Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Αόριστοι λόγοι αναίρεσης βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2553/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 242/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. Γεώργιο Αντύπα του Αργυρίου και 2. Θεοδώρου Χρύση του Δημητρίου. Με πολιτικώς ενάγουσα την Αθανασία Ισαακίδου του Βασιλείου, κάτοικο Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Μαρτίου 2008 δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 561/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 412/29.8.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, α) την από 14-3-2008 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ2 και β) από 14-3-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορούμένου Χ1 κατά του υπ'αριθμ. 242/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθησαν κατ'ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων, κατά του υπ'αριθμ. 3903/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτοί παραπέμπτονται, μετ'άλλων συγκατηγορουμένων των, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), διά να δικασθούν διά πλαστογραφία μετά χρήσεως από κοινού, με σκοπό περιουσιακού οφέλους διά βλάβης τρίτου, άνω των 15.000 ευρώ, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Προβάλλουν δε, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την έλλειψη νομίμου βάσεως.
Επειδή, από το άρθρ. 216 § 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ως καταρτισθέν από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος περιλαμβάνων την γνώση και την θέληση πραγματώσεως των απαρτιζόντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος περιστατικών και σκοπός του δράστου να παραπλανήση με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον περί γεγονότος δυναμένου να έχη έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο διά την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επετεύχθη ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 858/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/322). Διά την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, κατά μεν την παράγραφο 3 εδ. α' του άρθρ. 216 Π.Κ., απαιτείται σκοπός του υπαιτίου να προσπορίση στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, διά βλάβης τρίτου ή να βλάψη άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (ή των 25.000.000 δραχμών), κατά δε το εδάφ. β' της ιδίας παραγράφου ως προστετέθη δι'άρθρ. 14 § 2 β' Ν.2721/1999, απαιτείται ο υπαίτιος να διαπράττη πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ( ή των 5.000.000 δραχμών). Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 13 εδάφ. στ' Π.Κ., κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις διά την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όταν δε, διά την θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχη τελεσθή η πράξη με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογήται ειδικώς, με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τον εν λόγω σκοπό, άλλως υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού (ΑΠ 1264/2005, εις ΠΧ/ΝΣΤ/227). Η ως άνω επιβαλλομένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως είναι οι προαναφερθείσες του άρθρ. 13 εδάφ. στ' Π.Κ, ως προς τις οποίες δεν αρκεί να αναφέρονται τα τυπικά στοιχεία των διατάξεων που τις προβλέπουν, αλλά απαιτείται και η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που δύνανται να υπαχθούν στην έννοιά τους (βλ. ΑΠ 467/2007). Τέλος, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όχι μόνον όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγματων κρίση του, κατά πλειοψηφία, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, κατ'είδος προσδιοριζομένων, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Κατά μήνα Απρίλιο 2001 η μηνύτρια Ψ γνωρίσθηκε μέσω του γιου της από προγενέστερο γάμο Α με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1, που διεύθυναν την ανώνυμη εταιρεία λήψεως και διαβιβάσεως εντολών (Α.Ε.Λ.Δ.Ε.) με την επωνυμία "REACTION FAMILY Α.Ε.Λ.Δ.Ε." και έδρα στην οδό ..., στην ... και άρχισε να συζητεί μαζί τους το ενδεχόμενο μεταφοράς του χαρτοφυλακίου μετοχών που διατηρούσε μέχρι τότε στην ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία "ALPHA ΑΧΕ" σε άλλη χρηματιστηριακή εταιρεία και την έναρξη επαγγελματικής συνεργασίας μαζί τους διαμέσου της χρηματιστηριακής εταιρείας που θα επέλεγαν. Τελικά, λόγω της γνωριμίας του γιου της, που διατηρούσε κατάστημα χρυσοχοείου κοντά στο γραφείο των δύο πρώτων κατηγορουμένων, και της εμπιστοσύνης που απέκτησε και η ίδιά μέσω των δικών της επαφών και συζητήσεων μαζί τους γύρω από ζητήματα επενδύσεων στο Ελληνικό Χρηματιστήριο, πείσθηκε και επέλεξε να αρχίσει οικονομική συνεργασία με την ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία με την επωνυμία "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", που της υπέδειξαν οι εν λόγω κατηγορούμενοι, αφού προηγουμένως ήλθε σε επαφή με τα στελέχη της εν λόγω εταιρείας και συγκεκριμένα τους τρίτο και τέταρτο κατηγορουμένους Χ3 και Χ4, διευθυντή πωλήσεων και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, αντίστοιχα. Αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή της πιο πάνω χρηματιστηριακής εταιρείας εκ μέρους της μηνύτριας υπήρξε η δήλωση των δύο πρώτων κατηγορουμένων ότι η εταιρεία αυτή διαθέτει ένα καινούργιο επενδυτικό προϊόν εγγυημένου κεφαλαίου και με σταθερή υψηλή απόδοση της τάξεως του 70-100%, την οποία επιβεβαίωσαν και οι λοιποί κατηγορούμενοι, λέγοντας της χαρακτηριστικά κατά την αρχική τους συνάντηση, στην οποία παρευρισκόταν και ο γιος της,"αν κινδυνεύει το κεφάλαιο σας δεν υπάρχει λόγος να έλθετε σε μας. Εμείς μοιράζουμε μόνο κέρδη". Η μηνύτρια πείσθηκε στις διαβεβαιώσεις αυτές και ζήτησε τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου της στην εν λόγω εταιρεία, ενώ επίκειτο και η υπογραφή της σχετικής συμβάσεως. Το χαρτοφυλάκιό της, αξίας κατά το χρόνο εκείνο 6.342.722 δρχ., αποτελείτο από 80 μετοχές της ΕΕΕΚ, 120 μετοχές της "ALPHA BANK", 160 μετοχές της Εμπορικής Τράπεζας, 180 μετοχές της ΕΤΒΑ, 130 μετοχές της ΕΤΕ, 130 μετοχές της ΙΝΤΚΑ, 150 μετοχές της ΜΑΙΚ, 110 μετοχές του ΟΤΕ, 150 μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς και 100 μετοχές της ΤΗΛΕΤ. Στις 23.10.2001 η πρώτη κατηγορουμένη Χ2 παρέδωσε στο γιο της μηνύτριας Α το κείμενο της συμβάσεως που είχε ετοιμάσει το αρμόδιο τμήμα της "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", στην οποία ρητά περιλαμβανόταν ο όρος περί εγγυημένου κεφαλαίου και υψηλής αποδόσεως, έντυπο προς συμπλήρωση με τα στοιχεία του επενδυτή και μία έγγραφη συμφωνία με την παραπάνω Α.Ε.Λ.Δ.Ε. με μία συνημμένη εξουσιοδότηση. Το κείμενο της συμβάσεως με τον πιο πάνω όρο ανέγνωσαν πλην της μηνύτριας ο γιος της Α, η αδελφή της Β και ο σύζυγος της Γ, ο οποίος θεώρησε ενδιαφέροντα τον όρο αυτό και προέτρεψε τη σύζυγο του να υπογράψει τη σύμβαση. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά συμπλήρωσε και υπέγραψε η μηνύτρια, θεωρώντας μάλιστα την επομένη ημέρα το γνήσιο της υπογραφής της ενώπιον αστυνομικού στο Α.Τ. Αμπελοκήπων σε όλα τα παραπάνω έγγραφα και όσον αφορά στο κείμενο της συμβάσεως με την χρηματιστηριακή εταιρεία στην τελευταία σελίδα της. Στη συνεχεία απέστειλε τα έγγραφα αυτά προς την "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", προκειμένου να υπογραφούν και από το νόμιμο εκπρόσωπό της, χωρίς ωστόσο να κρατήσει η ίδιά κάποιο αντίγραφο. Μετά παρέλευση ολίγων ημερών και πριν ακόμη καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσόν, η χρηματιστηριακή εταιρεία έστειλε στον γιο της ταχυδρομικά έναν κλειστό φάκελο με όλα τα σχετικά έγγραφα, τον οποίο αυτός τοποθέτησε σε χρηματοκιβώτιο ασφαλείας του καταστήματος του, χωρίς να τον ανοίξει. Επιπλέον, η μηνύτρια, έχοντας ως κίνητρο την υψηλή απόδοση των επενδύσεων που της είχαν υποσχεθεί οι εκπρόσωποι της χρηματιστηριακής εταιρίας, κατέβαλε τμηματικά σ' αυτήν από τις 9 έως τις 19 Νοεμβρίου του ίδιου έτους το συνολικό ποσόν των 63.000.000 δρχ. τα οποία, όπως τους εκμυστηρεύθηκε, τα προόριζε για αγορά διαμερίσματος στο όνομα του γιου της, με αποτέλεσμα το σύνολο του ποσού που είχε επενδύσει στην "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", να ανέλθει μαζί με το χαρτοφυλάκιο των μετοχών που προαναφέρθηκε στο ποσόν των 69.342.722 δρχ. Αφού παρήλθε το πρώτο τρίμηνο από την υπογραφή της συμφωνίας, απεστάλη στη μηνύτρια, όπως είχε συμφωνηθεί, σχετική έγγραφη ενημέρωση, από την οποία διαπίστωσε απώλεια της επενδύσεώς της ποσού 7.000.000 δρχ. περίπου, με αποτέλεσμα να αποτιμάται πλέον αυτή στο ποσόν των 62.000.000 δρχ. Θορυβημένη η μηνύτρια από το γεγονός αυτό, απευθύνθηκε κατ' αρχήν στο δεύτερο κατηγορούμενο Χ1 και από κοινού επισκέφθηκαν τον τέταρτο κατηγορούμενο Χ4 στα γραφεία της "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", όπου στις διαμαρτυρίες της ότι η συμφωνία τους άλλα προέβλεπε, αυτός την καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς της ότι πρόκειται για πρόσκαιρη απώλεια και ότι πολύ σύντομα η επένδυση της θα άρχιζε να αποδίδει. Κατόπιν τούτου η μηνύτρια δεν προχώρησε σε καμιά κίνηση, αναμένοντας την εξέλιξη της επενδύσεως της το επόμενο τρίμηνο. Ωστόσο, και κατά το επόμενο τρίμηνο υπήρξε και νέα μείωση του χαρτοφυλακίου της, με αποτέλεσμα η μηνύτρια να επισκεφθεί εκ νέου τον τέταρτο κατηγορούμενο, ο οποίος όμως αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο καθησυχαστικός και κατηγορηματικός για την απόδοση της επενδύσεώς της, όπως την πρώτη φορά. Έτσι ζήτησε από το γιο της να της παραδώσει τον κλειστό φάκελο, που είχε φυλάξει αυτός στο χρηματοκιβώτιο του χρυσοχοείου, οπότε προς μεγάλη έκπληξή της διαπίστωσε ότι στο κείμενο της συμβάσεως είχε απαλειφθεί ο όρος περί εγγυημένου κεφαλαίου και ότι στο τέλος της συμβάσεως είχε τεθεί υπογραφή κατ' απομίμηση της δικής της υπογραφής, χωρίς όμως να την έχει θέσει η ίδια, ενώ υπήρχαν και τέσσερα παραρτήματα που τα έβλεπε για πρώτη φορά και είχαν κατά σειρά τους τίτλους: α) ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΞΙΩΝ ΠΡΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, όπου απλώς αναγράφονταν αναλυτικά οι ήδη υπάρχουσες και παραδοθείσες μετοχές του χαρτοφυλακίου της, που προαναφέρθηκαν, καθώς και τα ποσά των τμηματικών καταβολών της, β) ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ, το οποίο ήταν ασυμπλήρωτο, γ) ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ, ΑΜΟΙΒΗ ΚΑΙ ΕΞΟΔΑ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΜΒΑΣΗ, στο οποίο αναγραφόταν τα ποσοστά προμήθειας της ΑΧΕ για κάθε χρηματιστηριακή συναλλαγή και σε περίπτωση υπεραποδόσεως του κεφαλαίου, και δ) ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ, στο οποίο οριζόταν η διάρκεια διαχειρίσεως του χαρτοφυλακίου σε ένα έτος τουλάχιστον και τα οποία έφεραν επίσης πλαστογραφημένη την υπογραφή της μηνύτριας. Στις εντονότατες διαμαρτυρίες της τελευταίας προς τον τέταρτο κατηγορούμενο για τα εν λόγω έγγραφα με την πλαστογραφημένη υπογραφή της, αυτός προσπάθησε να την καθησυχάσει και τελικά, μετά τη δήλωση της ότι θα προσφύγει στην Αστυνομία, της απέδωσε το ποσόν των 40.000.000 δρχ. Μετά την ενέργεια αυτή του τετάρτου κατηγορουμένου η μηνύτρια αφενός μεν υπέβαλε μήνυση σε βάρος όλων των κατηγορουμένων, αφετέρου δε άσκησε και αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκκρεμεί ακόμη προς έκδοση οριστικής αποφάσεως. Οι κατηγορούμενοι, ως είναι ευνόητο, αρνούνται εκτενώς τόσο στις απολογίες τους όσο και με τα υπομνήματα που κατέθεσαν την κατηγορία που τους αποδίδεται και ειδικότερα οι δυο πρώτοι ισχυρίζονται ότι, πέραν του γεγονότος ότι έφεραν σε επαφή με τη μηνύτρια με τους λοιπούς κατηγορουμένους, ουδεμία ανάμειξη είχαν έκτοτε στη συνεργασία τους, ούτε παρέλαβαν ή της παρέδωσαν ποτέ σχετικά με τη σύμβαση έγγραφα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύμβαση διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου που υπέγραψε αυτή με την "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", στερούσε αυτούς και την εταιρεία τους από οποιαδήποτε ανάμειξη στο χαρτοφυλάκιό της, ενώ περαιτέρω, όπως και οι λοιποί κατηγορούμενοι, αρνούνται ότι έγινε οποτεδήποτε λόγος στη μηνύτρια για επένδυση εγγυημένου κεφαλαίου, αλλά αντιθέτως της επεσήμαναν τους κινδύνους καθώς και το ενδεχόμενο απώλειας του. Επιπλέον, οι τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι αρνούνται κατηγορηματικά ότι της έστειλαν κείμενο συμβάσεως με τον όρο περί εγγυημένου κεφαλαίου, χρησιμοποιώντας ως βασικό επιχείρημα ότι τέτοια συμφωνία αντίκειται στη χρηματιστηριακή νομοθεσία και δεν θα μπορούσε να αποτυπωθεί σε επίσημο έγγραφο κείμενο τους, γιατί με τον τρόπο αυτό η "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ" θα έμενε εκτεθειμένη σε ενδεχόμενο έλεγχο της Επιτροπής της Κεφαλαιαγοράς, που θα συνεπαγόταν οπωσδήποτε την επιβολή υψηλών προστίμων. Διατείνονται μάλιστα ότι το έντυπο κείμενο της συμβάσεως, που η μηνύτρια καταγγέλλει ως προϊόν πλαστογραφίας είναι αυτό που χρησιμοποιούσε η εν λόγω εταιρεία πάντοτε στις συναλλαγές της με τους επενδυτές της, γεγονός που επιβεβαιώνει κατά κύριο λόγο η τότε δικηγόρος της εταιρείας Δ, που ήταν επιφορτισμένη από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με τον έλεγχο της τηρήσεως της νομοθεσίας περί Χρηματιστηρίου και των επιταγών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, λέγοντας ότι όλα τα σχετικά έγγραφα και το κείμενο της συμβάσεως που υπέγραφαν οι επενδυτές ήσαν δεμένα με θερμοκόλληση, σε τεύχος όμοιο με αυτό που επισυνάπτεται ασυμπλήρωτο στη δικογραφία και επομένως δεν ήταν δυνατή η αποκόλληση επιμέρους εγγράφων του και η αντικατάστασή τους με άλλα. Τόσο δε η ίδια μάρτυρας όσο και ο επόπτης εκκαθαριστής της "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", της οποίας έχει ανακληθεί πλέον η άδεια λειτουργίας λόγω μη αυξήσεως του μετοχικού της κεφαλαίου, δηλώνουν ότι κανείς άλλος επενδυτής που συνεργάσθηκε με την εταιρεία αυτή δεν διατύπωσε στους ελεγκτικούς μηχανισμούς αντίστοιχο παράπονο, παρά μόνο διαμαρτυρίες για την τυχόν ζημιογόνα πορεία της επενδύσεώς του. Παρά τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα αυτά από πλευράς μαρτύρων των κατηγορουμένων, με εξίσου κατηγορηματικό τρόπο οι μάρτυρες κατηγορίας, δηλαδή ο σύζυγος, η αδελφή και κυρίως ο γιος της μηνύτριας, επιβεβαιώνουν ότι είχαν δει και αναγνώσει το κείμενο της συμβάσεως διαχειρίσεως χαρτοφυλακίου με την εταιρεία "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", με τον όρο του εγγυημένου κεφαλαίου που επικαλείται η μηνύτρια. Πέραν των καταθέσεων αυτών που ενισχύουν κατά περίπτωση είτε τους ισχυρισμούς της μηνύτριας είτε αυτούς των κατηγορουμένων, καταλυτικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της παραδοχής των ισχυρισμών της μηνύτριας, με την έννοια της υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων κατά το παρόν ενδιάμεσο στάδιο, αποτελούν κατά κύριο λόγο το πόρισμα της από 1.3.2006 γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της δικαστικής γραφολόγου ....., που ορίσθηκε ως πραγματογνώμονας με την 3507/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως αποδεικτικό μέσο στα πλαίσια της μεταξύ τους αντιδικίας ενώπιον των αστικών δικαστηρίων. Η εν λόγω πραγματογνώμονας, μετά από την εκτίμηση πλήθους εγγράφων ως συγκριτικού υλικού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες υπογραφές είναι πλαστές, με την έννοια ότι δεν προέρχονται από τη μηνύτρια, αλλά από την πρώτη κατηγορουμένη, τη Χ2. Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με την κατάθεση του Α, γιου της μηνύτριας, ο οποίος, εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, βεβαιώνει ότι η Χ2 διέθετε στο γραφείο της κείμενα συμβάσεων και άλλα έντυπα που αφορούσαν στην "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ". Αντιθέτως, ο γραφολόγος ....., που ενέργησε για λογαριασμό των δύο πρώτων κατηγορουμένων, στην αρχική από 27.9.2004 γραφολογική έκθεση, αλλά και στη συμπληρωματική από Μαρτίου 2006 έκθεση κριτικής αξιολογήσεως και γραφολογικών παρατηρήσεων επί της πραγματογνωμοσύνης της ....., στη μεν πρώτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υφίσταται αβεβαιότητα για το αν πράγματι οι υπογραφές στα επίμαχα έγγραφα προέρχονται ή όχι από τη μηνύτρια, ενώ στη δεύτερη, περιορίζεται στην αξιολόγηση των πορισμάτων της εκθέσεως γραφολογικής πραγματογνωμο-σύνης, τα οποία κρίνει ως εσφαλμένα, χωρίς ωστόσο, ενόψει και της πρώτης αξιολογήσεώς του, να τοποθετείται τελικά ως προς την πλαστότητα ή μη των υπογραφών της μηνύτριας, με αποτέλεσμα να μην ανατρέπεται με βάσιμα επιχειρήματα το συμπέρασμα της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που τάσσεται υπέρ της πλαστότητάς τους. Περαιτέρω, είναι ευνόητο, από τον ίδιο το λόγο συνάψεως της πιο πάνω συμβάσεως, ότι οι κατηγορούμενοι με την πιο πάνω πράξη τους αποσκοπούσαν στο να παραπλανηθούν από τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρείες, κάθε είδους επιχείρηση επενδυτικών υπηρεσιών, με τις οποίες τυχόν θα συναλλάσσονταν, αλλά και οι δικαστικές αρχές, η Επιτροπή Κεφαλαιογοράς, σε ενδεχόμενο έλεγχο, και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σχετικά με το αναληθές γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, ότι η μηνύτρια με την παραπάνω από 29.10.2001 σύμβαση ανέθετε τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της χωρίς τον όρο της διατηρήσεως του κεφαλαίου της σταθερού και αμείωτου. Απώτερος σκοπός τους, όπως είναι επίσης ευνόητο, ήταν να καρπωθεί η πιο πάνω ΑΧΕ παράνομο περιουσιακό όφελος, που συνίστατο στην αποφυγή της υποχρεώσεώς της να αποζημιώσει τη μηνύτρια σε περίπτωση μερικής ή ολικής απώλειας του κεφαλαίου της, λόγω διακυμάνσεως της τιμής των μετοχών της μηνύτριας, και κατά το ποσόν αυτής, αφού αν υπήρχε στη σύμβαση ο όρος διατηρήσεως του κεφαλαίου αμείωτου και σταθερού, η τελευταία σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν είχε καμιά απόδοση από την επένδυση της, δεν θα έχανε τουλάχιστον το κεφάλαιό της. Το συνολικό δε όφελος που αποκόμισε η πιο πάνω χρηματιστηριακή εταιρεία με αντίστοιχη ζημία της μηνύτριας υπερέβη το ποσόν των 15.000 ευρώ και ανήλθε στο ποσόν των 29.342.722 δρχ. ισότιμο με 86.112,17 ευρώ, που αντιστοιχεί στην απώλεια του κεφαλαίου της από τη διακύμανση των τιμών των - μετοχών που αγοράσθηκαν και πωλήθηκαν για λογαριασμό της. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της εν λόγω πράξεως εκ μέρους όλων των κατηγορουμένων που έγινε με βάση οργανωμένο από όλους σχέδιο, όχι ευκαιριακά αλλά με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό με τον τρόπο αυτό εισοδήματος για βιοπορισμό και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας τους. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι ορθά εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία με το εκκαλούμενο βούλευμα, που αποφάνθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος των κατηγορουμένων για την πράξη της πλαστογραφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με σκοπό το περιουσιακό όφελος διά βλάβης τρίτου άνω των 15.000 ευρώ, απέρριψε δε κατ'ουσίαν τις εφέσεις αυτών κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος και επεκύρωσε αυτός ως προς όλες τις διατάξεις του.
Με τις παραδοχές, όμως, αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ουδόλως αιτιολογεί τον αποδιδόμενο στους αναιρεσείοντες σκοπό, να καρπωθή η ανωτέρω εταιρία "ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ", διά της ως άνω πλαστογραφίας, παράνομο περιουσιακό όφελος. Επίσης, δεν εκθέτει ποια πραγματικά περιστατικά προέκυψαν και δύνανται να υπαχθούν στην ως άνω έννοια της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πλαστογραφίας από τους αναιρεσείοντες, αλλά αναφέρει μόνο τα τυπικά στοιχεία των σχετικών διατάξεων του άρθρ. 13 εδ. στ' Π.Κ. Περαιτέρω, ενώ αυτό δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες είχαν σκοπό να καρπωθή η ανωτέρω ΑΧΕ παράνομο περιουσιακό όφελος, εν συνεχεία αναφέρει, ως προκύψαντα σκοπό αυτών, τον πορισμό "εισοδήματος για βιοπορισμό" και δεν διευκρινίζει το εισόδημα στο οποίο απέβλεπαν αυτοί. Εξ άλλου, δεν εκθέτει ποιά πραγματικά περιστατικά προέκυψαν, εν σχέσει προς την υπό του αναιρεσείοντος Χ1 τέλεση της ανωτέρω πλαστογραφίας ή την συμμετοχή του σ'αυτή. Επί πλέον δε, αν και επικυρώνει, ως προς όλες τις διατάξεις του, το πρωτόδικο βούλευμα, το οποίο παραπέμπει τους αναιρεσείοντες δι'από κοινού τέλεση της ανωτέρου αξιοποίνου πράξεως, δεν παραθέτει ουδεμία αιτιολογία ως προς την σύμπραξη και τον κοινό δόλο (άρθρ. 45 Π.Κ.) των ως συναυτουργών φερομένων αναιρεσειόντων (βλ. Ολ. ΑΠ 50/1990), ενώ ούτε σκέψη περί μεταβολής της κατηγορίας, ως προς την από κοινού τέλεση, περιλαμβάνει.
Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών διέλαβε σ'αυτό αιτιολογία ελλειπή, ασαφή και αντιφατική, με αποτέλεσμα να στερήται της ως άνω επιβαλλομένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως, αφού εκ των ανωτέρω ασαφειών και αντιφάσεων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, κατά τους βασίμους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ'Κ.Π.Δ. Καθ'ό μέρος, όμως, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτεινομένου του αναιρετικού αποτελέσματος και στον μη ασκήσαντα αναίρεση εκκαλούντα κατηγορούμενο, αφού οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικώς στα πρόσωπα των αναιρεσειόντων (άρθρ. 469 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 242/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, επεκτεινομένου του αναιρετικού αποτελέσματος και στον μη ασκήσαντα αναίρεση εκκαλούντα κατηγορούμενο.
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 22 Μαΐου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΔημήτριος - Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση αυτοτελείς αιτήσεις α) υπ' αριθμ.51/14-3-2008 του κατηγορουμένου Χ1, και β) υπ' αριθμ. 52/12-3-2007 της κατηγορουμένης Χ2 για αναίρεση του 242/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει να συνεξεταστούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ.2 και 509 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 ΚΠΔ, που προβλέπουν τους λόγους αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί, πολύ δε περισσότερο όταν περιέχεται στην αίτηση αναίρεσης λόγος που δεν περιλαμβάνεται στους περιοριστικά αναφερομένους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ, όπως είναι, αναφορικά με τα βουλεύματα, η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ. β' και δ' του ΚΠΔ, συνιστά λόγους αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος. Περίπτωση "εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης", συντρέχει όχι μόνον όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Για να είναι όμως ο λόγος αυτός ορισμένος πρέπει να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδόμενης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα. Διαφορετικά ο λόγος αυτός είναι αόριστος. Ο δεύτερος ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα, και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτού, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Ενόψει τούτων για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει (α) αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και (β) αν υπάρχει αιτιολογία αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι συνίσταται η έλλειψή αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος (ΟλΑΠ 2/2002, 19/2001). Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν μετά των συγκατηγορουμένων των Χ3 και Χ4, με το υπ' αριθμ. 3903/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για πλαστογραφία με χρήση από κοινού, με σκοπό περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, από υπαιτίους που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος οι αναιρεσείοντες και ο Χ3 άσκησαν εφέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 242/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με τον πρώτο λόγο των ομοίων κατά το περιεχόμενο ως άνω αιτήσεων αναίρεσης πλήττεται το βούλευμα για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλην όμως οι αναιρεσείοντες, αφού εκθέτουν τις νομικές διατάξεις, σχετικά με την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και την έννοια αυτών, όπως διαμορφώθηκε από τη νομολογία, στη συνέχεια αναλίσκονται στην έκθεση ορισμένων παραδοχών του βουλεύματος με αναφορά των υπερασπιστικών τους ισχυρισμών και επιχειρημάτων, τα οποία δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε το Συμβούλιο Εφετών. Ειδικότερα εκθέτουν ότι το βούλευμα δέχτηκε 1) "ότι η αναιρεσείουσα παρέδωσε στον υιό της μηνυτρίας το κείμενο της συμβάσεως που είχε ετοιμάσει η ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΧΕ και τη σύμβαση αυτή τη διάβασε τόσο αυτός όσο και η αδερφή της μηνυτρίας και ο σύζυγός της και είχαν διαβάσει σ'αυτήν τη ρήτρα περί εγγυημένου κεφαλαίου" ενώ η αδερφή της μηνυτρίας δεν είχε καταθέσει ότι διάβασε τη σύμβαση αυτή αλλά ότι την είχε δει σε φωτοτυπία, 2) με την πλαστογραφία αποσκοπούσαν οι κατηγορούμενοι "στο να παραπλανηθούν από τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ανώνυμες χρηματιστηριακές εταιρίες, κάθε είδους επιχείρηση επενδυτικών υπηρεσιών, με τις οποίες τυχόν θα συναλλάσονταν, αλλά και οι δικαστικές αρχές, η επιτροπή κεφαλαιαγοράς σε ενδεχόμενο έλεγχο, και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σχετικά με το αναληθές γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες" ενώ τι σχέση είχαν ή μπορούσαν να έχουν όλοι αυτοί με την μηνύτρια; 3) "απώτερος σκοπός ήταν να καρπωθεί η πιο πάνω ΑΧΕ παράνομο περιουσιακό όφελος που συνίσταται στην υποχρέωσή της να αποζημιώσει τη μηνύτρια σε περίπτωση μερικής ή ολικής απωλείας του κεφαλαίου της, λόγω διακύμανσης της τιμής των μετοχών της μηνύτριας, και κατά το ποσό αυτής, αφού αν υπήρχε στη σύμβαση ο όρος διατηρήσεως του κεφαλαίου αμείωτου και σταθερού, η τελευταία σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν δεν είχε καμία απόδοση από την επένδυσή της, δεν θα έχανε τουλάχιστον το κεφάλαιό της" ενώ η βασική αρχή της σύμβασης που απαιτούν οι εποπτικές αρχές όλων των χωρών που λειτουργούν χρηματιστήρια, είναι ότι ουδεμία ευθύνη φέρουν τόσο οι αρχές, όσο και η χρηματιστηριακή για την πτώση των μετοχών, και 4) "από την επανειλημμένη δε τέλεση της εν λόγω πράξεως εκ μέρους όλων των κατηγορουμένων που έγινε με βάση οργανωμένου από όλους σχέδιο, όχι ευκαιριακά, αλλά με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός για πορισμό με τον τρόπο αυτό εισοδήματος για βιοπορισμό και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητάς τους" ενώ από τα στοιχεία που επικαλείται το βούλευμα δεν προκύπτουν τα παραπάνω. Όλα όμως τα ανωτέρω, αναφέρονται στις ανέλεγκτες παραδοχές του βουλεύματος και δεν συγκροτούν τον επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα λόγο αναίρεσης. Επομένως ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τις παραπάνω αιτιάσεις είναι αόριστος και εντεύθεν απαράδεκτος. Ο ίδιος λόγος κατά το σκέλος που αποδίδει στο βούλευμα την πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος, αφού προκύπτει από το σκεπτικό του βουλεύματος ότι κατέληξε στην κρίση του για απόρριψη των εφέσεων, αφού έλαβε υπόψη "τις ένορκες και μη καταθέσεις των μαρτύρων, το υπόμνημα της πολιτικώς εναγούσης, τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων", χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Περαιτέρω και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης είναι αόριστος γιατί, εκτός από το ότι δεν αναφέρεται η συγκεκριμένη ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε, δεν εκτίθενται και οι αποδιδόμενες σε σχέση με τη διάταξη αυτή συγκεκριμένες πλημμέλειες, δηλαδή σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα, καθώς επίσης δεν αναφέρεται αν υπάρχουν ασάφειες ή αντιφάσεις και ποίες είναι αυτές. Οι αναιρεσείοντες για τη θεμελίωση και του λόγου αυτού περιορίζονται αποκλειστικά σε αιτιάσεις σχετικές με τις παραδοχές του βουλεύματος και την μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων. Μετά από αυτά οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης πρέπει να απορριφθουν και να καταδικασθουν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 51/14-3-2008 και 52/14-3-2008 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμόν 242/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντας στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ