Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2436 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση, Τοκογλυφία.




Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης. Υπάρχει ειδική αιτιολογία της πράξης κατ’ εξακολούθηση και της συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων. Δυνατή η σώρευση και των δύο επιβαρυντικών περιστάσεων. Η προεξόφληση επιταγών και συναλλαγματικών τρίτων συνιστά χρηματικό δάνειο. Τοκογλυφικά ωφελήματα είναι και οι τόκοι που ενσωματώνονται στα αξιόγραφα. Επιτρεπτή η συμπληρωματική και όχι καθολική αναφορά και στην εισαγγελική πρόταση του πρωτόδικου βουλεύματος, στην οποία αναφέρεται η εισαγγελική πρόταση στο δεύτερο βαθμό (ΑΠ 807/2008).





Αριθμός 2436/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του με αριθμό 45/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 408/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 264/20.5.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' αρθρ 485 & 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 32/19-2-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του με αριθμ. 45/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 603/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 2894/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο με δήλωσή του προς τον Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένο λόγο της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 εδ. ε. και δ ΚΠΔ). Ο οποίος συνίσταται στο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας στο σύνολο του άλλα και στο μέρος το αναφερόμενο στην κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξης. Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Κατά το άρθρο 404 ΠΚ όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 του ν. 2721/1999, (ΦΕΚ 112Α 3-6-1999) στις παραγράφους 1, 2 περ. α' αντιστοίχως, ότι "όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης .... τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή", ότι "με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου". Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, και ειδικότερα εκείνης του άρθρου 404 παρ. 2 περ. α' ΠΚ, προκύπτει, ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας, που υπερβαίνει το νόμιμο τόκο, θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής συμβάσεως, και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο, ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Θεωρείται, τέλος, λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη αυτής. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ., όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 24 Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' εδ. α' Π.Κ., προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορές, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (Π.Κ. 98), το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενυπάρχει το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξάλλου κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. (ΑΠ 1277/1998 ΠΧ ΜΘ-113, Α Π 1799 ΑΠ 1603/1996 Π Χ ΜΖ-1019 ). Εξ ετέρου έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που θεμελιώνει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως, υπάρχει, όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει και για την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξης , όταν από το νόμο ορίζεται ως επιβαρυντική περίσταση της πράξεως και τη δέχεται το δικαστήριο. Πρέπει δε να διευκρινίζεται και να προκύπτει σαφώς από την απόφαση αν το δικαστήριο δέχεται και τις δύο αυτές επιβαρυντικές περιπτώσεις ή μόνο τη μία εξ αυτών και ποία. Στην προκειμένη περίπτωση από τα ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από το Συμβούλιο Εφετών πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι κατά του αναιρεσείοντα, ασκήθηκε ποινική δίωξη για κακουργηματική τοκογλυφία συνισταμένη στο ότι ο αναιρεσείων συμφώνησε με τον εγκαλούντα και του δάνεισε ποσό 4.000.000 δρχ. για ένα έτος και εισέπραξε για το δάνειο αυτό τοκογλυφικά ωφελήματα τον Νοέμβριο του 1999 ποσό 1.920.000 τουτέστιν με ποσοστό τόκου 48% ετησίως αντί του νομίμου 19%. Περαιτέρω με την μέθοδο της προεξόφλησης αξιογράφων, επιταγών (σπάσιμο επιταγών) και προεξόφληση συναλλαγματικών σε πάνω από 20 περιπτώσεις οι οποίες αναφέρονται λεπτομερώς κατά τα στοιχεία τους στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο αναιρεσείων προέβη σε προεξόφληση αξιογράφων και με ποσοστό τόκου προεξόφλησης πολύ μεγαλύτερου του νομίμου, τα ποσοστά, και τα αντίστοιχα ποσά αναφέρονται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα, και εισέπραξε από την τοκογλυφική του δραστηριότητα ποσά άνω των 455.327 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων προς παραπομπή του κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους κατέληξε στην απαλλακτική κρίση του για την παράβαση του άρθρου 404 Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, απορριπτομένων των περί αντιθέτου αιτιάσεων του αναιρεσείοντα γιατί προκύπτουν λεπτομερώς τόσο οι τοκογλυφικές πράξεις , όσο και τα ποσοστά τόκου κατά περίπτωση όπως και τα τοκογλυφικά ωφελήματα τα οποία εισέπραξε ο αναιρεσείων τόσο κατά περίπτωση όσο και κατά το σύνολο. Απορριπτομένων των αιτιάσεων του αναιρεσείοντα περί του ότι στο προσβαλλόμενο δεν εκτίθενται περιστατικά για την συγκεκριμενοποίηση της τοκογλυφικής του δραστηριότητας όσο και για την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξης αυτής καθ' όσον από αναφερθέντα αριθμό των τοκογλυφικών πράξεων που υπερβαίνουν όπως αναφέρθηκε και παραπάνω τις είκοσι περιπτώσεις προέκυψε ανενδοίαστα η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξης αυτής και από την οποία ο αναιρεσείων είχε σταθερό και συνεχές εισόδημα. Δια ταύτα Προτείνω Α. Να απορριφθεί η με αριθμ. 32/19-2-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του με αριθμ. 45/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα. Αθήνα την 15-4-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η με αρ. 32/19-2-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, στρεφόμενη κατά του με αρ. 45/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεσή του κατά του με αρ. 2894/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ.α' και 484 παρ.1 του ΚΠοινΔ), γιαυτό δε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητα της.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ.α' του ΠΚ., τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον, περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.8 εδ. β' του ν.2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ.1 και 2 κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή με προεξόφληση αξιόγραφων, ως και η παραλαβή αξιόγραφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται να επακολουθεί και η είσπραξη του αναγραφόμενου σε αυτά ποσού. Κατ' επάγγελμα δε θεωρείται ότι πράττει ο δράστης τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Τούτο δε συμβαίνει στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (ΠΚ 98), γιατί ενυπάρχει το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά και όταν τελεί μία πράξη, αλλά από την τέλεση αυτής, ενόψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος βάσει σχεδίου. Δεν απαιτείται δε προηγούμενη καταδίκη του δράστη νια το αδίκημα αυτό. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Είναι δε επιτρεπτή η σώρευση και των δύο αυτών επιβαρυντικών περιστάσεων. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σε αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, που έχει ενσωματωθεί στο βούλευμα και στην οποία αναφέρονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών γνώρισε τον μηνυτή το 1997, όταν του εκμίσθωσε ένα διαμέρισμά του στην ..., το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον Ψ ως γραφείο της επαγγελματικής του δραστηριότητος. Στη συνέχεια ακολούθησε σειρά δανειοδοτήσεων από τον εκκαλούντα προς τον μηνυτή, για την οποία δανειοδότηση ο μεν πρώτος υποστηρίζει ότι λάμβανε το νόμιμο τόκο, ενώ ο δεύτερος ότι για τη δανειοδότηση αυτή πλήρωνε τόκο 4% το μήνα, γεγονός που επιβεβαιώνει κατά βάση και ο μάρτυρας Ζ. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εκκαλούντα, όπως αυτοί προκύπτουν από τα στοιχεία που ο ίδιος προσκόμισε και ιδίως από την από 28-7-2003 μήνυσή του κατά του Ψ, το 1998 δάνεισε στον μηνυτή το ποσό των 4.000.000 δρχ. το οποίο και επέστρεψε ο τελευταίος με αξιόγραφο, με το νόμιμο τόκο περί το τέλος του 1999. Ακολούθησε νέα δανειοδότηση του μηνυτή από τον εκκαλούντα το 1999 με το ποσό των 10.000.000 δρχ. το οποίο και επεστράφη με αξιόγραφα και με το νόμιμο τόκο το 2000, για οποίο και επεστράφη με αξιόγραφα και να ακολουθήσει νέο δάνειο το 2001,ύψους 70.000.000 δρχ. το οποίο και επεστράφη με αξιόγραφα και με το νόμιμο τόκο, από τον Ψ. Όπως δε με σαφήνεια αναφέρει ο τελευταίος στην από 28-7-2003 μήνυσή του κατά του Ψ, τον Οκτώβριο του 2002 ο τελευταίος του ζήτησε νέο μεγαλύτερο δάνειο και μάλιστα ότι του είπε να του δανείσει όχι μόνο τις δικές του οικονομίες αλλά να του βρει χρήματα και από άλλους. Πράγματι ο εκκαλών δανείστηκε χρήματα και από το οικογενειακό του περιβάλλον για να δανείσει με τη σειρά του - μαζί με τις δικές του οικονομίες - τον Ψ. Το τελευταίο αυτό δάνειο ήταν συνολικού ύψους 329.487,00 ευρώ και για την πληρωμή του ο τελευταίος παρέδωσε στον εκκαλούντα αξιόγραφα τα οποία ήταν πλαστά και φυσικά δεν πληρώθηκαν ποτέ, παρά το γεγονός ότι ο ανωτέρω Ψ παραδέχθηκε με επιστολή του προς τον εκκαλούντα την τελευταία αυτή οφειλή του. Με βάση την τελευταία αυτή συμπεριφορά του ο ανωτέρω Ψ,παραπέμφθηκε με το υπ' αρ. 2198/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία και ότι η κρινόμενη σε βάρος του μήνυση για τοκογλυφία αποτελεί στην ουσία ισχυρισμό που αποβλέπει στην υπεράσπιση του για τις ανωτέρω πράξεις. Υποστηρίζει δε ο εκκαλών ότι ο ισχυρισμός αυτός κρίθηκε ως ψευδής με το υπ' αρ. 2198/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και προς απόδειξη του δικού του ισχυρισμού, ότι δηλαδή δεν έλαβε ποτέ τους τοκογλυφικούς τόκους που το εκκαλούμενο βούλευμα αναφέρει, ζητά να ανοιχθούν οι λογαριασμοί του στα πιστωτικά ιδρύματα για να διαπιστωθεί ότι ουδέποτε έλαβε τους τοκογλυφικούς αυτούς τόκους. Αξιολογώντας τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν, καταλήγομε στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του εκκαλούντα, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι πληρεί την ειδική υπόσταση της πράξης της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια κατ' εξακολούθηση (άρθρα 1, 13γ', στ', 14, 26§1,27§1 98 και 404§§3, 2-1 ΠΚ, όπως το άρθρο 404 αντικ. με το άρθρο 14 Ν. 2721/1999), πράξη, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 1999 έως το τέλος του 2002, δεδομένου ότι και ο ίδιος δεν αρνείται την δανειοδότηση και την δια των αξιόγραφων εξόφληση, γεγονός το οποίο δείχνει ότι έλαβε, αλλά και απέβλεπε σε τοκογλυφικά ωφελήματα. Το προαναφερθέν συμπέρασμα καθίσταται περισσότερο επαρκές και από τον ισχυρισμό του ίδιου του εκκαλούντα, ο οποίος στην από 28-7-2003 μήνυση του κατά του Ψ αναφέρει ότι δανείσθηκε και από τρίτους για να δανείσει τον μηνυτή, ενέργεια που ευθέως παραπέμπει σε πρακτικές προσώπων που επιδιώκουν τοκογλυφικά ωφελήματα. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντα ότι δεν έλαβε το ποσό των 329.487,00 ευρώ και επομένως ούτε και τοκογλυφικούς τόκους για το ανωτέρω ποσό δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι όπως προαναφέρθηκε, ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται και η παραλαβή αξιόγραφων στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι όπως συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερόμενου σ' αυτά ποσού.
Με βάση τα όσα αναπτύχθηκαν μέχρι εδώ συνάγεται ότι ορθά το συμβούλιο πλημμελειοδικών τον παρέπεμψε με το εκκαλούμενο βούλευμα - στις σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση κατά τα λοιπά αναφέρομαι - δεδομένου ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις κατά του εκκαλούντα για την πράξη που κατηγορείται και παραπέμπεται". Στην εν λόγω ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση γίνεται πλήρης έκθεση των κρίσιμων γεγονότων και διαλαμβάνονται οι σκέψεις οι οποίες στηρίζουν τη δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών και περαιτέρω γίνεται επιτρεπτά (ΑΠ 807/2008) συμπληρωματική αναφορά και στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο πρωτόδικο με αριθμό 2894/2007 Βούλευμα Εισαγγελικής πρότασης, που έχει ως εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ είναι σήμερα ηλικίας 66 ετών και τυγχάνει από το έτος 1997 συνταξιούχος τεχνικός υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, έχει δε πολυμελή οικογένεια (τέσσερα τέκνα). Επιπλέον, έχει στην ιδιοκτησία του ένα ισόγειο διαμέρισμα 94 μ2 κείμενο στην ..., επί της οδού ..., το οποίο από του έτους 1997 συνεχώς εκμίσθωνε κατ' ουσίαν προς τον εγκαλούντα Ψ (καθώς ως μισθωτές εμφανίζονταν αρχικά ο ανηψιός του εγκαλούντος ... και εν συνεχεία η εταιρεία "Reference Α.Ε.", την οποία πράγματι διοικούσε ο εγκαλών), προκειμένου αυτός να το χρησιμοποιεί ως στούντιο οπτικοακουστικών έργων και μεταγλωττισμού. Λόγω της μακράς διάρκειας της μισθώσεως μεταξύ των διαδίκων αναπτύχθηκε προσωπική-φιλική σχέση, στα πλαίσια της οποίας, ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε περί τα τέλη του έτους 1998 ότι ο εγκαλών αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, οι οποίες είχαν εκείνο τον καιρό ενταθεί. Τότε, ο κατηγορούμενος προσφέρθηκε να του δανείσει χρηματικό ποσό 4.000.000 δρχ. για ένα χρόνο (ήτοι αποδοτέο τον Νοέμβριο του έτους 1999), εντόκως με μηνιαίο επιτόκιο 4% και άρα ετήσιο 48% αν και το ποσοστό νόμιμου και άρα θεμιτού δικαιοπρακτικού τόκου, όπως το ανώτατο όριο του καθοριζόταν νομοθετικά με την ΠΣΝΠ 12 ΦΕΚ Α. 5, ανερχόταν για το διάστημα αυτό σε ποσοστό 19%, πράγμα το οποίο και γνώριζε ο κατηγορούμενος. Το παραπάνω ποσό των 4.000.000 δρχ. πράγματι έλαβε ο εγκαλών υπό την μορφή δανείου, κατά τον μήνα Νοέμβριο 1998 και το απέδωσε τον μήνα Νοέμβριο 1999, αποδίδοντας ως τόκο το υπέρογκο χρηματικό ποσό των 1.920.000 δρχ. ή 9.634,63 ευρώ, το οποίο υπερέβαινε τον νόμιμο τόκο των 776.000 δρχ. ή 2.347,76 ευρώ κατά 1.120.000 δρχ. ή 7.286,87 ευρώ, ποσό που συνιστά τοκογλυφικό τόκο και το οποίο ο κατηγορούμενος αποκόμισε παρανόμως ως περιουσιακό ωφέλημα.
Περαιτέρω προέκυψε, ότι ο εγκαλών κατά τα έτη 1999 έως 2002 είχε συνεργασία με τους τηλεοπτικούς σταθμούς ΑLΤΕR και ΑLΡΗΑ, οι οποίοι του παρέδιδαν χάριν καταβολής επιταγές δικής τους εκδόσεως ή πελατών τους. Καθώς ο εγκαλών αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες και βρισκόταν σε ανάγκη ρευστών μετρητών, απευθυνόταν "με βάση την συνεργασία τους" (βλ. σχετ. έγκληση σελ. 3, στ. 10) στον κατηγορούμενο ο οποίος του προεξοφλούσε ("έσπαγε" κατά το κοινώς λεγόμενο, βλ. σχετ. και την από 15-2-2006 κατάθεση του μάρτυρα Ζ, ο οποίος επιβεβαιώνει τα ανωτέρω και την από 23-3-2006 κατάθεση της μάρτυρα ..., αδελφής του κατηγορουμένου η οποία λέει πως οι επιταγές που δίδονταν ήταν πλαστές-άρα δίδονταν) τις επιταγές αυτές για τις οποίες εισέπραττε τόκο 4% μηνιαίως ήτοι 48% ετησίως (βλ. σχετ. έγκληση σελ. 3 και την από 15-2-2006 κατάθεση του μάρτυρα Ζ). Αναλυτικά, προέκυψε ότι ο εγκαλών παρέδωσε στον κατηγορούμενο προς προεξόφληση ως παροχή ή ανανέωση δανείου τις κατωτέρω λεπτομερώς αναφερόμενες επιταγές (για όσες εξ αυτών κατέστη δυνατό από την διενεργηθείσα ανάκριση να διακριβωθούν τα στοιχεία τους) και ο τελευταίος έλαβε σε εξόφληση των χρηματικών αυτών δανείων τα κατωτέρω λεπτομερώς αναφερόμενα ποσά:
Α/ΑΗμερομηνίασυνομολόγησηςΠοσό επιταγής ή συναλλαγμα-τικήςΠοσό τόκωνπου έλαβε ο κτγρ σε δρχ και ευρώΕισπραχθείς τοκογλυ-φικός τόκος (πλέον δικαιοπρα-κτικού σε ευρώ 111ος 199810.000.000 δρχ.(άγνωστος αριθμός) επιτ.εκδ. ΑLPHA και ALTER4.800.000 δρχ (έλαβε τον 11ο 1999)9.547,51 ... δρχ.(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)2.400.000 δρχ.(έλαβε την 31.10.1999)4.171,30 ... δρχ.(επιταγή εκδόσεως ΑLPHA)200.000 δρχ.
4... ευρώ (επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)1.200 ευρώ 734,32 6... .281,73 ευρώ (επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)... (επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)...2(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)2.817 ...(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)..(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA) ..(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)2.330 ...(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)1.700 ...(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)3.500 ...(επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA) ... (επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)... (επιταγή εκδόσεως πελάτη ΑLPHA)...(επιτ. εκδ.εγκ/ντος) ... (επιτ. εκδ.εγκ/ντος) 526 403,921812.1.200110.266(επιτ. εκδ.εγκ/ντος) ... (επιτ. εκδ.εγκ/ντος) 3.2282.486 ... (αγν.αριθμός επιταγών εκδ.εγκ/ντος και πελατών ALPHA) 422.607341.482,5621τέλη ... (10 συν/κες αποδοχής ALPHA και 4 επιταγές) 65.762 ΣΥΝΟΛΟ 448.040,91 ευρώ Κατά συνέπεια, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 1999 μέχρι τέλη 2002, ο κατηγορούμενος δια της μεθόδου της παροχής και ανανέωσης χρηματικών δανείων σε μετρητά και με την προεξόφληση επιταγών εκδόσεως του εγκαλούντος ή τρίτων, τις οποίες ο εγκαλών μεταβίβαζε σε αυτόν, εισέπραξε το ποσό των 455.327,78 ευρώ (ήτοι 7.286,87 + 448.040,91 ευρώ) που στο σύνολό του αποτελούσε τοκογλυφικούς τόκους επί των ανωτέρω λεπτομερώς αναφερομένων ποσών δανείου, δεδομένου ότι ο νόμιμος τόκος για το χρονικό διάστημα, από 14.01.1999 έως 06.12.2002 διαμορφωνόταν ως εξής: Από Έως Επιτόκιο Πράξη14.01.1999 16.01.2000 19% Π.Σ.Ν.Π.12.12.01.9917.01.2000 26.01.2000 16,50% Π.Υ.Σ. 1/14.1.200027.01.2000 08.03.2000 16% Π.Σ.Ν.Π.29/26.1.200009.03.2000 19.04.2000 15,25% Π.Σ.Ν.Π.31/7.3.200020/04/200028/06/2000 14,50% Π.Σ.Ν.Π 35/18.4.200029/06/200005/09/2000 14% Π.Σ.Ν.Π. 36/28.6.200006/09/200014/11/2000 13, 25% Π.Σ.Ν.Π. 39/5.9.200015/11/200028/11/2000 12,75% Π.Σ.Ν.Π. 40/14.11.200029/11/200012/12/2000 12,25% Π.Σ.Ν.Π. 42/28.11.200013/12/200026/12/2000 11,50% Π.Σ.Ν.Π. 44/12.12.200027/12/200010/05/2001 10,75% Π.Σ.Ν.Π. 47/27.12.200011/05/200130/08/2001 10,50% Π.Υ.Σ. 1/14.1.200031/08/200117/09/2001 10, 25% 18/09/200108/11/2001 9,75% Απόφ.ΔΣ της ΕΚΤ 17.9.200109/11/200105/12/2002 9,25% Απόφ.ΔΣ της ΕΚΤ 8.11.2001Από 6.12.2002 8,75% Απόφ.ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2002 Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι από την επισκόπηση της καταστάσεως αξιογράφων (βλ. σχετ. την προσκομιζόμενη κατάσταση) που δόθηκαν από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑLΡΗΑ στον εγκαλούντα χάριν καταβολής παρατηρείται ότι όλες οι δοθείσες επιταγές παραδίδονταν εν συνεχεία στον κατηγορούμενο προς προεξόφληση, οι δε δανεισμοί με την παραπάνω μέθοδο ήταν τακτικοί και με μεγάλη συχνότητα, πράγμα που καθιστά ουσιαστικά βάσιμους τους σχετικούς ισχυρισμούς του εγκαλούντος περί διαδοχικών παρατάσεων των χρόνων καταβολής και συνομολογήσεων νέων ποσών τοκογλυφικών τόκων.
Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά ενισχύονται ιδιαιτέρως με την από 15-2-2006 κατάθεση του μάρτυρα Ζ, ο οποίος αν και δεν ήταν παρών στις άνω συμφωνίες και δόσεις των επιταγών, εντούτοις φαίνεται να έχει καλή γνώση των τεκταινομένων καθώς κατά τα λεγόμενα του διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εγκαλούντα και επισκεπτόταν συχνά την επιχείρηση του, στην οποία εργαζόταν ο φίλος του .... Λόγω της φιλικής σχέσης και της συχνής επαφής των δύο, γνώριζε τα οικονομικά προβλήματα του εγκαλούντος αλλά και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος του δάνειζε μεγάλα χρηματικά ποσά προεξοφλώντας ("σπάζοντας", όπως λέει χαρακτηριστικά) επιταγές σε αυτόν με μηνιαίο τόκο ....... πάνω". Εξάλλου, υπέρ της ουσιαστικής βασιμότητας των ισχυρισμών του εγκαλούντος συνηγορεί και το γεγονός ότι οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου (συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος με τέσσερα τέκνα) δεν δικαιολογούν την τόσο μεγάλη οικονομική του δυνατότητα, την δυνατότητά του δηλαδή να δανείζει σε κάποιο τρίτο πρόσωπο με το οποίο δεν διατηρεί κανένα τόσο στενό προσωπικό δεσμό που να του επιβάλει τέτοια συμπεριφορά τέτοια μεγάλα χρηματικά ποσά, που συνιστούν όπως ισχυρίζεται ο ίδιος στην απολογία του τους κόπους μιας ζωής, την στιγμή μάλιστα που γνωρίζει πολύ καλά την κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το πρόσωπο αυτό. Επιπροσθέτως, κατά την κρίση μας κλονίζεται η αξιοπιστία των από 21-3-2006 και 23-3-2006 καταθέσεων των μαρτύρων ... και ..., οι οποίοι καταθέτουν ότι ο κατηγορούμενος δεν εισέπραττε τοκογλυφικά ωφελήματα καθώς μεταξύ του πρώτου εξ αυτών και του εγκαλούντος εκκρεμεί αστική διαφορά (βλ. σχετ. κατάθεση του, όπου αναφέρει ότι ο εγκαλών τον εξαπάτησε και του οφείλει 26 εκ. δρχ. και όπου εξαρχής τονίζει ότι δεν δίνει την περί ης ο λόγος κατάθεση για να τον εκδικηθεί) και η δεύτερη τυγχάνει συγγενής εξ αίματος (αδελφή) του κατηγορουμένου και δεν επικαλείται κάποιο περιστατικό από το οποίο να προκύπτει προσωπική γνώση κάποιου στοιχείου. Θα πρέπει εξάλλου να σημειωθεί, ότι ουδεμία επιρροή ασκούν στο αποδεικτικό υλικό οι περιεχόμενοι στο από 29-1-2007 υπόμνημα ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ότι κάποιες εκ των δοθεισών επιταγών ήταν πλαστές καθώς το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, ενσωματωμένων στις επιταγές αυτές, αδιάφορου όντως του ζητήματος της περαιτέρω λήψης ή δυνατότητας δικαστικής επιδίωξης των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Αντιθέτως φρονούμε, ότι συντρέχουν εν προκειμένω τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του διωκομένου εγκλήματος, όπως αυτά καταγράφονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας προτάσεως και περαιτέρω ότι, η επανειλημμένη τέλεση της πράξης από τον κατηγορούμενο, όπως αυτή περιγράφηκε ήδη συνηγορεί υπέρ της κατάφασης, όχι μιας συγκυριακής εγκληματικής συμπεριφοράς, αλλά ενός οργανωμένου σχεδιασμού διαρκούς επανάληψης τοκογλυφικών πράξεων που θα του παρείχαν κάποιο εισόδημα, ενώ παράλληλα προκύπτει και σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του, αν κανείς λάβει υπόψη, αφενός τη διάρκεια των εγκληματικών του πράξεων και αφετέρου τα υψηλά ποσά που συνομολόγησε και εισέπραξε". Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως της κακουργηματικής τοκογλυφίας. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά αυτά, και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ', 14, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 98 και 404 παρ.2 α και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, και έτσι το βούλευμα δεν στερείται νόμιμα βάσης. Ειδικότερα το Συμβούλιο με εμπεριστατωμένη αιτιολογία διαλαμβάνει τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συγκεκριμένα ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, ικανές να επιστηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία, για την πράξη αυτή. Πράγματι, αναφέρεται αναλυτικά στο προσβαλλόμενο βούλευμα, η συνομολόγηση του δανείου, ποσού 4.000.000 δραχμών, κατά μήνα Νοέμβριο του 1998 προς τον εγκαλούντα, με διάρκεια ενός έτους και ποσοστό τόκου 4% μηνιαίως ή 48% ετησίως, αντί του ισχύοντος τότε νομίμου επιτοκίου εκ 19% ετησίως, σύμφωνα με την ΠΣΝΠ 12/1999-ΦΕΚ Α5, με τοκογλυφικά ωφελήματα για το πιο πάνω χρονικό διάστημα ύψους 1.920.000 δραχμών, που εισέπραξε από τον εγκαλούντα ο δανειστής κατηγορούμενος, αντί του νομίμου ποσού των 776.000 δραχμών, ότι στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από Νοεμβρίου του 1999 έως τα τέλη του 2002, συνομολόγησε νέα δάνεια με τον εγκαλούντα, με ίδιο ποσοστό τόκου προς 4% μηνιαίως, με τη μέθοδο της προεξόφλησης αξιόγραφων, και δη τραπεζικών επιταγών εκδόσεως τρίτων και συναλλαγματικών αποδοχής τρίτων, σε είκοσι μία ακόμα περιπτώσεις, που αναλύονται και εξειδικεύονται στο βούλευμα, κατά χρόνο, ποσό, διάρκεια, παραδοθέντα και προεξοφληθέντα αξιόγραφα και εισπραχθέντα ποσά παράνομων τοκογλυφικών ωφελημάτων, με παράθεση των ποσοστών νόμιμου τόκου διαδοχικά, όπως ίσχυσαν με βάση τις ΠΥΣ και ΠΣΝΠ και των διαφορών των παράνομα εισπραχθέντων αντίστοιχα τοκογλυφικών ωφελημάτων.
Το βούλευμα επίσης, διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, σχετική με την εκ μέρους του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου τέλεση, α) κατ' επάγγελμα της πράξεως αυτής, αφού απέβλεπε στον πορισμό παράνομου εισοδήματος, με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων σε ποσοστό 4% μηνιαίως, που υπερέβαινε το ποσοστό του ισχύοντος κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, νομίμου τόκου, έχοντας προς τούτο αναπτύξει βάσει σχεδίου του, την κατάλληλη και αναγκαία υποδομή για την τέλεση της πράξεως αυτής και β) κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη ως άνω τέλεση της πράξεως της τοκογλυφίας, προκύπτει σταθερή ροπή του κατηγορουμένου προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό 32/19-2-2008 αίτηση του κατηγορουμένου Χ, για αναίρεση του με αριθμό 45/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή