Αριθμός 316/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, ο οποίος ορίστηκε με την υπ'αριθμ. 36/2020 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Διονυσία Μπιτζούνη, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης C.-A. T. του G., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Κορκοβέλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 930/2019 απόφασης του Γ' Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Το Γ' Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 7 Οκτωβρίου 2019 και υπ'αριθ.πρωτ. 10569/2019, αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1505/2019.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη της παράβασης του άρθρου 2 περ. α' και 22 περ. 4, 6 Ν. 2472/1997, να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους συγκατηγορούμενους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου ΠΚ (Ν.4619/2019), ισχύοντος από 1-7-2019 (βλ. άρθρ. 460 αυτού), η οποία ορίζει ότι: "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον". Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι, εκτός των άλλων, ο νόμος που δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίσταση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη ή όταν για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος τίθενται επιπλέον προϋποθέσεις σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο, η συνδρομή των οποίων είναι αναγκαία για να κριθεί αν η πράξη είναι αξιόποινη και σε θετική περίπτωση, αν αυτή συνιστά κακούργημα ή πλημμέλημα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 περ. α' του Ν. 2472/1997, "4. Όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.....αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις", κατά δε τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου, "6. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 έως 5 του παρόντος άρθρου είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ή να βλάψει τρίτον, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 του ισχύοντος, από την 29η.8.2019, Ν. 4624/2019, κατά το άρθρο 87 αυτού, "1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών β) τα αντιγράφει, αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, συλλέγει, καταχωρεί, οργανώνει, διαρθρώνει, αποθηκεύει, προσαρμόζει, μεταβάλλει, ανακτά, αναζητεί πληροφορίες, συσχετίζει, συνδυάζει, περιορίζει, διαγράφει, καταστρέφει, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη", ενώ, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "4. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος των πράξεων των προηγούμενων παραγράφων, εάν είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον ή να βλάψει άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ.". Από τη σύγκριση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι οι διατάξεις του Ν. 4624/2019 είναι ευμενέστερες εκείνων του προϊσχύσαντος Ν. 2472/1977, αφού με αυτές προβλέπονται χαμηλότερες ποινές, ενώ για την κακουργηματική μορφή του αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τίθενται επιπλέον προϋποθέσεις, ήτοι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. δ' και 514 εδ. δ' περ. β' του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς, όσον αφορά στα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπάγγελτα, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του, ισχύοντος από 1-7-2019, νέου Ποινικού Κώδικα, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η δε προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως, όμως, όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 930/19-4-2019 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, η αναιρεσείουσα C.-A.T. του G., κάτοικος ..., κηρύχθηκε ένοχη για, από κοινού με άλλους, τέλεση της κακουργηματικής πράξης που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4, 6 του Ν.2472/1997, ήτοι της επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχοντας σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη τρίτων, καταδικάσθηκε δε, μετά την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς, από το άρθρο 84 παρ. 2α', ε' του ΠΚ, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως. Η πράξη όμως αυτή, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι πλέον πλημμέλημα, αφού, μετά την ισχύ του επιεικέστερου Ν. 4624/2019, απαιτείται για την κακουργηματική μορφή του αδικήματος, κατ' επιταγή της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 4 του νόμου αυτού, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, στοιχείο το οποίο δεν συντρέχει εν προκειμένω. Επομένως, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, με χρόνο τέλεσης, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 2011 έως 6-8-2011, η πράξη υπέπεσε σε παραγραφή, καθόσον μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και, συνεπώς, το αξιόποινο της πράξης αυτής έχει εξαλειφθεί, λόγω παραγραφής. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, παρελκομένης της έρευνας των λόγων αναίρεσης, αφού η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομότυπα με δήλωση, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-10-2019 και εμπρόθεσμα (η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ τηρούμενο ειδικό βιβλίο στις 18-9-2019), περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ (εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα κλπ), συντρέχει, εν προκειμένω, περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής, κατά τα άρθρα 2 παρ.1 ΠΚ, 511 περ .δ' και 514 εδ. δ' περ. β' του ΚΠοινΔ, της επιεικέστερης ως άνω διάταξης (άρθρο 38 παρ. 4 Ν. 4624/2019), που ίσχυσε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και, συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας, για την ως άνω πράξη, λόγω παραγραφής.
Κατά το άρθρο 469 εδ. α' του ΚΠοινΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους λοιπούς κατηγορούμενους, κατά δε το εδ. γ' του ίδιου άρθρου, για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων συγκατηγορουμένων, οι οποίοι, όμως, μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετέχουν στη δίκη. Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, γενικές προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 469 Κ.Π.Δ. είναι, α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που είχε δικαίωμα να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες λόγοι από αυτόν να μην αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπό του, και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε να μην δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε να δικαιούνται μεν αλλά να μην το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, κατ' έφεση, καταδικάσθηκαν εκτός από την αναιρεσείουσα και οι συγκατηγορούμενοι αυτής, V. D. του A., D.M. του S., U. ή U. A.-C. του C. και Z. Ι.-I. Τ., για την ίδια ακριβώς ως άνω πράξη (παράβαση άρθρων 2 περ. α' και 22 περ. 4, 6 Ν. 2472/1997 "περί προσωπικών δεδομένων"), ως συναυτουργοί. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το προαναφερθέν επωφελές αποτέλεσμα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης πρέπει να επεκταθεί και στους παραπάνω συγκαταδικασθέντες συγκατηγορουμένους της αναιρεσείουσας, οι οποίοι δεν άσκησαν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης το ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού ο λόγος, για τον οποίο η προαναφερθείσα κακουργηματική πράξη (για την οποία καταδικάστηκαν) μεταπίπτει σε πλημμέλημα, με συνέπεια την παραγραφή της, δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, αλλά και στο πρόσωπο των εν λόγω (συμμετόχων) συγκατηγορουμένων της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 930/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών ως προς την αναιρεσείουσα T C.-A. του G., κάτοικο ...
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά της άνω αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης και λόγω επεκτατικού αποτελέσματος και κατά των συγκατηγορουμένων της, 1) V. D. του A., κατοίκου ... 2) D. M. του S., κατοίκου ... 3) U. ή U. A.-C. του C., κατοίκου ... και 4) Z. Ι.-I. του Τ., κατοίκου ..., για την πράξη της παράβασης των άρθρων 2 περ. α' και 22 περ. 4, 6 Ν. 2472/1997 περί προσωπικών δεδομένων και συγκεκριμένα για το ότι αυτοί, "Στην Αθήνα κατά τον κάτωθι χρόνο τέλεσαν το παρακάτω αδίκημα, το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο με στερητική της ελευθερίας ποινή. Ειδικότερα: Με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος διά της βλάβης τρίτου, ενεργώντας από κοινού και μετερχόμενοι κοινό δόλο, επενέβησαν με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο προσωπικών δεδομένων και ειδικότερα αφαίρεσαν, επεξεργάστηκαν και εκμεταλλεύτηκαν το περιεχόμενο του αρχείου αυτού ως μη δικαιούμενα πρόσωπα, με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος διά της αντιστοίχου βλάβης τρίτου. Ειδικότερα στην Αθήνα, σε αδιευκρίνιστο κατά την ανάκριση χρόνο, πάντως από το έτος 2011 τουλάχιστον έως τη σύλληψή τους στις 6-8-2011, ενεργώντας άπαντες από κοινού, χρησιμοποιώντας αυτοσχέδιους μηχανισμούς παγίδευσης αυτόματων ταμειολογιστικών μηχανημάτων (Α.Τ.Μ) Τραπεζών οι οποίοι έφεραν μη ορατό ηλεκτρονικό σύστημα (καρταναγνώστη), μέσω του οποίου αντιγράφοντο, εν αγνοία του κατόχου της, τα στοιχεία της μαγνητικής πίστας κάθε κάρτας κατά την εισαγωγή της από αυτόν στο ΑΤΜ ή σε ειδική υποδοχή στη θύρα του προθαλάμου τραπεζικών καταστημάτων, όπου ήταν εγκατεστημένα τα ΑΤΜ (μέθοδος skimming), ελάμβαναν με τον τρόπο αυτό παρανόμως γνώση των προσωπικών δεδομένων από πρωτότυπες γνήσιες κάρτες συναλλαγών κατά την ώρα συναλλαγής, τα αφαιρούσαν ακολούθως και εν συνεχεία επεξεργάζονταν αυτά τα προσωπικά δεδομένα και κατήρτισαν τις κατωτέρω αναφερόμενες στον πίνακα (στον οποίο εμφανίζονται αναλυτικά οι αριθμοί των καρτών εκδόσεως τραπεζικών καταστημάτων) σαράντα τρεις (43) πλαστές κάρτες ανάληψης, ήτοι τις εξής:
Α/Α ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΡΤΑΣ ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ... ... S.P.A.-MILAN- ITALY 2 ... ... USA, ...USA ... ...-USA ... ...-USA ... ... S.P.A-... ...-ITALY ... Bank of America, ......USA ... U.S ... ... ...-USA ... Bank of America, … -USA … ...-ITALY ... ... S.P.A.-MILAN- ITALY ... ...-ITALY ... ...
... … N.A. - USA ... ...-USA ... Bank of America, ...USA ... ...-MILAN-ITALY … BANKS, ...-USA ... ... USA, ...USA και ετέλεσαν τοιουτοτρόπως το κακούργημα του άρθρου 22 παρ. 4, 6 του Ν. 2472/1997, ήτοι της επέμβασης σε αρχείο δεδομένων προσωπικού-χαρακτήρα, που ο Νόμος χαρακτηρίζει ως προσωπικού χαρακτήρα και ως τέτοια άξια έννομης προστασίας, έχοντας σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος δια της αντιστοίχου βλάβης τρίτου, ήτοι των κατόχων των ως άνω καρτών και των τραπεζικών ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν.".
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Φεβρουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ