Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2098 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Απορρίπτει ως απαράδεκτη αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος, διότι ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι αόριστος, αφού παρατίθεται μόνο το γράμμα του νόμου και δε συνδέει ο αναιρεσείων την ανυπαρξία ή πλημμέλεια αυτή της αιτιολογίας με συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος, ο δε Άρειος Πάγος δεν ερευνά αυτεπάγγελτα κάποιο λόγο αν δεν είναι παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως.





Αριθμός 2098/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Σεπτεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου X1, που δεν παραστάθηκε στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2703/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 209/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 231/08.05.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ την υπ'αριθμ. 13/18-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του X1, η οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο και στρέφεται κατά του αριθμ. 2703/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 2240/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απάτης, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ'εξακολούθηση (άρθρα 93, 386 παρ. 3α-1 ΠΚ, όπως η παράγ. 3 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999).
Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 2703/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Γεωργίας Αράπου, συνετάγη δε από εκείνη η υπ'αριθμ. 13/18-1-2008 έκθεση.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1 και 509 παρ. 1 εδ. α' Κ.Ποιν. Δ., προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αίτησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναίρεσης, από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 Κ.Ποιν.Δ., να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη. Απλή επανάληψη των διατάξεων των άρθρων 484 και 510 Κ.Ποιν.Δ., που προβλέπουν τους λόγους αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση και χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας, δεν αρκεί, πολύ περισσότερο εν όψει του ότι το βούλευμα ή η απόφαση έχουν κατά κανόνα πολλά κεφάλαια, για ορισμένα από τα οποία είναι ενδεχόμενο ο αναιρεσείων να μην έχει παράπονο, ώστε να ασχοληθεί και με αυτά το Ακυρωτικό. Από την ως άνω αξίωση του νόμου, να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναίρεσης, δεν εξαιρείται ο προβλεπόμενος στα άρθρα 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλεται από το άρθρο 139 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος. Ειδικότερα κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται, τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όταν δηλαδή δεν περιέχονται στο βούλευμα και μάλιστα σε σχέση με κάθε κεφάλαιο αυτού, με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα ουσιαστικού ποινικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Εν' όψει τούτων, για το ορισμένο του λόγου αυτού, πρέπει (α), αν ελλείπει παντελώς αιτιολογία, να προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτή σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα σημεία (κεφάλαια) του βουλεύματος, στα οποία αναφέρεται η αιτίαση αυτή και (β), αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τί συνίσταται ή έλλειψη ή η ασάφεια αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια του βουλεύματος. Οι ανύπαρκτοι λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, δεν μπορούν να συμπληρωθούν με στοιχεία που βρίσκονται έξω από την έκθεση, όπως με υπόμνημα του αναιρεσείοντος ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων, στην περίπτωση απόφασης, και δεν είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη έρευνα αυτών από τον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 3 και 511 Κ.Ποιν.Δ., οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 2/2002, 19/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση με την αριθμ. 13/18-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου προβάλλεται κατά λέξη ο εξής λόγος αναιρέσεως "Δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 92 του ισχύοντος Συντάγματος και των σχετικών Διατάξεων του ΚΠΔ".
Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όπως διατυπώθηκε στην έκθεση είναι τελείως αόριστος, δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει αιτιολογία, δεν αναφέρεται σ'αυτή ποιές είναι οι ελλείψεις ή ασάφειες στις οποίες έχει υποπέσει το Συμβούλιο που το εξέδωσε και σε ποιά από τα κεφάλαια αναφέρονται αυτές. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η αριθμ. 13/18-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του X1 για αναίρεση του αριθμ. 2703/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αθήνα 24 Απριλίου 2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή από τα άρθρα 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 2 και 509 § 1 εδ. α' ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' αποφάσεων είναι οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι, από τους περιοριστικώς διαλαμβανομένους στο άρθρο 510 του ιδίου Κώδικα, να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, στην αντίθετη δε περίπτωση η αίτηση είναι απαράδεκτη. Από την ανωτέρω αξίωση του νόμου, να είναι, δηλαδή, σαφείς και ορισμένοι οι αναιρετικοί λόγοι, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος στο ανωτέρω άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ τέτοιος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. Ενόψει τούτων, για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει, α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναιρέσεως η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο η συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να προσδιορίζεται, επιπλέον, σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη αυτή, αναφορικώς προς το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως (ΟλΑΠ 2/2002, 19/2001).
Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το υπ' αρ. 2703/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, διότι "δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 92 του ισχύοντος Συντάγματος και τις σχετικές διατάξεις του ΚΠοινΔ", όπως ακριβώς κατά λέξη σημειώνεται στην υπ'αριθμ. 13/2008 έκθεση αναιρέσεως ο μόνος λόγος αναιρέσεως, χωρίς έτσι, καθόλου να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται ακριβώς η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ως και από ποίες παραδοχές του προκύπτει τούτο. Οι ανύπαρκτοι δε λόγοι αναιρέσεως και οι εξομοιούμενοι με αυτούς ασαφείς και αόριστοι λόγοι, που είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως, δε μπορούν να ερευνηθούν αυτεπάγγελτα από τον 'Αρειο Πάγο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 484 παρ. 3 και 511 του ΚΠοιν.Δ., οι οποίες προϋποθέτουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως. (ΟλΑΠ 2/2002).
Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, ως απαράδεκτη, συνεπεία της αοριστίας του προαναφερομένου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ μόνου αναιρετικού λόγου αυτής και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Ποιν.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.1.2008 αίτηση αναιρέσεως του X1 για αναίρεση του υπ' αρ. 2703/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Σεπτεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή