Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή του αναιρεσείοντος για κακουργηματική απάτη με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Απορρίπτει.
Αριθμός 1543/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.3.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 518/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 355/2.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 82/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Χρίστο Χαρλαύτη του Ευθυμίου, δυνάμει της από 20-3-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του υπ'αριθμ. 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιo Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 1871/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της απάτης μεταξύ συγγενών (υφαιρέσεως) και της απόπειρας απάτης μεταξύ συγγενών, υπό τις οποίες και για κάθε μία χωριστά το περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και η περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο παραπεμφθείς αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθμ. 45/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Κατά του Εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 13-3-2007, η δε αίτηση ασκήθηκε την 23-3-2007 (άρθρ. 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ.) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθμ. 82/23-3-2007 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι, για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της (ΑΠ 961/2006). Με την έννοια αυτή περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου, με την παραπλάνηση του δικαστή στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, όταν υποβάλλονται ψευδείς ισχυρισμοί, που υποστηρίζονται με επίκληση και προσαγωγή εν γνώσει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και γνησίων, πλην όμως ανακριβών κατά το περιεχόμενό τους. Η κατά τα ανωτέρω απάτη συντελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία, κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν τα μέσα αποδείξεως και την αποδεικτική δύναμη αυτών, το δε δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προσβαλλομένων ισχυρισμών, η οποία συντελείται με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχύει και στη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 45/2001 ΠΧ ΝΑ' 687). Η απάτη επί δικαστηρίου, είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων παραπλανάται το δικαστήριο και προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ, όταν το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς ή δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται απόπειρα απάτης.
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 544/2005 ΠΧ ΝΣΤ 19, ΑΠ 114/2004 ΠΧ ΝΒ'29), β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006 ΠΧ ΝΣΤ'819, ΑΠ 345/2006 ΠΧ ΝΣΤ' 829). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 1071/2005 ΠΧ ΝΣΤ 135). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και ειδικότερα τις καταθέσεις των νομοτύπως εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που υπάρχουν εις τη δικογραφία, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντα-κατηγορουμένου, προέκυψαν με βασιμότητα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών-κατηγορούμενος Χ1 και η εγκαλούσα τέλεσαν την 18η Ιανουαρίου 1970 εις την Αθήνα νόμιμο γάμο. Από την 4η Ιουλίου 2001 η έγγαμη συμβίωση αυτών διεκόπη έκτοτε δε υφίσταται μεταξύ των δικαστική διαμάχη ενώπιον των πολιτικών και ποινικών Δικαστηρίων.
Την 2α Νοεμβρίου 2001 επεδόθη εις την εγκαλούσα η από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα-κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζητούσε την άδεια εγγραφής συντηρητικής κατασχέσεως κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εγκαλούσας, εις χείρας της ιδίας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δραχμών ή 293.470 ευρώ. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, περαιτέρω δε ο εκκαλών-κατηγορούμενος με την αίτηση αυτή επεκαλείτο ότι αυτή (εγκαλούσα) είχε εκποιήσει την 25η Οκτωβρίου 2001 δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες έναντι του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών και επρόκειτο να εκποιήσει και τις υπόλοιπες, τις οποίες διέθετε, παρά το γεγονός ότι είχαν μεν ανεγερθεί εις το, επί της οδού .... της περιοχής ..... Αθηνών, οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της επί του οικοπέδου αυτού πολυκατοικίας είχε γίνει με την συμβολή του και χρήματα του, τα οποία προέρχονται από την εργασία του και κατά συνέπεια έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Εις την ίδια δε αίτηση ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ψευδώς ότι η πώληση και των υπολοίπων οριζοντίων στοιχείων από την εγκαλούσα ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών θα καθιστούσε ανενεργό κάθε κατ' αυτής δικαίωμα του και αξίωσή του. Η συζήτηση της αίτησης αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίσθηκε για την 6η Νοεμβρίου 2001. Την 5η Νοεμβρίου 2001, δηλαδή μία ημέρα προ της συζήτησης της πιο πάνω αίτησης, ο εκκαλών-κατηγορούμενος με αίτηση του προς το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών ζήτησε και επέτυχε την 6η Νοεμβρίου 2001 εγγραφή υποθήκης για το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735 ευρώ επί των αναφερομένων εις την αίτηση του υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθηκών, καθώς και του υπό στοιχεία Γ-2 διαμερίσματος της πιο πάνω πολυκατοικίας. Η αίτηση δε αυτή του εκκαλούντα-κατηγορουμένου καθώς και η από 5ης Νοεμβρίου 2001 περίληψη εγγραφής υποθήκης δεν γνωστοποιήθηκαν από αυτόν εις την εγκαλούσα, όπως τούτο επιβάλλεται από την διάταξη του άρθρου 1308 του Αστικού Κώδικα. Η εγκαλούσα δε έλαβε γνώση της σχετικής εγγραφής την 13η Σεπτεμβρίου 2002 κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου. Τούτο επιβεβαιούται από τα υπ' αριθμ. ..., .... και .... πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, τα οποία έχει προσκομίσει και τα οποία φέρουν ημερομηνία την 16η Σεπτεμβρίου 2002. Από τον χρόνο δε αυτό κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση των πιο πάνω αναφερόμενων υποθηκών έως την 17η Οκτωβρίου 2002 κατά την οποία υπεβλήθη η από 15ης Οκτωβρίου 2002 έγκληση αυτής δεν παρήλθε χρόνος που υπερβαίνει την τρίμηνη προθεσμία , με συνέπεια η έγκληση αυτή να είναι εμπρόθεσμη.
Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι κατά τον χρόνο εκδίκασης της πιο πάνω αναφερόμενης αίτησης ο εκκαλών-κατηγορούμενος εγνώριζε ότι δια της εγγραφής υποθήκης είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα(ανεξάρτητα από τον κύριο αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης.
Παρά όμως το γεγονός αυτό και προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αιτήσεως, απέκρυψε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή υποθήκης εις τα ανωτέρω ακίνητα. Η απόκρυψη δε αυτή από το περιεχόμενο της αιτήσεως καθώς και από το αντίστοιχο σημείωμα του ήταν αθέμιτη ως αντίθετη προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά τη διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ., καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν έκανε γνωστή εις το Δικαστήριο την εγγραφή η αίτηση που ελέχθη, δεν θα ευδοκιμούσε τουλάχιστον ως προς το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του.
Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος με τις ψευδείς παραστάσεις ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί της επικείμενης εκποίησης και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, επεδίωκε να παραπλανήσει αυτόν όπως εκδώσει απόφαση, δια της οποίας θα εγένετο δεκτή η αίτηση του η οποία ελέχθη, σκοπεύοντας με τον τρόπο αυτό να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ }αφού θα υφίστατο τότε κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας. Επειδή όμως επί της ανωτέρω αίτησης του εκκαλούντα-κατηγορουμένου εξεδόθη η υπ' αριθμ. 672/2002 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη λόγω αοριστίας του περιεχομένου της η αίτηση αυτή ο πιο πάνω σκοπός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου δεν επετεύχθη. Την 8η Μαρτίου 2002 ο εκκαλών-κατηγορούμενος ενέγραψε και δεύτερη υποθήκη εις τα προαναφερθέντα ακίνητα για το χρηματικό ποσό των 88.041,09 ευρώ. Δεν κοινοποίησε όμως ο εκκαλών-κατηγορούμενος, όπως όφειλε να πράξει, την περίληψη της εγγραφής αυτής εις την μη συμπράττουσα εγκαλούσα. Η τελευταία έλαβε γνώση την 13η Σεπτεμβρίου 2002 της πιο πάνω έγγραφης υποθήκης κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, γεγονός το οποίο επιβεβαιούται από τα προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ..., ... και .... πιστοποιητικά τα οποία προσεκόμισε και τα οποία όπως ελέχθη φέρουν ημερομηνία 16η Σεπτεμβρίου 2002.
Ακολούθως ο εκκαλών-κατηγορούμενος με την από 26ης Απριλίου 2002 αίτηση του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε από το Δικαστήριο αυτό την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εν διαστάσει συζύγου της εγκαλούσας εις χείρας της ιδίας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δραχμών ήδη 293.473 ευρώ. Η αίτηση αυτή είχε το ίδιο περιεχόμενο με την από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα-κατηγορουμένου, η συζήτηση δε αυτής προσδιορίσθηκε για την 10η Ιουνίου 2002, επεδόθη δε εις την εγκαλούσα την 24η Μαΐου 2002. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας και ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ότι αυτή είχε εκποιήσει δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες την 25'1 Οκτωβρίου 2001 αντί του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών. Με την ίδια δε αίτηση ο εκκαλών-κατηγορούμενος ισχυρίζετο ότι η εγκαλούσα ετοιμάζεται να εκποιήσει και τις υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες που διέθετε παρά το γεγονός ότι είχαν ανεγερθεί εις το επί της οδού .... αριθμός ... οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της πολυκατοικίας είχε επιτευχθεί με την συμβολή του και χρήματα που προήρχοντο από την εργασία του και συνεπεία τούτου έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Πέραν των ανωτέρω ο εκκαλών-κατηγορούμενος εις την αίτηση του αυτή επεκαλείτο ότι η πώληση και των άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών, ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών, θα καθιστούσε ανενεργό κάθε δικαίωμα του και αξίωση κατά της εγκαλούσας. Εγνώριζε δε ο εκκαλών-κατηγορούμενος και εις την περίπτωση αυτή ότι δια της εγγραφής των υποθηκών είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα ανεξαρτήτως του κυρίου αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά ταύτα όμως, προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αναφερόμενης αιτήσεως, απέκρυψε δόλια από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή των υποθηκών αυτών. Η απόκρυψη δε της εγγραφής των υποθηκών αυτών τόσο από το περιεχόμενο της αιτήσεως, ότι και από το περιεχόμενο του σχετικού σημειώματος, ήταν αθέμιτη, ερχόμενη σε αντίθεση προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά την διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ. καθόσον σε αντίθετη περίπτωση; δηλαδή εάν έκανε γνωστή την εγγραφή εις το Δικαστήριο, η πιο πάνω αίτηση του δεν θα εγίνετο δεκτή τουλάχιστον κατά το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του.
Με την πιο πάνω αναφερόμενη ψευδή παράσταση, περί της επικείμενης εκποιήσεως και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, προς τον δικάσαντα την ανωτέρω αίτηση Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο εκκαλών-κατηγορούμενος σκόπευε, επιδιώκοντας να παραπλανήσει αυτόν, όπως εκδώσει ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση και να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ καθόσον πλέον θα υφίστατο κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό την συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, επιτυχών τον σκοπό αυτό αφού έπεισε τον πιο πάνω Δικαστή να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6623/2003 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση αυτού και χορηγήθηκε εις αυτόν η άδεια όπως κατάσχει συντηρητικώς κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία της εγκαλούσας μέχρι του χρηματικού ποσού των 117.388 ευρώ. που αποτελεί το παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο απεκόμισε δεσμεύοντας αυτό, το οποίο είχε κατατεθεί από την εγκαλούσα εις την Τράπεζα Κύπρου με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της εγκαλούσας η οποία συνίσταται εις τον κίνδυνο οριστικής απώλειας του και εις την αποστέρηση της χρήσης του.
Ενόψει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, περί εσφαλμένης εκτίμησης των προκυψάντων, από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, πραγματικών περιστατικών, εξαιτίας της οποίας κρίθηκε παραπεμπτέος εις το προαναφερθέν Δικαστήριο για να δικαστεί για τα προαναφερθέντα αδικήματα, είναι αβάσιμοι.
Από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, καθώς και όσων διαλαμβάνονται εις το εκκαλούμενο βούλευμα, εις τα οποία, ως ορθά και νόμιμα αναφέρομαι κατά τα λοιπά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσια εις το ακροατήριο κατηγορίας σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις πράξεις α) της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας τελεσθείσας ενώπιον Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ και β) της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ, οι οποίες του αποδίδονται.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της απάτης μεταξύ συγγενών (υφαιρέσεως), και της απόπειρας απάτης μεταξύ συγγενών, από τις οποίες και για κάθε μια χωριστά το περιουσιακό όφελος που σκοπήθηκε και η περιουσιακή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά ποσό των 73.000 ευρώ.
Aπό τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθμ 1871/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 42, 94, 378 και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα ρητώς εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι αξιώσεις για τις οποίες ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της παθούσας συζύγου του ανερχόταν και στις δύο περιπτώσεις (απόπειρας και τετελεσμένης απάτης) στο ποσό των 100.000.000 δραχμών ή 293.470 ευρώ. Περαιτέρω προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι με την υποβολή και παραδοχή εκ μέρους του δικαστηρίου των επιμάχων αιτήσεων συντηρητικής κατασχέσεως, αφενός μεν η παθούσα στερήθηκε του δικαιώματος χρήσεως των περιουσιακών της στοιχείων, αφ' ετέρου δε δημιουργήθηκε κίνδυνος οριστικής απώλειάς των.
Οι λοιπές στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες αιτιάσεις πλήττουν, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 82/23-3-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 7 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει, ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Με την έννοια αυτή, περιουσιακή βλάβη θεωρείται τόσο η οριστική απώλεια ενός περιουσιακού στοιχείου όσο και ο συγκεκριμένος κίνδυνος της οριστικής απώλειας αυτού. Η απειλή μειώσεως της περιουσίας είναι ενεστώσα ζημία που συνίσταται σε πραγματική μείωση των οικονομικών δυνατοτήτων του φορέα της περιουσίας. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν απαιτείται ταύτιση του απατωμένου και του βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Εντεύθεν έπεται ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και ενώπιον του δικαστηρίου, με την παραπλάνηση του δικαστή στα πλαίσια της πολιτικής δίκης, όταν υποβάλλονται ψευδείς ισχυρισμοί, που υποστηρίζονται με επίκληση και προσαγωγή εν γνώσει ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και γνησίων, πλην όμως ανακριβών κατά το περιεχόμενό τους. Η κατά τα ανωτέρω απάτη συντελείται και όταν η δίκη διεξάγεται κατά την ειδική διαδικασία κατά την οποία δεν τηρούνται οι κανόνες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούν τα μέσα αποδείξεως και την αποδεικτική δύναμη αυτών, το δε δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλομένων ισχυρισμών, η οποία σχηματίζεται με οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, όπως ισχύει και στη διαδικασία λήψεως ασφαλιστικών μέτρων. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων παραπλανάται το δικαστήριο και προβαίνει στην έκδοση αποφάσεως υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, ενώ, όταν το δικαστήριο δεν παραπλανήθηκε και απέρριψε τους ψευδείς ισχυρισμούς ή δεν εξέδωσε οριστική απόφαση, τότε υφίσταται απόπειρα απάτης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, το έγκλημα της απάτης φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, το βούλευμα του συμβουλίου εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να εκτίθεται τι προέκυπτε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ συνιστά λόγο αναίρεσης του βουλεύματος η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στην ουσιαστική ποινική διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας συντρέχει, όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει αυτή, δεν υπάγει σωστά στην εφαρμοσθείσα διάταξη τα προκύψαντα από την ανάκριση και δεκτά γενόμενα από αυτό περιστατικά, αλλά τα υπάγει σε άλλη διάταξη νόμου που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν στο βούλευμα εμφιλοχώρησαν κατά την έκθεση και ανάπτυξη των πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή όχι εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 45/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθ. 1871/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος των πράξεων της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, τελεσθείσας ενώπιον του δικαστηρίου μεταξύ συγγενών (συζύγων) από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) και της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου μεταξύ συγγενών (συζύγων) από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος, Χ1 και η εγκαλούσα τέλεσαν την 18ην Ιανουαρίου 1970 εις την Αθήνα νόμιμο γάμο. Από την 4η Ιουλίου 2001 η έγγαμη συμβίωση αυτών διεκόπη, έκτοτε δε υφίσταται μεταξύ των δικαστική διαμάχη ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Την 29 Νοεμβρίου 2001 επεδόθη εις την εγκαλούσα η από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα - κατηγορουμένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία ζητούσε την άδεια εγγραφής συντηρητικής κατασχέσεως κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εγκαλούσας, εις χείρας της ίδιας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δρχ. ή 293.470 ευρώ. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, περαιτέρω δε ο εκκαλών - κατηγορούμενος με την αίτηση αυτή επεκαλείτο ότι αυτή (εγκαλούσα) είχε εκποιήσει την 25η Οκτωβρίου 2001 δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες έναντι του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών και επρόκειτο να εκποιήσει και τις υπόλοιπες τις οποίες διέθετε παρά το γεγονός ότι είχαν μεν ανεγερθεί εις το, επί της οδού .... της περιοχής ..... Αθηνών, οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της επί του οικοπέδου αυτού πολυκατοικίας είχε γίνει με την συμβολή του και χρήματά του, τα οποία προέρχονται από την εργασία του και κατά συνέπεια έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Εις την ίδια δε αίτηση ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ψευδώς ότι η πώληση και των υπολοίπων οριζοντίων στοιχείων από την εγκαλούσα ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών θα καθιστούσε ανενεργό κάθε κατ' αυτής δικαίωμα του και αξίωσής του. Η συζήτηση της αίτησης αυτής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσδιορίσθηκε για την 6η Νοεμβρίου 2001. Την 5η Νοεμβρίου 2001, δηλαδή μία ημέρα προ της συζήτησης της πιο πάνω αίτησης, ο εκκαλών-κατηγορούμενος με αίτησή του προς το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών ζήτησε και επέτυχε την 6η Νοεμβρίου 2001 εγγραφή υποθήκης για το χρηματικό ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 146.735 ευρώ επί των αναφερομένων εις την αίτηση του υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθηκών καθώς και του υπό στοιχεία Γ-2 διαμερίσματος της πιο πάνω πολυκατοικίας. Η αίτηση δε αυτή του εκκαλούντα-κατηγορουμένου καθώς και η από 5ης Νοεμβρίου 2001 περίληψη εγγραφής υποθήκης δεν γνωστοποιήθηκαν από αυτόν εις την εγκαλούσα, όπως τούτο επιβάλλεται από την διάταξη του άρθρου 1308 του Αστικού Κώδικα. Η εγκαλούσα δε, έλαβε γνώση της σχετικής εγγραφής την 13η Σεπτεμβρίου 2002 κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου. Τούτο επιβεβαιούται από τα υπ' αριθμ. ...., .... και ..... πιστοποιητικά του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, τα οποία έχει προσκομίσει και τα οποία φέρουν ημερομηνία την 16η Σεπτεμβρίου 2002. Από τον χρόνο δε αυτό, κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση των πιο πάνω αναφερόμενων υποθηκών, έως την 17η Οκτωβρίου 2002, κατά την οποία υπεβλήθη η από 15ης Οκτωβρίου 2002 έγκληση αυτής, δεν παρήλθε χρόνος που υπερβαίνει την τρίμηνη προθεσμία, με συνέπεια η έγκληση αυτή να είναι εμπρόθεσμη. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, κατά τον χρόνο εκδίκασης της πιο πάνω αναφερόμενης αίτησης, ο εκκαλών-κατηγορούμενος γνώριζε ότι δια της εγγραφής υποθήκης είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα, ανεξάρτητα από τον κύριο αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά όμως το γεγονός αυτό και προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αιτήσεως, απέκρυψε από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή υποθήκης εις τα ανωτέρω ακίνητα. Η απόκρυψη δε αυτή από το περιεχόμενο της αιτήσεως καθώς και από το αντίστοιχο σημείωμά του ήταν αθέμιτη, ως αντίθετη προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά τη διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή, εάν έκανε γνωστή εις το Δικαστήριο την εγγραφή, η αίτηση που ελέχθη δεν θα ευδοκιμούσε τουλάχιστον ως προς το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος με τις ψευδείς παραστάσεις ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, περί της επικείμενης εκποίησης και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, επεδίωκε να παραπλανήσει αυτόν όπως εκδώσει απόφαση, δια της οποίας θα εγένετο δεκτή η αίτησή του η οποία ελέχθη, σκοπεύοντας με τον τρόπο αυτό να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ, αφού θα υφίστατο τότε κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας. Επειδή όμως επί της ανωτέρω αίτησης του εκκαλούντα-κατηγορουμένου εξεδόθη η υπ' αριθμ. 672/2002 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη λόγω αοριστίας του περιεχομένου της η αίτηση αυτή, ο πιο πάνω σκοπός του εκκαλούντα-κατηγορουμένου δεν επετεύχθη. Την 8η Μαρτίου 2002 ο εκκαλών-κατηγορούμενος ενέγραψε και δεύτερη υποθήκη εις τα προαναφερθέντα ακίνητα για το χρηματικό ποσό των 88.041,09 ευρώ. Δεν κοινοποίησε όμως ο εκκαλών-κατηγορούμενος, όπως όφειλε να πράξει, την περίληψη της εγγραφής αυτής εις την μη συμπράττουσα εγκαλούσα. Η τελευταία έλαβε γνώση την 13η Σεπτεμβρίου 2002 της πιο πάνω έγγραφης υποθήκης, κατόπιν ελέγχου εις τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου, γεγονός το οποίο επιβεβαιούται από τα προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ....., .... και .... πιστοποιητικά τα οποία προσεκόμισε και τα οποία, όπως ελέχθη, φέρουν ημερομηνία 16η Σεπτεμβρίου 2002. Ακολούθως, ο εκκαλών-κατηγορούμενος με την από 26ης Απριλίου 2002 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ζήτησε από το Δικαστήριο αυτό τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της εν διαστάσει συζύγου του, εγκαλούσας, εις χείρας της ιδίας ή τρίτου μέχρι του χρηματικού ποσού των 100.000.000 δραχμών ήδη 293.473 ευρώ. Η αίτηση αυτή είχε το ίδιο περιεχόμενο με την από 31ης Οκτωβρίου 2001 αίτηση του εκκαλούντα - κατηγορουμένου η συζήτηση δε αυτής προσδιορίσθηκε για την 10η Ιουνίου 2002, επεδόθη δε εις την εγκαλούσα την 24η Μαΐου 2002. Με την αίτηση αυτή εγίνετο αναλυτική περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας και ο εκκαλών-κατηγορούμενος επεκαλείτο ότι αυτή είχε εκποιήσει δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες την 25η Οκτωβρίου 2001, αντί του χρηματικού ποσού των 47.000.000 δραχμών. Με την ίδια δε αίτηση, ο εκκαλών-κατηγορούμενος ισχυρίζετο ότι η εγκαλούσα ετοιμάζεται να εκποιήσει και τις υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες που διέθετε, παρά το γεγονός ότι είχαν ανεγερθεί εις το επί της οδού ... αριθμός .. οικόπεδο ιδιοκτησίας της, αλλά η ανέγερση της πολυκατοικίας είχε επιτευχθεί με την συμβολή του και χρήματα που προήρχοντο από την εργασία του και συνεπεία τούτου έχει αξίωση για την επαύξηση της περιουσίας της τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Πέραν των ανωτέρω, ο εκκαλών-κατηγορούμενος, εις την αίτηση του αυτή επεκαλείτο ότι η πώληση και των άλλων οριζοντίων ιδιοκτησιών ως υφιστάμενος κίνδυνος απώλειας αυτών θα καθιστούσε ανενεργό κάθε δικαίωμά του και αξίωση κατά της εγκαλούσας. Εγνώριζε δε ο εκκαλών-κατηγορούμενος και εις την περίπτωση αυτή, ότι δια της εγγραφής των υποθηκών είχε εξασφαλίσει την προνομιακή του ικανοποίηση δια της δυνατότητας αναγκαστικής εκτέλεσης εις τα ενυπόθηκα ακίνητα, ανεξαρτήτως του κυρίου αυτών κατά τον χρόνο της εκτέλεσης. Παρά ταύτα όμως, προκειμένου να επιτύχει την ευδοκίμηση της πιο πάνω αναφερόμενης αιτήσεως, απέκρυψε δόλια από τον Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την εγγραφή των υποθηκών αυτών. Η απόκρυψη δε της εγγραφής των υποθηκών αυτών, τόσο από το περιεχόμενο της αιτήσεως, όσο και από το περιεχόμενο του σχετικού σημειώματος ήταν αθέμιτη, ερχόμενη σε αντίθεση προς το καθήκον αληθείας που είχε κατά την διάταξη του άρθρου 116 του Κώδ.Πολ.Δικ, καθόσον σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή εάν έκανε γνωστή την εγγραφή εις το Δικαστήριο, η πιο πάνω αίτησή του δεν θα εγίνετο δεκτή, τουλάχιστον κατά το χρηματικό ποσό για το οποίο είχε ασφαλίσει τις απαιτήσεις του.
Με την πιο πάνω αναφερόμενη ψευδή παράσταση, περί της επικείμενης εκποιήσεως και των υπολοίπων οριζοντίων ιδιοκτησιών από την εγκαλούσα, προς τον δικάσαντα την ανωτέρω αίτηση Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο εκκαλών-κατηγορούμενος σκόπευε, επιδιώκοντας να παραπλανήσει αυτόν, όπως εκδώσει ευνοϊκή γι' αυτόν απόφαση και να προσπορίσει εις τον εαυτό του περιουσιακό όφελος, το οποίο υπερέβαινε το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ, καθόσον πλέον θα υφίστατο κίνδυνος οριστικής απώλειας των υπό την συντηρητική κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της εγκαλούσας, επιτυχών τον σκοπό αυτό, αφού έπεισε τον πιο πάνω Δικαστή να εκδώσει την υπ' αριθμ. 6623/2003 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση αυτού και χορηγήθηκε εις αυτόν η άδεια όπως κατάσχει συντηρητικώς κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία της εγκαλούσας μέχρι του χρηματικού ποσού των 117.388 ευρώ, που αποτελεί το παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο απεκόμισε δεσμεύοντας αυτό, το οποίο είχε κατατεθεί από την εγκαλούσα εις την Τράπεζα Κύπρου, με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της εγκαλούσας, η οποία συνίσταται εις τον κίνδυνο οριστικής απώλειάς του και εις την αποστέρηση της χρήσης του. Ενόψει των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών, οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος-κατηγορουμένου, περί εσφαλμένης εκτίμησης των προκυψάντων, από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, πραγματικών περιστατικών, εξαιτίας της οποίας κρίθηκε παραπεμπτέος εις το προαναφερθέν Δικαστήριο για να δικαστεί για τα προαναφερθέντα αδικήματα, είναι αβάσιμοι. Από την εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των προαναφερόμενων πραγματικών περιστατικών, καθώς και όσων διαλαμβάνονται εις το εκκαλούμενο βούλευμα, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημόσια εις το ακροατήριο κατηγορίας σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις πράξεις α) της απάτης ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας τελεσθείσας ενώπιον Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ και β) της απόπειρας απάτης επί Δικαστηρίου μεταξύ συζύγων, εκ της οποίας το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ, οι οποίες του αποδίδονται. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο εν λόγω βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και σχημάτισε την κρίση για την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων, παραθέτει δε, τέλος, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27, 42, 94, 378, 386 παρ. 1 και 3 και 393 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Ειδικότερα, ρητώς εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι οι αξιώσεις για τις οποίες ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ζήτησε τη συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της παθούσας συζύγου, που ανερχόταν και στις δύο περιπτώσεις (απόπειρας και τετελεσμένης απάτης) στο ποσό των 100.000.000 δρχ. ή 293.470 ευρώ. Περαιτέρω, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι με την υποβολή και παραδοχή εκ μέρους του δικαστηρίου των επίμαχων αιτήσεων συντηρητικής κατασχέσεως, αφενός μεν η παθούσα στερήθηκε του δικαιώματος χρήσεως των περιουσιακών στοιχείων, αφετέρου δε δημιουργήθηκε κίνδυνος οριστικής απώλειάς τους. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής των άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι λοιπές, στην κρινόμενη αίτηση, διαλαμβανόμενες αιτιάσεις, που, με την επίμαχη της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττουν την περί την εκτίμηση των αποδείξεων και τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 82/23.3.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 45/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ