Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Δωροδοκία, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία - στοιχεία. Από την έναρξη ισχύος του Ν. 2802/2000 η παθητική δωροδοκία στοιχειοθετείτο μόνο για μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις. Αναιρείται εν μέρει η προσβαλλόμενη καταδικαστική για παθητική δωροδοκία κατ’ εξακολούθηση απόφαση, λόγω ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, διότι προκύπτει ασάφεια και αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, αφενός σχετικά με το αν τα ωφελήματα που απαίτησε και έλαβε ο αναιρεσείων υπάλληλος ως προς μερικότερες πράξεις του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος αφορούσαν σε ήδη τελειωμένη ή σε μελλοντική υπηρεσιακή του ενέργεια, και αφετέρου σχετικά με το αν μερικότερη πράξη είχε ή όχι υποπέσει σε παραγραφή κατά την εκδίκασή της, ελλείψει προσδιορισμού ημεροχρονολογίας τελέσεώς της. Απόλυτη ακυρότητα δεν επήλθε από την ανάγνωση στο ακροατήριο ανακριτικής καταθέσεως μη εμφανισθέντος μάρτυρος, και αν ακόμη δεν βεβαιώνεται στην απόφαση το ανέφικτο της εμφανίσεώς του, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε. Δεν επήλθε επίσης από την ανάγνωση ολόκληρης της ανακριτικής καταθέσεως, και όχι μόνο περικοπής αυτής, εμφανισθέντος και εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος.
Αριθμός 1975/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, περί αναιρέσεως της 128/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Απριλίου 2008 αίτησή του καθώς και στους από 22 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 796/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 235 ΠΚ, όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 2 του Ν.2808/2000, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος που απαιτεί ή δέχεται ή προσφέρεται να δεχθεί δώρα ή άλλα ανταλλάγματα που δεν δικαιούται ή την υπόσχεση τέτοιων δώρων ή ανταλλαγμάτων για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, η οποία είναι αντίθετη στα καθήκοντά του ή ανάγεται στην υπηρεσία του. Μετά την ως άνω αντικατάστασή του το ίδιο άρθρο ορίζει ότι τιμωρείται με την ανωτέρω ποινή ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτον ωφελήματα οποιασδήποτε φύσεως ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι από την έναρξη ισχύος του Ν.2802/2000 (στις 3-3-2000) η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας του υπαλλήλου στοιχειοθετείται μόνον για τις μελλοντικές ενέργειες ή παραλείψεις του, ενώ προκειμένου για τελειωμένη ήδη ενέργεια ή παράλειψη η πράξη αυτή κατέστη ανέγκλητη. 'Ετσι, για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας) μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 235 ΠΚ απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ.α' και 263 α ΠΚ, η από μέρους αυτού του ιδίου ή μέσω άλλου απαίτηση ή αποδοχή ωφελημάτων που δεν δικαιούται ή αποδοχή υποσχέσεως προς παροχή αυτών (ωφελημάτων) για ενέργεια ή παράλειψή του μελλοντική που ανάγεται ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Είναι δε αδιάφορο αν η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου πραγματοποιήθηκε ή αν αυτός σκόπευε ειλικρινά να την πραγματώσει (Ολ.ΑΠ 6/1998, 1778/1993). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για παθητική δωροδοκία αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. 'Ελλειψη της απαιτούμενης με την ανωτέρω έννοια αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως υπάρχει και όταν, κατά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, που ανάγονται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, παρατηρείται, είτε στην αυτοτελή αιτιολογία της αποφάσεως είτε μεταξύ των εκτιθεμένων στο αιτιολογικό της και εκείνων που αναφέρονται στο διατακτικό, ασάφεια ή αντίφαση. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, για να καταλήξει στην κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 128/2007 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, κήρυξε ένοχο παθητικής δωροδοκίας κατ'εξακολούθηση τον ήδη αναιρεσείοντα και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, όντας υπάλληλος της Δ/νσης Συγκοινωνιών του νομού ..., στον οποίο νόμιμα είχε ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας μετατροπής των αδειών οδήγησης αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών, που εκδόθηκαν από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, των οποίων οι κάτοχοι είναι ομογενείς προερχόμενοι από τις χώρες αυτές και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα, σε αντίστοιχης κατηγορίας ή υποκατηγορίας ελληνικές άδειες οδήγησης, κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό της παρούσας χρόνους, απαίτησε και έλαβε από τους ομογενείς Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ξ και Ο, τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας χρηματικά ποσά, προκειμένου να προβεί στη παραπάνω ενέργεια [μελλοντική] της μετατροπής δηλαδή των αδειών οδήγησης, η οποία ανάγεται στα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί από την υπηρεσία του. Τη κρίση του αυτή στηρίζει ιδιαίτερα το Δικαστήριο στις αναγνωσθείσες [χωρίς να αντιλέξει ο κατηγορούμενος] ένορκες καταθέσεις των προδιαληφθέντων ομογενών ενώπιον της Ανακρίτριας Δράμας, όπου αυτοί αναφερόμενοι επί πλέον και στις δοθείσες προανακριτικά καταθέσεις τους, μετά λόγου γνώσεως καταθέτουν ότι έδωσαν χρήματα στον κατηγορούμενο για να προβεί αυτός στην προεκτεθείσα νόμιμη μελλοντική ενέργεια του, παρά τα όσα διαφορετικά ισχυρίσθηκαν εξεταζόμενοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ενόψει αυτών στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της παθητικής δωροδοκίας κατ' εξακολούθηση και επομένως πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως αυτής κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας". Κατά δε το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος διότι "Στη ... στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος τέλεσε την άδικη πράξη της παθητικής δωροδοκίας-δωροληψίας ήτοι υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, απαίτησε και δέχθηκε δώρα που δεν δικαιούται, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια μελλοντική η οποία ανήκει στον κύκλο αρμοδιότητας του και ανάγεται στην υπηρεσία του δηλαδή ως υπάλληλος της Διεύθυνσης Συγκοινωνιών Νομού ... που του είχε νόμιμα ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας μετατροπής των αδειών οδήγησης αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών, που εκδόθηκαν από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, των οποίων οι κάτοχοι είναι ομογενείς προερχόμενοι από τις χώρες αυτές και οι οποίοι εγκαθίστανται μόνιμα στην Ελλάδα, σε αντίστοιχης κατηγορίας ή υποκατηγορίας ελληνικές άδειες οδήγησης, απαίτησε και αποδέχθηκε από τους ενδιαφερόμενους ομογενείς οδηγούς δώρα που δεν δικαιούται προκειμένου να προβεί στη μετατροπή της άδειας οδήγησής τους σε ελληνική αντίστοιχης κατηγορίας ή υποκατηγορίας. Ειδικότερα: 1) Το καλοκαίρι του 2002... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ... ποσό 45.000 δρχ. από τον ομογενή Α προκειμένου να προβεί στη μετατροπή της ξένης άδειας που αυτός κατείχε σε ... αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 2) στις αρχές του έτους 2001... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ... ποσό 150.000 δρχ. από τον ομογενή Β προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 3) τον Ιούνιο του έτους 2002... απαίτησε και έλαβε ως δώρο... ποσό 400 ευρώ από τον ομογενή Γ προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε ... σε αντίστοιχης κατηγορίας Ελληνική, 4) το έτος 2002 ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ... ποσό 450 ευρώ από τον ομογενή Δ προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 5) στις αρχές του έτους 2001 ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ... ποσό 40.000 ή 45.000 δρχ. από τον ομογενή Ε προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 6) το καλοκαίρι του 2002... απαίτησε και έλαβε ως δώρο 30 ή 40 ευρώ από τον ομογενή Ζ προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική. 7) το έτος 2001 ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο... ποσό 27.000 δρχ. από τον ομογενή Η προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε ... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 8) περί τα τέλη του έτους 2000... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ποσό 100.000 δρχ. από τον ομογενή Θ προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 9) το έτος 1999, τον Ιούνιο του έτους 2001 και το Σεπτέμβριο του 2001 ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο το συνολικό χρηματικό ποσό ύψους 160.000 ή 170.000 δρχ. από τον ομογενή Ι, προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε ... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 10) το έτος 2001 ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ποσό 350.000 δρχ. από τον ομογενή Κ προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής των ξένων αδειών οδήγησης του ιδίου, της συζύγου του Κ1 και της θυγατέρας του Κ2 σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνικές, 11) το καλοκαίρι του έτους 2001... απαίτησε και έλαβε ως δώρο το ποσό 50.000 δρχ. από τον ομογενή Λ μετά την ολοκλήρωση διαδικασίας μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 12) το Μάρτιο του έτους 2000 σε μη προσδιορισθείσα ακριβή ημερομηνία ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο χρηματικό ποσό ύψους 10.000 δρχ. από τον ομογενή Μ διότι προέβη στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε ... σε ελληνική άδεια κατηγορίας Β. Επίσης απαίτησε από τον ίδιο ομογενή για να προβεί στη μετατροπή της ανωτέρω άδειας οδήγησής του σε ελληνική αντίστοιχης κατηγορίας Ε' το χρηματικό των 280.000 ή 500.000 δρχ., 13) το καλοκαίρι του έτους 2001... δέχθηκε ως δώρο με τη ... μεσολάβηση του.. χρηματικό ποσό 50.000 δρχ. από τον ομογενή Ν. προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε ... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, 14) το έτος 2001 ... απαίτησε και έλαβε ως δώρο ποσό 150.000 δρχ. από τον ομογενή Ξ προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική και 15) το έτος 2001... δέχθηκε ως δώρο με τη ... μεσολάβηση του ... χρηματικό ποσό 45.000 δρχ. από τον ομογενή Ο προκειμένου να προβεί στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας που αυτός κατείχε... σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική άδεια".
Με τις αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές αυτές σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, εκτός από τις μερικότερες πράξεις υπό τους ως άνω αύξοντες αριθμούς 9, κατά το σκέλος της που φέρεται τελεσθείσα "το έτος 1999", 11 και 12, κατά το πρώτο σκέλος της που αφορά δώρο 10.000 δρχ., διέλαβε κατά τα λοιπά στην εν λόγω απόφαση την επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας κατ'εξακολούθηση,, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή τους και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 235 ΠΚ, την οποία ορθώς εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα εξής: α) το σκεπτικό της αποφάσεως δεν αποτελεί αντιγραφή του διατακτικού της, η οποία, άλλωστε, θα αρκούσε, καθόσον το συγκεκριμένο διατακτικό περιέχει με πληρότητα περιστατικά, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, που πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) δεν ήταν αναγκαία ειδική αξιολόγηση των επί μέρους αποδεικτικών μέσων και συσχετισμός αυτών μεταξύ τους, γ) από την περικοπή του σκεπτικού, ότι "το Δικαστήριο στηρίζει ιδιαίτερα την κρίση του στις αναγνωσθείσες ένορκες καταθέσεις των προδιαληφθέντων ομογενών ενώπιον της Ανακρίτριας Δράμας, όπου αυτοί αναφερόμενοι επιπλέον και στις δοθείσες προανακριτικά καταθέσεις τους, μετά λόγου γνώσεως καταθέτουν ότι έδωσαν χρήματα στον κατηγορούμενο για να προβεί αυτός στην προεκτεθείσα νόμιμα μελλοντική ενέργειά του, παρά τα όσα διαφορετικά ισχυρίσθηκαν εξεταζόμενοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου", δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη απ'το Εφετείο και δεν υπάρχει εντεύθεν έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η μερικότερη φράση "παρά τα όσα διαφορετικά ισχυρίσθηκαν εξεταζόμενοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου", είναι σαφές, λόγω της βεβαιούμενης στα πρακτικά φυσικής παρουσίας και εξετάσεως κατά την αποδεικτική διαδικασία πέντε εκ των παθόντων, ότι αναφέρεται στους τελευταίους δ) το μόνο που βεβαιώνεται στην ίδια ως άνω περικοπή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ότι οι παθόντες, στις ανακριτικές καταθέσεις τους, αναφέρθηκαν και στις όμοιες προανακριτικές και δεν βεβαιώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι τελευταίες, ούτε καταλείπεται αμφιβολία, ως εκ της διατυπώσεως της περικοπής αυτής, ως προς το αν λήφθηκαν υπόψη οι εν λόγω προανακριτικές καταθέσεις τους, έτσι ώστε ούτε ασάφεια δημιουργείται σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, ούτε απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη των προανακριτικών αυτών καταθέσεων που από τα πρακτικά δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκαν και ε) δεν απαιτείτο να εκθέσει το Εφετείο για ποιό λόγο προσέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα στις ενώπιον της Ανακρίτριας Δράμας μαρτυρικές καταθέσεις των πέντε παθόντων που εξετάσθηκαν και ενώπιόν του, από ό,τι στις ενώπιόν του καταθέσεις τούτων, ούτε για ποιό λόγο δεν έγινε πιστευτό το επισημαινόμενο περιεχόμενο των τελευταίων καταθέσεων, τόσον κατά τη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όσον και κατά την προηγηθείσα ενώπιον του ίδιου Εφετείου, η επί της οποίας απόφαση αναιρέθηκε και τα πρακτικά της αναγνώσθηκαν στη μετ'αναίρεση συζήτηση. Επομένως, ως προς τις μερικότερες πράξεις παθητικής δωροδοκίας για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, πλην των ανωτέρω τριών, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και του δικογράφου των από 22-10-2007 παραδεκτώς ασκηθέντων πρόσθετων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσεως, καθώς και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω συνεκτιμήσεως των μη αναγνωσθεισών προανακριτικών καταθέσεων των παθόντων. Καθόσον, όμως, αφορά στις προαναφερθείσες τρεις μερικότερες πράξεις, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, καθόσον περιέχει ασάφειες και αντιφάσεις, οι οποίες καθιστούν συγχρόνως ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 235 Π.Κ., αλλά και οι περί παραγραφής διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ. Ειδικότερα α) ως προς τις μερικότερες πράξεις υπό τους αύξοντες αριθμούς 11 και 12, κατά το πρώτο σκέλος της, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της αποφάσεως σχετικά με το αν τα ωφελήματα που απαίτησε και έλαβε ο αναιρεσείων αφορούσαν σε ήδη τελειωμένη ή σε μελλοντική υπηρεσιακή ενέργειά του, καθόσον, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων, σε όλες τις μερικότερες περιπτώσεις, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος, απαίτησε και έλαβε ως δώρα τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά για μελλοντικές ενέργειές του, ήτοι προκειμένου να προβεί στη μετατροπή της κατά περίπτωση ξένης άδειας οδηγήσεως σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνική, στο διατακτικό αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος, στις συγκεκριμένες δύο περιπτώσεις, για το ότι απαίτησε και έλαβε ως δώρα 50.000 δρχ. και 10.000 δρχ, αντιστοίχως, για τελειωμένες ήδη (παρελθούσες) υπηρεσιακές του ενέργειες, ήτοι "μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μετατροπής της ξένης άδειας" και "διότι προέβη στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας", αντιστοίχως, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 235 ΠΚ, όπως είχε αντικατασταθεί από 3-3-2000, δεν ήταν αξιόποινες κατά τους χρόνους που φέρονται ότι τελέσθηκαν, το καλοκαίρι του 2001 η πρώτη και το Μάρτιο του 2000 η δεύτερη και, πάντως, η τελευταία, και υπό την εκδοχή ότι είχε τελεσθεί προ της άνω αντικαταστάσεως του άρθρου 235 ΠΚ (δηλαδή την 1 ή 2-3-2000) είχε καταστεί ανέγκλητη κατ'εφαρμογήν τούτου όπως αντικαταστάθηκε, ως ευμενέστερης διατάξεως (άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ), και β) ως προς τη μερικότερη πράξη υπό τον αύξοντα αριθμό 9, κατά το σκέλος της που φέρεται τελεσθείσα "το έτος 1999", προκύπτει ασάφεια σχετικά με το αν η πράξη αυτή είχε ή όχι παραγραφεί όταν εκδικάσθηκε, την 24-1-2007, σε δεύτερο βαθμό, καθόσον, ενόψει του ότι πρόκειται περί πλημμελήματος η παραγραφή του οποίου είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να καταστεί αμετάκλητη ή καταδικαστική απόφαση, όχι, όμως πέραν των τριών ετών, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί, ελλείψει προσδιορισμού αν η εν λόγω πράξη τελέσθηκε προ ή μετά την 24-1-1999, αν αυτή είχε ή όχι υποπέσει σε παραγραφή κατά την εκδίκασή της την 24-1-2007, με τη συμπλήρωση οκταετίας από του χρόνου τελέσεώς της. Επομένως, ως προς τις τρεις αυτές μερικότερες πράξεις, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων και πρέπει να γίνουν δεκτοί, έστω και προβαλλόμενοι με την επίκληση άλλων σαφών αιτιάσεων και όχι και της ανωτέρω ασάφειας και αντιφάσεως αναφορικά με τις υπό 11 και 12 πράξεις.
Από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της προκύπτει ότι μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνεται και "2. 'Εντυπο αίτησης για τη μετατροπή άδειας οδήγησης". Ο κατ'αυτόν τον τρόπο προσδιορισμός στα πρακτικά του συγκεκριμένου εγγράφου είναι επαρκής και δεν καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητά του, αφού είναι σαφές από την περιγραφή του ότι το εν λόγω αναγνωσθέν έγγραφο είναι έντυπο υπόδειγμα αιτήσεως μετατροπής άδειας οδηγήσεως. Επομένως, ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο με την ειδικότερη αιτίαση ότι το ως άνω έγγραφο δεν προσδιορίζεται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς του, ούτε προκύπτει το περιεχόμενό του, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Από το άρθρο 365 ΚΠοινΔ συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη για τους λόγους που ενδεικτικώς αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη. Αντιθέτως, δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως, αναγνώσει στο ακροατήριο τέτοια κατάθεση μάρτυρα, και αν ακόμη δεν βεβαίωσε στην απόφαση ότι η εμφάνιση του μάρτυρα ήταν αδύνατη, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε στην ανάγνωση αυτή. Εξάλλου, η ανάγνωση και η λήψη υπόψη από το δικαστήριο καταθέσεως μάρτυρα κατηγορίας που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ.3 στοιχ.δ' της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974) να μπορεί να θέτει ερωτήματα στους μάρτυρες κατηγορίας και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, εντεύθεν δε ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση, πλην άλλων, ότι η ανάγνωση της καταθέσεως εκείνης έγινε παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 357 παρ.4 ΚΠοινΔ, κατά την οποία η ληφθείσα στην προδικασία κατάθεση του μάρτυρα που εξετάζεται στο ακροατήριο δεν αναγιγνώσκεται, επιτρεπομένης της αναγνώσεως μόνον περικοπών της καταθέσεως αυτής για να βοηθηθεί η μνήμη του μάρτυρα ή για να επισημανθούν αντιφάσεις του, ούτε με ποινή ακυρότητας έχει τεθεί, κατ'άρθρο 170 ΚΠοινΔ, ούτε στις αναγραφόμενες στο άρθρο 171 παρ.1 του ίδίου Κώδικα περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας, που ιδρύουν λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνεται. Ενόψει αυτών οι λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως και του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, με τους οποίους προβάλλεται ακυρότητα της διαδικασίας γιατί αναγνώσθηκαν, στο ακροατήριο ολόκληρες οι κατά την προδικασία ληφθείσες καταθέσεις των πέντε εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων και όχι αποσπάσματα αυτών και γιατί αναγνώσθηκαν επίσης, οι καταθέσεις κατά την προδικασία των μη εμφανισθέντων στο ακροατήριο λοιπών δέκα παθόντων μαρτύρων χωρίς να υποβληθεί σχετικό αίτημα και χωρίς να αιτιολογείται ότι διαπιστώθηκε το ανέφικτο της εμφανίσεως αυτών στο ακροατήριο, κατ'αυτόν δε τον τρόπο δεν δόθηκε η δυνατότητα στον αναιρεσείοντα κατά παραβίαση των ως άνω υπό της ΕΣΔΑ παρεχομένων σ'αυτόν δικαιωμάτων, να υποβάλει ερωτήσεις στους τελευταίους, οι οποίοι δεν αναζητήθηκαν στο ακροατήριο αν ήταν παρόντες, σύμφωνα με το άρθρο 502 παρ.1 εδ. β' ΚΠοινΔ ούτε τηρήθηκε η διαδικασία της προσαγωγής τους κατά το άρθρο 353 ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, αφού ούτε ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, ούτε από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι υπέβαλε αυτός οποιαδήποτε αντίρρηση για την ανάγνωση των ανωτέρω καταθέσεων.
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ως προς τις μερικότερες πράξεις υπό τους αύξοντες αριθμούς 9, κατά το σκέλος της που φέρεται τελεσθείσα το έτος 1999, 11 και 12, κατά το πρώτο σκέλος της που αφορά στην απαίτηση και λήψη ως δώρου χρηματικού ποσού 10.000 δρχ, καθώς και κατά την περί ποινής διάταξή της. Ακολούθως, για την εκ των πράξεων αυτών υπό 12, κατά το ως άνω σκέλος της, πρέπει να παύσει οριστικώς η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη, διότι το αξιόποινο αυτής, τιμωρούμενης σε βαθμό πλημμελήματος, εξαλείφθηκε με παραγραφή, αφού από του χρόνου τελέσεώς της (Μάρτιος 2000) μέχρι σήμερα συμπληρώθηκε ο πενταετής χρόνος παραγραφής της και ο τριετής χρόνος αναστολής της παραγραφής. Κατά το λοιπό αναιρούμενο μέρος της η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Ειδικότερα η φερομένη ως τελεσθείσα το έτος 1999, της οποίας επίσης συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής, ενόψει του ότι αυτή δεν προσδιορίζεται επακριβώς κατά ταυτότητα και δη κατά το ποσόν που καταδικάσθηκε με αυτήν ότι απαίτησε και έλαβε ο αναιρεσείων, ώστε να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη γι'αυτήν το Δικαστήριο τούτο, πρέπει να παραπεμφθεί στο ως άνω Δικαστήριο, το οποίο εκείνο θα παύσει οριστικώς την εν λόγω ποινική δίωξη. Κατά τα λοιπά η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 128/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης κατά το μέρος της με το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Χ για τις μερικότερες πράξεις παθητικής δωροδοκίας υπό τους αύξοντες αριθμούς 9, κατά το σκέλος της που φέρεται τελεσθείσα το έτος 1999, 11 και 12, κατά το πρώτο σκέλος της, καθώς και κατά την περί ποινής διάταξή της.
Παύει οριστικώς την ασκηθείσα κατά του ανωτέρω αναιρεσείοντος ποινική δίωξη για το ότι στη Δράμα, το Μάρτιο του έτους 2000, σε μη προσδιορισθείσα ημέρα, με την ιδιότητα του υπαλλήλου της Διευθύνσεως Συγκοινωνιών του Νόμου ..., που του είχε νόμιμα ανατεθεί η άσκηση υπηρεσίας μετατροπής των αδειών οδηγήσεως αυτοκινήτων ή μοτοσυκλετών, που εκδόθηκαν από χώρες της πρώην Σοβιετικής 'Ενώσεως, σε αντίστοιχης κατηγορίας ελληνικές άδειες, απαίτησε και έλαβε ως δώρο χρηματικό ποσό ύψους 10.000 δρχ. από τον ομογενή ..., διότι προέβη στη διαδικασία μετατροπής της ξένης άδειας οδηγήσεως που αυτός κατείχε και εκδόθηκε από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως σε ελληνική άδεια κατηγορίας Β'.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το λοιπό αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 20 Απριλίου 2007 αίτηση και τους από 22 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους λόγους του Χ, περί αναιρέσεως της ίδιας ως άνω αποφάσεως (128/2007) του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Σεπτεμβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ