Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1591 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή αναιρεσείοντος για κακουργηματική υπεξαίρεση. Απορρίπτει αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση. Απορρίπτει.




Αριθμός 1591/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Αναστάσιο Λιανό-Εισηγήτη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 44/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. Το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 135/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 191/15-4-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ1 αριθμ. 2/4-10-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ1 αριθμ. 44/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. To Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κερκύρας, με το υπ' αριθμ. 121/2005 βούλευμα του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Κερκύρας, για να δικαστεί για το κακούργημα της υπεξαίρεσης, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου (άρθρο 375 παρ. 2-1 Π.Κ., όπως η παρ. 2 αντ. δι' άρθρου 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος, εκδόθηκε το 51/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεση και επικυρώθηκε το εκκληθέν. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε αναίρεση από τον κατηγορούμενο ,που έγινε δεκτή με την 130/2007 απόφαση του Δικαστηρίου σας (βλ. ΑΠ 130/2007). Σε εκτέλεση της απόφασης αυτής η υπόθεση εισήχθει εκ νέου στο ίδιο Συμβούλιο, που με το 44/2007 βούλευμα απέρριψε ξανά κατ' ουσίαν την έφεση και διόρθωσε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Το νέο αυτό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε με θυροκόλληση στον κατηγορούμενο στις 17-7-2007 και στον αντίκλητό του στις 31-12-2007 (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα: 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ), αφού ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον κατηγορούμενο , ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Κέρκυρας, στις 4-10-2007 και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης, ήτοι α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ ΚΠΔ), β) της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 παρ. 1 β ΚΠΔ) και γ) απόλυτης ακυρότητας (άρθρ. 484 § 1 α' Κ.Π.Δ.).
Συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., που εφαρμόζεται και στον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για την εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα του αναιρεσείοντος για την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου σας, διατυπώνεται στο από 12-2-2008 υπόμνημα, που απευθύνεται προς σας. Το αίτημα διατυπώνεται κατά λέξη ως εξής: "...Επαναλαμβάνω το αίτημα μου να κληθώ και εμφανισθώ αυτοπροσώπως, όπως ο νόμος ορίζει ενώπιον υμών, ίνα διευκρινίσω κάθε τι, που αφορά την κατηγορίαν και τους λόγους της αναιρέσεώς μου....". Το αίτημα αυτό εκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει ο αιτών διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί ο αναιρεσείων, τόσο με το δικόγραφο της αιτήσεως αναίρεσης, όσο και το παραπάνω υπόμνημα, προβάλλει διεξοδικά και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε η παρουσία του στο Συμβούλιο σας, να μη προσφέρει, κάτι ουσιαστικό σε σχέση με την δικονομική πορεία της υπόθεσης και την αξιολόγηση των λόγων αναίρεσης (βλ. ΑΠ 494/2007, ΑΠ 159/2007, ΑΠ 859/2004).

ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ.2 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 318 εδ.α του Ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί προς αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, υποχρεούται να διατάξει την εμφάνιση αυτού ενώπιον του για παροχή οποιασδήποτε διευκρίνισης σε σχέση με την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση αυτή αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αυτού οδηγεί στην απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ.2 σε συνδυασμό με 171 παρ. 1δ του ΚΠοινΔ και ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του Κ.Ποιν.Δ. To γεγονός, όμως, ότι στο κείμενο του βουλεύματος παρατίθεται πρώτα η αιτιολογία για την ουσία της κατηγορίας και ύστερα η αιτιολογία για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος δεν ασκεί επιρροή και δεν θεμελιώνει αναιρετικό λόγο από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 484 K.Ποιν.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον 2ο λόγο αναίρεσης, αποδίδει στο προσβαλλόμενο βούλευμα τη πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της απόλυτης ακυρότητας, ως προς την απόρριψη του αιτήματός του περί αυτοπρόσωπου εμφανίσεώς των ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Όμως, όπως προκύπτει από τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το αίτημα του αναιρεσείοντα απορρίφθηκε με την εξής αιτιολογία: Στην προκειμένη περίπτωση με την από 16.4.2007 αίτηση του ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ ζήτησε να εμφανιστεί ενώπιον του Συμβουλίου αυτοπροσώπως για να παράσχει τις αναγκαίες διευκρινίσεις επί της υποθέσεως. Όμως, ο κατηγορούμενος στην απολογία του, τα απολογητικά υπομνήματα αλλά και τα άλλα υπομνήματα που έχει υποβάλει, στα δικόγραφα της εφέσεως και της αιτήσεως αναιρέσεως, με πληρότητα, σαφήνεια και αναλυτικά αναπτύσσει την υπεράσπιση του και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του στο Συμβούλιο. Άλλωστε τούτο αναφέρει και ο ίδιος στην ανωτέρω αίτηση του, αναγράφοντας ότι "έχω διεξοδικώς αναλύσει και αντιπαραθέσει στα υπομνήματα του καταλυτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητα μου".
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αυτού. Από τις παραδοχές αυτές συνάγεται ότι το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων με την απολογία του τα απολογητικά του υπομνήματα και την έκθεση εφέσεως και την προηγούμενη αίτηση αναίρεσης έχει αναπτύξει διεξοδικώς και με πληρότητα τους ισχυρισμούς του επί της υποθέσεως, ώστε να μη συντρέχει λόγος να τους επαναλάβει και προφορικώς ενώπιον του Συμβουλίου.
Συνεπώς, το πιο πάνω αίτημα του αναιρεσείοντος, απορρίφθηκε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και οι συναφείς από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ.1 περ. δ και α λόγοι αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας και απολύτου ακυρότητος είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Περαιτέρω δε το γεγονός ότι στο κείμενο του βουλεύματος παρατίθεται πρώτα η αιτιολογία για την ουσία της κατηγορίας και ύστερα η αιτιολογία για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος και, αντίστοιχα, στο διατακτικό διατυπώνεται πρώτα η διάταξη για την κατ' ουσία απόρριψη της εφέσεως και ακολουθεί η διάταξη δια την απόρριψη του πιο πάνω αιτήματος, δεν ασκεί επιρροή και δεν θεμελιώνει οποιοδήποτε αναιρετικό λόγο από τους περιοριστικός αναφερόμενους στο άρθρο 484 ΚΠοινΔ. Η έρευνα της βασιμότητας του αιτήματος αυτοπρόσωπου εμφανίσεως προηγείται, κατά λογική αναγκαιότητα της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητα της κατηγορίας, και η μη τήρηση της σειράς αυτής, ουδόλως δύναται να συναχθεί εκ του γεγονότος ότι έγινε αντίθετη παράθεση στο κείμενο του βουλεύματος (βλ. ΑΠ 159/2007).
ΙV.- Κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ.1 ΠΚ για τη συγκρότηση του εγκλήματος' της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται, χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Το έγκλημα της υπεξαίρεσης προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (τελ. εδάφιο της παρ.1 άρθρου 375 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.3α ν.2721/1999). Ακόμη η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, αν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη κάποια από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες, μεταξύ των οποίων είναι και αυτές του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθρο 375 παρ.2 όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν.2408/1996). Η ιδιότητα του εντολοδόχου υπάρχει όταν μεταξύ του παθόντος και του δράστη υφίσταται σύμβαση εντολής, όπως αυτή διαπλάσσεται από το αστικό δίκαιο (άρθρα 713 επ. ΑΚ). Περαιτέρω κατά το άρθρο 17 ΠΚ ως χρόνος τελέσεως της πράξεως, από του οποίου άρχεται η προθεσμία παραγραφής κατά το άρθρο 112 του ιδίου Κώδικα, θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει όντος αδιάφορου του χρόνου κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χρονικός προσδιορισμός της εκδηλώσεως της ενέργειας του υπαιτίου, της συνεχόμενης μετά του εγκληματικού αποτελέσματος, ο οποίος αποτελεί πραγματικό περιστατικό, απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δυναμένου να καθορίσει χρόνο τελέσεως της πράξεως διάφορο του αναφερομένου στο κατηγορητήριο ή στο παραπεμπτικό βούλευμα. Επί εφέσεως κατά βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δύναται να καθορίσει χρόνο τελέσεως της πράξεως διάφορο του αναφερομένου στην απαγγελθείσα κατηγορία ή στο βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, χωρίς αυτός ο ακριβέστερος προσδιορισμός να αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας, η οποία συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περ. β' ΚΠΔ, εκτός αν ο διάφορος αυτός προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην επελθούσα ήδη παραγραφή του αξιοποίνου αυτής ( ΑΠ 1773/2006 ΑΠ 764/2005,ΑΠ 2071/2004 ). Και τέλος επί υπεξαιρέσεως ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης η μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής ( ΑΠ 98/2007 ). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, oι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. V. Στη προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας, με δικές του σκέψεις, αλλά και παραπομπή στην ενσωματωμένη στο βούλευμα σύμφωνα εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπομνήματα αυτού, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο μηνυτής Ψ, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στην Κέρκυρα σε τουριστικές επιχειρήσεις, γνωρίστηκε τo έτος 2000 με τον κατηγορούμενο Χ, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΕΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ". Μετά τη γνωριμία τους συνεχίστηκαν οι επαφές, οι σχέσεις τους έγιναν στενότερες και με την πάροδο του χρόνου ο κατηγορούμενος απέκτησε την εμπιστοσύνη του μηνυτή. Έτσι, μετά από συνεχείς συζητήσεις τους σχετικά με επενδύσεις χρημάτων στο χρηματιστήριο, τον Ιούνιο του έτους 2001 ο κατηγορούμενος πρότεινε στο μηνυτή να επενδύσει στο χρηματιστήριο σημαντικό χρηματικό ποσό μέσω της εταιρείας του "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε.", της οποίας αντικείμενο ήταν η λήψη και διαβίβαση εντολών αγοράς και πώλησης κινητών αξιών. Για να τον πείσει προς τούτο του δήλωσε ότι είχε πληροφορίες για μεγάλη άνοδο συγκεκριμένων μετοχών και ότι προσωπικά ο ίδιος θα ασχολείται με το χαρτοφυλάκιο του και θα τον συμβούλευε για τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει. Μαυτό τον τρόπο τον έπεισε να αποφασίσει επένδυση ποσού 15 εκατομμυρίων δραχμών. Εκτός αυτού τον έπεισε ότι έπρεπε να συνάψει σχετική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την ανώνυμη εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.", με την οποία συνεργαζόταν η ανωτέρω εταιρεία του και να μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο που διατηρούσε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." με 2588 μετοχές της "...", 870 μετοχές της "..." και 56 μετοχές της "..." στην ανωτέρω συνεργαζόμενη με την εταιρεία του χρηματιστηριακή εταιρεία. Την 4 Ιουλίου 2001 ο μηνυτής υπέγραψε τα από την ημερομηνία αυτή έγγραφα που απαιτούνταν για την κατάρτιση της συμβάσεως επενδύσεως με την εταιρεία " SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ." καθώς και την από την ίδια ημερομηνία "σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης" με την εταιρεία "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε." και σχετική "Υπεύθυνη Δήλωση και Εξουσιοδότηση" για την για λογαριασμό του διαβίβαση των εντολών αγοράς και πώλησης κινητών αξιών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών προς τη χρηματιστηριακή εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.". Την ίδια ημέρα παρέδωσε στον κατηγορούμενο το ποσό των 15 εκατομμυρίων δραχμών με την εντολή την άμεση επένδυση του σε μετοχές που κατά τις πληροφορίες του θα είχαν μεγάλη απόδοση. Το ποσό αυτό παραδόθηκε σε μετρητά χρήματα και δεν κατατέθηκε σε χρηματιστηριακό λογαριασμό του μηνυτή καθόσον μόλις τότε άρχιζαν οι διαδικασίες ανοίγματος κωδικού για το μηνυτή στη χρηματιστηριακή εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.", ο δε κατηγορούμενος είχε πείσει το μηνυτή για την καταβολή του ώστε να επισπευτούν οι διαδικασίες, να επενδυθεί έγκαιρα και να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία της μεγάλης απόδοσης. Ως προς το ζήτημα παραδόσεως του χρηματικού ποσού των 15 εκατομμυρίων δραχμών σαφής είναι η κατάθεση του μάρτυρα Μ. Ο τελευταίος καταθέτει ότι στις αρχές Ιουλίου 2001 συνόδευσε το μηνυτή στο γραφείο του κατηγορούμενου και ο πρώτος παρέδωσε στο δεύτερο 15 εκατομμύρια δραχμές που μετέφερε σε μια τσάντα. Σε άλλη περικοπή της καταθέσεως του προσδιορίζει την ημέρα παραδόσεως των χρημάτων ότι είναι εκείνη της υπογραφής από το μηνυτή των συμβάσεων. Αυτή η κατάθεση του μάρτυρα δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα ο μηνυτής αναγράφει στη μήνυση του, δοθέντος ότι και σαυτή αναφέρεται ότι υπογράφηκαν οι συμβάσεις και καταβλήθηκαν τα χρήματα, ούτε προς την κατάθεση αυτού (μηνυτή) κατά την κύρια ανάκριση, καθόσον και στην τελευταία αναφέρεται ότι τα χρήματα καταβλήθηκαν στις αρχές (1 Ιουλίου 2001. Το κατατιθέμενο από το μηνυτή ότι λίγες ημέρες πριν υπογράψει τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έδωσε τα χρήματα στον κατηγορούμενο, μολονότι διαφέρει από το περιεχόμενο της μηνύσεως και της καταθέσεως του μάρτυρα, δεν αρκεί να καταστήσει αναξιόπιστο το μάρτυρα και να αναιρέσει το γεγονός της καταβολής των χρημάτων με κρίση ότι μηνυτής και μάρτυρας ψεύδονται, ιδιαίτερα εν όψει της επιδράσεως του χρονικού διαστήματος που διέδραμε, αλλά και του ότι για το ζήτημα της ολοκληρώσεως της υπογραφής των συμβάσεων και της απαιτούμενης θεωρήσεως του γνησίου της υπογραφής αυτών αναγκάστηκε ο μηνυτής να μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε." δύο φορές, την πρώτη την 4.7.2001 και τη δεύτερη την 9.7.2001, λόγω παραλείψεως θεωρήσεως του γνησίου της υπογραφής σε όλα τα έγγραφα. Έτσι, όμως ευχερώς είναι δυνατόν να μην αποδοθούν επακριβώς οι ημερομηνίες ή να προσδιοριστούν με σαφήνεια χρονικά τα γεγονότα. Μετά το άνοιγμα του κωδικού του μηνυτή στη χρηματιστηριακή εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ." και ύστερα από προτροπή του κατηγορουμένου, ο μηνυτής κατέθεσε στο χρηματιστηριακό του λογαριασμό την 12.7.2001 ποσό 3000000 δραχμών και την 20.7.2001 ποσό 3500000 δραχμών, για να επενδυθεί σε αγορά μετοχών. Περί τα μέσα του έτους 2002, ο μηνυτής διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε επενδύσει το χρηματικό ποσό των 15 εκατομμυρίων δραχμών που κατά τ'ανωτέρω του είχε παραδώσει με σχετική εντολή και είχε περιέλθει μαυτό τον τρόπο στην κατοχή του. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι του είχε δώσει ο μηνυτής το ποσό αυτό. Όμως, εκτός των όσων προαναφέρθηκαν, ο μηνυτής και ο μάρτυρας Μ καταθέτουν για τις ψευδείς και παραπλανητικές αναφορές του κατηγορουμένου ότι η επένδυση του ανωτέρω χρηματικού ποσού είχε ήδη αποδώσει μεγάλο κέρδος. Επίσης ο ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει ότι μετά την αποκάλυψη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε επενδύσει το ποσό αυτό και τις αντιδράσεις του μηνυτή, ο κατηγορούμενος, παρόντος και αυτού, υποσχέθηκε στο μηνυτή ότι θα λάμβανε δάνειο από την τράπεζα και θα του επέστρεφε τα χρήματα. Τα ανωτέρω, δεν μπορούν να αντικρούσουν οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίοι καταθέτουν ότι ουδέποτε καταβλήθηκαν τα χρήματα αυτά, ενόψει του ότι ο μάρτυρας Μ παρίστατο κατά την παράδοση τους, ενώ προκύπτουν και από άλλους μάρτυρες οι επισκέψεις του μηνυτή στα γραφεία της εταιρείας "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε.". Το χρηματικό ποσό που είχε δώσει ο μηνυτής στον κατηγορούμενο, ο τελευταίος το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Κατ' ακολουθία, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις που να στηρίζουν κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται σαυτόν. Τα ίδια αφού δέχθηκε και το εκκαλούμενο βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να δικαστεί για την πράξη αυτή στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 121/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κερκύρας αναφέρει ως χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης το μήνα Ιούνιο του έτους 2001 και σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε επακριβώς, που είναι και ο χρόνος κατά τον οποίο, σύμφωνα με την κατηγορία που του απάγγειλε ο ανακριτής, ο , κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το χρηματικό ποσό. Όμως, όπως προαναφέρθηκε από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι τα χρήματα δόθηκαν στον κατηγορούμενο την 4 Ιουλίου του έτους 2001 και ασφαλώς εντός των επόμενων ημερών που ο κατηγορούμενος έπρεπε να επενδύσει για λογαριασμό του μηνυτή το ποσό, αλλά δεν επένδυσε τούτο και το ιδιοποιήθηκε, τελέστηκε η υπεξαίρεση.
Συνεπώς, αναγκαία καθίσταται η μεταβολή της κατηγορίας για την οποία παραπέμπετε να δικαστεί ο κατηγορούμενος ως προς το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης, από το εσφαλμένο "το μήνα Ιούνιο του έτους 2001 και σε μη περαιτέρω επακριβώς κατά την ανάκριση διαπιστωθέντα χρόνο" στο ορθό "το μήνα Ιούλιο του έτους 2001 και σε μη περαιτέρω επακριβώς κατά την ανάκριση διαπιστωθέντα χρόνο, μετά τις 4-7-2001", η οποία μεταβολή είναι επιτρεπτή, καθόσον δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας από το διαφορετικό χρονικό προσδιορισμό της κατηγορίας, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν επιδρά επί της παραγραφής και δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξης. Ως προς το στοιχείο τούτο του χρόνου τελέσεως της πράξης πρέπει να διορθωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα στο σκεπτικό και διατακτικό του και να συμπληρωθεί ως προς την αιτιολογία του για το στοιχείο αυτό, διόρθωση που επιτρεπτά γίνεται από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο, εφόσον έχει ασκηθεί η κρινόμενη έφεση και η υπόθεση εκκρεμεί στο Συμβούλιο τούτο. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα με τη διόρθωση και συμπλήρωση που αναφέρονται ανωτέρω και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα, όπως άλλωστε προτείνει και ο Εισαγγελέας Εφετών Κερκύρας στην άνω πρόταση του στην οποία κατά τα λοιπά, ως νόμιμη και σύμφωνη με το αποδεικτικό υλικό το Συμβούλιο αναφέρεται. VI. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερομένου εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του για την αξιόποινη αυτή πράξη που προβλέπεται και τηρείται από τις διατάξεις του και 375 παρ.1, 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, είχε δε το δικαίωμα να μεταβάλλει τον χρόνο τέλεσης κατά τον παραπάνω τρόπο, αφού το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή ούτε στην ταυτότητα της πράξης ,ούτε στην παραγραφή. Ειδικότερα σε σχέση με τις προβαλλόμενες αιτιάσεις, αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά καθώς και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο Εφετών συνήγαγε αυτά και στήριξε την κρίση του ότι ο αναιρεσείων ενήργησε ως εντολοδόχος του παθόντος, και ότι με την ιδιότητά του αυτή ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ανωτέρω αναφερόμενο χρηματικό ποσό που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ β και δ ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί αναξιοπιστίας του εγκαλούντος και του παραπάνω μάρτυρα κατηγορίας και της διαφορετικής ουσιαστικής εκτίμησης, σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, υπό περιστάσεις που δεν συνιστούν δεδικασμένο, άλλων δικαστικών σχηματισμών, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και τις ουσιαστικές παραδοχές του Συμβουλίου Εφετών, δεν θεμελιώνουν λόγο αναίρεσης από τους αναφερόμενους περιοριστικώς στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ και είναι απαράδεκτες. Απαράδεκτος επίσης ως λόγος αναίρεσης είναι ο ισχυρισμός ότι στο πρόσωπο μέλους της συνθέσεως του Συμβουλίου Εφετών ,που εξέδωσε το παραπάνω βούλευμα ,συνέτρεχε λόγος εξαίρεσης ,δεδομένου ότι περιστατικό αυτό και αληθές υποτιθέμενο δεν θεμελιώνει κάποιον από τους λόγους αναιρέσεως του άρθρου 484 ΚΠΔ, αφού ο κατηγορούμενος αναιρεσείων δεν άσκησε το δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση. Πρέπει συνεπώς να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Ι.- Να απορριφθεί η από 12-2-2008 αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιό σας.
ΙΙ. Να απορριφθεί η με αριθμό 2/4-10-2007 αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ, κατά του 44/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας και

ΙΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον εγκαλούντα. Αθήνα 3 Μαρτίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 309 παρ.2 Κ.Π.Δ που εφαρμόζεται και στον Αρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 ΚΠΔ, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα του αναιρεσείοντος, διατυπούμενο κατά λέξη στο από 12-2-2008 υπόμνημά του ".. Επαναλαμβάνω το αίτημά μου να κληθώ και εμφανισθώ αυτοπροσώπως, όπως ο νόμος ορίζει ενώπιον υμών, ίνα διευκρινίσω κάθε τι, που αφορά την κατηγορία και τους λόγους της αναιρέσεώς μου ... "παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως και το υπόμνημα ο αναιρεσείων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών. 2. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν δε πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι, ολικά η μερικά, ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητά του ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη του ή χωρίς να υφίσταται άλλο νόμιμο δικαίωμα του δράστη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 375 του Π.Κ., μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, και ε) το πράγμα κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της βούλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Από τη διάταξη δε του άρθρου 719 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής και γι'αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 του Π.Κ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 17 ΠΚ ως χρόνος τελέσεως της πράξεως, από του οποίου άρχεται η προθεσμία παραγραφής κατά το άρθρο 112 του ιδίου Κώδικα, θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει όντος αδιαφόρου του χρόνου κατά τον οποίον επήλθε το αποτέλεσμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο χρονικός προσδιορισμός της εκδηλώσεως της ενέργειας του υπαιτίου, της συνεχόμενης μετά του εγκληματικού αποτελέσματος, ο οποίος αποτελεί πραγματικό περιστατικό, απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δυναμένου να καθορίσει χρόνο τελέσεως της πράξεως διάφορο του αναφερομένου στο κατηγορητήριο ή στο παραπεμπτικό βούλευμα. Επί εφέσεως κατά βουλεύματος, το συμβούλιο εφετών, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δύναται να καθορίσει χρόνο τελέσεως της πράξεως διάφορο του αναφερομένου στην απαγγελθείσα κατηγορία ή στο βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, χωρίς αυτός ο ακριβέστερος προσδιορισμός να αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας, η οποία συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περ. β' ΚΠΔ, εκτός αν ο διάφορος αυτός προσδιορισμός του χρόνου τελέσεως ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην επελθούσα ήδη παραγραφή του αξιοποίνου αυτής .Εξάλλου η απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα απ' αυτά ούτε και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της δικαστικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. Η ειδική αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που είναι εκείνοι που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής υπό την προϋπόθεση ότι προβάλλονται κατά τρόπο παραδεκτό και ορισμένο με όλα δηλαδή τα κατά νόμο αναγκαία για τη θεμελίωσή τους στοιχεία. Διαφορετικά δεν δημιουργείται υποχρέωση του Συμβουλίου να απαντήσει σε αυτούς, ούτε και να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Εξάλλου, η έλλειψη αξιολόγησης των αποδείξεων και η εσφαλμένη εκτίμηση αυτών δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά βουλευμάτων από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 του ΚΠΔ, αφού περί αυτών κρίνει κυριαρχικά το δικαστικό συμβούλιο, κάθε δε αιτίαση, διαλαμβανόμενη σε αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος, σχετική με την από το τελευταίο εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτη, διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του βουλεύματος, όχι δε και την ουσιαστική, σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, κρίση αυτού. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με δικές τους σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ανελέγκτως ότι "από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, την απολογία του κατηγορουμένου και τα υπομνήματα αυτού προκύπτουν τα ακόλουθα : "Ο μηνυτής Ψ, ο οποίος δραστηριοποιούνταν στην Κέρκυρα σε τουριστικές επιχειρήσεις, γνωρίστηκε
το έτος 2000 με τον κατηγορούμενο Χ, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. και
Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με
την επωνυμία "ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΕΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ". Μετά τη γνωριμία τους συνεχίστηκαν οι επαφές, οι σχέσεις τους έγιναν στενότερες και με την πάροδο του χρόνου ο κατηγορούμενος απέκτησε την εμπιστοσύνη του μηνυτή. Έτσι, μετά από συνεχείς συζητήσεις τους σχετικά με επενδύσεις χρημάτων στο χρηματιστήριο, τον Ιούνιο του έτους 2001 ο κατηγορούμενος πρότεινε στο μηνυτή να επενδύσει στο χρηματιστήριο σημαντικό χρηματικό ποσό μέσω της εταιρείας του "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε.", της οποίας αντικείμενο ήταν η λήψη και διαβίβαση εντολών αγοράς και πώλησης κινητών αξιών. Για να τον πείσει προς τούτο του δήλωσε ότι είχε πληροφορίες για μεγάλη άνοδο συγκεκριμένων μετοχών και ότι προσωπικά ο ίδιος θα ασχολείται με το χαρτοφυλάκιο του και θα τον συμβούλευε για τις κινήσεις που έπρεπε να κάνει. Μαυτό τον τρόπο τον έπεισε να αποφασίσει επένδυση ποσού 15 εκατομμυρίων δραχμών. Εκτός αυτού τον έπεισε ότι έπρεπε να συνάψει σχετική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών με την ανώνυμη εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.", με την οποία συνεργαζόταν η ανωτέρω εταιρεία του και να μεταφέρει το χαρτοφυλάκιο που διατηρούσε στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..."με 2588 μετοχές της "...", 870 μετοχές της "..." και 56 μετοχές της "..." στην ανωτέρω συνεργαζόμενη με την εταιρεία του χρηματιστηριακή εταιρεία. Την 4 Ιουλίου 2001 ο μηνυτήςυπέγραψε τα από την ημερομηνία αυτή έγγραφα πουαπαιτούνταν για την κατάρτιση της συμβάσεωςεπενδύσεως με την εταιρεία "SOLIDUS SECURITIESΑ.Χ.Ε.Π.Ε.Υ."καθώς και την από την ίδια ημερομηνία"σύμβαση παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης"με τηνεταιρεία "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε." και σχετική "ΥπεύθυνηΔήλωση και Εξουσιοδότηση"για την για λογαριασμό τουδιαβίβαση των εντολών αγοράς και πώλησης κινητώναξιών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνώνπρος τη χρηματιστηριακή εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.". Την ίδια ημέρα παρέδωσεστον κατηγορούμενο το ποσό των 15 εκατομμυρίωνδραχμών με την εντολή την άμεση επένδυση του σεμετοχές που κατά τις πληροφορίες του θα είχαν μεγάληαπόδοση. Το ποσό αυτό παραδόθηκε σε μετρητάχρήματα και δεν κατατέθηκε σε χρηματιστηριακόλογαριασμό του μηνυτή καθόσον μόλις τότε άρχιζαν οιδιαδικασίες ανοίγματος κωδικού για το μηνυτή στηχρηματιστηριακή εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.", ο δε κατηγορούμενος είχε πείσει το μηνυτή για την καταβολή του ώστε να επισπευτούν οιδιαδικασίες, να επενδυθεί έγκαιρα και να εκμεταλλευθούντην ευκαιρία της μεγάλης απόδοσης. Ως προς το ζήτημαπαραδόσεως του
χρηματικού ποσού των 15 εκατομμυρίων δραχμών σαφής είναι η κατάθεση του μάρτυρα Μ. Ο τελευταίος καταθέτει ότι στις αρχές Ιουλίου 2001 συνόδευσε το μηνυτή στο γραφείο του κατηγορούμενου και ο πρώτος παρέδωσε στο δεύτερο 15 εκατομμύρια δραχμές που μετέφερε σε μια τσάντα. Σε άλλη περικοπή της καταθέσεως του προσδιορίζει την ημέρα παραδόσεως των χρημάτων ότι είναι εκείνη της υπογραφής από το μηνυτή των συμβάσεων. Αυτή η κατάθεση του μάρτυρα δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα ο μηνυτής αναγράφει στη μήνυση του, δοθέντος ότι και σαυτή αναφέρεται ότι υπογράφηκαν οι συμβάσεις και καταβλήθηκαν τα χρήματα, ούτε προς την κατάθεση αυτού (μηνυτή) κατά την κύρια ανάκριση, καθόσον και στην τελευταία αναφέρεται ότι τα χρήματα καταβλήθηκαν στις αρχές (1 Ιουλίου 2001. Το κατατιθέμενο από το μηνυτή ότι λίγες ημέρες πριν υπογράψει τη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έδωσε τα χρήματα στον κατηγορούμενο, μολονότι διαφέρει από το περιεχόμενο της μηνύσεως και της καταθέσεως του μάρτυρα, δεν αρκεί να καταστήσει αναξιόπιστο το μάρτυρα και να αναιρέσει το γεγονός της καταβολής των χρημάτων με κρίση ότι μηνυτής και μάρτυρας ψεύδονται, ιδιαίτερα εν όψει της επιδράσεως του χρονικού διαστήματος που διέδραμε, αλλά και του ότι για το ζήτημα της ολοκληρώσεως της υπογραφής των συμβάσεων και της απαιτούμενης θεωρήσεως του γνησίου της υπογραφής αυτών αναγκάστηκε ο μηνυτής να μεταβεί στα γραφεία της εταιρείας "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε."δύο φορές, την πρώτη την 4.7.2001 και τη δεύτερη την 9.7.2001, λόγω παραλείψεως θεωρήσεως του γνησίου της υπογραφής σε όλα τα έγγραφα. Έτσι, όμως ευχερώς είναι δυνατόν να μην αποδοθούν επακριβώς οι ημερομηνίες ή να προσδιοριστούν με σαφήνεια χρονικά τα γεγονότα. Μετά το άνοιγμα του κωδικού του μηνυτή στη χρηματιστηριακή εταιρεία "SOLIDUS SECURITIES Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ."και ύστερα από προτροπή του κατηγορουμένου, ο μηνυτής κατέθεσε στο χρηματιστηριακό του λογαριασμό την 12.7.2001 ποσό 3000000 δραχμών και την 20.7.2001 ποσό 3500000 δραχμών, για να επενδυθεί σε αγορά μετοχών. Περί τα μέσα του έτους 2002, ο μηνυτής διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε επενδύσει το χρηματικό ποσό των 15 εκατομμυρίων δραχμών που κατά τανωτέρω του είχε παραδώσει με σχετική εντολή και είχε περιέλθει μαυτό τον τρόπο στην κατοχή του. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι του είχε δώσει ο μηνυτής το ποσό αυτό. Όμως, εκτός των όσων προαναφέρθηκαν, ο μηνυτής και ο μάρτυρας Μ καταθέτουν για τις ψευδείς και παραπλανητικές αναφορές του κατηγορουμένου ότι η επένδυση του ανωτέρω χρηματικού ποσού είχε ήδη αποδώσει μεγάλο κέρδος. Επίσης ο ανωτέρω μάρτυρας καταθέτει ότι μετά την αποκάλυψη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε επενδύσει το ποσό αυτό και τις αντιδράσεις του μηνυτή, ο κατηγορούμενος, παρόντος και αυτού, υποσχέθηκε στο μηνυτή ότι θα λάμβανε δάνειο από την τράπεζα και θα του επέστρεφε τα χρήματα. Τα ανωτέρω, δεν μπορούν να αντικρούσουν οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, οι οποίοι καταθέτουν ότι ουδέποτε καταβλήθηκαν τα χρήματα αυτά, ενόψει του ότι ο μάρτυρας Μ παρίστατο κατά την παράδοση τους, ενώ προκύπτουν και από άλλους μάρτυρες οι επισκέψεις του μηνυτή στα γραφεία της εταιρείας "ΕΞΕΛΙΞΗ Α.Ε.Λ.Δ.Ε.". Το χρηματικό ποσό που είχε δώσει ο μηνυτής στον κατηγορούμενο, ο τελευταίος το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Κατ' ακολουθία, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις που να στηρίζουν κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται σαυτόν. Τα ίδια αφού δέχθηκε και το εκκαλούμενο βούλευμα και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο να δικαστεί για την πράξη αυτή στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 121/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κερκύρας αναφέρει ως χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης το μήνα Ιούνιο του έτους 2001 και σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε επακριβώς, που είναι και ο χρόνος κατά τον οποίο, σύμφωνα με την κατηγορία που του απάγγειλε ο ανακριτής, ο, κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το χρηματικό ποσό. Όμως, όπως προαναφέρθηκε από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι τα χρήματα δόθηκαν στον κατηγορούμενο την 4 Ιουλίου του έτους 2001 και ασφαλώς εντός των επόμενων ημερών που ο κατηγορούμενος έπρεπε να επενδύσει για λογαριασμό του μηνυτή το ποσό, αλλά δεν επένδυσε τούτο και το ιδιοποιήθηκε, τελέστηκε η υπεξαίρεση.
Συνεπώς, αναγκαία καθίσταται η μεταβολή της κατηγορίας για την οποία παραπέμπετε να δικαστεί ο κατηγορούμενος ως προς το χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης, από το εσφαλμένο "το μήνα Ιούνιο του έτους 2001 και σε μη περαιτέρω επακριβώς κατά την ανάκριση διαπιστωθέντα χρόνο"στο ορθό "το μήνα Ιούλιο του έτους 2001 και σε μη περαιτέρω επακριβώς κατά την ανάκριση διαπιστωθέντα χρόνο, μετά τις 4-7-2001", η οποία μεταβολή είναι επιτρεπτή, καθόσον δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας από το διαφορετικό χρονικό προσδιορισμό της κατηγορίας, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν επιδρά επί της παραγραφής και δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της πράξης. Ως προς το στοιχείο τούτο του χρόνου τελέσεως της πράξης πρέπει να διορθωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα στο σκεπτικό και διατακτικό του και να συμπληρωθεί ως προς την αιτιολογία του για το στοιχείο αυτό, διόρθωση που επιτρεπτά γίνεται από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο, εφόσον έχει ασκηθεί η κρινόμενη έφεση και η υπόθεση εκκρεμεί στο Συμβούλιο τούτο. Επομένως, η έφεση πρέπει να απορριφθεί, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα με τη διόρθωση και συμπλήρωση που αναφέρονται ανωτέρω και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα, όπως άλλωστε προτείνει και ο Εισαγγελέας Εφετών Κερκύρας στην άνω πρόταση του στην οποία κατά τα λοιπά, ως νόμιμη και σύμφωνη με το αποδεικτικό υλικό το Συμβούλιο αναφέρεται". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι στοιχειοθετείται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της υπό του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ, προβλεπομένης αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, για την οποία υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι τη διέπραξε ο κατηγορούμενος και έτσι απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη την έφεσή του κατά του 121/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κερκύρας, που έκρινε ομοίως και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο για να δικασθεί για την παραπάνω πράξη . Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση που διενεργήθηκε και από τα οποία συνήγαγε τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της παραπάνω αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, την οποία ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο . Συγκεκριμένα αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα περιστατικά που προσδίδουν στην αξιόποινη πράξη κακουργηματικό χαρακτήρα (την ιδιότητα του κατηγορουμένου ως εντολοδόχου, στον οποίο ο μηνυτής είχε εμπιστευθεί το παραπάνω, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, χρηματικό ποσό), μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε αυτά, και παραθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επί πλέον το Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να μεταβάλλει τον χρόνο τέλεσης κατά τον παραπάνω τρόπο, αφού το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή ούτε στην ταυτότητα της πράξης, ούτε στην παραγραφή . Κατά συνέπεια είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του Κ.Ποιν.Δ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας νόμου, οι δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, εφόσον ο 'Αρειος Πάγος ελέγχει την νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως, από τους περιοριστικά αναφερομένους στη διάταξη του άρθρου 484 Κ.Ποιν.Δ., η εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Απαράδεκτος επίσης ως λόγος αναίρεσης είναι ο ισχυρισμός ότι στο πρόσωπο μέλους της συνθέσεως του Συμβουλίου Εφετών που εξέδωσε το παραπάνω βούλευμα συνέτρεχε λόγος εξαίρεσης, δεδομένου ότι το περιστατικό αυτό και αληθές υποτιθέμενο δεν θεμελιώνει κάποιον από τους λόγους του άρθρου 484 ΚΠΔ, αφού ο κατηγορούμενος -αναιρεσείων δεν άσκησε το δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση . Από τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι μόνο αν το συμβούλιο εφετών δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του προς παροχή διασαφήσεων ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ του ΚΠοινΔ και ιδρύονται λόγοι αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α και δ του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση το συμβούλιο εφετών έκρινε ότι δεν είναι αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ενώπιόν του προς παροχή διασαφήσεων και έτσι απέρριψε την σχετική αίτησή του για εμφάνιση. Την κρίση του αυτή στήριξε με δική του σκέψη στην επαρκή αιτιολογία ότι "...... ο κατηγορούμενος στην απολογία του, τα απολογητικά υπομνήματα αλλά και τα άλλα υπομνήματα που έχει υποβάλει, στα δικόγραφα της εφέσεως και της αιτήσεως αναιρέσεως, με πληρότητα, σαφήνεια και αναλυτικά αναπτύσσει την υπεράσπισή του και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο...". Έτσι δεν υπάρχει θέμα έλλειψης της προσήκουσας αιτιολογίας, ούτε θέμα απόλυτης ακυρότητας και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα.
4. Μετά ταύτα πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και ο αναιρεσείων να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-2-2008 αίτηση του Χ, για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Και
Απορρίπτει την υπ' αριθμ 2/4-10-2007 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 44/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ .

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1591/2008 - σελ.28

<< Επιστροφή