Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
Περίληψη:
Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας, λόγω αιτιολόγησης απόρριψης της αιτήσεως αναιρεσειόντων να εμφανιστούν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που επελήφθη της υποθέσεώς τους προς παροχή διευκρινήσεων, αφού, εν αντιθέσει προς τον σχετικό ισχυρισμό αυτών, τέτοια αίτηση δεν περιέχεται στις εκθέσεις των εφέσεών τους. Στοιχεία κακουργηματικής απάτης από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έννοια συναυτουργίας. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή των αναιρεσειόντων για κακουργηματική απάτη από κοινού κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ή 73.000 ευρώ.
Αριθμός 1640/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 805/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 18 Μαΐου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 998/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 445/6-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 18-5-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ1 και β) Χ2, κατά του υπ'αριθμ. 805/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής: Α) Διά του παραπεμπτικού μέρους του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), δια να δικασθούν δι' απάτη από κοινού, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας η ζημία του παθόντος και το αντίστοιχο συνολικό όφελος του εξ αυτών Χ1 υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλουν δε, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και την απόλυτη ακυρότητα, προσδιορίζοντες επαρκώς τις σχετικές αναιρετικές αιτιάσεις. Β) Κατά τις διατάξεις του άρθρ. 386 § § 1,3 Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.). Ως γεγονότα, κατά την στο ανωτέρω άρθρο έννοια, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τρόπον, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως, από τον δράστη ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώση την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 51/2007). Εξ' άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλ. όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Είναι φανερό ότι τόσο η "κατ' επάγγελμα", όσο και η "κατά συνήθεια" τέλεση αποτελούν νομικές έννοιες, των οποίων η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, δι'ό και το παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να θεμελιώνη σε πραγματικά περιστατικά την αντικοινωνικότητα και την ροπή του δράστου προς διάπραξη άλλων εγκλημάτων στο μέλλον, διαφορετικά είναι αναιρετέο δι' έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 2200/2002). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 ΠΚ αν δύο ή περισσότεροι ετέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, έκαστος τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι έκαστος συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζων ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι έκαστος πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. (Ολ. ΑΠ 50/1990, ΑΠ 66/2007). Τέλος, από το άρθρ. 98 ΠΚ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι το τελούμενο από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, προσβάλλουσες το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο θα υπήρχαν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους θα αποτελούσαν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. 'Όμως, τελείται μία πράξη απάτης και όταν γίνονται συνεχιζόμενες ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθή στο εξαπατηθέν πρόσωπο ή επιδιωκομένη πλάνη, ο δε χρόνος τελέσεως της απάτης συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη. Μία επίσης πράξη απάτης υπάρχει και όταν, συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει εις πλείονες και εις διαφόρους χρόνους επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1639/2002, εις ΠΧ/ΝΓ'/609). Γ) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ' όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπ' όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 23/2007). Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όχι μόνο όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/29). Περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 171 § 1 περ. δ' Κ.Π.Δ., ακυρότητα λαμβανομένη και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, κατά δε το άρθρο 309 § 2 Κ.Π.Δ., το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσση την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψη την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Μόνον δε όταν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αρνηθή αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, γεννάται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1399/2003, ΑΠ 576/2003). Δ) Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Απρίλιο του 2000, ο αναιρεσείων Χ1, ο οποίος διατηρούσε τεχνικό γραφείο στην ......, και ο συγκατηγορούμενός του Χ3 μετέβησαν στο γραφείο του μηνυτού Ψ1 κτηματομεσίτου. Αιτία της επίσκεψης ήταν η συζήτηση για την ανάθεση στον τελευταίο της εξεύρεσης έκτασης για τις εγκαταστάσεις του ".....". Κατά την επίσκεψη ο πρώτος των κατηγορουμένων εμφανίσθηκε και από τους δύο αυτούς κατηγορουμένους, ως καταξιωμένος αρχιτέκτονας - μηχανικός, ο οποίος είχε αναλάβει πλήθος μελετών μεγάλων τουριστικών και βιομηχανικών συγκροτημάτων, ότι είναι ιδρυτής του κοινωφελούς ιδρύματος με το διακριτικό τίτλο "....." και μέλος του ΔΣ αυτού και ότι για τις ανάγκες του ιδρύματος αναζητείτο έκταση για να ανεγερθούν επ' αυτής οι εγκαταστάσεις προς πραγματοποίηση των σκοπών του ιδρύματος (βλ. κατάθεση της Γ1). Οι μεταξύ του μηνυτή και του πρώτου των ανωτέρω συναντήσεις συνεχίσθηκαν στα γραφεία της επιχείρησης του κατηγορουμένου Χ1, όπου επίσης εργαζόταν σε διαμορφωμένο δικό του (γραφειακό) χώρο και ο κατηγορούμενος Χ3 (βλ. ρητές περί τούτου καταθέσεις των μαρτύρων Γ2 και Γ1) στα δε γραφεία αυτά εργάζονταν και διαφορά αλλά άτομα και οι δυο αυτοί κατηγορούμενοι παρίσταναν στο μηνυτή ότι ο κατηγορούμενος (Χ1) είχε μεγάλο κύκλο εργασιών, ήταν πρόσωπο με υψηλό κύρος και μεγάλη επιρροή, ως μέλος της Πενταμελούς Επιτροπής Έγκρισης Κοινοτικών Επιχορηγήσεων μεγάλων τουριστικών και Βιομηχανικών έργων, έργα τα οποία επιδοτούντο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια αυτής της γνωριμίας και της προαναφερόμενης συνεργασίας τους ο μηνυτής και ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισαν συζητήσεις συνεργασίας με τη μορφή ανώνυμης τεχνικής εταιρείας, στην οποία θα μετείχε ο μηνυτής και η σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 (τρίτη κατηγορουμένη) λόγω δήθεν κωλύματος του πρώτου κατηγορουμένου ως μέλος (δήθεν) της ανωτέρω πενταμελούς επιτροπής στην οποία ουσιαστικά όμως μέλος θα ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος. Εξάλλου οι μεταξύ του μηνυτή και του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 σχέσεις αναπτύχθηκαν και σε φιλικό επίπεδο κι έτσι κατά το μήνα Αύγουστο του 2000 η οικογένεια του Χ1 φιλοξενήθηκε επί 20-25 ημέρες σε μισθωμένη από τον Ψ1 εξοχική κατοικία ιδιοκτησίας Δ1, στη ..... Αττικής. Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω φιλοξενίας τους τόσον ο κατηγορούμενος Χ1 όσον και η συγκατηγορουμένη σύζυγος του συνέχισαν να επαναλαμβάνουν τα ανωτέρω ως προς την επαγγελματική δραστηριότητα και κοινωνική του κατάσταση και επιρροή του Χ1 και έτσι ο μηνυτής αποφάσισε, τελικά, τη σύσταση ανώνυμης τεχνικής εταιρίας μεταξύ αυτού και της τρίτης κατηγορουμένης Χ2. Μάλιστα, ο Χ1 παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή ότι ο ίδιος δεν μπορούσε νομίμως και εμφανώς να συμμετέχει στην ως άνω συσταθησόμενη (δήθεν) εταιρία λόγω της (δήθεν επίσης) ως άνω ιδιότητας του ως μέλους της ανωτέρω (πενταμελούς) επιτροπής και έτσι ο μηνυτής πείσθηκε και με τη νέα αυτή ψευδή παράσταση. Τέλος, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από του μηνός Αυγούστου 2000 έως του μηνός Μαΐου 2001 αμφότεροι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ1 και Χ3) είπαν στο μηνυτή ότι μέρος των αμοιβών από την ανάθεση διαφόρων μελετών τις οποίες είχε ο Χ1 αναλάβει αυτός (Χ1) θα το διέθετε και αυτό θα επενδύονταν στο ενεργητικό της υπό σύσταση (δήθεν) ανώνυμης εταιρίας και ότι οι μελέτες αυτές (δήθεν) αφορούσαν μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες στην Κρήτη στην Κεφαλονιά, στην Κέρκυρα, τις ανεγέρσεις των κτιριακών εγκαταστάσεων στο ..... και το συγκρότημα Πτηνοτροφείων και Παστερίωσης "........", από τις οποίες οι αμοιβές θα ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές. Τις ίδιες ψευδείς διαβεβαιώσεις από κοινού με το σύζυγο της Χ1, όσον αφορά τις ανωτέρω μελέτες των προαναφερομένων (ξενοδοχειακών και μη) επιχειρήσεων, των αναφερομένων από τις μελέτες αυτές μεγάλων αμοιβών, που θα' επένδυε ο πρώτος κατηγορούμενος, στη δήθεν συσταθησομένη ΑΕ και των διασυνδέσεων και επαγγελματικού και κοινοτικού κύρους του πρώτου κατηγορουμένου και αναμενομένων αμοιβών έδιδε προς το μηνυτή και η αναιρεσείουσα Χ2, σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, κατά το χρονικό διάστημα της φιλοξενίας της ήτοι της επί 20-25νθήμερο φιλοξενίας της κατά το μήνα Αύγουστο 2000, στη μισθωμένη οικία του μηνυτή στη ...... Οι ανωτέρω υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις, αντίστοιχα, των κατηγορουμένων ανάγονται μεν στο μέλλον όμως συνοδεύονταν ταυτόχρονα με τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του Χ1, Χ3, Χ2 που αναφέρονταν σε γεγονότα στο παρόν και στο παρελθόν και έτσι αυτές δημιούργησαν στον μηνυτή την εντύπωση της βέβαιης μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη από αυτούς (κατηγορουμένους) ψευδή κατάσταση, ενώ ο κατηγορούμενος Χ1 είχε ήδη ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όπως εγνώριζαν και συμφωνούσαν με τον τελευταίο οι λοιποί δύο κατηγορούμενοι. Έτσι, στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής ο Χ1 άρχισε να αποσπά από το μηνυτή διάφορα χρηματικά ποσά, ως δήθεν απαραίτητα για την ολοκλήρωση των μελετών των έργων, που είχε αναλάβει. Ειδικότερα ο μηνυτής μετά ταύτα παρέδωσε, στον κατηγορούμενο τα εξής χρηματικά ποσά είτε με αυτούσια καταβολή τους εκ μέρους του μηνυτή είτε με παράδοση τραπεζικών επιταγών εκ μέρους του μηνυτή ή της θυγατέρας του Γ1 ή του υπαλλήλου του γραφείου του μηνυτή Γ2, τις οποίες στη συνέχεια ο κατηγορούμενος Χ1 εξαργύρωνε με ανάληψη των αντίστοιχων ποσών τους από τις τράπεζες, στις οποίες είχαν αυτές εκδοθεί. Ειδικότερα, ο μηνυτής κατέβαλε στον κατηγορούμενο διάφορα ποσά στις ακόλουθες ημερομηνίες: 1) Στις 30.8.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με τη με αριθμό ....... επιταγή πληρωτέα στην τράπεζα EUROBANK. 2)Στις 14.9.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε μετρητά που κατέβαλε στον Χ1 επ' ονόματι και για λογαριασμό του μηνυτή ο συνεργάτης - υπάλληλος στο γραφείο του τελευταίου Γ2. 3) Στις 26.9.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με τραπεζική επιταγή με αριθμό ....... πληρωτέα στην τράπεζα EUROBANK. 4) Στις 2.10.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε μετρητά που κατέβαλε στον Χ1 στο γραφείο αυτού επ' ονόματι και για λογαριασμό του μηνυτή ο αυτός ως ανωτέρω συνεργάτης-υπάλληλος του γραφείου του μηνυτή Γ2. 5) Στις 24.10.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με την μεταβίβαση και οπισθογράφηση από αυτόν (μηνυτή) προς τον Χ1 της με αριθμό ..... τραπεζικής επιταγής πληρωτέας στην αμέσως ανωτέρω τράπεζα. 6) Στις 8.11.2000 το ποσό των 10.000.000 δρχ. με την εκ μέρους του (δηλ. του μηνυτή) οπισθογράφηση και μεταβίβαση προς τον Χ1 της με αριθμό ...... τραπεζικής επιταγής της αυτής ως άνω τράπεζας. 7) Στις 28.11.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με οπισθογράφηση και προς τον Χ1 από το μηνυτή μεταβίβαση της με αριθμό ..... τραπεζικής επιταγής πληρωτέας στην ίδια ως άνω πληρώτρια τράπεζα. 8) Στις 20.12.2000 το ποσό των 10.000.000 δρχ. με οπισθογράφηση και μεταβίβαση της με αριθμό ...... τραπεζικής επιταγής πληρωτέας στην αυτή τράπεζα από το μηνυτή προς τον Χ1 σε διαταγή του. 9) Στις 11.1.2001 το ποσό των 3.000.000 δρχ. σε μετρητά που κατέβαλε στον Χ1 στο γραφείο του επ' ονόματι και για λογαριασμό του μηνυτή η θυγατέρα του τελευταίου Γ1. 10) Στις 12.2.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του για λογαριασμό του μηνυτή η αυτή θυγατέρα του μηνυτή. 11) Στις 23.2.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του επίσης για λογαριασμό του μηνυτή η προαναφερόμενη θυγατέρα του Γ1. 12) Στις 19.3.2001 το ποσό των 3.000.000 δρχ. σε μετρητά, που, ομοίως, κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του για λογαριασμό του μηνυτή, η θυγατέρα του μηνυτή Γ1. 13) Στις 12.4.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του, για λογαριασμό του μηνυτή, η αυτή ως άνω θυγατέρα του τελευταίου. 14) Στις 27.4.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του, κατ'εντολή και για λογαριασμό του μηνυτή, η αυτή ως άνω θυγατέρα του Γ1. 15) Στις 3.5.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ., δυνάμει εξουσιοδοτήσεως του μηνυτή προς τον Χ1 να εισπράξει το ποσό αυτό από το λογαριασμό του μηνυτή στην Τράπεζα EUROBANK και τα οποία ποσά αυτός (Χ1) εισέπραξε από το υποκατάστημα EUROBANK στην Αγία Παρασκευή Αττικής (ήτοι καταβολές που αναφέρονται στο στοιχείο Γ του κατηγορητηρίου και του διατακτικού του εκκαλουμένου βουλεύματος. Ακόμη στα πλαίσια των συμφωνηθέντων για τη σύσταση της ΑΕ ο μηνυτής κατά το μήνα .... ανέθεσε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Δέσποινα Τριτσιμπίδα τη σύνταξη του καταστατικού σύστασης της τεχνικής εταιρείας, όπως του είχε υποδείξει ο 1ος κατηγορούμενος η οποία προέβη στη σύνταξή του, χωρίς να συμπληρώσει την ακριβή ημερομηνία και τον αριθμό του συμβολαιογραφικού εγγράφου, το οποίο όμως δεν υπογράφηκε, για διαφορετικούς λόγους που προβάλλονται από κάθε πλευρά. Ο μηνυτής ακόμη προέβη στη μίσθωση ακινήτου στο ... Αττικής, για να στεγασθούν τα γραφεία της εταιρείας, "ως τεχνικό - μεσιτικό γραφείο", μετά δε την έγκριση από τον Χ1 ο μηνυτής υποβλήθηκε σε σειρά εξόδων για την οργάνωση της υποδομής της υπό σύσταση εταιρείας στο μισθωμένο χώρο, προβαίνοντας σε αγορά επίπλων, σχεδιαστηρίων κλπ, ανερχομένων συνολικά στο ποσόν των 58.694 ευρώ περίπου. Επιπλέον ο μηνυτής στις 5-12-2000 κατέβαλε στον εκ των οικοπεδούχων το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος αρραβώνα εκ δρχ. 13.000.000, διά της υπ' αριθ. ......επιταγής της EUROBANK. Προσέτι στις 20-5-2001 ο Χ1 έδωσε εντολή στο μηνυτή, σε αντικατάσταση της από 25-4-2000 εντολής του και αλλαγής του τίτλου του ιδρύματος από "......." σε "......", όπως διαπραγματευθεί για την αγορά του ως άνω κτήματος. Η πραγματοποίηση όμως όλων των από τον τρίτο των κατηγορουμένων υποσχεθέντων καθυστερούσε, ήτοι η υπογραφή του καταστατικού σύστασης της ως άνω εταιρείας, η μεταβίβαση της έκτασης στον ..., η μετεγκατάσταση του τεχνικού γραφείου του κατηγορουμένου αυτού στο μισθωθέν ακίνητο στο ..., αλλά και η ολοκλήρωση των μελετών τις οποίες όπως ισχυριζόταν ο τελευταίος είχε αναλάβει. Ο κατηγορούμενος Χ1 εξάλλου, παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε κοινωφελές ίδρυμα, αλλά σωματείο τη μετατροπή του οποίου σε ίδρυμα επεδίωκε και προς επίρρωση των ισχυρισμών αυτών επέδειξε στον παθόντα, το από ... έγγραφο του Υφυπουργού Υγείας - Πρόνοιας προς το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με το οποίο το πρώτο γνωστοποιούσε στο δεύτερο ότι δεν έχει αντίρρηση για τη σύσταση του ιδρύματος και την κύρωση του οργανισμού του, είπε δε ο Χ1 στο μηνυτή ότι είχε ήδη εγκριθεί ο οργανισμός του ιδρύματος. Μετά ταύτα ο μηνυτής αντελήφθη ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως του τα είχε εμφανίσει ο πρώτος των κατηγορουμένων και προέβη σε έρευνα, στην οποία συμμετείχε και η θυγατέρα του - μάρτυρας Γ1. Από την έρευνα προέκυψε ότι κατηγορούμενος δεν ήταν μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (βλ. την υπ' αριθ. πρωτ. .... απάντηση της υπηρεσίας αυτής σε αίτηση της Γ1), στο μητρώο του οποίου εγγράφονται υποχρεωτικά όλοι οι ελληνικής ιθαγένειας ή έχοντες την ιθαγένεια κράτους - μέλους της ΕΕ, διπλωματούχοι πολυτεχνικών σχολών της χώρας ή ισοτίμων σχολών του εξωτερικού, μετά τη λήψη της άδειας επαγγέλματος. Ακόμη ο αυτός κατηγορούμενος Χ1, μόλις την 11-6-2001 προέβη στη σύσταση μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης κεφαλαίου 17.608,22 ευρώ, δυνάμει της υπ' αριθ. .... σύστασης της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Πηνελόπης Παπατριανταφύλλου, με την επωνυμία: "....... - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και με το διακριτικό τίτλο "....." και προέβη σε έναρξη εργασιών στη ΔΟΥ Αγ. Παρασκευής, με την από .... δήλωση του, από 14-6-2001, προφανώς δε η επιχείρηση του λειτουργούσε παρανόμως κατά τα προγενέστερο χρονικό διάστημα. Από το με αριθμό μητρώου σωματείου .... καταστατικό του Πολιτιστικού, Αλληλοβοηθητικού, Λαογραφικού, Φιλαθλητικού, Φιλανθρωπικού Σωματείου ".....¨το οποίο αναγνωρίσθηκε με την υπ' αριθ. ... απόφαση και τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. ... ο μαία, ρ πρώτος των κατηγορουμένων δεν ήταν ιδρυτής του σωματείου (το οποίο βέβαια δεν ήταν ίδρυμα), ούτε μέλος αυτού, τακτικό ή αναπληρωματικό από την ίδρυσή του έως τον χρόνο τέλεσης των, ως άνω πράξεων, ούτε μέλος της ως άνω Επιτροπής (βλ. σχετικά έγγραφα) ενώ σημειωτέον μέλος του σωματείου ..... ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3 (βλ. αντίγραφο καταστατικού του ως άνω σωματείου). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ψευδώς και κατ' εξακολούθηση, παρέστησαν στον εγκαλούντα τα ανωτέρω, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό να τον παραπλανήσουν, όπως και τον παραπλάνησαν και να καρπωθεί ο κατηγορούμενος Χ1 όπως και καρπώθηκε παρανόμως το χρηματικό ποσόν των 66.000.000 δρχ. ή 193.690,38 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι με τις μερικότερες αυτές πράξεις τους απέβλεπαν στο αποτέλεσμα αυτό, στην παράνομη δηλαδή περιουσιακή του ωφέλεια, η οποία είναι μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, αλλά και των 15.000 ευρώ, επιφέροντας αντίστοιχη ζημία στην περιουσία του μηνυτή. Ο εγκαλών παραπλανήθηκε από τις ψευδείς παραστάσεις και κατέβαλε στον κατηγορούμενο Χ1 το ως άνω συνολικό ποσόν, αν δε γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών, δεν θα προέβαινε στην καταβολή του. Τις ανωτέρω πράξεις τους οι κατηγορούμενοι τελούσαν κατ' εξακολούθηση, για μεγάλο χρονικό διάστημα, με ετοιμότητα για επανειλημμένη τέλεση, αλλά και με σχεδιασμό, προς επίτευξη δε του σκοπού τους και διατήρηση της πλάνης του παθόντα, προσέθεταν και νέα ψευδή πραγματικά ενώ οικοδόμησαν φιλικές σχέσεις με το μηνυτή και κλίμα εμπιστοσύνης, γεγονότα που αποδεικνύουν, ότι είχαν αναγάγει σε επάγγελμα την τέλεση των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων, εξασφαλίζοντας εισόδημα, ο Χ1 για τον εαυτό του, ομοίως και η σύζυγος του τρίτη κατηγορουμένη η οποία συμβιούσε ως σύζυγος με τον πρώτο κατηγορούμενο και είχε πρόδηλο συμφέρον στην αύξηση των οικογενειακών τους εισοδημάτων αλλά και ο τρίτος κατηγορούμενος ο οποίος συνεργαζόταν στην επιχείρηση του πρώτου κατηγορουμένου προφανώς με κάποια αμοιβή ή ποσοστά στον πορισμό των οποίων απέβλεπε αυτός. Προκύπτει, ακόμη, η σταθερή ροπή τους για διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον, η οποία αποδεικνύεται από τη βαρύτητα του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο διώκονται, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσης τους και τα αίτια που τους ώθησαν, κατά τα προεκτεθέντα. Δεν είναι άλλωστε, "τυχαίο, ότι ο 3ος κατηγορούμενος αυτός (Χ1) είχε στο καταδικαστεί παρελθόν για απάτες και για υπεξαιρέσεις, ήτοι είχε σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης. Όμως, με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών περιλαμβάνει στο προσβαλλόμενο βούλευμα αντιφάσεις και ασάφειες. Ειδικότερα, ενώ στην αρχή του σκεπτικού του βουλεύματος δέχεται ότι ο εκ των αναιρεσειόντων Χ1 διατηρούσε τεχνικό γραφείο στην ......, όπου εργαζόταν και ο κατηγορούμενος Χ3, ως και διάφορα άλλα άτομα, στο διατακτικό δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες (και ο μη ασκήσας αναίρεση συγκατηγορούμενος των Χ3) παρέστησαν ψευδώς στον μηνυτή Ψ1 ότι ο εξ αυτών Χ1 διατηρούσε μεγάλο τεχνικό γραφείο στην Αγία Παρασκευή και επί της οδού ...... Επίσης, δεν διευκρινίζει γιατί η επιχείρηση του αναιρεσείοντος Χ1 λειτουργούσε παρανόμως, προ της συστάσεως της μονοπρόσωπης εταιρίας περιωρισμένης ευθύνης "..........-ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΠΕ". Περαιτέρω, ενώ δέχεται τέλεση της απάτης κατ' εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο, αν κάθε επιζήμια πράξη απάτης είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης, που έχει προκληθή από χωριστή απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων. Εξ άλλου, ως προς την αναιρεσείουσα Χ2, δέχεται, αφ' ενός μεν ότι αυτή έδιδε ψευδείς διαβεβαιώσεις προς τον παθόντα μόνο κατά τον μήνα Αύγουστο 2000 και αυτός, μέχρι τέλος Αυγούστου 2000, προέβη μόνο εις μία επί μέρους επιζήμια δι' αυτόν πράξη (διάθεση επιταγής 5.000.000 δρχ.), αφ' ετέρου δε, ότι διαπράττει απάτες κατά συνήθεια, χωρίς, όμως, να εκτίθενται άλλες πράξεις απάτης ως τελεσθείσες από αυτή. Αλλά με τις ως άνω αντιφάσεις και ασάφειες, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εστέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως και, επομένως, είναι βάσιμοι οι ανωτέρω, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ., σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Όμως, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητος, λόγω αναιτιολογήτου απορρίψεως της αιτήσεως των αναιρεσειόντων να εμφανισθούν αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προς παροχή διευκρινίσεων, είναι αβάσιμος, αφού, εν αντιθέσει προς τον σχετικό ισχυρισμό αυτών, τέτοια αίτηση δεν περιέχεται στις εκθέσεις των εφέσεών των. Οι δε λοιπές αιτιάσεις, πλήττουσες την ανέλεγκτη αναιρετικώς εκτίμηση των αποδείξεων και ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή, κατά το παραπεμπτικό μέρος του, το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, επεκτεινομένου του αναιρετικού αποτελέσματος και στον μη ασκήσαντα αναίρεση κατηγορούμενο, αφού οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικώς στα πρόσωπα των αναιρεσειόντων, και να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρ. 469, 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω Να αναιρεθή, κατά το παραπεμπτικό μέρος του, το υπ'αριθμ. 805/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, επεκτεινομένου του αναιρετικού αποτελέσματος και στον μη ασκήσαντα αναίρεση κατηγορούμενο. Να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 18 Σεπτεμβρίου 2007 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος- Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Οι υπό κρίση δύο αιτήσεις αναιρέσεως, από 18-5-2007, των κατηγορουμένων Χ1 και Χ2, με αριθμούς εκθέσεων 113 και 114/2007, αντιστοίχως, οι οποίες είναι παραδεκτές, στρεφόμενες δε κατά του αυτού με αριθμό 805/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έκρινε σε δεύτερο βαθμό, πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας. Οι λόγοι αναιρέσεως των δύο αιτήσεων είναι ταυτόσημοι και αναφέρονται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, στην εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και στην απόλυτη ακυρότητα. Δεν είναι επομένως αναγκαία η χωριστή για κάθε αίτηση αναφορά τους.
ΙΙ.- Με το υπ' αριθμ. 1926/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι μαζί με τον Χ3 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία η ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1 και 3 εδ. α' και β' ΠΚ), την οποία φέρεται ότι διέπραξαν με περισσότερες από μία μερικότερες πράξεις κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2000 στη .... Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2000 έως τον Οκτώβριο του 2000 στην Αθήνα και στη..... και κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2000 μέχρι τον Μάιο του 2001 στην Αθήνα και στη .... σε βάρος του Ψ1. Κατά του βουλεύματος αυτού οι ήδη αναιρεσείοντες και ο πιο πάνω συγκατηγορούμενος άσκησαν εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε το 805/2007 βούλευμα του Συμβουλίου εφετών Αθηνών, με το οποίο έγιναν εν μέρει δεκτές κατ' ουσίαν οι εφέσεις και ειδικότερα κρίθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για δύο μερικότερες πράξης απάτης (τις φερόμενες ως τελεσθείσες στη .... Αττικής κατά τον μήνα Απρίλιο του έτους 2000 και στην Αθήνα και στη ..... κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του έτους 2000 έως τον Οκτώβριο του 2000). Περαιτέρω κρίθηκε ότι ορθώς είχαν παραπεμφθεί οι αναιρεσείοντες και ο συγκατηγορούμενός τους στο ακροατήριο του ως άνω Εφετείου για την μερικότερη πράξη της κατ' εξακολούθηση απάτης που φέρεται τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Ιουνίου 2000 μέχρι του Μαΐου του έτους 2001 στην Αθήνα και στη .... Αττικής, ως προς την οποία απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις και παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες μαζί με τον συγκατηγορούμενό τους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, επαναδιατυπωθείσας της κατηγορίας. Ήδη, κατά της παραπεμπτικής αυτής διάταξης του 805/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών οι άνω κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, άσκησαν τις κρινόμενες αιτήσεις και ζητούν την αναίρεσης του ως προς τη διάταξη αυτή, για τους προαναφερόμενους λόγους.
ΙΙΙ.- Από τη διάταξη το άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όντος αδιαφόρου, αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός και β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν δηλαδή ανάγονται στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός αν οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως, μελλοντικής εκπληρώσει από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, οπότε αυτές, κατά την αληθινή έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αποτελούν γεγονός και θεμελιώνουν, συντρεχόντων και των λοιπών απαιτουμένων συστατικών όρων, την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1.1 του Ν. 2408/1996 και την εκ νέου αντικατάστασή της με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα η κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή 15.000 ευρώ και β)αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο προστέθηκε από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδοχή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής.
Συνεπώς για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Κατ' επάγγελμα δε τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι, όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από τις 3-6-1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβαλε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του Π.Κ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος των συμπραττόντων. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δεν είναι δε αναγκαίο να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου ή στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία, οπότε η αναφορά αυτή είναι επιβεβλημένη. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος του (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π) χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικαστικής του κρίσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Έτσι, η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων-έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Ποιν.Δ, αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία υπάρχει, όταν το συμβούλιο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως προκύψαντα στη διάταξη που εφήρμοσε. Περίπτωση τέτοιας εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 805/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτώς, γενικώς κατά το είδος σ' αυτό αναφέρονται και συγκεκριμένα "από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την χωρίς όρκο κατάθεση του εγκαλούντα, τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά τους υπομνήματα" προέκυψαν τα εξής κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Απρίλιο του 2000, ο αναιρεσείων Χ1, ο οποίος διατηρούσε τεχνικό γραφείο στην ..... και ο συγκατηγορούμενός του Χ3 μετέβησαν στο γραφείο του μηνυτού Ψ1, κτηματομεσίτου. Αιτία της επίσκεψης ήταν η συζήτηση για την ανάθεση στον τελευταίο της εξεύρεσης έκτασης για τις εγκαταστάσεις του "....". Κατά την επίσκεψη ο πρώτος των κατηγορουμένων εμφανίσθηκε και από τους δύο αυτούς κατηγορουμένους, ως καταξιωμένος αρχιτέκτονας-μηχανικός, ο οποίος, είχε αναλάβει πλήθος μελετών μεγάλων τουριστικών και βιομηχανικών συγκροτημάτων, ότι είναι ιδρυτής του κοινωφελούς ιδρύματος με το διακριτικό τίτλο "...." και μέλος του ΔΣ αυτού και ότι για τις ανάγκες του ιδρύματος αναζητείτο έκταση για να ανεγερθούν επ' αυτής οι εγκαταστάσεις προς πραγματοποίηση των σκοπών του ιδρύματος (βλ. κατάθεση της Γ1). Οι μεταξύ του μηνυτή και του πρώτου των ανωτέρω συναντήσεις συνεχίσθηκαν στα γραφεία της επιχείρησης του κατηγορουμένου Χ1, όπου επίσης εργαζόταν σε διαμορφωμένο δικό του (γραφειακό) χώρο και ο κατηγορούμενος Χ3(βλ. ρητές περί τούτου καταθέσεις των μαρτύρων Γ2 και Γ1) στα δε γραφεία αυτά εργάζονταν και διαφορά αλλά άτομα και οι δυο αυτοί κατηγορούμενοι παρίσταναν στο μηνυτή ότι ο κατηγορούμενος (Χ1) είχε μεγάλο κύκλο εργασιών, ήταν πρόσωπο με υψηλό κύρος και μεγάλη επιρροή, ως μέλος της Πενταμελούς Επιτροπής Έγκρισης Κοινοτικών Επιχορηγήσεων μεγάλων τουριστικών και Βιομηχανικών έργων, έργα τα οποία επιδοτούντο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στα πλαίσια αυτής της γνωριμίας και της προαναφερόμενης συνεργασίας τους ο μηνυτής και ο πρώτος κατηγορούμενος άρχισαν συζητήσεις συνεργασίας με τη μορφή ανώνυμης τεχνικής εταιρείας, στην οποία θα μετείχε ο μηνυτής και η σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου Χ2 (τρίτη κατηγορουμένη) λόγω δήθεν κωλύματος του πρώτου κατηγορουμένου ως μέλος (δήθεν) της ανωτέρω πενταμελούς επιτροπής στην οποία ουσιαστικά όμως μέλος θα ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος. Εξάλλου οι μεταξύ του μηνυτή και του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 σχέσεις αναπτύχθηκαν και σε φιλικό επίπεδο κι έτσι κατά το μήνα Αύγουστο του 2000 η οικογένεια του Χ1 φιλοξενήθηκε επί 20-25 ημέρες σε μισθωμένη από τον Ψ1 εξοχική κατοικία ιδιοκτησίας Δ1, στη .....Αττικής. Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω φιλοξενίας τους τόσον ο κατηγορούμενος Χ1 όσον και η συγκατηγορουμένη σύζυγος του συνέχισαν να επαναλαμβάνουν τα ανωτέρω ως προς την επαγγελματική δραστηριότητα και κοινωνική του κατάσταση και επιρροή του Χ1 και έτσι ο μηνυτής αποφάσισε, τελικά, τη σύσταση ανώνυμης τεχνικής εταιρίας μεταξύ αυτού και της τρίτης κατηγορουμένης Χ2. Μάλιστα, ο Χ1 παρέστησε ψευδώς στο μηνυτή ότι ο ίδιος δεν μπορούσε νομίμως και εμφανώς να συμμετέχει στην ως άνω συσταθησόμενη (δήθεν) εταιρία λόγω της (δήθεν επίσης) ως άνω ιδιότητας του ως μέλους της ανωτέρω (πενταμελούς) επιτροπής και έτσι ο μηνυτής πείσθηκε και με τη νέα αυτή ψευδή παράσταση. Τέλος, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από του μηνός Αυγούστου 2000 έως του μηνός Μαΐου 2001 αμφότεροι οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ1 και Χ3) είπαν στο μηνυτή ότι μέρος των αμοιβών από την ανάθεση διαφόρων μελετών τις οποίες είχε ο Χ1 αναλάβει αυτός (Χ1) θα το διέθετε και αυτό θα επενδύονταν στο ενεργητικό της υπό σύσταση (δήθεν) ανώνυμης εταιρίας και ότι οι μελέτες αυτές (δήθεν) αφορούσαν μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες στην Κρήτη στην Κεφαλονιά, στην Κέρκυρα, τις ανεγέρσεις των κτιριακών εγκαταστάσεων στο .... και το συγκρότημα Πτηνοτροφείων και Παστερίωσης "....", από τις οποίες οι αμοιβές θα ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές. Τις ίδιες ψευδείς διαβεβαιώσεις από κοινού με το σύζυγο της Χ1, όσον αφορά τις ανωτέρω μελέτες των προαναφερομένων (ξενοδοχειακών και μη) επιχειρήσεων, των αναφερομένων από τις μελέτες αυτές μεγάλων αμοιβών, που θα' επένδυε ο πρώτος κατηγορούμενος, στη δήθεν συσταθησομένη ΑΕ και των διασυνδέσεων και επαγγελματικού και κοινοτικού κύρους του πρώτου κατηγορουμένου και αναμενομένων αμοιβών έδιδε προς το μηνυτή και η αναιρεσείουσα Χ2 , σύζυγος του πρώτου κατηγορουμένου Χ1, κατά το χρονικό διάστημα της φιλοξενίας της ήτοι της επί 20-25νθήμερο φιλοξενίας της κατά το μήνα Αύγουστο 2000, στη μισθωμένη οικία του μηνυτή στη ..... Οι ανωτέρω υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις, αντίστοιχα, των κατηγορουμένων ανάγονται μεν στο μέλλον όμως συνοδεύονταν ταυτόχρονα με τις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις του Χ1, Χ3, Χ2 που αναφέρονταν σε γεγονότα στο παρόν και στο παρελθόν και έτσι αυτές δημιούργησαν στον μηνυτή την εντύπωση της βέβαιης μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη από αυτούς (κατηγορουμένους) ψευδή κατάσταση, ενώ ο κατηγορούμενος Χ1 είχε ήδη ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όπως εγνώριζαν και συμφωνούσαν με τον τελευταίο οι λοιποί δύο κατηγορούμενοι. Έτσι, στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής ο Χ1 άρχισε να αποσπά από το μηνυτή διάφορα χρηματικά ποσά, ως δήθεν απαραίτητα για την ολοκλήρωση των μελετών των έργων, που είχε αναλάβει. Ειδικότερα ο μηνυτής μετά ταύτα παρέδωσε, στον κατηγορούμενο τα εξής χρηματικά ποσά είτε με αυτούσια καταβολή τους εκ μέρους του μηνυτή είτε με παράδοση τραπεζικών επιταγών εκ μέρους του μηνυτή ή της θυγατέρας του Γ1 ή του υπαλλήλου του γραφείου του μηνυτή Γ2, τις οποίες στη συνέχεια ο κατηγορούμενος Χ1 εξαργύρωνε με ανάληψη των αντίστοιχων ποσών τους από τις τράπεζες, στις οποίες είχαν αυτές εκδοθεί. Ειδικότερα, ο μηνυτής κατέβαλε στον κατηγορούμενο διάφορα ποσά στις ακόλουθες ημερομηνίες: 1.- Στις 30.8.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με τη με αριθμό ....... επιταγή πληρωτέα στην τράπεζα EUROBANK. 2.- Στις 14.9.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε μετρητά που κατέβαλε στον Χ1 επ' ονόματι και για λογαριασμό του μηνυτή ο συνεργάτης - υπάλληλος στο γραφείο του τελευταίου Γ2. 3.- Στις 26.9.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με τραπεζική επιταγή με αριθμό ....... πληρωτέα στην τράπεζα EUROBANK. 4.- Στις 2.10.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. σε μετρητά που κατέβαλε στον Χ1 στο γραφείο αυτού επ' ονόματι και για λογαριασμό του μηνυτή ο αυτός ως ανωτέρω συνεργάτης-υπάλληλος του γραφείου του μηνυτή Γ2. 5.- Στις 24.10.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με την μεταβίβαση και οπισθογράφηση από αυτόν (μηνυτή) προς τον Χ1 της με αριθμό ...... τραπεζικής επιταγής πληρωτέας στην αμέσως ανωτέρω τράπεζα. 6.- Στις 8.11.2000 το ποσό των 10.000.000 δρχ. με την εκ μέρους του (δηλ. του μηνυτή) οπισθογράφηση και μεταβίβαση προς τον Χ1 της με αριθμό ...... τραπεζικής επιταγής της αυτής ως άνω τράπεζας. 7.- Στις 28.11.2000 το ποσό των 5.000.000 δρχ. με οπισθογράφηση και προς τον Χ1 από το μηνυτή μεταβίβαση της με αριθμό .... τραπεζικής επιταγής πληρωτέας στην ίδια ως άνω πληρώτρια τράπεζα. 8.- Στις 20.12.2000 το ποσό των 10.000.000 δρχ. με οπισθογράφηση και μεταβίβαση της με αριθμό ..... τραπεζικής επιταγής πληρωτέας στην αυτή τράπεζα από το μηνυτή προς τον Χ1 σε διαταγή του. 9.- Στις 11.1.2001 το ποσό των 3.000.000 δρχ. σε μετρητά που κατέβαλε στον Χ1 στο γραφείο του επ'ονόματι και για λογαριασμό του μηνυτή η θυγατέρα του τελευταίου Γ1. 10.- Στις 12.2.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του για λογαριασμό του μηνυτή η αυτή θυγατέρα του μηνυτή. 11.- Στις 23.2.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του επίσης για λογαριασμό του μηνυτή η προαναφερόμενη θυγατέρα του Γ1. 12.- Στις 19.3.2001 το ποσό των 3.000.000 δρχ. σε μετρητά, που, ομοίως, κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του για λογαριασμό του μηνυτή, η θυγατέρα του μηνυτή Γ1. 13.- Στις 12.4.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του, για λογαριασμό του μηνυτή, η αυτή ως άνω θυγατέρα του τελευταίου. 14.- Στις 27.4.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ. σε μετρητά, που κατέβαλε στον Χ1, στο γραφείο του, κατ'εντολή και για λογαριασμό του μηνυτή, η αυτή ως άνω θυγατέρα του Γ1. 15.- Στις 3.5.2001 το ποσό των 2.000.000 δρχ., δυνάμει εξουσιοδοτήσεως του μηνυτή προς τον Χ1 να εισπράξει το ποσό αυτό από το λογαριασμό του μηνυτή στην Τράπεζα EUROBANK και τα οποία ποσά αυτός (Χ1) εισέπραξε από το υποκατάστημα EUROBANK στην Αγία Παρασκευή Αττικής (ήτοι καταβολές που αναφέρονται στο στοιχείο Γ του κατηγορητηρίου και του διατακτικού του εκκαλουμένου βουλεύματος. Ακόμη στα πλαίσια των συμφωνηθέντων για τη σύσταση της ΑΕ ο μηνυτής κατά το μήνα .... ανέθεσε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Δέσποινα Τριτσιμπίδα τη σύνταξη του κατασταστικού σύστασης της τεχνικής εταιρείας, όπως του είχε υποδείξει ο 1ος κατηγορούμενος η οποία προέβη στη σύνταξή του, χωρίς να συμπληρώσει την ακριβή ημερομηνία και τον αριθμό του συμβολαιογραφικού εγγράφου, το οποίο όμως δεν υπογράφηκε, για διαφορετικούς λόγους που προβάλλονται από κάθε πλευρά. Ο μηνυτής ακόμη προέβη στη μίσθωση ακινήτου στο ... Αττικής, για να στεγασθούν τα γραφεία της εταιρείας, "ως τεχνικό - μεσιτικό γραφείο", μετά δε την έγκριση από τον Χ1 ο μηνυτής υποβλήθηκε σε σειρά εξόδων για την οργάνωση της υποδομής της υπό σύσταση εταιρείας στο μισθωμένο χώρο, προβαίνοντας σε αγορά επίπλων, σχεδιαστηρίων κλπ, ανερχομένων συνολικά στο ποσόν των 58.694 ευρώ περίπου. Επιπλέον ο μηνυτής στις 5-12-2000 κατέβαλε στον εκ των οικοπεδούχων το υπόλοιπο του συμφωνηθέντος αρραβώνα εκ δρχ. 13.000.000, δια της υπ' αριθ. ..... επιταγής της EUROBANK. Προσέτι στις 20-5-2001 ο Χ1 έδωσε εντολή στο μηνυτή, σε αντικατάσταση της από 25-4-2000 εντολής του και αλλαγής του τίτλου του ιδρύματος από "....." σε ".....", όπως διαπραγματευθεί για την αγορά του ως άνω κτήματος. Η πραγματοποίηση όμως όλων των από τον τρίτο των κατηγορουμένων υποσχεθέντων καθυστερούσε, ήτοι η υπογραφή του καταστατικού σύστασης της ως άνω εταιρείας, η μεταβίβαση της έκτασης στον ..., η μετεγκατάσταση του τεχνικού γραφείου του κατηγορουμένου αυτού στο μισθωθέν ακίνητο στο ..., αλλά και η ολοκλήρωση των μελετών τις οποίες όπως ισχυριζόταν ο τελευταίος είχε αναλάβει. Ο κατηγορούμενος Χ1 εξάλλου, παραδέχθηκε ότι δεν υπήρχε κοινωφελές ίδρυμα, αλλά σωματείο τη μετατροπή του οποίου σε ίδρυμα επεδίωκε και προς επίρρωση των ισχυρισμών αυτών επέδειξε στον παθόντα, το από ... έγγραφο του Υφυπουργού Υγείας - Πρόνοιας προς το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με το οποίο το πρώτο γνωστοποιούσε στο δεύτερο ότι δεν έχει αντίρρηση για τη σύσταση του ιδρύματος και την κύρωση του οργανισμού του, είπε δε ο Χ1 στο μηνυτή ότι είχε ήδη εγκριθεί ο οργανισμός του ιδρύματος.
Μετά ταύτα ο μηνυτής αντελήφθη ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως του τα είχε εμφανίσει ο πρώτος των κατηγορουμένων και προέβη σε έρευνα, στην οποία συμμετείχε και η θυγατέρα του - μάρτυρας Γ1. Από την έρευνα προέκυψε ότι κατηγορούμενος δεν ήταν μέλος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (βλ. την υπ' αριθ. πρωτ. ...... απάντηση της υπηρεσίας αυτής σε αίτηση της Γ1), στο μητρώο του οποίου εγγράφονται υποχρεωτικά όλοι οι ελληνικής ιθαγένειας ή έχοντες την ιθαγένεια κράτους - μέλους της ΕΕ, διπλωματούχοι πολυτεχνικών σχολών της χώρας ή ισοτίμων σχολών του εξωτερικού, μετά τη λήψη της άδειας επαγγέλματος. Ακόμη ο αυτός κατηγορούμενος Χ1, μόλις την ... προέβη στη σύσταση μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης κεφαλαίου 17.608,22 ευρώ, δυνάμει της υπ' αριθ. .... σύστασης της συμβολαιογράφου Ν. Ιωνίας Πηνελόπης Παπατριανταφύλλου, με την επωνυμία: "..... - ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" και με το διακριτικό τίτλο "....." και προέβη σε έναρξη εργασιών στη ΔΟΥ Αγ. Παρασκευής, με την από .... δήλωση του, από 14-6-2001, προφανώς δε η επιχείρηση του λειτουργούσε παρανόμως κατά τα προγενέστερο χρονικό διάστημα. Από το με αριθμό μητρώου σωματείου ..... καταστατικό του Πολιτιστικού, Αλληλοβοηθητικού, Λαογραφικού, Φιλαθλητικού, Φιλανθρωπικού Σωματείου ".....", το οποίο αναγνωρίσθηκε με την υπ' αριθ. .... απόφαση και τροποποιήθηκε με την υπ' αριθ. ... ο μαία, ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν ήταν ιδρυτής του σωματείου (το οποίο βέβαια δεν ήταν ίδρυμα), ούτε μέλος αυτού, τακτικό ή αναπληρωματικό από την ίδρυσή του έως τον χρόνο τέλεσης των, ως άνω πράξεων, ούτε μέλος της ως άνω Επιτροπής (βλ. σχετικά έγγραφα) ενώ σημειωτέον μέλος του σωματείου .... ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ3 (βλ. αντίγραφο καταστατικού του ως άνω σωματείου). Περαιτέρω προέκυψε ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων απολογούμενος, αλλά και με το υπόμνημά του που υπέβαλε με την κρινόμενη έφεση του, αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι τις επιταγές τις παρέδωσε ο μηνυτής ως νόμιμη αμοιβή του γραφείου του, για την εκπόνηση μελετών των σχεδίων επέκτασης του εργοστασίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία: "ΤΕΧΤILIA A.E" στους Αγίους Θεοδώρους Θηβών, την οποία εκπροσωπεί ο Ζ1, την εξοχική κατοικία του οποίου επεδίωκε να αποκτήσει, ότι φοίτησε στη Σχολή Μηχανικών του Δήμου Νίκαιας και στη συνέχεια στην Πολυτεχνική Σχολή του Ντάρμσταντ της Δυτικής Γερμανίας, ότι η επιχείρηση του στεγάζεται από πενταετίας στο γραφείο επί της οδού ......., ότι εκπονεί μελέτες επί 35 έτη, ότι το ίδρυμα είναι υπαρκτό και είναι μέλος του ΔΣ αυτού και ότι ο μηνυτής στην κατωτέρω αναφερόμενη αγωγή στηρίζει επικουρικά την απαίτησή του σε δανεισμό. Και οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου κρίνονται αναληθείς και τούτο διότι: 1.- Δεν ήταν αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός. 2. Μόλις κατά το μήνα Ιούνιο του 2001, νομιμοποίησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα, κατά τα προεκτεθέντα και ενώ είχε αρέσει η αντιδικία του με το μηνυτή. 3. Δεν προσκόμισε κάποιο δημόσιο έγγραφο, όπως αντίγραφο της φορολογικής του δήλωσης, αποδείξεις παροχής. υπηρεσιών- κλπ για να αποδείξει ότι ήταν φερέγγυος, ότι είχε αναλάβει πλήθος μελετών, ότι είναι μέλος της επιτροπής που προαναφέρθηκε κλπ. 4. Οι επιταγές δεν εδόθησαν για τον ανωτέρω λόγο, διότι στην υπ' αριθ. 6454/2001 αγωγή της εταιρείας συμφερόντων Ζ1, κατά του μηνυτή, αναφέρεται μεταξύ των άλλων ότι: "...Οι δ' απειλές του συνιστάμενες σε διαβολές σε τρίτους ότι αυτός χρηματοδότησε το έργο, ότι του χρωστάγαμε λεφτά...". Ο ίδιος ο Ζ1 εξάλλου, καταθέτοντας στα πλαίσια άλλης ποινικής διαδικασίας, δεν ανέφερε κάτι που να ενισχύει την τελευταία θέση του κατηγορουμένου (βλ. αντίγραφο της από 17-9-2001 ένορκης: κατάθεσης του τελευταίου). Αθροιζόμενα δε τα ως άνω ποσά διαμορφώνουν το ως άνω συνολικό χρηματικό ποσόν, για το οποίο γίνεται λόγος και στην από 20-6-2001 μήνυση περί εκβίασης του Χ1 κατά του μηνυτή και άγνωστου δράστη (βλ. αντίγραφα της μήνυσης, του κατηγορητηρίου και των λοιπών εγγράφων που αναφέρονται στη μήνυση αυτή). 5. Οι μελέτες που επισύναψε ο κατηγορούμενος στη δικογραφία, δεν φέρουν υπογραφές, σφραγίδες κλπ, από κανένα δε δημόσιο έγγραφο, όπως αποδείξεις καταβολής αμοιβής από τους εντολείς του, δεν ενισχύονται οι ισχυρισμοί του περί αναθέσεως μελετών, κερδών πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών κλπ. 6. Το ότι στην ως άνω αγωγή του ο μηνυτής έχει και επικουρική βάση, δεν σημαίνει ότι ανατρέπονται τα ανωτέρω. 7. Στην παρούσα δικογραφία επισυνάφθηκαν αντίγραφα έξι αποφάσεων, με τις οποίες καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος σε ποινές φυλάκισης για υπεξαίρεση και απάτη, συνισταμένη) η τελευταία στο ότι ο Χ1 εμφανιζόταν και ως πολιτικός μηχανικός (βλ. αντίγραφα των αποφάσεων), γεγονός που αποδεικνύει την αφερεγγυότητά του και την κακή κοινωνική και επαγγελματική του κατάσταση. Εξάλλου ο δεύτερος των κατηγορουμένων Χ3 απολογούμενος ισχυρίσθηκε, εκτός των άλλων, ότι κατά το μήνα Απρίλιο του 2000 επισκέφθηκε, πραγματικά, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του το κτηματομεσιτικό γραφείο του μηνυτή, ουδέποτε όμως έκτοτε του παρέστησε ψευδή γεγονότα σαν αληθή, ότι ουδεμία ωφέλεια είχε και ότι ψεύδεται η κόρη του μηνυτή, ισχυριζόμενη, ότι αυτός είχε δήθεν εγκατασταθεί στο γραφείο του συγκατηγορουμένου του (δηλ. του Χ1). Παρά ταύτα, από τις καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων Γ1 και Γ2, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της ανωτέρω μήνυσης, που κρίνονται αξιόπιστα, προκύπτει, ότι, πράγματι, ο ως άνω δεύτερος κατηγορούμενος Χ3 κατά το χρονικό διάστημα από Αυγούστου 2000 έως 3.5.2001, προκειμένου να ωφελήσει τον συγκατηγορούμενό του Χ1, (στα γραφεία επιχείρησης του οποίου διέθετε ο ίδιος - Χ3- και δικό του γραφειακό χώρο, ως συνεργάτης του Χ1) και σε βάρος της περιουσίας του μηνυτή, για να αποσπάσει ο Χ1 τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχεία Γ του κατηγορητηρίου από το μηνυτή ποσά και δη αυτός Χ3) εξακολούθησε να δίνει προς το μηνυτή τις ίδιες ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις, ότι δηλαδή ο συγκατηγορούμενος του Χ1 ήταν καταξιωμένος Αρχιτέκτων Μηχανικός, ο οποίος είχε αναλάβει πλήθος μελετών μεγάλων τουριστικών και βιομηχανικών συγκροτημάτων ότι είναι ιδρυτής του Κοινωφελούς Ιδρύματος με τον διακριτικό τίτλο "......." και μέλος του ΔΣ αυτού και ότι, περαιτέρω, λόγω των ανωτέρω ψευδών προς αυτόν (μηνυτή) παραστάσεων του δευτέρου κατηγορουμένου ο μηνυτής προέβη στις ανωτέρω (15) με επιταγές και δια μετρητών καταβολές του προς τον 1° κατηγορούμενο. Η τρίτη κατηγορούμενη, εξάλλου Χ2 ναι μεν απολογούμενη ισχυρίσθηκε, ότι αυτή δεν έλαβε μέρος στις οποίες συζητήσεις του συζύγου της Χ1 με το μηνυτή δεν αναμείχθηκε ποτέ στα επαγγελματικά του θέματα και το μόνο που αυτή έπραξε ήταν να αποτρέψει το σύζυγό της από του να συνεταιριστεί με το μηνυτή για τους λόγους που αυτή επικαλείται στο απολογητικό της υπόμνημα. Όμως, οι ως άνω απολογητικοί της ισχυρισμοί κατά το μέρος που αυτοί αφορούν την ανωτέρω υπό στοιχείο Γ του κατηγορητηρίου πράξη, δεν κρίνονται αληθείς καθ' όσον πλήρως κατά περιεχόμενο καταρρίπτονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ1 (θυγατέρας του μηνυτή) και Γ2 (συνεργάτη - υπαλλήλου του γραφείου του μηνυτή), δεδομένου ότι αμφότεροι οι αμέσως ανωτέρω μάρτυρες στις από 22.3.2004 και 23.3.2004 αντίστοιχες ένορκες καταθέσεις τους, επιβεβαιώνουν τα όσα, ομοίως, κατήγγειλε σχετικώς με την από 6.2.2002 μήνυσή του και κατά της ανωτέρω κατηγορουμένης ο ίδιος ο μηνυτής. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ψευδώς και κατ' εξακολούθηση, παρέστησαν στον εγκαλούντα τα ανωτέρω, τελώντας εν γνώσει της αναληθείας τους, με σκοπό να τον παραπλανήσουν, όπως και τον παραπλάνησαν και να καρπωθεί ο κατηγορούμενος Χ1 όπως και καρπώθηκε παρανόμως το χρηματικό ποσόν των 66.000.000 δρχ. ή 193.690,38 ευρώ. Οι κατηγορούμενοι με τις μερικότερες αυτές πράξεις τους απέβλεπαν στο αποτέλεσμα αυτό, στην παράνομη δηλαδή περιουσιακή του ωφέλεια, η οποία είναι μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, αλλά και των 15.000 ευρώ, επιφέροντας αντίστοιχη ζημία στην περιουσία του μηνυτή. Ο εγκαλών παραπλανήθηκε από τις ψευδείς παραστάσεις και κατέβαλε στον κατηγορούμενο Χ1 το ως άνω συνολικό ποσόν, αν δε γνώριζε την αναλήθεια των ισχυρισμών, δεν θα προέβαινε στην καταβολή του. Τις ανωτέρω πράξεις τους οι κατηγορούμενοι τελούσαν κατ' εξακολούθηση, για μεγάλο χρονικό διάστημα, με ετοιμότητα για επανειλημμένη τέλεση, αλλά και με σχεδιασμό, προς επίτευξη δε του σκοπού τους και διατήρηση της πλάνης του παθόντα, προσέθεταν και νέα ψευδή πραγματικά ενώ οικοδόμησαν φιλικές σχέσεις με το μηνυτή και κλίμα εμπιστοσύνης, γεγονότα που αποδεικνύουν, ότι είχαν αναγάγει σε επάγγελμα την τέλεση των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων, εξασφαλίζοντας εισόδημα, ο Χ1 για τον εαυτό του, ομοίως και η σύζυγος του τρίτη κατηγορουμένη η οποία συμβιούσε ως σύζυγος με τον πρώτο κατηγορούμενο και είχε πρόδηλο συμφέρον στην αύξηση των οικογενειακών τους εισοδημάτων αλλά και ο τρίτος κατηγορούμενος, ο οποίος συνεργαζόταν στην επιχείρηση του πρώτου κατηγορουμένου προφανώς με κάποια αμοιβή ή ποσοστά στον πορισμό των οποίων απέβλεπε αυτός. Προκύπτει, ακόμη, η σταθερή ροπή τους για διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον, η οποία αποδεικνύεται από τη βαρύτητα του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο διώκονται, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής τους και τα αίτια που τους ώθησαν, κατά τα προεκτεθέντα. Δεν είναι άλλωστε, τυχαίο, ότι ο 3ος κατηγορούμενος αυτός (Χ1) είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για απάτες και για υπεξαιρέσεις, ήτοι είχε σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης. Με βάση τις παραδοχές αυτές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους της μερικότερης πράξης της απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπούμενο όφελος και προξενηθείσα αντίστοιχη ζημία άνω των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστούν για την ως άνω πράξη. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, αναφορικά με τους αναιρεσείοντες κατηγορουμένους και την ως άνω μερικότερη κακουργηματική πράξη της απάτης, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος 9 και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες αξιόποινη πράξη της απάτης στην κακουργηματική της μορφή, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και σχημάτισε την κρίση για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων παραθέτει, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 136 στοιχ. στ', 27 παρ. 2, 45 98 και 386 παρ. 1 β-α και 3α, β ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και στη συνέχεια με άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα, αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τους αναιρεσείοντες. Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται σαφώς και ορισμένως τα ψευδή γεγονότα, που εν γνώσει τους οι αναιρεσείοντες και ο συναυτουργός τους παρέστησαν από κοινού ως αληθινά, από τα οποία πείσθηκε ο παθών να καταβάλει τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά στον αναιρεσείοντα, Χ1, τα πραγματικά περιστατικά για τον σκοπό των συναυτουργών να αποκομίσει, ο ως άνω αναιρεσείων (Χ1) παράνομο περιουσιακό όφελος με βλάβη της περιουσίας του παθόντος και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της απάτης προσδιορίζεται δε η ζημία του παθόντος, το ύψος της και πως επήλθε, τελούσα σε συνάφεια προς τις ψευδείς ως άνω παραστάσεις. Ακόμη, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων αναφέρονται και τα έγγραφα, τα απολογητικά υπομνήματα των αναιρεσειόντων και τα συνημμένα σ' αυτά έγγραφα, άρα και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο του αναιρεσείοντος Χ1 τοιαύτα, και δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται η ταυτότητα των εγγράφων τα οποία συνεκτίμησε το Συμβούλιο, ούτε να γίνεται συγκριτική αξιολόγηση και στάθμιση αυτών. Η αιτίαση του ως άνω αναιρεσείοντος ως προς την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, απαραδέκτως προβάλλεται, καθόσον πλήττει την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Συμβουλίου. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και ε' του Κ.Ποιν.Δ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 13 περ. στ' και 386 παρ. 1 β-α και 3 α, β του ΠΚ είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων που με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττουν την περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' Κ.Ποιν.Δ ακυρότητα λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, κατά δε το άρθρο 309 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιον του, με την παρουσία και του εισαγγελέα, για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Μόνον δε όταν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα και δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Ποιν.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως των ένδικων αιτήσεων, περί απολύτου ακυρότητος, λόγω αναιτιολογήτου απορρίψεως του αιτήματος των αναιρεσειόντων να εμφανιστούν αυτοπροσώπως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προς παροχή διευκρινίσεων, είναι αβάσιμος, αφού εν αντιθέσει προς τον σχετικό ισχυρισμό αυτών, τέτοια αίτηση δεν περιέχεται στις εκθέσεις των εφέσεών τους. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση στις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, πρέπει αυτές να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 113/18-5-2007 και 114/18-5-2007 αιτήσεις των : 1Χ1 και 2)Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 805/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ