένον πρόσωπον η τέλεσις αξιοποίνου πράξεως, το πρόσωπον τούτο έχει δικαιώματα ανάλογα προς εκείνα τα οποία αναγνωρίζει εις τον κατηγορούμενον το ποινικόν δικονομικόν δίκαιον κατά την διάρκειαν της προδικασίας και ειδικώτερον της προανακρίσεως ή της ανακρίσεως (Α. Κωνσταντινίδη, ΄Εκθεσις επί του Σχ. Ν. "Επιτάχυνσις της ποινικής διαδικασίας κ.λ.π." της Δ/νσεως Επιστημ. Μελετών της Βουλής, Ποιν Χρ ΝΓ σελ. 1049, Θ. Δαλακούρα, Η λειτουργική αρμοδιότης του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών υπό το φως των ρυθμίσεων του ν.3160/2003 Ποιν Χρ ΝΔ σελ. 585 επ., πρβλ. και Α.Π. 1524/2006 με σύμφωνον αγόρευσίν μας, ιδία δε 1604/1995, Ποιν Δικ 2006 σελ. 993 και Ποιν Χρ ΜΣΤ΄ σελ. 1023 αντιστ. κ.ά.). Επομένως η υποχρέωσις γνωστοποιήσεως των διορισθέντων πραγματογνωμόνων καταλαμβάνει και την περίπτωσιν εκείνην κατά την οποίαν διενεργείται προκαταρκτική εξέτασις, κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως κατά ωρισμένου προσώπου, ή εάν κατά την διάρκειαν αυτής αποδίδεται εις ωρισμένον πρόσωπον η τέλεσις αξιοποίνου πράξεως (πρβλ. και Α.Π. 1604/1995 ενθ΄ανωτ.). Εις την περίπτωσιν αυτήν υποχρεούται ο διενεργών την προκαταρκτικήν εξέτασιν, να γνωστοποιήση εις τα ανωτέρω πρόσωπα τους διορισθέντας υπ΄αυτού πραγματογνώμονας, προκειμένου αυτά να ασκήσουν τα υπό των άρθρων 191, 192 και 204 Κ.Π.Δ. δικαιώματά των. Εάν δεν γίνη η γνωστοποίησις αυτή επέρχεται απόλυτος ακυρότης της προδικασίας. Παραβιάζεται δε και η διάταξις του άρθρου 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α.
ΙΙΙ. Εις την προκειμένην περίπτωσιν η Ψ1 δια της από 18/4/2003 εγκλήσεώς της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Βόλου κατήγγειλε τους αναιρεσείοντας κατηγορουμένους δι΄υπεξαίρεσιν κατά συναυτουργίαν και κατ΄εξακολούθησιν αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίον είχον εμπιστευθή εις αυτούς υπό την ιδιότητά των ως διαχειριστών ξένης περιουσίας. Επί τη βάσει της εγκλήσεως αυτής ο προαναφερθείς Εισαγγελεύς, δια της από 21/5/2003 παραγγελίας του προς τον Πταισματοδίκην Βόλου, παρήγγειλε την διενέργειαν προκαταρτικής εξετάσεως, με ειδικωτέραν μνείαν να διατάξη την διενέργειαν λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν τούτου ο ανωτέρω Πταισματοδίκης, δια των από 9/10/2003 και 14/10/2003 διατάξεών του, διώρισεν αντιστοίχως πραγματογνώμονας τους 1) .... και 2) ...... Ο διορισμός αυτών εγένετο μετά την ισχύν του ανωτέρω ν.3160/2003, δια των άρθρων 2 και 5 του οποίου αντικατεστάθησαν αντιστοίχως τα άρθρα 31 και 43 Κ.Π.Δ.
Συνεπώς έπρεπε να γίνη γνωστοποίησις των διορισθέντων πραγματογνωμόνων εις τους κατηγορουμένους, προκειμένου αυτοί να ασκήσουν τα υπό των άρθρων 191, 192 και 204 Κ.Π.Δ. δικαιώματά των. Τούτο όμως δεν εγένετο. Οι πραγματογνώμονες αυτοί συνέταξαν την από 25/11/2003 έκθεσιν λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δια της οποίας απεδίδετο εις τους κατηγορουμένους η υπεξαίρεσις συνολικού ποσού δρχ. 20.475.391. Εις την άκυρον αυτήν πραγματογνωμοσύνην το Συμβούλιον Πλημμελειοδικών Βόλου επεστήριξε την κρίσιν του περί παραπομπής των κατηγορουμένων εις το ακροατήριον. Όπως επίσης και το Συμβούλιον Εφετών, το οποίον επεκύρωσε το πρωτόδικον βούλευμα και απέρριψε τας εφέσεις των κατηγορουμένων, δια των οποίων προεβάλετο, εκτός άλλων, ως λόγος εφέσεως η ακυρότης της προδικασίας, ένεκεν της εμφιλοχωρησάσης ακυρότητος της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Η ακυρότης αυτή δεν εθεραπεύθη εκ του ότι οι κατηγορούμενοι έλαβον γνώσιν της ακύρου αυτής πραγματογνωμοσύνης και προσεκόμισαν εις το Συμβούλιον Εφετών την από 18/12/2006 ιδιωτικήν πραγματογνωμοσύνην που συνετάγη επιμελεία αυτών. Αυθαιρέτως δε εδέχθη το άνω Συμβούλιον Εφετών, ότι δεν απητείτο γνωστοποίησις των πραγματογνωμόνων, αφού επρόκειτο περί της κατ΄ άρθρον 187 Κ.Π.Δ. προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης. Τούτο δε, διότι εκ των σχετικών διατάξεων περί διορισμού πραγματογνωμόνων, που παραδεκτώς επισκοπούνται, δεν προκύπτει ότι διετάχθη η διεξαγωγή προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, αφού δεν μνημονεύεται το άρθρον 187 Κ.Π.Δ., ούτε γίνεται μνεία περί εξαιρετικώς κατεπειγούσης περιπτώσεως. Δια τον λόγον δε αυτόν και ο ανωτέρω Πταισματοδίκης δεν προέβη εις άμεσον διορισμόν οριστικών πραγματογνωμόνων, όπως επιτάσσει η ανωτέρω διάταξις.
Εν όψει αυτών πρέπει να αναιρεθή το πληττόμενον βούλευμα, κατά τον βάσιμον πρώτον αναιρετικόν λόγον της απολύτου ακυρότητος που προβλέπεται υπό της διατάξεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ Κ.Π.Δ., εν συνδυασμώ και προς την διάταξιν του άρθρου 6 παρ. 1 Ε.Σ.Δ.Α. και να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων δικαστών (Α.Π. 1163/1995, 1604/1995 Ποιν Χρ ΜΣΤ΄ σελ. 270 και 1023 αντιστ. κ.ά.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνομεν: Ι. Να αναιρεθή το υπ΄αριθμ. 50/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης.
ΙΙ. Να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων δικαστών.
Αθήνα, 15 Ιουνίου 2007.
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 192 του ΚΠΔ, εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει να ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμα τους και στους διαδίκους, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο, (όπως όταν είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στην αλλοδαπή, χωρίς να έχει διορίσει αντίκλητο του) ή αν συντρέχει η περίπτωση που επιβάλλεται η άμεση ενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και στην περίπτωση του άρθρου 187 του ιδίου Κώδικα, (που αναφέρεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός πραγματογνώμονας). Τούτο απαιτείται για να μπορέσει ο διάδικος, κατά τους ορισμούς των άρθρων 191 και 192 του ΚΠΔ, να ασκήσει το δικαίωμα εξαιρέσεως του πραγματογνώμονα και επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 204 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, να προβεί στο διορισμό τεχνικού συμβούλου. Η παράλειψη της γνωστοποιήσεως αυτής στον κατηγορούμενο, αναγόμενη στην υπεράσπιση του και στην άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων του, που του παρέχονται από το νόμο, δημιουργεί, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το πληττόμενο 50/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, απορρίφτηκαν οι εφέσεις των παραπάνω κατηγορουμένων κατά του υπ' αριθ. 251/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Βόλου, που τους παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικαστούν για υπεξαίρεση κατά συναυτουργία, κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο είχαν εμπιστευθεί σ' αυτούς υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας (άρθρα 45, 98 και 375 παρ. 1 και 2 εδ. α' του ΠΚ). Όπως από το βούλευμα αυτό προκύπτει, το Συμβούλιο συνεξετίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και την από 23-11-2005 λογιστική πραγματογνωμοσύνη, που διατάχθηκε κατά το στάδιο της προκαταρτικής εξέτασης, η οποία φέρει οιονεί δικαιοδοτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα η Ψ1 δια της από 18-4-7/2007 - σελ. 2 2003 εγκλήσεώς της προς τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Βόλου κατήγγειλε τους αναιρεσείοντες για την ως άνω υπεξαίρεση. Με βάση την έγκληση αυτή ο Εισαγγελέας που προαναφέρθηκε, με την από 21-5-2003 παραγγελία του, προς τον Πταισματοδίκη Βόλου, παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, με ειδικότερη μνεία να διατάξει τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά την ισχύ του Νόμου 3160/2003, δια των οποίων αντικαταστάθηκαν τα άρθρα31 και 43 του ΚΠΔ, ο ανωτέρω Πταισματοδίκης, δια των από 9-10-2003 και 14-10-2003 διατάξεων του, διόρισε αντιστοίχως πραγματογνώμονες τους 1) .... και 2) ..... Όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε στους αναιρεσείοντες ο διορισμός και τα ονόματα των ως άνω πραγματογνωμόνων, για να παρασχεθεί σ' αυτούς η δυνατότητα να ασκήσουν τα νόμιμα δικαιώματα τους, όπως για υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως και για διορισμό τεχνικού συμβούλου. Οι πραγματογνώμονες αυτοί συνέταξαν την από 25-11-2003 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, δια της οποίας αποδιδόταν στους κατηγορουμένους η υπεξαίρεση συνολικού ποσού 20.475.391 δρχ.
Συνεπώς, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας έλαβε υπόψη του και συνεξετίμησε την πιο πάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠΔ και πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα του να αναιρεθεί κατά το βάσιμο πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Η ακυρότητα αυτή δεν θεραπεύτηκε από το ότι οι κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση της άκυρης αυτής πραγματογνωμοσύνης. Η κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η γνωστοποίηση της ως άνω πραγματογνωμοσύνης δεν ήταν υποχρεωτική, με μόνη την επίκληση του άρθρου 204 παρ. 2 του ΚΠΔ, χωρίς να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά, είναι παντελώς αναιτιολόγητη, καθώς δεν εκτίθενται οι λόγοι που επέβαλαν την άμεση ενέργεια της ή στην περίπτωση της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης ότι συνέτρεχε εξαιρετικά επείγουσα περίπτωση σύμφωνα με το άρθρο 187 του ίδιου Κώδικα, οπότε εκείνος που ενεργεί κατόπιν την ανάκριση οφείλει να διορίσει αμέσως οριστικούς πραγματογνώμονες σύμφωνα με το άρθρο 186, πράγμα το οποίο δεν έγινε, με συνέπεια να στερηθούν οι κατηγορούμενοι των νόμιμων δικαιωμάτων τους.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α΄ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα είναι βάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της εξετάσεσεως του ετέρου λόγου αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται το εν λόγω βούλευμα για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση, στη σύνθεση του οποίου δεν θα λάβουν μέρος οι δικαστές που έκριναν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 50/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, στη σύνθεση του οποίου δεν θα λάβουν μέρος οι δικαστές που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ