Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 543 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δωροδοκία.




Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απόφασης με την οποία καταδικάστηκε ιατρός. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 543/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Κότσιφα, περί αναιρέσεως της 293/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2.5.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 987/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2000, που ισχύει από 3-3-2000), "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπόμενου εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13α'και 263Α' του ΠΚ, α) τα δώρα ή ανταλλάγματα που δεν αρμόζουν σ' αυτόν, να δίδονται ή και να υπάρχει υπόσχεση τούτων, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ή μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και β) η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας (Ολ ΑΠ 6/1998, Ολ ΑΠ 1778/1993). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 24 παρ. 2 του ν. 1397/1983 "περί Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ)", οι εντεταγμένοι στο σύστημα αυτό ιατροί είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί και απαγορεύεται να ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα εκτός από αυτά που έχουν σχέση με συγγραφική ή καλλιτεχνική δραστηριότητα και να κατέχουν οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή ιδιωτική θέση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Τον Ιανουάριο του 2006,λόγω του ότι η σύζυγος του εκ των μηνυτών Ψ2, Ψ3 αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας, μεταξύ των οποίων και χολολιθίαση, όπως διαπιστώθηκε μετά από σχετικές εξετάσεις στο Νοσοκομείο ..., η ετέρα των μηνυτών κόρη της Ψ1 τη συνόδευσε στο Γενικό Νοσοκομείο ....., .... όπου ο ήδη εκκαλών κατ/νος ιατρός ....., Επιμελητής Α' των Α' και Β' Χειρουργικών Κλινικών, αφού είδε τις εξετάσεις της, είπε στην Ψ1 την οποία γνώριζε, διότι την είχε χειρουργήσει προ μερικών ετών, ότι η μητέρα της έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στη χολή και ότι η εισαγωγή της στο Νοσοκομείο θα γινόταν στις 23-1-2006, ώστε την επόμενη να πραγματοποιηθεί η επέμβαση, αλλά την επόμενη (24-1-2006) ειδοποίησε την Ψ1 ότι δεν θα γινόταν η επέμβαση της μητέρας της, διότι είχε μεγάλο φόρτο εργασίας και δεν προλάβαινε να συμπεριλάβει και αυτήν στο πρόγραμμα του. Στις 25 και στις 26-1-2006 δεν πραγματοποιήθηκε η επέμβαση και πάλι, για τον ίδιο λόγο που προέβαλε ο κατηγορούμενος, με αποτέλεσμα η ασθενής Ψ3 να εξέλθει του Νοσοκομείου και να επανεισαχθεί το πρωΐ της επόμενης, 27-1-2006, οπότε η επέμβαση ματαιώθηκε για ακόμη μια φορά για τον ίδιο λόγο. Την ίδια ημέρα (27-1-2006) ο κατ/νος ιατρός ζήτησε από τον σύζυγο και την κόρη της ασθενούς να τους μιλήσει ιδιαιτέρως στο γραφείο του, όπου τους είπε ότι θα χειρουργούσε την ασθενή την επόμενη, 28-1-2006, ημέρα Σάββατο, και ότι έπρεπε να του καταβάλουν ως αμοιβή για την επέμβαση ποσό 1000 ΕΥΡΩ ενώ θα έδιναν και 150 ΕΥΡΩ για τον αναισθησιολόγο. Ο Ψ2 και η κόρη του Ψ1 προσποιήθηκαν ότι συμφωνούσαν να καταβάλουν τα ανωτέρω ποσά και, αφού αναχώρησαν από το Νοσοκομείο, μετέβησαν στο τμήμα Ασφαλείας ..... όπου, από κοινού, κατήγγειλαν το γεγονός. Μετά την καταγγελία, ανατέθηκε αρμοδίως στην αστυφύλακα Μ1 να συνοδεύσει την επόμενη ημέρα (28-1-2006) την Ψ1 στο Νοσοκομείο ...., όπου η τελευταία επρόκειτο να συναντηθεί με τον κατ/νο ιατρό για να του προκαταβάλει ποσό 500 ΕΥΡΩ ώστε να πραγματοποιήσει την επέμβαση στη μητέρα της - το υπόλοιπο του ποσού, που, κατά τα προεκτεθέντα, είχε ζητήσει ο κατ/νος ιατρός θα του καταβαλλόταν αμέσως μετά την επέμβαση- και να προσποιηθεί τη συγγενή της, ώστε να είναι αυτόπτης μάρτυρας της συναλλαγής. Πράγματι η Ψ1 και η ανωτέρω αστυφύλακας, στις 8.30 το πρωϊ της 28-1-2006, μετέβησαν μαζί στο γραφείο του κατ/νου ιατρού στη Β' Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου ...., αφού προηγουμένως είχαν προσημειωθεί τα χαρτονομίσματα που η Ψ1 θα έδινε στο γιατρό ...... και, επειδή ο τελευταίος έδειχνε επιφυλακτικός έναντι της Μ1 την οποία η Ψ1 είχε συστήσει ως ξαδέλφη της, η Μ1, με δική της πρωτοβουλία, βγήκε από το γραφείο, από το οποίο, μετά από λίγο, βγήκε και η Ψ1 και είπε στην Μ1 ότι είχε δώσει τα χρήματα (500 ΕΥΡΩ) στο γιατρό. Αμέσως η τελευταία μπήκε στο γραφείο, όπου ανακοίνωσε στον ήδη κατ/νο γιατρό ..... αφού του επέδειξε προηγουμένως την υπηρεσιακή της ταυτότητα, ότι είχε υποβληθεί κατ' αυτού από την Ψ1 στο Τμήμα Ασφαλείας .... μήνυση( για παθητική δωροδοκία) και ότι τα δέκα (10) χαρτονομίσματα των 50 ΕΥΡΩ το καθένα, που αμέσως πριν του είχε εγχειρίσει η Ψ1 είχαν προσημειωθεί από την Υπηρεσία της, προέβη δε ακολούθως στη σύλληψη του, αφού, προηγουμένως, εκείνος της παρέδωσε τα χαρτονομίσματα που του είχε δώσει η Ψ1 Με βάση τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε πλήρως η διάπραξη από μέρους του ήδη εκκαλούντος γιατρού του αδικήματος της δωροδοκίας για νόμιμες πράξεις (άρθρο 235 ΠΚ),αφού πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική του υπόσταση-δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ο αποτελών άρνηση της κατηγορίας ισχυρισμός του κατ/νου περί πλεκτάνης- και συνεπώς πρέπει ο εκκαλών κατ/νος να κηρυχθεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο, αναγνωριζομένης σ' αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' ΠΚ, ήτοι ότι, μέχρι την τέλεση της πράξης του, έζησε βίο καθ' όλα έντιμο ". Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της (παθητικής) δωροδοκίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 235 ΠΚ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 2802/2000) και αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α' ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 263Α και 235 ΠΚ (όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 2802/2000), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια προσδιορίζει ότι ο αναιρεσείων ιατρός υπηρετούσε στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο ....ως χειρουργός, επιμελητής Α', των Α' και Β' Χειρουργικών Κλινικών και άρα υπάλληλος, ότι στα καθήκοντά του αναγόταν η προαναφερόμενη χειρουργική επέμβαση στη χολή της ασθενούς, καθώς και ότι για να προβεί στην εν λόγω χειρουργική επέμβαση ζήτησε παράνομα από τους μηνυτές να του καταβάλουν το ποσό των 1150 ΕΥΡΩ, το οποίο, κατά ένα μέρος (500 ΕΥΡΩ) και έλαβε, πριν την επέμβαση. Περαιτέρω αντίφαση δεν υπάρχει μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς το χρόνο τέλεσης της πράξεως, αφού, από το συνδυασμό αυτών, προκύπτει σαφώς ότι ο κατηγορούμενος την 27-1-2006 απαίτησε το ποσό που προαναφέρθηκε και την 28-1-2006, πριν την επέμβαση, έλαβε μέρος από αυτό. Εξάλλου, ενόψει του ότι ο "περί πλεκτάνης" ισχυρισμός του κατηγορουμένου, δεν είναι αυτοτελής αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να περιλάβει στην απόφαση του, ως προς την απόρριψη του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέλος, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που, υπό την επίκληση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, είναι απαράδεκτες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις παραδοχές αυτής και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων και του περιεχομένου των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς σε κάθε μία από αυτά και η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά. Αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, όπως στην προκείμενη περίπτωση σαφώς βεβαιώνεται με την προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως, είναι αβάσιμοι. Τέλος και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγος της αναιρέσεως, που αναφέρεται στην απόλυτη ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο, γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους του αναιρεσείοντος πριν την έκδοση της απόφασης για την ενοχή του, είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, μετά την περί ενοχής πρόταση του Εισαγγελέα, " οι συνήγοροι του κατηγορουμένου πήραν με τη σειρά το λόγο από τον προεδρεύοντα, ανέπτυξαν την υπεράσπιση και ζήτησαν την απαλλαγή του κατηγορουμένου". Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-5-2008 αίτηση του ....., για αναίρεση της με αριθ. 293/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή