Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση. Αβάσιμη αιτίαση του αναιρεσείοντος, που στηρίζεται στο λόγο ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών προέβη στην επιλεκτική μνεία ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων, τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, διότι η αναφορά στους μάρτυρες αυτούς οφείλεται στο ότι οι μαρτυρίες τους κρίθηκαν ως οι πλέον αξιόπιστες, χωρίς τούτο να υποδηλώνει ότι αγνοήθηκε ή δεν συνεκτιμήθηκε και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που ο αναιρεσείων κατονομάζει. Αβάσιμος είναι επίσης ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για απόλυτη ακυρότητα, συνεπεία απορρίψεως του αιτήματός του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, διότι το Συμβούλιο αιτιολογημένα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, με πληρότητα και σαφήνεια ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους. Απορρίπτει την αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1391/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες τους 1. Ψ1 και 2. Ψ2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 727/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 319/6-9-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αριθμ.101/23-4-2007 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμφθηκε ο παραπάνω κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να δικασθεί ως υπαίτιος τελέσεως της αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτων και το όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρο 216 παρ. 1α και 3α Π.Κ., όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.2α του Ν.2721/1999).
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 13-4-2007 (δείτε αποδ. επιδόσεως) και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος στις 23-4-2007, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, την υπ' αριθμ.101/2007 αίτηση αναίρεσης , η οποία περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης , ήτοι α) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της απόλυτης ακυρότητας (άρθρα 484 παρ. 1δ'και α' ΚΠΔ). Είναι συνεπώς νομότυπη και εμπρόθεσμη η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης (άρθρα 473 παρ. 1 και 474 παρ. 1 ΚΠΔ) και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Από το συνδυασμό των παραγράφων 1α και 3α του άρθρου 216 ΠΚ (όπως η παραγρ.3 αυτού τροποπ. με το άρθρο 14 παρ. 2 α και 2 β του Ν.2721/1999), προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου πλαστού ή η νόθευση γνησίου έγγράφου , υποκειμενικά δε δόλος του δράστη συνιστάμενος στη γνώση και θέληση των περιστατικών που θεμελιώνουν την πράξη , συνάμα δε ο σκοπός αυτού όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες προστατευομένου δικαιώματος , με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει τον εαυτό του ή σε άλλο τρίτο περιουσιακό όφελος , εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 Ε) χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη του τρίτου. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά , όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτο και να του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πραγματικά γνώση του εν λόγω εγγράφου και να παραπλανηθεί από αυτό ο τρίτος (ΑΠ 184/2002 Π.Χρ,ΝΒ/898, ΑΠ 1383/2001 Π.Χρ.ΝΒ/787).
Εξάλλου από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2498/1996 , προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα τΗν υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ'του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως , όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα , σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο . Ειδικά ως προς τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα , ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα , έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες , έγγραφα κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα , ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 189/2005 Π.Χρ.ΝΕ/917). Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 Π.Χρ.ΝΓ/638, ΑΠ 628/2006 Π.Χρ.ΝΖ/143).
Από το άρθρο 178 του ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη , ως αποδεικτικό μέσο , αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσης του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις . Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως που καθιερώνεται από το άρθρο 177 του ίδίου Κώδικος εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστή, υπό την έννοια ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα , να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση , παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα προκύπτοντα περιστατικά , τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους (ΑΠ 268/2006 Π.Χρ.ΝΣτ/814 και ΑΠ 238/2006 Π.Χρ. ΝΣτ/806).
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 του ΚΠΔ το Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα να δώσουν κάθε διευκρίνηση. Τότε μόνο είναι δυνατό το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι , οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 409/1997 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις , αλλά και με συμπληρωματική. αναφορά του στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών (ΑΠ 1608/2001 σε συμβούλιο Π.Χρ.ΝΒ/623), δέχθηκε , κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη στάθμιση του υπάρχοντος στη δικογραφία αποδεικτικού υλικού (από τις μαρτυρικές καταθέσεις, τα έγγραφα της δικογραφίας, την από ....... έκθεση γραφολογικής-γραφοτεχνικής και χαρακτηρολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου ....... που διορίστηκε με την υπ' αριθμ. 1302/2005 διάταξη του ανακριτή του 16ου Τακτικού ανακριτικού τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από ...... έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής της διορισθείσης από τους πολιτικώς ενάγοντες τεχνικής συμβούλου ......, καθώς και την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ίδιας, την από .... έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων της διορισθείσης από τον κατηγορούμενο τεχνικής συμβούλου ...... καθώς και την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ίδιας, την απολογία του κατηγορουμένου και όλα ανεξαιρέτως τα υποβληθέντα από τους πολιτικώς ενάγοντες και τον κατηγορούμενο υπομνήματα) προκύπτουν τ' ακόλουθα.
Ο Ψ, σύζυγος και πατέρας των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 αντίστοιχα, ο οποίος απεβίωσε στις 17.4.1997, στο Λονδίνο, ήταν Δικηγόρος και από το έτος 1980 σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο Χ1, πλοίαρχο του Εμπορικού Ναυτικού, δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας και συγκεκριμένα, ασχολήθηκαν με την πρακτόρευση και την εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων. Για την επίτευξη δε των επιχειρηματικών τους σχεδίων επέλεξαν μετά από κοινή συμφωνία ως κέντρο των δραστηριοποιήσεων τους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου το νομικό καθεστώς και οι κρατούσες φορολογικές και λοιπές οικονομικές συνθήκες, ευνοούσαν την ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Προς τούτο, το έτος 1989 προέβησαν στην ίδρυση της εταιρείας με την επωνυμία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C." με έδρα την πόλη Σάργα, όπου εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και ασκούνταν το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα με το καταστατικό της- εν λόγω εταιρείας, την απόλυτη εξουσία διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων και εκπροσώπησης της εταιρείας είχε ο Ψ. Στην πραγματικότητα όμως στην εταιρεία αυτή καθώς και τις λοιπές που καταρτίστηκαν στην συνέχεια, συμμετείχε αφανώς ο κατηγορούμενος Χ1 κατά ποσοστό 50%, ο οποίος λόγω της εμπειρίας και των γνώσεων του σε ναυτιλιακά θέματα είχε τον κύριο λόγο στην διαχείριση στην πιο πάνω εταιρεία. Για τις ανάγκες δε της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας το έτος 1989 με κοινή συμφωνία, ιδρύθηκε από τον Ψ ο οποίος είχε λόγω της ιδιότητας του την επιμέλεια όλων των νομικών θεμάτων, η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C." με έδρα τον Παναμά, η οποία στην πραγματικότητα είχε την έδρα της στον Πειραιά. Την δε διαχείριση της εταιρείας αυτής στην πραγματικότητα είχε εξ ολοκλήρου ο κατηγορούμενος. Η συνεργασία των εταίρων υπήρξε αδιατάρακτη και επωφελής και για τους δυο και ο μεν Ψ είχε εγκατασταθεί στη Σάργα από όπου και μεριμνούσε για την απόδοση των εταιρικών υποθέσεων, ενώ με τον ίδιο τρόπο μεριμνούσε ο Χ1 από τα γραφεία του Πειραιά. Όμως, από τον Μάρτιο του έτους 1994 διαπιστώθηκε ότι ο Ψ έπασχε από ηπατική ανεπάρκεια και έκτοτε, η κατάσταση της υγείας του έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη και τελικά απεβίωσε στις 17.4.1997 ενώ νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Λονδίνου στο οποίο είχε διακομιστεί από 28.9.1996 προκειμένου να υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι τον θάνατο του. Λόγω της καταστάσεως αυτής της υγείας του ο Ψ αδυνατούσε από τα μέσα του έτους 1996 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 1997 να επιμεληθεί πλήρως των υποθέσεων της εταιρείας, καθ' όσον είχε ανάγκη νοσηλείας και χρειαζόταν να απουσιάζει συχνά από τα γραφεία της εταιρείας, για τον λόγο αυτό συνήθιζε να αφήνει λευκά έγγραφα με το υδατογράφημα της εταιρείας τα οποία έφεραν την υπογραφή του, στην διάθεση των έμπιστων υπαλλήλων της εταιρείας στην Σάργα προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις τρέχουσες ανάγκες της εταιρείας. Μετά τον θάνατο του Ψ στις 17.4.1997 ενώ αρχικά έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορούμενου Χ1 για την εξαγορά από τον τελευταίο της μερίδας του Ψ, στην συνέχεια προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ τους με αποτέλεσμα να εγερθούν εκατέρωθεν αξιώσεις και να προκύψουν διαφωνίες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Χ1 με την υποβληθείσα σε βάρος των κληρονόμων του Ψ, Ψ2 και Ψ1 από 21.5.1998 μήνυση του, ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά τον πιο πάνω δικαιοπάροχό τους συνολικά με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων Η.Π.Α., επικαλεσθείς και τα παραστατικά έγγραφα κάθε καταβολής το οποίο δεν είχε εξοφλήσει μέχρι τον θάνατο του (17.4.1997) και ανήρχετο κατά το χρόνο αυτό μετά των τόκων στο ποσό των 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε, στις .... καταρτίστηκε ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο ο δικαιοπάροχος των μηνυτών αναγνώρισε την υπάρχουσα οφειλή του, αναφέροντας κατά λέξη τα ακόλουθα " δια του συναπτόμενου της παρούσης από ...... ιδιωτικού συμφώνου, συνομολογηθέντος μεταξύ εμού και αυτού εν Λονδίνο και έχοντος επί λέξει ούτω " ΑΤΕ ...". Ο Ψ δηλώνει ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας τουλάχιστον 1.500.000 δολάρια Η.Π.Α και τούτο έχω γνωστοποιήσει στη αδερφή του Ψα και στην γυναίκα του Ψ2". Διαρκούσης της ανακρίσεως επί της μηνύσεως του αυτής ο κατηγορούμενος Χ1 προκειμένου να ενισχύσει τον προδιαληφθέντα περί αναγνωρίσεως χρέους, ισχυρισμό του κατέθεσε στις 31.1.2000 στην 25η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών το με ημερομηνία .... έγγραφο "απόδειξη δανείου" το οποίο επικαλέστηκε και στην από 16.2.2002 αγωγή του με αρ. κατ. 168904/2002 κατά των μηνυτών, ωσαύτως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην αγγλική γλώσσα, η μετάφραση του οποίου έχει ως εξής "ο υποφαινόμενος Ψ δηλώνω ότι δανείστηκα τμηματικώς το ποσό των 806.866,81 δολαρίων Η.Π.Α κατά την περίοδο από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 από τον Χ1.Το δάνειο αυτό οφείλω να το επιστρέψω στον Χ1 μόλις μου το ζητήσει εγώ ο ίδιος ευθυνόμενος προσωπικά σε κάθε περίπτωση ή η εταιρεία μου "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C", νόμιμα εγκατεστημένη στο εμιράτο της Σάργας των Η.Α.Ε. Το δάνειο οφείλω να το επιστρέψω στην Ελλάδα σε δολάρια Η.Π.Α έντοκα με το νόμιμο συμβατικό τόκο δανείου σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Σάργα 10 Σεπτεμβρίου 1994, ο δηλών οφειλέτης". Κάτω από αυτή την ένδειξη υπάρχει η υπογραφή του δηλούντος οφειλέτη Ψ και η σφραγίδα της παραπάνω εταιρείας. Η επίμαχη απόδειξη δανείου σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τους μηνυτές Ψ2 και Ψ1 στην από 2.4.2003 μήνυσή τους κατά του κατηγορούμενου Χ1, είναι πλαστή ως καταρτισθείσα από τον τελευταίο χρησιμοποιώντας φύλλο χαρτιού που έφερε την επωνυμία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO." στην αγγλική και την εν λευκώ υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Ψ το οποίο είχε στην κατοχή του στα πλαίσια της προαναφερόμενης πρακτικής που είχε δημιουργηθεί μετά την ασθένεια του πιο πάνω δικαιοπαρόχου τους. Κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης που διενεργήθηκε για την υπόθεση αυτή οι μηνυτές προσκόμισαν και επικαλέστηκαν την από ..... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου ...... σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή του Ψ στο επίδικο έγγραφο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των γνησίων υπογραφών του. Ωστόσο από τα στοιχεία που μνημονεύονται στην έκθεση της αυτή θεωρεί ότι η υπογραφή πρέπει να έχει τεθεί "εν λευκώ", πράγμα που συνήθιζε ο Ψ για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων της εταιρείας, και επισημαίνει ότι το μηχανογραφημένο κείμενο σε Η/Υ προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω στην υπογραφή ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Ο κατηγορούμενος προσκόμισε και επικαλέστηκε την από ....έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου-γραφοψυχολόγου ....... σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή κάτω από την μηχανογραφημένη ένδειξη "the Declaring Deptor" στο από ..... μηχανογραφημένο κείμενο του εγγράφου του "...." έχει τεθεί από τον Ψ και είναι η γνήσια υπογραφή του με φυσιολογική τοποθέτηση κατά την συνήθεια του να τοποθετεί την υπογραφή πλησιέστατα στο άνωθεν κείμενο του εγγράφου και το αποτύπωμα της σφραγίδας κάτω από την υπογραφή του Ψ, προέρχεται από την ίδια σφραγίδα που σφράγισε τα έγγραφα της η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO.". Εν όψει δε αυτών των γραφολογικών γνωμοδοτήσεων κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης η οποία και διατάχθηκε με την υπ αριθμ. 1302/2005 διάταξη του αρμοδίου ανακριτή. Σύμφωνα με το τελικό πόρισμα της συνταχθείσης από ..... έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης γραφολόγου ...... το κείμενο του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" στην αγγλική με τον τίτλο "....." δακτυλογραφήθηκε στα γραφεία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO." στην Σάργα των ΗΑΕ το έτος 1994, με το ίδιο κομπιούτερ, με το οποίο εκτυπώθηκαν τα σημανθέντα Β-2, Β-3, Β-4, Β-5, Β-6, Β-7, Β-8 γνήσια έγγραφα σε φύλλο χάρτου που φέρει την υδατογράφηση της ως άνω εταιρείας. Λόγω δε παρελεύσεως χρόνου πλέον της δεκαετίας το ως άνω φύλλο χάρτου έχει μετατραπεί από λευκό σε μπεζ-εκρού και το μελάνι της πένας με την οποία ο Ψ χάραξε την υπογραφή του από μπλε σε βαθύ σκούρο μπλε και ακόμη ότι το άτομο το οποίο προέβη στην συγκεκριμένη δακτυλογράφηση ήταν το ίδιο το άτομο το οποίο το έτος 1994 και κατά τις ημεροχρονολογίες 1/7/94, 8/8/94, 5/8/94 καθώς και την 30/4/95 δακτυλογράφησε τα σημανθέντα ως Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 γνήσια έγγραφα. Η διαπίστωση όμως της γραφολογικής αυτής πραγματογνωμοσύνης περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του κειμένου του επίμαχου εγγράφου με το ίδιο ηλεκτρονικό υπολογιστή με τον οποίο δακτυλογραφήθηκαν τα σημανθέντα πιο πάνω ως γνήσια έγγραφα δεν ελέγχεται πειστική καθ' όσον, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποιούνται διάφορες γραμματοσειρές και τα κείμενα παράγονται μέσω του εκτυπωτή και ο τρόπος αυτός μηχανογράφησης δεν παρέχει στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιο έγγραφο μηχανογραφήθηκε από κάποιο συγκεκριμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκτυπώθηκε από συγκεκριμένο εκτυπωτή όπως αφού διαλαμβάνει στην από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης η γραφολόγος ....... την γραμματοσειρά, την δομή του κειμένου και την διάταξη αυτού στο γραφικό πεδίο, επιλέγει ο χειριστής του ηλεκτρονικού υπολογιστή και πολλοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές περιέχουν την ίδια γραμματοσειρά κυρίως αν είναι της ίδιας εποχής και πολύ περισσότερο, αν είναι της ίδιας εταιρείας. Ούτ' εξάλλου αιτιολογείται στη γραφολογική πιο πάνω από ..... πραγματογνωμοσύνη η εκφρασθείσα γνώμη περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του επίμαχου εγγράφου το έτος 1994 και δεν γίνεται καμία απολύτως μνεία για το εάν είναι επιστημονικώς δυνατή η ανεύρεση του χρόνου εκτύπωσης κάποιου κειμένου με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή ενώ, επισφαλές είναι να θεωρηθεί δακτυλογραφηθέν το επίμαχο έγγραφο το έτος 1994 ως εκ της κατά το έτος αυτό δακτυλογράφησης των σημανθέντων ως γνήσιων εγγράφων υπό στοιχεία Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 που φέρει δακτυλογραφημένα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που δακτυλογραφήθηκε, όπως υποστηρίζει, και το επίμαχο έγγραφο. Ούτ' εξάλλου ελέγχεται πειστική η έτερη διαπίστωση της εν λόγω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης κατά την οποία λόγω του μεγέθους του χάρτου επί του οποίου έχει χαραχθεί το κείμενο της επίμαχης απόδειξης δανείου καθίστατο δυσχερέστατη έως αδύνατη η προσαρμογή του επίμαχου κειμένου δια φωτοτυπικού μηχανήματος προϋπαρχούσης της υπογραφής του Ψ στην θέση που βρίσκεται καθόσον, οι διαστάσεις του επίμαχου εγγράφου που φέρει την υδατογράφηση των εντύπων χάρτων της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO." είναι 19,8 cm x 20εκ. ενώ, των σημανθέντων εγγράφων που φέρουν το ίδιο υδατογράφημα, οι αντίστοιχες διαστάσεις είναι 29,5 εκ x 21 εκ και έχει αποκοπεί κατά συνέπεια τμήμα του επάνω και κάτω μέρους (σχ. έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής .......)και πέραν τούτου, το μηχανογραφημένο κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, σύμφωνα με σχετική επισήμανση της ανωτέρω γραφολόγου ....... προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω από την υπογραφή ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές καθώς και εκείνη ότι ο διαχωρισμός των χιλιάδων ή των δεκαδικών αριθμών όπως και η αναγραφή των ημεροχρονολογιών γίνεται στο επίμαχο έγγραφο με το ελληνικό σύστημα ενώ στα σημανθέντα ως γνήσια έγγραφα με το αγγλικό, το επίμαχο έγγραφο καταρτίστηκε προφανώς από τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα αφού είναι ο μόνος που ωφελείται από την ύπαρξη του, με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστού με την βοήθεια του οποίου και εκτυπώθηκε το επίμαχο κείμενο στην αγγλική γλώσσα σε φύλλο χάρτου υδατογραφημένο που χρησιμοποιούσε η ανωτέρω εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO." το οποίο περιείχε την εκ των προτέρων υπογραφή του Ψ και κάτω από αυτή την σφραγίδα της εταιρείας, έτσι ώστε να φαίνεται ότι το έγγραφο αυτό το είχε καταρτίσει ο υπογράφων Ψ. Στην συνέχεια, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το πλαστό αυτό έγγραφο, που είναι πρόσφορο να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλους σχετικά με το αναφερόμενο σ' αυτό γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπειες αφού περιέχει αναγνώριση χρέους του υπογράφοντος προς τον κατηγορούμενο από δάνειο καθόσον ειδικότερα, κατέθεσε αυτό στις 31.1.2000 στην ανακρίτρια του 25ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών που διενεργούσε κύρια ανάκριση συνεπεία της από 21.5.1998 μηνύσεως κατά των νυν μηνυτών και ήδη εκκαλούντων και επικαλέστηκε αυτό παραθέτοντας ολόκληρο το περιεχόμενο του στην κατ' αυτών (μηνυτών) ωσαύτως από 16.12.2002 αγωγή του με αρ.κατ.γενικό 168904/2002 και δικογράφου 10589/2002 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Υπέρ της πλαστότητας του επίμαχου από .... εγγράφου συνηγορεί άλλωστε το γεγονός ότι αν το έγγραφο αυτό ήταν ήδη συντεταγμένο από τον δικαιοπάροχο των μηνυτών του Ψ κατά τον χρόνο του επισυμβάντος στις 17.4.1997 θανάτου του και υπήρχε κατά συνέπεια τον χρόνο υποβολής (21-5-1998) της κατ' αυτών για καταδολίευση δανειστών μηνύσεως του με την οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά στον πιο πάνω δικαιοπάροχο τους συνολικά το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, αναμφισβήτητα προς απόδειξη του προδιαληφθέντος ισχυρισμού του θα επικαλείτο την ύπαρξη του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου", πλην στην μήνυση του αυτή ουδεμία μνεία κάνει περί την ύπαρξη του ουσιώδους αυτού εγγράφου για την απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου. Τουναντίον, στην μήνυση του αυτή προς απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου όπως υποστηρίζει με τον δικαιοπάροχο των μηνυτών Ψ επικαλέστηκε το από .... ιδιωτικό συμφωνητικό με βάση τα αναφερόμενα επί λέξει, εκτός άλλων, στο οποίο "....". στο Λονδίνο σήμερα συμφωνήσαμε τα παρακάτω α) ..............., β)............... γ) ο Ψ δηλώνει "ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει και μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας "KALBA MARINE SERVICES CO." (ως διαχειριστής ήτο πάντοτε ο Ψ) τουλάχιστον 1.500,000 δολάρια ΗΠΑ και τούτο το έχει γνωστοποιήσει στην αδερφή του Ψα και στη γυναίκα του Ψ2". Μάλιστα, οι τότε κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες, όπως εκθέτουν στην ένδικη μήνυση τους χαρακτήρισαν το έγγραφο αυτό (της ....) πλαστό, και προσκόμισαν για την απόδειξη της πλαστότητάς του το από .... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου του Λονδίνου όπου νοσηλευόταν ο Ψ ότι τη συγκεκριμένη ημέρα .... βρισκόταν σε βαθύ κώμα. Εάν κατά συνέπεια πράγματι υπήρχε το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" και ο ήδη αποβιώσας εκδότης του είχε αναγνωρίσει την οφειλή του προς το μηνυόμενο από ...., ημεροχρονολογία που φέρεται συνταχθέν το έγγραφο αυτό, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνουν διαπραγματεύσεις μεταξύ του τελευταίου και του κατηγορούμενου και να συνταχθεί το μεταγενέστερο από ..... έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό για την πλαστογραφία του οποίου ας σημειωθεί, παραπέμπεται ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών αμετάκλητα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα με το υπ' αριθμ. 417/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθ' όσον κατά τα γενόμενα δεκτά, ολόκληρο το περιεχόμενο και του εγγράφου αυτού είναι πλαστό και το κατάρτισε ο κατηγορούμενος και ήδη εφεσίβλητος προκειμένου να πετύχει ευνοϊκή γι αυτόν απόφαση του Πρωτοδικείου της Κάλμπα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με την υπ' αριθμ. 6/1998 ενώπιον του οποίου αγωγή του (που ας σημειωθεί απορρίφθηκε με την από 8.2.2003 απόφαση του Ομοσπονδιακού Εφετείου της Φουτζαϊρα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων) ζητούσε να υποχρεωθούν οι μηνυτές και νυν εκκαλούντες να του καταβάλουν το ποσό των 1.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, το μνημονευόμενο στο από .... ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο, όμως, ουδεμία απολύτως μνεία γίνεται περί την ύπαρξη του προγενέστερου από .... ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο δε ισχυρισμός του κατηγορούμενου και ήδη εκκαλούντα κατά το οποίο το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" παραδόθηκε πράγματι με όλο το αποδεικτικό υλικό προς υποστήριξη της από 21.3.1998 μηνύσεως του, στον αποβιώσαντα ήδη δικηγόρο του Ευστάθιο Λιβιεράτο, πλην ο τελευταίος εκ παραδρομής παρέλειψε να μνημονεύσει αυτό στην υποβληθείσα κατά των νυν μηνυτών από 21.5.1998 μήνυση του, άλλως, παρέλειψε την μνεία του διότι κατ' αυτόν τον τρόπο έκρινε, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο. Εξ άλλου και ο έτερος αυτού ισχυρισμός κατά τον οποίο δεν υπήρχε λόγος κατάρτισης του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" προς απόδειξη της κατ' αυτών μηνυτών απαίτησης του συνεπεία του συνομολογηθέντος με το δικαιοπάροχο τους Ψ τμηματικά δανείου ποσού συνολικά 806.866,81 δολάρια ΗΠΑ, αφού είχε στην κατοχή του όλα τα επί μέρους έγγραφα δανειοδότησης, όπως αυτά ειδικότερα αναφέρονται στο κείμενο της και αυτών από 21.5.1998 μηνύσεως του στερείται βασιμότητας καθόσον, ευχερέστερη θα ήταν η απόδειξη με την προσκομιδή του επίμαχου εγγράφου και μόνο, αφού, από τα επικαλούμενα στη μήνυσή του παραστατικά έγγραφα δεν προκύπτει άμεσα ότι οι πραγματοποιούμενες καταβολές γενεσιουργό αίτιο είχαν συνομολογηθέν εκάστοτε με τον αποβιώσαντα δικαιοπάροχο των μηνυτών δάνειο. Ούτε πέραν αυτών εκ του γεγονότος ότι η άθροιση των ποσών που προκύπτουν από τα παραστατικά έγγραφα τα μνημονευόμενα στο κείμενο της κατ' αυτών μηνύσεως του και αναφέρονται στις επί μέρους δανειοδοτήσεις του δικαιοπαρόχου τους όπως αυτή αποτυπώνεται στην από ....λογιστική έκθεση και από ...... έκθεση υπολογισμού τόκων του λογιστή Γ1, αποδίδει το ποσό που βεβαιώνει το επίμαχο έγγραφο καταδεικνύεται η γνησιότητα του εγγράφου αυτού όπως αβάσιμα με το υποβληθέν υπόμνημα του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου υποστηρίζει.
Τουναντίον, υποδηλώνει ότι η αναγραφή του φερόμενου στο έγγραφο αυτό ως δανειοδοτηθέντος συνολικά ποσού των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, που κατά τα γενόμενα παραπάνω δεκτά καταρτίστηκε κατά το διάστημα από 5.6.1998 (οπότε και εκδόθηκε το πιστοποιητικό του Νοσοκομείου στο Λονδίνο) μέχρι 18.6.1999 (οπότε και κατατέθηκε από τον κατηγορούμενο στη συμβολαιογράφο Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου) πραγματοποιήθηκε μετά προηγούμενη άθροιση των αναφερόμενων ποσών στα επικληθέντα με την από 21.3.1998 μήνυση του παραστατικά καταβολής. Τα όσα δε αναφέρουν οι εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ1 και Ζ2 αναφορικά με την ύπαρξη οφειλής του δικαιοπαρόχου των μηνυτών Ψ προς τον κατηγορούμενο λόγω συνομολογηθέντος μετ' αυτού τμηματικά διαφόρων ποσών δανείου, αλλά και περαιτέρω, λόγω καταβολής από τον κατηγορούμενο κατ' εντολή του (Ψ) διαφόρων ποσών προς τρίτους σε εξόφληση σχετικών προσωπικών δανείων που είχε συνάψει μετ' αυτών όπως αναφέρουν στην κατάθεση τους στην ανάκριση ο προαναφερθείς μάρτυς Ζ2 καθώς και ο Ζ3, κατ' ουδέν επηρεάζουν τα γενόμενα παραπάνω δεκτά σε σχέση με την πλαστότητα του επίμαχου εγγράφου, καθ' όσον, το μεν οι εκ τούτων Ζ2 και Ζ3 στην κατάθεση τους αναφέρονται σε συνομολογηθέν μετ' αυτών δάνειο και εξόφληση του από τον Χ1 οι δε εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ4, Ζ5 και Ζ6, αποκλείουν τη συνομολόγηση δανείου λόγω της οικονομικής ευρωστίας του αποβιώσαντος Ψ, το δε διότι αν πράγματι ο κατηγορούμενος και νυν εκκαλών είχε δανείσει τον αποβιώσαντα τμηματικά από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, αναμφισβήτητα μέχρι τον επισυμβάντα κατ' έτος 1997 θάνατο του θα είχε οχλήσει αυτόν περί την εξόφληση του, που όμως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτ' άλλωστε ο κατηγορούμενος επικαλείται, ή σε κάθε περίπτωση θα μεριμνούσε όπως το επίμαχο έγγραφο, αφορώντος τη συνομολόγηση τόσο μεγάλου ποσού να αποκτήσει βεβαία χρονολογία ευθύς μετά την κατάρτιση του και ουχί το πρώτον το έτος 1999 με την κατάθεση του στη συμβολαιογράφο Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου (σχ.η με αρ. ...... πράξη κατάθεσης αυτής).
Με βάση τα προεκτεθέντα, σύμφωνα και με την εισαγγελική πρόταση στους ορθούς, νόμιμους και βάσιμους λόγους της οποίας και το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σαυτόν αξιόποινη, πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου, άνω των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ και πρέπει επομένως κατά παραδοχή ως βάσιμων και στην ουσία των υπό κρίση εφέσεων με αρ. κατ. 430/4.10.2006 και 431/4.10.2006 εφέσεων των πολιτικώς εναγόντων αντίστοιχα Ψ1 και Ψ2 κατά του υπ' αριθμ. 2749/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών σε σχέση με την απαλλακτική αυτού διάταξη, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα σε σχέση με τη διάταξη του αυτή και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου ήτοι του Τριμελούς Εφετείου για κακουργήματα (άρθρα 111 § 1, 119 § 1 και 22 § 1 του ΚΠΔ για να δικασθεί για το αποδιδόμενο σ' αυτόν κακούργημα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος με βλάβη τρίτου που υπερβαίνουν (το όφελος ή η βλάβη) το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13γ, 14, 26§Γ, 27§1, 216§§Γ, 3α του ΠΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§2α του Ν.2721/1999.
Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309§2 ΚΠΔ το Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση τους ενώπιον του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση του ενός από τους διαδίκους, πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, το υποβληθέν αίτημα τόσο από τον κατηγορούμενο με το υπόμνημα του από 5.1.2007 ενώπιον του Συμβουλίου τούτου όσο και από τους πολιτικώς ενάγοντες με την από 16.1.2007 αίτηση τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου για να παράσχουν διευκρινήσεις επί των ισχυρισμών τους και της υποθέσεως εν γένει, πρέπει να απορριφθεί αφού αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια αναπτύσσονται τόσο στην απολογία του κατηγορουμένου και τα υποβληθέντα υπ' αυτού υπομνήματα (απολογητικά και ενώπιον των Συμβουλίων), αλλά εκτενώς και με επάρκεια στις ασκηθείσες από τους πολιτικώς ενάγοντες εφέσεις καθώς και στα υποβληθέντα υπ' αυτών υπομνήματα και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων καθόσον δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών , διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθεται στο βούλευμα αυτό (με συμπληρωματική αναφορά του στην πρόταση του Εισαγγελέα) με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση , οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στην ουσιαστική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 α και 3 α ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος και την αντίστοιχη ζημία, του ύψους του ποσού ανωτέρου των 25.000.000 δραχμών (75.000 Ε). Περαιτέρω είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος που στηρίζεται στο λόγο ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του , προέβη στην επιλεκτική μνεία ενόρκων καταθέσεων μαρτύρων τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, αναφερόμενο ειδικότερα και στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους, ενώ δεν αναφέρεται καν στην από 23-4-2004 ένορκη κατάθεση του αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρα Ζ7, διότι η αναφορά των μαρτύρων αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι κρίθηκαν αυτές ως οι πλέον αξιόπιστες, ενώ συγχρόνως τους προσδόθηκε και μείζων αποδεικτική βαρύτητα , χωρίς όμως τούτο να υποδηλώνει ότι αγνοήθηκε ή δεν συνεκτιμήθηκε και η ένορκη κατάθεση του πιο πάνω μάρτυρα που ο αναιρεσείων κατονομάζει. Ακόμη αβάσιμη είναι η αιτίαση ότι ο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του το τελικό πόρισμα της συνταχθείσης από ....έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης στην ανάκριση γραφολόγου ...... , αφού από το σκεπτικό του φαίνεται ότι το έλαβε υπόψη του, αλλά δεν το δέχθηκε, με την ειδική αιτιολογία που ειδικότερα στο βούλευμα αυτό αναφέρεται εκτιμώντας ελεύθερα ότι το περιεχόμενο αυτού ανατρέπεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα , εν οις και το πόρισμα της γραφολόγου ......, η οποία διορίσθηκε ως τεχνική σύμβουλος των πολιτικώς εναγόντων. Αβάσιμος επίσης είναι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα συνεπεία απορρίψεως του αιτήματος του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του παραπάνω Συμβουλίου Εφετών, καθ'όσον το Συμβούλιο αυτό με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε ότι τόσον αυτός όσο και οι πολιτικώς ενάγοντες με πληρότητα και σαφήνεια ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ειδικότερα ο κατηγορούμενος με την απολογία του και τα υποβληθέντα υπ' αυτού υπομνήματα (απολογητικά και ενώπιον των Συμβουλίων).
Είναι κατά συνέπεια αβάσιμη στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και πρέπει ως τέτοια να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ'ουσία η υπ' αριθμ. 101/23-4-2007 αίτηση του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ' αριθμ. 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 7-5-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 216 του Ποινικού Κώδικα, στοιχείο του εγκλήματος της πλαστογραφίας είναι μεν η κατάρτιση πλαστού ή η νόθευση εγγράφου, προκειμένου με τη χρήση του να παραπλανηθεί άλλος, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομη συνέπεια, δηλαδή είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσεως. Η πλαστογραφία έχει κακουργηματική μορφή και ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και β) αν διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Ως περιουσιακό όφελος θεωρείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας εκείνου που ωφελείται ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον τρίτο, που πρόκειται να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς να απαιτείται και να λάβει πραγματικά γνώση του εν λόγω εγγράφου και να παραπλανηθεί απ' αυτό ο τρίτος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Περαιτέρω, από το άρθρο 178 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, ως αποδεικτικό μέσο αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστή, όταν ανακύπτει ζήτημα, το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Η πραγματογνωμοσύνη αυτή, κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως, που καθιερώνεται από το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από τον δικαστή, με την έννοια ότι δεν δεσμεύεται από αυτήν, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα προκύπτοντα περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά, που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το Συμβούλιο, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του, με την παρουσία και του εισαγγελέως, να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνον είναι δυνατόν το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση ενός από τους διαδίκους πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις προς παραπομπή του αναιρεσείοντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) απορρίπτοντας συγχρόνως αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, για την προφορική ανάπτυξη των απόψεών του επί της κρινόμενης υποθέσεως: "Ο Ψ, σύζυγος και πατέρας των πολιτικώς εναγόντων Ψ2 και Ψ1 αντίστοιχα, ο οποίος απεβίωσε στις 17.4.1997, στο Λονδίνο ήταν Δικηγόρος και, από το έτος 1980, σε συνεργασία με τον κατηγορούμενο Χ1, πλοίαρχο του Εμπορικού Ναυτικού, δραστηριοποιήθηκαν στον τομέα της εμπορικής ναυτιλίας και συγκεκριμένα ασχολήθηκαν με την πρακτόρευση και την εκμετάλλευση εμπορικών πλοίων. Για την επίτευξη δε των επιχειρηματικών τους σχεδίων επέλεξαν μετά από κοινή συμφωνία ως κέντρο των δραστηριοποιήσεών τους τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου το νομικό καθεστώς και οι κρατούσες φορολογικές και λοιπές οικονομικές συνθήκες ευνοούσαν την ανάπτυξη των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, Προς τούτο, το έτος 1989, προέβησαν στην ίδρυση της εταιρείας με την επωνυμία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C.", με έδρα την πόλη Σάργα, όπου εγκαταστάθηκαν τα γραφεία της και ασκούνταν το σύνολο των δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα με το καταστατικό της εν λόγω εταιρείας, την απόλυτη εξουσία διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων και εκπροσώπησης της εταιρείας είχε ο Ψ. Στην πραγματικότητα όμως στην εταιρεία αυτή, καθώς και τις λοιπές που καταρτίστηκαν στην συνέχεια, συμμετείχε αφανώς ο κατηγορούμενος Χ1 κατά ποσοστό 50%, ο οποίος λόγω της εμπειρίας και των γνώσεών του σε ναυτιλιακά θέματα, είχε τον κύριο λόγο στην διαχείριση στην πιο πάνω εταιρεία. Για τις ανάγκες δε της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, το έτος 1989 με κοινή συμφωνία, ιδρύθηκε από τον Ψ, ο οποίος είχε, λόγω της ιδιότητάς του, την επιμέλεια όλων των νομικών θεμάτων, η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C.", με έδρα τον Παναμά, η οποία στην πραγματικότητα είχε την έδρα της στον Πειραιά. Την δε διαχείριση της εταιρείας αυτής στην πραγματικότητα είχε εξ ολοκλήρου ο κατηγορούμενος. Η συνεργασία των εταίρων υπήρξε αδιατάρακτη και επωφελής και για τους δύο και ο μεν Ψ είχε εγκατασταθεί στη Σάργα, από όπου και μεριμνούσε για την απόδοση των εταιρικών υποθέσεων, ενώ με τον ίδιο τρόπο μεριμνούσε ο Χ1 από τα γραφεία του Πειραιά. Όμως, από τον Μάρτιο του έτους 1994, διαπιστώθηκε ότι ο Ψ έπασχε από ηπατική ανεπάρκεια και έκτοτε, η κατάσταση της υγείας του έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη και τελικά απεβίωσε στις 17.4.1997, ενώ νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Λονδίνου, στο οποίο είχε διακομιστεί από 28.9.1996 προκειμένου να υποβληθεί σε μεταμόσχευση ήπατος, όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι του θανάτου του. Λόγω της καταστάσεως αυτής της υγείας του, ο Ψ αδυνατούσε, από τα μέσα του έτους 1996 μέχρι τον Μάρτιο του έτους 1997, να επιμεληθεί πλήρως των υποθέσεων της εταιρείας, καθ' όσον είχε ανάγκη νοσηλείας και χρειαζόταν να απουσιάζει συχνά από τα γραφεία της εταιρείας, για τον λόγο αυτό συνήθιζε να αφήνει λευκά έγγραφα με το υδατογράφημα της εταιρείας, τα οποία έφεραν την υπογραφή του, στη διάθεση των έμπιστων υπαλλήλων της εταιρείας στην Σάργα, προκειμένου να αντιμετωπίζουν τις τρέχουσες ανάγκες της εταιρείας. Μετά τον θάνατο του Ψ, στις 17.4.1997, ενώ αρχικά έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορουμένου Χ1 για την εξαγορά από τον τελευταίο της μερίδας του Ψ, στην συνέχεια προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ τους με αποτέλεσμα να εγερθούν εκατέρωθεν αξιώσεις και να προκύψουν διαφωνίες μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος Χ1 με την υποβληθείσα σε βάρος των κληρονόμων του Ψ, Ψ2 και Ψ1 από 21.5.1998 μήνυσή του, ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά τον πιο πάνω δικαιοπάροχό τους συνολικά με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, επικαλεσθείς και τα παραστατικά έγγραφα κάθε καταβολής το οποίο δεν είχε εξοφλήσει μέχρι τον θάνατό του (17.4.1997) και ανήρχετο κατά τον χρόνο αυτό μετά των τόκων στο ποσό των 1.500.000 δολαρίων ΗΠΑ. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε, στις ......, καταρτίστηκε ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο δικαιοπάροχος των μηνυτών αναγνώρισε την υπάρχουσα οφειλή του, αναφέροντας κατά λέξη τα ακόλουθα: "Δια του συναπτομένου της παρούσης από ..... ιδιωτικού συμφώνου, συνομολογηθέντος μεταξύ εμού και αυτού εν Λονδίνο και έχοντος επί λέξει ούτω "ΑΤΕ ...", ο Ψ δηλώνει ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας τουλάχιστον 1.500.000 δολάρια ΗΠΑ και τούτο έχω γνωστοποιήσει στην αδερφή του Ψα και στην γυναίκα του Ψ2". Διαρκούσης της ανακρίσεως επί της μηνύσεώς του αυτής, ο κατηγορούμενος Χ1, προκειμένου να ενισχύσει τον προδιαληφθέντα περί αναγνωρίσεως χρέους ισχυρισμό του, κατέθεσε, στις 31.1.2000, στην 25η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών το με ημερομηνία .... έγγραφο "απόδειξη δανείου" το οποίο επικαλέστηκε και στην από 16.2.2002 αγωγή του με αρ. κατ. 168904/2002 κατά των μηνυτών, ωσαύτως, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στην αγγλική γλώσσα, η μετάφραση του οποίου έχει ως εξής: "ο υποφαινόμενος Ψ δηλώνω ότι δανείστηκα τμηματικώς το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ κατά την περίοδο από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 από τον Χ1. Το δάνειο αυτό οφείλω να το επιστρέψω στον Χ1, μόλις μου το ζητήσει εγώ ο ίδιος, ευθυνόμενος προσωπικά σε κάθε περίπτωση ή η εταιρεία μου "KALBA MARINE SERVICES COL.L.C.", νόμιμα εγκατεστημένη στο εμιράτο της Σάργας των Η.Α.Ε. Το δάνειο οφείλω να το επιστρέψω στην Ελλάδα, σε δολάρια ΗΠΑ, έντοκα, με το νόμιμο συμβατικό τόκο δανείου σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Σάργα 10 Σεπτεμβρίου 1994, ο δηλών οφειλέτης". Κάτω από αυτή την ένδειξη, υπάρχει η υπογραφή του δηλούντος οφειλέτη Χ1 και η σφραγίδα της παραπάνω εταιρείας. Η επίμαχη απόδειξη δανείου, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από τους μηνυτές Ψ2 και Ψ1, στην από 2.4.2003 μήνυσή τους κατά του κατηγορουμένου Χ1, είναι πλαστή, ως καταρτισθείσα από τον τελευταίο, χρησιμοποιώντας φύλλο χαρτιού που έφερε την επωνυμία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO", στην αγγλική και την εν λευκώ υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της Ψ το οποίο είχε στην κατοχή του, στα πλαίσια της προαναφερόμενης πρακτικής που είχε δημιουργηθεί, μετά την ασθένεια του πιο πάνω δικαιοπαρόχου τους. Κατά την διάρκεια της κύριας ανάκρισης, που διενεργήθηκε για την υπόθεση αυτή, οι μηνυτές προσκόμισαν και επικαλέστηκαν την από ..... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου ...., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή του Ψ στο επίδικο έγγραφο φέρει όλα τα χαρακτηριστικά των γνησίων υπογραφών του. Ωστόσο, από τα στοιχεία που μνημονεύονται στην έκθεσή της αυτή, θεωρεί ότι η υπογραφή πρέπει να έχει τεθεί "εν λευκώ", πράγμα που συνήθιζε ο Ψ για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων της εταιρείας, και επισημαίνει ότι το μηχανογραφημένο κείμενο σε Η/Υ προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω στην υπογραφή, ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Ο κατηγορούμενος προσκόμισε και επικαλέστηκε την από .... έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου - γραφοψυχολόγου ....., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οποία, η υπογραφή κάτω από την μηχανογραφημένη ένδειξη "the Declaring Deptor" στο από ... μηχανογραφημένο κείμενο του εγγράφου "...." έχει τεθεί από τον Ψ και είναι η γνήσια υπογραφή του με φυσιολογική τοποθέτηση κατά την συνήθειά του να τοποθετεί την υπογραφή πλησιέστατα στο άνωθεν κείμενο του εγγράφου και το αποτύπωμα της σφραγίδας κάτω από την υπογραφή του Ψ, προέρχεται από την ίδια σφραγίδα που σφράγισε τα έγγραφά της η εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO". Ενόψει δε αυτών των γραφολογικών γνωμοδοτήσεων, κρίθηκε αναγκαία η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία και διατάχθηκε με την υπ' αριθμ. 1302/2005 διάταξη του αρμοδίου ανακριτή. Σύμφωνα με το τελικό πόρισμα της συνταχθείσης από ..... έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της διορισθείσης γραφολόγου ......, το κείμενο του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" στην αγγλική και με τον τίτλο "....." δακτυλογραφήθηκε στα γραφεία της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO" στην Σάργα των Η.Α.Ε., το έτος 1994, με το ίδιο κομπιούτερ, με το οποίο εκτυπώθηκαν τα σημανθέντα Β-2, Β-2, Β-4, Β-5, Β-6, Β-7, Β-8 γνήσια έγγραφα σε φύλλο χάρτου που φέρει την υδατογράφηση της ως άνω εταιρείας. Λόγω δε παρελεύσεως χρόνου πλέον της δεκαετίας, το ως άνω φύλλο χάρτου έχει μετατραπεί από λευκό σε μπεζ - εκρού και το μελάνι της πένας, με την οποία ο Ψ χάραξε την υπογραφή του, από μπλε σε βαθύ σκούρο μπλε και ακόμη ότι το άτομο το οποίο προέβη στην συγκεκριμένη δακτυλογράφηση ήταν το ίδιο το άτομο, το οποίο το έτος 1994 και κατά τις ημεροχρονολογίες 1.7.94, 8.8.94, 5.8.94 καθώς και την 30.4.95 δακτυλογράφησε τα σημανθέντα ως Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 γνήσια έγγραφα. Η διαπίστωση όμως της γραφολογικής αυτής πραγματογνωμοσύνης, περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του κειμένου του επίμαχου εγγράφου με τον ίδιο ηλεκτρονικό υπολογιστή με τον οποίο δακτυλογραφήθηκαν τα σημανθέντα πιο πάνω ως γνήσια έγγραφα, δεν ελέγχεται πειστική, καθ' όσον, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή χρησιμοποιούνται διάφορες γραμματοσειρές και τα κείμενα παράγονται μέσω του εκτυπωτή και ο τρόπος αυτός μηχανογράφησης δεν παρέχει στοιχεία, προκειμένου να διαπιστωθεί αν κάποιο έγγραφο μηχανογραφήθηκε από κάποιο συγκεκριμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή και εκτυπώθηκε από συγκεκριμένο εκτυπωτή, όπως αφού διαλαμβάνει στην από ....έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης η γραφολόγος .... την γραμματοσειρά, την δομή του κειμένου και την διάταξη αυτού στο γραφικό πεδίο, επιλέγει ο χειριστής του ηλεκτρονικού υπολογιστή και πολλοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές περιέχουν την ίδια γραμματοσειρά, κυρίως αν είναι της ίδιας εποχής και πολύ περισσότερο, αν είναι της ίδιας εταιρείας. Ούτε, εξάλλου, δικαιολογείται στη γραφολογική πιο πάνω από ... πραγματογνωμοσύνη η εκφρασθείσα γνώμη περί της δακτυλογράφησης τουτέστιν του επίμαχου εγγράφου το έτος 1994 και δεν γίνεται καμία απολύτως μνεία για το εάν είναι επιστημονικώς δυνατή η ανεύρεση του χρόνου εκτύπωσης κάποιου κειμένου με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ επισφαλές είναι να θεωρηθεί δακτυλογραφηθέν το επίμαχο έγγραφο το έτος 1994 ως εκ της κατά το έτος αυτό δακτυλογράφησης των σημανθέντων ως γνήσιων εγγράφων υπό στοιχεία Β-5, Β-6, Β-7 και Β-8 που φέρει δακτυλογραφηθέντα στον ηλεκτρονικό υπολογιστή που δακτυλογραφήθηκε, όπως υποστηρίζει και το επίμαχο έγγραφο. Ούτε, εξάλλου, ελέγχεται πειστική η έτερη διαπίστωση της εν λόγω γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, κατά την οποία, λόγω του μεγέθους του χάρτου, επί του οποίου έχει χαραχθεί το κείμενο της επίμαχης απόδειξης δανείου, καθίστατο δυσχερέστατη έως αδύνατη η προσαρμογή του επίμαχου κειμένου διά φωτοτυπικού μηχανήματος προϋπαρχούσης της υπογραφής του Ψ στην θέση που βρίσκεται καθόσον, οι διαστάσεις του επίμαχου εγγράφου που φέρει την υδατογράφηση των εντύπων χαρτών της εταιρείας "KALBA MARINE SERVICES CO", είναι 19,8 cm x 20 εκ ενώ, των σημανθέντων εγγράφων, που φέρουν το ίδιο υδατογράφημα, οι αντίστοιχες διαστάσεις είναι 29,5 εκ Χ 21 εκ. και έχει αποκοπεί κατά συνέπεια τμήμα του επάνω και κάτω μέρους (σχ. έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και κριτικής ......) και, πέραν τούτου, το μηχανογραφημένο κείμενο σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, σύμφωνα με σχετική επισήμανση της ανωτέρω γραφολόγου ..... προσαρμόζεται ευκολότερα επάνω από την υπογραφή ώστε η υπάρχουσα "εν λευκώ" υπογραφή να παρέχει την εντύπωση φυσιολογικής χάραξης. Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, καθώς και εκείνη ότι ο διαχωρισμός των χιλιάδων ή των δεκαδικών αριθμών όπως και η αναγραφή των ημεροχρονολογιών γίνεται στο επίμαχο έγγραφο με το ελληνικό σύστημα ενώ στα σημανθέντα ως γνήσια έγγραφα με το αγγλικό, το επίμαχο έγγραφο καταρτίστηκε προφανώς από τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα, αφού είναι ο μόνος που ωφελείται από την ύπαρξή του, με την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστού, με την βοήθεια του οποίου και εκτυπώθηκε το επίμαχο κείμενο στην αγγλική γλώσσα σε φύλλο χάρτου υδατογραφημένο που χρησιμοποιούσε η ανωτέρω εταιρεία "KALBA MARINE SERVICES CO", το οποίο περιείχε την εκ των προτέρων υπογραφή του Ψ και, κάτω από αυτή, την σφραγίδα της εταιρείας, έτσι ώστε να φαίνεται ότι το έγγραφο αυτό το είχε καταρτίσει ο υπογράφων Ψ. Στην συνέχεια, ο κατηγορούμενος χρησιμοποίησε το πλαστό αυτό έγγραφο, που είναι πρόσφορο με τη χρήση του να παραπλανήσει άλλους σχετικά με το αναφερόμενο σ' αυτό γεγονός που επιφέρει έννομες συνέπέιες, αφού περιέχει αναγνώριση χρέους του υπογράφοντος προς τον κατηγορούμενο από δάνειο, καθόσον, ειδικότερα, κατέθεσε αυτό στις 31.1.2000 στην ανακρίτρια του 25ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών που διενεργούσε κύρια ανάκριση συνεπεία της από 21.5.1998 μηνύσεως κατά των νυν μηνυτών και ήδη εκκαλούντων και επικαλέστηκε αυτό, παραθέτοντας ολόκληρο το περιεχόμενό του στην κατ' αυτών (μηνυτών) ωσαύτως από 16.12.2002 αγωγή του με αρ. κατ. γενικό 168904/2002 και δικογράφου 10589/2002 ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Υπέρ της πλαστότητας του επίμαχου από .....εγγράφου συνηγορεί άλλωστε το γεγονός ότι αν το έγγραφο αυτό ήταν ήδη συντεταγμένο από τον δικαιοπάροχο των μηνυτών του Ψ, κατά τον χρόνο του επισυμβάντος, στις 27.4.1997, θανάτου του και υπήρχε κατά συνέπεια τον χρόνο υποβολής (21.5.1998) της κατ' αυτών για καταδολίευση δανειστών μηνύσεώς του με την οποία ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 είχε δανείσει τμηματικά στον πιο πάνω δικαιοπάροχό τους συνολικά το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ:, αναμφισβήτητα προς απόδειξη του προδιαληφθέντος ισχυρισμού του θα επικαλείτο την ύπαρξη του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου", πλην στη μήνυσή του αυτή ουδεμία μνεία κάνει περί την ύπαρξη του ουσιώδους αυτού εγγράφου για την απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου. Τουναντίον, στην μήνυσή του αυτή, προς απόδειξη του συνομολογηθέντος δανείου όπως υποστηρίζει με τον δικαιοπάροχο των μηνυτών Ψ, επικαλέστηκε το από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, με βάση τα αναφερόμενα επί λέξει, εκτός άλλων, στο οποίο "DATE ..." στο Λονδίνο σήμερα συμφωνήσαμε τα παρακάτω α).........., β).........., γ) ο Ψδηλώνει ότι ο Χ1 θα έπρεπε να είχε λάβει και μέχρι σήμερα από το ταμείο της εταιρείας μας "KALBA MARINE SERVICES CO" (ως διαχειριστής ήταν πάντοτε ο Ψ) τουλάχιστον 1.500.000 δολάρια ΗΠΑ και τούτο το είχε γνωστοποιήσει στην αδελφή του Ψα και στη γυναίκα του Ψ2". Μάλιστα, οι τότε κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες, όπως εκθέτουν στην ένδικη μήνυσή τους, χαρακτήρισαν το έγγραφο αυτό (της ....) πλαστό και προσκόμισαν, για την απόδειξη της πλαστότητάς του, το από .... πιστοποιητικό του Νοσοκομείου του Λονδίνου, όπου νοσηλευόταν ο Ψ, ότι τη συγκεκριμένη ημέρα, στις ..., βρισκόταν σε βαθύ κώμα. Εάν, κατά συνέπεια, πράγματι υπήρχε το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" και ο ήδη αποβιώσας εκδότης του είχε αναγνωρίσει την οφειλή του προς τον μηνυόμενο από ..., ημεροχρονολογία που φέρεται συνταχθέν το έγγραφο αυτό, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να γίνουν διαπραγματεύσεις μεταξύ του τελευταίου και του κατηγορούμενου και να συνταχθεί το μεταγενέστερο από .... έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό, για την πλαστογραφία του οποίου, ας σημειωθεί, παραπέμπεται ο κατηγορούμενος και ήδη εκκαλών αμετάκλητα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα με το υπ' αριθμ. 417/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθ' όσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, ολόκληρο και το περιεχόμενο και του εγγράφου αυτού είναι πλαστό και το κατάρτισε ο κατηγορούμενος και ήδη εφεσίβλητος, προκειμένου να πετύχει ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση του Πρωτοδικείου της Κάλμπα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, με την υπ' αριθμ. 6/1998 ενώπιον του οποίου αγωγή του (που ας σημειωθεί απορρίφθηκε με την από 8.2.2003 απόφαση του Ομοσπονδιακού Εφετείου της Φουτζαΐρα των Ηνωμένων αραβικών Εμιράτων), ζητούσε να υποχρεωθούν οι μηνυτές και νυν εκκαλούντες να του καταβάλουν το ποσό των 1.500.000 δολαρίων ΗΠΑ, το μνημονευόμενο στο από ... ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο, όμως, ουδεμία απολύτως μνεία γίνεται περί την ύπαρξη του προγενέστερου από .... ιδιωτικού συμφωνητικού. Ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου και ήδη εκκαλούντα, κατά τον οποίο το επίμαχο έγγραφο "απόδειξη δανείου" παραδόθηκε πράγματι με όλο το αποδεικτικό υλικό προς υποστήριξη της από 21.3.1998 μηνύσεώς του, στον αποβιώσαντα ήδη δικηγόρο του Ευστάθιο Λιβιεράτο, πλην ο τελευταίος εκ παραδρομής παρέλειψε να μνημονεύσει αυτό στην υποβληθείσα κατά των νυν μηνυτών από 21.5.1998 μήνυσή του, άλλως παρέλειψε την μνεία του διότι κατ' αυτόν τον τρόπο έκρινε, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα στοιχείο. Εξ άλλου και ο έτερος αυτού ισχυρισμός, κατά τον οποίο δεν υπήρχε λόγος κατάρτισης του επίμαχου εγγράφου "απόδειξη δανείου" προς απόδειξη της κατ' αυτών μηνυτών απαίτησής του συνεπεία του συνομολογηθέντος με το δικαιοπάροχό τους Ψ τμηματικά δανείου ποσού συνολικά 806.866.81 δολάρια ΗΠΑ, αφού είχε στην κατοχή του όλα τα επί μέρους έγγραφα δανειοδότησης, όπως αυτά ειδικότερα αναφέρονται στο κείμενο της κατ' αυτών από 21.5.1998 μηνύσεώς του, στερείται βασιμότητας, καθόσον ευχερέστερη θα ήταν η απόδειξη με την προσκομιδή του επίμαχου εγγράφου και μόνο, αφού από τα επικαλούμενα στη μήνυσή του παραστατικά έγγραφα δεν προκύπτει άμεσα ότι οι πραγματοποιούμενες καταβολές γενεσιουργό αίτιο είχαν συνομολογηθέν εκάστοτε με τον αποβιώσαντα δάνειο. Ούτε, πέραν αυτών, εκ του γεγονότος ότι η άθροιση των ποσών που προκύπτουν από τα παραστατικά έγγραφα τα μνημονευόμενα στο κείμενο της κατ' αυτών μηνύσεώς του και αναφέρονται στις επί μέρους δανειοδοτήσεις του δικαιοπαρόχου τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στην από .... λογιστική έκθεση και από .....έκθεση υπολογισμού τόκων του λογιστή Γ1, αποδίδει το ποσό που βεβαιώνει το επίμαχο έγγραφο καταδεικνύεται η γνησιότητα του εγγράφου αυτού, όπως αβάσιμα, με το υποβληθέν υπόμνημά του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, υποστηρίζει. Τουναντίον, υποδηλώνει ότι η αναγραφή του φερόμενου στο έγγραφο αυτό ως δανειοδοτηθέντος συνολικά ποσού των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, που κατά τα γενόμενα παραπάνω δεκτά καταρτίστηκε κατά το διάστημα από 5.6.1998 (οπότε και εκδόθηκε το πιστοποιητικό του Νοσοκομείου στο Λονδίνο) μέχρι 18.6.1999 (οπότε και κατατέθηκε από τον κατηγορούμενο στη συμβολαιογράφο Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου) πραγματοποιήθηκε μετά προηγούμενη άθροιση των αναφερόμενων ποσών στα επικληθέντα με την από 21.3.1998 μήνυσή του παραστατικά καταβολής. Τα όσα δε αναφέρουν οι εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ1 και Ζ2 αναφορικά με την ύπαρξη οφειλής του δικαιοπαρόχου των μηνυτών Ψ προς τον κατηγορούμενο, λόγω συνομολογηθέντος μετ' αυτού τμηματικά διαφόρων ποσών δανείου, αλλά και περαιτέρω, λόγω καταβολής από τον κατηγορούμενο, κατ' εντολή του (Ψ), διαφόρων ποσών προς τρίτους σε εξόφληση σχετικών προσωπικών δανείων που είχε συνάψει μετ' αυτών όπως αναφέρουν στην κατάθεσή τους στην ανάκριση ο προαναφερθείς μάρτυς Ζ1 καθώς και ο Ζ3, κατ' ουδέν επηρεάζουν τα γενόμενα παραπάνω δεκτά σε σχέση με την πλαστότητα του επίμαχου εγγράφου, καθ' όσον, το μεν οι εκ τούτων Ζ2 και Ζ3, στην κατάθεσή τους, αναφέρονται σε συνομολογηθέν μετ' αυτών δάνειο και εξόφλησή του από τον Χ1, οι δε εξετασθέντες στην ανάκριση μάρτυρες Ζ4, Ζ5 και Ζ6 αποκλείουν τη συνομολόγηση δανείου λόγω της οικονομικής ευρωστίας του αποβιώσαντος Ψ, το δε διότι αν πράγματι ο κατηγορούμενος και νυν εκκαλών είχε δανείσει τον αποβιώσαντα τμηματικά από 30.11.1983 μέχρι 31.12.1991 με το ποσό των 806.866,81 δολαρίων ΗΠΑ, αναμφισβήτητα μέχρι τον επισυμβάντα κατ' έτος 1997 θάνατό του, θα είχε οχλήσει αυτόν περί την εξόφλησή του, που όμως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ούτ' άλλωστε ο κατηγορούμενος επικαλείται, ή σε κάθε περίπτωση θα μεριμνούσε όπως το επίμαχο έγγραφο, αφορών τη συνομολόγηση τόσο μεγάλου ποσού να αποκτήσει βεβαία χρονολογία ευθύς μετά την κατάρτισή του και ουχί το πρώτον το έτος 1999 με την κατάθεσή του στη συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρία Ιωαννίδου (σχ. η με αρ. ..... πράξη κατάθεσης αυτής). Με βάση τα προεκτεθέντα, σύμφωνα και με την εισαγγελική πρόταση, στους ορθούς, νόμιμους και βάσιμους λόγους της οποίας και το Συμβούλιο τούτο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος διά βλάβης τρίτου, άνω των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ και πρέπει επομένως κατά παραδοχή ως βάσιμων και στην ουσία των υπό κρίση εφέσεων με αρ. κατ. 430/4.10.2006 και 432/4.10.2006 εφέσεων των πολιτικώς εναγόντων αντίστοιχα Ψ1 και Ψ2 κατά του υπ' αριθμ. 2749/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών σε σχέση με την απαλλακτική αυτού διάταξη, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα σε σχέση με τη διάταξή του αυτή και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου ήτοι του Τριμελούς Εφετείου για κακουργήματα (άρθρα 111 παρ. 1, 119 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του ΚΠΔ για να δικασθεί για το αποδιδόμενο σ' αυτόν κακούργημα της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος με βλάβη τρίτου που υπερβαίνουν (το όφελος ή η βλάβη) το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 13 γ, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 216 παρ. 1, 3α του Π.Κ., όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ, το Συμβούλιο είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από αίτηση ενός από τους διαδίκους, είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατό το Συμβούλιο να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει να αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα και πάντοτε όταν διατάσσει την εμφάνιση του ενός από τους διαδίκους, πρέπει να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπολοίπους. Στην προκειμένη περίπτωση, το υποβληθέν αίτημα τόσο από τον κατηγορούμενο με το υπόμνημά του από 5.1.2007 ενώπιον του Συμβουλίου τούτου όσο και από τους πολιτικώς ενάγοντες με την από 16.1.2007 αίτησή τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου για να παράσχουν διευκρινίσεις επί των ισχυρισμών τους και της υποθέσεως εν γένει, πρέπει να απορριφθεί, αφού αυτοί με πληρότητα και σαφήνεια αναπτύσσονται τόσο στην απολογία του κατηγορουμένου και τα υποβληθέντα υπ' αυτού υπομνήματα (απολογητικά και ενώπιον των Συμβουλίων), αλλά εκτενώς και με επάρκεια στις ασκηθείσες από τους πολιτικώς ενάγοντες εφέσεις, καθώς και στα υποβληθέντα υπ' αυτών υπομνήματα και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων καθόσον δεν υπάρχουν ασάφειες ως προς το νομικό και πραγματικό μέρος της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκόμενου εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του Ποινικού Κώδικα, την οποία ορθώς ερμήνευσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το βούλευμα τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα, περιγράφονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας με χρήση, με σκοπό το όφελος και την αντίστοιχη ζημία, της οποίας το ύψος υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές (75.000 €). Περαιτέρω, είναι αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, προέβη στην επιλεκτική μνεία ένορκων καταθέσεων μαρτύρων, τους οποίους αναφέρει ονομαστικά, αναφερόμενο ειδικά και στο περιεχόμενο των καταθέσεών τους, ενώ δεν αναφέρεται καν στην από 23.4.2004 ένορκη κατάθεση του αυτόπτη και αυτήκοου μάρτυρος Ζ7, διότι η αναφορά των μαρτύρων αυτών οφείλεται στο γεγονός ότι οι μαρτυρίες τους κρίθηκαν ως οι πλέον αξιόπιστες, ενώ συγχρόνως τους αποδόθηκε και μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα, χωρίς όμως τούτο να υποδηλώνει ότι αγνοήθηκε ή δεν συνεκτιμήθηκε και η ένορκη κατάθεση του παραπάνω μάρτυρος, που ο αναιρεσείων κατονομάζει. Ακόμη, αβάσιμη είναι η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν έλαβε υπόψη του το τελικό πόρισμα της από .... εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου που διορίστηκε στην ανάκριση, ......, αφού, από το σκεπτικό του φαίνεται ότι το έλαβε υπόψη του, αλλά δεν το δέχθηκε, με την ειδική αιτιολογία, η οποία ειδικότερα αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, εκτιμώντας ελεύθερα ότι το περιεχόμενο αυτού ανατρέπεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και το πόρισμα της γραφολόγου ....., η οποία διορίσθηκε ως τεχνική σύμβουλος των πολιτικώς εναγόντων. Τέλος, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα, συνεπεία απορρίψεως του αιτήματος αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών, αφού το Συμβούλιο, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δέχθηκε ότι τόσον αυτός, όσο και οι πολιτικώς ενάγοντες, με πληρότητα και σαφήνεια ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ειδικότερα ο κατηγορούμενος με την απολογία του και τα υπομνήματα που αυτός υπέβαλε.
ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 101/23.4.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 409/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2008.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ