Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1169 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Στοιχεία κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για κακουργηματική πλαστογραφίας (νόθευση) του κατηγορουμένου ο οποίος προέβη στην αλλοίωση στοιχείων (ποσού-αριθμού-χρονολογίας) τραπεζικής επιταγής. Για το παραδεκτό του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως απαιτείται να εξειδικεύεται η νομική πλημμέλεια. Απορρίπτεται σχετικός λόγος διότι δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται και από πού προκύπτει η εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 § 1, 3 Π.Κ. και 20, 25 Συντάγματος, 6 & 13 ΕΣΔΑ, με αποτέλεσμα να πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση. Απορρίπτει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1169/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ



Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1578/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ-Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 401/23-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 162/2007 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 635/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) μετά χρήσεως, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ ή 25.000.000 δραχμών (άρθρο 216 παρ. 1 και 39 Π.Κ.).
Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την υπ'αριθ. 154/2007 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1327/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο έγινε αυτή τυπικά δεκτή και απερρίφθη κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, δια της προς τούτο εξουσιδοτηθείσης δικηγόρου του Θεοδώρας Πολυζώη, δικηγόρου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή ένας τουλάχιστον σαφής και ορισμένος λόγος αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ ο δεύτερος της εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος και 6 και 13 του ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ., αορίστως προβάλλεται διότι δεν αναφέρεται η νομική πλημμέλεια της αποφάσεως σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές αυτής.
Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δ'αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών, καθώς επίσης η αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1138/2004, ΑΠ 501/2006 Π.Χρ ΝΖ/39, ΑΠ 1566/98 Π.Χρ. ΜΘ'/907).
Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 3α Π.Κ. συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό κακουργήματος πλαστογραφίας μετά χρήσεως που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται αντικειμενικά μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλο, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, το επιδιωκόμενο συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 €) και χρήση του εγγράφου αυτού. Υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (δείτε και ΑΠ 1491/2006 Π.Χρ. ΝΖ/640). Νόθευση εγγράφου υπάρχει και όταν προκειμένου περί τραπεζικής επιταγής μεταβάλλεται το ποσό της επιταγής, ο αριθμός της επιταγής και η ημερομηνία εκδόσεως αυτής.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. ΑΠ 573/2003 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ' σελ. 123, ΑΠ 692/2000 σε Συμβούλιο, ΠΧρ. ΝΑ' σελ. 47 κ.λπ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1327/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με αναφορά και στις ορθές και νόμιμες αιτιολογίες της προτάσεως του παρ'αυτώ Εισαγγελέως, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος, τα έγγραφα μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπ' αριθμ. 3844/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, την απολογία του κατηγορουμένου προφορικά και με υπόμνημα, όλων αξιολογουμένων κατά την αρχή της ηθικής εκτιμήσεως (αρθρ. 177 ΚΠΔ), καθώς και από τη συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση όλων αυτών, προέκυψαν και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του και για την οποία παραπέμφθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα. Ειδικότερα, για τους ορθούς και βάσιμους λόγους που αναφέρονται στην ως άνω εισαγγελική πρόταση, στους οποίους αναφέρεται και το Συμβούλιο τούτο προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων (σχ. ΑΠ 626/2005, Π. Χρ. ΝΕ 999, ΑΠ 94/2000 Ποιν. Δικ. 2000, 592), προκύπτουν επαρκείς και σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για το ότι στην Αθήνα στις 23.1.1995 με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος δια βλάβης τρίτου άνω των 73.000 ευρώ, έχοντας στην κατοχή του την ήδη κλαπείσα από αγνώστους δράστες στη .... υπ' αρ. .... τραπεζική επιταγή της Γερμανικής Τραπεζικής Εταιρείας COMMERZBANK, εκδόσεως της εταιρείας ........ στις 21.12.1994, σε διαταγή της εταιρείας ......., ποσού 287,50 Γερμανικών μάρκων, από πρόθεση νόθευσε αυτήν κατά το ποσόν τον αριθμόν και την ημερομηνία εκδόσεως αναγράφοντας αντί του αρχικού ποσού των 287,50 Γερμανικών μάρκων, το ποσόν των 250.000 γερμανικών μάρκων και μετατρέποντας το τελευταίο ψηφίο του αριθμού της επιταγής από "2" σε "3"; καθώς και την ημερομηνία εκδόσεως από την αρχική ημερομηνία της 21.12.1994, σε 29.12.1994, στη συνέχεια δε έκανε χρήση της πλαστής αυτής επιταγής δια της εγχειρίσεώς της στον εγκαλούντα Ψ1, προκειμένου αυτός να την εμφανίσει προς είσπραξη στο υποκατάστημα της Τραπεζικής εταιρείας INTERBANK στο Σύνταγμα, με σκοπό να παραπλανήσει δι' αυτού (εγκαλούντος) τους υπαλλήλους της άνω Τράπεζας, γεγονός όπερ και εγένετο, ήτοι μετέβη ο ως άνω εγκαλών στο άνω υποκατάστημα και εμφάνισε την επίμαχη επιταγή προκειμένου να εισπράξει για λογαριασμό του κατηγορουμένου το ποσόν των 250.000 Γερμανικών μάρκων, πλην όμως η επίδικη επιταγή δεν πληρώθηκε, γιατί έγινε αντιληπτή από την πληρώτρια Τράπεζα η πλαστογράφηση και κλοπή αυτής (επιταγής). Οι ενδείξεις αυτές δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου σύμφωνα με τους οποίους ουδέποτε αυτός παρέδωσε την επίμαχη επιταγή στον εγκαλούντα, ο οποίος μάλιστα κατά τους ισχυρισμούς του δεν εργαζόταν κατά τον επίδικο χρόνο στην επιχείρηση του, αναφερόμενος δε προς τούτο α) στην από ..... υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος με την οποία αυτός δηλώνει ότι "τα αναγραφόμενα ημερομίσθια στο μισθολόγιο είναι τα πραγματικά, διότι εργάστηκα στον εργοδότη από 24.12.1996 έως 4.1.1997" β) στην από ..... αναγγελία προσλήψεως του 'εγκαλούντος και γ) στην από ...... βεβαίωση ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος στο όνομα της Γ1 στο νυκτερινό κέντρο της οδού .... αρ. ... Και τούτο, για το λόγο ότι στις εργασιακές σχέσεις είναι σύνηθες το φαινόμενο της απασχολήσεως εργαζομένων επί αρκετό χρόνο χωρίς την αναγγελία τους στην επιθεώρηση εργασίας και ασφάλιση τους στο ΙΚΑ, ενώ εξάλλου όπως προκύπτει από το άνω αποδεικτικό υλικό, ο κατηγορούμενος είχε και άλλες επιχειρήσεις πλην της επί της οδού ..... όπως και ο ίδιος άλλωστε εκθέτει στην από 16.11.2006 ανωμοτί εξέταση του, στις οποίες όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία της δικογραφίας ο εγκαλών προσέφερε την εργασία του, υπαρχούσης συνεπώς και κατά τον επίδικο χρόνο εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου.
Επομένως, αφού και κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου, το οποίο αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες αιτιολογίες της Εισαγγελικής προτάσεως, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου, που μπορούν να στηρίξουν δημόσια εναντίον του κατηγορία για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το όφελος δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, όπως ορθά δέχτηκε το εκκαλούμενο βούλευμα, που παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η υπό κρίση έφεση του κατηγορουμένου περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων από το εκκαλούμενο βούλευμα πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του και να επιβληθούν τα έξοδα στον εκκαλούντα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 55 του ν. 3160/2003, σε συνδ. με άρθρο 138 παρ. 1 εδ. τελευταίο και 596 παρ.1 ΚΠΔ και η υπ' αρ. 58553/19.6.2006/28.6.2006 κοινή Υ.Α. Οικονομίας Οικονομικών - Δικαιοσύνης ΦΕΚ 776Α) σύμφωνα με το διατακτικό.
Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με επιδιωκόμενο συνολικό όφελος που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, και εντεύθεν για την κατ'ουσία απόρριψη ως αβασίμου της εφέσεως αυτού. Είναι συνεπώς αβάσιμη η αίτηση αναίρεσης αναφορικά με τον πρώτο λόγο αυτής, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ' Κ.Π.Δ.). Περαιτέρω να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση αναιρέσεως αναφορικά με τον δεύτερο λόγο αυτής, λόγω της αοριστίας του λόγου της αυτού και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούς----------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 162/2007 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 15-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ.1 και 3 ΠΚ, όπως η παρ.3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 α' του Ν.2408/1996 και έγινε επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο, ώστε εφαρμόζεται, κατ'άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ, και για τις πράξεις που φέρονται τελεσθείσες προ της ισχύος του νόμου αυτού, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματικής πλαστογραφίας, με τη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου, απαιτείται αντικειμενικώς μεν η νόθευση εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων αριθμών ή σημείων του, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη, συνάμα δε και σκοπός αυτού όπως με τη χρήση του νοθευμένου εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, εφόσον το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. (73.000 €). Η περαιτέρω χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτον και του δώσει τη δυνατότητα να λάβει γνώση τούτου, χωρίς ν'απαιτείται και να λάβει πράγματι γνώση ο τρίτος του εν λόγω εγγράφου ή και να παραπλανηθεί απ'αυτό.
Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι τα εν λόγω περιστατικά, αναγόμενα στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, συνιστούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού για κακουργηματική πλαστογραφία βουλεύματος, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ'αυτό, εκτός από τα ως άνω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 1327/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση αλλά και με δικές του σκέψεις, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος πλαστογραφίας (νοθεύσεως) εγγράφου μετά χρήσεως με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους δια βλάβης τρίτου, που υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ. Ακολούθως απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε το πρωτόδικο 635/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Στην εισαγγελική πρόταση που υιοθέτησε το Συμβούλιο Εφετών εκτίθενται τα εξής: "... προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο μηνυτής Ψ1 εμφανίσθηκε την 23-1-1995 στο υποκατάστημα της τράπεζας INTERBANK στο Σύνταγμα στην Αθήνα και ζήτησε να εξαργυρώσει την με αριθμό ........ επιταγή της γερμανικής τράπεζας Commerzbank έκδοσης της εταιρείας ...... με ημερομηνία έκδοσης 29-12-1994 ποσού 250.000 γερμανικών μάρκων σε διαταγή της εταιρίας ..... .Η ανωτέρω τράπεζα δεν πλήρωσε το ποσόν της επιταγής, αλλά τήρησε τη διαδικασία που τηρείται σε αυτές τις περιπτώσεις, δηλαδή άνοιξε λογαριασμό στο όνομα του μηνυτή αφού έλαβε φωτοτυπία της ταυτότητάς του, ΑΦΜ και δείγμα υπογραφής και απέστειλε το σώμα της επιταγής προς είσπραξη στην ανωτέρω γερμανική τράπεζα προκειμένου να κατατεθεί το ποσόν της επιταγής στο λογαριασμό του. Κατά τον έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι η ανωτέρω επιταγή είχε κλαπεί από άγνωστους δράστες και είχε δοθεί εντολή αρμοδίως να μην πληρωθεί και πρόσθετα είχε πλαστογραφηθεί ως προς το ποσόν, το τελευταίο ψηφίο του αριθμού της και την ημερομηνία έκδοσης. Ειδικότερα αντί του ποσού των 287,50 γερμανικών μάρκων είχε τεθεί το ποσόν των 250.000 γερμανικών μάρκων, αντί του τελευταίου ψηφίου 2 του αριθμού της είχε τεθεί το -3- και αντί της ημερομηνίας 21-12-1994 είχε τεθεί 29-12-1994 (βλ. το..... έγγραφο της Εισαγγελίας 'Ααχεν και φωτ/φα γνήσιας και πλαστής επιταγής). Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν οι υπάλληλοι της τράπεζας INTERBANK στο Σύνταγμα με το μηνυτή, τον πληροφόρησαν ότι η επιταγή δεν εισπράχθηκε και του ζήτησαν να περάσει από το υποκατάστημα, πλην αυτός εξαφανίσθηκε. 'Ετσι σχηματίσθηκε σε βάρος του μηνυτή αυτεπάγγελτα δικογραφία και ... εκδόθηκε από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το 1789/1997 βούλευμα, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με σκοπό το περιουσιακό όφελος... αφού εκδόθηκε σε βάρος του το... ένταλμα σύλληψης του ... Ανακριτή Αθηνών. Αμέσως μετά τη σύλληψή του ο μηνυτής ισχυρίσθηκε, όπως και με τη μήνυση που κρίνεται διατείνεται, ότι την επίδικη επιταγή... 250.000 γερμανικών μάρκων ή 38.940.500 δρχ... την παρέδωσε σ'αυτόν ο κατηγορούμενος προκειμένου να εισπράξει για λογαριασμό του το ανωτέρω ποσόν χωρίς ο ίδιος (μηνυτής) να γνωρίζει ότι είναι πλαστή και προϊόν κλοπής και κατονομάζει ως πλαστογράφο της επιταγής τον κατηγορούμενο. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του μηνυτή επιβεβαιώθηκαν και από τη μάρτυρα... κατά τη δικάσιμο της ανωτέρω υπόθεσης, την 20-12-2005 και έτσι, αφού έγιναν καθ' ολοκληρίαν δεκτοί από το δικαστήριο ... κηρύχθηκε αθώος ο μηνυτής... και διαβιβάσθηκαν κατ'άρθρο 38 ΚΠΔ αντίγραφα της δικογραφίας αρμοδίως, προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος αρνείται την πράξη του και διατείνεται ότι ουδέποτε παρέδωσε την οποιαδήποτε επιταγή στο μηνυτή προς είσπραξη, πλην όμως οι ισχυρισμοί του αυτοί τυγχάνουν αβάσιμοι αφού δεν προκύπτουν από κανένα αξιόπιστο στοιχείο της δικογραφίας, κατ'αντίθεση με όσα προεκτέθηκαν. Κατόπιν των ανωτέρω το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το να δεχθεί... ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του... κατηγορουμένου... σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών προέβη... και πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί το βούλευμα...". Στα εν λόγω εκτιθέμενα στην εισαγγελική πρόταση προσέθεσε το Συμβούλιο και τα εξής: "... ο κατηγορούμενος, έχοντας στην κατοχή του την ήδη κλαπείσα από άγνωστους δράστες στη ...... υπ'αρ ... (παρατίθενται τα ανωτέρω στοιχεία της επιταγής), από πρόθεση νόθευσε αυτήν κατά το ποσόν, τον αριθμό και την ημερομηνία εκδόσεως αναγράφοντας αντί του αρχικού ποσού... στη συνέχεια δε έκανε χρήση της πλαστής αυτής επιταγής δια της εγχειρίσεώς της στον εγκαλούντα προκειμένου αυτός να την εμφανίσει προς είσπραξη στο υποκατάστημα της INTERBANK στο Σύνταγμα, με σκοπό να παραπλανήσει δι'αυτού (εγκαλούντος) τους υπαλλήλους της άνω τράπεζας, γεγονός όπερ και έγινε, ήτοι μετέβη ο εγκαλών στο άνω υποκατάστημα και εμφάνισε την επιταγή προκειμένου να εισπράξει για λογαριασμό του κατηγορουμένου το ποσόν των 250.000 γερμανικών μάρκων, πλην όμως η επιταγή δεν πληρώθηκε γιατί έγινε αντιληπτή από την πληρώτρια τράπεζα η πλαστογράφηση και κλοπή αυτής (επιταγής). Οι ενδείξεις αυτές δεν αναιρούνται από τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου σύμφωνα με τους οποίους ουδέποτε αυτός παρέδωσε την επίμαχη επιταγή στον εγκαλούντα, ο οποίος μάλιστα κατά τους ισχυρισμούς του δεν εργαζόταν κατά τον επίδικο χρόνο στην επιχείρησή του, αναφερόμενος δε προς τούτο α) στην από .... υπεύθυνη δήλωση του εγκαλούντος με την οποία αυτός δηλώνει ότι "τα αναγραφόμενα ημερομίσθια στο μισθολόγιο είναι τα πραγματικά διότι εργάστηκα στον εργοδότη από 24-12-1996 έως 4-1-1997", β) στην από .... αναγγελία προσλήψεως του εγκαλούντος και γ) στην από ..... βεβαίωση ενάρξεως ασκήσεως επαγγέλματος στο όνομα της Γ1 στο νυκτερινό κέντρο της οδού .... αρ...... Και τούτο, για το λόγο ότι στις εργασιακές σχέσεις είναι συνήθες το φαινόμενο της απασχολήσεως εργαζομένων επί αρκετό χρόνο χωρίς την αναγγελία τους στην επιθεώρηση εργασίας και ασφάλισή τους στο ΙΚΑ ενώ, εξάλλου, όπως προκύπτει από το άνω αποδεικτικό υλικό, ο κατηγορούμενος είχε και άλλες επιχειρήσεις πλην της επί της οδού ..... όπως και ο ίδιος εκθέτει στην από 16-11-2006 ανωμοτί εξέτασή του στις οποίες, όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα στοιχεία της δικογραφίας ο εγκαλών προσέφερε την εργασία του, υπαρχούσης συνεπώς και κατά τον επίδικο χρόνο εργασιακής σχέσεως μεταξύ αυτού και του κατηγορουμένου. Επομένως...".
Με τις παραδοχές του αυτές το ανωτέρω Συμβούλιο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στο βούλευμα αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και διαλαμβάνει τις σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος για το ανωτέρω έγκλημα που κρίθηκε αυτός παραπεμπτέος, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και 3 ΠΚ. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες αφού 1) από την αναφορά στην αυτοτελή αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, ότι λήφθηκαν υπόψη, ως αποδεικτικά μέσα, "τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία και συγκεκριμένα... τα έγγραφα...", αλλά και από την παραδεκτή παραπομπή του Συμβουλίου στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, όπου, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, ρητώς μνημονεύονται και "τα στη δικογραφία έγγραφα", προκύπτει ότι το Συμβούλιο συνεκτίμησε και αξιολόγησε το σύνολο των εγγράφων, άρα και τα επτά επισημαινόμενα από τον αναιρεσείοντα, τρία από τα οποία μάλιστα ειδικώς μνημονεύει, δεν μπορεί δε να καταλειφθεί αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκαν και τα εν λόγω επτά έγγραφα από μόνο το γεγονός ότι δεν σχολιάζονται ιδιαιτέρως στο βούλευμα, β) δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το Συμβούλιο περί των συνθηκών πλαστογραφήσεως της επιταγής και δη αν έγινε από τον αναιρεσείοντα ιδιοχείρως ή όχι και με ποίο τρόπο, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων, φέρεται ως αυτουργός του εγκλήματος της πλαστογραφίας, ούτε, περαιτέρω, να διαλάβει πως και για ποιο λόγο δόθηκε η επιταγή στο μηνυτή προς είσπραξη, δεδομένου ότι τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και γ) δεν δημιουργείται ασάφεια, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, επειδή στο βούλευμα αναγράφεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις των μαρτύρων και του πολιτικώς ενάγοντος" αν και δεν εξετάσθηκαν μάρτυρες πλην του μηνυτή, της σχετικής μνείας οφειλομένης σε παραδρομή, ενώ οι αντίθετοι επί της ουσίας ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Επομένως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως. Από τις διατάξεις των άρθρων 474 παρ.2, 484 παρ.1 και 476 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι για να είναι παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να διατυπώνεται στην οικεία έκθεση κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ειδικότερα, προκειμένου για το λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ.β' ΚΠοινΔ, δεν αρκεί να αναφέρεται στην αίτηση ότι έγινε παράβαση ή κακή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται η νομική πλημμέλεια του βουλεύματος και συγκεκριμένα η διάταξη που ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε εσφαλμένα και ιδίως σε τι ακριβώς συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων προβάλλει με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε κατά παράβαση "των άρθρων 20 και 25 του Συντάγματος και 6 και 13 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 216 παρ.1 και 3 ΠΚ", χωρίς να προσδιορίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η παράβαση των μνημονευομένων διατάξεων και από ποιες παραδοχές του Συμβουλίου αυτή προκύπτει. Τα επικαλούμενα σχετικώς ότι "ενώ ζήτησε έννομη προστασία με τη μορφή ειδικότερα του περιεχομένου των υποβληθέντων πιο πάνω εγγράφων (εννοούνται τα ως άνω επτά), το Συμβούλιο στην ουσία και αδιαμφισβήτητα αρνήθηκε να ερευνήσει, να εκτιμήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη" και περαιτέρω ότι το Συμβούλιο "καταχράσθηκε των δικαιωμάτων αυτού ως δικαιοδοτικού οργάνου.. επιλέξαν ... να τον παραπέμψει μη νόμιμα στο ακροατήριο" και ότι "το Συμβούλιο απέρριψε αναιτιολόγητα, χωρίς έρευνα και χωρίς εκτίμηση τους λόγους εφέσεώς του", δεν συνιστούν, παραδεκτό εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.β' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όπως προβάλλει ειδικώς ο αναιρεσείων, αλλά υπό την επίκληση, κατ'επίφαση, του λόγου αυτού πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικώς.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Ιουλίου 2007 αίτηση του Χ1, περί αναιρέσεως του 1327/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή