Θέμα
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Επί αιτήσεως κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο επέρχεται απόλυτη ακυρότητα μόνον εφόσον το Συμβούλιο δεν απαντήσει ή απαρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνισή του. Η παράλειψη του Συμβουλίου να διατάξει περαιτέρω ανάκριση, όπως ζητεί ο κατηγορούμενος δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως του υπό του άρθρου 484 παρ. 1 του ΚΠΔ προβλεπομένων. Δεν απαιτείται εις το (;;;;) πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών η παράθεση του άρθρου του ΠΚ. Επιτρεπτή η αναφορά του Συμβουλίου Εφετών εις την ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του Εισαγγελέως. Πότε ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως δι’ έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 191/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....... , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 395/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 336/19-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ...... κατά του υπ'αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του υπ'αριθμ. 3809/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, υπερβαινούσης το ποσό των 73.368 ευρώ, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστού ξένης περιουσίας. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, τις εξής αιτιάσεις: 1) την απόρριψη της αιτήσεώς του, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προς παροχή διευκρινίσεων, 2) την απόρριψη της αιτήσεώς του περί διενεργείας συμπληρωματικής ανακρίσεως και προσκομίσεως εγγράφων, 3) την μη αναγραφή των σχετικών άρθρων του Ποινικού Νόμου, βάσει των οποίων επικυρώνεται το εκκαλούμενο βούλευμα και παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ανωτέρω δικαστήριο και 4) την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των ως άνω υπ'αριθμ. 1 και 2 αιτήσεών του και ως προς την απόρριψη της ανωτέρω εφέσεώς του, η οποία (απόρριψη) αιτιολογείται μόνο δι'αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση. Επειδή, από την διάταξη του άρθρ. 309 § 2 Κ.Π.Δ. σαφώς προκύπτει, ότι μόνο αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, ή αν αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρ. 171 § 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ., που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος, κατ'άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1666/1998, εις ΠΧ/ΜΘ/354). Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρ. 484 § 1 περιπτ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και την ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών, η δε αναφορά αυτή καλύπτει και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1427/2004 εις Ποιν. Δικ./2004/1453, ΑΠ 67/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ/697). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, απέρριψε αιτιολογημένα την αίτηση του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του σ'αυτό, δεχθέν ότι δια του από 9-3-2006 υπομνήματός του προς αυτό, αναπτύσσει διεξοδικώς και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του, καθώς και με την απολογία του στον Ανακριτή, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβη αυτούς και προφορικώς ενώπιον του Συμβουλίου. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αναφερόμενη στο πρωτόδικο βούλευμα και εκθέτουσα τα αποδεικτικά μέσα, εδέχθη (συνοπτικώς) ότι ο αναιρεσείων, ως διαχειριστής ξένης περιουσίας και ειδικότερα ως διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας "CARTON BOX A.B.B.E.E", στην Αθήνα, κατά το από 8-5-2002 μέχρι 7-7-2003 χρονικό διάστημα, ενώ έλαβε στην κατοχή του το χρηματικό ποσό των 338.488, 67 ευρώ, το οποίο ανήκε στην ανωτέρω εταιρία, δεν το απέδωσε, ως όφειλε, στο ταμείο αυτής, αλλά το παρακράτησε και το ενσωμάτωσε παρανόμως στην περιουσία του, το δε ανωτέρω χρηματικό ποσό είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, το οποίο απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, δια της ως άνω επιτρεπτής αναφοράς του στην εισαγγελική πρόταση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τις αποδείξεις από τις οποίες επείσθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις δια την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, ότι δια μεν της απορρίψεως της αιτήσεως του αναιρεσείοντος, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του στο Συμβούλιο Εφετών δεν εθεμελιώθησαν αναιρετικοί λόγοι και ειδικότερα οι εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' (απόλυτος ακυρότης) και στοιχ. δ' (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας), δια δε της αναφοράς του Συμβουλίου Εφετών στην ως άνω ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, τούτο δεν υπέπεσε στην εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος, και συνεπώς, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις αυτού είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Η αιτίαση αυτού (αναιρεσείοντος), περί αναιτιολογήτου απορρίψεως της αιτήσεώς του προς διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού η διενέργεια ή μη συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου, μη ελεγχομένη αναιρετικώς, και η παράλειψη του συμβουλίου να διατάξη περαιτέρω ανάκριση, που ζητεί ο κατηγορούμενος, δεν παρέχει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρ.484 § 1 Κ.Π.Δ., ούτε συνιστά, αυτή μόνη, έλλειψη αιτιολογίας, όταν αιτιολογείται πλήρως, ως προεξετέθη, η κρίση του συμβουλίου περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής, από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει και εκτιμά το συμβούλιο (ΑΠ 2435/2003, εις Ποιν.Δικ./2004/498). Επίσης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη και η αιτίαση περί μη αναγραφής στο προσβαλλόμενο βούλευμα των σχετικών άρθρων του ποινικού νόμου, βάσει των οποίων επικυρώνεται το εκκαλούμενο βούλευμα και παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο προαναφερόμενο δικαστήριο, αφού η εν λόγω μη αναγραφή δεν προβλέπεται πλέον μεταξύ των κατά το άρθρ. 484 § 1 Κ.Π.Δ. λόγων αναιρέσεως κατά βουλευμάτων. Η παράλειψη αναγραφής του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, ως λόγου αναιρέσεως του βουλεύματος, κατηργήθη δι'άρθρ. 42 § 1 Ν.3160/2003. Επομένως, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να απορριφθή η από 16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του ..... , κατά του υπ'αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 28 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1, 484 § 1, 509 § 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει τον λόγον αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 509 § 2 ΚΠΔ την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (Ολομ. ΑΠ 2/2002). Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως δι' έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139, πρέπει α)εάν ελλείπει παντελώς αιτιολογία να διαλαμβάνεται εις τον σχετικόν λόγον η ανυπαρξία αυτής σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος και β) εάν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη να προσδιορίζεται επί πλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα κεφάλαια του βουλεύματος, δεν αντίκειται δε στο τεκμήριο αθωότητος του άρθρου 6 § 2 της ΕΣΔΑ η απαίτησή του να είναι σαφής και ορισμένος ο ερευνώμενος λόγος αναιρέσεως (Ολ. ΑΠ 19/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 402).
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άνω άρθρου (484 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ) λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατ/νο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών στην οποίαν εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποίαν συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιουμένη με τον τρόπον αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρ. 28 § 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 § 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ιδίας ως άνω Σύμβασης, που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21/11/1984 και εκυρώθη με τον Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειροτέρους δικαστές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποίαν αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψεν από την ανάκριση ή την προανάκριση. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινομένη υπ' αριθμ. 29/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίον απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 3809/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας συνολικά ανωτέρας των 25.000.000 δραχμών ήδη του ισοπόσου (εξ 73.000 €), από διαχειριστή ξένης περιουσίας ο αναιρεσείων εκθέτει ότι αναιρεσιβάλλει το άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών διότι "ελλείπει τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό η ειδική αιτιολογία που επιβάλλει το άρθρο 484 § 1 εδ. ε' (αντί μάλιστα του ορθού εδ. δ') και το άρθρο 139 ΚΠΔ, .........δεν αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα στο βούλευμα οι λόγοι για τους οποίους απερρίφθη η έφεσή μου κατά του με αριθμ. 3809/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 484 § 1 εδ. ε' (και εδώ αντί του ορθού δ') και 139 ΚΠΔ. Ειδικότερα ελλείπει η ειδική αιτιολογία που επιβάλλεται από τα άνω άρθρα σε σχέση με την απόρριψη της έφεσής μου και τους λόγους αυτής. Αναφέρονται μόνο στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών τα εξής: δια τους λόγους αυτούς που αναπτύσσονται στην Εισαγγελική πρόταση, στους οποίους το Συμβούλιο πλήρως αναφέρεται για αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων, .....ενώ θα έπρεπε να αναφέρονται στο ίδιο το βούλευμα ειδικά και εμπεριστατωμένα οι λόγοι απόρριψης της έφεσής μου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία γίνεται κατά νόμον με το βούλευμα και όχι με την Εισαγγελική πρόταση". Ούτως όμως διατυπούμενος ο λόγος αυτός είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρει εις τι συνίσταται η απλώς κατά τον ορισμό του νόμου επικαλουμένη έλλειψη αιτιολογίας και προβάλλεται χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα περιστατικά και ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος περαιτέρω δε, εφ' όσον είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, ουδόλως ο αναιρεσείων παραπονείται ότι σ' αυτή την τελευταία δεν περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά για την πράξη που παραπέμπεται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική του πρόταση. Διό και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατ' άρθρον 309 § 2 ΚΠΔ "Το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.......Τότε μόνον είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Εκ της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι μόνον αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 §1 στοιχ. α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον αυτού (Συμβουλίου Εφετών) υποβληθέν με την έφεσή του κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος, προκειμένου να παράσχει επί της υποθέσεως διευκρινίσεις. Την κρίση του αυτή στήριξε με την επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως, στην επαρκή αιτιολογία ότι ο ήδη αναιρεσείων κατ/νος με το από 9/3/2006 υπόμνημά του στο Συμβούλιο Εφετών καθώς και με την απολογία του στον Ανακριτή ανέπτυξε διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις του ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά στο Συμβούλιο. Ούτώς, αφού το Συμβούλιο απήντησε επί του αιτήματος της αυτοπροσώπου εμφανίσεως του κατ/νου, δεν υπάρχει θέμα απολύτου ακυρότητος, ενώ και η αναφερομένη αιτιολογία της απορριπτικής αυτής διατάξεως του βουλεύματος είναι η προσήκουσα ειδική και εμπεριστατωμένη, χωρίς τέλος, η απορριπτική αυτή διάταξη να προσκρούει στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στα άρθρα 5 § 3 και 4 και 6 § 3 της ΕΣΔΑ.
Συνεπώς ο σχετικός α' λόγος της κρινόμένης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η παράλειψη του Συμβουλίου να διατάξει περαιτέρω ανάκριση την οποίαν ζητεί ο κατ/νος δεν αποτελεί λόγον αναιρέσεως εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 484 §1 ΚΠΔ περιοριστικώς, ούτε συνιστά αυτή μόνη έλλειψη αιτιολογίας, όταν αιτιολογείται πλήρως ή κρίση του Συμβουλίου για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής. Και τούτο διότι η διενέργεια ή μη συμπληρωματικής ανακρίσεως απόκειται εις την κυριαρχικήν επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου. Δι' ό και ο σχετικός β' λόγος της κρινόμένης αιτήσεως αναιρέσεως, κατά τον οποίον η αίτησή του, για διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως για να λάβουν χώρα τα εις αυτήν την αίτηση αναφερόμενα, απερρίφθη κατά παράβαση του άρθρου 309 § 1 εδ. δ' ΚΠΔ είναι απαράδεκτος και, εντεύθεν, απορριπτέος. Η διάταξη του άρθρου 484 § 1 δ' ΚΠΔ που προέβλεπε λόγον αναιρέσεως δια μη παράθεση του σχετικού άρθρου του ποινικού νόμου, κατηργήθη με την § 1 του άρθρου 42 Ν. 3160/2003 (από 30/6/2003). Δι' ό και όταν το Συμβούλιο Εφετών, δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή του κατ/νου εις το ακροατήριον, επεκύρωσε το προσβληθέν δια της εφέσεως πρωτόδικον παραπεμπτικόν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών, δεν είναι αναγκαίο να επαναληφθούν οι εφαρμοσθείσες υπό του τελευταίου τούτου ποινικαί διατάξεις εις το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών.
Συνεπώς ο συναφής γ' λόγος της κρινομένης αναιρέσεως, κατά τον οποίον εις το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν αναγράφεται το σχετικό άρθρο του Π.Κ. που επικυρώνει το εκκαλούμενο βούλευμα ως και το άρθρο του Π.Κ. με βάση το οποίο παρεπέμφθη ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, είναι απαράδεκτος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ανεξαρτήτως του ότι η ουσιαστική ποινική διάταξη περιέχεται στο πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Μετά πάντα ταύτα, απορριπτομένων όλων των λόγων αναιρέσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Φεβρουαρίου 2007, αίτηση του ..... για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2507/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιανουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ