Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας παραπεμπτικού βουλεύματος, προκύπτουσα από την καθολική αναφορά του Συμβουλίου στην Εισαγγελική πρόταση.
Αριθμός 1881/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 , περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2173/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30.11.2006 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 51/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 176/10.5.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 § § 1+4, 138 § 2β, 462, 473 § 1, 474 § 2, 482 § 1 εδαφ. Α περ. α, 484 § 1 485 § 1 Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ΄αρ. 2173/2005 βούλευμα εδέχθη τυπικά, αλλά απέρριψε ως ουσία αβάσιμες τις υπ΄αρ. 768/2003 και 769/2003 εφέσεις των κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ΄αρ. 3637/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο παρεπέμφθησαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθούν ως υπαίτιοι παραβάσεως του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (χωρίς δικαίωμα εγγραφή, αναπαραγωγή στο πρωτότυπο, θέση σε κυκλοφορίαν και κατοχή με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία, έργων που είναι αντικείμενα πνευματικής ιδιοκτησίας κατ΄επάγγελμα και από κοινού (αρ. 1362, 14, 26 § ια, 27 § 1, 45 Π.Κ. και αρ. 66 § 1, 3β Ν.2121/93 ως αντικ. με άρθρο 81 § 9 Ν.3057/02).
ΙΙ). Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη στους κατηγορούμενους την 2-12-2006 ενώ στην πληρεξουσία δικηγόρο και την 24-11-2006 (βλ. αποδεικτικά). Στις 30-11-2006 ενεφανίσθη στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών η δικηγόρος ΄Αννα Μαντέλου και δήλωσε ότι ως πληρεξουσία αυτών ασκεί αναίρεση για τον καθένα τους κατά του υπ΄αρ. 2173/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και έτσι συνετάχθησαν οι υπ΄αρ. 144/30-11-06 και 143/30-11-06 αντιστοίχως εκθέσεις αναιρέσεως. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω συναφείας και να εξετασθούν ουσιαστικά επειδή ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως και διαλαμβάνουν ως λόγους αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για την εκ πλαγίου παράβαση των εφαρμοσθεισών νομικών διατάξεων. Επί των λόγων αναιρέσεως αμφότεροι υποστηρίζουν ότι ελλείπει στο πρόσωπό τους η επιβαρυντική περίσταση του αρ. 66 § § 1+3 Ν.2121/93 που ερμηνεύει την κατ΄επάγγελμα τέλεση του αδικήματος και θέτει ως προϋπόθεση την προηγούμενη καταδίκη του δράστη για παρόμοια αδικήματα, που ελλείπει στο πρόσωπό τους και ουδόλως στοιχειοθετεί το προσβληθέν βούλευμα. Επίσης ο 1ος αναφέρει ότι η ελάχιστη αναφορά στον δήθεν λειτουργικό εξοπλισμό για την κατ΄επάγγελμα παράνομη αναπαραγωγή καθιστά ανεπαρκή την αιτιολογία του προσβαλλομένου. Επειδή δεν διαλαμβάνει το βούλευμα τον τύπο των αυτονόμων μονάδων αναπαραγωγής κλεψιτύπων ούτε τις ακριβείς λειτουργικές δυνατότητές τους ώστε να είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος στερείται αιτιολογίας. Επίσης διέλαβε το προσβληθέν αναιτιολόγητα ότι τα αντίγραφα ήταν προσιτά στο κοινό ενώ στην πραγματικότητα όλα βρέθηκαν στο σπίτι του και κανένα στο κατάστημά του. Υποστηρίζει ότι υπάρχει απόπειρα διότι ουδέποτε ολοκληρώθηκε η πράξη του, ούτε πωλήθηκαν, ούτε ήταν προσιτά στο κοινό και επομένως δεν προσπορίστηκε εισόδημα. Η 2α υποστηρίζει ότι δεν αιτιολογείται επαρκώς η τέλεση και μάλιστα κατά συναυτουργία του αποδιδομένου αδικήματος και το προσβληθέν περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες διότι ορθή εφαρμογή του αρ. 177 Κ.Π.Δ. θα οδηγούσε σε απαλλαγή της από την κατηγορία διότι διαλαμβάνει ότι η ίδια αυθόρμητα οδήγησε τον αστυνομικό στο σπίτι τους προς έρευνα. Δεν εξετίμησε ορθώς τις καταθέσεις μαρτύρων υπερασπίσεως ότι λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως του συζύγου της εργάζετο ως καθαρίστρια σε οικίες και όχι στο κατάστημά του. ΄Εχει άγνοια σχετικά με την εργασία του συζύγου της λόγω της καταστάσεως της υγείας της (αναφέρει ότι πάσχει από την επάρατο με μεταστάσεις).
ΙΙΙ. Κατά την διάταξη του άρθρου 1 § 1 Ν2121/1993: Οι πνευματικοί δημιουργοί, με την δημιουργία του έργου, αποκτούν πάνω σ΄αυτό πνευματική ιδιοκτησία, που περιλαμβάνει ως αποκλειστικά και απόλυτα δικαιώματα, το δικαίωμα της εκμεταλλεύσεως του έργου (περιουσιακό δικαίωμα και το δικαίωμα του προσωπικού τους δεσμού προς αυτό (ηθικό δικαίωμα). Κατά το αρ. 2 § 1 ιδίου νόμου: "Ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα λόγου τέχνης ή επιστήμης, που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως τα γραπτά ή προφορικά κείμενα, οι μουσικές συνθέσεις με κείμενο ή χωρίς.....". Το άρθρο 3 § 1 ορίζει ότι: "Το περιουσιακό δικαίωμα δίνει στους δημιουργούς ιδίως την εξουσία (δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν: α) την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή των έργων τους με οποιοδήποτε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει .....". Το άρθρο 12 § 1 ορίζει ότι "το περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να μεταβιβασθεί μεταξύ ζώντων ή αιτία θανάτου" ο δε δημιουργός (αρ. 13 § 1) του έργου μπορεί να καταρτίζει συμβάσεις, με τις οποίες αναθέτει στον αντισυμβαλλόμενο και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να ασκήσει εξουσίες, που απορρέουν από το περιουσιακό δικαίωμα (συμβάσεις εκμεταλλεύσεως). Ο δημιουργός του έργου (άρ. 13 § 2) μπορεί να επιτρέπει σε κάποιον άλλον την άσκηση εξουσιών, που απορρέουν από το περιουσιακό του δικαίωμα (άδειες εκμεταλλεύσεως). Οι συμβάσεις (αρ. 13 § 3) και οι άδειες εκμεταλλεύσεως μπορεί να είναι αποκλειστικές ή μη αποκλειστικές. Οι αποκλειστικές συμβάσεις και άδειες εκμεταλλεύσεως παρέχουν στον αντισυμβαλλόμενο το δικαίωμα να ασκεί τις εξουσίες, στις οποίες αναφέρεται η σύμβαση ή η άδεια κατ΄αποκλεισμό οποιουδήποτε τρίτου. Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθρου 46 § 1 και 2 (ως η § 2 αντ. από 81 § 3 Ν.3507 της 9/10-10-2002) Ν. 2121/93. Ως ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες θεωρούνται τα πρόσωπα που ερμηνεύουν ή εκτελούν με οποιονδήποτε τρόπο έργα του πνεύματος, όπως οι μουσικοί, οι τραγουδιστές. Αυτοί έχουν το δικαίωμα να επιτρέπουν ή απαγορεύουν α) την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτελέσεώς τους σε υλικό φορέα, β) την άμεση ή έμμεση-προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή εν όλω ή εν μέρει, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα της ερμηνείας ή εκτελέσεώς τους, γ) την διανομή στο κοινό του υλικού φορέα με την εγγραφή της ερμηνείας ή εκτελέσεως με πώληση ή με άλλους τρόπους. Η διάταξη του αρ. 54 ορίζει σχετικά με την ανάθεση διαχειρίσεως και προστασίας του περιουσιακού δικαιώματος ή εξουσιών που απορρέουν από αυτό σε οργανισμούς συλλογικής διαχειρίσεως. Σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 66 § § 1,2 περ. α, γ και 3 εδ. β΄ Ν. 2121/93, όποιος κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία συγγενικών δικαιωμάτων χωρίς την άδεια του ερμηνευτή ή εκτελεστή καλλιτέχνη και χωρίς την άδεια του παραγωγή υλικού φορέα, ή οργανισμού συλλογικής διαχειρίσεως σε περίπτωση που έχει γίνει τέτοια ανάθεση, αναπαράγει ή θέτει σε κυκλοφορία ή κατέχει με σκοπό να θέση σε κυκλοφορία υλικούς φορείς, που περιέχουν εγγραφή της ερμηνείας ή της εκτελέσεως του έργου που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους και χρηματική ποινή 2.900-15.000 ευρώ, στην περίπτωση δε που ο υπαίτιος τελεί τις ανωτέρω πράξεις κατ΄επάγγελμα, επιβάλλεται σ΄αυτόν κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή 5 έως 20 εκατομμυρίων δραχμών. Κατά την παράγραφο 3 άνω άρθρου θεωρείται ότι η πράξη έχει τελεσθεί κατ΄επάγγελμα και όταν ο δράστης έχει καταδικαστεί για αδικήματα του ιδίου άρθρου ή για παράβαση των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας που ίσχυαν πριν απ΄αυτό με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας ποινή.
Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι σε περίπτωση που ο δράστης δεν θα έχει καταδικασθεί άλλη φορά για παράβαση του Νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας, για τον επάγγελμα χαρακτηρισμό της πράξεως εφαρμόζεται απλώς η διάταξη του αρ. 13 εδαφ. στ΄ Π.Κ. ως τούτο προσετέθη με 1 § 1 Ν. 2408/1996, συντρέχουν δε οι προϋποθέσεις της όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 316/2005 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΕ/2005 σελ. 973).
Κατ΄επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλ. όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 692/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/2004 σελ. 47).
VI) Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 K.Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ. 2 § 5 Ν.2408/1996) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 § 1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ΄αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ΄αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). Κατά το άρθρο 484 § 1β του Κ.Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ΄Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
V). Το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ΄αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι: εκ του συλλεγέντος καθ' άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Εις διενεργηθείσαν έρευναν περί ώραν 14:00 της 14-1-2003 εις το κατάστημα πωλήσεως μουσικών δίσκων και cd του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, το οποίον ευρίσκεται επί της οδού .......... αριθμός ......... εις ........ ευρέθησαν 551 κλεψίτυποι ψηφιακού δίσκοι (cd) διαφόρων ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, 560 κενάς θήκαν cd ως και 127 πλαστάς κασέτας ήχου.
Τα ανωτέρω είδη είχαν τοποθετηθή εις κοινήν θέαν προς πώλησιν, εντός δε του καταστήματος ειργάζετο η δευτέρα κατηγορουμένη, Χ2, η οποία τυγχάνει σύζυγος του πρώτου.
Εις δευτέραν έρευναν, η οποία διενηργήθην εν συνεχεία, εις την κοινήν οικίαν των κατηγορουμένων, η οποία ευρίσκεται επί της οδού ......... αριθμός ........ εις ........ Αθηνών ευρέθησαν 723 κλεψίτυποι ψηφιακοί δίσκοι (cd), 70 άγραφοι ως και 224 έγχρωμα εξώφυλλα. Επίσης ευρέθησαν δύο αυτόνομοι μονάδες αναπαραγωγής κλεψιτύπων δίσκων, αι οποίαι περιελάμβαναν δύο οδηγούς αναγνώσεως και δύο συσκευάς εγγραφής με συνολικήν μεγίστην δυνατότητα παραγωγής 48 ψηφιακών δίσκων μουσικής ανά ώραν. Επίσης ευρέθησαν 1276 κλεψίτυποι δίσκοι cd διαφόρων ξένων και ελλήνων καλλιτεχνών, 560 κεναί θήκαι cd, 70 άγραφοι ψηφιακοί δίσκοι, 127 πλασταί κασέτες ήχου, 224 έγχρωμα εξώφυλλα cd ως και δύο αυτόνομοι μονάδες αναπαραγωγής κλεψιτύπων δίσκων. Εις τους τοιαύτους κλεψιτύπους δίσκους είχε γίνει παράνομος αναπαραγωγή. Εις τους κλεψιτύπους αυτούς δίσκους οι κατηγορούμενοι είχαν εγγράψη τραγούδια διαφόρων ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων αναφέρονται ενδεικτικώς οι εξής τίτλοι: "..............." του .........., "......." και "........." του ..............., "............." του συγκροτήματος ..........., των οποίων τα πνευματικά δικαιώματα ανήκους εις την φωνογραφικήν εταιρείαν "Alpha Records Α.Ε.".
Οι ανωτέρω ψηφιακοί δίσκοι αποτελούν προϊόντα απομιμήσεως και παραποιήσεως, διαφέρουν δε από τους γνησίους ως προς τα εξής: α) Δεν φέρουν ταινία ασφαλείας, β) τα εξώφυλλα των είναι χαμηλής ποιότητος αναπαραχθέντα εις εκτυπωτήν ηλεκτρονικού υπολογιστού ή εις φωτοαντιγραφικόν μηχάνημα, γ) τα εξώφυλλα είναι απλά και δεν παρέχουν πληροφορίας / στίχους τραγουδιών, συντελεστάς κ.λ.π. ως παρέχουν τα γνήσια.
Ο κατηγορούμενος Χ1 παραδέχεται την πράξιν του και αιτιολογεί ότι προέβην εις την ανωτέρω παρανομίαν λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Η δευτέρα κατηγορουμένη Χ2 κατά του χρόνου της έρευνας ειργάζετο εντός του καταστήματος ως πωλητής και μάλιστα η ιδία οδήγησε τους αστυνομικούς εις την οικίαν της και τους παρέδωσε τα ανωτέρω μηχανήματα αντιγραφής.
Επί πλέον το διαμέρισμα εις το οποίον διέμενον οι κατηγορούμενοι είχε διαμορφωθεί εις μικρόν εργαστήριον, καθ' όσον υπήρχεν ο απαιτούμενος λειτουργικός εξοπλισμός καταλλήλως διαρθρωμένος δια την παράνομον αναπαραγωγήν.
Δια την αντικειμενικήν θεμελίωσιν του εγκλήματος δεν απαιτείται η πώλησις των παρανόμων έργων ή η περιέλευσίς των εις το κοινόν, αλλά αρκεί να καθίστανται προσιτά εις το κοινόν. Εις τα πρόσωπα των κατηγορουμένων συντρέχει η επιβαρυντική περίπτωσης της τελέσεως υπό δραστών δρώντων κατ' επάγγελμα. Ο συνολικός σχεδιασμός των κατηγορουμένων, ο οποίος υλοποιήθη με την ύπαρξιν των καταλλήλων τεχνικών μέσων και ο μέγας αριθμός των έργων, τα οποία αντέγραψαν παρανόμως και εν συνεχεία επώλουν εις το κατάστημα, το οποίον διετήρει ο κατηγορούμενος Χ1 μαρτυρούν ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι έδρων βάσει οργανωμένου σχεδίου και ήσκουν επιχειρηματικήν δραστηριότητα. Είχαν συνεπώς διαμορφώσει υποδομήν με την πρόθεσιν επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως των. Επομένως προκύπτει κοινός σκοπός πορισμού εισοδήματος.
Όθεν εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι υφίστανται αποχρώσαι ενδείξεις ενοχής εις βάρος αμφοτέρων των κατηγορουμένων και πρέπει ούτοι να παραπεμφθούν ενώπιον του τριμελούς εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν δια την πράξιν δια την οποίαν κατηγορούνται.
VI). Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών δεν προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή ή εκ πλαγίου παράβαση του αρ. 66 § § 1 + 3 Ν. 2121/93 διότι αναφέρει: α) Τα στοιχεία της κατοχής προς διάθεση εις το επί της οδού .......... .......... Αθηνών κατάστημα του 1ου των αναιρεσειόντων τους αριθμούς ψηφιακών δίσκων (CD) και κασσετών μουσικής που είχαν αναπαραχθεί παράνομα (δηλ. χωρίς την συγκατάθεση των εχόντων τα πνευματικά δικαιώματα), β) την παράνομη αναπαραγωγή και κατοχή μεγάλου αριθμού ψηφιακών δίσκων (CD) και κασσετών μουσικής στην επί της οδού .......... αρ. ... ......... Αττικής οικία των κατηγορουμένων, γ) αναφέρει την παράνομη εγγραφή ασμάτων Ελλήνων Καλλιτεχνών, τίτλους αυτών και φωνογραφική εταιρεία στην οποία ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα, δ) παραθέτει τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται η κατ΄επάγγελμα τέλεση της πράξεως αφού αναφέρει ότι εις την οικία των κατηγορουμένων ευρέθησαν δύο αυτόνομοι μονάδες αναπαραγωγής κλεψιτύπων δίσκων οι οποίες περιελάμβαναν δύο οδηγούς αναγνώσεως και δύο συσκευές εγγραφής με συνολική μεγίστη δυνατότητα 48 ψηφιακών δίσκων ανά ώρα. Υπήρχε συνολικός σχεδιασμός ο οποίος υλοποιήθη με την ύπαρξη των καταλλήλων μέσων και μεγάλος αριθμός των παρανόμως αναπαραχθέντων έργων μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος.
Συνεπώς με όσα εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία, εφαρμογή ή εκ πλαγίου παράβαση νόμου ως προς τις διατάξεις του αρ. 66 § § 1+3, Ν.2121/93 σε συνδ. με αρ. 13 εδαφ. στ΄ Π.Κ.
Κατά συνέπεια ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
VII) ΄Οσον αφορά τον έτερο λόγο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 § 3 Συντάγματος, 139 Κ.Π.Δ.) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αναφέρει (φύλλο 8 σελ. β) ότι: "εκ του συλλεγέντος καθ΄άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:" Με την παραδοχή όμως αυτή το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) διότι δεν αναφέρει ποία κατ΄είδος αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη στα οποία περιλαμβάνονται (αρ. 178 Κ.Π.Δ.) και οι απολογίες των κατηγορουμένων. Αποσπασματικά (φύλλο 9 σελ. β΄) αναφέρεται σε μέρος μόνο της απολογίας του 1ου των αναιρεσειόντων ενώ ως προς την 2α εξ αυτών δεν έλαβε και δεν εξετίμησε ουδόλως την απολογία της σε σχέση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ώστε να κρισιολογηθούν οι τυχόν ισχυρισμοί που προέβαλε, βάσιμοι, δεδομένου ότι το κατάστημα όπου ευρέθη μέρος των παρανόμως παραχθέντων ψηφιακών δίσκων και κασσετών ανήκε στον 1ο αναιρεσείοντα σύζυγό της, δεν προκύπτει εάν αυτή ασκούσε εκεί επαγγελματική δραστηριότητα. Κατά συνέπεια οι υπό κρίση αναιρέσεις ως προς το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να γίνουν δεκτές να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί (αρ. 585 § 1, 523, 524 § 1 Κ.Π.Δ.) η υπόθεση προς νέα κρίση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συντεθεί από άλλους δικαστές. VIII)
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω
Α) Να γίνουν δεκτές οι υπ΄αρ. 144/30-11-2006 και 143/30-11-2006 αναιρέσεις των 1) Χ1 και 2) Χ2 κατά του υπ΄αρ. 2173/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ν΄αναιρεθεί το εν λόγω βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 93 § 3 Συντάγματος, 139 Κ.Π.Δ.).
Β) Να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Αθήνα 27 Φεβρουαρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Το βούλευμα του Συμβουλίου των Εφετών, που απορρίπτει την έφεση, κρίνοντας ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για ορισμένη αξιόποινη πράξη, έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, λόγου αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν οι πιο πάνω ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2173/2005 βούλευμά του, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις υπ' αριθ. 768 και 769/24.10.2003 εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, κατά του υπ' αριθ. 3637/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν ως υπαίτιοι παραβάσεως του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (χωρίς δικαίωμα εγγραφή, αναπαραγωγή στο πρωτότυπο, θέση σε κυκλοφορία και κατοχή με σκοπό θέσης σε κυκλοφορία έργων που είναι αντικείμενα πνευματικής ιδιοκτησίας, κατ' επάγγελμα και από κοινού), ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 13 στοιχ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45 ΠΚ και άρ. 66 παρ. 1, 3β ν. 2121/1993, όπως αντικ. με άρθρο 81 παρ. 9 ν. 3057/2002. Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (φύλλο 8, σελ. Β, στίχος 8), στην αρχή του σκεπτικού της Εισαγγελικής προτάσεως, αναφέρεται ότι "εκ του συλλεγέντος καθ΄ άπασαν την προδικασίαν αποδεικτικού υλικού (ως εγγράφων και μαρτύρων) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .....".
Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τη ρηματική αυτή διατύπωση της Εισαγγελικής προτάσεως και ενόψει της καθολικής αυτού αναφοράς σ' αυτήν (πρόταση), προέβη μεν σε μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία λήφθηκαν υπόψη για τη συναγωγή των αναφερομένων περιστατικών, σχετικά με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες, ως άνω, αξιόποινη πράξη, πλην, όμως, η δια της μνείας αυτής παραδοχή, στέρησε το βούλευμα από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τούτο, δε, διότι, το βούλευμα δεν αναφέρει ποια κατ' είδος αποδεικτικά μέσα έλαβε υπόψη, στα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται (άρθρο 178 ΚΠΔ) και οι απολογίες των κατηγορουμένων, οι οποίες συνιστούν ουσιώδες αποδεικτικό μέσο. Η έλλειψη αυτή της κατ' είδος αναφοράς των αποδεικτικών μέσων, γεννά αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσον λήφθηκαν υπόψη οι, δια της απολογίας των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, προβληθέντες ισχυρισμοί τους, αναφορικά με το είδος της αξιόποινης πράξης, της βαρύτητας αυτής σε σχέση με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης, καθώς και της διαφορετικής επαγγελματικής δραστηριότητας ενός εκάστου, που αφορά κυρίως τη δεύτερη των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, ενόψει του ότι το κατάστημα όπου βρέθηκε ένα μέρος των παρανόμως αναπαραχθέντως ψηφιακών δίσκων και κασσετών, ανήκε στον πρώτο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, ο οποίος είναι σύζυγός της και, ενόψει του ότι αυτή φέρεται να παρέχει υπηρεσίες σε ηλικιωμένα άτομα, επί καθημερινής βάσεως, δεν προκύπτει αν αυτή ασκούσε στο κατάστημα αυτό κάποια επαγγελματική δραστηριότητα, η οποία θα τη συνέδεε με την ως άνω αξιόποινη πράξη.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή των νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθεισών υπ' αριθ. 144/30.11.2006 και 143/30.11.2006 αιτήσεων αναιρέσεως, αντιστοίχως, ως και ουσιαστικά βασίμων, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, σύμφωνα με τα άρθρα 485 και 519 του ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθ. 2173/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του αυτού Συμβουλίου, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από αυτούς που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ