Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εξακολουθούν έγκλημα, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ εξακολούθηση, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και επαρκής αιτιολογία του βουλεύματος. Απόρριψη αναιρέσεως.
Αριθμός 2264/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασίλειου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Σεπτεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του με αριθμό 2202/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 2063/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 276/20.5.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 247/5-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Αναστάσιο Ιωάννου Φεράκη, δυνάμει της προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης από 1-11-2007 εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ' αριθμ. 2202/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: 1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1190/2005 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ' αριθμ. 1005/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επί της εν λόγω αιτήσεως αναιρέσεως εξεδόθη η υπ' αριθμ. 1384/2007 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), με την οποία κρίθηκε ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το υπ' αριθμ. 1005/2006 βούλευμά του, διέλαβε σ' αυτό ελλειπείς αιτιολογίες σχετική με τα στοιχεία του αποδιδομένου στον αναιρεσείοντα εγκλήματος της τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος, καθ' όσον, ειδικότερα, στο εν λόγω υπ' αριθμ. 1005/2006 βούλευμα δεν αναφέρονται καθόλου περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από τον αναιρεσείοντα της αποδιδόμενης σ' αυτόν ως άνω αξιόποινης πράξεως. Για τον λόγο αυτό αναιρέθηκε στο σύνολό του το τότε προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1005/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εξεδόθη το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2202/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο επικυρώθηκε και πάλι στο σύνολό του, δηλαδή και ως προς την συνδρομή των ανωτέρω επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας, το πρωτόδικο υπ' αριθμ. 1190/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά του ανωτέρω υπ' αριθμ. 2202/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 4-12-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 5-11-2007, δηλαδή πριν από τη νόμιμη επίδοσή του. Η κατά την 26-10-2007 επίδοση του προσβαλλομένου βουλεύματος στον Αναστάσιο Φεράκη, αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια, διότι δεν έλαβε χώρα επίδοση του βουλεύματος αυτού στον αναιρεσείοντα με θυροκόλληση. Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ' αριθμ. 247/5-11-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και περαιτέρω να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Από τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1 και 2 εδ. α' ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι σ' αυτές προβλέπονται δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες πράξεις τοκογλυφίας. Ειδικότερα, στην πρώτη παράγραφο προβλέπεται η υπό στενή έννοια αισχροκέρδεια ή καταπλεονέκτηση, η οποία συνίσταται, πλην άλλων, στην κατά τη σύναψη πιστωτικής δικαιοπραξίας εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας, της απειρίας ή της ψυχικής εξάψεως εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Στην δε παράγραφο 2 εδ. α' προβλέπεται η κυρίως τοκογλυφία, η οποία συνίσταται στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου κατά τη σύναψη, παράταση προθεσμίας ή ανανέωση συμβάσεως δανείου χρημάτων και όχι άλλης πιστωτικής δικαιοπραξίας, χωρίς να προσαπαιτείται στην περίπτωση αυτή η εκμετάλλευση της ανάγκης κλπ. του λαμβάνοντος το δάνειο (ΑΠ 967/2004). Περαιτέρω, το έγκλημα της κυρίως τοκογλυφίας, όπως συνάγεται από το άρθρο 404 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ, θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Θεωρείται, περαιτέρω, λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη εισπράξεως αυτών. Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δηλαδή η με συνομολόγηση, με λήψη ή με επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική συρροή και όχι φαινομένη, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή κατ' εξακολούθηση εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 98 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής μορφής από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 ΠΚ και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δόλου του κατηγορουμένου (ΑΠ 1056/2006). Κατά την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Έτσι, επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας συντρέχει και όταν αυτό πραγματώνεται με περισσότερους από έναν από τους αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 404 ΠΚ τρόπους τελέσεώς του. Κατά συνήθεια τέλεση του ίδιου εγκλήματος νοείται, η από την κατ' επανάληψη τέλεσή του, συναγωγή συμπεράσματος, ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας (ΑΠ 974/2006, ΑΠ 480/2006, ΑΠ 957/2005). 3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005, ΑΠ 114/2004), β) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006) και γ) είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 1364/2006). Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει και για την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως, όταν από το νόμο ορίζεται ως επιβαρυντική περίσταση αυτής και το Δικαστήριο (ή το Συμβούλιο) δέχεται είτε τη μία από αυτές, είτε και τις δύο χωριστά (ΑΠ 974/2006, ΑΠ 789/1999). Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφηρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1074/2006). 4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα "από το περιεχόμενο της εγκλήσεως, τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν με επίκλησή τους σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου" προέκυψαν τα ακόλουθα: "Ο εγκαλών Ψ, προκειμένου να αντιμετωπίσει κατεπειγούσης φύσεως επιχειρηματικές ανάγκες, έλαβε έντοκα δάνεια από τον κατηγορούμενο Χ. Συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του έτους 1990 δανείστηκε ποσό 5.000.000 δρχ. με τοκογλυφικό τόκο 400.000 δρχ. το μήνα και μέχρι το τέλος του έτους 1992 είχε καταβάλλει ποσό τοκογλυφικών τόκων 14.400.000 δρχ. Την 8.1.1993 δανείστηκε ποσό 5.000.000 δρχ. με τοκογλυφικό τόκο 800.000 δρχ. το μήνα και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2000 είχε καταβάλλει ποσό 76.200.000 δρχ. Στα μέσα Δεκεμβρίου 2000 δανείστηκε ποσό 10.000.000 δρχ. με τοκογλυφικό τόκο 1.000.000 δρχ. το μήνα και μέχρι την 19.4.2001 είχε καταβάλλει ποσό 4.000.000 δρχ. Την 19.4.2001 δανείστηκε ποσό 10.000.000 δρχ. με τοκογλυφικό τόκο 1.000.000 δρχ. το μήνα και μέχρι την 30.4.2003 είχε καταβάλλει ποσό 12.200.000 δρχ. Για την εξασφάλιση του ποσού που δανειζόταν ο εγκαλών εξέδιδε ως εγγύηση μία μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, την οποία ανανέωνε κάθε φορά που έληγε ο χρόνος πληρωμής της. Στην επιταγή ενσωματώνονταν κάθε φορά το ποσό του νέου δανείου και έτσι με την χορήγηση του δανείου των 10.000.000 δρχ. εκδόθηκε μεταχρονολογημένη επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος με αριθμό ....., λήξεως 30.4.2003, για κεφάλαιο 88.041 ευρώ (30.000.000 δρχ.). Περαιτέρω σε κάθε ανανέωση της επιταγής ο κατηγορούμενος αξίωνε και ελάμβανε από τον εγκαλούντα υπεύθυνη δήλωση στην οποία ανέγραφε ότι δήθεν το ποσό του δανείου ήταν άτοκο και ότι αναλάμβανε την υποχρέωση να το επιστρέψει στο χρόνο λήξεως κάθε μεταχρονολογημένης επιταγής. Ο εγκαλών αρνήθηκε να ανανεώσει την επιταγή μετά την πληρωμή των τόκων του Απριλίου 2003, υποστηρίζοντας ότι έχει εξοφλήσει κεφάλαιο και τόκους, ενημέρωσε δε σχετικά τον κατηγορούμενο με την από 9.3.2003 εξώδικη δήλωση του ζητώντας την επιστροφή της επιταγής. Ο κατηγορούμενος εζήτησε και εκδόθηκε η με αριθμό 4127/2003 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με βάση την ανωτέρω επιταγή, επιδιώκοντας να εισπράξει το ήδη εξοφληθέν κεφάλαιο. Επομένως κατά το χρονικό διάστημα από την 3.6.1999 μέχρι την 14.5.2003 συμφώνησε και έλαβε από τον εγκαλούντα για ποσό δανείου 10.000.000 δρχ., περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου δηλαδή α) για το χρονικό διάστημα από 3.6.1999 μέχρι την 16.12.2000 εισέπραξε 6.000.000 δρχ. (1.000.000 δρχ. μηνιαίως επί 6 μήνες) αντί του θεμιτού 948.000 δρχ. (6 μήνες επί 1,58% το μήνα με ετήσιο νόμιμο επιτόκιο 19%), β) για το χρονικό διάστημα από 17.12.2000 μέχρι την 14.5.2003 εισέπραξε 41.000.000 δρχ. (1.000.000 δρχ. μηνιαίως επί 41 μήνες) αντί του θεμιτού 5.200.000 δρχ. (41 μήνες επί 52% - μέσος όρος του αναλογούντος τόκου με διακυμάνσεις αυτό το χρονικό διάστημα από 16,50% μέχρι 10,50%). Εξάλλου ο κατηγορούμενος επεδίωξε την εκπλήρωση των τοκογλυφικών ωφελημάτων που πήγασαν από την απαίτηση αυτή και ενσωματώθηκαν στην με αριθμό ..... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας, λήξεως την 30.4.2003 με την έκδοση της με αριθμό 4127/2003 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις της παρ. 3 του άρθρου 404 ΠΚ. Τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι απαιτούμενες κατά το άρθρο 13 στ' ΠΚ αναγκαίες προϋποθέσεις για την συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι: 1) ο κατηγορούμενος συμφώνησε την χορήγηση τεσσάρων δανείων και πήρε για τον εαυτό του όπως εκτέθηκε ανωτέρω περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν κατά πολύ το θεμιτό ποσοστό τόκου, 2) εισέπραττε κάθε μήνα τον αναλογούντα αθέμιτο τόκο, αποκτώντας ένα σταθερό και μεγάλο εισόδημα, 3) διαμόρφωσε την απαραίτητη υποδομή, με σύστημα και μέθοδο, αφού αξίωνε και ελάμβανε σε κάθε χορήγηση δανείου, υπεύθυνη δήλωση με την καταχώρηση ότι το δάνειο είναι άτοκο, 4) ενσωμάτωσε σε αξιόγραφο (επιταγή) τοκογλυφικά ωφελήματα και ταυτόχρονα εξασφάλιζε το κεφάλαιο του εκάστοτε χορηγουμένου δανείου, που έτσι φέρονταν, παρά τις καταβολές, διαρκώς ανεξόφλητο, 5) απέκτησε σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του με την διαρκή και επαναλαμβανόμενη αξιόποινη συμπεριφορά του που εξικνείται μέχρι την έκδοση διαταγής πληρωμής προκειμένου να καταστεί εφικτή η είσπραξη περαιτέρω τοκογλυφικών ωφελημάτων".
Συνεπώς δια του εκκαλουμένου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με αριθμό 1190/2005 ορθώς ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί ως υπαίτιος τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και γι' αυτό η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. στ', 14, 26, 27 και 404 παρ. 1, 2 και 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητος ο ακριβής προσδιορισμός των συγκεκριμένων ημερομηνιών καταβολής των δανείων καθώς και καταβολής των τοκογλυφικών τόκων, ούτε ο προσδιορισμός του τόπου και του τρόπου των εν λόγω καταβολών. Περαιτέρω, ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της τοκογλυφίας, το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη και σαφή αιτιολογία στήριξε την κρίση του αυτή παραθέτοντας συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, συνιστώμενα στο ότι: 1) Συμφώνησε στη χορήγηση τεσσάρων δανείων και πήρε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν κατά πολύ το θεμιτό ποσοστό τόκου, 2) εισέπραττε κάθε μήνα τον αναλογούντα αθέμιτο τόκο, αποκτώντας ένα σταθερό και μεγάλο εισόδημα, 3) διαμόρφωσε την απαραίτητη υποδομή, με σύστημα και μέθοδο, αφού αξίωνε και ελάμβανε σε κάθε χορήγηση δανείου υπεύθυνη δήλωση με την καταχώρηση ότι το δάνειο είναι άτοκο, 4) ενσωμάτωσε σε αξιόγραφο (επιταγή) τοκογλυφικά ωφελήματα και ταυτόχρονα εξασφάλιζε το κεφάλαιο του εκάστοτε χορηγουμένου δανείου, που έτσι φερόταν, παρά τις καταβολές, διαρκώς ανεξόφλητο και 5) απέκτησε σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, με τη διαρκή και επαναλαμβανόμενη αξιόποινη συμπεριφορά του, εξικνείται μέχρι την έκδοση διαταγής πληρωμής, προκειμένου να καταστεί εφικτή η είσπραξη περαιτέρω τοκογλυφικών ωφελημάτων. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, κατά το μέρος με το οποίο, υπό επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, επιχειρείται η αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικώς αποδίδεται σφάλμα περί την εκτίμηση των αποδείξεων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) να απορριφθεί η υπ' αριθ. 247/5-11-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ' αριθμ. 2202/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα, 25-1-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ.1 ΠΚ "όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράτασης της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για την εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή, κατά δε την παρ.2 αυτού με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, β) όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Κατά την παράγραφο 3 αυτού, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ.1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών και ειδικότερα εκείνης του άρθρου 404 παρ. 2 περ. α' Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας, θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων. Θεωρείται, περαιτέρω, λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς ν'απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη αυτών. Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δηλαδή με συνομολόγηση, με λήψη ή με επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον, πραγματωθούν, σε αληθή πραγματική συρροή δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή κατ'εξακολούθηση εγκλήματος κατά την έννοια του άρθρου 98 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής μορφής από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 ΠΚ και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης απαιτείται επανειλημμένη τέλεση αντικειμενικώς, ενώ, από υποκειμενικής πλευράς, απαιτείται σκοπός πορισμού εισοδήματος. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το συγκεκριμένο έγκλημα, ενώ στο κατ'εξακολούθηση έγκλημα, το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενυπάρχει οπωσδήποτε το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως του εγκλήματος αυτού. Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης ως κατά συνήθεια τέλεση νοείται η από την κατ'επανάληψη τέλεση αυτής συναγωγή συμπεράσματος ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος.
ΙΙ. Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ.2202/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματούμενη εισαγγελικά πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ότι από το σύνολο του συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα επόμενα. "... Ο εγκαλών Ψ, προκειμένου να αντιμετωπίσει κατεπειγούσης φύσεως επιχειρηματικές ανάγκες, έλαβε έντοκα δάνεια από τον κατηγορού΅ενο Χ. Συγκεκρι΅ένα τον Ιανουάριο του έτους 1990 δανείστηκε ποσό 5.000.000 δρχ. ΅ε τοκογλυφικό τόκο 400.000 δρχ. το ΅ήνα και ΅έχρι το τέλος του έτους 1992 είχε καταβάλλει ποσό τοκογλυφικών τόκων 14.400.000 δρχ. Την 8.1.1993 δανείστηκε ποσό 5.000.000 δρχ. ΅ε τοκογλυφικό τόκο 800.000 δρχ. το ΅ήνα και ΅έχρι τον Δεκέ΅βριο του 2000 είχε καταβάλλει ποσό 76.200.000 δρχ. Στα ΅έσα Δεκε΅βρίου 2000 δανείστηκε ποσό 10.000.000 δρχ. ΅ε τοκογλυφικό τόκο 1.000.000 δρχ. το ΅ήνα και ΅έχρι την 19.4.2001 είχε καταβάλλει ποσό 4.000.000 δρχ. Την 19.4.2001 δανείστηκε ποσό 10.000.000 δρχ. ΅ε τοκογλυφικό τόκο 1.000.000 δρχ. το ΅ήνα και ΅έχρι την 30.4.2003 είχε καταβάλλει ποσό 12.200.000 δρχ. Για την εξασφάλιση του ποσού που δανειζόταν ο εγκαλών εξέδιδε ως εγγύηση ΅ία ΅εταχρονολογη΅ένη τραπεζική επιταγή, την οποία ανανέωνε κάθε φορά που έληγε ο χρόνος πληρω΅ής της. Στην επιταγή ενσω΅ατώνονταν κάθε φορά το ποσό του νέου δανείου και έτσι ΅ε την χορήγηση του δανείου των 10.000.000 δρχ. εκδόθηκε ΅εταχρονολογη΅ένη επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος ΅ε αριθ΅ό ....., λήξεως 30.4.2003, για κεφάλαιο 88.041 ευρώ (30.000.000 δρχ.). Περαιτέρω σε κάθε ανανέωση της επιταγής ο κατηγορού΅ενος αξίωνε και ελά΅βανε από τον εγκαλούντα υπεύθυνη δήλωση στην οποία ανέγραφε ότι δήθεν το ποσό του δανείου ήταν άτοκο και ότι αναλά΅βανε την υποχρέωση να το επιστρέψει στο χρόνο λήξεως κάθε ΅εταχρονολογη΅ένης επιταγής. Ο εγκαλών αρνήθηκε να ανανεώσει την επιταγή ΅ετά την πληρω΅ή των τόκων του Απριλίου 2003, υποστηρίζοντας ότι έχει εξοφλήσει κεφάλαιο και τόκους, ενη΅έρωσε δε σχετικά τον κατηγορού΅ενο ΅ε την από 9.3.2003 εξώδικη δήλωση του, ζητώντας την επιστροφή της επιταγής. Ο κατηγορού΅ενος εζήτησε και εκδόθηκε η ΅ε αριθ΅ό 4127/2003 διαταγή πληρω΅ής του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ΅ε βάση την ανωτέρω επιταγή, επιδιώκοντας να εισπράξει το ήδη εξοφληθέν κεφάλαιο. Επο΅ένως. κατά το χρονικό διάστη΅α από την 3.6.1999 ΅έχρι την 14.5.2003 συ΅φώνησε και έλαβε από τον εγκαλούντα για ποσό δανείου 10.000.000 δρχ., περιουσιακά ωφελή΅ατα που υπερβαίνουν το κατά νό΅ο θε΅ιτό ποσοστό του τόκου δηλαδή α) για το χρονικό διάστη΅α από 3.6.1999 ΅έχρι την 16.12.2000 εισέπραξε 6.000.000 δρχ. (1.000.000 δρχ. ΅ηνιαίως επί 6 ΅ήνες) αντί του θε΅ιτού 948.000 δρχ. (6 ΅ήνες επί 1,58% το ΅ήνα ΅ε ετήσιο νό΅ι΅ο επιτόκιο 19%), β) για το χρονικό διάστη΅α από 17.12.2000 ΅έχρι την 14.5.2003 εισέπραξε 41.000.000 δρχ. (1.000.000 δρχ. ΅ηνιαίως επί 41 ΅ήνες) αντί του θε΅ιτού 5.200.000 δρχ. (41 ΅ήνες επί 52% - ΅έσος όρος του αναλογούντος τόκου ΅ε διακυ΅άνσεις αυτό το χρονικό διάστη΅α από 16,50% ΅έχρι 10,50%). Εξάλλου ο κατηγορού΅ενος επεδίωξε την εκπλήρωση των τοκογλυφικών ωφελη΅άτων που πήγασαν από την απαίτηση αυτή και ενσω΅ατώθηκαν στην ΅ε αριθ΅ό ..... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας, λήξεως την 30.4.2003 ΅ε την έκδοση της ΅ε αριθ΅ό 4127/2003 διαταγής πληρω΅ής του Μονο΅ελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο κατηγορού΅ενος τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις της παρ. 3 του άρθρου 404 ΠΚ. Τα συγκεκρι΅ένα πραγ΅ατικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι απαιτού΅ενες κατά το άρθρο 13 στ' ΠΚ αναγκαίες προϋποθέσεις για την συνδρο΅ή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελ΅α και κατά συνήθεια τελέσεως του εγκλή΅ατος της τοκογλυφίας είναι: 1) ο κατηγορού΅ενος συ΅φώνησε την χορήγηση τεσσάρων δανείων και πήρε για τον εαυτό του, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, περιουσιακά ωφελή΅ατα που υπερβαίνουν κατά πολύ το θε΅ιτό ποσοστό τόκου, 2) εισέπραττε κάθε ΅ήνα τον αναλογούντα αθέ΅ιτο τόκο, αποκτώντας ένα σταθερό και ΅εγάλο εισόδη΅α, 3) δια΅όρφωσε την απαραίτητη υποδο΅ή, ΅ε σύστη΅α και ΅έθοδο, αφού αξίωνε και ελά΅βανε σε κάθε χορήγηση δανείου, υπεύθυνη δήλωση ΅ε την καταχώρηση ότι το δάνειο είναι άτοκο, 4) ενσω΅άτωσε σε αξιόγραφο (επιταγή) τοκογλυφικά ωφελή΅ατα και ταυτόχρονα εξασφάλιζε το κεφάλαιο του εκάστοτε χορηγου΅ένου δανείου, που έτσι φέρονταν, παρά τις καταβολές, διαρκώς ανεξόφλητο, 5) απέκτησε σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλή΅ατος της τοκογλυφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του ΅ε την διαρκή και επαναλα΅βανό΅ενη αξιόποινη συ΅περιφορά του που εξικνείται ΅έχρι την έκδοση διαταγής πληρω΅ής προκει΅ένου να καταστεί εφικτή η είσπραξη περαιτέρω τοκογλυφικών ωφελη΅άτων....". Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο ο αναιρεσείων, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ, και 404 παρ.2 σε συνδ. με παρ. 1,3 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχει πλήρης αιτιολογία, αφού για κάθε επί μέρους πράξη εκτίθεται α) το χρηματικό ποσό που χορήγησε στον εγκαλούντα ως δάνειο τα β) το ποσό το οποίο συνομολόγησε και έλαβε στο αναφερόμενο χρονικό διάστημα, και γ) το νόμιμο ποσοστό τόκου κατά το διάστημα αυτό. Εξ άλλου στο βούλευμα προσδιορίζεται η χρονική διάρκεια των δανείων για τα οποία ο κατηγορούμενος συνομολόγησε και έλαβε αθέμιτους τόκους και για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να προσδιορίζεται η ακριβής ημερομηνία συνομολόγησης των δανειακών συμβάσεων και καταβολής του δανείσματος στον εγκαλούντα ούτε και η ακριβής ημερομηνία εισπράξεως των τοκογλυφικών τόκων.
Συνεπώς, ο για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα στοιχεία της πράξεως πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τις προεκτεθείσες παραδοχές του, το βούλευμα διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης της τοκογλυφίας και συνεπώς οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις προβαλλόμενες με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λόγους αναιρέσεως είναι αβάσιμες. Τέλος, και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, με την επίκληση και την αντίθετη από αυτόν αξιολόγηση αποδεικτικού μέσου (της πολιτικής υπ' αριθμ. 2491/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών) πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστικού συμβουλίου.
Μετά ταύτα, πρέπει ν' απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ.247/5-11-2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2202/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ήδη ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ