Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ε.Σ.Δ.Α., Υπεξαίρεση, Αναβολής αίτημα, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση. Επιτρεπτή καθ’ ολοκληρία παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση. Όχι αντίθεση στην ΕΣΔΑ. Αίτημα διενεργείας περαιτέρω ανακρίσεως. Η διεξαγωγή περαιτέρω ανακρίσεως απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η απόρριψη όμως του αιτήματος πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Αιτιολογημένη παραπομπή και απόρριψη αιτήματος διενέργειας περαιτέρω ανακρίσεως. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αριθμός 827/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1 , περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.3.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 517/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στυλιανού Γκρόζου με αριθμό 350/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 80/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Ιωάννη Πέππα, δυνάμει της από 23-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 9788/2005 βούλευμά του παρέπεμψε ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως αντικειμένου, αξίας μεγαλύτερης των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 868/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 15-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 23-3-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 80/23-3-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, διότι παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περίπτ. δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να απαιτείται η αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη και τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ' 29). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΠΧ ΝΣΤ' 819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ'829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή η συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής αυτών στις εφαρμοσθείσες από το συμβούλιο ουσιαστικές διατάξεις, καθώς και εκείνες που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, συντάσσεται το συμβούλιο, ενώ, περαιτέρω, είναι επιτρεπτή και η αναφορά, συμπληρωματικώς και στο πρωτόδικο βούλευμα (ΑΠ 1364/2006, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΓ' 795, ΑΠ 1608/2001 ΠΧ ΝΒ' 623).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, και δι'αυτής, συμπληρωματικώς και στο πρωτόδικο βούλευμα, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως, μεταξύ των οποίων ενδεικτικώς αναφέρονται οι καταθέσεις του Μ1 ,Μ2 και Μ3 καθώς και από τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, σε συνδυασμό με την απολογία, υπομνήματα και τους λόγους εφέσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, προκύπτουν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη για την υπόθεση πραγματικά περιστατικά:
Με μήνυση (Α.Β.Μ. Β-2003/3004) που καταθέτει την 25-7-2003 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η μηνύτρια Θ1 υποστηρίζει ότι: Κατά το έτος 2001 που απεβίωσε στο Αμβούργο της Γερμανίας ο αδερφός της ...... ανέθεσε στον κατηγορούμενο Χ1 να μεταβεί στην Γερμανία για να διαπιστώσει εάν τα κληρονομιαία στοιχεία (ακίνητο και μετρητά) που κληρονόμησε από αυτόν είχαν μεταφερθεί στο όνομα της. Για τον σκοπό αυτό του υπέγραψε δύο πληρεξούσια και ειδικότερα: α) το με αριθμό ..... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου με το οποίο αυτή ανακαλούσε όλες τις σχετικές εντολές που είχε δώσει προς τον ...... με το από 5-7-2001 πληρεξούσιο της που συντάχθηκε σε συμβολαιογράφο του Αμβούργου και β) το με αριθμό ....... πληρεξούσιο της παραπάνω συμβολαιογράφου με το οποίο παρέσχε τις εντολές προς τον κατηγορούμενο, που ειδικότερα αναφέρονταν σ' αυτό, μεταξύ των οποίων και αυτή υπό στοιχ. 3, που περιελάμβανε την μεταφορά των χρημάτων της που προέρχονταν από την κληρονομιά του αδερφού της από τους λογαριασμούς της στη Γερμανία στον υπ' αριθμό ....... που τηρούσε η ίδια στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην ....... Ειδικότερα δε, ως προς τα χρήματα η μηνύτρια εξουσιοδότησε τον κατηγορούμενο (αντιγραφή κατά λέξη) " ... να ενεργήσει οτιδήποτε χρειάζεται ενώπιον κάθε δημόσιας αρχής, Τράπεζας, εφορίας κλπ προκειμένου να μεταφερθούν από λογαριασμούς της Γερμανίας τα χρήματα που δικαιούται η εντολέας από την κληρονομιά του αδερφού της, στον υπ αριθμό .......τραπεζικό λογαριασμό της που διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υποκατάστημα ...." (βλ. 2η σελίδα του με αριθμό ....... πληρεξούσιου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου).
Ο κατηγορούμενος μετέβη πράγματι στην Γερμανία, προέβη σε ανάληψη διακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων (266.000) Ευρώ, ποσό το οποίο κατά την κοινή πείρα θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο όμως αντί να καταθέσει στον με αριθμό ...... τραπεζικό λογαριασμό της μηνύτριας, όπως οριζόταν στο παραπάνω με αριθμό ....... πληρεξούσιο, το κράτησε για τον εαυτό του και αρνήθηκε να το επιστρέψει προς την μηνύτρια, παρά τις σχετικές προς αυτόν οχλήσεις. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2002 μέχρι την 16-12-2002 και δη στις 21-11-2002, 27-11-2002, 12-12-2002, 13-12-2002 και 16-12-2002, ενεργώντας αντίθετα προς την σχετική πληρεξουσιότητα και εντολή της μηνύτριας, χωρίς δικαίωμα ενήργησε αναλήψεις από τον υπ' αριθμ. ...... τραπεζικό λογαριασμό της που τηρούσε σε Γερμανική Τράπεζα στο Αμβούργο, χρηματικών ποσών που ανέρχονταν σε 10.000, 15.000, 45.000, 6.000, 60.000 και 130.000 ευρώ, αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 266.000 Ευρώ, ποσό το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το ότι πράγματι έκανε τις παραπάνω αναλήψεις από την Γερμανική Τράπεζα ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνεται από τις σχετικές αποδείξεις αναλήψεως των παραπάνω ποσών που επισυνάπτονται στα έγγραφα της δικογραφίας, (βλ. σχετ. τις ξενόγλωσσες στη Γερμανική και σε μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα αποδείξεις στην δικογραφία), που φέρουν μάλιστα την υπογραφή του. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά που ανέλαβε ο κατηγορούμενος, εκτός από το ποσό των 10.000 Ευρώ που της απέδωσε τμηματικά από τα μέσα Ιανουαρίου 2003 μέχρι την 20-2-2003, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα (αφού ενήργησε αντίθετα προς την παρασχεθείσα προς αυτόν εντολή της εγκαλούσας που ήταν να μεταφερθούν στο δικό της τραπεζικό Λογαριασμό σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ..... πληρεξούσιο) και τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία, αρνούμενος την απόδοση αυτών, παρά τις επανειλημμένες προς αυτόν οχλήσεις και διαμαρτυρίες, εκδηλώνοντας την πρόθεση του προς τούτο με το με ημερομηνία 5-3-2003 εξώδικο που απέστειλε προς την ανωτέρω εγκαλούσα την 11-3-2003. Η ημέρα αυτή (11-3-2003) της επιδόσεως του παραπάνω εξωδίκου, πρέπει να θεωρηθεί και ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, αφού τότε εκδήλωσε ο κατηγορούμενος την δόλια προαίρεση του να ενσωματώσει στη δική του περιουσία το επίδικο χρηματικό ποσό των 256.000 ευρώ.
Ο εκκαλών κατηγορούμενος υποστηρίζει (στην κρινομένη έφεση του) ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσε. Ειδικότερα ο εκκαλών υποστηρίζει (αντιγραφή κατά λέξη) ότι, "... εσφαλμένα το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο εκκαλών προέβη σε αναλήψεις χρημάτων και δη ανέλαβε από την τράπεζα του Αμβούργου και του λογαριασμού της μηνύτριας στις 21-11-2002 15.000 ευρώ, στις 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ και στις 16-12-02 130.000 ευρώ, δυνάμει του υπ αριθμ. ...... ειδικού πληρεξουσίου της συμβ/φου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου, ενώ, εάν έκρινε σωστά τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους δικούς του ισχυρισμούς, αλλά και τις εντολές που έδινε η μηνύτρια στον εκκαλούντα με το πιο πάνω πληρεξούσιο, θα διαπίστωνε ότι, ουδεμία εντολή αναλήψεως χρημάτων συνίστατο σε αυτό και συνακόλουθα ο εκκαλών με βάση το εν λόγω πληρεξούσιο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει χρήματα από τον λογαριασμό της μηνύτριας, ο δε μόνος τρόπος αναλήψεως χρημάτων ήτο μόνο κατ' εντολή της μηνύτριας προς την Τράπεζα της, γεγονός το οποίο πιστοποιεί και η Τράπεζα με την προαναφερθείσα αριθμ. ....... επιστολή της και θα ήγετο σε εντελώς διάφορη κρίση απαλλάσσοντας τον από οποιαδήποτε κατηγορία ... Διότι εσφαλμένα το πληττόμενο δια της παρούσης βούλευμα δέχθηκε αβασάνιστα ότι ο εκκαλών ανέλαβε την 21-11-2002 15.000 ευρώ στις, 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ, ενώ εάν ήλεγχε όλο το ανακριτικό υλικό και ειδικότερα την από 21-11-2002 βεβαίωση της Τράπεζας - ημέρα που μάλιστα που κατηγορείται ότι ανέλαβε 15.000 ευρώ - θα διαπίστωνε ότι από τις 19-8-2002 το υπόλοιπο του λογαριασμού ανήρχετο σε 1439,68 ευρώ. Επίσης αν ήλεγχε το ανακριτικό υλικό, θα διαπίστωνε ότι καμία κατάθεση δεν έγινε στον συγκεκριμένο λογαριασμό μέχρι την 15-12-2002, που κατετέθη το ποσό των 323.000 ευρώ, που προήρχετο από την πώληση του ακινήτου από τον προηγούμενο πληρεξούσιο της μηνύτριας και η ημερομηνία καταβολής του εν λόγω ποσού προέκυπτε από το σχετικό συμβόλαιο, το οποίο ο εκκαλών έχει προσκομίσει κατά την ανάκριση. Με βάση τα παραπάνω η πιθανότερα εκδοχή για τον εκκαλούντα είναι ότι αυτά τα παραστατικά αναλήψεως χρημάτων εκδόθηκαν μετά την 15η Δεκεμβρίου, αφού κατά την ημέρα αυτή κατετέθησαν τα 323.000 ευρώ, ετέθησαν δε επ' αυτών διαφορετικές ημερομηνίες, είτε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, είτε από τον τότε πληρεξούσιο της μηνύτριας Μ1, πλαστογραφώντας την υπογραφή του για να ενοχοποιήσουν τον ίδιο από προηγούμενες δήθεν αναλήψεις από λογαριασμό που είχε υπόλοιπο 1439,68 ευρώ. Κρίναν όμως διαφορετικά το πληττόμενο βούλευμα και δεχθέν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21-11 μέχρι 13-12-2002 ο εκκαλών ανέλαβε από την πιο πάνω Τράπεζα το ποσό των 126.000 ευρώ και χωρίς να λάβει υπόψη του την έλλειψη υπολοίπου στο λογαριασμό της μηνύτριας, με βάση την ως άνω βεβαίωση της Τράπεζας, έχει καταφανώς σφάλλει και θα πρέπει να εξαφανιστεί ...." (Βλέπ. 5η έως 9η σελίδα κρινομένης εφέσεως).
Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα δεδομένου ότι: Α) έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2. Ειδικότερα από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "....ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Αυτό προκύπτει από τα παραστατικά της γερμανικής τράπεζας, τα οποία ζήτησα και έλαβα εγώ, με βάση ειδικό πληρεξούσιο που είχε κάνει σε μένα πλέον η μηνύτρια, ανακαλώντας από πληρεξούσιο της τον κατηγορούμενο, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν ανευρίσκετο για να μας πει πού είναι τα χρήματα. Ο κατηγορούμενος δεν μετέφερε τα χρήματα στον λογαριασμό της μηνύτριας, αλλά τα κράτησε ο ίδιος. Την πρώτη φορά που ρώτησα τον κατηγορούμενο τι έγιναν τα χρήματα, μου είπε ότι δεν έχει πάρει χρήματα. Μετά μου είπε ότι δεν έχει πάρει τόσα όσα του έλεγα και στο τέλος μου είπε ότι έχει πληρώσει με τα χρήματα που πήρε ορισμένα έξοδα της μηνύτριας, όπως την Εφορία, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τους. Δεν γνωρίζω γιατί η γερμανική τράπεζα παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα χρήματα που ζήτησε, αντί να προβεί, με εσωτερική τραπεζική εργασία, απευθείας στη μεταφορά τους στην ελληνική τράπεζα, όπως ακριβώς έλεγε και η εντολή στο πληρεξούσιο. Την τελευταία φορά που μίλησα με τον κατηγορούμενο μου είπε "μην μ' ενοχλείτε, δεν έχω κάνει τίποτα και να κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε". Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μένα παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στην μηνύτρια" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1. Επίσης από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρα Μ2 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) ".... ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Επειδή ο κατηγορούμενος δεν έλεγε στη μηνύτρια πού είχαν πάει τα χρήματα και ούτε είχαν μεταφερθεί τα χρήματα της από τη Γερμανία στην Ελλάδα, η μηνύτρια έκανε πληρεξούσιο τον σύζυγο μου, ο οποίος πήγε στη Γερμανία, έβαλε δικηγόρο και έμαθα από τη γερμανική τράπεζα για τις αναλήψεις που είχε κάνει ο κατηγορούμενος. Ο σύζυγος μου μετά από αυτά επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο για να μάθε τι έγινε με τα χρήματα, κι αυτός πότε του έλεγε ότι δεν τα πήρε και πότε δεν του απαντούσε καθόλου. Μια φορά τον πήρα κι εγώ τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι έγιναν τα χρήματα της μηνύτριας κι αυτός με έβρισε και νευριασμένος μου έκλεισε το τηλέφωνο. Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μας παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει όλο το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στη μηνύτρια. Η μηνύτρια αυτή τη στιγμή είναι 90 ετών και είναι σε αναπηρικό αμαξίδιο, λόγω των γηρατειών, δεν μπορεί να μετακινηθεί, αλλά είναι πολύ καλή η πνευματική της κατάσταση" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρα Μ2. Β) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με το από 8-12-2003 υπόμνημα του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, κατά την αρχικώς διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση (μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003), το οποίο υπόμνημα σημειωτέον υπογράφεται τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον συνήγορο του Ιωάννη Πέππα (A.M. 10.089) και κατά το οποίο αυτός (δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος) ρητώς ομολογεί ότι, εισέπραξε τα χρήματα. Ειδικότερα δε ο νυν εκκαλών - κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί τότε ότι (αντιγραφή κατά λέξη) ".... η ανάληψη των αναφερομένων στην μήνυση ποσών από την τράπεζα και τον υπ' αριθμ. ..... λογαριασμό της μηνύτριας, έγινε κατόπιν συναινέσεως και συμφωνίας της ιδίας, η οποία έδωσε εντολή στην τράπεζα, προκειμένου να αναλάβω τα φερόμενα ποσά για λογαριασμό μου. Η συναίνεση της είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη, δοθέντος ότι εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα εισπράξεως από την τράπεζα της χρημάτων, εκτός αν συναινούσε η ίδια και έδινε εντολή στην τράπεζα της, πράγμα το οποίο και έγινε. Η εκ των υστέρων μήνυση της σε βάρος μου, ότι δήθεν εγώ υπεξήρεσα χρήματα της, είναι απολύτως αναληθής και αποτελεί προϊόν πιέσεων, που ασκούν επάνω της το ζεύγος Μ1 και της συζύγου του Μ2. από τους οποίους εξαρτάται απόλυτα η μηνύτρια" (βλ. το από 8-12-2003 υπόμνημα του ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών).
Γ) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με την από 22-3-2005 επιστολή της τράπεζας HASPA του Αμβούργου, προς τον δικηγόρο της μηνύτριας, σύμφωνα με την οποία (αντιγραφή κατά ΛΕΞΗ) "....Αξιότιμε κύριε στην παραπάνω υπόθεση αναφερόμαστε στην επιστολή Σας από 08.02.2005 και Σας δηλώνουμε τα εξής: Όλες οι αναλήψεις σε μετρητά και δη σε συνολικό ύψος 36.000,- Ευρώ έγιναν από τον κύριο Χ1 με επίδειξη του αυθεντικού ειδικού πληρεξουσίου με αριθμό 3.587. Επίσης η μεταβίβαση του ποσού των 130.000, Ευρώ έγινε με εντολή του κυρίου Χ1. Το ποσό ορίσθη για τον τραπεζικό λογαριασμό ...... του κυρίου Χ1 στην Φεραινσμπανκ του Μοναχού. Σας επισυνάπτουμε τα ανάλογα παραστατικά σε φωτοτυπία. Ελπίζουμε με αυτές τις δηλώσεις μας να Σας έχουμε βοηθήσει.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Η Σπαρκασσε του Αμβούργου. Υπογραφές ...
Δ) Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους αρνήσεως της κατηγορίας που αναφέρονται τόσο στο από 25-10-2004 απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου, όσο και κατά την από 5-10-2004 απολογία του, ενώπιον της ανακρίτριας του 2ου τμήματος Αθηνών και που συνίστανται στο ότι: α) η υπογραφή στις σχετικές αποδείξεις που αφορούν στην ανάληψη των ποσών δεν είναι δική του, (χωρίς όμως να επεξηγεί πως βρέθηκε εκεί και χωρίς να κατονομάζει κάποιον ως πλαστογράφο, αλλά ούτε και ποιο άλλο άτομο, εκτός από αυτόν, που ήταν ο διορισμένος πληρεξούσιος, μπορεί να προέβη στις αναλήψεις), β)η εγκαλούσα έδωσε στην Γερμανική Τράπεζα στις 16-12-2002 εντολή να μεταφερθεί το χρηματικό ποσό των 130.000 ευρώ σε δικό του λογαριασμό σε άλλη Τράπεζα στο Μόναχο (δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο που να φέρει την υπογραφή της, ούτε εξάλλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα έδινε η ίδια τέτοια εντολή σε αυτόν, δηλ. να αναλάβει και καταθέσει στο όνομα του ένα τόσο μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό, έστω και για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων και της αμοιβής του, το ύψος των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση επακριβώς και με λεπτομέρειες να αναλύσει και προσδιορίσει), αποτελούν άρνηση της κατηγορίας και ουδόλως δύνανται να κλονίσουν τις επαρκείς ενδείξεις ενοχής που υφίστανται κατά του κατηγορουμένου.
Τέλος, όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διαταχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο προσφεύγων κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης (βλ. 8η και 9η σελίδα κρινομένης αιτήσεως), πρέπει να λεχθεί ότι: Τα υπάρχοντα στην δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω θεωρούνται, κατά την κρίση μας, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ., επαρκή για να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινομένης υποθέσεως.
Κατά τα λοιπά δε νομικά και πραγματικά περιστατικά της κρινομένης υποθέσεως αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του με αριθμό 2788/2005 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον η οποιαδήποτε παραπομπή σ' αυτά (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά ή την νομική αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών του κατηγορουμένου), θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη της λεπτομερέστατης αιτιολογίας του εκκαλουμένου βουλεύματος. Από όλα τα παραπάνω (πραγματικά και νομικά περιστατικά), σαφέστατα συνάγεται ότι, οι υπάρχουσες ενδείξεις κατά του προσφεύγοντος -κατηγορουμένου είναι επαρκείς (εγγίζουν σχεδόν τα όρια της πλήρους βεβαιότητας, για το ότι τέλεσε την πράξη της υπεξαίρεσης που του αποδίδεται) και επιβάλουν την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ'_ ύλη και κατά τόπο Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου το δικαστήριο να υποβάλει στη δοκιμασία της επ' ακροατηρίου διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται οι ενδείξεις. Σημειωτέον δε ότι, οι πράξεις αυτές του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, όπως αυτές περιγράφηκαν παραπάνω, θεμελιώνουν τόσο την αντικειμενική, όσο και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η συνολική αξία του οποίου υπερβαίνει τις 25.000.000 δραχμές ή 73.000 ευρώ. Σημειωτέον δε ότι, η πράξη αυτή προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 1, 12, 14, 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 375 παρ. 1 εδάφ. γ - β Π.Κ., όπως το εδάφ. γ' προστέθηκε με το άρθρο 14 παραγρ. 3α Ν. 2721/1999.
Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο με αριθμό 2788/2005 βούλευμα του, αποφάνθηκε με τις ίδιες παραδοχές την παραπομπή του εκκαλούντος -κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, διότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον του, δεν έσφαλε αλλά προέβη σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Επομένως η από 7-11-2005 έφεση του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ...... κατά του με αριθμό 2788/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία και κατ' εφαρμογή του άρθρου 319 § 3 ΚΠΔ πρέπει να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα.
Με βάση όλα αυτά τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της παραπάνω αξιόποινης πράξεως της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 2788/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14,26 παρ. 1, 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 και 2 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες θεμελίωσε την κρίση του περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων ενοχής για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) Σαφώς προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία μάλιστα προσδιορίζει κατά το είδος τους. Το γεγονός ότι αναφέρεται ειδικά στην από 22-3-2005 επιστολή της Τράπεζας HASPA, καθώς και στις καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 Μ2 και Μ3 δεν σημαίνει ότι δεν έλαβε υπόψη του τα άλλα αποδεικτικά μέσα και ιδιαίτερα εκείνα που προσκομίσθηκαν από τον αναιρεσείοντα. β) το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με ειδικές σκέψεις απάντησε και απέρριψε τον αρνητικό της κατηγορίας (και όχι αυτοτελή, όπως υποστηρίζει) ισχυρισμό του αναιρεσείοντα ότι η μηνύτρια με δική της αποκλειστικά θέληση και επιθυμία έδωσε εντολή στην Τράπεζά της να εμβασθούν στον δικό του τραπεζικό λογαριασμό 130.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, ο εν λόγω ισχυρισμός του αναιρεσείοντα "δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο που να φέρει την υπογραφή της, ούτε εξάλλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα έδινε η ίδια τέτοια εντολή σε αυτόν, δηλαδή να αναλάβει και να καταθέσει στο όνομά του ένα τόσο μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό, έστω και για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων και της αμοιβής του, το ύψος των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση επακριβώς και με λεπτομέρειες να αναλύσει και προσδιορίσει". Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα που προβάλλονται στα πλαίσια του παραπάνω λόγου αναιρέσεως, με τις οποίες επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου.
4. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια, σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο (ΑΠ 1421/2005, ΑΠ 511/2005 Ποιν. Λογ. 2005, σελ. 475, ΑΠ 1642/2003 ΠΧ ΝΔ 604, ΑΠ 1158/2001 ΠΧ ΝΒ' 414). Κατ' ακολουθίαν ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το αίτημα του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως, προκειμένου: α) να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί των υπογραφών των παραστατικών αναλήψεως, β) να προσκομισθούν, μέσω δικαστικής συνδρομής, βεβαιώσεις από την Τράπεζα της Γερμανίας και γ) να κληθεί να δώσει κατάθεση ενώπιον του Ανακριτή η μηνύτρια, η οποία δεν είχε εμφανισθεί σε κανένα στάδιο της προανακρίσεως και της ανακρίσεως, προκειμένου να εξετασθεί κατ' αντιπαράσταση μαζί του, είναι αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο, με την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, που παραθέτει, πλήρως αιτιολογεί την κρίση του για τη συνδρομή σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού για την πράξη που του αποδίδεται. Ανεξάρτητα όμως από αυτά το Συμβούλιο με σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημα αυτό του αναιρεσείοντα, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του, "'Οσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διεξαχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης, πρέπει να λεχθεί ότι τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούνται ως επαρκή για να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινόμενης υποθέσεως".
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 80/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 , κατά του υπ'αριθ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 4 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά. Η κατά τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιούμενη με τον τρόπο αυτό αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιας δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του έβδομου πρωτοκόλλου της ίδιας πιο πάνω Σύμβασης, που υπογράφτηκε στο Στρασβούργο στις 21-11-1984 και κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που δικάζεται για εγκληματική ενέργεια να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο δικαιοδοτικό όργανο, ώστε να κριθεί από εμπειρότερους δικαστές του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή δικαστικού συμβουλίου, αφού στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση ή την προανάκριση. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχεται στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 868/2006 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεις ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας και υπομνημάτων του κατηγορουμένου), ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ".....Με μήνυση (Α.Β.Μ. Β-2003/3004) που καταθέτει την 25-7-2003 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών η μηνύτρια χήρα Θ1 υποστηρίζει ότι: Κατά το έτος 2001 που απεβίωσε στο Αμβούργο της Γερμανίας ο αδερφός της ...... ανέθεσε στον κατηγορούμενο Χ1 να μεταβεί στην Γερμανία για να διαπιστώσει εάν τα κληρονομιαία στοιχεία (ακίνητο και μετρητά) που κληρονόμησε από αυτόν είχαν μεταφερθεί στο όνομα της. Για τον σκοπό αυτό του υπέγραψε δύο πληρεξούσια και ειδικότερα: α) το με αριθμό ...... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου με το οποίο αυτή ανακαλούσε όλες τις σχετικές εντολές που είχε δώσει προς τον ...... με το από 5-7-2001 πληρεξούσιό της που συντάχθηκε σε συμβολαιογράφο του Αμβούργου και β) το με αριθμό ...... πληρεξούσιο της παραπάνω συμβολαιογράφου με το οποίο παρέσχε τις εντολές προς τον κατηγορούμενο, που ειδικότερα αναφέρονταν σ' αυτό, μεταξύ των οποίων και αυτή υπό στοιχ. 3, που περιελάμβανε την μεταφορά των χρημάτων της που προέρχονταν από την κληρονομιά του αδερφού της από τους λογαριασμούς της στη Γερμανία στον υπ' αριθμό ....... που τηρούσε η ίδια στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην ...... Ειδικότερα δε, ως προς τα χρήματα η μηνύτρια εξουσιοδότησε τον κατηγορούμενο (αντιγραφή κατά λέξη) "... να ενεργήσει οτιδήποτε χρειάζεται ενώπιον κάθε δημόσιας αρχής, Τράπεζας, εφορίας κλπ προκειμένου να μεταφερθούν από λογαριασμούς της Γερμανίας τα χρήματα που δικαιούται η εντολέας από την κληρονομιά του αδερφού της, στον υπ' αριθμό ...... τραπεζικό λογαριασμό της που διατηρεί στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος υποκατάστημα ...." (βλ. 2η σελίδα του με αριθμό ...... πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου). Ο κατηγορούμενος μετέβη πράγματι στην Γερμανία, προέβη σε ανάληψη διακοσίων εξήντα έξι χιλιάδων (266.000) ευρώ, ποσό το οποίο κατά την κοινή πείρα θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο όμως αντί να καταθέσει στον με αριθμό .... τραπεζικό λογαριασμό της μηνύτριας, όπως οριζόταν στο παραπάνω με αριθμό ........ πληρεξούσιο το κράτησε για τον εαυτό του και αρνήθηκε να το επιστρέψει προς την μηνύτρια παρά τις σχετικές προς αυτόν οχλήσεις. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 21-11-2002 μέχρι την 16-12-2002 και δη στις 21-11-2002, 27-11-2002, 12-12-2002, 13-12-2002 και 16-12-2002, ενεργώντας αντίθετα προς την σχετική πληρεξουσιότητα και εντολή της μηνύτριας, χωρίς δικαίωμα ενήργησε αναλήψεις από τον υπ' αριθμ. ........ τραπεζικό λογαριασμό της που τηρούσε σε Γερμανική Τράπεζα στο Αμβούργο, χρηματικών ποσών που ανέρχονταν σε 10.000, 15.000, 45.000, 6.000, 60.000 και 130.000 ευρώ αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 266.000 ευρώ, ποσό το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Το ότι πράγματι έκανε τις παραπάνω αναλήψεις από την Γερμανική Τράπεζα ο κατηγορούμενος επιβεβαιώνεται από τις σχετικές αποδείξεις αναλήψεως των παραπάνω ποσών που επισυνάπτονται στα έγγραφα της δικογραφίας, (βλ. σχετ. τις ξενόγλωσσες στη γερμανική και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα αποδείξεις στην δικογραφία), που φέρουν μάλιστα την υπογραφή του. Τα παραπάνω χρηματικά ποσά που ανέλαβε ο κατηγορούμενος, εκτός από το ποσό των 10.000 ευρώ που της απέδωσε τμηματικά από τα μέσα Ιανουαρίου 2003 μέχρι την 20-2-2003, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα (αφού ενήργησε αντίθετα προς την παρασχεθείσα προς αυτόν εντολή της εγκαλούσας που ήταν να μεταφερθούν στο δικό της τραπεζικό λογαριασμό σύμφωνα με το υπ' αριθμ. ...... πληρεξούσιο) και τα ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία αρνούμενος την απόδοση αυτών παρά τις επανειλημμένες προς αυτόν οχλήσεις και διαμαρτυρίες, εκδηλώνοντας την πρόθεσή του προς τούτο με το με ημερομηνία 5-3-2003 εξώδικο που απέστειλε προς την ανωτέρω εγκαλούσα την 11-3-2003. Η ημέρα αυτή (11-3-2003) της επιδόσεως του παραπάνω εξωδίκου, πρέπει να θεωρηθεί και ως χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, αφού τότε εκδήλωσε ο κατηγορούμενος την δόλια προαίρεσή του να ενσωματώσει στη δική του περιουσία το επίδικο χρηματικό ποσό των 256.000 ευρώ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος υποστηρίζει (στην κρινομένη έφεση του) ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσε. Ειδικότερα ο εκκαλών υποστηρίζει (αντιγραφή κατά λέξη) ότι, "... εσφαλμένα το εκκαλούμενο βούλευμα δέχθηκε ότι ο εκκαλών προέβη σε αναλήψεις χρημάτων και δη ανέλαβε από την τράπεζα του Αμβούργου και του λογαριασμού της μηνύτριας στις 21-11-2002 15.000 ευρώ, στις 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ και στις 16-12-02 130.000 ευρώ, δυνάμει του υπ αριθμ. ...... ειδικού πληρεξουσίου της συμβ/φου Αθηνών Αντ/φνίας Τουτουδάκη - Λάμπρου, ενώ, εάν έκρινε σωστά τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους δικούς του ισχυρισμούς, αλλά και τις εντολές που έδινε η μηνύτρια στον εκκαλούντα με το πιο πάνω πληρεξούσιο, θα διαπίστωνε ότι ουδεμία εντολή αναλήψεως χρημάτων συνίστατο σε αυτό και συνακόλουθα ο εκκαλών με βάση το εν λόγω πληρεξούσιο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναλάβει χρήματα από τον λογαριασμό της μηνύτριας, ο δε μόνος τρόπος αναλήψεως χρημάτων ήτο μόνο κατ' εντολή της μηνύτριας προς την Τράπεζά της, γεγονός το οποίο πιστοποιεί και η Τράπεζα με την προαναφερθείσα αριθμ. ....... επιστολή της και θα ήγετο σε εντελώς διάφορη κρίση απαλλάσσοντας τον από οποιαδήποτε κατηγορία ... Διότι εσφαλμένα το πληττόμενο δια της παρούσης βούλευμα δέχθηκε αβασάνιστα ότι ο εκκαλών ανέλαβε την 21-11-2002 15.000 ευρώ στις, 27-11-2002, 45.000 ευρώ, στις 12-12-2002, 6.000 ευρώ, στις 13-12-2002, 60.000 ευρώ, ενώ εάν ήλεγχε όλο το ανακριτικό υλικό και ειδικότερα την από 21-11-2002 βεβαίωση της Τράπεζας - ημέρα που μάλιστα που κατηγορείται ότι ανέλαβε 15.000 ευρώ - θα διαπίστωνε ότι από τις 19-8-2002 το υπόλοιπο του λογαριασμού ανήρχετο σε 1439,68 ευρώ. Επίσης, αν ήλεγχε το ανακριτικό υλικό, θα διαπίστωνε ότι καμία κατάθεση δεν έγινε στον συγκεκριμένο λογαριασμό μέχρι την 15-12-2002, που κατετέθη το ποσό των 323.000 ευρώ, που προήρχετο από την πώληση του ακινήτου από τον προηγούμενο πληρεξούσιο της μηνύτριας και η ημερομηνία καταβολής του εν λόγω ποσού προέκυπτε από το σχετικό συμβόλαιο, το οποίο ο εκκαλών έχει προσκομίσει κατά την ανάκριση. Με βάση τα παραπάνω, η πιθανότερη εκδοχή για τον εκκαλούντα είναι ότι αυτά τα παραστατικά αναλήψεως χρημάτων εκδόθηκαν μετά την 15η Δεκεμβρίου, αφού κατά την ημέρα αυτή κατετέθησαν τα 323.000 ευρώ, ετέθησαν δε επ' αυτών διαφορετικές ημερομηνίες, είτε από τους τραπεζικούς υπαλλήλους, είτε από τον τότε πληρεξούσιο της μηνύτριας κ. Μ1, πλαστογραφώντας την υπογραφή του για να ενοχοποιήσουν τον ίδιο από προηγούμενες δήθεν αναλήψεις από λογαριασμό που είχε υπόλοιπο 1439,68 ευρώ. Κρίναν όμως διαφορετικά το πληττόμενο βούλευμα και δεχθέν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21-11 μέχρι 13-12-2002 ο εκκαλών ανέλαβε από την πιο πάνω Τράπεζα το ποσό των 126.000 ευρώ και χωρίς να λάβει υπόψη του την έλλειψη υπολοίπου στο λογαριασμό της μηνύτριας, με βάση την ως άνω βεβαίωση της Τράπεζας, έχει καταφανώς σφάλλει και θα πρέπει να εξαφανιστεί ...." (βλ. 5η έως 9η σελίδα κρινομένης εφέσεως). Οι παραπάνω όμως ισχυρισμοί του κατηγορουμένου ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα δεδομένου ότι: Α) έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2 Ειδικότερα από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) "....ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Αυτό προκύπτει από τα παραστατικά της γερμανικής τράπεζας, τα οποία ζήτησα και έλαβα εγώ, με βάση ειδικό πληρεξούσιο που είχε κάνει σε μένα πλέον η μηνύτρια, ανακαλώντας από πληρεξούσιό της τον κατηγορούμενο, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν ανευρίσκετο για να μας πει πού είναι τα χρήματα. Ο κατηγορούμενος δεν μετέφερε τα χρήματα στον λογαριασμό της μηνύτριας, αλλά τα κράτησε ο ίδιος. Την πρώτη φορά που ρώτησα τον κατηγορούμενο τι έγιναν τα χρήματα, μου είπε ότι δεν έχει πάρει χρήματα. Μετά μου είπε ότι δεν έχει πάρει τόσα όσα του έλεγα και στο τέλος μου είπε ότι έχει πληρώσει με τα χρήματα που πήρε ορισμένα έξοδα της μηνύτριας, όπως την Εφορία, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τους. Δεν γνωρίζω γιατί η γερμανική τράπεζα παρέδωσε στον κατηγορούμενο τα χρήματα που ζήτησε, αντί να προβεί, με εσωτερική τραπεζική εργασία, απευθείας στη μεταφορά τους στην ελληνική τράπεζα, όπως ακριβώς έλεγε και η εντολή στο πληρεξούσιο. Την τελευταία φορά που μίλησα με τον κατηγορούμενο μου είπε "μην μ' ενοχλείτε, δεν έχω κάνει τίποτα και να κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε". Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μένα παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στην μηνύτρια" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση του μάρτυρα Μ1. Επίσης, από την με ημερομηνία 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρα Μ2 σαφέστατα προκύπτει ότι, (αντιγραφή κατά λέξη) ".... ο κατηγορούμενος ανέλαβε τμηματικά το ποσό των 266.000 ευρώ. Επειδή ο κατηγορούμενος δεν έλεγε στη μηνύτρια πού είχαν πάει τα χρήματα και ούτε είχαν μεταφερθεί τα χρήματά της από τη Γερμανία στην Ελλάδα, η μηνύτρια έκανε πληρεξούσιο τον σύζυγό μου, ο οποίος πήγε στη Γερμανία, έβαλε δικηγόρο και έμαθα από τη γερμανική τράπεζα για τις αναλήψεις που είχε κάνει ο κατηγορούμενος. Ο σύζυγος μου, μετά από αυτά, επικοινώνησε με τον κατηγορούμενο για να μάθει τι έγινε με τα χρήματα, κι αυτός πότε του έλεγε ότι δεν τα πήρε και πότε δεν του απαντούσε καθόλου. Μια φορά τον πήρα κι εγώ τηλέφωνο να τον ρωτήσω τι έγιναν τα χρήματα της μηνύτριας κι αυτός με έβρισε και νευριασμένος μου έκλεισε το τηλέφωνο. Η μηνύτρια δεν είχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο ούτε υπήρχε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την παρακράτηση από αυτόν του ανωτέρω ποσού. Ο κατηγορούμενος δεν παρέδωσε ποτέ στη μηνύτρια ούτε σε μας παραστατικά που να δείχνουν έξοδα που έκανε αυτός για λογαριασμό της μηνύτριας, ώστε να πρέπει να λάβει όλο το ανωτέρω ποσό ή μέρος αυτού. Μέχρι τώρα ο κατηγορούμενος δεν έχει αποδώσει τα χρήματά της στη μηνύτρια. Η μηνύτρια αυτή τη στιγμή είναι 90 ετών και είναι σε αναπηρικό αμαξίδιο, λόγω των γηρατειών, δεν μπορεί να μετακινηθεί, αλλά είναι πολύ καλή η πνευματική της κατάσταση" (βλ. την από 28-9-2004 ένορκη ανακριτική κατάθεση της μάρτυρος Μ2). Β) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με το από 8-12-2003 υπόμνημα του εκκαλούντος-κατηγορουμένου ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών, κατά την αρχικώς διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση (μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003), το οποίο υπόμνημα σημειωτέον υπογράφεται τόσο από τον ίδιο, όσο και από τον συνήγορό του Ιωάννη Πέππα (Α.Μ. 10.089) και κατά το οποίο αυτός (δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος) ρητώς ομολογεί ότι εισέπραξε τα χρήματα. Ειδικότερα δε, ο νυν εκκαλών - κατηγορούμενος είχε αποδεχθεί τότε ότι (αντιγραφή κατά λέξη) ".... η ανάληψη των αναφερομένων στην μήνυση ποσών από την τράπεζα και τον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της μηνύτριας, έγινε κατόπιν συναινέσεως και συμφωνίας της ιδίας, η οποία έδωσε εντολή στην τράπεζα, προκειμένου να αναλάβω τα φερόμενα ποσά για λογαριασμό μου. Η συναίνεσή της είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη, δοθέντος ότι εγώ δεν είχα καμία δυνατότητα εισπράξεως από την τράπεζα της χρημάτων, εκτός αν συναινούσε η ίδια και έδινε εντολή στην τράπεζά της, πράγμα το οποίο και έγινε. Η εκ των υστέρων μήνυσή της σε βάρος μου, ότι δήθεν εγώ υπεξήρεσα χρήματά της, είναι απολύτως αναληθής και αποτελεί προϊόν πιέσεων, που ασκούν επάνω της το ζεύγος Μ1 και της συζύγου του Μ2 από τους οποίους εξαρτάται απόλυτα η μηνύτρια" (βλ. το από 8-12-2003 υπόμνημά του ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών). Γ) Έρχονται (ενν. οι αναφερόμενοι λόγοι εφέσεως) σε πλήρη αντίθεση με την από 22-3-2005 επιστολή της τράπεζας ΗΑSΡΑ του Αμβούργου, προς τον δικηγόρο της μηνύτριας, σύμφωνα με την οποία (αντιγραφή κατά λέξη) "Αξιότιμε κύριε, στην παραπάνω υπόθεση αναφερόμαστε στην επιστολή Σας από 08.02.2005 και Σας δηλώνουμε τα εξής: Όλες οι αναλήψεις σε μετρητά και δη σε συνολικό ύψος 36.000, - ευρώ έγιναν από τον κύριο Χ1 με επίδειξη του αυθεντικού ειδικού πληρεξουσίου με αριθμό 3.587. Επίσης η μεταβίβαση του ποσού των 130.000 ευρώ έγινε με εντολή του κυρίου Χ1. Το ποσό ορίσθη για τον τραπεζικό λογαριασμό ...... του κυρίου Χ1 στην Φέραινσμπανκ του Μονάχου. Σας επισυνάπτουμε τα ανάλογα παραστατικά σε φωτοτυπία. Ελπίζουμε με αυτές τις δηλώσεις μας να Σας έχουμε βοηθήσει.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Η Σπαρκασσε του Αμβούργου. Υπογραφές ...
Δ) Όσον αφορά τους λοιπούς λόγους αρνήσεως της κατηγορίας που αναφέρονται τόσο στο από 25-10-2004 απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου, όσο και κατά την από 5-10-2004 απολογία του, ενώπιον της ανακρίτριας του 2ου τμήματος Αθηνών και που συνίστανται στο ότι: α) η υπογραφή στις σχετικές αποδείξεις που αφορούν στην ανάληψη των ποσών δεν είναι δική του, (χωρίς όμως να επεξηγεί πώς βρέθηκε εκεί και χωρίς να κατονομάζει κάποιον ως πλαστογράφο, αλλά ούτε και ποιο άλλο άτομο, εκτός από αυτόν, που ήταν ο διορισμένος πληρεξούσιος, μπορεί να προέβη στις αναλήψεις), β) η εγκαλούσα έδωσε στην Γερμανική Τράπεζα στις 16-12-2002 εντολή να μεταφερθεί το χρηματικό ποσό των 130.000 ευρώ σε δικό του λογαριασμό σε άλλη Τράπεζα στο Μόναχο (δεν επιβεβαιώνεται από κανένα έγγραφο που να φέρει την υπογραφή της, ούτε εξάλλου προκύπτει ο λόγος για τον οποίο θα έδινε η ίδια τέτοια εντολή σε αυτόν, δηλ. να αναλάβει και καταθέσει στο όνομά του ένα τόσο μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό, έστω και για την κάλυψη των προσωπικών του εξόδων και της αμοιβής του, το ύψος των οποίων ο κατηγορούμενος δεν είναι σε θέση επακριβώς και με λεπτομέρειες να αναλύσει και προσδιορίσει), αποτελούν άρνηση της κατηγορίας και ουδόλως δύνανται να κλονίσουν τις επαρκείς ενδείξεις ενοχής που υφίστανται κατά του κατηγορουμένου. Τέλος, όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διαταχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο προσφεύγων κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης (βλ. 8η και 9η σελίδα κρινομένης αιτήσεως), πρέπει να λεχθεί ότι: Τα υπάρχοντα στην δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αυτά αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούνται, κατά την κρίση μας, όπως αυτή διαμορφώνεται κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ., επαρκή για να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινομένης υποθέσεως. Κατά τα λοιπά δε νομικά και πραγματικά περιστατικά της κρινομένης υποθέσεως αναφερόμαστε εξ ολοκλήρου στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του με αριθμό 2788/2005 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, καθόσον η οποιαδήποτε παραπομπή σ' αυτά (δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά ή την νομική αξιολόγηση των λοιπών ισχυρισμών του κατηγορουμένου), θα κατέληγε αναπόφευκτα σε άσκοπη και ανεπίτρεπτη επανάληψη της λεπτομερέστατης αιτιολογίας του εκκαλουμένου βουλεύματος". Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας η οποία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ.1 εδαφ. β-γ του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι το συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα και ότι επιλεκτικά μόνον αξιολόγησε μερικά από αυτά, είναι αβάσιμη. Στο προοίμιο της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποία το συμβούλιο παραπέμπει, γίνεται κατ' είδος μνεία των αποδεικτικών μέσων τα οποία λήφθηκαν υπόψη. Το γεγονός ότι στο σκεπτικό του βουλεύματος αναφέρονται ειδικώς οι καταθέσεις των μαρτύρων Μ1 και Μ2 τούτο γίνεται για την πληρέστερη αιτιολόγηση της απόκρουσης των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του κατηγορουμένου, χωρίς εκ τούτου να συνάγεται ότι δεν λήφθηκαν ουσιαστικά υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν οι λοιπές μαρτυρικές καταθέσεις και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, προς αντίκρουση των ισχυρισμών του κατηγορουμένου, το βούλευμα ειδικώς αναφέρεται στην μνημονευόμενη στην έφεσή του από 21-11-2002 βεβαίωση της Γερμανικής Τράπεζας HASPA, στην με στοιχεία ....... επιστολή της ίδιας Τράπεζας και την από 16-12-2002 εντολή εμβάσματος της Τράπεζας και εξηγεί για ποιους λόγους δεν δέχεται το περιεχόμενο των παραπάνω εγγράφων. Η αιτίαση ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ότι κατ' εντολή της μηνύτριας κατατέθηκε ποσό 130.000 ευρώ σε δικό του προσωπικό λογαριασμό, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί πλήττει την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου.
Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ'Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα, ακόμη και τα παρεμπίπτοντα και εκείνα των οποίων η έκδοση αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 παρ.1, 309 παρ.1 εδ. δ', 312, 316 παρ.2 318 και 319 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπλήρωσης της ανακρίσεως και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου, η οποία κατά τούτο δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο Σε περίπτωση, όμως, απορρίψεως αιτήματος το οποίο ορισμένως και παραδεκτώς υποβάλλεται από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως, προκειμένου να ενεργηθεί συγκεκριμένη ανακριτική πράξη η οποία άμεσα σχετίζεται με την κατηγορία, το συμβούλιο οφείλει να διαλάβει στο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απορριπτική του κρίση. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε σιωπηρώς και χωρίς αιτιολογία το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως προκειμένου α) να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη επί των υπογραφών των παραστατικών αναλήψεων β) να προσκομισθούν, μέσω δικαστικής συνδρομής, βεβαιώσεις από την Τράπεζα της Γερμανίας και γ) να κληθεί να καταθέσει στον ανακριτή η μηνύτρια, η οποία δεν είχε εμφανισθεί σε κανένα στάδιο της προανακρίσεως και της ανακρίσεως, προκειμένου να εξετασθεί κατ' αντιπαράσταση μαζί του. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Το συμβούλιο όχι μόνον εμμέσως με την κρίση του για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων παραπομπής του κατηγορουμένου απορρίπτει το αίτημα αυτού, αλλά και με ρητή, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίπτει το αίτημα, δεχόμενο "... όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στην έφεση αίτημα να διεξαχθεί συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ουδεμία σχέση έχει ο κατηγορούμενος με το αδίκημα της υπεξαίρεσης, πρέπει να λεχθεί ότι τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω, θεωρούνται ως επαρκή για να σχηματισθεί πλήρης δικανική πεποίθηση περί της κρινόμενης υποθέσεως... ".
Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, επιβληθούν δε στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 868/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ