Αριθμός 3/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα -----
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη και Νικόλαο Λεοντή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. (H.) Μ. B.) του Γ. G.), ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δήμο-Δημήτριο Παπαναστασίου.
Των αναιρεσιβλήτων: 1.P. (Π.) M. (Μ.) και 2.A. (’.) M. (Μ.) R. Ρ.), αμφοτέρων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Φωτόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3 Ιανουαρίου 2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 18/2008 μη οριστική, 256/2008 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική Έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18 Μαρτίου 2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Σίδερης, ανέγνωσε την από 10 Σεπτεμβρίου 2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι). Από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ προκύπτει, ότι η αναφερόμενη σ" αυτήν αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θα εξακριβωθεί απ' αυτήν την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις. Το κύρος αυτής δεν θίγεται από την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης και αρκεί η παροχή να είναι οριστή, ενώ είναι δυνατόν να προστεθεί σ' αυτήν ο περιορισμός της εξαρτήσεως αποτελεσμάτων της από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο. Αν δε η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά αιτία για την οποία ο νόμος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο, είναι, κατά το άρθρο 875Α.Κ., άκυρη αν δεν γίνει με τον τύπο αυτόν. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 496 ΑΚ, η παροχή σε κάποιον ενός περιουσιακού αντικειμένου αποτελεί δωρεά αν γίνεται κατά τη συμφωνία των μερών χωρίς αντάλλαγμα, για τη σύσταση της δε απαιτείται (αρθρ.498 παρ.1 Α.Κ.) συμβολαιογραφικό έγγραφο. Εξ' άλλου κατά μεν τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. β ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ., που ορίζουν το μεν πρώτο ότι "κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις", το δε δεύτερο ότι "οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι κανόνες αυτοί εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν. Υπό την προϋπόθεση αυτή παραβιάζει τους κανόνες τούτους το δικαστήριο της ουσίας, είτε όταν παραλείπει να προσφύγει σ'αυτούς για να διαπιστώσει την αληθινή έννοια της δήλωσης της βούλησης των συμβαλλομένων, είτε όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις νομικές έννοιες στις οποίες στηρίζονται, είτε όταν παραλείπει να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους. Πάντως μόνη η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αναφέρει ρητώς στην απόφαση του ότι για την εξεύρεση της αληθινής βουλήσεως των συμβαλλομένων προσφεύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των παραπάνω διατάξεων του ΑΚ δεν συνιστά παραβίαση των διατάξεων αυτών, εφόσον στην απόφαση εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών. Περαιτέρω κατά τήν έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί απ' την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο 1°ς εφεσίβλητος, γερμανός υπήκοος, είναι ηλεκτρολόγος με 25ετή περίπου πείρα στον τομέα κατασκευής ηλεκτρικών γραμμών σε εγκαταστάσεις δυνατών πηγών ενέργειας (βλ. ιδίως το από 12/9/1991 έγγραφο του εμποροβιομηχανικού επιμελητηρίου Rhein - Neckar). Ο εκκαλών, επίσης γερμανός υπήκοος, ο οποίος διατηρούσε γνωριμία με τον 1° εφεσίβλητο ήδη από το έτος 1995, ενδιαφερόμενος για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, σχετικής με την κατασκευή και λειτουργία αιολικού πάρκου, συναντήθηκε με τον 1° εφεσίβλητο και την γερμανίδα υπήκοο C. F. - T., στην πόλη Γλίξμπουρκ της Γερμανίας και συζήτησαν για την προοπτική εγκατάστασης και λειτουργίας αιολικού πάρκου στην Ελλάδα. Μάλιστα, ο 1ος εφεσίβλητος, ο οποίος είχε επισκεφθεί την περιοχή της Εύβοιας από το έτος 1996, τους υπέδειξε σε χάρτη την περιοχή του Πολυποτάμου, ως κατάλληλη προς τούτο. Στις 5/6/97 ο εκκαλών και η C. F. - T. συνέστησαν την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ", με έδρα τα Νέα Στύρα Ευβοίας και σκοπό, μεταξύ άλλων, την κατασκευή και λειτουργία αιολικών πάρκων στην Ελλάδα, την εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας για την παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας κλπ, της οποίας αυτοί υπήρξαν μέτοχοι, κατέχοντας ο εκκαλών τις 4.690 και η C. F. - T. τις 2.010 από τις 6700 ονομαστικές μετοχές της, ο δε εκκαλών διετέλεσε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος αυτής. Πράγματι, το αιολικό πάρκο κατασκευάστηκε στην περιοχή "Γκέρκι-Πυργάκι" της κτηματικής περιοχής Πολυποτάμου Ευβοίας, σε εδαφική έκταση που απέκτησε η παραπάνω εταιρεία από το Ελληνικό Δημόσιο με τον 467937/99 τίτλο του Υπουργείου Γεωργίας, ενώ το 2001 χορηγήθηκε στην ως άνω εταιρεία άδεια λειτουργίας αιολικού σταθμού ισχύος 12 ΜW και άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας από το εν λόγω αιολικό πάρκο (βλ. την από 18/6/01 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και την 4613/25.10.01 απόφαση της Δ/νσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας). Κατά τη διάρκεια κατασκευής του ως άνω αιολικού πάρκου, από το 1999 έως το 2001, ο 1ος εφεσίβλητος συνεργάστηκε με τους ανωτέρω δύο μετόχους και ιδίως τον εκκαλούντα, που ήταν ο ιθύνων νους της όλης επιχειρηματικής δραστηριότητας, παρέχοντας σ' αυτόν διάφορες τεχνικές συμβουλές, με βάση την αναφερθείσα εμπειρία του και ιδίως στο θέμα της γείωσης των ανεμογεννητριών. Μάλιστα, στα πλαίσια παροχής τέτοιων συμβουλών του, ερχόταν 3-4 φορές το χρόνο από τη Γερμανία στα Νέα Στύρα Ευβοίας, όπου παρέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δέκα ημερών περίπου, φιλοξενούμενος από τον εκκαλούντα, με τον οποίο μετέβαινε στις εγκαταστάσεις του αιολικού πάρκου, ενώ και κατά το χρόνο που βρισκόταν στη Γερμανία επικοινωνούσε με τον εκκαλούντα και του παρείχε τεχνικές συμβουλές. Στις 8/12/01 καταρτίστηκε μεταξύ του εκκαλούντος και του 1ου εφεσίβλητου ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου σε μεταβίβαση της εταιρείας Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ θα μεταβιβαζόταν από τον εκκαλούντα ή το νόμιμο διάδοχο του στον Γ εφεσίβλητο, το 20% από το κέρδος της μεταβίβασης μετά την αποφορολόγηση. Το επίμαχο συμφωνητικό, εκτός από τις μη αμφισβητούμενες υπογραφές του εκκαλούντος και του 1ου εφεσίβλητου, φέρει και την μη αμφισβητούμενη υπογραφή της C. F. - T., με βεβαίωση της, περί του ότι ήταν παρούσα, όταν υπογράφηκε το ως άνω συμφωνητικό. Ο εκκαλών, με την ένδικη αγωγή του, ισχυρίστηκε, ότι το επίμαχο συμφωνητικό αποτελούσε προσύμφωνο δωρεάς, το οποίο θα γεννούσε αποκλειστικά μελλοντική απαίτηση του 1ου εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος, εάν δεν ήταν άκυρο, λόγω ελλείψεως του συμβολαιογραφικού συστατικού τύπου (άρθρο 498 εδ. α ΑΚ) και ότι συνεπεία αυτής της ακυρότητας επανειλημμένα έχει δηλώσει στον 1° εφεσίβλητο, ότι δεν αναγνωρίζει ουδεμία απαίτηση του τελευταίου εναντίον του, απορρέουσα από το παραπάνω άκυρο προσύμφωνο δωρεάς. Όμως, στο περιεχόμενο του επίμαχου συμφωνητικού δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά των συμβαλλομένων σε συμφωνία τους, ότι η παροχή (μελλοντική) θα ήταν χωρίς αντάλλαγμα, ενώ δεν αποδεικνύονται ούτε περιστατικά, που να δικαιολογούν μια τέτοια χαριστική παροχή του εκκαλούντος προς τον 1° εφεσίβλητο. Αντίθετα, από το περιεχόμενο των δηλωθεισών στο εν λόγω συμφωνητικό βουλήσεων των συμβαλλομένων, ερμηνευομένων, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), σε συνδυασμό με το σύνολο των περιστάσεων, που αναφέρθηκαν, προκύπτει, ότι η αληθής βούληση των άνω συμβληθέντων διαδίκων δεν κατέτεινε στη σύναψη προσυμφώνου δωρεάς, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε με την αγωγή του ο εκκαλών, αλλά στη δέσμευση τους με ετεροβαρή ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση χρέους, συναπτόμενου με τις συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, στον εκκαλούντα ο 1ος εφεσίβλητος. Πρέπει, να σημειωθεί, ότι ο 1ος εφεσίβλητος εκχώρησε την απορρέουσα από το εν λόγω συμφωνητικό απαίτηση του κατά του εκκαλούντος στο 2° εφεσίβλητο, ο οποίος με τη σειρά του ανήγγειλε στον εκκαλούντα τη γενόμενη εκχώρηση (άρθρα 455 και 460 του ΑΚ). Η μάρτυρας αποδείξεως του εκκαλούντος και συνεταίρος του C. F. - T. στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ένορκη εξέταση της, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι ο 1ος εφεσίβλητος τους παρακάλεσε πάρα πολύ να τον βοηθήσουν, έτσι ώστε στη Γερμανία να αποκτήσει πάλι κάποια φήμη, κάποια φερεγγυότητα και τους πρότεινε αυτό το προσύμφωνο, ότι επέμενε να υπογράψει και εκείνη το προσύμφωνο, έτσι ώστε να έχει περισσότερη αξία, περισσότερο κύρος απέναντι στην οικογένεια του, ότι ο εκκαλών απλώς ενέδωσε στην πίεση του 1ου εφεσίβλητου και δεν είχε την πρόθεση να χαρίσει το 20%, ότι το έκαναν αυτό, γνωρίζοντας πως ο 1ος εφεσίβλητος ήταν άνεργος και η γυναίκα του δούλευε μισή μέρα, σαν μια εξυπηρέτηση, σαν φίλοι, του έδωσαν αυτό γράμμα, έτσι ώστε να το χρησιμοποιήσει για τη γυναίκα του, να δείξει ότι κάτι έχει κάνει στην Ελλάδα. Τα όσα κατά τα παραπάνω κατέθεσε η εν λόγω μάρτυρας, αλλά και ο ίδιος ο εκκαλών ισχυρίστηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη-αντίκρουση των έγγραφων προτάσεων του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με τα οποία υπονοείται, ότι οι δηλωθείσες βουλήσεις των συμβληθέντων με το επίμαχο συμφωνητικό δεν έγιναν στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (άρθρο 138 ΑΚ) και δεν ενισχύονται κατά το μέρος αυτό από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, έρχονται σε αντίφαση με αυτό τούτο το περιεχόμενο της αγωγής, όπου όχι μόνο δεν γίνεται λόγος για εικονικότητα της δικαιοπραξίας, αλλά αντίθετα αναφέρεται, ότι το εν λόγω προσύμφωνο θα γεννούσε μελλοντική απαίτηση του 1ου εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος, εάν δεν ήταν άκυρο λόγω ελλείψεως του συστατικού τύπου, κάτι που προϋποθέτει σοβαρή και όχι κατά τα φαινόμενα μόνο δήλωση βουλήσεως εκ μέρους των συμβαλλομένων. Αναφορικά με το ότι η σχέση που συνέδεε τον εκκαλούντα με τον 1° εφεσίβλητο, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, δεν ήταν μόνο φιλική, όπως επιχείρησε να την παρουσιάσει με όσα κατέθεσε η παραπάνω μάρτυρας αποδείξεως, αλλά υπήρξε και συναλλακτική σχέση μεταξύ τους, σχετιζόμενη με την παροχή τεχνικών συμβουλών στον εκκαλούντα από τον 1° εφεσίβλητο, γεγονός που δικαιολογεί την κατάρτιση της επίμαχης συμβάσεως υπόσχεσης χρέους, σαφής και πειστική είναι η κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως των εφεσίβλητων P. B. R., στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο εν λόγω μάρτυρας, με βάση την άμεση προσωπική του αντίληψη, μεταξύ άλλων, κατέθεσε, ότι στη συνάντηση, το έτος 1997, των ως άνω ιδρυτών της εταιρείας και του 1ου εφεσίβλητου, κατά την οποία και ο ίδιος ήταν παρών, έγινε συζήτηση για το σχεδιασμό του αιολικού πάρκου και ότι ο 1ος εφεσίβλητος τους υπέδειξε στο χάρτη την περιοχή του Πολυποτάμου, ως κατάλληλη προς τούτο. Στη συνέχεια, αφού επιβεβαιώνει την 25ετή εμπειρία του 1ου εφεσίβλητου στον τομέα κατασκευής ηλεκτρικών γραμμών και την παροχή στον εκκαλούντα τεχνικών συμβουλών, σχετικών με τη γείωση των ανεμογεννητριών, εκθέτει, ότι ο 1ος εφεσίβλητος για το λόγο αυτό ερχόταν στην Ελλάδα και παρέμενε επί πολλές βδομάδες κάθε χρόνο, φιλοξενούμενος από τον εκκαλούντα και έχοντας ως θέμα του το επίμαχο έργο. Τα όσα κατά τα παραπάνω εξέθεσε ο εν λόγω μάρτυρας, ενισχύονται και από το περιεχόμενο της ανωτέρω 11316/07 ένορκης βεβαίωσης του Χ. Ε., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1999 έως την άνοιξη του 2001 εργάσθηκε στην ως άνω εταιρεία, ως υπεύθυνος μηχανικός στην κατασκευή του αιολικού πάρκου και διετέλεσε κατά νόμο υπεύθυνος επιβλέπων μηχανικός κατά την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία του συνόλου των εργασιών του αιολικού πάρκου. Ειδικότερα, αυτός στην ως άνω ένορκη βεβαίωση του, μεταξύ άλλων, εκθέτει, ότι ο εκκαλών του σύστησε τον Τ° εφεσίβλητο, ως φίλο και συνεργάτη, που θα τους βοηθούσε με τις γνώσεις και την εμπειρία του στο στήσιμο του αιολικού πάρκου, καθώς είχε ασχοληθεί με την κατασκευή αιολικών πάρκων στην Ισπανία, ότι προς τούτο ο 1ος εφεσίβλητος ερχόταν σχεδόν 3-4 φορές το χρόνο και καθόταν πάνω από δέκα μέρες κάθε φορά, ότι τον συναντούσε στο χώρο των εγκαταστάσεων του αιολικού πάρκου, μαζί με τον εκκαλούντα και την C. F. ότι στο αιολικό πάρκο είχε βοηθήσει στο σύστημα γείωσης και ειδικότερα στη σύνδεση γεώτρησης με τον αγωγό γείωσης, καθώς και ότι μαζί με τους ανωτέρω δύο μετόχους βρισκόντουσαν και συζητούσαν πολλές ώρες τόσο στο χώρο του εργοταξίου, όσο και στα γραφεία της εταιρείας. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, από το περιεχόμενο των ένορκων βεβαιώσεων, που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών και συγκεκριμένα: 1) της 4532/07 ένορκης βεβαίωσης του Β. Κ., ο οποίος διετέλεσε υπάλληλος της ανωτέρω εταιρείας από 1/9/2000 και εκθέτει, ότι λάβαινε εντολές μόνο από τους παραπάνω δύο μετόχους της εταιρείας και ουδέποτε είχε συνεργαστεί με τον 1° εφεσίβλητο, ούτε έλαβε από αυτόν οποιαδήποτε εντολή, ούτε του παραδόθηκε κάποιο έγγραφο που να αναφέρει το όνομα του, 2) της 4531/07 ένορκης βεβαίωσης της Δ. Σ., η οποία εκθέτει, ότι η εταιρεία "ΛΔΚ Σύμβουλοι Τεχνικών και Αναπτυξιακών Έργων ΕΠΕ", που είχε αναλάβει από την εταιρεία του εκκαλούντος την επίβλεψη όλων των σταδίων και έργων κατασκευής του ως άνω αιολικού πάρκου μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία, είχε αναθέσει σε αυτήν τη γενική επίβλεψη του έργου, όταν άρχισαν να κατασκευάζονται οι βάσεις των πυλώνων των ανεμογεννητριών και ουδέποτε γνώρισε τον 1° εφεσίβλητο, ούτε είχε συνεργασία μαζί του, ούτε έλαβε ποτέ εντολή από αυτόν, ούτε της παραδόθηκε κάποιο έγγραφο που να αναφέρει το όνομα του, 3) της 1741/07 ένορκης βεβαίωσης του Σ. Λ., ο οποίος εκθέτει, ότι υπήρξε συνεργάτης της εταιρείας "ΛΔΚ Σύμβουλοι Τεχνικών και Αναπτυξιακών Έργων ΕΠΕ" και συντάκτης εκθέσεως για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του υποσταθμού ανύψωσης, που εξυπηρετεί το επίμαχο αιολικό πάρκο και ουδέποτε είχε την παραμικρή επικοινωνία με τον 1° εφεσίβλητο, ούτε έλαβε εντολή από αυτόν, ούτε του παραδόθηκε κάποιο έγγραφο που να αναφέρει το όνομα του, 4) της 1740/07 ένορκης βεβαίωσης του Κ. Φ., προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ΕΝ.ΤΕ.ΚΑ ΑΕ, ο οποίος εκθέτει, ότι η εταιρεία του είχε συνεργαστεί με την εταιρεία του εκκαλούντος κατά τα έτη 1997, 1998, στα πλαίσια προώθησης των διαδικασιών αδειοδότησης του επίμαχου αιολικού πάρκου και βεβαιώνει, ότι ουδέποτε είχε την παραμικρή επικοινωνία με τον 1° εφεσίβλητο, ούτε έλαβε εντολή από αυτόν, ούτε του παραδόθηκε κάποιο έγγραφο που να αναφέρει το όνομα του, 5) της 1742/07 ένορκης βεβαίωσης του Α. Π., ο οποίος εκθέτει, ότι από τον Ιούνιο του 1996 έως τον Ιούλιο του 1997 εργάστηκε στο Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ότι στις αρχές του 1997 οι παραπάνω δύο μέτοχοι της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" απευθύνθηκαν στο εν λόγω επιμελητήριο, για να τους βοηθήσουν στην υλοποίηση του αιολικού πάρκου, ότι στα πλαίσια αυτά κανόνισε πολλές συναντήσεις με αρμόδιους παράγοντες και ουδέποτε γνώρισε τον 1° εφεσίβλητο, ούτε άκουσε το όνομα του από τον εκκαλούντα και την Ficher, 6) της 1743/07 ένορκης βεβαίωσης του Ι. Κ., ο οποίος εκθέτει, .ότι η εταιρεία του εκκαλούντος είχε αναθέσει στην εταιρεία του με την επωνυμία "Ε.-Γ. Κ. & Σια ΕΠΕ" την επίβλεψη της λειτουργίας του επίμαχου αιολικού πάρκου, μετά την. αποχώρηση του μηχανικού Χ. Ε., τον Ιούνιο του 2001, ότι ο εκκαλών του είχε συστήσει τον 1° εφεσίβλητο, ως φίλο του, ο οποίος ερχόταν δύο φορές το χρόνο στην Ελλάδα, φιλοξενούμενος στο διαμέρισμα του εκκαλούντος και δεν είχε την παραμικρή συνεργασία με τον 1° εφεσίβλητο, ούτε αντιλήφθηκε κάτι, που θα τον οδηγούσε στο συμπέρασμα, ότι αυτός είχε κάποια συμμετοχή ή εμπλοκή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του εκκαλούντος, 7) της 1744/07 ένορκης βεβαίωσης της Α. Σ., λογίστριας και διερμηνέως της εταιρείας του εκκαλούντος, η οποία εκθέτει, ότι ο 1ος εφεσίβλητος ήταν στενός φίλος του εκκαλούντος, που τον φιλοξενούσε, όταν ερχόταν στην Ελλάδα και δεν της έδινε την εντύπωση ότι ερχόταν στην Ελλάδα για δουλειά, 8) της 1676/07 ένορκης βεβαίωσης του Α. Σ., ορκωτού ελεγκτή, λογιστή, που διετέλεσε ελεγκτής της εταιρείας του εκκαλούντος, έχοντας πρόσβαση στα οικονομικά της στοιχεία, ο οποίος εκθέτει, ότι ουδέποτε αντιλήφθηκε να γίνεται λόγος ή να αναφέρεται σε κάποιο από τα παραστατικά της το όνομα του 1ου εφεσίβλητου και 9) της 1677/07 ένορκης βεβαίωσης του H. H. H. D. μηχανολόγου-μηχανικού, ο οποίος εκθέτει, ότι διετέλεσε τεχνικός σύμβουλος της εταιρείας "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" και των μετόχων της, ότι για τις υπηρεσίες του εισέπραξε το ποσό των 132.000 ευρώ, εκδίδοντας τα νόμιμα παραστατικά στο όνομα της ως άνω εταιρείας. Ειδικότερα, όλα τα παραπάνω πρόσωπα υπήρξαν υπάλληλοι ή συνεργάτες της εταιρείας "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" συναλλασόμενοι με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, ενώ ο 1ος εφεσίβλητος παρείχε τις συμβουλευτικές του υπηρεσίες προσωπικά στον εκκαλούντα, λόγος για τον οποίο άλλωστε το επίμαχο συμφωνητικό καταρτίστηκε μεταξύ του 1ου εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, που ενεργούσε ατομικά και όχι ως εκπρόσωπος της εταιρείας "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ", την οποία ουδόλως δέσμευσε με την κατάρτιση του εν λόγω συμφωνητικού. Για τον ίδιο λόγο δεν αναιρούνται οι παραπάνω παραδοχές από το περιεχόμενο των εγγράφων που ειδικά επικαλείται στην έφεση του και προσκομίζει ο εκκαλών (το από 16/5/99 ιδιωτικό συμφωνητικό της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με τον Γ. Φ., το από 20/5/99 Ιδιωτικό συμφωνητικό "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με την εταιρεία "ΛΔΚ Σύμβουλοι Τεχνικών και Αναπτυξιακών Εργων ΕΠΕ", η από 21 και 25/6/99 σύμβαση της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με το ΙΕΕ Τεχνικό Γραφείο για Εγκαταστάσεις Ηλεκτρικής Ενέργειας, η από 19/7/99 σύμβαση εργολαβίας της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με τον Όμιλο Εταιρειών ΑΒΒ, η από 1/8/99 σύμβαση εργασίας της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με το Χ. Έ., το από 29/10/99 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" και Α. Β., το από 8/12/99 ιδιωτικό συμφωνητικό της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με τον Π. Β., το από 14/6/01 ιδιωτικό συμφωνητικό της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με την "Ε.- Γ. Κ. & Σια ΕΠΕ", το από 23/4/01 ιδιωτικό συμφωνητικό της "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με τη Στρατηγική ΕΠΕ και τα επικαλούμενα τιμολόγια της εταιρείας ΕΝ.ΤΕ.ΚΑ ΑΕ), καθόσον τα εν λόγω έγγραφα αφορούν συναλλαγές τρίτων με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ" με την οποία δεν συνδεόταν ο 1ος εφεσίβλητος με οποιασδήποτε μορφής συναλλακτική σχέση.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχτηκε, ότι με το επίμαχο ιδιωτικό συμφωνητικό δεν καταρτίστηκε μεταξύ του εκκαλούντος και του 1ου εφεσίβλητου προσύμφωνο δωρεάς, αλλά σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, της οποίας ας σημειωθεί η παροχή ήταν οριστή, δυνάμενη να συγκεκριμενοποιηθεί, ως προς το οφειλόμενο ποσό, με απλό μαθηματικό υπολογισμό, σε περίπτωση πληρώσεως της αιρέσεως, υπό την οποία τελούσε και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και συγκεκριμένα τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, καθώς και εκείνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ για την ερμηνεία των δικαιοπραξιών, ώστε όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που διαλαμβάνονται στους 1° και 2° λόγους της έφεσης του, είναι απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με βάση τις ως άνω παραδοχές του, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας οι παρέχοντες υπηρεσίες σε μια ανώνυμη εταιρεία συμβάλλονται με το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας και όχι με τους μετόχους της και έρχεται σε αντίθεση με τα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας να αναλαμβάνει ο μέτοχος οφειλές της ανώνυμης εταιρείας προς τρίτους, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, διότι όπως ήδη αναφέρθηκε και έγινε δεκτό από την εκκαλουμένη, ο 1ος εφεσίβλητος δεν ήλθε σε συναλλαγή με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας "Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια ΑΕ", ούτε παρείχε σ' αυτήν υπηρεσίες, αλλά με τον εκκαλούντα ατομικά, στον οποίο παρείχε τις συμβουλευτικές υπηρεσίες του και ο οποίος δεν ανέλαβε, με το επίμαχο συμφωνητικό, οφειλές της εταιρείας, αλλά δικές του.
Συνεπώς, όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος, που διαλαμβάνονται στον 3° και τελευταίο λόγο της εφέσεως του, είναι απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι, όπως και η ένδικη έφεση στο σύνολο της". Το Εφετείο με τις κρίσεις του αυτές, στις οποίες στήριξε την απόρριψη της αγωγής ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 496, 498, 873 και 875, ως και αυτές των άρθρων 158 και 361 του Α.Κ., περαιτέρω δε το δικαστήριο αυτό της ουσίας διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο της υπαγωγής των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών στους κατά τα άνω εφαρμοστέους κανόνες δικαίου, σχετικά με τις συνθήκες καταρτίσεως της ένδικης σύμβασης, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως και τα πρόσωπα των αντισυμβληθέντων φυσικών προσώπων. Εξάλλου το Εφετείο, επειδή διέγνωσε εμμέσως, αλλά σαφώς, την ύπαρξη ασάφειας στην ένδικη σύμβαση, ως προς τις βουλήσεις των συμβαλλομένων που δηλώθηκαν, προσέφυγε για την άρση αυτής της ασάφειας στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, τους οποίους και ορθώς εφάρμοσε, παραθέτοντας στην απόφαση του τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών. Επομένως οι περί του αντιθέτου πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και όγδοος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
II). Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, τα οποία το δικαστήριο έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφαση του ποία αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά ή τη σχέση και επιρροή του στα αποδεικτέα θέματα. Μη λήψη υπόψη, πάντως, δεν συνάγεται από μόνο το γεγονός ότι μνημονεύονται ορισμένα άλλα έγγραφα, εκτός του επιδίκου (Α.Π.1698/2009, Α.Π. 624/1993). Στην προκειμένη περίπτωση με τους πέμπτο και έκτο, κατά το πρώτο μέρος τους, λόγους της αίτησης προβάλλεται η από τον αριθ. 11 περ. γ, πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων. Συγκεκριμένα ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Εφετείο, το οποίο έκρινε, κατά τα προεκτεθέντα, ως αβάσιμη την αγωγή αυτού, δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα προσκομισθέντα με επίκληση έγγραφα: α) το από 17.06.2008 απαντητικό ηλεκτρονικό μήνυμα της εταιρείας SAG, ως και την επίσημη ιστοσελίδα αυτής, με ημερομηνία 5.12.2007, σχετικά με το χρόνο ενάρξεως της δραστηριότητας της εταιρείας και την έναρξη συνδέσεως των αιολικών πάρκων, καθώς και την αποσπασματική μετάφραση της παρουσίασης στο διαδίκτυο του εταιρικού προφίλ της εταιρείας SAG - Erwin Peters GmbH β) την από 19.11.2007 εξώδικη δήλωση, με την οποία ο αναιρεσείων κάλεσε τον πρώτο αναιρεσίβλητο να προσκομίσει τα αποδεικτικά της τεχνογνωσίας του στοιχεία (πτυχία κ.λ.π.) στον τομέα κατασκευής και λειτουργίας αιολικών πάρκων, και γ) την από 19.7.1999 σύμβαση εργολαβίας, περί αναθέσεως της μελέτης της γείωσης των ανεμογεννητριών του αιολικού πάρκου στην πολυεθνική εταιρεία ΑΒΒ. Όμως από την επισκόπηση του όλου περιερχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για το σχηματισμό του ως άνω αποδεικτικού του πορίσματος και τα παραπάνω έγγραφα, που διαλαμβάνονται στους κρινόμενους λόγους της αναίρεσης, ουδεμία δε υποχρέωση είχε να καθορίσει την βαρύτητα που αποδόθηκε σ' αυτά ή και την επιρροή τους στα αποδεικτέα θέματα. Το γεγονός δε ότι το δικαστήριο δεν μνημονεύει ειδικώς από πιο πάνω έγγραφα τα με στοιχ. α και β αναφερόμενα, ενώ μνημονεύει άλλα, δεν δημιουργεί, εν όψει των ως άνω παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως, αμφιβολία ότι τα έλαβε επίσης υπόψη του. Κατά συνέπεια οι πέμπτος και έκτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτούς αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθ. 11 περ. γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους ο αναιρεσείων παραπονείται για την μη λήψη υπόψη των αναφερομένων, στους λόγους που ερευνώνται, εγγράφων, που προσκομίστηκαν από τους αναιρεσιβλήτους, είναι απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι, καθόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ότι τα έγγραφα αυτά κατέστησαν κοινά αποδεικτικά μέσα με την επίκληση τους από τον ίδιο, για να είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί ο από το άρθρο 559 αριθ.11 γ λόγος αναιρέσεως. III). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. πράγματα είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν ο ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη είναι μη νόμιμος και συνεπώς δε θεωρείται ουσιώδης, αφού δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Α.Π 2/1989 - ολ). Επίσης δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 11/1996 - ολ). Ο αναιρεσείων δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό του αντιδίκου του, διότι στην περίπτωση αυτή λείπει το έννομο συμφέρον που απαιτείται για την άσκηση αναιρέσεως από τον αναιρεσείοντα. Κατ' εξαίρεση χωρεί αναίρεση για τη μη εξέταση κρισίμων γεγονότων που πρότεινε ο αντίδικος εκείνου που έχει το βάρος της επικλήσεως του, αν ο τελευταίος είχε επικαλεσθεί τους ισχυρισμούς του αντιδίκου του ως δικαστική ομολογία, οπότε ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται στον αριθμό 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Κατά συνέπεια οι πέμπτος, και έκτος, κατά το δεύτερο μέρος τους, έβδομος και όγδοος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση, η από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' του ΚΠολΔ. πλημμέλεια, για το λόγο ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν νόμιμα και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και συγκεκριμένα 1) δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος - ενάγοντος ότι ο πρώτος των αναιρεσιβλήτων δεν είχε καμία εμπειρία στα αιολικά πάρκα, που να δικαιολογεί την εκ μέρους του παροχή συμβουλών και υπηρεσιών, 2) δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι για τη γείωση των ανεμογγενητριών ακολουθούνται πιστά οι γενικοί όροι της ΔΕΗ, και γ) τους αναφερομένους στον έβδομο και όγδοο λόγο αναιρέσεως ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων σχετικά με το πρόσωπο, στον οποίο παρείχε την εργασία του ο πρώτος απ' αυτούς, ως και την ιδιότητα του αναιρεσείοντος, ως εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας " Πολυπόταμος Αιολική Ενέργεια Α.Ε.", είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, και δη οι μεν υπό στοιχ. 1 και 2 ισχυρισμοί, διότι πρόκειται περί επιχειρημάτων που αντλούνται από τις αποδείξεις και επομένως δεν αποτελούν πράγματα, σε κάθε περίπτωση δε, από τις προαναφερόμενες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι φανερό ότι το Εφετείο δεν παρείδε τους ισχυρισμούς αυτούς, αλλ' αντιθέτως τους αντιμετώπισε και τους απέρριψε στην ουσία τους με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τους συγκροτούν, οι δε υπό στοιχ. 3, διότι αυτοί δεν είναι πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αφού πρόκειται για ισχυρισμούς που προτείνονται από τους αντιδίκους των αναιρεσειόντων, χωρίς οι τελευταίοι να ισχυρίζονται ότι είχαν επικαλεσθεί τους ισχυρισμούς αυτούς των αναιρεσιβλήτων ως δικαστική ομολογία. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.3.2009 αίτηση του H. B., για αναίρεση της 256/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών ( Μεταβατικής Έδρας Χαλκίδας). Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2011.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ