Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ναρκωτικά, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Υπόθαλψη εγκληματία, Πρόσθετοι λόγοι.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως και πρόσθετων λόγων. Ανάγνωση εγγράφων. Η παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 4 του Κ.Π.Δ., κατά την οποία όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, δεν διαβάζεται η κατάθεσή του που είχε δοθεί στην προδικασία, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητος, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. . Οι φωτογραφίες τα σχεδιαγράμματα κ.λ.π. απεικονή-σεις δεν «αναγιγνώσκονται», αλλά επισκοπούνται. Όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι «αναγνώσθηκε» σχεδιάγραμμα κ.λ.π. έχει την έννοια της επισκοπήσεως. Διακοπή της δίκης κατά το άρθρο 375 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. . Η αναφορά στα πρακτικά ότι «ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέκοψε τη συνεδρίαση για την …» έχει την πρόδηλη έννοια ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, ασκώντας την από το άρθρο 339 παρ. 2γ εξουσία του, ανακοίνωσε εκείνο που το Δικαστήριο είχε αποφασίσει. Απορρίπτει λόγο αναίρεσης για αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Ναρκω-τικά. Αγορά, κατοχή, διαμετακόμιση, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύ-θυνση και εποπτεία την τέλεση των ανωτέρω πράξεων από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια. (άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α, β, ζ και ιγ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993, άρθρο 20παρ. 1 περ. α, β, ζ και ιγ του Κώδικα Νόμων για τα ναρκωτικά - ΚΝΝ - Ν. 3459/2006). Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, για την πράξη της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών φαρμάκων που τελέστηκε στην αλλοδαπή (άρθρο 8 εδ. θ του ΠΚ). Η διαμετακόμιση ναρκωτικών τιμωρείται, έστω και αν μεταξύ των χωρών που γίνεται η διαμετακόμιση δεν είναι η Ελλάς. Πλαστογραφία (κατάρτιση) διαβατη-ρίου (217 ΠΚ). Υπόθαλψη εγκληματία (231 ΠΚ). Τελείται και δια παραλείψεως, όταν υπάρχει υποχρέωση καταγγελίας κατά το νόμο. Αναιρεί για έλλειψη αιτιολογίας, εκτός από την πράξη της πλαστογρα-φίας
Αριθμός 2234/2007
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ΄ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Μαλανδρίνου και 2) Χ2 και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές Κερκύρας, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 2327/2006 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Μαρτίου 2007 και 22 Μαρτίου 2007, δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, καθώς και στους από 4 Σεπτεμβρίου 2007 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 575/2007.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι κρινόμενες από 15/3/2007 και 22/3/2007 αιτήσεις- δηλώσεις αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 2450/16-3-2007 και 2764/26-3-2007, αντίστοιχα) των 1) Χ1 και 2) Χ2 κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές Κέρκυρας, αντίστοιχα, μετά των από 5-9-2007 προσθέτων αυτών λόγων, κατά της 2327/2006 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
ΙΙ. Η παραβίαση του άρθρου 357 παρ. 4 ΚΠΔ, κατά την οποία, όταν ένας μάρτυρας εξετάζεται στο ακροατήριο, δεν διαβάζεται η κατάθεσή του που είχε δοθεί στην προδικασία, αλλά επιτρέπεται μόνο η ανάγνωση περικοπών της κατάθεσης για να υποβοηθήσει την μνήμη του μάρτυρα ή να επισημανθούν αντιφάσεις του, δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας, ούτε περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 παρ. 1 ΚΠΔ, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ. α΄ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος. Επομένως, ο από το τελευταίο άρθρο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Χ1, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του Εφετείου ολόκληρες οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, η ανάγνωση όλων των εγγράφων, όπως και των πιο πάνω καταθέσεων, έγινε "χωρίς κανένας να έχει αντίρρηση".
ΙΙΙ. Kατά το άρθρο 339 παρ. 2γ του ΚΠΔ "εκείνος που διευθύνει δεν μπορεί να διακόψει τη συζήτηση παρά μόνο κατά τα αναγκαία διαλείμματα για αναψυχή των δικαστών... και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει αυτός ο κώδικας". Τέτοια περίπτωση, που ορίζεται στον ΚΠΔ, είναι και η προβλεπόμενη από το άρθρο 375 παρ. 3 του αυτού Κώδικα, κατά το οποίο σε δίκες που διαρκούν περισσότερο από ένα μήνα ή αφορούν κακούργημα, το κάθε δικαστήριο (εφετείο) μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης μέχρι 30 ημέρες κάθε φορά. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης προκύπτει ότι η δίκη, (που αφορούσε κακούργημα), επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, διακόπηκε στις 27/9/2006 και 29/9/2006. Οι διακοπές αυτές ανακοινώθηκαν από τον διευθύνοντα την διαδικασία. Η αναφορά στα πρακτικά ότι "ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέκοψε τη συνεδρίαση για την....", έχει την πρόδηλη έννοια ότι ο διευθύνων τη συζήτηση, ασκώντας την από το άρθρο 339 παρ. 2γ εξουσία του, ανακοίνωσε εκείνο που το Δικαστήριο είχε αποφασίσει, δηλαδή τη διακοπή τη δίκης για τις πιο πάνω ημερομηνίες, κατά τις οποίες οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες επανήλθαν στην αίθουσα του Δικαστηρίου, χωρίς να διατυπωθεί καμία αντίρρηση εκ μέρους τους. Με την γενομένη, κατά τα προεκτεθέντα, διακοπή και συνέχιση της δίκης, το Δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του, αφού δεν υπέπεσε σε καμία από τις πλημμέλειες που αναφέρονται στο άρ. 510 παρ. 1Θ' του ΚΠΔ, ούτε εμφιλοχώρησε ακυρότητα. Σε κάθε δε περίπτωση, τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε, αφού οι κατηγορούμενοι και οι παραστάντες δικηγόροι, δεν προέβαλαν αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Επομένως, ελέγχεται αβάσιμος ο από το άρ. 510 παρ. 1 και 1Θ' ΚΠΔ πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Δικαστήριο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, διότι τις πιο πάνω διακοπές διέταξε ο διευθύνων την συζήτηση και όχι το Δικαστήριο, που είχε την σχετική εξουσία. IV. Τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως είναι οι χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση.
Συνεπώς, είναι προφανές, ότι, όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι "αναγνώσθηκε" σχεδιάγραμμα κοντέινερ, η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά με την παραπάνω έννοια της επισκοπήσεως του εγγράφου τούτου από τους παράγοντες της δίκης, μετά προηγούμενη επίδειξή του εκ μέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠΔ τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι, για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, επί της ενοχής του κατηγορουμένου, λήφθηκε υπόψη ο παραπάνω χάρτης, χωρίς να μπορεί να διαγνωσθεί αν το έγγραφο αυτό έχει πραγματικά αναγνωσθεί, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
V. Κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α, β, ζ και ιγ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 2161/1993 (άρθρο 20 παρ. 1 περ. α, β, ζ και ιγ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- Ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, διαμετακομίζει, αγοράζει, κατέχει ναρκωτικά και οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει ή εποπτεύει με οποιοδήποτε τρόπο την τέλεση κάποιας από τις ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις ή δίνει σχετικές οδηγίες ή εντολές. Ως πώληση και αγορά ναρκωτικών θεωρείται η κατά τους όρους του άρθρου 513 του ΑΚ μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή, που γίνεται με την προς αυτόν παράδοση τους αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά. Κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου (άρθρο 23 ΚΝΝ), ο δράστης των παραπάνω πράξεων τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή από 1.000.0000 δρχ. μέχρι 200.000.000 δρχ. (ήδη 29.412 μέχρι 588.235 ευρώ, αντίστοιχα), αν, εκτός των άλλων, ενεργεί κατ' επάγγελμα ή συνήθεια ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Η έννοια των περιστάσεων αυτών ορίζεται, αντίστοιχα, στις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ και ζ, του Π.Κ, κατά τις οποίες κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης, όταν από την βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρεί την αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. Θ του ΠΚ, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται σε ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ανεξάρτητα από τους νόμους του τόπου της τέλεσης, για την πράξη της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών φαρμάκων που τελέστηκε στην αλλοδαπή, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των περιορισμών του άρθρου 6 του ΠΚ. Πράξη δε εμπορίας ναρκωτικών συνιστά και η από το άρθρο 5 παρ. 1 εδ α του ν. 1729/1987 προβλεπομένη διαμετακόμιση αυτών από την μια χώρα στην άλλη, έστω και αν μεταξύ των χωρών που γίνεται η διαμετακόμιση δεν είναι η Ελλάς, εφόσον η ποσότητα που διαμετακομίζεται προορίζεται για εμπορία και όχι για αποκλειστική χρήση αυτού που την διαμετακομίζει. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να διευκολύνει την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού του ίδιου ή άλλου καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πιστοποιητικό ή μαρτυρικό ή άλλο έγγραφο που μπορεί να χρησιμεύσει συνήθως για τέτοιους σκοπούς ή εν γνώσει του χρησιμοποιεί τέτοιο πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας πιστοποιητικού συνίσταται στην κατάρτιση πλαστού ή νόθευση εγγράφου δημοσίου ή ιδιωτικού, που ανήκει στην κατηγορία των πιστοποιητικών ή μαρτυρικών. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να διευκολύνει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου πιστοποιητικού ή μαρτυρικού την άμεση συντήρηση, την κίνηση ή την κοινωνική πρόοδο αυτού ή άλλου, δηλαδή να έχει κάποια ωφέλεια αυτός ή άλλος σχετικά με τις παραπάνω βιοτικές ανάγκες χωρίς όμως εντεύθεν να επέρχεται ευθέως βλάβη στις έννομες σχέσεις άλλου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 231 παρ. 1 ΠΚ, όποιος εν γνώσει ματαιώνει την δίωξη άλλου για κακούργημα ή πλημμέλημα που διέπραξε ή την εκτέλεση της ποινής που του επιβλήθηκε ή του μέτρου ασφαλείας, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, συνεπώς, απαιτείται η τέλεση πράξεως που φέρει τον χαρακτήρα κακουργήματος ή πλημμελήματος, καθώς και η ενέργεια οιασδήποτε πράξεως με την οποία μπορεί να επιτευχθεί η ματαίωση της διώξεως του δράστη ή της εκτελέσεως της ποινής που επιβλήθηκε γι΄ αυτήν. Ως ματαίωση της διώξεως, νοείται και η ματαίωση της ποινικής διώξεως ή της εξακολουθήσεως αυτής. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τελεσμένο και όταν, με την ενέργεια του υπαιτίου, επιτυγχάνεται η για μεγάλο ή και μικρό χρονικό διάστημα παρεμπόδιση της διωκτικής αρχής να θέσει τον υπαίτιο στη διάθεση της δικαιοσύνης ή και να ασκήσει κατ' αυτού ποινική δίωξη, ασχέτως αν αυτά έχουν επιτευχθεί μεταγενέστερα. Η πράξη τελείται και δια παραλείψεως της καταγγελίας, την οποία υποχρεούται να ενεργήσει κάποιος, εφόσον υπάρχει υποχρέωση οφειλομένης κατά νόμο ενεργείας(άρθρο 15 ΠΚ). Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από σύμβαση ή από ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση η συνδρομή αυτής της υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει, εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιέχει τη γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (της επίγνωσης), ότι διαπράχθηκε κακούργημα ή πλημμέλημα ή ότι έχει επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας και τη θέληση ματαιώσεως της δίωξης ή της εκτέλεσης της ποινής, μη αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και στην περίπτωση που αυτή είναι τυπική, όπως είναι και εκείνη που δεν περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία, αλλά το δικαστήριο περιορίζεται να αναφερθεί με τυπικές φράσεις στο διατακτικό της απόφασης που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης (σκεπτικό) του διατακτικού, καθ' εαυτή, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Όταν όμως στο διατακτικό δεν διαλαμβάνονται τέτοια περιστατικά, η αιτιολογία, στην οποία επαναλαμβάνεται το διατακτικό, είναι ελλιπής. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2327/2006 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, που δεν είναι τοξικομανείς ούτε εξαρτημένοι από τα ναρκωτικά, κατά την έννοια του νόμου, αγόρασαν από κοινού στη Βενεζουέλα από άγνωστα εισέτι άτομα τουλάχιστον 25 κιλά κοκαΐνης έναντι μη προσδιορισθέντος τιμήματος με σκοπό τη κερδοφόρο μεταπώλησή της. Στη συνέχεια έκρυψαν επιμελώς τη ποσότητα αυτή σε δύο κοντέινερ (εμπορευματοκιβώτια) με στοιχεία) .... και .... την μετέφεραν κατ' αρχήν στο Ρότερνταμ Κάτω Χωρών, με τελικό προορισμό τον Πειραιά, κατά το στο διατακτικό χρονικό διάστημα. Με την άφιξη στο Ρότερνταμ, η ποσότητα ανευρέθη και αφαιρέθηκε κρυφά από την αρμόδια τοπική αρχή που δεν έγινε αντιληπτή, με αποτέλεσμα, με την άφιξη του πλοίου στον Πειραιά, οι κατηγορούμενοι προέβησαν στις στο διατακτικό αναπτυσσόμενες μερικότερες πράξεις προκειμένου να δυνηθούν να εισάγουν στην εσωτερική αγορά την ανωτέρω ποσότητα κοκαΐνης, που πίστευαν ότι ευρίσκεται ακόμη στα κοντέινερ, ως δήθεν εμπόρευμα Κύπρου. Μεταξύ των πράξεων αυτών συγκαταλέγεται η κατάρτιση από τον α' μόνο των κατηγορουμένων των δύο στο διατακτικό μνημονευομένων πλαστών πιστοποιητικών, που σκοπό είχε την περαιτέρω διευκόλυνσή του στην υλοποίηση του ανωτέρω σκοπού του. Ο τρόπος, η μεθόδευση, ο σχεδιασμός και εκτέλεση των ανωτέρω πράξεων προμήθειας, κατοχής και διαμετακόμισης της ιδίας ποσότητας κοκαΐνης, ως αναπτύσσονται στο διατακτικό, μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι και ενήργησαν με επαγγελματική ακρίβεια και αποτελεσματικότητα.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για την πρώτη πράξη ως και πρωτοδίκως (με επιβαρυντικές περιστάσεις) και να απορριφθούν τα αιτήματα, αφενός περί τοξικομανίας του α' κατηγορουμένου και αφετέρου της αναγνωρίσεως της αιτηθείσας ελαφρυντικής περιστάσεως, η οποία προϋποθέτει ελεύθερο βίο μετά την τέλεση της πράξεως και για μακρύ χρονικό διάστημα επιδειχθείσα καλή συμπεριφορά, που είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και όχι καταναγκασμού που οφείλεται σε στέρηση της ελευθερίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Επίσης ο α΄ μόνον κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανωτέρω πλαστογραφίας των δύο μόνο εγγράφων, ως και πρωτοδίκως, ομοίως άνευ ελαφρυντικών. Ωσαύτως εκ των ανωτέρω αποδείξεων αποδείχθηκε ότι ο β' κατηγορούμενος, μολονότι εγνώριζε ότι ο πρώτος τούτων είχε διαπράξει ετέρα κακουργηματική πράξη, άσχετη με τις ανωτέρω, και μάλιστα κλοπή αρχαιοτήτων εκ του Μουσείου Κορίνθου ματαίωσε την δίωξή του, μη αναφέροντας αυτήν σε κάποια αρχήν.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και για την πράξη αυτήν, επίσης άνευ ελαφρυντικών....". Με τις σκέψεις αυτές οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι, κατά πλειοψηφία (4-1), του ότι "κατά τους παρακάτω τόπους και χρόνους, από κοινού ενεργώντας και εκ προθέσεως και χωρίς να έχουν αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, αλλά και κατά μόνας, με περισσότερες από μια πράξεις, τέλεσαν περισσότερα από ένα εγκλήματα, τα οποία τιμωρούνται κατά το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα: Α) Στη Βενεζουέλα, κατά το αμέσως το προ, της .... χρονικό διάστημα, από κοινού ενεργώντας, αγόρασαν απαγορευμένη ναρκωτική ουσία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν 1729/87, χωρίς να είναι τοξικομανείς, κατά την έννοια του άρθρου 13. παρ. 1 του Ν. 1729/87, όπως αντικ. με το άρθρο 15 του Ν. 2161/93, με σκοπό την εμπορία. Και συγκεκριμένα, κατά τον πιο πάνω τόπο και χρόνο, κατόπιν συναποφάσεως και με σκοπό την εμπορία, αγόρασαν από άγνωστο άτομο στη Βενεζουέλα άγνωστη ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας κοκαΐνης, τουλάχιστον όμως 25 κιλά κοκαΐνη, αντί αγνώστου χρηματικού ποσού ή άλλου ανταλλάγματος με σκοπό την εμπορία. Β) Στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, την ...., από κοινού, ενεργώντας και μη όντες τοξικομανείς κατείχαν ναρκωτική ουσία, κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1729/87, με σκοπό την εμπορία. Και συγκεκριμένα, κατά τον πιο πάνω τόπο και χρόνο, κατόπιν συναποφάσεως και με σκοπό την εμπορία, κατείχαν στο λιμάνι του Ρότερνταμ 25 κιλά κοκαΐνη, την οποία είχαν επιμελώς κρύψει σε δυο (2) CONTAINER με στοιχεία .... και ..... Γ) Κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο, που δεν εξακριβώθηκε επακριβώς κατά την ανάκριση, οπωσδήποτε όμως κατά το αμέσως το προ της .... χρονικό διάστημα, από κοινού ενεργώντας, διαμετακόμισαν απαγορευμένη ναρκωτική κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1729/87. Και συγκεκριμένα, κατόπιν συναποφάσεως κατά τον ως άνω χρόνο, διαμετακόμισαν από τη Βενεζουέλα στην Ολλανδία 25 κιλά κοκαΐνης με σκοπό την εμπορία. Δ) Στην Αθήνα και τον Πειραιά, κατά το αμέσως προ της .... χρονικό διάστημα μέχρι την ...., από κοινού, οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επόπτευσαν την τέλεση των ανωτέρω πράξεων και δη, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, από κοινού ενεργώντας, οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επόπτευσαν την αγορά, διαμετακόμιση, απόπειρα διαμετακόμισης και απόπειρα εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια των ως άνω 25 κιλών κοκαΐνης, με σκοπό την εμπορία. Τις ως άνω δε πράξεις τέλεσαν αυτοί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον, από την επανειλημμένη τέλεση αυτών και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει δια των διασυνδέσεων τους με εμπόρους κοκαΐνης στη Βενεζουέλα, την μεθόδευση που χρησιμοποίησαν περί δήθεν εισαγωγής εμπορευμάτων από Κύπρο και όχι από Βενεζουέλα με εικονικά παραστατικά έγγραφα και την κατάρτιση υπ' αυτών πλαστών εγγράφων (πλαστή ταυτότητα και διαβατήριο), προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος, προς δε, από την επανειλημμένη τέλεση των άνω πράξεων, προκύπτει σταθερή ροπή των άνω κατηγορουμένων προς διάπραξη των ανωτέρω εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Ενώ οι περιστάσεις κάτω υπό τις οποίες τέλεσαν, τις ανωτέρω πράξεις (μεθόδευση, σχεδιασμός, εικονικές εταιρίες, πλαστά έγγραφα, εικονική εισαγωγή εμπορευμάτων, δήθεν, από την Κύπρο και τα αίτια που τους ώθησαν στις άνω πράξεις, ήτοι ο εύκολος και άκοπος πλουτισμός), καταμαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι". Περαιτέρω κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Χ1 του ότι "στην Αθήνα, στις ... και ..., κατήρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό την κίνηση του. Και συγκεκριμένα κατήρτισε: α) στις ...., το υπ' αρ. .... Ελληνικό διαβατήριο, με στοιχεία δήθεν κατόχου "...." και επικόλλησε επ' αυτού δική του φωτογραφία και β) στις ...., την υπ αριθμ. .... άδεια οδηγήσεως, θέτοντας ως όνομα κατόχου τα στοιχεία "...." και επικολλώντας επ' αυτής τη φωτογραφία του, ώστε να διευκολύνει έτσι την κίνησή του, εμφανιζόμενος με τα ως άνω ψευδή στοιχεία για να μη δύνανται να καταστούν γνωστά τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητός του". Επίσης κήρυξε ένοχο τον Χ2 του ότι στην Αθήνα, κατά το προ της .... χρονικό διάστημα, εν γνώσει του ματαίωσε τη δίωξη άλλου για κακούργημα που διέπραξε και συγκεκριμένα, αν και αυτός εγνώριζε ότι ο ανωτέρω συγκατηγορούμενός του καταζητείτο για κακουργηματική πράξη και δη την κλοπή αρχαίων από το Μουσείο Κορίνθου, δεν ανέφερε αυτόν στις Διωκτικές και Ανακριτικές Αρχές, ματαιώνοντας έτσι ηθελημένα τη δίωξή του". Για τις πράξεις τους δε αυτές, οι οποίες, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστούν παράβαση των άρθρων 8 παρ. 1 περ.θ, 13 περ. στ, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1, 217 και 231 ΠΚ, άρθ., 5 παρ.1 περ. α, β, ζ και ιγ, και παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ν. 1729/87, όπως το άρθ. 5 αντικαταστάθηκε με τα άρθρο 10 του ν. 2161/93 και το άρθρο 8 με το άρθρο 2 του ν. 2479/97 (ήδη άρθρα 20 και 23 του ΚΝΝ), οι αναιρεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για τις παραβάσεις του Ν. Περί Ναρκωτικών και σε φυλάκιση ενός έτους, ο καθένας, για τις πλημμεληματικές πράξεις. Με τις παραδοχές του αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, πλην της πράξεως της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, που διέπραξε ο αναιρεσείων Χ1 , δεν διέλαβε κατά τα λοιπά στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την καταδικαστική κρίση του. Ειδικότερα, ως προς τις κακουργηματικές πράξεις της διαμετακόμισης, αγοράς, κατοχής απαγορευμένων ναρκωτικών ουσιών, καθώς και της οργάνωσης, χρηματοδότησης, κατεύθυνσης και εποπτείας της τέλεσης των ανωτέρω πράξεων, δεν εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, αλλά το δικαστήριο περιορίζεται να επαναλάβει, κατά συνοπτικό μάλιστα τρόπο, το διατακτικό της απόφασης που περιέχει τα στοιχεία του κατηγορητηρίου, το οποίο όμως ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των κακουργηματικών πράξεων του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α, β, ζ και ιγ του Ν. 1729/1987, για τις οποίες καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, και από τα οποία προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού αγόρασαν στη Βενεζουέλα τις πιο πάνω ποσότητες ναρκωτικών, και τις διαμετακόμισαν από την Βενεζουέλα στην Ολλανδία. Ως προς την τελευταία αυτή πράξη της, διαμετακόμισης των ναρκωτικών, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε ΚΠΔ προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες πρόσθετος λόγος αναίρεσης, με την αιτίαση ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή των άρθρων 5 παρ. 1α του ν. 1729/87 και 8 του ΠΚ, καταδικάστηκαν για το έγκλημα της διαμετακομίσεως ναρκωτικών, αφού, όπως ισχυρίζονται, ως διαμετακόμιση κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, νοείται μόνο η μέσω της Ελλάδος διέλευση των ναρκωτικών που εκκινούν από μία άλλη χώρα και προορίζονται να καταλήξουν μέσω της Ελλάδος σε άλλη τρίτη Χώρα, και όχι από την Βενεζουέλα στην Ολλανδία, χωρίς να διέλθουν από Ελληνικό έδαφος, είναι αβάσιμος, σύμφωνα με την πιο πάνω σκέψη, και απορριπτέος. Είναι όμως βάσιμος, όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την καταδίκη των αναιρεσειόντων και για την πράξη αυτή. Επίσης δεν εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας τη φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών αυτών ουσιών, ώστε να μπορούν κάθε στιγμή να διαπιστώσουν την ύπαρξή τους και, κατά τη δική τους βούληση, να τα διαθέτουν πραγματικά, δηλαδή, ότι είχαν αυτά στην κατοχή τους, με την έννοια του νόμου, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι γίνεται παράλληλα δεκτό, ότι "με την άφιξη στο Ρότερνταμ η ποσότητα ανευρέθη και αφαιρέθηκε κρυφά από την αρμόδια τοπική αρχή, που δεν έγινε αντιληπτή" από τους αναιρεσείοντες. Η παραδοχή αυτή αντιφάσκει με την πιο πάνω έννοια της κατοχής, αφού οι κατηγορούμενοι εμφανίζονται, αφενός να κατέχουν ναρκωτικά, τα οποία, όμως, οι τοπικές αρχές τα είχαν αφαιρέσει, αφετέρου δε εμφανίζονται να μην έχουν τη δυνατότητα να διαπιστώσουν κάθε στιγμή την ύπαρξη της πιο πάνω ποσότητας των ναρκωτικών. Επίσης, όχι μόνο δεν εκτίθενται στο σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η από κοινού, οργάνωση, χρηματοδότηση, κατεύθυνση και εποπτεία, της τέλεσης των πράξεων της αγοράς, κατοχής και διαμετακόμισης, αλλά στο σκεπτικό της απόφασης δεν γίνεται καν μνεία ούτε αναφέρεται οτιδήποτε σχετικά με την πράξη αυτή. Ακολούθως στο διατακτικό γίνεται δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού οργάνωσαν, χρηματοδότησαν, κατηύθυναν και επόπτευσαν όχι μόνο την τέλεση των πράξεων της αγοράς, κατοχής και διαμετακόμισης, για τις οποίες κρίθηκαν ένοχοι, αλλά και της πράξεως της απόπειρας εισαγωγής στην Ελλάδα, πράξη για την οποία, όμως, κρίθηκαν αθώοι με την πρωτόδικη απόφαση. Επισημαίνεται δε ότι η μόνη παραπομπή που γίνεται στο διατακτικό της απόφασης αφορά την αιτιολογία της συνδρομής των επιβαρυντικών περιστάσεων του άρθρου 8 του ν. 1729/1987, όπου αναφέρεται ότι "ο τρόπος, η μεθόδευση, ο σχεδιασμός και εκτέλεση των ανωτέρω πράξεων προμήθειας, κατοχής και διαμετακόμισης της ιδίας ποσότητας κοκαΐνης ως αναπτύσσονται στο διατακτικό, μαρτυρούν ότι οι κατηγορούμενοι είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνοι και ενήργησαν με επαγγελματική ακρίβεια και αποτελεσματικότητα". Περαιτέρω, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 η πιο πάνω αιτιολογία της καταδικαστικής για αυτόν αποφάσεως για την πράξη της υπόθαλψης εγκληματία, περιορίζεται μόνο στο ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος "μολονότι εγνώριζε ότι ο πρώτος τούτων (δηλαδή ο Χ1) είχε διαπράξει ετέρα κακουργηματική πράξη, άσχετη με τις ανωτέρω, και μάλιστα κλοπή αρχαιοτήτων εκ του Μουσείου Κορίνθου, ματαίωσε την δίωξή του μη αναφέροντας αυτήν σε κάποια αρχήν". Η αιτιολογία αυτή είναι ελλιπής, καθόσον, ενώ ο εν λόγω αναιρεσείων, φέρεται ότι διέπραξε την παράβαση του άρθρου 231 ΠΚ, δια παραλείψεως της καταγγελίας στις αρχές, δεν εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η υπήρχε σχετική κατά νόμο υποχρέωση αυτού.
Συνεπώς, βασίμως παραπονείται ο εν λόγω αναιρεσείων, με τον (7ο) πρόσθετο αυτού λόγο αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την εν λόγω πράξη, για την οποία καταδικάστηκε. Τέλος για την πράξη της πλαστογραφίας του διαβατηρίου (217 ΠΚ), για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Χ1, πλην των ως αβασίμων κριθέντων στην αρχή της παρούσας απόφασης λόγων αναίρεσης(παρ. ΙΙΙ και IV), που αφορούν όλες τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο πιο πάνω αναιρεσείων, ουδείς άλλος, σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης, διαλαμβάνεται στην αίτηση αναίρεσης του εν λόγω αναιρεσείοντος και τους προσθέτους αυτής λόγους, με τον οποίο να προβάλλεται οποιαδήποτε αιτίαση που να αφορά την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την πράξη του αυτή. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Χ1 μετά των προσθέτων αυτής λόγων, ως προς την πράξη αυτή, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη. VI. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μετά την παραδοχή ως βασίμων των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ λόγων αναίρεσης των συνεκδικαζομένων αιτήσεων και των προσθέτων αυτών λόγων και των δύο αναιρεσειόντων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για τις πράξεις των παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών καθώς και για την πράξη της υπόθαλψης εγκληματία, ως προς τον αναιρεσείοντα Χ2 πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι, ως προς τις πιο πάνω πράξεις και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που έγιναν δεκτές οι αναιρέσεις και οι πρόσθετοι αυτών λόγοι, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναίρεσης, η τυχόν παραδοχή των οποίων θα οδηγούσε σε νέα επιμέτρηση των ποινών (αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων άρθρου 8 ν 1729/87, ως προς την τοξικομανία του πρώτου αναιρεσείοντος κλπ). Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 ΚΠΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2327/2006 καταδικαστική απόφαση του Πενταμελούς Εφετείο Αθηνών, ως προς όλες τις διατάξεις της, εκτός από την καταδικαστική αυτής διάταξη για την πράξη της πλαστογραφίας διαβατηρίου, που αφορά τον αναιρεσείοντα Χ2 ως προς την οποία απορρίπτει την από 22/3/2007 αιτήση - δήλωση αναιρέσεως (με αριθμό πρωτ. 2764/26-3-2007) μετά των από 5-9-2007 προσθέτων αυτής λόγων του πιο πάνω αναιρεσείοντος.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2007.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ