Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1615 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και συνήθεια από δράστη που διαπράττει πλαστογραφίες, με περιουσιακό όφελος και ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Αναίρεση του παραπεμπτικού βουλεύματος με την επίκληση των λόγων της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επάρκεια αιτιολογίας. Δεν επιφέρει ακυρότητα το γεγονός ότι στην Εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο, δεν περιέχεται ειδικότερη πρότασή του, για το λόγο εφέσεως, που απορρίφθηκε, ούτε γιατί στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, που διενεργήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο κατηγορούμενος κλήθηκε στη διεύθυνση που αναφέρεται στην έγκληση, ανεξάρτητα του ότι ο αριθμός ήταν ανύπαρκτος κατά την αστυνομική βεβαίωση. Δεν επέρχεται ακυρότητα με τον καθορισμό του χρόνου τέλεσης από το Συμβούλιο Εφετών, άλλου από εκείνο που αναφέρεται στο κατηγορητήριο του Ανακριτή, εφόσον δεν μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της πράξεως και δεν επηρεάζεται ο χρόνος παραγραφής. Απορρίπτει.




Αριθμός 1615/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 802/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.5.2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1110/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 142/24.3.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθμ. 123/30-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό του από τη δικηγόρο Αθηνών Ευτυχία Σαρακατσάνη, δυνάμει της από 29-5-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης δήλωσης και στρέφεται κατά του αριθμ. 802/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 1703/2006 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό περιουσιακό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, μετά χρήσεως. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 802/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 21-5-2007, όπως αυτό προκύπτει από το από 21-5-2007 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Γεωργίου Αλεξόπουλου, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 30-5-2007 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Αικατερίνης Σωφρόνη, συνετάγη δε από εκείνη η υπ'αριθμ. 123/30-5-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα και η απόλυτη ακυρότητα.
Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας απαιτείται πλέον, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 216 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/99, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ).
Επίσης η πλαστογραφία έχει κακουργηματικό χαρακτήρα κατά την παράγ. 3β του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/99 αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δρχ.). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ. στ του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/96, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως προκύπτει δε από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται, ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, αλλά και με αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις νόμιμα ληφθείσες καταθέσεις των μαρτύρων, την απολογία του κατηγορουμένου σε συνδυασμό και με τα έγγραφα υπομνήματά του προς τον Ανακριτή και προς το Συμβούλιο αυτό και όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά.
To έτος 1982 ο ήδη εκκαλών κατηγορούμενος Χ καθώς και οι μηνυτές Ψ1 και Ψ2 έγιναν μέτοχοι ο καθένας κατά το 1/3 της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ανώνυμος, Τεχνική Εταιρία Γενικών Κατασκευών ΑΕΓΕΚ" η οποία εδρεύει στο Χολαργό Αττικής (Λεωφόρος Μεσογείων αριθμός 304), επιχείρηση η οποία μέχρι τότε ανήκε στον εκ των μηνυτών Ψ1 το μετοχικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρίας ήταν διηρημένο σε "κοινές" μετά ψήφου και σε "προνομιούχες" άνευ ψήφου μετοχές, οι τιμές διάθεσης των οποίων είχαν οριστεί σε 1800 και 1300 δρχ., αντιστοίχως, στην αύξηση του μετοχικού αυτού κεφαλαίου του έτους 1995 με την από 30.6.1995 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετοχών της. Κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1982 έως και του έτους 1997 αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας διετέλεσε ο κατηγορούμενος Χ. Ο τελευταίος κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1997 πώλησε προς τους ως άνω μηνυτές το υπόλοιπο μέχρι τότε πακέτο κοινών μετοχών του στην ανωτέρω εταιρία και δη πώλησε σ' αυτούς 500.000 μετοχές του στην εταιρία αυτή στη λογιστική τους αξία, διατήρησε δε ταυτοχρόνως το δικαίωμα επαναγοράς τους. Ο κατηγορούμενος δεν άσκησε το δικαίωμα επαναγοράς των μετοχών που είχε ως ανωτέρω πωλήσει στους μηνυτές, το Μάρτιο δε του έτους 1999 ζήτησε και έλαβε από τους μηνυτές συμπληρωματικό τίμημα για την αξία των πωληθεισών αυτών μετοχών. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος πρόβαλε κατά των κατηγορουμένων και άλλες οικονομικές αξιώσεις του όσον αφορούσε τόσο από την πώληση των ανωτέρω πωληθεισών μετοχών όσο και τη μεταβίβαση 275.870 προνομιούχων μετοχών καθώς και 50.000 κοινών μετοχών του, της ως άνω εταιρίας, μετοχών, οι οποίες ανήκαν σε πακέτο μετοχών το οποίο τελούσε υπό κοινή διαχείριση των μετόχων (κατηγορουμένου και μηνυτών), ισχυριζόταν δε ότι η ως άνω μεταβίβαση είχε γίνει αντισυμβατικά. Σχετικώς με τις ως άνω αξιώσεις του ο κατηγορούμενος, έκτοτε άρχισε να υποβάλει αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των αρμοδίων Αστικών Δικαστηρίων καθώς επίσης, υπέβαλε και μηνύσεις κατά των ανωτέρω ήδη μηνυτών του. Προς διευθέτηση των διαφορών τους που ανέκυψαν ως ανωτέρω οι διάδικοι ήλθαν σε μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, προκειμένου να μην παρουσιάζει δυσμενή εικόνα στην αγορά η εταιρία αυτή, η οποία ήταν ήδη εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων αυτών, στις 31.8.1999 με τα υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικά έγγραφα συμφωνητικά που κατήρτισαν μεταξύ τους οι μηνυτές μεν δέχθηκαν να καταβάλουν στον κατηγορούμενο το ποσό των 400.000.000 δραχμών, ως αντάλλαγμα όλων των μέχρι τότε μεταξύ τους συναλλαγών σε πλήρη δε ικανοποίηση οποιασδήποτε τυχόν αξιώσεως που θεωρούσε ο κατηγορούμενος ότι είχε, ο τελευταίος δε αναγνώρισε ότι δεν είχε οποιαδήποτε άλλη κατά των μηνυτών απαίτηση προς δε ανέλαβε αυτός την υποχρέωση να μη προβεί σε πράξη, δικαστική ή εξώδικη ενέργεια, δήλωση ή αμφισβήτηση προς οποιονδήποτε από τους μηνυτές ή τρίτο ή προς την εταιρία, αντίθετη προς τα όσα είχαν έτσι συμφωνήσει, για την περίπτωση δε εξάλλου παράβασης της υποχρέωσης του αυτής, συμφωνήθηκε ότι οι μηνυτές είχαν το δικαίωμα να αξιώσουν απ' αυτόν την επιστροφή του προαναφερθέντος ποσού των 400.000.000 δραχμών, ως θετική ζημία, πέραν της τυχόν απαιτήσεως τους για προκληθείσα σ' αυτούς ηθική βλάβη καθώς και την καταβολή ποινικής ρήτρας 100.000.000 δραχμών για κάθε παράβαση εκ μέρους του κατηγορουμένου και μέχρι του ποσού των 600.000.000 δραχμών συνολικά επί πλέον της αποζημιώσεως. Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων των ως άνω μηνυτών για την εκτέλεση των αμέσως ανωτέρω συμφωνηθέντων ο κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε σ' αυτούς έξη τραπεζικές επιταγές ποσού εκάστης 100.000.000 δραχμών με λευκή, όμως, ημερομηνία έκδοσης τους, σύμφωνα με τον όρο 7 του ως άνω συμφωνητικού, ενώ με τον όρο 8 του ίδιου συμφωνητικού συμφωνήθηκε επί πλέον εγγυοδοσία εκ μέρους του κατηγορουμένου 135.000 μετοχών του στην εταιρία "ΚΡΟΝΟΣ Α.Ε." με τη μορφή σύστασης επ' αυτών "ατύπου" ενεχύρου υπέρ των ήδη μηνυτών, συμφωνήθηκε δε τέλος η κατάπτωση της εγγυοδοσίας αυτής υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που περιγράφονταν στον όρο 7 του αυτού συμφωνητικού, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να παραδώσει τις ως άνω μετοχές - "εγγυοδοσία" στα χέρια του εκ των μηνυτών, Ψ2. Πράγματι, την ίδια ημέρα (31.8.1999) οι μηνυτές εκτελώντας τα όσα είχαν συμφωνήσει με τον κατηγορούμενο του κατέβαλαν παραδίδοντας του σε επιταγές το ποσό των 400.000.000 δραχμών και δη του παρέδωσαν δύο επιταγές σε διαταγή του τις με αριθμ. ..... και ..... επιταγές εκδόσεως τους πληρωτέες στην ALPHA Τράπεζα Πίστεως, ποσού εκάστης 200.000.000 δρχ. Περαιτέρω αυθημερόν (31.8.1999) ο εκ των μηνυτών Ψ2 στο ίδιο πλαίσιο διευθέτησης των μεταξύ των διαδίκων διαφορών συμφώνησε με τον κατηγορούμενο με ιδιαίτερο από 31.8.1999 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό και κατέβαλε στον τελευταίο, ως δάνειο το ποσό των 200.000.000 δρχ. παραδίδοντας του τη με αριθμό ..... ισόποση τραπεζική επιταγή εκδόσεως του και σε διαταγή του κατηγορουμένου, πληρωτέα στην ALPHA Τράπεζα Πίστεως, την οποία (επιταγή) εισέπραξε, βεβαίως ο κατηγορούμενος με εμφάνιση της στην ως άνω πληρώτρια τράπεζα. Την επομένη της κατάρτισης των ανωτέρω συμφωνιών, σύμφωνα με τον όρο 8 του ως άνω μεταξύ των διαδίκων από 31.8.1999 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού, ο κατηγορούμενος παρέδωσε ως εγγυοδοσία και προς σύσταση ατύπου ενεχύρου σε πρωτότυπα: α) το με αύξοντα αριθμό 9 με ημερομηνία 19.9.1998 προσωρινό τίτλο ονομαστικών μετοχών του στην αεροπορική εταιρία "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ (CRONUS AIRLINES)" που φερόταν να ενσωματώνει 100.000 ονομαστικές μετοχές του στην αμέσως ανωτέρω εταιρία με αύξοντες αριθμούς μετοχών από 400.001 έως 500.000, συνολικής ονομαστικής αξίας 100.000.000 δραχμών (1000 δρχ. η ονομαστική αξία κάθε μετοχής Χ 100.000 μετοχές) και β) το με αύξοντα αριθμό 10 με ημερομηνία 19.9.1998 προσωρινό τίτλο ονομαστικών μετοχών της αυτής αεροπορικής εταιρίας "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ (CRONUS AIRLINES)" που φερόταν να ενσωματώνει 100.000 ονομαστικές μετοχές του στην αμέσως ανωτέρω εταιρία με αύξοντα αριθμό μετοχών από 500.001 έως 600.000 με συνολική ονομαστική αξία 100.000.000 δραχμών (100.000 μετοχές Χ 1000 δρχ. η ονομαστική αξία κάθε μετοχής ίσον, 100.000.000 δρχ.). Όπως προκύπτει από τους ευρισκόμενους στη δικογραφία τίτλους αυτούς αυτοί (τίτλοι) φέρονταν να έχουν υπογραφεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ανωτέρω αεροπορικής εταιρίας καθώς και τον αδελφό του Α, ως αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της αυτής αεροπορικής εταιρίας. Και ναι μεν η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί εγγυοδοσίας και συστάσεως (ατύπου) ενεχύρου αφορούσε 135.000 μετοχές της εν λόγω αεροπορικής εταιρίας, ενώ οι αντίστοιχοι προσωρινοί τίτλοι που είχε παραδώσει σ' αυτούς ενσωμάτωναν περισσότερες μετοχές (συνολικά και οι δύο 200.000 μετοχές), παρά ταύτα δήλωσε προς τους μηνυτές ότι αυτούς τους τίτλους μετοχών είχε, υποσχέθηκε δε ότι στη συνέχεια αυτός θα διαχώριζε τον ένα από τους δύο τίτλους σε 65.000 και 35.000 μετοχές και θα κρατούσε ο ίδιος τις 65.000 μετοχές. Παρά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα από 31.8.1999 μεταξύ των διαδίκων ο κατηγορούμενος εξακολούθησε να προβάλλει και άλλες αξιώσεις κατά των ήδη μηνυτών για το λόγο δε αυτό οι τελευταίοι προκειμένου να προβούν σε ικανοποίηση των αξιώσεων τους, έχοντας δε στα χέρια τους, τους ως άνω προσωρινούς τίτλους μετοχών ενημερώθηκαν ότι η εταιρία:. ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ είχε εν τω μεταξύ απορροφηθεί από την Αεροπορία Αιγαίου (AEGEAN AIRLINES) και έστειλαν στην τελευταία τις από 21.4.2003 και από 31.10.2003 εξώδικες οχλήσεις δηλώσεις τους με τις οποίες ζητούσαν από αυτούς (AEGEAN AIRLINES) να τους γνωστοποιήσει την τύχη των τίτλων που του είχε παραδώσει ο κατηγορούμενος μετά τη γενόμενη απορρόφηση της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ από αυτήν (AEGEAN AIRLINES), η τελευταία δε με την από 10.6.2003 προς αυτούς επιστολή της τους ενημέρωσε ότι α) ο πρωτότυπος τίτλος με αύξοντα αριθμό 9 που ενσωμάτωνε 100.000 ονομαστικές μετοχές με αύξοντα αριθμό 400.001-500.000 της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ είχε παραδοθεί σ' αυτήν από τον κατηγορούμενο προκειμένου να αντικατασταθεί με νέο προσωρινό τίτλο της "ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΑΙΓΑΙΟΥ Α.Ε." τελικώς δε ο τίτλος αυτός ακυρώθηκε με την από 27.5.2002 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου και β) ότι ο πρωτότυπος τίτλος με αύξοντα αριθμό 10 που ενσωμάτωνε άλλες 100.000 ονομαστικές μετοχές με αύξοντα αριθμό 500.001 έως 600.000 της αυτής εταιρίας "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ", επίσης ακυρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου στις 31.7.2001, αντικαταστάθηκε δε με 5 προσωρινούς τίτλους με αύξοντα αριθμούς 10α , 10β', 10γ' 10δ' και 10ε', τίτλους, οι οποίοι στη συνέχεια της παραδόθηκαν, για να αντικατασταθούν με νέους προσωρινούς τίτλους της και ότι οι τίτλοι αυτοί στη συνέχεια ομοίως ακυρώθηκαν με την από 27.5.2002 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Έτσι οι μηνυτές ευρισκόμενοι προ του δυσεξήγητου περιστατικού να υπάρχουν δηλαδή -παρατύπως- και άλλα πρωτότυπα των παραπάνω τίτλων πέραν των τίτλων που, αυτός με βάση την προαναφερθείσα μεταξύ αυτών και του κατηγορουμένου σύμβαση με την από 20.6.2003 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση, προς τον αδελφό του κατηγορουμένου και Αντιπρόεδρο της CRONUS AIRLINES ζήτησαν από αυτόν, να τους ενημερώσει αν πράγματι αυτός είχε υπογράψει με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ τους ανωτέρω προσωρινούς τίτλους με αριθμό 9 και 10 που οι ίδιοι κατείχαν εις χείρας τους και τους είχε παραδώσει ως άνω ο κατηγορούμενος, ταυτόχρονα δε με την αμέσως ανωτέρω εξώδικη δήλωση τους απέστειλαν και συγκοινοποίησαν σ' αυτόν και φωτοαντίγραφα των ως άνω με αριθμούς 9 και 10 προσωρινών τίτλων. Ο Α απάντησε στην ως άνω εξώδικη πρόσκληση ότι δεν είχε ο ίδιος καμία ουσιαστική ανάμειξη στις μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορουμένου αδελφού του σχέσεις γι' αυτό και οι μηνυτές κατέφυγαν στον Ειδικό Δικ. γραφολόγο Β για τη γνησιότητα η μη των φερομένων υπογράφών στους κατεχόμενους από τους μηνυτές ως άνω προσωρινούς τίτλους ως υπογραφών Α, ο δε ανωτέρω δικ. γραφολόγος εξετάζοντας τις υπογραφές αυτές κατέληξε κατόπιν σύγκρισης των τελευταίων (υπογραφών) με άλλες γνήσιες υπογραφές του Α ότι οι φερόμενες ως υπογραφές του Α στους κατεχόμενους από τους μηνυτές προσωρινούς τίτλους μετοχών δεν ήσαν γνήσιες υπογραφές του Α. Εξάλλου και ο τελευταίος Α στην ενώπιον του τακτικού Ανακριτή από 6.10.2005 ένορκη κατάθεση του αρνήθηκε ότι οι υπογραφές αυτές δηλ. επί των ευρισκομένων εις χείρας των μηνυτών ως άνω τίτλων υπογραφές ήσαν δικές του. Το ζήτημα της ανωτέρω υπέρ των μηνυτών εγγυοδοσίας των ανωτέρω προσωρινών τίτλων προέκυψε κατά την ημερομηνία σύναψης του από 31.8.1999 ιδιωτικού εγγράφου συμφωνητικού στον όρο 8 του οποίου οι τίτλοι αυτοί δεν περιγράφονται με ακρίβεια και λεπτομέρειες στη συνέχεια παραδόθηκαν δε αυτοί στους μηνυτές στις 1.9.1999. Την εκ μέρους του κατηγορουμένου παράδοση σ' αυτούς των ως άνω τίτλων στις 1.9.1999 (και όχι δηλ. στις 31.8.1999 όπως περιέγραψαν στη μήνυση τους) παραδέχονται και οι ίδιοι οι μηνυτές με τις από 21.4.2003 και από 31.10.2003 εξώδικες προσκλήσεις τους που είχαν αποστείλει κατά τα προαναφερόμενα στην απορροφήσασα την ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ εταιρεία AEGEAN AIRLINES και στις από 10.2.2005 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προς απόκρουση της σε βάρος τους από 17.11.2003 αγωγής του κατηγορουμένου η αλλαγή δε του χρόνου παράδοσης των ως άνω τίτλων δεν συνιστά καμία ακυρότητα, για ανεπίτρεπτη μεταβολή της σε βάρος του Χ κατηγορίας αφού και θέμα άλλωστε, παραγραφής της αξιόποινης πράξης της, κατά τα ανωτέρω πλαστογραφίας, κατά το νόμο δεν υφίσταται. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται με την απολογία και τα έγγραφα υπομνήματα του ότι αυτός είχε παραδώσει τους ως άνω προσωρινούς τίτλους προς τους μηνυτές του με μόνη τη δική του υπογραφή (ως Προέδρου του Δ.Σ. της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ) όχι το έτος 1999 (1.9.1999) αλλά προηγουμένως το έτος 1998 όταν αυτός αναζητούσε επενδυτές για τη χρηματοδότηση της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ και συζητούσε με αυτούς (μηνυτές) την πιθανότητα να συνεργασθεί μαζί της και για να τους ενημερώσει για τη μετοχική του συμμετοχή στην ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός είναι μη πειστικός αφού σε τέτοια περίπτωση θα ήταν αρκετό να παραδώσει σ' αυτούς κάποια βεβαίωση της εταιρείας "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ της οποίας άλλωστε αυτός ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. της και ο αδελφός του Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της και δεν θα αντιμετώπιζε για τη χορήγηση της βεβαίωσης αυτής, επομένως καμία δυσχέρεια ή και να επιδείξει απλώς σ' αυτούς (μηνυτές) τα αντίγραφα των τίτλων και να μην τους τα παραδώσει και δεν ήταν απαραίτητο καθόλου, να παραδώσει σ' αυτούς τους ανυπόγραφους, όπως ισχυρίζεται, τίτλους μετοχών.
Από τα παραπάνω περιστατικά προκύπτει ότι στις 1.9.1999 ο κατηγορούμενος παρέδωσε τους ως άνω προσωρινούς τίτλους, στους μηνυτές του υπογεγραμμένους μεν απ' αυτόν ως Πρόεδρο του Δ.Σ. της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ και στη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. ο ίδιος έθεσε άνευ δικαιώματος και κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του αδελφού του Α την υπογραφή του τελευταίου ως αντιπροέδρου του Δ.Σ. της ίδιας εταιρείας τούτο δε συνάγεται και εκ του ότι μόνον αυτός (κατηγορούμενος) είχε εν προκειμένω συμφέρον να παραπλανήσει τους μηνυτές περί της γνησιότητας των ως άνω τίτλων προκειμένου να φανεί ως αληθές το γεγονός ότι συμμορφωνόταν προς τον όρο 8 του από 31.8.1999 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού δίνοντας στους μηνυτές την ως άνω εγγυοδοσία με προφανές όφελος 135.000.000 δρχ. και αντίστοιχη ζημία των μηνυτών.
Έτσι από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος την 1-9-1999, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε τους προαναφερόμενους πλαστούς προσωρινούς τίτλους μετοχών, θέτοντας κατ' απομίμηση, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του, την υπογραφή του αδελφού του Α, κάτωθι του κειμένου τους, στη θέση της υπογραφής του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ" και ακολούθως, τους χρησιμοποίησε, παραδίδοντας τους αυθημερόν στους μηνυτές ως εγγυοδοσία και προς σύσταση επ' αυτών ενεχύρου, προκειμένου να τους παραπλανήσει σχετικά με γεγονός που μπορεί να είχε έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα, σχετικά με το ότι οι τίτλοι αυτοί-είχαν εγκύρως εκδοθεί και ότι έτσι, ως νόμιμοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις εναντίον του απαιτήσεις τους από το από 31-8-1999 συμφωνητικό. Με την πράξη του αυτή ο κατηγορούμενος επεδίωκε να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα τους μηνυτές, καθόσον, επεδίωκε να ματαιώσει την, μέσω των εν λόγω τίτλων, ικανοποίηση των εναντίον του απαιτήσεων τους, που προέκυπταν από το από 31-8-1999 μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό. Το συνολικό δε περιουσιακό όφελος που επεδίωκε να αποκομίσει και η αντίστοιχη ζημία των μηνυτών υπερβαίνουν το ποσό των 73,000 ευρώ και συγκεκριμένα, ανέρχονται τουλάχιστον σε 135.000.000 δραχμές ή 396.184,89 ευρώ, όση .δηλαδή ήταν και η ονομαστική αξία των που συμφωνήθηκε να παραδοθούν στους μηνυτές ως εγγυοδοσία και σύσταση ενεχύρου για την εξασφάλιση ισόποσων απαιτήσεων τους, από την εκ μέρους του κατηγορουμένου επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής και την υποδομή που αυτός έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Τα ίδια, επομένως, αφού δέχθηκε και το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών) το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ομοίως δεχόμενο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου της ως άνω σε βαθμό κακουργήματος προβλεπόμενης και τιμωρούμενης από το νόμο πλαστογραφίας για την οποία αυτός κατηγορείται, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι δε ουσιαστικά αβάσιμος ο αντίθετος λόγος της έφεσης του κατηγορουμένου. Πρέπει επομένως, όπως διαλαμβάνεται στην εισαγγελική πρόταση, στους ορθούς και νόμιμους λόγους της οποίας και το Συμβούλιο προς αποφυγή περαιτέρω άσκοπων επαναλήψεων τους συμπληρωματικά αναφέρεται, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη έφεση και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθμ. 1703/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με την πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό περιουσιακό όφελος και ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ μετά χρήσεως, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Περαιτέρω, όπως ρητώς αναφέρεται στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών για να μορφώσει την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, έλαβε υπόψη "τις νόμιμα ληφθείσες καταθέσεις των μαρτύρων, την απολογία του κατηγορουμένου σε συνδυασμό και με τα έγγραφα υπομνήματά του προς τον Ανακριτή και προς το Συμβούλιο αυτό και όλα τα έγγραφα της δικογραφίας". Άρα δίχως αμφιβολία έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο κατηγορούμενος με τα υπομνήματά του, μεταξύ των οποίων και με το από 28-9-2006 υπόμνημά του προς το Συμβούλιο Εφετών, δια του Εισαγγελέα Εφετών και δεν συνάγεται το αντίθετο, ούτε από τη μη ιδιαίτερη μνεία αυτών ή τη μη αναφορά του περιεχομένου των, ούτε από το ότι το Συμβούλιο δεν κατέληξε σε απαλλακτική κρίση για τον αναιρεσείοντα.
Συνεπώς οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ και β ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 216 ΠΚ είναι αβάσιμοι.
Αβάσιμος επίσης είναι ο λόγος της αίτησης αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα και συγκεκριμένα αυτές των άρθρων 43 παρ. 1 και 31 παρ. 2 ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 4 και 2 Ν. 3160/2003, αντίστοιχα και το τελευταίο και με το άρθρο 5 του Ν. 3346/2005, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, καίτοι ενεργήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προκαταρκτική εξέταση, ύστερα από την από 17-12-2003 έγκληση των Ψ1 και Ψ2 κατ'αυτού, ο ίδιος δεν κλήθηκε για παροχή εξηγήσεων με αποτέλεσμα να μη περατωθεί νόμιμα η προκαταρκτική εξέταση και να είναι άκυρη η ασκηθείσα, στη συνέχεια, κατ'αυτού ποινική δίωξη με την από 21-6-2004 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς τον Ανακριτή του 19ου Τακτ.Τμ. Αθηνών για διενέργεια κυρίας ανακρίσεως, διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αλλά και από το προσβαλλόμενο βούλευμα, η εντεταλμένη για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης Πταισματοδίκης Αθηνών με την από 10-3-2004 κλήση της προς τον εγκαλούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κάλεσε αυτόν προκειμένου να παράσχει εξηγήσεις στην αναγραφόμενη στην έγκληση διεύθυνση κατοικίας του και δη στην οδό ..., η οποία εφόσον δεν είχε διενεργηθεί προανάκριση, θεωρείται ως τόπος κατοικίας του (ΑΠ 193/2006, ΑΠ 1010/2006), πλην όμως, όπως προκύπτει από την από 10-4-2001 βεβαίωση του αστυφύλακα του ΑΤ Ηλιουπόλεως ..., στην οδό ... δεν υπήρχε ο αριθμός 19, δεν μπορούσε δε να κληθεί κατ'άλλο τρόπο, και δη κατ'άρθρο 273 παρ. 1 γ εδ. τελευταίο ΚΠΔ, που εφαρμόζεται αναλόγως και επί προκαταρκτικής εξέτασης, διότι δεν υπήρχε δήλωση διεύθυνσης κατοικίας από τον ίδιο, αλλά ούτε και απουσίαζε εκ του τόπου κατοικίας του (άρθρο 156 ΚΠΔ) αφού η διεύθυνση κατοικίας ήταν ελλιπής, αλλά και πέραν αυτών, ναι μεν σύμφωνα με το τελευταίο εδ. της παραγράφου 2 του άρθρου 31 ΚΠΔ πρέπει να κλητεύεται πράγματι ο ύποπτος, όμως η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει και ρητή υποχρέωση κλητεύσεως του υπόπτου υπό την έννοια ότι αν δεν κληθεί και δη νόμιμα ότι δεν περατώνεται νόμιμα η προκαταρκτική εξέταση ώστε να δημιουργείται ακυρότητα αυτής και της εν συνεχεία ασκηθείσας ποινικής δίωξης, αφού θα ακολουθήσει προανάκριση ή κυρία ανάκριση όπου και θα γίνει κλήση για απολογία οπωσδήποτε - άρθρα 245 παρ. 1 και 270 παρ.1 ΚΠοινΔ (Κονταξής Κ.Ποιν.Δ υπό άρθρο 31).
Επομένως το Συμβούλιο Εφετών, που με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε τον σχετικό, περί απολύτου ακυρότητας, λόγο εφέσεως ορθά έκρινε.
Αβάσιμη επίσης είναι η αιτίαση ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα από το ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε τον λόγο εφέσεώς του, περί απολύτου ακυρότητας της ασκηθείσας σε βάρος του ποινικής δίωξης, χωρίς να υποβληθεί γραπτή πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών για το λόγο αυτό εφέσεως, διότι όπως συνάγεται από τα άρθρα 32 παρ. 1, 138 και 171 παρ. 2 περ. β ΚΠοινΔ, η υποχρέωση να ακουστεί ο Εισαγγελέας πριν από κάθε απόφαση ή βούλευμα ποινικού δικαστηρίου, δεν επιβάλλει και την αναλυτική ανάπτυξη των απόψεών του σε κάθε ειδικότερο θέμα της ερευνώμενης υποθέσεως, αρκεί τούτο να καλύπτεται με την τελική πρότασή του επί της υποθέσεως αυτής (ΑΠ 867/2001, ΑΠ 1527/2000) και στην συγκεκριμένη υπόθεση η πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη της ασκηθείσας έφεσης, ως ουσιαστικώς αβασίμου περιλαμβάνει και την απόρριψη του λόγου εφέσεως, περί απολύτου ακυρότητας της ασκηθείσας σε βάρος του αναιρεσείοντος ποινικής δίωξης.
Τέλος, αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα γιατί τόσο το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών όσο και το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του καθόρισαν χρόνο τέλεσης της πράξης διαφορετικό από αυτό που απήγγειλε ο Ανακριτής, δηλαδή από 31-8-1999 σε 1-9-1999, καθόσον δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας ο διαφορετικός καθορισμός χρόνου τέλεσης της πράξης, όταν τούτο δεν επηρεάζει την ταυτότητα αυτής ούτε αποκλείει την υπάρχουσα παραγραφή (ΑΠ 243/2006) προϋποθέσεις οι οποίες δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση.
Συνεπώς, οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α-β και δ ΚΠοινΔ είναι αβάσιμοι και, πρέπει, να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 123/30-5-2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του αριθμ. 802/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Αθήνα 27 Δεκεμβρίου 2007 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 123/30-5-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμό 802/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 1703/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ (216 παρ.1, 2 του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών, που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Για την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας τους, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας, δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο, του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Εξ' άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος". Από τις εν λόγω διατάξεις, σε συνδυασμό προς αυτή του άρθρου 216 του Π.Κ., προκύπτει ότι για την "κατ' επάγγελμα" τέλεση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξεως , χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, είτε πρώτη φορά τέλεση της πράξεως , όχι όμως ευκαιριακά, αλλά με διαμορφωμένη οργανωτική υποδομή για επανάληψη του εγκλήματος στο μέλλον, υποκειμενικά δε απαιτείται σκοπός του υπαιτίου να ποριστεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων πλαστογραφίας.
Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι, κατ' επιλογή, μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: " Το έτος 1982 ο ήδη εκκαλών κατηγορούμενος Χ, καθώς και οι μηνυτές Ψ1 και Ψ2 έγιναν μέτοχοι ο καθένας τους κατά το 1/3 της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμος Τεχνική Εταιρεία Γενικών Κατασκευών ΑΕΓΕΚ", η οποία εδρεύει στο Χολαργό Αττικής (Λεωφόρος Μεσογείων αριθμός 304), επιχείρηση η οποία μέχρι τότε ανήκε στον εκ των μηνυτών Ψ1 το μετοχικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρίας ήταν διηρημένο σε "κοινές" μετά ψήφου και σε "προνομιούχες" άνευ ψήφου μετοχές, οι τιμές διάθεσης των οποίων είχαν οριστεί σε 1800 και 1300 δρχ., αντιστοίχως, στην αύξηση του μετοχικού αυτού κεφαλαίου του έτους 1995 με την από 30.6.1995 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετοχών της. Κατά το χρονικό διάστημα από του έτους 1982 έως και του έτους 1997 αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας διετέλεσε ο κατηγορούμενος Χ. Ο τελευταίος κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1997 πώλησε προς τους ως άνω μηνυτές το υπόλοιπο μέχρι τότε πακέτο κοινών μετοχών του στην ανωτέρω εταιρία και δη πώλησε σ' αυτούς 500.000 μετοχές του στην εταιρία αυτή στη λογιστική τους αξία, διατήρησε δε ταυτοχρόνως το δικαίωμα επαναγοράς τους. Ο κατηγορούμενος δεν άσκησε το δικαίωμα επαναγοράς των μετοχών που είχε ως ανωτέρω πωλήσει στους μηνυτές, το Μάρτιο δε του έτους 1999 ζήτησε και έλαβε από τους μηνυτές συμπληρωματικό τίμημα για την αξία των πωληθεισών αυτών μετοχών. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος πρόβαλε κατά των κατηγορουμένων και άλλες οικονομικές αξιώσεις του όσον αφορούσε τόσο από την πώληση των ανωτέρω πωληθεισών μετοχών όσο και τη μεταβίβαση 275.870 προνομιούχων μετοχών καθώς και 50.000 κοινών μετοχών του, της ως άνω εταιρίας, μετοχών, οι οποίες ανήκαν σε πακέτο μετοχών το οποίο τελούσε υπό κοινή διαχείριση των μετόχων (κατηγορουμένου και μηνυτών), ισχυριζόταν δε ότι η ως άνω μεταβίβαση είχε γίνει αντισυμβατικά. Σχετικώς με τις ως άνω αξιώσεις του ο κατηγορούμενος, έκτοτε άρχισε να υποβάλει αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των αρμοδίων Αστικών Δικαστηρίων καθώς επίσης, υπέβαλε και μηνύσεις κατά των ανωτέρω ήδη μηνυτών του. Προς διευθέτηση των διαφορών τους που ανέκυψαν ως ανωτέρω οι διάδικοι ήλθαν σε μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, προκειμένου να μην παρουσιάζει δυσμενή εικόνα στην αγορά η εταιρία αυτή, η οποία ήταν ήδη εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων αυτών, στις 31.8.1999 με τα υπό την αυτή ημερομηνία ιδιωτικά έγγραφα συμφωνητικά που κατήρτισαν μεταξύ τους οι μηνυτές μεν δέχθηκαν να καταβάλουν στον κατηγορούμενο το ποσό των 400.000.000 δραχμών, ως αντάλλαγμα όλων των μέχρι τότε μεταξύ τους συναλλαγών σε πλήρη δε ικανοποίηση οποιασδήποτε τυχόν αξιώσεως που θεωρούσε ο κατηγορούμενος ότι είχε, ο τελευταίος δε αναγνώρισε ότι δεν είχε οποιαδήποτε άλλη κατά των μηνυτών απαίτηση προς δε ανέλαβε αυτός την υποχρέωση να μη προβεί σε πράξη, δικαστική ή εξώδικη ενέργεια, δήλωση ή αμφισβήτηση προς οποιονδήποτε από τους μηνυτές ή τρίτο ή προς την εταιρία, αντίθετη προς τα όσα είχαν έτσι συμφωνήσει, για την περίπτωση δε εξάλλου παράβασης της υποχρέωσης του αυτής, συμφωνήθηκε ότι οι μηνυτές είχαν το δικαίωμα να αξιώσουν απ' αυτόν την επιστροφή του προαναφερθέντος ποσού των 400.000.000 δραχμών, ως θετική ζημία, πέραν της τυχόν απαιτήσεως τους για προκληθείσα σ' αυτούς ηθική βλάβη καθώς και την καταβολή ποινικής ρήτρας 100.000.000 δραχμών για κάθε παράβαση εκ μέρους του κατηγορουμένου και μέχρι του ποσού των 600.000.000 δραχμών συνολικά επί πλέον της αποζημιώσεως. Προς εξασφάλιση των απαιτήσεων των ως άνω μηνυτών για την εκτέλεση των αμέσως ανωτέρω συμφωνηθέντων ο κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε σ' αυτούς έξη τραπεζικές επιταγές ποσού εκάστης 100.000.000 δραχμών με λευκή, όμως, ημερομηνία έκδοσης τους, σύμφωνα με τον όρο 7 του ως άνω συμφωνητικού, ενώ με τον όρο 8 του ίδιου συμφωνητικού συμφωνήθηκε επί πλέον εγγυοδοσία εκ μέρους του κατηγορουμένου 135.000 μετοχών του στην εταιρία "ΚΡΟΝΟΣ Α.Ε." με τη μορφή σύστασης επ' αυτών "ατύπου" ενεχύρου υπέρ των ήδη μηνυτών, συμφωνήθηκε δε τέλος η κατάπτωση της εγγυοδοσίας αυτής υπό τις ειδικότερες προϋποθέσεις που περιγράφονταν στον όρο 7 του αυτού συμφωνητικού, καθώς και ότι ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να παραδώσει τις ως άνω μετοχές - "εγγυοδοσία" στα χέρια του εκ των μηνυτών, Ψ2. Πράγματι, την ίδια ημέρα (31.8.1999) οι μηνυτές εκτελώντας τα όσα είχαν συμφωνήσει με τον κατηγορούμενο του κατέβαλαν παραδίδοντας του σε επιταγές το ποσό των 400.000.000 δραχμών και δη του παρέδωσαν δύο επιταγές σε διαταγή του τις με αριθμ. ..... και ..... επιταγές εκδόσεως τους πληρωτέες στην ALPHA Τράπεζα Πίστεως, ποσού εκάστης 200.000.000 δρχ. Περαιτέρω αυθημερόν (31.8.1999) ο εκ των μηνυτών Ψ2 στο ίδιο πλαίσιο διευθέτησης των μεταξύ των διαδίκων διαφορών συμφώνησε με τον κατηγορούμενο με ιδιαίτερο από 31.8.1999 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό και κατέβαλε στον τελευταίο, ως δάνειο το ποσό των 200.000.000 δρχ. παραδίδοντας του τη με αριθμό ..... ισόποση τραπεζική επιταγή εκδόσεως του και σε διαταγή του κατηγορουμένου, πληρωτέα στην ALPHA Τράπεζα Πίστεως, την οποία (επιταγή) εισέπραξε, βεβαίως ο κατηγορούμενος με εμφάνιση της στην ως άνω πληρώτρια τράπεζα. Την επομένη της κατάρτισης των ανωτέρω συμφωνιών, σύμφωνα με τον όρο 8 του ως άνω μεταξύ των διαδίκων από 31.8.1999 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού, ο κατηγορούμενος παρέδωσε ως εγγυοδοσία και προς σύσταση ατύπου ενεχύρου σε πρωτότυπα: α) το με αύξοντα αριθμό 9 με ημερομηνία 19.9.1998 προσωρινό τίτλο ονομαστικών μετοχών του στην αεροπορική εταιρία "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ (CRONUS AIRLINES)" που φερόταν να ενσωματώνει 100.000 ονομαστικές μετοχές του στην αμέσως ανωτέρω εταιρία με αύξοντες αριθμούς μετοχών από 400.001 έως 500.000, συνολικής ονομαστικής αξίας 100.000.000 δραχμών (1000 δρχ. η ονομαστική αξία κάθε μετοχής Χ 100.000 μετοχές) και β) το με αύξοντα αριθμό 10 με ημερομηνία 19.9.1998 προσωρινό τίτλο ονομαστικών μετοχών της αυτής αεροπορικής εταιρίας "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ (CRONUS AIRLINES)" που φερόταν να ενσωματώνει 100.000 ονομαστικές μετοχές του στην αμέσως ανωτέρω εταιρία με αύξοντα αριθμό μετοχών από 500.001 έως 600.000 με συνολική ονομαστική αξία 100.000.000 δραχμών (100.000 μετοχές Χ 1000 δρχ. η ονομαστική αξία κάθε μετοχής ίσον, 100.000.000 δρχ.). Όπως προκύπτει από τους ευρισκόμενους στη δικογραφία τίτλους αυτούς αυτοί (τίτλοι) φέρονταν να έχουν υπογραφεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ανωτέρω αεροπορικής εταιρίας καθώς και τον αδελφό του Α, ως αντιπρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της αυτής αεροπορικής εταιρίας. Και ναι μεν η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία περί εγγυοδοσίας και συστάσεως (ατύπου) ενεχύρου αφορούσε 135.000 μετοχές της εν λόγω αεροπορικής εταιρίας, ενώ οι αντίστοιχοι προσωρινοί τίτλοι που είχε παραδώσει σ' αυτούς ενσωμάτωναν περισσότερες μετοχές (συνολικά και οι δύο 200.000 μετοχές), παρά ταύτα δήλωσε προς τους μηνυτές ότι αυτούς τους τίτλους μετοχών είχε, υποσχέθηκε δε ότι στη συνέχεια αυτός θα διαχώριζε τον ένα από τους δύο τίτλους σε 65.000 και 35.000 μετοχές και θα κρατούσε ο ίδιος τις 65.000 μετοχές. Παρά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα από 31.8.1999 μεταξύ των διαδίκων ο κατηγορούμενος εξακολούθησε να προβάλλει και άλλες αξιώσεις κατά των ήδη μηνυτών για το λόγο δε αυτό οι τελευταίοι προκειμένου να προβούν σε ικανοποίηση των αξιώσεων τους, έχοντας δε στα χέρια τους, τους ως άνω προσωρινούς τίτλους μετοχών ενημερώθηκαν ότι η εταιρία:. ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ είχε εν τω μεταξύ απορροφηθεί από την Αεροπορία Αιγαίου (AEGEAN AIRLINES) και έστειλαν στην τελευταία τις από 21.4.2003 και από 31.10.2003 εξώδικες οχλήσεις δηλώσεις τους με τις οποίες ζητούσαν από αυτούς (AEGEAN AIRLINES) να τους γνωστοποιήσει την τύχη των τίτλων που του είχε παραδώσει ο κατηγορούμενος μετά τη γενόμενη απορρόφηση της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ από αυτήν (AEGEAN AIRLINES), η τελευταία δε με την από 10.6.2003 προς αυτούς επιστολή της τους ενημέρωσε ότι α) ο πρωτότυπος τίτλος με αύξοντα αριθμό 9 που ενσωμάτωνε 100.000 ονομαστικές μετοχές με αύξοντα αριθμό 400.001-500.000 της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ είχε παραδοθεί σ' αυτήν από τον κατηγορούμενο προκειμένου να αντικατασταθεί με νέο προσωρινό τίτλο της "ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ ΑΙΓΑΙΟΥ Α.Ε." τελικώς δε ο τίτλος αυτός ακυρώθηκε με την από 27.5.2002 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου και β) ότι ο πρωτότυπος τίτλος με αύξοντα αριθμό 10 που ενσωμάτωνε άλλες 100.000 ονομαστικές μετοχές με αύξοντα αριθμό 500.001 έως 600.000 της αυτής εταιρίας "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ", επίσης ακυρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου στις 31.7.2001, αντικαταστάθηκε δε με 5 προσωρινούς τίτλους με αύξοντα αριθμούς 10α , 10β', 10γ' 10δ' και 10ε', τίτλους, οι οποίοι στη συνέχεια της παραδόθηκαν, για να αντικατασταθούν με νέους προσωρινούς τίτλους της και ότι οι τίτλοι αυτοί στη συνέχεια ομοίως ακυρώθηκαν με την από 27.5.2002 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου. Έτσι οι μηνυτές ευρισκόμενοι προ του δυσεξήγητου περιστατικού να υπάρχουν δηλαδή -παρατύπως- και άλλα πρωτότυπα των παραπάνω τίτλων πέραν των τίτλων που, αυτός με βάση την προαναφερθείσα μεταξύ αυτών και του κατηγορουμένου σύμβαση με την από 20.6.2003 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση, προς τον αδελφό του κατηγορουμένου και Αντιπρόεδρο της CRONUS AIRLINES ζήτησαν από αυτόν, να τους ενημερώσει αν πράγματι αυτός είχε υπογράψει με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ τους ανωτέρω προσωρινούς τίτλους με αριθμό 9 και 10 που οι ίδιοι κατείχαν εις χείρας τους και τους είχε παραδώσει ως άνω ο κατηγορούμενος, ταυτόχρονα δε με την αμέσως ανωτέρω εξώδικη δήλωση τους απέστειλαν και συγκοινοποίησαν σ' αυτόν και φωτοαντίγραφα των ως άνω με αριθμούς 9 και 10 προσωρινών τίτλων. Ο Α απάντησε στην ως άνω εξώδικη πρόσκληση ότι δεν είχε ο ίδιος καμία ουσιαστική ανάμειξη στις μεταξύ των μηνυτών και του κατηγορουμένου αδελφού του σχέσεις γι' αυτό και οι μηνυτές κατέφυγαν στον Ειδικό Δικ. γραφολόγο Βγια τη γνησιότητα η μη των φερομένων υπογράφών στους κατεχόμενους από τους μηνυτές ως άνω προσωρινούς τίτλους ως υπογραφών Α, ο δε ανωτέρω δικ. γραφολόγος εξετάζοντας τις υπογραφές αυτές κατέληξε κατόπιν σύγκρισης των τελευταίων (υπογραφών) με άλλες γνήσιες υπογραφές του Α ότι οι φερόμενες ως υπογραφές του Α στους κατεχόμενους από τους μηνυτές προσωρινούς τίτλους μετοχών δεν ήσαν γνήσιες υπογραφές του Α. Εξάλλου και ο τελευταίος Α στην ενώπιον του τακτικού Ανακριτή από 6.10.2005 ένορκη κατάθεση του αρνήθηκε ότι οι υπογραφές αυτές δηλ. επί των ευρισκομένων εις χείρας των μηνυτών ως άνω τίτλων υπογραφές ήσαν δικές του. Το ζήτημα της ανωτέρω υπέρ των μηνυτών εγγυοδοσίας των ανωτέρω προσωρινών τίτλων προέκυψε κατά την ημερομηνία σύναψης του από 31.8.1999 ιδιωτικού εγγράφου συμφωνητικού στον όρο 8 του οποίου οι τίτλοι αυτοί δεν περιγράφονται με ακρίβεια και λεπτομέρειες στη συνέχεια παραδόθηκαν δε αυτοί στους μηνυτές στις 1.9.1999. Την εκ μέρους του κατηγορουμένου παράδοση σ' αυτούς των ως άνω τίτλων στις 1.9.1999 (και όχι δηλ. στις 31.8.1999 όπως περιέγραψαν στη μήνυση τους) παραδέχονται και οι ίδιοι οι μηνυτές με τις από 21.4.2003 και από 31.10.2003 εξώδικες προσκλήσεις τους που είχαν αποστείλει κατά τα προαναφερόμενα στην απορροφήσασα την ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ εταιρεία AEGEAN AIRLINES και στις από 10.2.2005 έγγραφες προτάσεις τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προς απόκρουση της σε βάρος τους από 17.11.2003 αγωγής του κατηγορουμένου η αλλαγή δε του χρόνου παράδοσης των ως άνω τίτλων δεν συνιστά καμία ακυρότητα, για ανεπίτρεπτη μεταβολή της σε βάρος του Χ κατηγορίας αφού και θέμα άλλωστε, παραγραφής της αξιόποινης πράξης της, κατά τα ανωτέρω πλαστογραφίας, κατά το νόμο δεν υφίσταται. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται με την απολογία και τα έγγραφα υπομνήματα του ότι αυτός είχε παραδώσει τους ως άνω προσωρινούς τίτλους προς τους μηνυτές του με μόνη τη δική του υπογραφή (ως Προέδρου του Δ.Σ. της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ) όχι το έτος 1999 (1.9.1999) αλλά προηγουμένως το έτος 1998 όταν αυτός αναζητούσε επενδυτές για τη χρηματοδότηση της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ και συζητούσε με αυτούς (μηνυτές) την πιθανότητα να συνεργασθεί μαζί της και για να τους ενημερώσει για τη μετοχική του συμμετοχή στην ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ. Ο ισχυρισμός του, όμως, αυτός είναι μη πειστικός αφού σε τέτοια περίπτωση θα ήταν αρκετό να παραδώσει σ' αυτούς κάποια βεβαίωση της εταιρείας "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ της οποίας άλλωστε αυτός ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ. της και ο αδελφός του Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της και δεν θα αντιμετώπιζε για τη χορήγηση της βεβαίωσης αυτής, επομένως καμία δυσχέρεια ή και να επιδείξει απλώς σ' αυτούς (μηνυτές) τα αντίγραφα των τίτλων και να μην τους τα παραδώσει και δεν ήταν απαραίτητο καθόλου, να παραδώσει σ' αυτούς τους ανυπόγραφους, όπως ισχυρίζεται, τίτλους μετοχών.
Από τα παραπάνω περιστατικά προκύπτει ότι στις 1.9.1999 ο κατηγορούμενος παρέδωσε τους ως άνω προσωρινούς τίτλους, στους μηνυτές του υπογεγραμμένους μεν απ' αυτόν ως Πρόεδρο του Δ.Σ. της ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ και στη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. ο ίδιος έθεσε άνευ δικαιώματος και κατ' απομίμηση της γνήσιας υπογραφής του αδελφού του Α την υπογραφή του τελευταίου ως αντιπροέδρου του Δ.Σ. της ίδιας εταιρείας τούτο δε συνάγεται και εκ του ότι μόνον αυτός (κατηγορούμενος) είχε εν προκειμένω συμφέρον να παραπλανήσει τους μηνυτές περί της γνησιότητας των ως άνω τίτλων προκειμένου να φανεί ως αληθές το γεγονός ότι συμμορφωνόταν προς τον όρο 8 του από 31.8.1999 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού δίνοντας στους μηνυτές την ως άνω εγγυοδοσία με προφανές όφελος 135.000.000 δρχ. και αντίστοιχη ζημία των μηνυτών.
Έτσι από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος την 1-9-1999, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε τους προαναφερόμενους πλαστούς προσωρινούς τίτλους μετοχών, θέτοντας κατ' απομίμηση, εν αγνοία του και χωρίς τη συναίνεση του, την υπογραφή του αδελφού του Α, κάτωθι του κειμένου τους, στη θέση της υπογραφής του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της "ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ" και ακολούθως, τους χρησιμοποίησε, παραδίδοντας τους αυθημερόν στους μηνυτές ως εγγυοδοσία και προς σύσταση επ' αυτών ενεχύρου, προκειμένου να τους παραπλανήσει σχετικά με γεγονός που μπορεί να είχε έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα, σχετικά με το ότι οι τίτλοι αυτοί-είχαν εγκύρως εκδοθεί και ότι έτσι, ως νόμιμοι μπορούσαν να εξασφαλίσουν τις εναντίον του απαιτήσεις τους από το από 31-8-1999 συμφωνητικό. Με την πράξη του αυτή ο κατηγορούμενος επεδίωκε να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας αντίστοιχα τους μηνυτές, καθόσον, επεδίωκε να ματαιώσει την, μέσω των εν λόγω τίτλων, ικανοποίηση των εναντίον του απαιτήσεων τους, που προέκυπταν από το από 31-8-1999 μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό. Το συνολικό δε περιουσιακό όφελος που επεδίωκε να αποκομίσει και η αντίστοιχη ζημία των μηνυτών υπερβαίνουν το ποσό των 73,000 ευρώ και συγκεκριμένα, ανέρχονται τουλάχιστον σε 135.000.000 δραχμές ή 396.184,89 ευρώ, όση .δηλαδή ήταν και η ονομαστική αξία των που συμφωνήθηκε να παραδοθούν στους μηνυτές ως εγγυοδοσία και σύσταση ενεχύρου για την εξασφάλιση ισόποσων απαιτήσεων τους, από την εκ μέρους του κατηγορουμένου επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής και την υποδομή που αυτός έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Τα ίδια, επομένως, αφού δέχθηκε και το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών) το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα έκρινε ομοίως δεχόμενο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης εκ μέρους του κατηγορουμένου της ως άνω σε βαθμό κακουργήματος προβλεπόμενης και τιμωρούμενης από το νόμο πλαστογραφίας για την οποία αυτός κατηγορείται, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και είναι δε ουσιαστικά αβάσιμος ο αντίθετος λόγος της έφεσης του κατηγορουμένου. Πρέπει επομένως, όπως διαλαμβάνεται στην εισαγγελική πρόταση, στους ορθούς και νόμιμους λόγους της οποίας και το Συμβούλιο προς αποφυγή περαιτέρω άσκοπων επαναλήψεων τους συμπληρωματικά αναφέρεται, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η κρινόμενη έφεση και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα".
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για Κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 στ, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας,( άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά, τα περιστατικά που προέκυψαν. Συγκεκριμένα, αιτιολογούνται οι παραδοχές του βουλεύματος, σύμφωνα με τις οποίες, ο αναιρεσείων, την 1-9-1999, κατάρτισε και παρέδωσε στη συνέχεια στους εγκαλούντες, τους επίμαχους προσωρινούς τίτλους ονομαστικών μετοχών, με αριθμούς 9 και 10 από 19-9-1998, που έφεραν εκτός από την υπογραφή του ιδίου, λόγω της ιδιότητάς του, ως Προέδρου και Διευθύνοντα Συμβούλου της εταιρείας ΚΡΟΝΟΣ ΑΕΑΤΕ, αλλά έθεσε επ' αυτών, και την υπογραφή του Α, που είχε την ιδιότητα του Αντιπροέδρου στην ως άνω εταιρεία, χωρίς, όμως, την προηγούμενη έγκριση ή συναίνεση αυτού (Α), αν και υπήρχε μεταξύ τους στενή συγγενική σχέση (αδελφοί). Επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων απέβλεπε, με τις ως άνω ενέργειές του, και την αξιόποινη συμπεριφορά του, να παραπλανήσει τους εγκαλούντες, για τη γνησιότητα και την πιστότητα των τίτλων που αυτός τους παρέδωσε, λόγω εγγυοδοσίας και προς σύσταση ενεχύρου, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι απαιτήσεις τους, που αυτοί διατηρούσαν εναντίον του, σύμφωνα με το περιεχόμενο του, από 31-8-1999, ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχε υπογραφεί μεταξύ όλων των διαδίκων. Ακόμη, αιτιολογείται, ότι με τις πράξεις του αυτές, ο αναιρεσείων, όχι μόνο επιδίωκε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακή ωφέλεια, αλλά και να ζημιώσει τους εγκαλούντες, με την από μέρους του ματαίωση της ικανοποιήσεως των αξιώσεών τους, που απέρρεαν από το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό. Επιπρόσθετα, αιτιολογείται ότι οι εγκαλούντες ζημιώθηκαν το ισόποσο των 396.184,89 ευρώ, ποσό, που αντιπροσώπευε την αξία των ενσωματωμένων στους πλαστούς τίτλους ονομαστικών μετοχών, όπως, επίσης, αιτιολογείται, ότι στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις, δεδομένου ότι επανειλημμένα τέλεσε την πράξη αυτή, και έχοντας διαμορφώσει προς τούτο, την κατάλληλη υποδομή και αντίστοιχα επιδείξει σταθερή ροπή, για τη διάπραξη του εγκλήματος αυτού της πλαστογραφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, δεύτερος και τρίτος, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, επί της ουσίας, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ.1, 138 παρ.2, 171 παρ.1 εδ. β', 306 και 308 παρ.1 του ΚΠΔ, η υποχρέωση να ακουστεί ο Εισαγγελέας πριν από κάθε απόφαση ή βούλευμα ποινικού δικαστηρίου, δεν επιβάλλει και την αναλυτική ανάπτυξη των απόψεων αυτού, σε κάθε ειδικότερο θέμα της ερευνώμενης υπόθεσης, το οποίο καλύπτεται με την τελική πρότασή του, επί της υποθέσεως αυτής, υπό την προϋπόθεση ότι με το προτεινόμενο αποτέλεσμα αντιμετωπίζεται, έστω και έμμεσα ή σιωπηρά, το συγκεκριμένο ζήτημα που παραλείφθηκε στην αιτιολογία της προτάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, για απόλυτη ακυρότητα, η οποία συνίσταται α) στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης,(171 παρ.1 περ.1β του Κ.Π.Δ), β) ότι το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε το σχετικό λόγο της εφέσεώς του, χωρίς να έχει υποβληθεί προηγουμένως, σχετική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, και γ) γιατί το Συμβούλιο Εφετών, ανεπιτρέπτως μετέβαλε το χρόνο τελέσεως του αδικήματος. Οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες για τους παρακάτω λόγους: Όσον αφορά τις υπό στοιχεία (α) και (β) αιτιάσεις του, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, με την πρότασή που υπέβαλε στο Συμβούλιο Εφετών, πρότεινε την απόρριψη, κατ' ουσία. της εφέσεώς του, και στην οποία(πρόταση), περιλαμβάνεται, έμμεσα μεν αλλά κατά τρόπο σαφή, και η σχετική πρόταση για την απόρριψη του λόγου της εφέσεώς του. Περαιτέρω, η αιτίασή του περί μη κλητεύσεώς του, ως υπόπτου, για παροχή εξηγήσεων, στα πλαίσια της προκαταρτικής εξετάσεως, που διενεργούσε ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, μετά την υποβολή εναντίον του, της από 17-12-2003 εγκλήσεως, του Ψ1 και Ψ2, και έτσι, να μην έχει περατωθεί νόμιμα η προκαταρτική εξέταση, και εξ' αυτού, να είναι άκυρη, τόσο η ποινική δίωξη, που ασκήθηκε εναντίον του, όσο και η παραγγελία του Εισαγγελέα για τη διενέργεια σε βάρος του κυρίας ανάκρισης, είναι αβάσιμη, γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την από 10-3-2004 κλήση της Πταισματοδίκη Αθηνών, κλήθηκε ενώπιον αυτής, προκειμένου να παράσχει τις εξηγήσεις του, στα πλαίσια της διενεργούμενης προκαταρτικής εξέτασης, στην αναγραφόμενη στην έγκληση διεύθυνση κατοικίας του, στην οδό ..., η οποία, (διεύθυνση), στην περίπτωση που δεν έχει διενεργηθεί προανάκριση, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, θεωρείται και ο τόπος της κατοικίας του, ανεξάρτητα του ότι κατά τη σχετική βεβαίωση του αστυφύλακα του Α.Τ Ηλιούπολης, δεν υφίστατο ο αριθμός 19 στην οδό ... και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να κληθεί αυτός με άλλο τρόπο.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος,(άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, είναι αβάσιμη και η αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, από το γεγονός, ότι το Συμβούλιο Εφετών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, που εξέδωσε, μετέβαλε το χρόνο τέλεσης του αδικήματος, από 31-8-1999 σε 1-9-1999, γεγονός το οποίο, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, όταν ο διαφορετικός καθορισμός του χρόνου τέλεσης της πράξης, δεν επηρεάζει την ταυτότητα του εγκλήματος, ούτε αποκλείει την υπάρχουσα παραγραφής, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση. (ΑΠ 243/2006). Μετά από αυτά, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολο της, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, στα δικαστικά έξοδα(άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 123/30-5-2007 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ' αριθμό 802/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή