Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Στοιχεία κακουργηματικής απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ’ επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Αιτιολογία βουλεύματος. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.
Αριθμός 2690/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή και Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25.2.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 430/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 338/23.6.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία την υπ' αρ. 38/25-2-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ'αρ. 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αρ. 398/19-7-2007 έφεση του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αρ. 1969/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, που το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν τα 15.000 Ευρώ (ή 5.000.000 δρχ.) - αρ. 1, 13, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 79, 386 παρ. 1-3α ΠΚ ως ισχύει-Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως (δια της πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρυσάνθης Τσιμπινού, σύμφωνα με την από 21/2/2008 εξουσιοδότηση), εμπροθέσμως (βλ. τα από 15/2/2008 αποδεικτικά επίδοσης του προσβαλλομένου βουλεύματος στον κατηγορούμενο και τον αντίκλητο δικηγόρο του Ηλία Μαλεβίτη) και παραδεκτώς από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ. 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ) με την από 25/2/2008 δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου του Χρ. Τσιμπινού στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε νόμιμα η υπ'αρ. 38/25-2-2008 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή. Ως λόγος αναίρεσης προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλουν τα αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (αρ. 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ) - βλ. έκθεση αναίρεσης- Επειδή ο Άρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι'αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ 95, ΑΠ 990/80, ΑΠ. 88/82 κ.ά.).
Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στα πρακτικά και στην απόφαση αναφερόμενα (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι'αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α.). Έτσι και λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001 κ.ά.).
Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το Συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (βλ. ΑΠ 86782, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.) κλπ.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002 κ.ά.) -πράγμα και που πρακτικά δεν είναι δυνατό- ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (βλ. ΑΠ 1/2005 ολ, ΑΠ 159/2003, ΑΠ 1128/2002 κ.ά.) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγει το αποτέλεσμα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.).
Έτσι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα (αποδείξεις) από τα οποία προέκυψαν τα άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς-σκέψεις με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και ότι προέκυψαν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 861/2004, ΑΠ 234/2003, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 2413/2005, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 1269/2006 κ.ά.), όταν τουτέστιν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί πόθεν και πώς ήχθη ο δικαστής στο εξαχθέν συμπέρασμα. Βέβαια ελέγχει ο Άρειος Πάγος αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτά εκτίθενται, αντίκεινται στους κανόνες της κοινής λογικής, διότι άλλως το εξαχθέν συμπέρασμα θα εμφανίζεται να είναι προϊόν αυθαίρετης-εσφαλμένης κρίσης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτόν. Άλλο δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και άλλο αυθαίρετη εκτίμηση των αποδείξεων.
Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα τόσο με δικές του σκέψεις όσο και με συμπληρωματική υιοθέτηση της πρότασης του παρ'αυτώ εισαγγελέα δέχθηκε, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία λεπτομερώς αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος, ότι αποδίδεται στον κατηγορούμενο (αναιρεσείοντα) συνοπτικά ότι στο ... εντός του χρονικού διαστήματος από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο 2000 με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε την περιουσία άλλου πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 15.000 €, διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, στον πιο πάνω τόπο και χρόνο με σκοπό να αποκομίσει αυτός ο ίδιος και η εταιρία "... .... ΕΠΕ", παράνομο περιουσιακό όφελος (της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος) παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον ως άνω εγκαλούντα νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρίας "ΟΙΝΟΤΡΑΠΕΖΑ ΠΑΥΛΙΔΗΣ Α.Ε" ότι ο ίδιος και η εταιρία του είναι φερέγγυα, ότι η εταιρία του είχε μεγάλο κύκλο εργασιών, με αυξανόμενες πωλήσεις και δραστηριοποίηση όχι μόνο στην ..., αλλά και στην νήσο ..., ενώ, στην πραγματικότητα η εταιρία του αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα, εξ αιτίας των οποίων αδυνατούσε να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις της με τελικό αποτέλεσμα να κηρυχθεί σε πτώχευση μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τον ανωτέρω εγκαλούντα να πωλήσει στην εταιρία του εμπορεύματα συνολικής αξίας 30.000.000 δρχ. έναντι εξόφλησης των οποίων, κατέβαλε μόνο 5.000.000 δρχ. αποκομίζοντας αυτός και η εταιρία του το παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 25.000.000 δρχ. με αντίστοιχη βλάβη της περιουσίας της εταιρείας "ΟΙΝΟΤΡΑΠΕΖΑ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΑΕ". Την πράξη του δε αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση της προκύπτει σταθερή ροπή του για την διάπραξη της, ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Ο κατηγορούμενος με την έφεσή του ισχυρίζεται ότι εκτιμήθηκαν πλημμελώς τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διεξαχθείσα κυρία ανάκριση με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο ακροατήριο δυνάμει του εκκαλουμένου βουλεύματος το οποίο στερείται επαρκούς αιτιολογίας, κατά τους εν τη έφεση ισχυρισμούς του και αιτείται την κατ' ουσίαν παραδοχή της εφέσεως του ώστε να απαλλαγεί της σχετικής κατηγορίας.
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 § Ι ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: (α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι απαραίτητη και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, (β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παραγωγό, αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μείωσης ή χειροτέρευσης της περιουσίας του παθόντος (ΑΠ 2078/2005, Π.Χρ ΝΣΤΓ, 540, ΑΠ 1596/2005, Π.Χρ ΝΣΤ', 421, ΑΠ 1265/2005, Π.Χρ ΝΣΤ', 228). Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις η συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 1820/2003, Π.Χρ ΝΔ', 709, ΑΠ 224/2002, Π.Χρ ΝΓ', 907). Αθέμιτη δε παρασιώπηση συνιστά η παράλειψη ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, όταν από το νόμο ή τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργεια του δράστη υπάρχει υποχρέωση ανακοίνωσης αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοίνωσης μπορεί να θεμελιωθεί και στις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 του ΑΚ επιβαλλόμενη, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη συμπεριφορά στο συμβαλλόμενο, η οποία όμως πρέπει να αιτιολογείται (ΑΠ 293/2006, Π.Χρ ΝΣΤ', 883, ΑΠ 625/2005, Π.Χρ ΝΣΤ', 21). Έτσι γίνεται δεκτό ότι ο οφειλέτης όφειλε να ανακοινώσει στον εγγυητή την οικονομική κατάσταση του (ΑΠ 505/2000, ΠοινΔικ. 2000, 803), ο πτωχεύσας έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση σύμφωνα με τη αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών να γνωστοποιήσει τούτο στον αντισυμβαλλόμενο του (ΑΠ 1011/1980, Π.Χρ ΛΑ', 154, ΑΠ 810/1976, Π.Χρ ΚΖ', 236), την ίδια δε υποχρέωση έχει και ο τελών σε κατάσταση παύσης των πληρωμών (ΑΠ 1432/1986, ΝοΒ 1987, 52, ΑΠ 710/1976, Π.Χρ ΚΖ' 149, Χρ. Μυλωνόπουλου, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας· και της-περιουσίας, Αθήνα 2001, παρ. 844 και εκεί παραπομπές).
Αλλά και πέρα από το νόμο, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ανακοίνωσης μπορεί να πηγάζει και από σύμβαση και μάλιστα όχι μόνο όταν αναγράφεται ρητά σ' αυτή, αλλά και όταν μεταξύ των συμβαλλομένων έχει αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης, η οποία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει μεταξύ άλλων όταν υπάρχει μακρόχρονη συμβατική σχέση (συμβατική σχέση μείζονος διαρκείας, Χρ. Μυλωνόπουλου, όπ.π., παρ. 843). Κατά πάγια δε νομολογία, η παραδοχή περισσότερων από τους υπαλλακτικά μικτούς τρόπους για την τέλεση της απάτης δημιουργεί σοβαρή αντίφαση και ασάφεια γιατί η παραδοχή του ενός αναιρεί τον άλλον και καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο για το πώς τελέσθηκε η απάτη, το δε βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης λόγω εκ πλαγίου παραβίασης της ουσιαστικής διάταξης που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα (ενδεικτικά ΑΠ 1318/2001, Π.ΧΡ ΝΒ', 531, ΑΠ 1034/2000, Π.Χρ ΝΑ', 253). Σε περίπτωση δε που η παραπλάνηση επιτεύχθηκε με περισσότερους τρόπους πρέπει στην αιτιολογία να γίνεται διάκριση των γεγονότων που ο κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς και εκείνων που απόκρυψε ή παρασιώπησε (ΑΠ 1470/2003, Π.Χρ ΝΔ', 419, ΑΠ 1924, Π.Χρ ΜΗ', 648, ΑΠ 1174/1997, Π.Χρ ΜΗ', 407). Πρόσφατα πάντως η Αρεοπαγιτική νομολογία έχει αρχίσει να δέχεται ότι η αναφορά περισσότερων τρόπων τέλεσης (π.χ. με παράσταση και παρασιώπηση) δεν δημιουργεί ασάφεια ή αντίφαση, όταν προκύπτει ότι η πράξη τελέσθηκε με τον πρώτο τρόπο, η δε αναφορά του δεύτερου τρόπου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τέλεσης, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη, δηλαδή ότι οι παραστάσεις είναι ψευδείς (ΑΠ 1515/2001, Ποιν.Δικ. 2002, 114, ΑΠ 1318/2001, Π.Χρ ΝΒ', 532, Χρ. Μυλωνόπουλου, όπ.π., παρ. 860). Σε κάθε περίπτωση επιτρέπεται η παραδοχή άλλου εναλλακτικού τρόπου τέλεσης της πράξης αντί εκείνου για τον οποίο η παραπομπή (Εισ. ΑΠ Σακελλαρίου ΠΧρ Η', 478). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (όπως αντικ. με αρθρ. 1 § 11 Ν. 2408/1996), αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Έως τις 4-6-1996, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Ν. 2408/1996, το εννοιολογικό περιεχόμενο της κατ' επάγγελμα τέλεσης του εγκλήματος δεν είχε προσδιοριστεί με διάταξη νόμου. Μετά την προσθήκη στο αρθρ. 13 ΠΚ του στοιχ. στ' με αρθρ. 1 § 1 Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τέλεσης ενός εγκλήματος, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 1820/2003, ό.π., ΑΠ 573/2003, Π.Χρ ΝΔ', 123, ΑΠ 2200/2002, Π.Χρ ΝΓ' 762). Ακολούθως όμως, η παράγραφος 3 του άρθρου 386 ΠΚ αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 14§4 Ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: (α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή (β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ή ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ - η μετατροπή των δραχμικών ποσών σε ευρώ έγινε με τα άρθρα 3 § 1, 4 και 5 Ν. 2943/2001).
Περαιτέρω από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την κυρία ανάκριση και ειδικότερα την έγκληση, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανώμοτη κατάθεση του μάρτυρα .... και τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με την ανώμοτη κατάθεση του εγκαλούμενου και την απολογία του κατηγορουμένου Χ και το απολογητικό του υπόμνημα προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος Χ μέχρι το έτος 1999 διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας οίνων και ποτών στο ..... Κατ' έτος 2000 με την αδερφή του συνέστησαν εταιρία περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία ".... ΕΠΕ" και έδρα το ... με όμοιο αντικείμενο εμπορίας προς την ατομική που είχε ο κατηγορούμενος δε ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της. Ανάμεσα στον μηνυτή Ψ, που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΙΝΟΤΡΑΠΕΖΑ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΑΕ" και έδρα το .... και τον κατηγορούμενο υπήρχε συνεργασία από δωδεκαετίας περίπου κατά τα τελευταία δε δύο έτη αυτής (1999-2000) η εταιρία του μηνυτή προμήθευε την εταιρία του κατηγορουμένου, η οποία σε σχέση με την εταιρία "ΟΙΝΟΤΡΑΠΕΖΑ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΑΕ" πραγματοποιούσε τζίρο της τάξης των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δρχ. ετησίως, δηλαδή πολύ μεγαλύτερης αξίας σε σχέση με εκείνο της ατομικής επιχείρησης του κατηγορουμένου, που ανερχόταν το πολύ σε (2.000.000) δύο εκατομμύρια δρχ. για το ίδιο χρονικό διάστημα. Η εταιρία ".... ΕΠΕ" γενικότερα από της ιδρύσεως της φαίνεται να πραγματοποιεί αγορές αξίας πολλαπλάσιας σε σχέση με τις αντίστοιχες της ατομικής επιχείρησης του κατηγορουμένου, εμφανίζει δε οφειλές προς τρίτους υψηλές χωρίς να αποδεικνύεται ότι έχει απαιτήσεις από τρίτους και καθ' όμοιο τρόπο, ως προαναφέρθηκε αύξησε το ύψος των προμηθειών της και από την εταιρία του μηνυτή, προς τον οποίο απέκρυψε την δεινή οικονομική του κατάσταση, πείθοντας τον ότι είναι αξιόπιστος επιχειρηματίας, φερέγγυος ότι η νέα του εταιρία έχει επεκτείνει τις δραστηριότητες του σε νέους τομείς και νέες αγορές, όπως της νήσου ..., ενώ στην πραγματικότητα η ήδη κλονισμένη οικονομική κατάσταση της εταιρείας του επιδεινώνεται κατ' έτος 2000 εκ του γεγονότος ότι κατά σύστημα ο κατηγορούμενος πέραν της επιδίκου περιπτώσεως προμηθεύεται προϊόντα από τρίτους εκδίδοντας προς εξόφληση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές που στην αρχή μόνο πληρώνει κανονικά. Έτσι φαίνεται να οφείλει 4.000.000 δρχ. (από συναλλαγματικές εκδόσεως του 20.2.2000 και λήξεως 20.4.2000 και 20.5.2000) στον .... για τις οποίες εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής, 250.000.000 δρχ., στην εταιρία "ΑΦΟΙ ΜΙΧΑΛΑΚΗ Α.Β.Ε.Ε.", 50.000.000 δρχ. στην εταιρία "Κόνδωρας ΑΕ" μισθώματα για το μίσθιο όπου ασκούσε την εμπορία της η εταιρία του κατηγορουμένου κηρύσσεται δε με αίτηση του ως άνω ... προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε κατάσταση πτώχευσης η ως άνω εταιρία του κατηγορουμένου με την 663/2001 απόφαση του δικαστηρίου αυτού οριζομένου δια ταύτης ως χρόνου παύσεως των πληρωμών των 20.4.2000. Παρότι λοιπόν από 20.4.2000 βρίσκεται σε κατάσταση παύσεως πληρωμών, ο κατηγορούμενος συνεχίζει να παραγγέλνει εμπορεύματα από τον μηνυτή συνολικής αξίας τριάντα εκατομμυρίων δρχ. (30.000.000 δρχ.) (βλ. σχετικά δελτία αποστολής στη δικογραφία) χωρίς να ενημερώσει τον μηνυτή για την δεινότατη πλέον οικονομική του κατάσταση και την πλήρη αδυναμία του να εξοφλήσει το τίμημα των ως άνω παραγγελιών, όπερ όφειλε να πράξει και λόγω της εκ της μακράς συνεργασίας τους (μηνυτή-κατηγορουμένου) διαμορφωθείσας ευλόγως, σχέσης εμπιστοσύνης και διότι η εντιμότητα και η ευθύτητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές επιτάσσουν την ενημέρωση του αντισυμβαλλόμενου - μηνυτή περί της αδυναμίας πλέον λόγω επελθούσας κατάστασης παύσεως των πληρωμών του να εξοφλήσει τον τελευταίο. Αντ' αυτού εκδίδει προς κάλυψη του ως άνω τιμήματος σειρά επιταγών που κατά την ημεροχρονολογία πληρωμής του βρέθηκαν ακάλυπτες. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου "περί ατυχών συναλλαγών του" με πελάτες του τον ... και .... εκ των οποίων απώλεσε 100.631.365 και 31.315.651 δρχ. αντίστοιχα, εκ της οποίας μόνης αιτίας οδηγήθηκε σε κατάσταση παύσης των πληρωμών και κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι σε χρόνο σύγχρονο με την επίδικη συναλλαγή δημιούργησε κατά πολύ υπέρτερα των ως άνω απαιτήσεων χρέη και απέσπασε με την ίδια μεθοδολογία που ακολούθησε και στην περίπτωση τόσο του μηνυτή όσο και των λοιπών προαναφερθεισών συναλλαγών του, εμπορεύματα μεγάλης αξίας από τρίτους εμπόρους, όπως από την εταιρία "ΑΦΟΙ MIXAΛΑKH ΑΒΕΕ" αξίας 76.292.604 δρχ. (Νοέμβριο 2000), εμπορεύματα επίσης αξίας 35.000.000 δρχ. (1-8 Δεκεμβρίου 2000) και εμπορεύματα αξίας 108.601.840 δρχ. (Δεκέμβριο 2000), για την οποία τελευταία περίπτωση παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με το 111/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που επικύρωσε το 2193/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επίσης είχε οφειλές και σε άλλες εταιρείες, ως στην "ΔΙΑΝΟΜΗ ΑΕ" "ΜΑΡΙΓΩΝΗΣ ΑΕ", "ΕΠΟΜ. ΑΕ", συνολικού ύψους 200.000.000 δρχ.
Εξ όλων των στοιχείων της δικογραφίας συνάγεται, αφενός μεν ότι ο μηνυτής αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση του κατηγορουμένου και της εταιρείας του, εν ουδεμία περιπτώσει θα του πουλούσε τα επίδικα εμπορεύματα υφιστάμενος τουλάχιστον κατά το ισόποσο της αξίας τους ζημία, αφετέρου ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ενεργώντας βάσει σχεδίου οργανωμένου που στόχευε στην δια σταδιακών συναλλαγών, να διαμορφώσει σχέση εμπιστοσύνης βασισμένη και στις απατηλές του διαβεβαιώσεις περί ανοίγματος κύκλου εργασιών της εταιρίας του σε νέες αγορές και με σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείου της προσωπικότητας του, συναγόμενα από την επανειλημμένη τέλεση της ίδιας πράξης σε βάρος όλων των προαναφερθέντων παθόντων με κορύφωση της ως άνω αξιόποινης δράσης του την περίοδο Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς (2000-2001), όπου ένα κατάστημα εμφανίζεται πλήρες προϊόντων έως 31.12.2000 και μετά δύο μόλις ημέρες παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης, ενδεικτικό της μεθοδευμένης δράσης του προς πορισμό εισοδήματος επί αντιστοιχώ ζημία όλων των εξαπατηθέντων προμηθευτών μεθ' ών και ο μηνυτής.
Ύστερα από όλα τα παραπάνω το Συμβούλιο κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς και ενδείξεις που μπορούν να στηρίζουν δημόσια σε βάρος του κατηγορουμένου εκκαλούντος κατηγορία για την αξιόποινη πράξη που του αποδίδεται και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίο με το προσβαλλόμενο βούλευμα του αποφάνθηκε την παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την πράξη που κατηγορείται, ορθώς εξετίμησε τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία και επαρκώς αιτιολογημένα κατέληξε στην παραπεμπτική του κρίση, των περί του αντιθέτου δε, στην υπό κρίση έφεση, ισχυρισμών του εκκαλούντος κατηγορουμένου απορριπτομένων ως ουσία αβασίμων. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και πειστικότητα, χωρίς ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρ. 1, 13, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1-3α' ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε στη προκειμένη περίπτωση.
Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, ο δε εξ αυτών κατά το μέρος με το οποίο, με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου επί της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμησή τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση (αρ. 484 παρ. 2 ΚΠΔ), πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα νόμιμα δικαστικά έξοδα (αρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ ως ισχύει).
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 38/25-2-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ'αριθμ. 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 30 Απριλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΜιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη 38/25-2-2008 έκθεση αναίρεσης του Χ, κατά του 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η 398/19-7-2007 έφεσή του, κατά του 1969/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, που το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία, υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ (ή 5.000.000 δρχ), ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 13 περ. στ, 26 § 1α, 27 § 1, και 386 § 3α -1 του ΠΚ, όπως η § 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του ν. 2721/1999, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. II. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη παράλειψη ανοχή σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός. Για την κακουργηματική μορφή τη απάτης απαιτείτο επιπλέον, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε αυτός, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Κατά την έννοια της άνω διάταξης ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή υπάρχουν τουλάχιστον στο παρόν ή συμβαίνουν τη στιγμή της βεβαιώσεως, δηλ. κάθε συμβάν (κατάσταση, σχέση, συμπεριφορά) που αναφέρεται η προσωπική κατάσταση λ.χ. φερεγγυότητα κλπ του δράστη ή άλλου. Η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής σε μελλοντικό χρόνο συνδυαζόμενη με ψευδή παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως είναι η ενδιάθετη πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει την συμβατική υποχρέωσή του στο μέλλον, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και άρα με αυτήν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης, αφού στη περίπτωση αυτή ανακύπτει μόνον αστική διαφορά, για το λόγο ότι η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής στο μέλλον με την πρόθεση αθετήσεως της, δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίνεται. Όταν όμως οι υποσχέσεις και οι συμβατικές υποχρεώσεις συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Χρόνος τελέσεως της απάτης είναι ο χρόνος κα κατά τον οποίο ο υπαίτιος, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τέλεσης του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου.
Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "...Ο κατηγορούμενος Χ μέχρι το έτος 1999 διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας οίνων και ποτών στο ... ... και επί της .... Κατ' έτος 2000 με την αδερφή του συνέστησαν εταιρία περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... ΕΠΕ" και έδρα το ... με όμοιο αντικείμενο εμπορίας προς την ατομική που είχε, ο κατηγορούμενος δε ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος της. Ανάμεσα στον μηνυτή Ψ, που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΙΝΟΤΡΑΠΕΖΑ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΑΕ" και έδρα το ... και τον κατηγορούμενο υπήρχε συνεργασία από δωδεκαετίας περίπου κατά τα τελευταία δε δύο έτη αυτής (1999-2000) η εταιρία του μηνυτή προμήθευε την εταιρία του κατηγορουμένου, η οποία σε σχέση με την εταιρία "ΟΙΝΟΤΡΑΠΕΖΑ ΠΑΥΛΙΔΗΣ ΑΕ" πραγματοποιούσε τζίρο της τάξης των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δρχ. ετησίως, δηλαδή πολύ μεγαλύτερης αξίας σε σχέση με εκείνο της ατομικής επιχείρησης του κατηγορουμένου, που ανερχόταν το πολύ σε (2.000.000) δύο εκατομμύρια δρχ. για το ίδιο χρονικό διάστημα. Η εταιρία "... ΕΠΕ" γενικότερα από της ιδρύσεως της φαίνεται να πραγματοποιεί αγορές αξίας πολλαπλάσιας σε σχέση με τις αντίστοιχες της ατομικής επιχείρησης του κατηγορουμένου, εμφανίζει δε οφειλές προς τρίτους υψηλές χωρίς να αποδεικνύεται ότι έχει απαιτήσεις από τρίτους και καθ' όμοιο τρόπο, ως προαναφέρθηκε αύξησε το ύψος των προμηθειών της και από την εταιρία του μηνυτή, προς τον οποίο απέκρυψε την δεινή οικονομική του κατάσταση, πείθοντάς τον ότι είναι αξιόπιστος επιχειρηματίας, φερέγγυος ότι η νέα του εταιρία έχει επεκτείνει τις δραστηριότητες του σε νέους τομείς και νέες αγορές, όπως της νήσου ..., ενώ στην πραγματικότητα η ήδη κλονισμένη οικονομική κατάσταση της εταιρείας του επιδεινώνεται κατ' έτος 2000 εκ του γεγονότος ότι κατά σύστημα ο κατηγορούμενος πέραν της επιδίκου περιπτώσεως προμηθεύεται προϊόντα από τρίτους εκδίδοντας προς εξόφληση του τιμήματος μεταχρονολογημένες επιταγές που στην αρχή μόνο πληρώνει κανονικά. Έτσι φαίνεται να οφείλει 4.000.000 δρχ. (από συναλλαγματικές εκδόσεως του 20.2.2000 και λήξεως 20.4.2000 και 20.5.2000) στον ... για τις οποίες εκδόθηκαν διαταγές πληρωμής, 250.000.000 δρχ., στην εταιρία "ΑΦΟΙ ΜΙΧΑΛΑΚΗ Α.Β.Ε.Ε.", 50.000.000 δρχ. στην εταιρία "Κόνδωρας ΑΕ" μισθώματα για το μίσθιο όπου ασκούσε την εμπορία της η εταιρία του κατηγορουμένου, κηρύσσεται δε με αίτηση του ως άνω ... προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών σε κατάσταση πτώχευσης η ως άνω εταιρία του κατηγορουμένου με την 663/2001 απόφαση του δικαστηρίου αυτού οριζομένου δια ταύτης ως χρόνου παύσεως των πληρωμών την 20.4.2000. Παρότι λοιπόν από 20.4.2000 βρίσκεται σε κατάσταση παύσεως πληρωμών, ο κατηγορούμενος συνεχίζει να παραγγέλνει εμπορεύματα από τον μηνυτή συνολικής αξίας τριάντα εκατομμυρίων δρχ. (30.000.000 δρχ.) (βλ. σχετικά δελτία αποστολής στη δικογραφία) χωρίς να ενημερώσει τον μηνυτή για την δεινότατη πλέον οικονομική του κατάσταση και την πλήρη αδυναμία του να εξοφλήσει το τίμημα των ως άνω παραγγελιών, όπερ όφειλε να πράξει και λόγω της εκ της μακράς συνεργασίας τους (μηνυτή-κατηγορουμένου) διαμορφωθείσας ευλόγως, σχέσης εμπιστοσύνης και διότι η εντιμότητα και η ευθύτητα που επιβάλλεται στις συναλλαγές επιτάσσουν την ενημέρωση του αντισυμβαλλόμενου - μηνυτή περί της αδυναμίας πλέον λόγω επελθούσας κατάστασης παύσεως των πληρωμών του να εξοφλήσει τον τελευταίο. Αντ' αυτού εκδίδει προς κάλυψη του ως άνω τιμήματος σειρά επιταγών που κατά την ημεροχρονολογία πληρωμής του βρέθηκαν ακάλυπτες. Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου "περί ατυχών συναλλαγών του" με πελάτες του τον ... και ... εκ των οποίων απώλεσε 100.631.365 και 31.315.651 δρχ. αντίστοιχα, εκ της οποίας μόνης αιτίας οδηγήθηκε σε κατάσταση παύσης των πληρωμών και κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι σε χρόνο σύγχρονο με την επίδικη συναλλαγή δημιούργησε κατά πολύ υπέρτερα των ως άνω απαιτήσεων χρέη και απέσπασε με την ίδια μεθοδολογία που ακολούθησε και στην περίπτωση τόσο του μηνυτή όσο και των λοιπών προαναφερθεισών συναλλαγών του, εμπορεύματα μεγάλης αξίας από τρίτους εμπόρους, όπως από την εταιρία "ΑΦΟΙ MIXAΛΑKH ΑΒΕΕ" αξίας 76.292.604 δρχ. (Νοέμβριο 2000), εμπορεύματα επίσης αξίας 35.000.000 δρχ. (1-8 Δεκεμβρίου 2000) και εμπορεύματα αξίας 108.601.840 δρχ. (Δεκέμβριο 2000), για την οποία τελευταία περίπτωση παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικαστεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με το 111/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που επικύρωσε το 2193/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Επίσης είχε οφειλές και σε άλλες εταιρείες, ως στην "ΔΙΑΝΟΜΗ ΑΕ" "ΜΑΡΙΓΩΝΗΣ ΑΕ", "ΕΠΟΜ. ΑΕ", συνολικού ύψους 200.000.000 δρχ. Εξ όλων των στοιχείων της δικογραφίας συνάγεται, αφενός μεν ότι ο μηνυτής αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση του κατηγορουμένου και της εταιρείας του, εν ουδεμία περιπτώσει θα του πουλούσε τα επίδικα εμπορεύματα υφιστάμενος τουλάχιστον κατά το ισόποσο της αξίας τους ζημία, αφετέρου ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ενεργώντας βάσει σχεδίου οργανωμένου που στόχευε στην δια σταδιακών συναλλαγών, να διαμορφώσει σχέση εμπιστοσύνης βασισμένη και στις απατηλές του διαβεβαιώσεις περί ανοίγματος κύκλου εργασιών της εταιρίας του σε νέες αγορές και με σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείου της προσωπικότητας του, συναγόμενα από την επανειλημμένη τέλεση της ίδιας πράξης σε βάρος όλων των προαναφερθέντων παθόντων με κορύφωση της ως άνω αξιόποινης δράσης του την περίοδο Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς (2000-2001), όπου ένα κατάστημα εμφανίζεται πλήρες προϊόντων έως 31.12.2000 και μετά δύο μόλις ημέρες παρουσιάζει εικόνα εγκατάλειψης, ενδεικτικό της μεθοδευμένης δράσης του προς πορισμό εισοδήματος επί αντιστοίχω ζημία όλων των εξαπατηθέντων προμηθευτών μεθ' ών και ο μηνυτής.....".
I
ΙΙ. Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, (άρθρα 13στ, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, 386 παρ.3α-1 ΠΚ). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 1969/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το ίδιο Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση του αυτή, αφού, με δικές του σκέψεις, εξετίμησε όλα τα αναφερόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντα στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13γ, 26 παρ.1α, 27 παρ.1α, και 386 παρ.3α-1 ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές του περιέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ 'επάγγελμα τέλεσης της κακουργηματικής πράξεως της απάτης που του αποδίδεται. Επίσης το Συμβούλιο Εφετών με τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενου βουλεύματος πιο πάνω παραδοχές του, μεταξύ των οποίων και ότι ο αναιρεσείων, αν και γνώριζε ότι από 20.4.2000 βρισκόταν σε κατάσταση παύσεως πληρωμών, συνέχιζε να παραγγέλνει εμπορεύματα από τον μηνυτή, συνολικής αξίας τριάντα εκατομμυρίων δρχ. και αντί να τον ενημερώσει για την αδυναμία του να το εξοφλήσει, εξέδιδε επιταγές που βρέθηκαν ακάλυπτες, και ότι η επιγενόμενη πτώχευση αυτού δεν οφειλόταν στις "ατυχείς συναλλαγές του" με πελάτες του (... και ...), αλλά στη γενικότερη περιγραφόμενη στο βούλευμα δόλια αυτού συμπεριφορά, αιτιολόγησε πλήρως την απόρριψη του αρνητικού της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι η μη καταβολή των οφειλόμενων στον εγκαλούντα χρηματικών ποσών, οφειλόταν στην νομική αδυναμία αυτού να τα καταβάλει, διότι περιήλθε σε κατάσταση πτωχεύσεως. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών. Μετά από αυτά, και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 38/25-2-2008 έκθεση αναίρεσης του Χ, για αναίρεση του 150/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Δεκεμβρίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ