Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2133 / 2007    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Απόπειρα, Ψευδορκία, Υπεξαίρεση, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση.




Περίληψη:
Αναιρεί εν μέρει για α) μερικότε-ρη πράξη κακουργηματικής υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση (χρόνος τέλεσης Δεκέμβριος 1991) με παραπεμπόμενη την 14, β) ψευδή ανώμοτη κατάθεση (χρόνος τέλεσης 18-11-2002) με παραπεμπόμενη την 14 και γ) ψευδή ανώμοτη κατάθεση (χρόνος τέλεσης 22-7-2002) με παραπεμπόμενο τον τρίτο. Παύει οριστικά ποινική δίωξη (παραγραφή) για άνω πράξη. Απορρίπτει κατά τα λοιπά αιτήσεις (3) αναιρέσεως. Ι) Η πρώτη Πρόεδρος ΔΣ Διευθύνουσα Σύμβουλος της «ΑΕ Ψυγεία Ευρώπης». Με απόφαση ΔΣ της ανατέθηκαν καθήκοντα διαχειριστή (ευρείες εξουσίες). Ιδιοποίηση χρημάτων κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και ιδιαίτερα μεγά-λης αξίας. Παραπομπή 375 παρ. 1,2 ΠΚ, ΙΙ) Οι 2ος και 3ος παραπέμπονται για απόπειρα κακουργηματικής απάτης. Έγερση αγωγών στο Πολ. Πρωτ. Αθηνών με τις οποίες προέβαλαν εν γνώσει τους ψευδή περιστατικά και προς υποστήριξή τους επικαλέσθηκαν τις ψευδείς καταθέσεις της εξετα-σθείσης κατά τη συζήτηση μητέρας τους. Δεν επήλθε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, γιατί η δεύτερη αγωγή απορρίφθηκε, ενώ επί της πρώτης δεν εκδόθηκε απόφαση. Τέλεση κατ΄ επάγγελμα και επιδιωκόμενο όφελος υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ και ΙΙΙ) Ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολού-θηση της πρώτης αναιρεσείουσας




Αριθμός 2133/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 Δεκεμβρίου 2006, τρείς (3) τον αριθμό, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1945/2006. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 201/16.5.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλοπούλου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντες κατά το άρθρο 485 παρ 1 Κ. Π.Δ, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις από 4.12.2006 υπ΄αριθμ. 154, 155 και 156 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ3 και γ) Χ2 , κατά του υπ. αρ. 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτομεν τα εξής: α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθησαν εν μέρει, κατ' ουσίαν, οι υπ. αρ. 24, 25 και 26/2006 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ. αρ. 4002/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, δια του οποίου παραπέμφθησαν στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστούν για τις κατωτέρω πράξεις. β) Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ.1, 3 του Κ.Π.Δ, με τις άνω από 4.12.2006 δηλώσεις των αναιρεσειόντων στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι υπ. αρ. 153, 154 και 155/2006 εκθέσεις αναιρέσεως. Το προσβαλλόμενο βούλευμα στους δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων επιδόθηκε στις 23.11.2006, ενώ η πρώτη εξ αυτών άσκησε την αναίρεση πριν αυτό της επιδοθεί. Επομένως και οι τρεις αιτήσεις αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτές. γ) Ως λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ποινικής διάταξης. 1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμόν 1436/2006 βούλευμα του, αποφάνθηκε, με όσα περιλαμβάνονται στο διατακτικό του, ότι πρέπει να παραπεμφθούν ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων οι αναιρεσείοντες: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στην Αθήνα, ετέλεσαν, κατά τους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις, περισσότερα εγκλήματα, νόμω προβλεπόμενα και τιμωρούμενα με στερητικές της ελευθερίας ποινές και συγκεκριμένα: "Α) Η Χ1 1) τον Δεκέμβριο 1991, 2) το έτος 1992 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο, 3) αρχές Δεκεμβρίου 1992, 4) το έτος 1993 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο και 5) το έτος 1994 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος παρανόμως ιδιοποιήθηκε ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή της, το αντικείμενο δε της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτήν λόγω της ιδιότητας της ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενέχει δε η πράξη της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, τυγχάνοντας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και έχοντας λάβει στην κατοχή της, κατά τους αντίστοιχους χρόνους, ποσά, αντίστοιχα, 280.897.501 δρχ., 535.509.360 δρχ., 122.084.642 δρχ., 574.113.762 δρχ. και 922.650.944 δραχμών, με την ιδιότητα της ως διαχειριστή της περιουσίας της εταιρείας αυτής, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης αφού τα χρήματα αυτά ήταν εμπιστευμένα σ΄ αυτήν λόγω της αναφερόμενης ιδιότητας της ως διαχειριστή, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας αυτά στην ατομική της περιουσία, το αντικείμενο δε κάθε μερικότερης πράξεως αλλά και συνολικά είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Β) Οι Χ2 και Χ3 , στις 16-1-2002 και 18-1-2002, ενεργώντας από κοινού με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος με σκοπό να αποκομίσουν παράνομα περιουσιακό όφελος, με πρόκληση βλάβης σε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, επιχείρησαν πράξη που περιείχε αρχή εκτελέσεως, οι ίδιοι δε διαπράττουν απάτες κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Συγκεκριμένα κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, α) στις 16-1-2002 την με αριθμό καταθέσεως 364/2002 αγωγή τους εναντίον των 1) Ψ1 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ζητούσαν να τους επιδικαστεί ποσό 140.990.000 δρχ., σε βάρος των εναγομένων, ως χρηματική ικανοποίηση, προβάλλοντας εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι από την μακροχρόνια μεταξύ τους διαμάχη, ενώ εγνώριζαν ότι υπαίτιοι, εκδόσεως εικονικών παραστατικών από την εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και εικονικών συναλλαγών αυτής, ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, υποστήριζαν ότι στην ουσία υπεύθυνη για τα τιμολόγια αυτά και τις εικονικές συναλλαγές ήταν η εκπροσωπούσα αυτούς στην ιδία εταιρεία, μητέρα τους Χ1 επικαλέστηκαν δε, για υποστήριξη του ισχυρισμού τους, την κατάθεση, με ανάλογο περιεχόμενο, της ως μάρτυρα, εξετασθείσης, κατά τη συζήτηση της αγωγής Χ1 που ήταν ψευδής, μειώνοντας έτσι την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων, β) στις 18-1-2002 την με αριθμό καταθέσεως 435/2002 αγωγή τους, εναντίον των, 1) Ψ4 , 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ζητούσαν να τους επιδικαστεί ποσό 425.531,91 ευρώ, σε Βάρος των εναγομένων, ως χρηματική ικανοποίηση, προβάλλοντας εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι, ενώ εγνώριζαν ήδη από την αρχή την εικονικότητα των τιμολογίων που αναφέρονται στην προηγούμενη μερικότερη πράξη και ότι αυτά είχαν εκδοθεί από ενέργειες μόνον των υπαλλήλων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.", Υ1, Υ2 και Υ3 χωρίς ενέργειες ή παρώθηση της Χ1 και των εναγόντων, εν τούτοις υποστήριζαν τα αντίθετα, επικαλέστηκαν δε προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους, την κατάθεση, με ανάλογο περιεχόμενο, της ως μάρτυρα εξετασθείσης, κατά τη συζήτηση της αγωγής Χ1, μειώνοντας έτσι την τιμή και την υπόληψη των εναγόντων. Το επιδιωκόμενο όμως από τους τελευταίους, στις μερικότερες αυτές πράξεις απάτης αποτέλεσμα δεν επήλθε από λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση τους και συγκεκριμένα γιατί στην πρώτη περίπτωση δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η αγωγή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Οι ίδιοι δε διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση μαρτυρείται σκοπός παρανόμου ιδιοποιήσεως, ενώ και το συνολικό όφελος που επιδιώχθηκε υπερβαίνει το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό που ζητήθηκε με τις δύο αγωγές. Γ) Η Χ1, στις 10-4-2003 και 17-4-2003, ενόρκως εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει ψέματα, συνδέονται δε οι μερικότερες πράξεις της ψευδορκίας με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ' εξακολούθηση εγκλήματα ψευδορκίας μάρτυρα. Ειδικότερα α) στις 10-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αγωγής που αναφέρεται στην προηγούμενη πράξη, με αριθμό κατάθεσης 364/2002, ενόρκως εξεταζόμενη ως μάρτυρας, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι αγνοούσε την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων στην εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.", ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία για τα οποία είχαν εκδώσει εικονικά τιμολόγια ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300, ενώ αληθινά ήταν και εγνώριζε, την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων, εκτός από τα θεωρημένα από την Οικονομική Αρχή, που χρησιμοποιούσε η εταιρεία στις δραστηριότητες της, ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις και ότι ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο του αναφερόμενου τύπου και β) στις 17-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αγωγής, που αναφέρεται στην προηγούμενη πράξη, απάτης, με αριθμό κατάθεσης 435/2002, ενόρκως εξεταζόμενη ως μάρτυρας, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων βιβλίων που αναφέρονται στην αμέσως προηγούμενη πράξη ψευδορκίας, ότι αντιθέτως την ύπαρξη αυτή εγνώριζαν οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι βρέθηκε κατάλογος με εικονικά τιμολόγια σε θυρίδα του υπαλλήλου της εταιρείας Υ1 ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα χρηματικά ποσά από την εταιρεία, ενώ αληθινά ήταν ότι δεν αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων βιβλίων, την οποία αγνοούσαν οι Ψ4 και Ψ2 ότι δεν βρέθηκε στην θυρίδα του υπαλλήλου Υ1 κατάλογος εικονικών τιμολογίων, ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις ποσών σε βάρος της εταιρείας. Δ) Η ιδία Χ1, στις 18-11-2002, εξεταζόμενη χωρίς όρκο ως διάδικος σε αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα ενώ εξετάστηκε χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγουσα, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως της Ψ3 κατά της υπ' αριθμ. 62890/2002 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατάθεσε εν γνώσει ψευδώς "Για τα εικονικά τιμολόγια έχω να πω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ήμουν μόνο μια κυρά στο σπίτι. Δεν έχω ιδέα για τα μαύρα Βιβλία ... Σκέφθηκαν (οι Υ1 και Υ2 ) να καταληστεύσουν την εταιρεία. Ήταν κατασκευασμένα τα στοιχεία απ' αυτούς που είχαν εκδιωχθεί από την εταιρεία", ενώ αληθινά ήταν και το εγνώριζε, σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν και στην προηγούμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ότι τα εικονικά τιμολόγια και τα δεύτερα βιβλία δεν είχαν κατασκευαστεί από τους Υ1 και Υ2 υπαλλήλους της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν είχαν καταχραστεί χρημάτων της εταιρείας. Ε) Ο Χ3 , στις 22-7-2002, εξεταζόμενος χωρίς όρκο ως διάδικος σε αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα εξεταζόμενος, χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγων, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση των σε βάρος των Ψ3 και Ζ1 κατηγοριών, για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς "εμφανίστηκαν κάποια μαύρα βιβλία. Στη γενική συνέλευση εμείς πρώτη φορά τα βλέπαμε ... διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν πολλά εικονικά τιμολόγια. Ο Υ1 και ο Υ2 τα έβαλαν ... στο γραφείο του ......είπαμε ότι τα λεφτά των πλαστών τιμολογίων τα πήραν ο Υ1 και ο Υ2 ", ενώ αληθές ήταν ότι ο ίδιος τουλάχιστον μετά το έτος 1995 εγνώριζε την εικονικότητα των τιμολογίων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας αυτής Υ1 και Υ2 δεν είχαν ιδιοποιηθεί τα ποσά που εμφανίζονταν στα εικονικά ή πλαστά τιμολόγια". 2. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο (ΑΠ 1778/1993, 760/1996, 711/2000, 1462/2003 ΠΧ ΜΔ΄ 167, ΜΖ 372, ΝΑ΄ 54, ΝΔ. 360 αντίστοιχα). Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ Β' ΚΠΔ και η εσφαλμένη από το Συμβούλιο ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Και εσφαλμένη μεν ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στην διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, τέτοια δε περίπτωση συντρέχει όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα, με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου η κατά την έκθεση τους εμφιλοχώρησε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό, είτε στην αιτιολογία, είτε μεταξύ αιτιολογίας και διατακτικού, καθιστώσα ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, εν σχέσει με την ορθή εφαρμογή, του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (Α.Π. 72/2004, Π.Χρ. ΝΔ. 774, Α.Π. 1004/2003 Π.Χρ. ΝΔ. 401). Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικώς ή μερικώς κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο, όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση ετιμωρείτο σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης, όπως όταντο αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στον δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του δράστη ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή του μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας. Μετά την αντικατάσταση της ίδια παραγράφου από το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφ΄ενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και αφ΄ετέρου να το έχουν εμπιστευθεί στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικές αναφερόμενες ιδιότητες τούτου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου. Η νεότερη αυτή διάταξη, που θεσπίζει ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως, το αντικείμενο αυτής πρέπει να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και στο πρόσωπο του δράστη πρέπει να υπάρχει μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη. ΄Ετσι, η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρμοστέα και στις αξιόποινες πράξεις υπεξαιρέσεως, που έχουν τελεστεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996, εκτός αν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξεως, με τη συνδρομή του αντικειμένου ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, βασίζεται αποκλειστικά στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου, οπότε εφαρμοστέα τυγχάνει η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 του Π.Κ., ως ευμενεστέρα για τον κατηγορούμενο, διότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αξιώνει και το επιπλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (Α.Π. 769/2005 Π.Χρ. ΝΕ 1024). Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, ορίζετο ότι "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών). Με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 2721/1999 που ισχύει από την 3η Ιουνίου 1999, στη διάταξη της παρ. 1 προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο, "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ (25.000.000 δρχ.), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη δέκα ετών" και στη διάταξη της παρ. 2, όπως είχε αντικατασταθεί, προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο, "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τις εβδομήντα τρεις χιλιάδες (73.000) Ευρώ (25.000.000 δρχ.), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Με τη νέα δηλαδή ρύθμιση καθιερώνονται δύο μορφές κακουργηματικού χαρακτήρα της υπεξαίρεσης (έναντι μίας του προηγούμενο δικαίου), η πρώτη όταν και μόνον η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ και η β δεύτερη όταν το συνολικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συντρέχει παράλληλα, μία από τις αναφερόμενες πλέον περιοριστικά έξι περιπτώσεις κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενώ η συνδρομή στην τελευταία περίπτωση και συνολικής αξίας του αντικειμένου της υπεξαίρεσης μεγαλύτερης των 73.000 Ευρώ συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Από την άποψη αυτή, η ρύθμιση των νέων διατάξεων, στο μέτρο που καθιερώνεται με αυτή, νέα μορφή κακουργηματικού χαρακτήρα της υπεξαίρεσης και συνολική αξία του αντικειμένου αυτής, είναι δυσμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου και δεν μπορεί, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, να τύχει εφαρμογής για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της, στο μέτρο δε που καθιερώνεται συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλη και περιοριστική απαρίθμηση των περιπτώσεων κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (έναντι της ενδεικτικής του προηγούμενου δικαίου) είναι ευμενέστερη και εφαρμοστέα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της (Α.Π. 347/2006 Π.Χρ ΝΣΤ 831). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, σαν παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) Βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της (ΑΠ 793/1999 ΠΧ Ν', σελ. 341). Περαιτέρω, και όσον αφορά πάντοτε το έγκλημα της απάτης, κατά το άρθρο 386 παρ. 3 περ. β' Π.Κ., όπως αντικατ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.767,57 Ευρώ). Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως αβάσιμη την αγωγή ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση (ΑΠ 762/2000 ΠΧ ΝΑ' σελ. 111, ΑΠ 2433/2003 ΠΧ ΝΔ' σελ. 904, ΑΠ 661/2006). Εξάλλου, με φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιμωρείται α) όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως, ως μάρτυρας, ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση της μεν αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέταση, πραγματικά περιστατικά που είναι ψευδή ή να αρνείται ή να αποκρύπτει την αλήθεια, της δε υποκειμενικής απαιτείται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στην γνώση του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. 3. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο Βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, αναφερόμενο επιτρεπτώς εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα περιστατικά: Στις 1-6-1989 απεβίωσε εξαιτίας αυτοκινητιστικού ατυχήματος ο ΧΚ1 , πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.Ε." που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή εταιρεία, στην οποία συμμετείχε, αυτός μεν κατά ποσοστό 67,98%, κατά το υπόλοιπο δε 32,02%, η αδελφή του, Ψ3 σύζυγος του εγκαλούντα Ψ2. Η εταιρεία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες των Βαλκανίων στο είδος αυτών των υπηρεσιών διαθέτουσα ικανή ακίνητη περιουσία, με οικόπεδο και εργοστάσιο στην οδό Πέτρου Ράλλη, αριθμ. 8, στην περιοχή του Ρουφ Αττικής. Ο ΧΚ1 ήταν σύζυγος της πρώτης αναιρεσείουσας Χ1, με την οποία είχε διαζευχθεί το έτος 1988, δηλαδή πριν από το θάνατο του. Από το μεταξύ τους γάμο είχαν αποκτήσει τα τέκνα, Χ2 δεύτερο αναιρεσείοντα, που γεννήθηκε στις 8-11-1971, Χ3 επίσης αναιρεσείοντα, που γεννήθηκε στις 27-6-1973 και τον Π2 ανήλικο κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του. Είχε, επίσης, αποκτήσει ο ΧΚ1 και ένα εκτός γάμου τέκνο, την Π1 από τη σχέση αυτού με την Ζ1 την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του ΧΚ1 το μερίδιο αυτού στην πιο πάνω εταιρεία, περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1 διαμορφώθηκε σε 50.98%, ενώ αυτό της αδελφής του Ψ3 και του εκτός γάμου τέκνου του Π1 σε 49,02%. Ήδη από το έτος 1990 η Χ1 ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και Διευθύνων Σύμβουλος, της ανετέθησαν δε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καθήκοντα διαχειριστή με ευρείες εξουσίες να ενεργεί νομικές και υλικές πράξεις, με την τελευταία δε ιδιότητα, κατά κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε, με περισσότερες μερικότερες πράξεις μεγάλα χρηματικά ποσά σε βάρος της εταιρείας, το αντικείμενο δε των μερικότερων πράξεων, καθεμιάς, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Με αφορμή τη διοίκηση και τη διαχείριση της εταιρείας μεταξύ αυτής και των εκκαλούντων Χ3 και Χ2 από την μια πλευρά και των Ψ3, Ψ2 και Ψ4 από την άλλη πλευρά, διεξάγεται μακροχρόνιος, πέραν των δέκα ετών, δικαστικός αγώνας στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια. Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του Χ2 εκκαλούντα, ανατέθηκαν σ΄ αυτόν, με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, καθήκοντα Βοηθού γενικού διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 22-7-1992 και ο αδελφός του Χ3 , οι οποίοι λόγω απειρίας και σπουδών, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή, χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων την οποία ουσιαστικά είχε η Χ1 συνεπικουρούμενη από υπαλλήλους του λογιστηρίου της εταιρείας. Στο μεταξύ όμως οι σχέσεις μεταξύ των μετόχων της πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του ΧΚ1 δεν ήταν καθόλου αρμονικές, δεδομένου ότι η εκκαλούσα Χ1, εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της, είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα της Ψ3 και της ανήλικης Π1 που εκπροσωπείτο από τη μητέρα της Ζ1. Μάλιστα προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους η κάθε πλευρά προσέλαβε έμπειρους δικηγόρους, σε θέματα ανωνύμων εταιρειών και συγκεκριμένα η πλειοψηφία το Δ1 και η μειοψηφία τον Ψ4 πολιτικώς ενάγοντα στην κρινόμενη υπόθεση, οι οποίοι και συμμετείχαν ενεργά στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Επίσης, ειδικά σε σχέση με τα αδικήματα, για τα οποία κρίνει ότι οι αναιρεσείοντες πρέπει να παραπεμφθούν στο ακροατήριο, δέχεται τα εξής: Α) Ότι, ποσό 122.084.642 δραχμών, είχε περιέλθει στην κατοχή της πρώτης αναιρεσείουσας, Χ1, εμπιστευμένο σ΄ αυτήν, κατά την διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε.", η ίδια δε μόνη, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, από τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρείας με ευρείες εξουσίες, υλικών και νομικών πράξεων, παρανόμως ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό, αρχές Δεκεμβρίου 1992 και το ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Με το ποσό αυτό που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αγόρασε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης "..... ΕΠΕ" που συστάθηκε από τους ίδιους τρεις εκκαλούντες, από την εταιρεία "ΒΕΑΚΑ Α.Ε." ακίνητο στην οδό Πέτρου Ράλλη, με το υπ΄ αριθμ. ...... συμβόλαιο τής συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης - Φρειδερίκης Αλημίση. Ότι, επίσης, με την ίδια ως άνω ιδιότητα η πρώτη αναιρεσείουσα, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, από τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρείας, ενσωμάτωσε με περισσότερες μερικότερες πράξεις που συνδέονται με ενότητα δόλου, στην περιουσία της: α) 280.897.501 δρχ., στα τέλη Δεκεμβρίου 1991 β) 535.509.360 δρχ., το έτος 1992 , γ) 574.113.762 δρχ. το έτος 1993 και δ) 922.650.944 δρχ., το έτος 1994.
Β) Ότι οι δεύτερος και τρίτος εκ των αναιρεσειόντων κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών: α) στις 16-1-2002 την με αριθμό κατάθεσης 364/2002 αγωγή εναντίον των 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ισχυριζόταν ότι οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την επαγγελματική τους υπόληψη και ζητούσαν να τους επιδικαστεί για χρηματική ικανοποίηση ποσό 149.990.000 δρχ., β) στις 18.1.2002 την με αριθμό κατάθεσης 435/2002 αγωγή, εναντίον των 1) Ψ4 , 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία με ανάλογους, με της προηγούμενης αγωγής και για τους τελευταίους εναγόμενους, ισχυρισμούς, ζητούσαν να τους επιδικαστεί, για χρηματική ικανοποίηση, ποσό 425.531,91 ευρώ. Η τελευταία αυτή αγωγή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ όσον αφορά την πρώτη δεν προκύπτει η έκδοση οριστικής αποφάσεως. Στην πρώτη αγωγή οι νυν αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν, ειδικότερα, ότι οι εναγόμενοι, από την μακροχρόνια δικαστική μεταξύ τους διαμάχη ενώ εγνώριζαν ότι υπαίτιοι, εκδόσεως εικονικών παραστατικών από την εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και εικονικών συναλλαγών αυτών, ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, υποστήριζαν ότι στην ουσία υπεύθυνη για τα τιμολόγια αυτά και τις εικονικές συναλλαγές ήταν η εκπροσωπούσα αυτούς στην εταιρεία Χ1. Στην δεύτερη αγωγή οι νυν αναιρεσείοντες Χ3 και Χ2 ισχυρίστηκαν ότι οι εναγόμενοι, ενώ εγνώριζαν ήδη από την αρχή την εικονικότητα των τιμολογίων και ότι αυτά είχαν εκδοθεί από την εταιρεία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.", μετά από ενέργειες μόνον των υπαλλήλων της εταιρείας Υ1, Υ2 και Υ3 χωρίς ενέργεια ή παρώθηση από την Χ1 και απ' αυτούς, εν τούτοις υποστήριζαν τα αντίθετα. Γ) Ότι η πρώτη αναιρεσείουσα, εξεταζόμενη ενόρκως, ως μάρτυρας, α) στις 10.4.2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αμέσως προηγουμένως αναφερομένης αγωγής, με αριθμό κατάθεσης 364/2002 των Χ2 και Χ3 κατέθεσε ότι αγνοούσε την ύπαρξη δεύτερων Βιβλίων στην εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία για τα οποία είχαν εκδώσει εικονικά τιμολόγια, ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300, ενώ αληθινά ήταν ότι εγνώριζε την ύπαρξη δεύτερων Βιβλίων, εκτός από τα θεωρημένα από την Οικονομική Αρχή που χρησιμοποιούσε η εταιρεία, στις δραστηριότητες της, ότι οι υπάλληλοι Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις και ότι ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο του αναφερομένου τύπου, Β) στις 17-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της επίσης αναφερθείσης, με αριθμό καταθέσεως 435/2002, αγωγής των Χ2 και Χ3 κατέθεσε ότι η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων Βιβλίων που αναφέρθησαν στην προηγούμενη πράξη ψευδορκίας, ότι την ύπαρξη αυτών εγνωριζαν και οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι βρέθηκε κατάλογος με εικονικά τιμολόγια σε θυρίδα του υπαλλήλου της εταιρείας Υ1 ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία, ενώ αληθινά ήταν ότι δεν αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων Βιβλίων, την οποία αγνοούσαν οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι δεν βρέθηκε στον υπάλληλο της εταιρείας Υ1 κατάλογος εικονικών τιμολογίων, ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις ποσών σε βάρος της εταιρείας αυτής Υ1 και Υ2 δεν είχαν ιδιοποιηθεί τα ποσά που εμφανίζονταν στα εικονικά ή πλαστά τιμολόγια. Δ) Ότι η ίδια στις 18-11-2002, εξεταζόμενη χωρίς όρκο ως διάδικος σε αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει της κατέθεσε ψέματα. Συγκεκριμένα ενώ εξετάστηκε χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγουσα, στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως της Ψ3 κατά της υπ' αριθμ. 62890/2002 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατάθεσε εν γνώσει ψευδώς "Για τα εικονικά τιμολόγια έχω να πω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ήμουν μόνο μια κυρά στο σπίτι. Δεν έχω ιδέα για τα μαύρα Βιβλία ... Σκέφθηκαν (οι Υ1 και Υ2 ) να καταληστεύσουν την εταιρεία. Ήταν κατασκευασμένα τα στοιχεία απ' αυτούς που είχαν εκδιωχθεί από την εταιρεία", ενώ αληθινά ήταν και το εγνώριζε, σύμφωνα με όσα αναφέρθησαν και στην προηγούμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ότι τα εικονικά τιμολόγια και τα δεύτερα βιβλία δεν είχαν κατασκευαστεί από τους Υ1 και Υ2, υπαλλήλους της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν είχαν καταχραστεί χρημάτων της εταιρείας. Ε) Τέλος, ότι ο Χ3 (δεύτερος αναιρεσείων) στις 22-7-2002, εξετασθείς χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγων, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση των σε βάρος των Ψ3 και Ζ1 κατηγοριών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε ότι: "εμφανίστηκαν κάποια μαύρα βιβλία. Στη γενική συνέλευση εμείς πρώτη φορά τα βλέπαμε ... διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν πολλά εικονικά τιμολόγια. Ο Υ1 και ο Υ2 τα έβαλαν ... στο γραφείο του .... είπαμε ότι τα λεφτά των πλαστών τιμολογίων τα πήραν ο Υ1 και ο Υ2 ", ενώ αληθές ήταν ότι ο ίδιος τουλάχιστον μετά το έτος 1995, εγνώριζε την εικονικότητα των τιμολογίων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας. 4. Στο σκεπτικό του, το προσβαλλόμενο βούλευμα κρίνει ότι η πρώτη αναιρεσείουσα πρέπει να παραπεμφθεί για δύο κατ' εξακολούθηση μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης και ειδικότερα για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, από διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατά κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης, αναφορικά με τα ποσά: 1) των 122.084.642 δραχμών και χρόνο τέλεσης αρχές Δεκεμβρίου 1992 και 2) των 280.897.501, 535.509.360, 574.113.762, 922.650.944 δραχμών και χρόνο τέλεσης Δεκέμβριος 1991, έτος 1992, έτος 1993 και έτος 1994, αντίστοιχα. Στο διατακτικό του, πάλι, το ίδιο προσβαλλόμενο βούλευμα προβαίνει σε σύμπτυξη των δύο μερικότερων φερόμενων πράξεων υπεξαιρέσεως και παραπέμπει την πρώτη αναιρεσείουσα να δικασθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο διότι ".. τον Δεκέμβριο 1991, 2) το έτος 1992 και σε μη ειδικότερο διακριβωμένο χρόνο, 3) αρχές Δεκεμβρίου 1992, 4) το έτος 1993 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο και 5) το έτος 1994 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος παρανόμως ιδιοποιήθηκε ξένα ολικά κινητά πράγματα που περιήλθαν οπωσδήποτε στην κατοχή της, το αντικείμενο δε της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ' αυτήν λόγω της ιδιότητάς της ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενέχει δε η πράξη της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, τυγχάνοντας Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και έχοντας λάβει στην κατοχή της, κατά τους αντίστοιχους χρόνους, ποσά, αντίστοιχα, 280.897.501 δρχ., 535.509.360 δρχ., 122.084.642 δρχ., 574.113.762 δρχ. και 922.650.944 δραχμών, με την ιδιότητα της ως διαχειριστή της περιουσίας της εταιρείας αυτής, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης αφού τα χρήματα αυτά ήταν εμπιστευμένα σ' αυτήν λόγω της αναφερόμενης ιδιότητας της ως διαχειριστή, τα ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντας αυτά στην ατομική της περιουσία, το αντικείμενο δε κάθε μερικότερης πράξεως αλλά και συνολικό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Η παραπάνω παραπεμπτική κρίση του προσβαλλόμενου βουλεύματος αποτελεί αυτολεξεί επανάληψη της περιλαμβανόμενης στο διατακτικό της εισαγγελικής πρότασης κρίσης, ενώ στο σκεπτικό του εισαγγελέως, κατά τον ίδιο τρόπο που εμφανίζεται και στο Βούλευμα, γίνεται διαχωρισμός των παραπάνω ποσών, αφενός σε ποσό 122.084.642 δρχ., το οποίο φέρεται να ιδιοποιήθηκε η πρώτη αναιρεσείουσα στις αρχές Δεκεμβρίου 2002, αφετέρου στα ποσά των 280.897.501 δρχ., 535.509.360 δρχ., 574.113.762 δρχ. και 922.650.944 δραχμών, τα οποία φέρεται να ενσωμάτωσε στην περιουσία της η ίδια αναιρεσείουσα κατά τα έτη 1991, 1992, 1993 και 1994 αντίστοιχα. Εν τούτοις, στο διατακτικό της εισαγγελικής πρότασης προτείνεται η παραπομπή για ένα ενιαίο έγκλημα κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης που περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω ποσά. Με τις παραπάνω, όμως, παραδοχές του, το πληττόμενο Βούλευμα στερείται , της από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επιτρέποντας να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και ελλείψεις, καθόσον, στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, γίνεται απλή επανάληψη των διατάξεων της οικείας διάταξης του Ποινικού κώδικα, χωρίς να προκύπτει ουδόλως, με ποιόν συγκεκριμένο τρόπο και με ποιες επί μέρους πράξεις η πρώτη αναιρεσείουσα ιδιοποιήθηκε τα παραπάνω ποσά. Ακολούθως, δε, και προφανώς λόγω της έλλειψης των αναγκαίων συγκεκριμένων περιστατικών, δεν γίνεται ουδεμία αναφορά στις σκέψεις και τους συλλογισμούς που οδήγησαν το δικαστήριο στην παραπεμπτική κρίση. Το γεγονός της παραλλαγής της κατηγορίας της υπεξαίρεσης από μία πράξη σε δύο μερικότερες είναι αληθές ότι δημιουργεί κάποια σύγχυση, πλην όμως η βασική πλημμέλεια της αιτιολογίας του βουλεύματος έγκειται στην παραπάνω έλλειψη της παράθεσης των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την πράξη της υπεξαίρεσης, ειδικά όσον αφορά τον συγκεκριμένο τρόπο της ιδιοποίησης των ποσών. Το γεγονός, δε, ότι, όσον αφορά το ποσό των 2.313.249.602 δρχ., στις εισαγωγικές παρατηρήσεις της εισαγγελικής πρότασης γίνεται αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα, όπου περιγράφεται ως τρόπος υπεξαίρεσης του ως άνω ποσού η καταχώρηση εικονικών τιμολογίων στα βιβλία της εταιρείας, δεν καθιστά πλήρη και εμπεριστατωμένη την αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, διότι, εκτός του ότι η ως άνω παραδοχή αφορά διαφορετικό ποσό, δεν περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή το διατακτικό της εισαγγελικής πρότασης που παραδεκτά και νόμιμα ενσωματώνεται στο βούλευμα, ούτε, εξάλλου, με την παραδοχή αυτή, ακόμα κι αν θεωρηθεί μέρος της αιτιολογίας, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα περιστατικά της φερόμενης υπεξαίρεσης, υπό την έννοια ότι δεν αναφέρεται από ποιόν και πότε εκδόθηκαν τα εικονικά τιμολόγια και σε τι ακριβώς συνίσταται η εικονικότητα τους. Οι αντιφάσεις, δε, στο αιτιολογικό του βουλεύματος μάλλον ενισχύονται, κατά την ορθή επισήμανση των αναιρεσειόντων, από την απαλλαγή της πρώτης αναιρεσείουσας από την εντελώς όμοια κατηγορία υπεξαίρεσης για το ως άνω ποσό των 2.313.249.602 δρχ., πάλι με την έκδοση εικονικών τιμολογίων, με την αιτιολογία ακριβώς, μεταξύ άλλων, ότι δεν προέκυπτε σε τι συνίστατο η εικονικότητα των τιμολογίων, ούτε εάν περιήλθαν στην κατοχή της πρώτης κατηγορούμενης μερικότερα χρηματικά ποσά. Η παραπάνω διαπιστούμενη διαφοροποιημένη κρίση του Βουλεύματος μεταξύ κατηγοριών που, εκτός των διαφορετικών χρηματικών ποσών, συγκροτούνται από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν δικαιολογείται, ούτε, κυρίως, εξηγείται στο προσβαλλόμενο Βούλευμα, δεν παρατίθεται, δηλαδή, για ποιους λόγους και με Βάση ποια -διαφορετικά- πραγματικά περιστατικά το Βούλευμα οδηγήθηκε σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κρίσεις, όσον αφορά δύο όμοιες κατηγορίες. Εξάλλου, η έννοια της κατάχρησης εμπιστοσύνης, ως αόριστη νομική έννοια, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος θα κρίνει εάν τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν την εν λόγω έννοια, κατά συνέπεια θα πρέπει να αναφέρονται στο αιτιολογικό του παραπεμπτικού βουλεύματος οι ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες έγινε η παράδοση του ξένου πράγματος και οι οποίες Βαίνουν πέρα από εκείνες που αποτελούν τυπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της υποκείμενης σχέσεως, θεμελιώνοντας ιδιαίτερη εμπιστοσύνη (Α.Π. 641/92 Π.Χρ ΜΒ 645, Α.Π. 1063/1993 Π.Χ ΜΓ/818, ΑΠ 1178/1991, ΠΧ ΜΒ/148, Α.π. 620/1991, Π.Χ. ΜΑ/1131, ΑΠ 633/1990, ΠΧ ΜΑ/72, ΑΠ 1819/2004). Το υπό κρίση προσβαλλόμενο Βούλευμα δεν διαλαμβάνει τίποτα περί της ύπαρξης ή όχι, στο πρόσωπο της πρώτης αναιρεσειουσας, των ιδιαίτερων εκείνων συνθηκών που υποδεικνύουν κατάχρηση εμπιστοσύνης και κατ' αυτόν τον τρόπο η αιτιολογία πάσχει και σε αυτό το σκέλος. Ούτε, όμως, παρατίθενται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά και οι σκέψεις, σύμφωνα με τις οποίες η πρώτη αναιρεσείουσα είχε πράγματι την ιδιότητα του διαχειριστή της ξένης περιουσίας, ενεργούσε, δηλαδή όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις, με εξουσία αντιπροσώπευσης, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και ηθικής απόφασης και λήψης απόφασης με κίνδυνο και με ευθύνη αυτής, όπως απαιτείται (ΑΠ 975/2000, ΠΟΙΝ ΧΡ 2001 (221). Ενόψει των άνω ελλείψεων, ασαφειών και αντιφάσεων το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς το κεφάλαιο που αφορά την υπό στοιχ. Α΄ παραπεμπτική διάταξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, κατά το κεφάλαιο αυτό, είναι αναιρετέο, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ., για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νομίμου βάσεως. 5. Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς του δράστη και απορρίπτει την αγωγή του ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση, υπό την έννοια ότι εκδίδεται προδικαστική, τάσσουσα αποδείξεις (ΑΠ 975/2006, ΑΠ 769/2003, ΠΟΙΝ ΛΟΓ 2003/767, ΑΠ 638/1998, ΠΧ ΜΘ/130, ΑΠ 1215/1988, ΝοΒ 37, 289, ΑΠ 960/994, Π.ΧΡ. ΜΔ/931, ΑΠ 91/1994, Π.ΧΡ. ΜΔ/319). Στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Εφετείου Αθηνών, δεν προκύπτει από ποιά πραγματικά περιστατικά και με βάση ποιούς συλλογισμούς κρίθηκε ότι οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων, κατά την εκδίκαση των αναφερθεισών αγωγών εξαπάτησαν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο στην πρώτη περίπτωση δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη εξέδωσε την υπ΄αριθμ. 2639/2004 απόφαση. Συγκεκριμένα, δεν παρατίθεται με Βάση ποια στοιχεία κατέληξε το συμβούλιο στην κρίση ότι η ένορκη κατάθεση της πρώτης αναρεσείουσας και στις δύο αστικές δίκες ή και η ανωμοτί, κατά τα άνω εκτεθέντα, ήσαν ψευδείς, καθόσον, παρατίθενται μεν τα κατά το βούλευμα ψευδή γεγονότα που αυτή καταθέτει, η αναφορά, όμως, στα αληθή γεγονότα γίνεται υπό τη μορφή απλής αρνήσεως των κατατεθέντων, χωρίς να γίνεται ανάπτυξη των συναφών πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν, βάσει των οποίων κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό. Τέλος, σχετικά με την παραπομπή του δεύτερου αναιρεσείοντος για ψευδή ανωμοτί κατάθεση, ξανά το προσβαλλόμενο Βούλευμα, με τις παραδοχές του, δεν περιλαμβάνει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, δέχεται μεν ότι ο συγκεκριμένος αναιρεσείων "γνώριζε τουλάχιστον μετά το 1995" την εικονικότητα των τιμολογίων και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων στην εταιρεία, πλην όμως δεν αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων κατέληξε στην κρίση αυτή, ούτε προσδιορίζει τον χρόνο που έλαβε χώρα η επίμαχη γενική συνέλευση, για την οποία κατέθεσε ότι μέχρι αυτήν δεν γνώριζε περί των δεύτερων βιβλίων. Εν όψει των άνω ελλείψεων και ασαφειών αυτών, το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς αυτά τα κεφάλαια, δεν έχει την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στερείται νομίμου βάσεως και, συνεπώς, νόμιμο κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του Κ.Π.Δ. είναι, να αναιρεθεί. 6. Τέλος, οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι αποβληθέντες με το προσβαλλόμενο βούλευμα πολιτικοί ενάγοντες, απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
7. Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1, 2, 112 και 113 παρ. 2 του Π.Κ., όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα κακουργήματα (εκτός εκείνων που τιμωρούνται με ισόβια κάθειρξη) είναι δέκα πέντε ετών και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο διαρκεί η κυρία διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1β΄, 370 β΄, 484 παρ. 3 και 511 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο αντικατ. με το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής δίκης, ακόμη και από τον ΄Αρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωσή της και μετά την άσκηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος υποχρεούται ν΄αναιρέσει τούτο και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ΄ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 310 παρ. 1β του Κ.Π.Δ., αρκεί η αίτηση αναιρέσεως ν΄ασκηθεί παραδεκτώς και να περιέχεται σ΄αυτή ένας τουλάχιστον σαφής, ορισμένος και βάσιμος λόγος αναιρέσεως, από εκείνους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα. Αν ο χρόνος τελέσεως της πράξεως δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια (και όταν πρόκειται για έγκλημα κατ΄εξακολούθηση, στο οποίο η κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις που το συγκροτούν διατηρεί την αυτοτέλειά της), εφόσον ασκεί επιρροή στην παραγραφή της, δηλαδή δεν είναι εφικτό να κριθεί αν έχει επέλθει η παραγραφή, η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (Α.Π. 1625/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ 428). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος η αναιρεσείουσα Χ1, παραπέμπεται στο ακροατήριο για να δικαστεί μεταξύ άλλων, για κακουργηματική πράξη κατ΄εξακολούθηση, η οποία τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Οι δύο πρώτες μερικότερες πράξεις υπεξαιρέσεως ποσών 280.897.501 και 535.509.360 δραχμών, φέρονται ως τελεσθείσες τον Δεκέμβριο του 1991 και "το έτος 1992 και σε μη ειδικότερα διακριβωμένο χρόνο", αντιστοίχως.Το αξιόποινο αυτών, βάσει των ήδη εκτεθέντων, εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής, καθόσον από τον χρόνο τελέσεώς τους μέχρι σήμερα παρήλθε πλήρης δεκαπενταετία.
Συνεπώς, για τις δύο αυτές μερικότερες πράξεις, εν όψει του ότι οι λόγοι αναιρέσεως κρίθηκαν κατά τα ανωτέρω παραδεκτοί και βάσιμοι, πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινή δίωξη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝ 1) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο υπ΄αριθ. 1436/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά της Χ1 για τις μερικότερες πράξεις της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, οι οποίες φέρονται ως τελεσθείσες στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1991 και "σε μη ειδικώτερα διακριβωμένο χρόνο το 1992" και οι οποίες αναφέρονται στην υπό στοιχ. Α1 και 2 παραπεμπτική διάταξη του προσβαλλομένου βουλεύματος. 3) Να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς τις υπόλοιπες παραπεμπτικές διατάξεις στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Αναστάσιος Κανελλόπουλος".

Αφού άκουσε
τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην ως άνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) τρείς αιτήσεις αναιρέσεως με χρονολογία 4.12.2006, ήτοι α) η πρώτη της κατηγορουμένης Χ1, β) η δεύτερη του κατηγορουμένου Χ2 και γ) η τρίτη του κατηγορουμένου Χ3 , οι οποίες στρέφονται κατά του υπ΄αριθ. 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος, που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο, όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και τα ιδιοποιείται χωρίς δικαίωμα, που αναγνωρίζεται από το νόμο, και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείτο σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως όταν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του τελευταίου ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας, ενώ μετά την αντικατάσταση της παραγράφου αυτής από το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996 για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφετέρου να είναι τούτο εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικούς αναφερόμενες στη συγκεκριμένη παράγραφο ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας έχει εκείνος που ενεργεί διαχείριση, δηλαδή όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα και δυνατότητα αναπτύξεως πρωτοβουλίας, ως και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Η νεότερη αυτή διάταξη, με την οποία ορίζεται ότι για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως πρέπει το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπροσθέτως να υπάρχει στο πρόσωπο του δράστη μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες σ' αυτήν (διάταξη) ιδιότητες, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη στο σημείο αυτό, στην οποία η απαρίθμηση ήταν ενδεικτική (χωρίς και την ιδιαίτερα μεγάλη αξία). Έτσι, η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρμοστέα και επί των αξιοποίνων πράξεων υπεξαιρέσεως που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996. Ειδικά όμως για τις πράξεις αυτές, όταν ο κακουργηματικός τους χαρακτήρας με τη συνδρομή του αντικειμένου τους ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας βασίζεται αποκλειστικά στην ιδιότητα του δράστη ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας η προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 375 § 2 του ΠΚ είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, γιατί για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως αξιώνει και το επιπλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης σε αντίθεση με τη νεότερη διάταξη, η οποία αποβαίνει αυστηρότερη για τον κατηγορούμενο, αφού αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας με αποτέλεσμα ο τελευταίος να θεωρείται πάντοτε ως δράστης κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, εάν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει, ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του Ν.2408/1996, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2408/1999, απαιτείται επιπλέον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ., (ήδη 15.000 ευρώ. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του Δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ΄αυτόν ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος στηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσκομιδή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου εις βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην περίπτωση κατά την οποία ο Δικαστής δεν παραπλανήθηκε από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή ή δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του.
Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση), σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εν λόγω πρόταση. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώεσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεωςσυνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1436/2006 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ΄αυτό Εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ΄είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 1.6.1989 απεβίωσε εξαιτίας αυτοκινητικού ατυχήματος ο ΧΚ1 , πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.Ε." που αποτελούσε στην ουσία οικογενειακή εταιρεία, στην οποία συμμετείχε, αυτός μεν κατά ποσοστό 67,98%, κατά το υπόλοιπο δε 32,02%, η αδελφή του Ψ3 σύζυγος του εγκαλούντος Ψ2. Η εταιρεία αυτή είχε ως αντικείμενο εργασιών την παροχή υπηρεσιών ψύξεως προϊόντων ή διατηρήσεως προϊόντων, με την πάροδο δε του χρόνου εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες των Βαλκανίων στο είδος αυτών των υπηρεσιών, διαθέτουσα ικανή ακίνητη περιουσία, με οικόπεδο και εργοστάσιο στην οδό Πέτρου Ράλλη, αριθμ.8, στην περιοχή του Ρουφ Αττικής. Ο ΧΚ1 ήταν σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας Χ1, με την οποία είχε διαζευχθεί το έτος 1988. Από το μεταξύ τους γάμο είχαν αποκτήσει τα τέκνα, Χ2 εκκαλούντα, που γεννήθηκε στις 8-11-1971, Χ3 επίσης εκκαλούντα, που γεννήθηκε στις 27-6-1973 και τον Π2 ανήλικο κατά το χρόνο θανάτου του πατέρα του. Είχε, επίσης, αποκτήσει ο ΧΚ1 και ένα εκτός γάμου τέκνο, την Π1 από τη σχέση αυτού με την Ζ1 την οποία είχε αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο. Μετά το θάνατο του ΧΚ1 το μερίδιο αυτού στην πιο πάνω εταιρεία, περιήλθε στα τέσσερα ανήλικα τέκνα του και έτσι το ποσοστό των τέκνων αυτού από το γάμο του με την Χ1 διαμορφώθηκε σε 50.98%, ενώ αυτό της αδελφής του Ψ3 και του εκτός γάμου τέκνου του Π1 σε 49,02%. Ήδη από το έτος 1990 η Χ1 ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και Διευθύνουσα Σύμβουλος, της ανατέθηκαν δε, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καθήκοντα διαχειριστή με ευρείες εξουσίες να ενεργεί νομικές και υλικές πράξεις, με την τελευταία δε ιδιότητα, κατά κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε, με περισσότερες μερικότερες πράξεις μεγάλα χρηματικά ποσά σε βάρος της εταιρείας, το αντικείμενο δε των μερικότερων πράξεων, καθεμιάς, ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Με αφορμή τη διοίκηση και τη διαχείριση της εταιρείας μεταξύ αυτής και των εκκαλούντων Χ3 και Χ2 από τη μια πλευρά, και των Ψ3, Ψ2 και Ψ4 από την άλλη πλευρά, διεξάγεται μακροχρόνιος, πέραν των δέκα ετών, δικαστικός αγώνας στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, Στις 18.10.1990, μετά την ενηλικίωση του Χ2 εκκαλούντος ανατέθηκαν σ' αυτόν, με πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, καθήκοντα βοηθού γενικού διευθυντή, ενώ με τον ίδιο τρόπο έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας στις 22-7-1992 και ο αδελφός του Χ3 , οι οποίοι λόγω απειρίας και σπουδών, τουλάχιστον κατά το αρχικό χρονικό στάδιο της εισόδου τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας περιορίστηκαν σε τυπική συμμετοχή, χωρίς ενεργό ανάμειξη στη διαχείριση των εταιρικών πραγμάτων, την οποία ουσιαστικά είχε η Χ1 συνεπικουρούμενη από υπαλλήλους του λογιστηρίου της εταιρείας. Στο μεταξύ όμως οι σχέσεις μεταξύ των μετόχωντης πλειοψηφίας και εκείνων της μειοψηφίας μετά το θάνατο του ΧΚ1 δεν ήταν καθόλου αρμονικές,δεδομένου ότι η εκκαλούσα Χ1,εκπροσωπώντας τα ποσοστά των τριών ανηλίκων τέκνων της, είχε αντιτιθέμενα συμφέροντα προς εκείνα της Ψ3 και της ανήλικης Π1 που εκπροσωπείτο από τη μητέρα της Ζ1. Μάλιστα, προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους η κάθε πλευρά προσέλαβε έμπειρους δικηγόρους, σε θέματα ανωνύμων εταιρειών, και συγκεκριμένα, η πλειοψηφία το Δ1 και η μειοψηφία, τον Ψ4 πολιτικώς ενάγοντα στην κρινόμενη υπόθεση, οι οποίοι και συμμετείχαν ενεργά στο διοικητικό συμβούλιο της. Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι,ειδικά, σε σχέση με τα εγκλήματα, για τα οποία κρίνει ότι οι εκκαλούντες πρέπει να παραπεμφθούν στο ακροατήριο, προέκυψαν τα εξής: Α) 1. Μερικότερη κακουργηματική πράξη απάτης με χρόνο τελέσεως 30.6.1993. Το υλικό αντικείμενο της πράξεως αυτής, ποσό 122.084.642 δραχμών, είχε περιέλθει στην κατοχή της πρώτης εκκαλούσας Χ1, εμπιστευμένο σ' αυτήν, κατά τη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε."ι η ίδια δε μόνη, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, από τα καθήκοντα του διαχειριστή της εταιρείας με ευρείες εξουσίες, υλικών και νομικών πράξεων, παρανόμως ιδιοποιήθηκε το ποσό αυτό, αρχές Δεκεμβρίου 1992 και το ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Με το ποσό αυτό, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αγόρασε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ".... ΕΠΕ", που συστάθηκε από τους ίδιους τρεις εκκαλούντες, από την εταιρεία "ΒΕΛΚΑ Α.Ε." ακίνητο στην οδό ....., με το υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ελένης - Φρειδερίκης Αλημίση.
2. Μερικότερη πράξη κακουργηματικής απάτης με χρόνο τελέσεως 29.7.1996. Τα ποσά που κατά τη σχετική παραπεμπτική διάταξη φέρονται να απεκόμισαν οι εκκαλούντες με τέλεση απάτης, στην πραγματικότητα είχε ιδιοποιηθεί η απ' αυτούς Χ1 παρανόμως. Είχαν περιέλθει στην κατοχή της και ήταν εμπιστευμένα στην ίδια, κατά τη διαχείριση της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε.", αυτή δε, κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από την ιδιότητα του διαχειριστή, τα καθήκοντα του οποίου, όπως προεκτέθηκε, είχε αναλάβει, ενσωμάτωσε τα πιο κάτω ποσά με περισσότερες μερικότερες πράξεις που συνδέονται με ενότητα δόλου, στην περιουσία της και δη: α) τέλη Δεκεμβρίου 1991, 280.897.501 δρχ., β) το έτος 1992, 535.509.360 δρχ., γ) το έτος 1993, 574.113.762 δρχ. και δ) το έτος 1994, 922.650.944 δρχ., Η απόκρυψη από την ίδια εκκαλούσα στις 29-7-1996"κατά τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." των γενομένων απ΄ αυτήν ανωτέρω, προηγούμενων χρονικά, υπεξαιρέσεων, δεν συνιστά, για την ίδια, τιμωρητή πλέον πράξη απάτης. Συγκροτείται εν προκειμένω μόνον εξακολουθητική υπεξαίρεση από διαχειριστή, ενέχουσα κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με αντικείμενο, ενόψει της αξίας των ποσών στις συναλλαγές, για κάθε μερικότερη πράξη, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Β). Μερικότερες κακουργηματικές πράξεις απάτης στο δικαστήριο, που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 16-1-2002 και 18-1-2002 από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους Χ3 και Χ2. Οι εν λόγω εκκαλούντες κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, α) στις 16-1-2002 τη με αριθμό κατάθεσης 364/2002 αγωγή εναντίον των 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι έθιξαν την τιμή και την επαγγελματική τους υπόληψη και ζητούσαν να τους επιδικαστεί για χρηματική ικανοποίηση ποσό 149.990.000 δρχ. και β) στις 18.1.2002 τη με αριθμό κατάθεσης 435/2002 αγωγή εναντίον των 1) Ψ4 , 2)Ψ2 και 3) Ψ3 στην οποία με ανάλογους, με της προηγούμενης αγωγής και για τους τελευταίους εναγομένους, ισχυρισμούς ζητούσαν να τους επιδικαστεί- για χρηματική ικανοποίηση, ποσό 425.531,91 ευρώ. Η τελευταία αυτή αγωγή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ όσον αφορά την πρώτη δεν προκύπτει η έκδοση οριστικής αποφάσεως. Στην πρώτη αγωγή οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν, ειδικότερα, εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι από τη μακροχρόνια δικαστική μεταξύ τους διαμάχη, ενώ γνώριζαν ότι υπαίτιοι, εκδόσεως εικονικών παραστατικών από την εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και εικονικών συναλλαγών αυτών, ήταν οι υπάλληλοι της εταιρείας, υποστήριζαν ότι στην ουσία υπεύθυνη για τα τιμολόγια αυτά και τις εικονικές συναλλαγές ήταν η εκπροσωπούσα αυτούς στην εταιρεία Χ1, επικαλέστηκαν δε για υποστήριξη του ισχυρισμού τους την κατάθεση, με ανάλογο ψευδές περιεχόμενο, της ως μάρτυρα εξετασθείσας, κατά τη συζήτηση της αγωγής Χ1, που ήταν ψευδής. Στη δεύτερη αγωγή οι εκκαλούντες Χ3 και Χ2 ισχυρίστηκαν εν γνώσει ψευδώς, ότι οι εναγόμενοι, ενώ γνώριζαν ήδη από την αρχή την εικονικότητα των τιμολογίων και ότι αυτά είχαν εκδοθεί από την εταιρεία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.", μετά από ενέργειες μόνον των υπαλλήλων της εταιρείας Υ1, Υ2 και Υ3 χωρίς ενέργεια ή παρώθηση από την Χ1 και απ' αυτούς, εν τούτοις υποστήριζαν τα αντίθετα. Προς υποστήριξη δε του ισχυρισμού τους επικαλέστηκαν την κατάθεση, με ανάλογο περιεχόμενο, της ως μάρτυρα εξετασθείσας, κατά τη συζήτηση, της αγωγής αυτής Χ1. Το επιδιωκόμενο από τους εν λόγω εκκαλούντες στις μερικότερες αυτές πράξεις απάτης, αποτέλεσμα δεν επήλθε από λόγους ανεξαρτήτους από τη θέληση τους και συγκεκριμένα γιατί στην περίπτωση της με αριθμό κατάθεσης 435/2002 αγωγής, αυτή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ στην περίπτωση της με αριθμό κατάθεσης 364/2002 αγωγής δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση. Οι μερικότερες δε αυτές πράξεις συνδέονται με ενότητα δόλου, συγκροτώντας κατ' εξακολούθηση έγκλημα, σε βαθμό κακουργήματος μάλιστα, αφού το παράνομο όφελος στο οποίο εξυπαρχής απέβλεψαν οι άνω εκκαλούντες ήταν ανώτερο των 15.000 ευρώ, συνολικά, ανερχόμενο στο άθροισμα των ποσών που ζήτησαν να τους επιδικαστούν, ενώ οι ίδιοι, από την επανειλημμένη τέλεση, μαρτυρείται ότι ενήργησαν με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και ότι κατά συνέπεια τέλεσαν την πράξη κατ' επάγγελμα.
Γ) Ψευδορκία μάρτυρα κατ΄ εξακολούθηση με παραπεμπόμενη την Χ1. Η εκκαλούσα αυτή εξετάστηκε ως μάρτυρας ενόρκως, α) στις 10.4.2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της αμέσως προηγουμένως αναφερομένης αγωγής, με αριθμό κατάθεσης 364/2002 των Χ2 και Χ3 και κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς, ότι αγνοούσε την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων στην εταιρεία "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία για τα οποία είχαν εκδώσει εικονικά τιμολόγια, ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300, ενώ αληθινά ήταν ότι γνώριζε την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων, εκτός από τα θεωρημένα από την Οικονομική Αρχή που χρησιμοποιούσε η εταιρεία στις δραστηριότητες της, ότι οι υπάλληλοι Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις και ότι ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο του αναφερομένου τύπου και β) στις 17-4-2003, στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη συζήτηση της επίσης αναφερθείσας με αριθμό καταθέσεως 435/2002, αγωγής των Χ2 και Χ3 κατέθεσε εν γνώσει ψευδώς ότι η ίδια αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων βιβλίων που αναφέρθησαν στην προηγούμενη πράξη ψευδορκίας, ότι την ύπαρξη αυτών γνώριζαν και οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι βρέθηκε κατάλογος με εικονικά τιμολόγια σε θυρίδα του υπαλλήλου της εταιρείας Υ1 ότι ο υιός της Χ3 δεν διέθετε αυτοκίνητο Μερσεντές 300 και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." Υ1 και Υ2 είχαν υπεξαιρέσει μεγάλα ποσά από την εταιρεία, ενώ αληθινά ήταν, ότι δεν αγνοούσε την ύπαρξη εικονικών τιμολογίων και δεύτερων Βιβλίων, την οποία αγνοούσαν οι εναγόμενοι Ψ4 και Ψ2 , ότι δεν βρέθηκε στον υπάλληλο της εταιρείας Υ1 κατάλογος εικονικών τιμολογίων, ο Χ3 διέθετε αυτοκίνητο τύπου Μερσεντές 300 και οι υπάλληλοι της εταιρείας Υ1 και Υ2 δεν είχαν προβεί σε υπεξαιρέσεις ποσών σε βάρος της εταιρείας αυτής. Οι εν λόγω δε μερικότερες πράξεις (ψευδορκίας μάρτυρα) της εκκαλούσας Χ1 συνδέοντα με ενότητα δόλου συγκροτώντας κατ΄ εξακολούθηση έγκλημα ψευδορκίας μάρτυρα.
Δ). Πράξη ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης με παραπεμπόμενη την Χ1 και χρόνο τελέσεως την 18.11.2002. Η εν λόγω εκκαλούσα εξετάσθηκε χωρίς όρκο, ως πολιτικώς ενάγουσα στο Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, κατά την εκδίκαση εφέσεως της Ψ3 κατά της 62.890/2002 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί για ψευδή καταμήνυση κατά συρροή, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε δε εν γνώσει ψευδώς "Για τα εικονικά τιμολόγια έχω να πω ότι δεν έχω καμία σχέση. Ήμουν μόνο μια νοικοκυρά στο σπίτι. Δεν έχω ιδέα για τα μαύρα βιβλία ... Σκέφτηκαν (οι Υ1 και Υ2 ) να καταληστεύσουν την εταιρεία. Ήταν κατασκευασμένα τα στοιχεία από αυτούς που είχαν εκδιωχθεί από την εταιρεία", ενώ αληθινά ήταν, σύμφωνα και με όσα αναφέρθησαν στην προηγούμενη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, ότι τα εικονικά τιμολόγια και τα δεύτερα βιβλία δεν είχαν κατασκευαστεί από τους Υ1 και Υ2, υπαλλήλους της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε." και τελούσε σε γνώση αυτών η ίδια, ενώ εγνώριζε ακόμη ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν είχαν καταχραστεί χρήματα της εν λόγω εταιρίας. Και Ε) Πράξη ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης με παραπεμπόμενο τον κατηγορούμενο Χ3 και χρόνο τελέσεως την 22-7-2002. Ο τελευταίος εξετάσθηκε χωρίς όρκο. ως πολιτικώς ενάγων, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, κατά την εκδίκαση των εις βάρος των Ψ3 και Ζ1 κατηγοριών για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα, συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή ανώμοτη κατάθεση, κατέθεσε δε εν γνώσει ψευδώς "εμφανίστηκαν κάποια μαύρα βιβλία. Στη γενική συνέλευση εμείς πρώτη φορά τα βλέπαμε .... διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν πολλά εικονικά τιμολόγια. Ο Υ1 και ο Υ2 τα έβαλαν.... στο γραφείο του ..... είπαμε ότι τα λεφτά των πλαστών τιμολογίων τα πήραν ο Υ1 και ο Υ2 ", ενώ αληθές ήταν ότι ο ίδιος τουλάχιστον μετά το έτος 1995, "γνώριζε την εικονικότητα των τιμολογίων της εταιρείας "Ψυγεία Ευρώπης Α.Ε.Ε." και την ύπαρξη δεύτερων βιβλίων και ότι οι υπάλληλοι της εταιρείας αυτής Υ1 και Υ2 δεν είχαν ιδιοποιηθεί τα ποσά που εμφανίζονταν στα εικονικά ή πλαστά τιμολόγια. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο 1436/2006 βούλευμά του έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις Α) εις βάρος της αναιρεσείουσα κατηγορουμένης Χ1 περί της τελέσεως απ΄ αυτήν των αξιοποίνων πράξεων : α) της υπεξαιρέσεως κατ΄εξακολούθηση, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από διαχειριστή ξένης περιουσίας κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, μερικοτέρων πράξεων απατής, αναφορικά με τα ποσά των δραχμών 280.897.501, 535.509.360, 122.084.642, 574.113.762 και 922.650.944 και χρόνους τελέσεως, αντιστοίχως, Δεκέμβριος 1991, έτος 1992, αρχές Δεκεμβρίου 1992, έτος 1993 και έτος 1994, β) της ψευδορκίας μάρτυρα κατ΄εξακολούθηση και γ) της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, Β) εις βάρος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων Χ3 και Χ2 περί της τελέσεως απ΄ αυτούς της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας απάτης, από κοινού, κατ΄ εξακολούθηση, από υπαίτιους που ενήργησαν κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ευρώ και Γ) εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Χ3 περί της τελέσεως απ΄ αυτόν της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, για το λόγο δε αυτόν απέρριψε, ως προς τις εν λόγω πράξεις τις από τους εν λόγω κατηγορούμενους ασκηθείσες κατά του υπ΄ αριθ. 4.002/2005 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών εφέσεις τους ως κατ΄ ουσίας αβάσιμες και επικύρωσε ως προς τα αντίστοιχα κεφάλαιά του το πρωτόδικο βούλευμα, αφού προηγουμένως προέβη στην επαναδιατύπωση της κατηγορίας στο διατακτικό του, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες παραδοχές του.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, αναφορικά με τις πιο πάνω πράξεις α) της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση, β) της απόπειρας κακουργηματικής απάτης από κοινού, κατ΄ εξακολούθηση και γ) της ψευδορκίας μάρτυρα κατ΄εξακολούθηση, την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ΄ αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδαφ. στ΄, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 2, 42, 45, 98, 224 παρ. 2-1, 375 παρ. 1 και 2 και 386 παρ. 1 και 3α του ΠΚ (όπως η παρ. 1 του άρθρου 224 ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 1 ν. 3327/2005, όπως η παρ. 2 του άρθρου 375 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 ν. 2408/1996, και όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της αυτή, κατά το μέρος που απαιτούσε το επί πλέον στοιχείο της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής τους για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του, ενώ η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν οι αποβληθέντες με το προσβαλλόμενο βούλευμα πολιτικώς ενάγοντες είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω, αναφέρεται λεπτομερώς στο βούλευμα αυτό ότι η αναιρεσείουσα Χ1 το έτος 1990 έγινε Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας με την επωνυμία "ΨΥΓΕΙΑ ΕΥΡΩΠΗΣ Α.Ε.Ε." και Διευθύνουσα Σύμβουλος, της ανατέθηκαν δε, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, καθήκοντα διαχειριστή με ευρείες εξουσίες να ενεργεί νομικές και υλικές πράξεις, με την εν λόγω δε ιδιότητά της ιδιοποιήθηκε παρανόμως με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος τα προμνημονευθέντα χρηματικά ποσά εις βάρος της άνω εταιρίας και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, αφού τα χρήματα αυτά ήταν εμπιστευμένα σ΄ αυτήν ως διαχειρίστρια της περιουσίας της εταιρίας αυτής και συγκεκριμένα, ότι ιδιοποιήθηκε αυτή τα ποσά των δραχμών 535.509.360, 122.084, 574.113.762 και 922.650.944 με χρόνους τελέσεως των μερικοτέρων αυτών πράξεων του άνω εγκλήματος : έτος 1992, αρχές Δεκεμβρίου 1992, έτος 1993 και έτος 1994, αντίστοιχα, και ότι το αντικείμενο καθεμιάς από τις πράξεις αυτές, αλλά και συνολικά, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (για τη μερικότερη δε πράξη με χρόνο τελέσεως το μήνα Δεκέμβριο 1991 και ποσό δρχ. 280.897.501 θα γίνει κατωτέρω λόγος). Δεν ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος να εκτίθεται συγκεκριμένα και ο τρόπος τελέσεως της άνω εξακολουθητικής κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, αφού δεν αποτελεί αυτός στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού. Επίσης, εκτίθενται λεπτομερώς στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος τα ψευδή περιστατικά που προέβαλαν εν γνώσει τους οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3 με τις άνω αγωγές τους που κατέθεσαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και αναφέρεται περαιτέρω ότι προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους επικαλέσθηκαν αυτοί τις καταθέσεις, με ανάλογο ψευδές περιεχόμενο της συγκατηγορουμένης τους Χ1 που εξετάσθηκε ως μάρτυρας κατά τη συζήτηση των άνω αγωγών και ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ήτοι η έκδοση οριστικής αποφάσεως υπέρ των απόψεων των άνω αναιρεσειόντων εις βάρος των αντιδίκων τους, δεν επήλθε, αφού στην πρώτη περίπτωση (364/16.1.02 αγωγή), δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση, ενώ στη δεύτερη περίπτωση (435/18.1.02 αγωγή) απορρίφθηκε η εν λόγω αγωγή με τη 2639/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο των πιο πάνω αναιρεσειόντων κατηγορουμένων της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ΄ επάγγελμα τελέσεως ως άνω πράξεως της απόπειρας απάτης στο Δικαστήριο, το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην επανειλημμένη τέλεση της εν λόγω πράξεως, που συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ΄ εξακολούθηση, από την οποία προκύπτει ο σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος (και όχι "σκοπός παρανόμου ιδιοποιήσεως", όπως από πρόδηλη παραδρομή αναφέρεται στο διατακτικό του βουλεύματος), ενώ, περαιτέρω, αναφέρεται σ΄ αυτό ότι το συνολικό όφελος των αναιρεσειόντων που επιδιώχθηκε, με αντίστοιχη βλάβη των αντιδίκων τους, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό που ζητήθηκε με τις δύο πιο πάνω αγωγές τους. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών εκθέτει με πληρότητα τα ψευδή περιστατικά, που κατέθεσε εν γνώσει της η πρώτη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη κατά των ένορκη εξέτασή της ως μάρτυρα στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συζήτηση στις 10-4-2003 και 17-4-2003 των άνω αγωγών των συγκατηγορουμένων της.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β ΄ και δ΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, αναφορικά με τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και γι΄ αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα κακουργήματα (εκτός από εκείνα για τα οποία ο νόμος προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης) είναι δεκαπέντε έτη και για τα πλημμελήματα πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. Β΄, 370 στοιχ. Β΄ και 485 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως Συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει να αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδίου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του ν. 3160/2003.
Στην προκείμενη περίπτωση, παραπέμφθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα Α) η πρώτη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη (Χ1) και : α) για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ΄ εξακολούθηση που τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (άρθρ. 375 παρ. 1-2 ΠΚ), της οποίας η πρώτη μερικότερη πράξη υπεξαιρέσεως ποσού δραχμών 280.897.501 φέρεται ότι τελέσθηκε απ΄ αυτήν το μήνα Δεκέμβριο 1991 και β) για την πράξη της ψευδούς ανώτατης κατάθεσης, που, απειλούμενη από το νόμο με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β΄ και 225 παρ. 1 ΠΚ, όπως το τελευταίο ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3327/2005), και την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτή στην Αθήνα στις 18-11-2002 και Β) ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος (Χ3) και για την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτός στην Αθήνα στις 22-7-2002. Ενόψει λοιπών των ανωτέρω, τα πιο πάνω εγκλήματα έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού από την τέλεσή τους μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα α) μεγαλύτέρο των δέκα πέντε ετών αναφορικά με την άνω μερικότερη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση και β) μεγαλύτερο των πέντε ετών σε σχέση με τις άνω πλημμεληματικές πράξεις, χωρίς, εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού ληφθεί υπόψη, ότι η υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχουν έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, πρέπει α) αυτεπαγγέλτως, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, και δη αναφορικά : 1) με την άνω μερικότερη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση και την πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα και 2) με την πράξη της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως ως προς τον τρίτο αναιρεσείοντα και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η κατά των πιο πάνω αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ασκηθείσα για τις πράξεις αυτές, κατά τις άνω διακρίσεις, ποινική δίωξη και β) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι ένδικες (τρεις) αιτήσεις αναιρέσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει το υπ΄ αριθ. 1436/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και δη αναφορικά : 1) με τη μερικότερη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ΄ εξακολούθηση, ποσού δραχμών 280.897.501, και την πλημμεληματική πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε η πρώτη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη (Χ1) στην Αθήνα το μήνα Δεκέμβριο 1991 και στις 18-11-2002, αντίστοιχα, και 2) με την πλημμεληματική πράξη της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, την οποία φέρεται ότι τέλεσε ο τρίτος αναιρεσείων κατηγορούμενος (Χ3) στην Αθήνα στις 22-7-2002.
ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων για τις ειρημένες αξιόποινες πράξεις κατά τις άνω διακρίσεις.
Και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, τις από 4 Δεκεμβρίου 2006 αιτήσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων α) Χ1, β) Χ2 και γ) Χ3 για αναίρεση του πιο πάνω υπ΄ αριθ. 1436/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή