Θέμα
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση και απόπειρα απάτης. Κακουργηματική πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση. Αιτιολογημένη παραπομπή. Απόρριψη αναιρέσεως κατά βουλεύματος.
Αριθμός 508/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου X1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 505/07.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 249/20.6.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας , σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, την υπ' αριθμ. 71/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου X1, κατά του υπ' αριθμ. 3446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2621/06 βούλευμα του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση, β) απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση και γ) της απόπειρας απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ και δ) της κλοπής ( άρθρα 1,13 περιπτ. γ' και στ', 14, 26 παρ. 1α,27 παρ. 1,42 παρ. 1, 94,216 παρ. 1 και 3β, 372παρ. 1α και 386 παρ. Ι και 3α,β ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρου216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999 και το εδ. β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του ιδίου Νόμου και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999).
Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ' αριθμ. 364/8-9-2006 έφεση του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3446/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε αυτή τυπικώς δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία, ενώ μεταρρύθμισε το εκκληθέν βούλευμα και έπαψε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για το πλημμέλημα της κλοπής. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκηση της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ.1, 473 παρ.1, 474 παρ.1 και 482 παρ 1α του ΚΠΔ, όπως η παρ.1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 3160/2003. Διαλαμβάνεται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ' ΚΠΔ). Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ.ΝΣΤ/627, ΑΠ 1687/2002 Ποιν. Χρ.ΝΓ/638).
Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, με την μορφή καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση ( ΑΠ 1505/2004,Ποιν.χρ. ΝΕ/622, ΑΠ858/2004, Ποιν. Χρ.ΝΕ/322, ΑΠ1753/2003, Ποιν. Χρ. ΝΔ/635 ΑΠ 1303/2003,Ποιν. Χρ. ΝΔ/335). Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ, ή β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ (παρ. 3 αρθ. 216 ΠΚ, ως αντικ. με αρθ. 14 παρ. 2 και 2β' Ν.2721/1999), (δειτ. ΑΠ 858/2004, Ποιν. Χρ. ΝΕ/322). Ως περιουσιακό όφελος (επί της ως άνω α' περιπτώσεως) νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 Ευρώ (ΑΠ 725/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/59). Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής (ΑΠ 829/2006, Ποιν. Δικ.2006, 713, ΑΠ 1174/2005 Ποιν. Δικ, 2005,1485).
Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρ. 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει, ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το περιουσιακό όφελος στο οποίο αποσκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγει ( ΑΠ 911/2004, Ποιν. Χρ ΝΕ/419,ΑΠ858/2004, Ποιν. Χρ.ΝΕ/322).Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ ( παρ. 3 αρ. 386 ΠΚ, ως η παρ. 3 αντικ. με αρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999). Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή(ΑΠ1506/2005,Ποιν. Χρ.ΝΣΤ/308). Μεταξύ δε των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και απάτης υπάρχει αληθής συρροή(ΑΠ 1265/2005, Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/228, ΑΠ1753/2003, Ποιν. Χρ.ΝΔ/635).
Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, ως αντικ. με άρ. 14 παρ. 1 Ν2721/1999, ορίζεται ότι αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή, που έχει θεσπισθεί προς το σκοπό της επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή) όμως το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στο δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή ,λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων (ΑΠ 59/2004, Ποιν. Χρ. ΝΔ/512). Κατά δε την παρ. 2 του αρ. 98 ΠΚ, όπως προστέθηκε με αρ. 14 παρ. 1 Ν.2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό, και στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 3446/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από την κυρία ανάκριση που ενεργήθηκε και μάλιστα από το περιεχόμενο της έγκλησης, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μία χωριστά και στο σύνολο τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου υπάρχουν πράγματι επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθόσον, κατά την κρίση μας, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ψ1, τεχνίτης αρτοσκευασμάτων το επάγγελμα, αρχές περίπου του έτους 2000 γνωρίσθηκε με τον κατηγορούμενο μέσω αγγελίας στην εφημερίδα ".........", όταν προσφέρθηκε να τον προσλάβει σε επιχείρηση αρτοποιίας που επρόκειτο να δημιουργήσει ο κατηγορούμενος στην περιοχή ........ Αττικής, εξαγοράζοντας προηγούμενη επιχείρηση με την επωνυμία "...........Ε.Ε." που δραστηριοποιούνταν στην αρτοποιία και προχωρώντας σε επενδύσεις με την αγορά μηχανημάτων κ.λ.π. Για να δελεάσει δε τον μηνυτή του προσέφερε τον πολύ ικανοποιητικό μισθό των 1.200.000 δραχμών το μήνα σε επιχείρηση αρτοποιίας του κατηγορουμένου στην οδό ..... αριθμός ..... στην ίδια περιοχή όπου ο μηνυτής ασχολούνταν αποκλειστικά με την παραγωγή των προϊόντων αρτοποιίας όπου εργαζόταν νυχτερινές ώρες. Με τη δικαιολογία ότι δεν ήθελε να φαίνεται το όνομα του στην επιχείρηση, επειδή θα έχανε τη σύνταξη του ως πρώην ναυτικός, ο κατηγορούμενος έπεισε τον μηνυτή να συστήσουν ετερόρρυθμη εταιρία και έτσι υπέγραψαν το από ...... καταστατικό σύστασης της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία ".........Ε.Ε.", με ομόρρυθμο μέλος τον μηνυτή και ετερόρρυθμο τον ίδιο (κατηγορούμενο). Διευθυντής, διαχειριστής, ταμίας και εκπρόσωπος της εταιρείας ορίσθηκε ο μηνυτής, πλην όμως ο τελευταίος είχε αποκλειστικά και μόνο την ευθύνη του τομέα παραγωγής της επιχείρησης και ουσιαστικά με τη διοίκηση, τον έλεγχο του προσωπικού και τις συναλλαγές με τρίτους ασχολούνταν αποκλειστικά ο κατηγορούμενος. Προφανώς στα πλαίσια σχεδίου του κατηγορουμένου, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, και προκειμένου ο ίδιος να αποξενωθεί από την εταιρεία έπεισε τον μηνυτή και μετεβίβασε ο κατηγορούμενος το εταιρικό του μερίδιο με το από ....... ιδιωτικό συμφωνητικό στον φίλο και συγγενή του μηνυτή Γ1, πλην όμως ο κατηγορούμενος συνέχιζε να έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεων της εταιρείας. Ανεξαρτήτως όμως αυτών και των ακριβών αιτίων της ανωτέρω μεταβίβασης ο κατηγορούμενος που φέρει τα στοιχεία Χ1 και έχει γεννηθεί στη ........ το 1958 και έχει καταδικασθεί πλειστάκις σε πολυετείς φυλακίσεις για σωρεία αδικημάτων πλαστογραφίας, απάτης, κλοπής κ.λ.π. (βλ. αντίγραφο ποινικού μητρώου) την 7-11-2001 έκλεψε από τον μηνυτή το υπ' αριθμό ....... έκδοσης ...... από το Α/Τ Εμπεδού Αιτωλοακαρνανίας δελτίο αστυνομικής του ταυτότητας και ο μηνυτής όντας ανυποψίαστος και αφού αδυνατούσε να βρει την ταυτότητα του δήλωσε ύστερα από εύλογο χρόνο την 13-12-2001 απώλεια της ανωτέρω αστυνομικής ταυτότητας στο Α/Τ Πατησίων και εκδόθηκε στο όνομα του νέο δελτίο αστυνομικής ταυτότητας με αριθμό ........... Με το ανωτέρω δελτίο αστυνομικής ταυτότητας στα χέρια του ο κατηγορούμενος την 7-12-2001 πήγε στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος στην Κηφισιά και υπέβαλε αίτηση για χορήγηση δανείου υπέρ της ανωτέρω εταιρείας ".......... Ε.Ε." για ποσό 250.000Ό00 δραχμών θέτοντας κάτω από την ένδειξη "ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας" κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή - νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας, εν αγνοία του τελευταίου και χωρίς οποιαδήποτε συναίνεση του (βλ. την ως άνω αίτηση) και παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος ότι είναι ο Ψ1, νόμιμος εκπρόσωπος, διαχειριστής, και κύριος μέτοχος της ως άνω εταιρείας, επιδεικνύων σ' αυτούς το με αριθμό ........ δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, που είχε αφαιρέσει, όπως προαναφέρθηκε από τον κάτοχό του μηνυτή. Το αίτημα δανεισμού, αφού εξετάσθηκε και εγκρίθηκε από την Κεντρική Διεύθυνση Επιχειρήσεων της ΑΤΕ για ποσό 440.000 ευρώ, απεστάλη για τη διεκπεραίωση στο κατάστημα Αμαρουσίου της ΑΤΕ, για την υπογραφή δηλαδή της σύμβασης και την εκταμίευση του δανείου. Εκεί, στο Μαρούσι, στις 12.3:2002, κατά την υπογραφή της υπ' αριθμ. ...... σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που συνήφθη μεταξύ της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, της εταιρείας ".........ΕΕ" ως πιστούχου και του Ψ1 ως συνοφειλέτη, σύμφωνα με την οποία το όριο της πίστωσης προς την εταιρεία ανέρχονταν στο ποσό των 440.000 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 261.000 ευρώ διασφαλίζονταν με τη χορήγηση-ενεχυρίαση αξιόγραφων εκ μέρους της πιστούχου εταιρείας, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 179.000 ευρώ διασφαλίζονταν με την εγγραφή υποθήκης εκ μέρους της Τράπεζας σε ακίνητο ιδιοκτησίας της εταιρείας, ο κατηγορούμενος, εμφανιζόμενος και πάλι ως Ψ1, ήτοι ως νόμιμος εκπρόσωπος της αντισυμβαλλόμενης εταιρείας, έθεσε σε κάθε φύλλο της σύμβασης, καθώς και στο τελευταίο φύλλο αυτής κάτω από τις ενδείξεις "ο πιστούχος" και "ο συνοφειλέτης", κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή ως νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας και ως συνοφειλέτη, εν πλήρη αγνοία του τελευταίου και χωρίς βεβαίως οποιαδήποτε συναίνεση του (βλ. την άνω σύμβαση). Ακολούθως ο κατηγορούμενος, στις 14.3.2002, 21.3.2002, 26.3.2002, 28.3.2002, 3.4.2002, 5.4.2002, 9.4.2002 και 11.4.2002 προέβηκε στην είσπραξη συνολικού ποσού 261.000 ευρώ, με βάση σχετικά εντάλματα πληρωμής που εξέδιδε η άνω τράπεζα, θέτοντας επί ενός εκάστου εντάλματος κάτω από την ένδειξη "ο λαβών" κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτή, εν αγνοία του τελευταίου και χωρίς την συναίνεση του, (βλ. τα 8 εντάλματα πληρωμής με τις ως άνω ημερομηνίες), επιδεικνύοντας δε σε κάθε συναλλαγή το κλαπέν κατά τα άνω δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του μηνυτή και παριστώντας σε κάθε αρμόδιο υπάλληλο εν γνώσει του ψευδώς ότι είναι ο Ψ1, ο νόμιμος εκπρόσωπος της πιστούχου εταιρείας (βλ. τις ανακριτικές καταθέσεις των τραπεζικών υπαλλήλων, Ζ1 και Ζ2).
Έτσι εκ των ανωτέρω πράξεων, ο κατηγορούμενος προσπόρισε στον εαυτό του συνολικά περιουσιακό όφελος ποσού 261.000 ευρώ, αφού το εκταμιευθέν από την τράπεζα ως άνω ποσό περιήλθε στην ιδική του απόλυτη κατοχή και κυριότητα. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος μετέβηκε εκ νέου στις 26.4.2002 στο κατάστημα Αμαρουσίου της ΑΤΕ, όπου εμφανιζόμενος και πάλι ψευδώς ως Ψ1, δηλαδή νόμιμος εκπρόσωπος της άνω εταιρείας "............ Ε.Ε", επιδεικνύοντας στους αρμοδίους υπαλλήλους το αφαιρεθέν από τον μηνυτή δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, ζήτησε την εκταμίευση και του υπολοίπου (αιτηθέντος και εγκριθέντος) ποσού 179.000 ευρώ, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς σ' αυτούς ότι με το υπ' αριθμ ...... της ....... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Μάιδα του Ιωάννη, μετεβιβάσθηκε αιτία πωλήσεως στην ως άνω πιστούχο εταιρεία, ".............Ε.Ε" ένα οικόπεδο μετά κτίσματος που βρίσκεται στην κοινοτική περιφέρεια ....... του Δήμου Μακρυνείας Αιτωλοακαρνανίας και ότι έχει ήδη εγγραφεί υποθήκη υπέρ της Αγροτικής Τράπεζας επ' αυτού.
Έτσι ο κατηγορούμενος, σκοπώντας να παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών εγγράφων τους αρμοδίους υπαλλήλους της ΑΤΕ, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, για την χορήγηση δηλαδή σε αυτόν του ποσού των 179.000 ευρώ που διασφαλιζόταν δήθεν με εγγραφή υποθήκης επί ακινήτου της εταιρείας, κατήρτισε εξ υπαρχής κατά περιεχόμενο, σφραγίδες και υπογραφές τα εξής πλαστά έγγραφα: 1) πλαστό συμβόλαιο πώλησης οικοπέδου μετά κτίσματος, με αριθμό ........, το οποίο φέρεται να συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αθηνών Νικόλαος Μάϊδας του Ιωάννη στις ..... και στο οποίο φέρεται ότι συνεβλήθησαν, αφενός μεν ο Δ1 ως πωλητής και ο Ψ1 ως νόμιμος εκπρόσωπος της αγοράστριας εταιρείας "....... Ε.Ε.", για την πώληση ενός ακινήτου (οικοπέδου μετά κτίσματος) που βρίσκεται στην κοινοτική περιφέρεια ....... του δήμου Μακρυνείας Αιτωλοακαρνανίας καθώς και ότι κατά την υπογραφή του (συμβολαίου) παραστάθηκαν οι δικηγόροι Κωνσταντίνος Μυλωνάς και Ευθύμιος Τζιάχανας (για τον πωλητή ο πρώτος και για την αγοράστρια ο δεύτερος), θέτοντας στο συμβόλαιο αυτό τις υπογραφές των Νικολάου Μάιδα, Δ1, Ψ1, Κωνσταντίνου Μυλωνά και Ευθυμίου Τζιάχανα, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους. Το ως άνω συμβόλαιο κατήρτισε εξ υπαρχής και ως προς όλα τα στοιχεία του (περιεχόμενο, σφραγίδες, υπογραφές) ο κατηγορούμενος αφού, εκ των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο Νικόλαος Μάϊδας δεν είναι συμβολαιογράφος Αθηνών και ουδέποτε συνέταξε το ανωτέρω συμβόλαιο, ούτε ο Δ1 μεταβίβασε το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο στην εταιρία "........ Ε.Ε", η οποία εμφανίστηκε ότι εκπροσωπούνταν από τον κατά το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο της Ψ1, ούτε και παραστάθηκαν κατά τη σύνταξη του συμβολαίου οι δικηγόροι Κωνσταντίνος Μυλωνάς και Ευθύμιος Τζιάχανας (βλ. περί των ανωτέρω, την από 6.6.05 κατάθεση του Νικολάου Μάϊδα του Βίκτωρα, συμβολαιογράφου Λευκάδας και την από 5.7.05 κατάθεση του Κων/νου Μυλωνά, δικηγόρου, φερομένου στο. άνω πλαστό συμβόλαιο ως δικηγόρου του πωλητή, οι οποίοι καταγγέλλουν το εν λόγω συμβόλαιο ως απολύτως πλαστό, όπως βεβαίως και τις υπογραφές των). 2) το υπ' ....... πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο Μεταγραφοφύλακας Μακρυνείας ....... και βεβαιώνει ότι μεταγράφηκε το ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης στον τόμο ... και με αριθμό .... των οικείων βιβλίων του Υποθηκοφυλακείου Μακρυνείας, 3) το υπ' αριθμ. ...... πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο ως άνω Μεταγραφοφύλακας και βεβαιώνει ότι μέχρι την ως άνω ημερομηνία (......) δεν μεταγράφηκε πράξη εκποιήσεως σε τρίτο από τον Δ1 που να αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης, 4) το υπ' αριθμ. ........ πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο ως άνω Υποθηκοφύλακας και βεβαιώνει ότι μέχρι την ως άνω ημερομηνία (.....) δεν γράφηκε υποθήκη, προσημείωση, κατάσχεση, ή επιταγή κατά του Δ1 που να αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης, 5) το υπ' αριθμ ......... πλαστό πιστοποιητικό που φέρεται ότι εξέδωσε ο Υποθηκοφύλακας Μακρυνείας ........ και βεβαιώνει ότι μέχρι την ως άνω ημερομηνία (8.4.2002) δε γράφηκε αγωγή κατά του Δ1 που να αφορά το ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης και 6) τη με ημερομηνία ....... πλαστή βεβαίωση που φέρεται ότι εξέδωσε ο ως άνω Υποθηκοφύλακας και βεβαιώνει ότι στο ακίνητο που περιγράφεται στο ως άνω πλαστό συμβόλαιο πώλησης, στις ..... έγινε εγγραφή υποθήκης στα βιβλία υποθηκών της περιφέρειας του Δήμου Μακρυνείας ποσού 440.000 ευρώ, στον τόμο ... και στον αριθμό ...., υπέρ της "ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε", για την εξασφάλιση του δανείου που η τελευταία χορήγησε στην εταιρία "..........Ε.Ε" κατά τα ως άνω αναγραφόμενα, καθώς και ότι στο ίδιο ακίνητο δεν υπάρχει άλλη υποθήκη. Τα ως άνω πιστοποιητικά και βεβαίωση είναι καθ' ολοκληρίαν πλαστά, και καταρτίσθηκαν από τον κατηγορούμενο, αφού εκ των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει ότι τα ως άνω έγγραφα δεν έχουν εκδοθεί από τον Υποθηκοφύλακα Μακρυνείας, δεν φέρουν την υπογραφή του, φέρουν παραποιημένη σφραγίδα του Υποθηκοφυλακείου Μακρυνείας και οι αναγραφόμενοι σ' αυτά τόμοι, αριθμοί και ημερομηνίες είναι φανταστικοί [βλ. σχετικώς τις από 2.5.02, 27.6.02 και 23.10.03 καταθέσεις του Ιωάννη Τσιτσέλη, συμβολαιογράφου, ο οποίος κατά τους επίδικους χρόνους εκτελούσε χρέη υποθηκοφύλακα Μακρυνείας, ο οποίος καταγγέλλει τα άνω έγγραφα ως απολύτως πλαστά μηδέποτε εκδοθέντα και ως από το άνω Υποθηκοφυλακείο]. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος κατήρτισε εξ απαρχής και εξ ολοκλήρου πλαστό πληρεξούσιο με αριθμό ......, το οποίο φέρεται ότι συνέταξε ο συμβολαιογράφος Αθηνών Νικόλαος Ιωάννη Μάϊδας στις ....., και στο οποίο φέρεται ότι η Β1 διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο της τον Ψ1, δίνοντας σ' αυτόν ταυτόχρονα, μεταξύ άλλων, την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα, να παρέχει με ακίνητο ιδιοκτησίας της (αγροτεμάχιο έκτασης 8.768,92 τμ που βρίσκεται στην .......) εγγύηση προς την Αγροτική Τράπεζα και υπέρ της εταιρίας "............Ε.Ε" για εξασφάλιση πιστώσεως που χορηγεί σ' αυτή η ως άνω Τράπεζα, καθώς και να υπογράφει οποιοδήποτε έγγραφο απαιτείται για την εγγραφή υποθήκης επί του ανωτέρω ακινήτου της και υπέρ της Αγροτικής -Τράπεζας της Ελλάδος και για οποιοδήποτε ποσό, προς ασφάλεια της χορηγούμενης πιστώσεως από την τράπεζα προς την πιστούχο εταιρία, θέτοντας στο πληρεξούσιο αυτό τις υπογραφές των Νικόλαου Μάϊδα και Β1, εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους. Το ως άνω πληρεξούσιο είναι εξ ολοκλήρου πλαστό, ως προς το περιεχόμενο, τις σφραγίδες και τις υπογραφές, καθόσον ο Νικόλαος Μάϊδας δεν είναι συμβολαιογράφος Αθηνών αλλά Λευκάδας όπως προαναφέρθηκε και ουδέποτε συνέταξε το ανωτέρω πληρεξούσιο, ούτε η Β1 έδωσε τις ανωτέρω αναγραφόμενες ειδικές εντολές προς τον μηνυτή, ο οποίος δεν γνώριζε απολύτως τίποτα περί όλων των αναφερομένων εγκληματικών πράξεων του κατηγορουμένου. Σκοπούσε δε ο κατηγορούμενος, όπως προαναφέρθηκε με την κατάρτιση και προσκομιδή των ως άνω πλαστών εγγράφων να παραπλανήσει του αρμόδιους υπαλλήλους της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τα αναληθή γεγονότα ότι η εταιρεία με την επωνυμία "......... Ε.Ε." της οποίας εμφανίστηκε ως διαχειριστής, νόμιμος εκπρόσωπος και κύριος μέτοχος, αφενός μεν έχει ακίνητη περιουσία, αφετέρου δε έχει στη διάθεση της και άλλο ακίνητο επί του οποίου μπορεί να εγγραφεί υποθήκη προς εξασφάλιση της χορηγηθείσας σε αυτή πίστωσης, τα οποία (αναληθή γεγονότα) είχαν έννομες συνέπειες, αφού συνεπάγονταν την υποχρέωση της Αγροτικής Τράπεζας να χορηγήσει στην πιο πάνω εταιρεία ως δάνειο το ποσό των 179.000 ευρώ, και έτσι να εισπράξει αυτός (κατηγορούμενος) από την Τράπεζα, εμφανιζόμενος ως δήθεν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, το πιο πάνω ποσό. Πλην όμως η άνω πράξη του δεν ολοκληρώθηκε, όχι από δική του θέληση αλλά από εμπόδια εξωτερικά, γιατί οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας διαπίστωσαν κατόπιν ελέγχου, ότι όλα τα ανωτέρω έγγραφα ήσαν πλαστά και δεν ενέκριναν την χορήγηση σ' αυτόν του ποσού των 179.000 ευρώ. Τέλος, ο κατηγορούμενος κατήρτισε εξ υπαρχής, κατά περιεχόμενο και υπογραφές, πλαστή τροποποίηση εταιρικού της ως άνω εταιρείας, στην οποία φέρεται ότι ο Ψ1 και Γ1, μοναδικοί εταίροι της εταιρίας "....... Ε.Ε", συμφωνούν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ως άνω εταιρίας κατά το ποσό των 9.000.000 δραχμών, εκ του οποίου ο μεν Ψ1 κατέβαλε το ποσό των 8.910.000 δραχμών, ενώ ο Γ1 το ποσό των 90.000 δραχμών, θέτοντας στο έγγραφο τις υπογραφές των Ψ1 και Γ1 εν αγνοία τους και χωρίς τη συναίνεση τους (βλ. την από ...... "τροποποίηση εταιρικού"). Το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό είναι πλαστό, αφού ουδέποτε οι Ψ1 και Γ1 συμφώνησαν στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας ".......... Ε.Ε" και ουδέποτε κατήρτισαν τέτοιο συμφωνητικό, ο δε κατηγορούμενος έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου, προσκομίζοντας αυτό στη Δ.Ο.Υ Νέας Φιλαδέλφειας, στο Ταμείο Νομικών, στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών και στο Πρωτοδικείο Αθηνών, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους των πιο πάνω υπηρεσιών σχετικά με το αναληθές γεγονός, ότι η εταιρία με την επωνυμία "....... Ε.Ε." προέβηκε σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, το οποίο (αναληθές γεγονός) είχε έννομες συνέπειες αφού έτσι παρουσιάζονταν ότι η ανωτέρω εταιρία είχε μεγαλύτερο μετοχικό κεφάλαιο κατά το ποσό των 9.000.000 δραχμών από εκείνο που πράγματι είχε.
Τα ανωτέρω έγιναν γνωστά στον μηνυτή κατά μήνα Φεβρουάριο του 2005 όταν πληροφορήθηκε ότι εκκρεμεί σε βάρος του το υπ' αριθμό ........ ένταλμα σύλληψης του Ανακριτή Μεσολογγίου που αφορούσε τις ανωτέρω πράξεις της πλαστογραφίας και της απόπειρας απάτης του ανωτέρω ποσού των 179.000 ευρώ σε βάρος της Αγροτικής Τράπεζας, αφού αυτεπάγγελτα κινήθηκε η δίωξη σε βάρος του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ".......... Ε.Ε." μετά την ανακάλυψη αρμοδίως της πλαστότητας των ανωτέρω εγγράφων που είχαν προσκομισθεί στην Τράπεζα από τον κατηγορούμενο προκειμένου να εκταμιεύσει και το ανωτέρω ποσό των 179.000 ευρώ, αφού προηγούμενα είχε λάβει εξαπατώντας την Τράπεζα το ποσό των 261.000 ευρώ για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας εκ του εγκριθέντος δανείου των 440.000 ευρώ. Αμέσως μετά ο μηνυτής την 1-3-2005 εγχείρησε την υπό κρίση μήνυση - έγκληση και μετά την ανακάλυψη των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων.
Ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις του και διατείνεται ότι αυτός που εμφανίσθηκε στην Τράπεζα για την σύναψη και υπογραφή της σύμβασης και την εκταμίευση του δανείου δεν είναι ο ίδιος αλλά πρόσωπο που έχει τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά με αυτόν και ονομάζεται Η1, αγνώστων λοιπών στοιχείων και στον οποίο είχε αναθέσει ο μηνυτής την διεκπεραίωση όλων των διαδικασιών. Προσκομίζει δε και το από ........ ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο φέρεται υπογεγραμμένο από τον εν λόγω Η1 και τον μηνυτή ως εκπρόσωπο της εταιρείας καθώς και την από ........... βεβαίωση της Ιωάννας Βουρδογιάννη-Παντελαίου, δικηγόρου, δικαστικής γραφολόγου, στην οποία η εν λόγω γραφολόγος βεβαιώνει κατ' εντολή του κατηγορουμένου, ότι οι υπογραφές που φέρονται ότι έχουν τεθεί από τον Ψ1 α) στην υπ' αριθμ .... σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό [....] και β) στο ιδιωτικό συμφωνητικό, με ημερομηνία 9 Νοεμβρίου 2001, με συμβαλλόμενους τον Η1 και αφετέρου τον [....] Ψ1 [....] είναι γνήσιες υπογραφές του Ψ1". Σε σχετική δε σημείωση κάτωθι της ως άνω "βεβαίωσης" δηλοί ότι "είμαι σε θέση, με τα πιο πάνω δεδομένα έγγραφα, να συντάξω αναλυτική Γραφολογική Γνωμοδότηση, οποτεδήποτε μου ζητηθεί". Οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και τα δύο ως άνω έγγραφα που αυτός προσκόμισε προς επίρρωση αυτών, δεν πείθουν και δεν παρέχουν ουδέ την πλέον αμυδρά ένδειξη ότι δεν είναι αυτός που τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται, αφού εκ των στοιχείων της δικογραφίας, προκύπτει με περισσή σαφήνεια ότι αυτός κατήρτισε την πληθώρα των πλαστών εγγράφων, που αναφέρθηκαν και ότι αυτός είναι που μετέβη πλειστάκις στα καταστήματα Κηφισιάς και Αμαρουσίου της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, όπου εμφανιζόμενος ως Ψ1, διέπραξε όσα διεξοδικά αναφέρθηκαν. Τούτο προκύπτει από τις εκθέσεις αναγνώρισης, που έγιναν ενώπιον του Ανακριτή του 22°° Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, όλων των τραπεζικών υπαλλήλων που συνηλλάχθησαν κατά τους επίδικους χρόνους με τον κατηγορούμενο, και οι οποίοι αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου το πρόσωπο που παρουσιάστηκε σ' αυτούς ως Ψ1 (βλ. τις από ..... και ...... εκθέσεις αναγνώρισης των τραπεζικών υπαλλήλων, 1) Ζ3, 2) Ζ4, 3) Ζ5 και 4) Ζ1). Ακόμη, από τον συνδυασμό των ανακριτικών καταθέσεων των ........., υποθηκοφύλακα Μακρυνείας και Θωμά Παλαιογιάννη, δικηγόρου κατά τους επίδικους χρόνους του κατηγορουμένου, προκύπτει, ότι ο άνω δικηγόρος κατ' εντολήν του κατηγορουμένου είχε λάβει από το Υποθηκοφυλακείο Μακρυνείας πιστοποιητικά που αφορούσαν το ακίνητο ιδιοκτησίας Δ1 και βάσει αυτών κατασκεύασε ο κατηγορούμενος όλα τα πλαστά πιστοποιητικά και βεβαίωση που προσκόμισε κατά τα άνω στην Αγροτική Τράπεζα (βλ. την χαρακτηριστική από 23-10-03 κατάθεση του ...........: "Αρχές του 2002 με επισκέφθηκε στο υποθηκοφυλακείο [....] ο δικηγόρος Αθηνών ονόματι Παλαιογιάννης [....]. Εγώ εξέδωσα την σειρά πιστοποιητικών που μου ζήτησε. Είμαι σίγουρος ότι με βάση τα πιστοποιητικά που εξέδωσα εγώ, κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου τα πλαστά, διότι το περιεχόμενο τους συμπίπτει με αυτό των γνησίων, με την διαφορά ότι δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια, ούτε οι υπογραφές, ούτε και οι σφραγίδες"). Περαιτέρω, από την με ημερομηνία 6-6-05 (προανακριτική) κατάθεση του Νικολάου Μάϊδα του Βίκτωρα, συμβολαιογράφου Βασιλικής Λευκάδας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κατασκεύασε τα πλαστά συμβόλαια και πληρεξούσια επειδή γνώριζε το άνομα του και τα στοιχεία του από άλλη υπόθεση πλαστογραφίας (με κατηγορούμενο βεβαίως και ιθύνοντα νου και πάλι τον νυν κατηγορούμενο, βλ. επ1 αυτού την από 6-7-05 προανακριτική κατάθεση της Ιωάννας Κουρέτα, συμβολαιογράφου, σε συνδυασμό με την ως άνω κατάθεση Νικολ. Μάϊδα). Εκ των ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι ο άνθρωπος που είχε σχέση με όλα τα έγγραφα, τα οποία, χρησίμευσαν ως βάση για την κατασκευή των πλαστών είναι ο κατηγορούμενος και όχι βεβαίως ο επινοηθείς υπ' αυτού την τελευταία στιγμή "αγνώστων λοιπών στοιχείων Η1", την ύπαρξη του οποίου αγνοεί πλήρως ο μηνυτής (βλ. την από 15-3-06 ανακριτική κατάθεση του) και ο οποίος (Η1) δεν είχε λόγο να προβεί στην κατάρτιση τόσων πολλών πλαστών εγγράφων, ενώ ο κατηγορούμενος αντιθέτως, θα απεκέρδαινε ποσό 440.000 ευρώ (261.000 + 179.000). Η δε προσκομιζόμενη υπό του κατηγορουμένου "Βεβαίωση" της ως άνω δικαστικής γραφολόγου, ασφαλώς δεν μπορεί να εκτιμηθεί αποδεικτικά, αφού δεν παρατίθενται σ' αυτήν οι συλλογισμοί, οι σκέψεις και οι συγκριτικές μελέτες βάσει των οποίων οδηγήθη στο συμπέρασμα που βεβαιώνει ώστε να μπορούν να αντιταχθούν αντίθετα επιχειρήματα σχετικώς ή να ελεγχθούν πραγματικά περιστατικά και στοιχεία τα οποία η γραφολόγος έλαβε υπόψη της σχετικώς για τον σχηματισμό της γνώμης που διατυπώνει με την ανωτέρω βεβαίωση.
Επειδή κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με τα να δεχθεί όπως με το Βούλευμα που προσβάλλεται προκύπτει, ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου που να δικαιολογούν την παραπομπή του στο ακροατήριο για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας με χρήση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση, β) της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, γ) της απόπειρας απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, δ) της κλοπής (άρθρο 1,13 περ γ' και στ', 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 94, 98, 216 παρ. 1 και 3α, 372 παρ. 1α και 386 παρ. 1 και 3α,β' Π.Κ., όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2α Ν. 2721/1999 και το εδ β' προστέθηκε το άρθρο 14 παρ. 2β ιδίου νόμου και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβηκε και ορθά υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Έτσι θα πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί το Βούλευμα που προσβάλλεται (άρθρο 319 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου επιπρόσθετα αναφέρομαι και να επιβληθούν τα έξοδα της υπόθεσης, κατ' άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., σε βάρος του εκκαλούντα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ'ουσία την υπ'αριθ. 364/8-9-2006 έφεση του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 2621/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ενώ μεταρρύθμισε το βούλευμα τούτο ως προς την αξιόποινη πράξη της κλοπής, για την οποία έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και επικύρωσε κατά τα λοιπά το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ'εξακολούθηση, β) της απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ κατ'εξακολούθηση και γ) της απόπειρας απάτης από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση που προηγήθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 § 1, 98, 94 § 1, 216 § § 1 και 3α, β και 386 § § 1 και 3α,β Π.Κ. όπως η παρ. 3 του άρθρου 216 αντικ. με το άρθρο 14 § 2 α Ν.2721/1999 και το εδάφιο β' της ιδίας παραγράφου προστέθηκε με το άρθρο 14 § 2β του ιδίου Νόμου και η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 § 4 του Ν.2721/1999, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Είναι επομένως αβάσιμος και απορριπτέος ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 484 § 1δ' Κ.Π.Δ. και πρέπει κατά συνέπεια να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθμ. 71/19-3-2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 3446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 21 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΝικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- 'Ελλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενης ειδικής αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι απ' αυτό συνήγαγε το συμβούλιο, αλλά αρκεί η μνεία του είδους των αποδεικτικών μέσων, στην αξιολόγηση των οποίων στήριξε αυτό την παραπεμπτική κρίση του. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία αναπτύσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.
ΙΙ.- Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 216 Π.Κ., όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2 του Ν. 2721/1999 "Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ". Εξάλλου κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παρ.3 του άρθρου 386, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. στ' του Π.Κ., κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη τους συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθ. 3.446/2006 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεως ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας και υπομνημάτων του κατηγορουμένου), ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού μεταρρύθμισε εν μέρει το πρωτόδικο υπ' αριθμ 2621/2006 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών μόνο για την πλημμεληματική πράξη της κλοπής, για την οποία έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, κατά τα λοιπά απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται α) για πλαστογραφία με χρήση πλαστού κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ β) για απάτη κατ'εξακολούθηση και απόπειρα απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδαφ. στ , 216 παρ.1-3' και 386 παρ.1,3β Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Η αιτίαση του κατηγορουμένου ότι δεν ερευνήθηκαν οι αμυντικοί του ισχυρισμοί και ότι δεν εκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, κατά μεν το πρώτο σκέλος είναι απαράδεκτη διότι βάλλει κατά της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του συμβουλίου, κατά δε το δεύτερο σκέλος αυτής είναι αβάσιμη διότι μνημονεύονται στο βούλευμα κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα τα οποία το συμβούλιο έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, δεν είναι δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρονται ξεχωριστά τα αποδεικτικά μέσα και τι προέκυψε από καθένα εξ αυτών. Εξάλλου, επαρκώς αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση των πράξεων για τις οποίες παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, με την αναφορά στο βούλευμα πραγματικών περιστατικών από τα οποία το συμβούλιο και με τις εν γένει άλλωστε εκ του πράγματος παραδοχές του άγεται σε κρίση για τη συνδρομή των άνω επιβαρυντικών περιστάσεων. Αναφορικώς με την σύμβαση δανειοδοτήσεως από την Αγροτική Τράπεζα της εταιρίας με την επωνυμία " ........ Ε.Ε", διαλαμβάνεται στο βούλευμα ότι ο κατηγορούμενος αφού είχε κλέψει την αστυνομική ταυτότητα του Ψ1, εμφανίσθηκε στην Τράπεζα με το όνομα εκείνου και κατήρτισε τη σύμβαση αυτή, ως δήθεν εκπρόσωπος της άνω εταιρίας, προσδιορίζεται δε το όφελος που επέτυχε με εξαπάτηση των υπαλλήλων της Τράπεζας η οποία ενέκρινε την πίστωση και την εκταμίευση, σε πρώτη φάση ποσού 216.000 ευρώ που εκείνος έλαβε και αντιστοίχως ζημιώθηκε η άνω εταιρία η οποία εμφανίζεται ως οφειλέτης της Τραπέζης. Διαλαμβάνεται, επίσης, στο βούλευμα ότι υπάλληλοι της Αγροτικής Τράπεζας αναγνώρισαν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου εκείνον που είχε συναλλαγεί με την Τράπεζα και εμφανίσθηκε με το όνομα του Ψ1. Τέλος, επαρκώς αιτιολογείται στο βούλευμα γιατί το Συμβούλιο δεν αποδέχεται τη γνωμοδότηση της γραφολόγου Ιωάννας Παντελαίου.
Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ 'του ΚΠΔ με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του X1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3.446/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ