Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1319 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο αποφαίνεται ότι κατά των κατηγορουμένων δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για απόπειρα εκβιάσεως. Απόρριψη αναιρέσεως Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών.





Αριθμός 1319/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί αναιρέσεως του 1567/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον χ1.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Εφετείου Αθηνών ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 191/12.09.2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Μαρίας Θεοτοκά και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1579/2007.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού, με αριθμό 47/04.02.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 12-9-2007 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, κατά του υπ'αριθμ. 1567/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του ψ1, ως πολιτικώς ενάγοντος, κατά του υπ' αριθμ. 1365/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη το τελευταίο, αποφαινόμενο να μη γίνη κατηγορία κατά των χ1, δι'απόπερια εκβιάσεως, φερομένη ως τελεσθείσα στην Αθήνα, υπό μεν του πρώτου κατά το από 26-4-2004 έως και 26-5-2004 χρονικό διάστημα, υπό δε του δευτέρου κατά το από 29-4-2004 μέχρι και 25-5-2004 χρονικό διάστημα. Προβάλλει δε ο αναιρεσείων, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ.).
Επειδή, από το άρθρο 385 § 1 στοιχ. α' του Π.Κ. προκύπτει ότι δια την συγκρότηση του εγκλήματος της εκβιάσεως εις βαθμό κακουργήματος απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου εις πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, ικανές να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος δεν αποτελεί αντικείμενο νομίμου απαιτήσεως, καθώς επίσης και όταν στην συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νομίμου απαιτήσεως εφαρμογή του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, παρουσιαζομένη ως άξια μομφής. Αν ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται δια εκβίαση τιμωρουμένη, σύμφωνα με την διάταξη του στοιχ. γ' του ιδίου ως άνω άρθρου, εις βαθμό πλημμελήματος. Και αν δεν επέλθη το σκοπούμενο αποτέλεσμα του εξαναγκασμού σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή του απειλουμένου, ή ζημία στην περιουσία αυτού ή άλλου, υπάρχει απόπειρα εκβιάσεως (ΑΠ 1731/1999, εις ΠΧ/Ν'/797, ΑΠ 1886/2005, ΑΠ 1983/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ/523, 532, αντίστοιχ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με ολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα, εδέχθη ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ο εκκαλών-μηνυτής ψ1 τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση που αναλαμβάνει την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Στα πλαίσια του επιχειρηματικού του σκοπού ανέλαβε ως ανάδοχος το έργο "κατασκευή χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης" του Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων (Ο.Ν.Α), τμήμα δε του έργου αυτού ανέθεσε, ο εκκαλών, στην εταιρεία συμφερόντων του κατηγορουμένου χ1, (πολιτικού μηχανικού, ειδικευμένου σε κατασκευές αθλητικών εγκαταστάσεων), με την επωνυμία "....... ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος. Συγκεκριμένα, δυνάμει της από ..... σύμβασης, ανατέθηκε στην εταιρεία αυτή η προμήθεια όλων των απαραίτητων υλικών και μικροϋλικών και η κατασκευή, του συνθετικού χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης. Ο προϋπολογισμός για την κατασκευή του εν λόγω τμήματος του έργου ανερχόταν στο ποσό των 315.882 ευρώ, το οποίο ο εκκαλών εξόφλησε πλήρως, λαμβάνοντας την από ...... εξοφλητική απόδειξη, αφού προηγουμένως η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, χ1, παρέδωσε εμπρόθεσμα το αναληφθέν έργο σ' αυτόν. Ο εκκαλών διατείνεται με την έγκληση του ότι, παρότι είχε πλήρως εξοφληθεί η ως άνω εταιρεία του πρώτου κατηγορουμένου, αυτός με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να τον εξαναγκάσει να του καταβάλει χρηματικό ποσό από 20.000 ευρώ έως 58.694,06 ευρώ, χρησιμοποιώντας προς τον σκοπό αυτό απειλές ενωμένες με κίνδυνο σώματος ή ζωής. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 26 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 26 Μάιου 2004 επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα), εγείροντας πρόσθετες, αβάσιμες, αξιώσεις για την καταβολή και άλλων ποσών στην εταιρία του με τη μορφή εργολαβικού ανταλλάγματος. Και συγκεκριμένα στις 26-4-2004 διεμήνυσε σ' αυτόν τηλεφωνικά, ότι οφείλει στην εταιρία του, (ο εκκαλών) το ποσό των 20.000 ευρώ, και εάν δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, υπήρχαν και άλλοι τρόποι που θα κόστιζαν σ' αυτόν πολύ περισσότερο. Στη συνέχεια, περίπου στο τέλος του πρώτου δεκαημέρου του Μαΐου του 2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι η οφειλή του ανερχόταν πλέον στο ποσό των 30.000 ευρώ. Στις 24-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ2 ότι είχε εκχωρήσει σε τρίτους την είσπραξη του υπολοίπου του λογαριασμού και θα το ζητούσαν πλέον αυτοί από τον εκκαλούντα, υπονοώντας ότι οι τρίτοι αυτοί ήταν άνθρωποι του υποκόσμου που θα επιχειρούσαν να εισπράξουν τα χρήματα από αυτόν με τη βία . Στις 26-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο εκκαλών θα ήταν χαζός εάν νόμιζε ότι θα άφηνε το ποσό των 20.000.000 δραχμών (58.694,06 ευρώ) να μην το κυνηγήσει, ότι ήταν ακόμη ευγενής όσο γινόταν να είναι, ότι κάπου θα πετύχαινε τον εκκαλούντα, που κρυβόταν, δεν είχε το θάρρος να του μιλήσει, δεν είχε το θάρρος να φορέσει παντελόνια αλλά φορούσε φούστα και ότι κάποια στιγμή θα βρισκόταν μπροστά του, αφού θα κανόνιζε ο ίδιος να βρεθεί μπροστά του . Επίσης ισχυρίζεται, ο εκκαλών, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 25 Μαΐου 2004, επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα) και επιχείρησε να τον εξαναγκάσει, με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής του, να καταβάλλει, στην προαναφερόμενη εταιρία, του πρώτου κατηγορούμενου, το ποσό, αρχικά των 20.000 ευρώ, στη συνέχεια των 30.000 ευρώ και, τέλος, των 58.694,06 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 29-4-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1, ότι εάν δεν κατέβαλε ο εκκαλών στο συγκατηγορούμενο του, το ποσό των 20.000 ευρώ που του όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του, οι εργάτες του θα προέβαιναν σε καταγγελία του εγκαλούντος στο Ι.Κ.Α. για τα ένσημα. Στις 25-5-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο αυτός (ο εκκαλών) δεν ήταν άνδρας, ότι εάν δεν κατέβαλε στο συγκατηγορούμενο του τα χρήματα που του όφειλε θα μετέβαινε στο γραφείο του και θα έκανε φασαρία, θα χτυπούσε τα γραφεία, θα έβριζε και θα παρότρυνε τους εργάτες να καταγγείλουν τον εγκαλούντα στο Ι.Κ.Α. Οι κατηγορούμενοι τελικά δεν πέτυχαν το σκοπό τους, διότι αυτός δεν ενέδωσε στις αξιώσεις τους και δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ο πρώτος κατηγορούμενος, στο από 02-11-2005 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του Ανακριτή, αρνείται τις ως άνω κατηγορίες, εκθέτει δε ότι δεν προέβαλε περαιτέρω οικονομικές αξιώσεις, αφού δεν υπάρχει ουδεμία οικονομική εκκρεμότητα με τον μηνυτή, λόγω του ότι έχει πλήρως εξοφληθεί από αυτόν, για το εκτελεσθέν έργο. Ο δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε επικοινώνησε με τον εκκαλούντα ή τους συνεργάτες του, ούτε τους γνωρίζει. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο εκκαλών τον συμπεριέλαβε στην έγκληση του επειδή πήγε σαν μάρτυρας κατηγορίας στην έγκληση που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εκκαλούντα. Οι μάρτυρες που πρότεινε ο εκκαλών να εξεταστούν επιβεβαίωσαν ότι οι κατηγορούμενοι επικοινώνησαν επανειλημμένα με το γραφείο του εκκαλούντα και ζητούσαν να καταβληθούν τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ανωτέρω αλλά δεν επιβεβαιώνουν τις απειλές για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του εκκαλούντα. Αναφέρουν ότι ο μεν πρώτος ζητούσε τα χρήματα επίμονα και έβριζε τον εκκαλούντα, διαμηνύοντας του ότι αν δεν καταβάλλει τα χρήματα θα στείλει τους εργάτες του, να τους πληρώσει ο εκκαλών, γιατί αυτός δεν είχε χρήματα, αφού δεν τον πλήρωνε, και ο δεύτερος ότι ζητούσε να καταβληθούν τα χρήματα στον πρώτο, άλλως θα στείλει τους εργάτες να κάνουν καταγγελία στο ΙΚΑ για τα ένσημα ,σε βάρος του εκκαλούντα, και θα έλθει στο γραφείο του εκκαλούντα και θα κτυπάει τα έπιπλα. Εκτός από αυτά η γ2 αναφέρει ότι την 24-5-2004 ο πρώτος κατηγορούμενος της ζήτησε να μεταφέρει στον εκκαλούντα ότι " επειδή αυτός θα λείπει από αύριο εκτός Αθηνών το υπόλοιπο του, πλέον, θα ζητήσουν άλλοι". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα περί εξαναγκασμού του με απειλή βίας κατά της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας ,για καταβολή χρηματικών ποσών στην εταιρεία του πρώτου κατηγορούμενου, δεν είναι βάσιμοι. Είναι πιθανό, λόγω της κακοτεχνίας που προέκυψε στην κατασκευή του έργου, να ζήτησε ο κατηγορούμενος χρήματα από τον εκκαλούντα, για την επισκευή του, θεωρώντας τον υπαίτιο της κακοτεχνίας, όμως δεν προέκυψε ότι προσπάθησε να εξαναγκάσει τον εκκαλούντα να τα καταβάλλει με εκβιαστικό τρόπο και δη με βία ή απειλές κατά της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών, έκρινε ότι δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής εις βάρος των κατηγορουμένων διά το έγκλημα της αποπείρας εκβιάσεως και επεκύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποφαναθέν ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία κατ'αυτών διά το εν λόγω έγκλημα. Όμως, με τις παραδοχές αυτές, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών δεν διευκρινίζει αν προκύπτουν ή όχι σοβαρές ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων, διά την τέλεση της αποδιδομένης σ'αυτούς ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως κατ'άλλο τρόπο, εκτός της σωματικής βίας εναντίον προσώπου ή των απειλών ενωμένων με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, και ειδικότερα δεν διευκρινίζει αν συντρέχη ή όχι περίπτωση πλημμεληματικής μορφής της πράξεως αυτής, σύμφωνα με το στοιχ. γ' της παραγράφου 1 του άρθρ. 385 Π.Κ. Αλλά με την ασάφεια αυτή, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως και, επομένως, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Σημειωτέον, ότι η αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων του άρθρ. 385 Π.Κ., αορίστως προβαλλομένη, αφού δεν εκτίθεται εις τί συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία αυτών, είναι απαράδεκτη (ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906). Υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρ. 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ..

Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 1567/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 28 Νοεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. α' του Π.Κ., όποιος εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου τιμωρείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέσθηκε με σωματική βία, εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής. Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του απαιτούνται: α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία αυτού που εξαναγκάζεται ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο ζωής, που είναι ικανές να αποκλείσουν το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως εκείνου που εκβιάζεται και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεώς του, καθώς επίσης και όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση η προς πραγμάτωση νόμιμης απαιτήσεως χρησιμοποίηση του μέσου της βίας ή της απειλής αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, παρουσιαζόμενη ως άξια μορφής. II.- Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, όπως αυτό προκύπτει από το συνδυασμό αιτιολογικού με το διατακτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο, βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονται και όλα τα αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Ο εκκαλών-μηνυτής τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση που αναλαμβάνει την εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων. Στα πλαίσια του επιχειρηματικού του σκοπού ανέλαβε ως ανάδοχος το έργο "κατασκευή χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης" του Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων (Ο.Ν.Α.), τμήμα δε του έργου αυτού ανέθεσε, ο εκκαλών, στην εταιρεία συμφερόντων του κατηγορουμένου χ1, (πολιτικού μηχανικού, ειδικευμένου σε κατασκευές αθλητικών εγκαταστάσεων), με την επωνυμία "...... ΕΠΕ", της οποίας τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος. Συγκεκριμένα, δυνάμει της από ..... σύμβασης, ανατέθηκε στην εταιρεία αυτή η προμήθεια όλων των απαραίτητων υλικών και μικροϋλικων και η κατασκευή, του συνθετικού χλοοτάπητα στα γήπεδα ποδοσφαίρου Ρούφ και Άνω Κυψέλης. Ο προϋπολογισμός για την κατασκευή του εν λόγω τμήματος του έργου ανερχόταν στο ποσό των 315.882 ευρώ, το οποίο ο εκκαλών εξόφλησε πλήρως, λαμβάνοντας την από ... εξοφλητική απόδειξη, αφού προηγουμένως η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, χ1, παρέδωσε εμπρόθεσμα ή αναληφθέν έργο σ' αυτόν. Ο εκκαλών διατείνεται με την έγκλησή του ότι, παρότι είχε πλήρως εξοφληθεί η ως άνω εταιρεία του πρώτου κατηγορουμένου, αυτός με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, επιχείρησε να τον εξαναγκάσει να του καταβάλει χρηματικό ποσό από 20.000 ευρώ έως 58.694,06 ευρώ, χρησιμοποιώντας προς τον σκοπό αυτό απειλές ενωμένες με κίνδυνο σώματος ή ζωής, Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο πρώτος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 26 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 26 Μαΐου 2004 επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα). εγείροντας πρόσθετες, αβάσιμες, αξιώσεις για την καταβολή και άλλων ποσών στην εταιρία του με τη μορφή εργολαβικού ανταλλάγματος. Και συγκεκριμένα στις 26-4-2004 διεμήνυσε σ' αυτόν τηλεφωνικά, ότι οφείλει στην εταιρία του, (ο εκκαλών) το ποσό των 20.000 ευρώ, και εάν δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, υπήρχαν και άλλοι τρόποι που θα κόστιζαν σ' αυτόν πολύ περισσότερο. Ακολούθως στις αρχές Μαΐου του 2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του, γ1, ότι αυτός δεν ήταν άνδρας, (ο εκκαλών) ότι όφειλε το ποσό των 20.000 ευρώ, ότι τον απέφευγε και κρυβόταν, ότι αυτός θα έπρεπε να ντρέπεται και δεν έχει αξιοπρέπεια. Στη συνέχεια, περίπου στο τέλος του πρώτου δεκαημέρου του Μαΐου του 2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι η οφειλή του ανερχόταν πλέον στο ποσό των 30.000 ευρώ. Στις 24-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ2 ότι είχε εκχωρήσει σε τρίτους την είσπραξη του υπολοίπου του λογαριασμού και θα το ζητούσαν πλέον αυτοί από τον εκκαλούντα, υπονοώντας ότι οι τρίτοι αυτοί ήταν άνθρωποι του υποκόσμου που θα επιχειρούσαν να εισπράξουν τα χρήματα από αυτόν με τη βία. Στις 26-5-2004 επικοινώνησε επίσης τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο εκκαλών θα ήταν χαζός εάν νόμιζε ότι θα άφηνε το ποσό των 20.000.000 δραχμών (58.694,06 ευρώ) να μην το κυνηγήσει, ότι ήταν ακόμη ευγενής όσο γινόταν να είναι, ότι κάπου θα πετύχαινε τον εκκαλούντα, που κρυβόταν, δεν είχε το θάρρος να του μιλήσει, δεν είχε το θάρρος να φορέσει παντελόνια αλλά φορούσε φούστα και ότι κάποια στιγμή θα βρισκόταν μπροστά του, αφού θα κανόνιζε ο ίδιος να βρεθεί μπροστά του. Επίσης ισχυρίζεται, ο εκκαλών, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από τις 29 Απριλίου 2004 μέχρι και τις 25 Μαΐου 2004, επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικά με το γραφείο του (εκκαλούντα) και επιχείρησε να τον εξαναγκάσει, με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος ή της ζωής του, να καταβάλλει, στην προαναφερόμενη εταιρία, του πρώτου κατηγορούμενου, το ποσό, αρχικά των 20.000 ευρώ, στη συνέχεια των 30.000 ευρώ και, τέλος, των 58.694, 06 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 29-4-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1, ότι εάν δεν κατέβαλε ο εκκαλών στο συγκατηγορούμενό του, το ποσό των 20.000 ευρώ που του όφειλε, κατά τους ισχυρισμούς του, οι εργάτες του θα προέβαιναν σε καταγγελία του εγκαλούντος στο Ι.Κ.Α. για τα ένσημα. Στις 25-5-2004 επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο του και διεμήνυσε στη συνεργάτιδα του γ1 ότι ο αυτός (ο εκκαλών) δεν ήταν άνδρας, ότι εάν δεν κατέβαλε στο συγκατηγορούμενο του τα χρήματα που του όφειλε θα μετέβαινε στο γραφείο του και θα έκανε φασαρία, θα χτυπούσε τα γραφεία, θα έβριζε και θα παρότρυνε τους εργάτες να καταγγείλουν τον εγκαλούντα στο Ι.Κ.Α. Οι κατηγορούμενοι τελικά δεν πέτυχαν το σκοπό τους, διότι αυτός δεν ενέδωσε στις αξιώσεις τους και δεν κατέβαλε κανένα ποσό. Ο πρώτος κατηγορούμενος, στο από 02-11-2005 απολογητικό του υπόμνημα ενώπιον του Ανακριτή, αρνείται τις ως άνω κατηγορίες, εκθέτει δε ότι δεν προέβαλε περαιτέρω οικονομικές αξιώσεις, αφού δεν υπάρχει ουδεμία οικονομική εκκρεμότητα με τον μηνυτή, λόγω του ότι έχει πλήρως εξοφληθεί από αυτόν, για το εκτελεσθέν έργο. Ισχυρίζεται ακόμη ότι η μεταξύ τους αντιδικία δημιουργήθηκε για τους κάτωθι λόγους: Μετά την παράδοση του ως άνω έργου στον Ο.Ν.Α, η εταιρεία, της οποίας είναι νόμιμος εκπρόσωπος, ανέλαβε απευθείας από τον Οργανισμό αυτό τη συντήρηση του συνθετικού χλοοτάπητα, οπότε και διαπίστωσε, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι στο έργο υπήρχαν τεχνικές ατέλειες από υπαιτιότητα του εκκαλούντα, καθότι δεν είχε γίνει η δέουσα, και προβλεπόμενη από την σύμβαση, προεργασία από τον εκκαλούντα στο υπέδαφος, και ειδικότερα η υδροαπορροφητική υπόβαση, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση βροχοπτώσεων, να μη γίνεται η δέουσα απορροή των όμβριων υδάτων, και έτσι, εκ του ως άνω λόγου, να μην είναι δυνατόν να παρέχεται η εγγύηση που προβλέπεται για την ποιότητα των υλικών που αυτός τοποθέτησε. Ο κατηγορούμενος αυτός, ενόψει της ως άνω πεποίθησης του, απέστειλε την από 11-6-2004 επιστολή του στον ΟΝΑ, επισημαίνοντας τις κατ' αυτόν τεχνικές ατέλειες του έργου και αίροντας ταυτόχρονα τη σχετική εγγύηση που είχε παράσχει, κοινοποιώντας συγχρόνως, την 16-06-2004, την άρση της εγγυήσεως του αυτής στον εκκαλούντα (.... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .....). Την 16-06-2004, ο εκκαλών απέστειλε στον πρώτο κατηγορούμενο την από 26-05-2004 εξώδικη δήλωση-απάντηση-πρόσκληση, αναφέροντας ότι κακώς αυτός διατηρεί οικονομικές απαιτήσεις κατ' αυτού, διεκδικώντας παρανόμως χρηματικά ποσά με τη χρήση απειλών. Την 17-06-2004, ο πρώτος κατηγορούμενος απάντησε με εξώδικη δήλωσή του, αρνούμενος το σύνολο των καταγγελλομένων από τον εκκαλούντα στο προαναφερόμενο εξώδικο (....... έκθεση επίδοσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή). Σε συνέχεια αυτής, ο ίδιος κατηγορούμενος κατέθεσε την υπ' αριθμ. ΑΒΜ Δ 2004/2554/25-06-2004 έγκλησή του κατά του εκκαλούντα για συκοφαντική δυσφήμιση και ο εκκαλών με την από 21-06-2004 εξώδικη δήλωση-απάντηση-διαμαρτυρία του προς τον πρώτο κατηγορούμενο (..... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, .....), διαμαρτύρεται για τους ισχυρισμούς αυτού, σχετικά με τις τεχνικές ατέλειες του χλοοτάπητα, ισχυριζόμενος ότι όλα αυτά είναι ψευδή και τα ισχυρίζεται με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα. Στη συνέχεια κατέθεσε την από 25-07-2004 ένδικη έγκλησή του κατά των κατηγορούμενων. Ο δεύτερος κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία ισχυριζόμενος ότι ουδέποτε επικοινώνησε με τον εκκαλούντα ή τους συνεργάτες του, ούτε τους γνωρίζει. Ισχυρίζεται ακόμη ότι ο εκκαλών τον συμπεριέλαβε στην έγκλησή του επειδή πήγε σαν μάρτυρας κατηγορίας στην έγκληση που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος στον εκκαλούντα. Από το σύνολο των ανωτέρω αποδεικνύεται, ότι γενεσιουργός αιτία της παρούσας ποινικής διαδικασίας αποτελεί η κρίση του πρώτου κατηγορουμένου για ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων στο παραδοθέν έργο, και συγκεκριμένα η αδυναμία απορροής, κατ' αυτόν, των όμβριων υδάτων από το υπέδαφος των γηπέδων, η οποία τον οδήγησε στην άρση της εγγύησης για την ποιότητα των υλικών που αυτός τοποθέτησε στο παραδοθέν από αυτόν τμήμα του όλου έργου, ενέργεια η οποία έθιγε σαφώς τα συμφέροντα του εκκαλούντα. Ο πρώτος κατηγορούμενος, πριν από την κατάθεση της υπό κρίση έγκλησης από τον εκκαλούντα, και σε ανύποπτο χρόνο, στο σύνολο των προαναφερομένων εξώδικων καθώς και στην έγκληση που κατέθεσε κατά του εκκαλούντα, δεν αναφέρεται σε ύπαρξη οικονομικών απαιτήσεων του κατ' αυτού, ενώ αντιθέτως αναφέρεται στην προαναφερόμενη, πλημμέλεια της εκτέλεσης του έργου, για την οποία και αυτός ενδιαφερόταν, αφού η ύπαρξη της έθιγε και τα δικά του οικονομικά συμφέροντα αλλά και τη φήμη του, ως κατασκευαστή αποκλειστικά αθλητικών έργων. Η ως άνω προηγηθείσα συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου, πριν την κατάθεση της υπό κρίση έγκλησης, αποδυναμώνει τους ισχυρισμούς του εκκαλούντάί, σε σχέση με την έγερση πρόσθετων παράνομων οικονομικών αξιώσεων του πρώτου, για το συγκεκριμένο έργο. Την κρίση αυτή συνεπικουρούν και τα αναφερόμενα από τον εκκαλούντα στην από 21-06-2004 εξώδικη δήλωση- απάντηση-διαμαρτυρία του προς τον πρώτο κατηγορούμενο (...... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ........), στην οποία ο εκκαλών αναφέρεται μεν στην από 26-5-2004 εξώδικη δήλωση του, δεν αναφέρει δε την ύπαρξη εκβιαστικών ενεργειών του πρώτου, σε σχέση με την έγερση πρόσθετων παράνομων οικονομικών αξιώσεων από αυτόν, από την εκτέλεση του έργου, παρά μόνο στη μη ύπαρξη των πλημμελειών του έργου, που ο πρώτος κατήγγειλε στον ΟΝΑ. Επίσης δεν αναφέρει καθόλου στις εξώδικες δηλώσεις του, τις εκβιαστικές ενέργειες του δεύτερου κατηγορουμένου για την ίδια αιτία. Οι μάρτυρες που πρότεινε ο εκκαλών να εξεταστούν επιβεβαίωσαν ότι οι κατηγορούμενοι επικοινώνησαν επανειλημμένα με το γραφείο του εκκαλούντα και ζητούσαν να καταβληθούν τα χρηματικά ποσά που αναφέρονται ανωτέρω αλλά δεν επιβεβαιώνουν τις απειλές για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του εκκαλούντα. Αναφέρουν ότι ο μεν πρώτος ζητούσε τα χρήματα επίμονα και έβριζε τον εκκαλούντα, διαμηνύοντάς του ότι αν δεν καταβάλλει τα χρήματα θα στείλει τους εργάτες του, να τους πληρώσει ο εκκαλών, γιατί αυτός δεν είχε χρήματα, αφού δεν τον πλήρωνε, και ο δεύτερος ότι ζητούσε να καταβληθούν τα χρήματα στον πρώτο, άλλως θα στείλει τους εργάτες να κάνουν καταγγελία στο ΙΚΑ για τα ένσημα, σε βάρος του εκκαλούντα, και θα έλθει στο γραφείο του εκκαλούντα και θα κτυπάει τα έπιπλα. Εκτός από αυτά η γ2 αναφέρει ότι την 24-5-2004 ο πρώτος κατηγορούμενος της ζήτησε να μεταφέρει στον εκκαλούντα ότι "επειδή αυτός θα λείπει από αύριο εκτός Αθηνών το υπόλοιπο του, πλέον, θα ζητήσουν άλλοι". Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντα περί εξαναγκασμού του με απειλή βίας κατά της ζωής του ή της σωματικής του ακεραιότητας, για καταβολή χρηματικών ποσών στην εταιρεία του πρώτου κατηγορούμενου, δεν είναι βάσιμοι. Είναι πιθανό, λόγω της κακοτεχνίας που προέκυψε στην κατασκευή του έργου, να ζήτησε ο κατηγορούμενος χρήματα από τον εκκαλούντα, για την επισκευή του, θεωρώντας τον υπαίτιο της κακοτεχνίας, όμως δεν προέκυψε ότι προσπάθησε να εξαναγκάσει τον εκκαλούντα να τα καταβάλλει με εκβιαστικό τρόπο και δει με βία ή απειλές κατά της ζωής και της σωματικής του ακεραιότητας, Κατά συνέπεια, αφού δεν προκύπτουν σε βάρος των κατηγορούμενων σοβαρές ενδείξεις ενοχής για το έγκλημα της απόπειρας εκβίασης, δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον τους για την πράξη αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 309, 310, 318 Κ.Π.Δ. και το εκκαλούμενο βούλευμα που αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορούμενων γι' αυτήν καλώς έπραξε, ενώ η έφεση με την οποία ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, σφάλλει και πρέπει ν' απορριφθεί, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, και να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα...".
V. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και απέρριψε κατ' ουσία την υπ' αριθμ. 262/2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντος ψ1, κατά του υπ' αριθμ. 1365/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και τους συλλογισμούς με τους οποίους έκρινε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, για την πράξη της απόπειρας εκβίασης, για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτών ποινική δίωξη. Ο αναιρεσείων Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών αιτιάται το βούλευμα για αντιφατικότητα της αιτιολογίας του. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι ενώ στο βούλευμα γίνεται παράθεση αποσπασμάτων από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων, την εξέταση των οποίων πρότεινε ο πολιτικώς ενάγων, από τις οποίες προκύπτουν στοιχεία απόπειρας εξαναγκασμού του πολιτικώς ενάγοντος σε πράξη, στη συνέχεια το βούλευμα, αξιολογώντας τις καταθέσεις αυτές αντιφατικά δέχεται ότι δεν προέκυψαν στοιχεία εξαναγκασμού αυτού. Η αιτίαση αυτή και ο επ' αυτής ερειδόμενος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού παρατίθενται μεν στο βούλευμα αποσπάσματα από τις άνω μαρτυρικές καταθέσεις, πρόδηλο όμως είναι ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν υιοθετεί το περιεχόμενο αυτών και δεν τις ενσωματώνει ως παραδοχές του, αφού καταλήγει ότι δεν είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος πολιτικώς ενάγοντος για απόπειρα εκβιάσεως του. Περαιτέρω, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως με την εις την έκθεση αναιρέσεως διατύπωση "... το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 385 παρ. 1α, β' και γ' ΠΚ..." είναι αόριστος και απαραδέκτως προβάλλεται. Για το παραδεκτό του από το άνω άρθρο λόγου αναιρέσεως, δεν αρκεί μόνο η μνεία της διατάξεως η οποία φέρεται ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα αλλά απαιτείται και προσθέτως να αναφέρεται εις τι συνίσταται η παρερμηνεία της διατάξεως ή η εσφαλμένη εφαρμογή αυτής σε σχέση με της παραδοχές της αποφάσεως.
Συνεπώς, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθμ. 191/12-9-2007 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1567/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή