Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1542 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Αποχή αποφάσεως, Εφέσεως απαράδεκτο.




Περίληψη:
Η έφεση του κατηγορουμένου κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η κρινόμενη αίτηση κατά του τελευταίου βουλεύματος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου είναι απαράδεκτη. Ο Εισαγγελέας με την πρότασή του παρείδε το εν λόγω απαράδεκτο, και αντί να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 476§1 ΚΠοινΔ (ειδοποίηση του αναιρεσείοντος ή του αντικλήτου του να προσέλθει στο Συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του κλπ) προτείνει την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αίτησης. Εντεύθεν, απέχει το Συμβούλιο να αποφανθεί επί της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την υποβολή σχετικώς εισαγγελικής προτάσεως περί του άνω απαραδέκτου και την ειδοποίηση του αναιρεσείοντος.





Αριθμός 1542/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, πρώην δικηγόρου, κατοίκου Κερκύρας και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κερκύρας, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16.7.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1532/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 475/28.11.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιόν σας, με την σχετική δικογραφία, σύμφωνα με την διάταξιν του άρθρ. 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθ. 166/2007 αίτησιν αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Κλειστή Φυλακή Κερκύρας, κατά του υπ'αριθμόν 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δια του οποίου απερρίφθη, ως απαράδεκτος, η με αριθ. 501/10-11-2006 έφεσίς του κατά του υπ'αριθ. 1961/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του Διευθυντού των Φυλακών, όπου κρατείται, συνταχθείσης προς τούτο της από 16-7-2007 εκθέσεως.
Ι) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 317 παρ. 1, 476, 481 παρ. 1 και 484 παρ. 1 περ. α' Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο της εφέσεως επιτρέπεται μόνο αίτηση αναιρέσεως, ως λόγοι της οποίας δεν μπορούν να προβληθούν αιτιάσεις που αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης, αλλά μόνον η αιτίαση ότι η απόρριψη της εφέσεως κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτης είναι παράνομη. Αν υπάρχουν στην αίτηση αναιρέσεως και λόγοι που αναφέρονται σε άλλες πλημμέλειες και δη στην ουσία της υποθέσεως, η προβολή των είναι απαράδεκτη (Α.Π. 1304/2003 Ποιν.Χρ. ΝΔ' σελ. 517). Εξάλλου κατά το άρθρο 474 παρ. 2 Κ.Π.Δ. στην έκθεση του ενδίκου μέσου πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ο γενικός και επιτακτικός, για όλα τα ένδικα μέσα, κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου, πρέπει να εκτίθενται στην ίδια την έκθεση ασκήσεως αυτού και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Ειδικότερα, στην έκθεση ασκήσεως του ενδίκου μέσου θα πρέπει να εκτίθεται ένας τουλάχιστον λόγος ο οποίος περαιτέρω, να είναι ορισμένος, δηλαδή να εξειδικεύει το ουσιαστικό ή νομικό σφάλμα που προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς όμως να απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός της προβαλλόμενης νομικής πλημμέλειας, αφού, άλλωστε αποτελεί περαιτέρω υποχρέωση του δικαστηρίου του ενδίκου μέσου, να ελέγξει την νομιμότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος.
Επομένως, λόγοι οι οποίοι αναφέρονται σε άλλο έγγραφο και δη στο υπόμνημα δεν λαμβάνονται υπ'όψιν από το δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο, εκτός αν στην έκθεση του ενδίκου μέσου γίνεται ειδική αναφορά στο έγγραφο αυτό και επί πλέον φέρει την υπογραφή του γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο, καθώς και αν πρόκειται για λόγους που ενδεχομένως εξετάζονται αυτεπαγγέλτως (άρθρ. 484 παρ. 2 Κ.Π.Δ.), με την προϋπόθεση βέβαια ότι στην έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου, περιλαμβάνεται ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος. Εξάλλου, η απλή συρραφή του υπομνήματος στην έκθεση δεν ενσωματώνει τους λόγους στην έκθεση πολύ δε περισσότερο, όταν το υπόμνημα, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν φέρει ούτε την υπογραφή του γραμματέα ενώπιον του οποίου ησκήθη το ένδικο μέσο (Α.Π. 450/2006 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 977, Α.Π. 2122/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 596). Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης πρέπει στην δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχονται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους στο άρθρ. 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ., λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια δεν αρκεί. Οι αόριστοι και ασαφείς λόγοι αναίρεσης είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης (Α.Π. 744/05 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 1017). 'Ετσι το Συμβούλιο Εφετών ορθώς, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, στην υπό κρίση υπόθεση, την εισαγγελική (στο σύνολό της) πρόταση, η οποία έκρινε απαράδεκτη και ως εκ τούτου μη λαμβανόμενη υπ'όψιν, για την ουσιαστική έρευνα και αξιολόγησή της, τους λόγους που διατυπώνονται στο από 10-11-2006 υπόμνημα του αναιρεσείοντος και όχι στην έκθεση εφέσεως και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει αρνητική υπέρβασιν εξουσίας (άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. στ' Κ.Π.Δ.), γιατί το Συμβούλιο δεν εξήτασε τους λόγους εφέσεως που περιέχονται στο ως άνω υπόμνημα και όχι στην έκθεση εφέσεως, καθώς και ο δεύτερος λόγος που αναφέρεται στην εντεύθεν παραβίασιν των δικαιωμάτων του εκ της διατάξεως του άρθρ. 13 της ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Τέλος, ο τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται στο κύρος της προδικασίας, που, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, ώφειλε το Συμβούλιον να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, όπως διατυπώθηκαν στην έκθεση, είναι τελείως αόριστοι και ως εκ τούτου απαράδεκτοι αφού όλως αορίστως γίνεται επίκλησις των εκ των άρθρ. 132 επ. Κ.Π.Δ. ακυροτήτων, χωρίς να προσδιορίζονται παράλληλα αι ακυρότητες αυτές και επί πλέον υπό το πρόσχημα και την επίκληση της απολύτου ακυρότητος πλήσσεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία όμως δεν στοιχειοθετεί λόγον αναιρέσεως. Είναι επίσης απαράδεκτος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου που το αρμόδιο ως άνω Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προέβη εις την ακύρωσιν του πρωτοδίκου βουλεύματος με αριθμό 1961/2005 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, κατ'εφαρμογήν του άρθρ. 317 παρ. 2 Κ.Π.Δ., καθ'όσον η εφαρμογή της διατάξεως αυτής αναφέρεται μόνον εις την περίπτωσιν κατά την οποίαν κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος δεν ησκήθη έφεσις και εφόσον κατά την θεώρησιν της κατηγορίας από τον αρμόδιο Εισαγγελέα διαπιστωθούν αι περιγραφόμενες εις τούτο πλημμέλειες, τότε αποφαίνεται επ'αυτών το αρμόδιον Συμβούλιο Εφετών. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως, ως αβάσιμη, εις το σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως ουσιαστικώς αβάσιμος, η με αριθ. 166/16-7-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 και ήδη κρατουμένου στην Φυλακή Κερκύρας, κατά του υπ'αριθ. 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήναι 14 Νοεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 38 του ν. 3160/2003, "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ως απαράδεκτη. Δηλαδή αναίρεση επιτρέπεται πλέον μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, και όχι και κατά βουλεύματος που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι κατά το άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Κ.Ποιν.Δ "η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα", αφού η πιο πάνω παράγραφος 2 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ., πριν αντικατασταθεί, κατά τα προεκτιθέμενα, όριζε ότι "κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και έτσι, με την αντικατάσταση αυτή, εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός άλλων περιπτώσεων, εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, Χ1, με το 1961/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου. Κατά του εν λόγω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθ. 501/10.11.2006 έφεση, η οποία, όμως, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το 1411/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά του τελευταίου δε βουλεύματος άσκησε αυτός την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.
Συνεπώς, εφόσον είναι, εν προκειμένω, υποχρεωτική η ειδοποίηση - ακρόαση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου και δεν έγινε, το Συμβούλιο πρέπει να απόσχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι την υποβολή, κατά τη νέα εκδίκαση της υποθέσεως που θα ορισθεί αρμοδίως, σχετικής εισαγγελικής προτάσεως περί του απαραδέκτου (άρθρα 32 και 138 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί της υπό κρίση από 16 Ιουλίου 2007 αιτήσεως του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1411/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών μέχρι την υποβολή εισαγγελικής προτάσεως επί του αναφερομένου στο σκεπτικό ζητήματος απαραδέκτου της άνω αιτήσεως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή