Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 987 / 2019    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 987/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη - Εισηγήτρια, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννου Αγγελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Α. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του συνηγόρου του Θεοδώρου Μαντά, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4505/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Π. Κ. του Ι., ο οποίος παραστάθηκε δια της συνηγόρου του Νεκταρίας Μυγιάκη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 01.02.2019 αίτηση αναιρέσεως που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 235/2019.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση - δήλωση αναιρέσεως,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση υπ' αριθμ. πρωτ. 1422/1.2.2019 αίτηση προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4505/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και συκοφαντικής δυσφήμησης και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών για κάθε πράξη και σε συνολική ποινή εννέα (9) μηνών ανασταλείσα επί τριετία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ.). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσίαν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ' αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο, σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το δε περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές, υποκειμενικώς δε ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "οποίος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται αντικειμενικώς : 1) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου και 2) το γεγονός να είναι ψευδές και να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, ήτοι γεγονός πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ιδία πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ως γεγονός περαιτέρω νοείται οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή το παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται όμως στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, αλλά πρέπει με βεβαιότητα να προκύπτει ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει κατ' αρχήν ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ' αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου. Το τελευταίο συμβαίνει στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, που προβλέπονται από τα άρθρα 94 παρ. 1, 229 παρ. 1 και 362-263ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι, αναλόγως, τα καταμηνυθέντα ή ισχυριζόμενα ή διαδιδόμενα είναι ψευδή. Επιπλέον δε στο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται και σκοπός του υπαιτίου να προκληθεί καταδίωξη του ψευδώς καταμηνυόμενου προσώπου. Υπάρχει, όμως, και στην περίπτωση των αναφερόμενων αξιόποινων πράξεων αυτή η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει τον νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στην διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου. Τούτο συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 4505/2018 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι της ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρος κατηγορίας, της ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, όλων των εγγράφων των οποίων έγινε ανάγνωση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα πρακτικά και η απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και της απολογίας του κατηγορουμένου (νυν αναιρεσείοντος), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, ότι αποδείχθησαν κατά λέξη τα εξής:
"Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ο κατηγορούμενος προσελήφθη από την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε.", στην οποία κατά το έτος 20…υπηρετούσε με το βαθμό του Τμηματάρχη Α, κατέχοντας τη θέση του Υποδιευθυντή της Ειδικής Μονάδας Καθυστερήσεων Γ. ….. Στο πλαίσιο της ως άνω συμβάσεως ο κατηγορούμενος αξιολογούνταν κάθε έτος, σύμφωνα με όσα ορίζει ο από 12.3.2001 κανονισμός εργασίας της ως άνω Τράπεζας, κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του οποίου "για κάθε υπάλληλο συντάσσεται κατ' έτος, σύμφωνα με τον οικείο κανονισμό, δελτίο αξιολόγησης που αφορά τις γνώσεις, την ειδικότητα, την επιμέλεια, την ευσυνειδησία και επάρκεια κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση και γενικά το ήθος, καθώς και την συμπεριφορά του προς τους συναδέλφους του και το κοινό". Ο οικείος κανονισμός στον οποίο αναφέρεται το προαναφερόμενο άρθρο έχει καταρτισθεί από τη Διεύθυνση Προσωπικού της ως άνω Τράπεζας και φέρει τον τίτλο "Σύστημα Αξιολόγησης και Ανάπτυξης Προσωπικού" [Σ.Α.Α.Π.], σύμφωνα με το κεφάλαιο Ε του οποίου, η ετήσια αξιολόγηση των υπαλλήλων της ως άνω Τράπεζας, πραγματοποιείται από δύο κριτές και δη τον αμέσως προϊστάμενο του αξιολογούμενου και τον ιεραρχικά ανώτερο αυτού, δηλαδή του αμέσου προϊσταμένου, που αποτελούν τα δύο μέλη της θεσπιζόμενης συλλογικής αξιολόγησης. Τα μέλη αυτά, κατά τα προβλεπόμενα στο Σ.Α.Α.Π. καταγράφουν αυτοτελώς την εκτίμησή τους για τον αξιολογούμενο στα οικεία σημεία του δελτίου αξιολόγησης, το οποίο ακολούθως διαβιβάζεται, με εμπιστευτικό έγγραφο, στη Διεύθυνση Προσωπικού της ως άνω Τράπεζας, αποτελώντας τμήμα του τηρούμενου στην εν λόγω διεύθυνση υπηρεσιακού φακέλου του αξιολογούμενου. Σημειωτέον ότι κατά το άρθρο 22 παρ. 2 του κανονισμού εργασίας της ως άνω Τράπεζας, όλα τα έγγραφα που περιέχονται στους υπηρεσιακούς φακέλους των υπαλλήλων της και άρα και τα δελτία αξιολόγησης "θεωρούνται εμπιστευτικά", δεν γνωστοποιούνται σε οποιονδήποτε τρίτο και η χρήση και η γνώση τους περιορίζονται στην Τράπεζα και τον υπάλληλο". Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το έτος 20… ο κατηγορούμενος αξιολογήθηκε από τον Π. Λ., ως διευθυντή της Ειδικής Μονάδας Καθυστερήσεων Γ. …. και συνεπώς άμεσο προϊστάμενο του ως Α κριτή, καθώς και από τον πολιτικώς ενάγοντα, ως Διευθυντή της Διεύθυνσης Απαιτήσεων σε Καθυστέρηση [Δ.Α.Σ.Κ.], ιεραρχικά ανώτερο του προαναφερόμενου Α κριτή, ως β κριτή. Σε εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων τους, οι ανωτέρω συνέταξαν το από 16.3.2009 δελτίο αξιολόγησης του κατηγορουμένου, στην τρίτη σελίδα του οποίου διατυπώθηκαν οι παρατηρήσεις τους για τον αξιολογούμενο, κάτωθι δε αυτών τέθηκαν οι υπογραφές τους. Ωστόσο, όπως και ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων συνομολογεί, οι παρατηρήσεις του ως Β κριτή, δεν συντάχθηκαν από αυτόν ιδιοχείρως, αλλά υπαγορεύθηκαν από εκείνον στην υπάλληλο της πρώτης εναγομένης Μ. Ζ., η οποία τις κατέγραψε στην οικεία θέση του επίμαχου δελτίου αξιολόγησης, ακολούθως δε ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων έθεσε κάτωθι των παρατηρήσεων την ιδιόχειρη υπογραφή του. Επισημαίνεται ότι η ως άνω Μ. Ζ., κατά το χρόνο της ένδικης αξιολόγησης και ήδη από τις 26.12.2006 υπηρετούσε στην ως άνω Τράπεζα, ως Προϊσταμένη Υπηρεσίας Γραμματείας της Δ.Α.Σ.Κ., έχουσα τόσο καταστεί αρμοδία, με την με αριθμό 6/29.12.2006 Πράξη Διεύθυνσης, επί διοικητικών θεμάτων και θεμάτων προσωπικού των Ειδικών Μονάδων Καθυστέρησης, όσο και εξουσιοδοτηθεί, από 12.12.2008 να καταχωρεί και επεξεργάζεται τα δελτία αξιολόγησης των υπαλλήλων της ως άνω Τράπεζας. Υπό τα προπαρατιθέμενα αποδεικνύεται ότι κατά τη σύνταξη του δελτίου αξιολόγησης του κατηγορούμενου δεν δόθηκε αυτό σε τρίτο αναρμόδιο πρόσωπο απαγορευόμενη από το νόμο πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα. Τούτο διότι ανεξαρτήτως του ότι η πρόνοια του μη έχοντος ισχύ Νόμου Σ.Α.Α.Π. [ισχύ νόμου έχει μόνο ο Κανονισμός Εργασίας της ως άνω Τράπεζας] περί αυτοτελούς καταγραφής των παρατηρήσεων καθενός εκ των δύο κριτών των αξιολογούμενων υπαλλήλων της ως άνω Τράπεζας, δεν συνεπάγεται ότι η καταγραφή αυτή θα πρέπει να γίνεται και ιδιοχείρως, η καταχωρήσασα τις παρατηρήσεις στο δελτίο αξιολόγησης του κατηγορουμένου Μ. Ζ., ήταν νόμιμα εξουσιοδοτημένη από την ως άνω Τράπεζα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, όπως προβαίνει σε καταχώριση και επεξεργασία των συντασσομένων δελτίων αξιολόγησης και ως εκ τούτου ουδεμία παραβίαση του εμπιστευτικού χαρακτήρα του δελτίου αξιολόγησης του κατηγορουμένου έλαβε χώρα. Παρόλα αυτά ο κατηγορούμενος στην Αθήνα στις 13.12.2012 με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του πολιτικώς ενάγοντος υπέβαλε εναντίον του ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, την από 12.12.2012 έγκλησή του τον οποίο κατεμήνυσε ψευδώς εν γνώσει του ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβίασης του Ν.2472/1997 περί προσωπικών δεδομένων και συγκεκριμένα ότι ο νυν πολιτικώς ενάγων κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 3 του προαναφερόμενου νόμου δεν έλαβε τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των προαναφερομένων δεδομένων που αφορούσαν τον κατηγορούμενο, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί εμπιστευτικά και κυρίως την προστασία των από την απαγορευμένη διάδοση σε τρίτους, τα οποία κατά τα ανωτέρω κατέστησε προσιτά σε τρίτο αναρμόδιο πρόσωπο και συγκεκριμένα την προαναφερόμενη Μ. Ζ., με τον προπεριγραφόμενο τρόπο, επικαλούμενος ότι ο πολιτικώς ενάγων έκρινε αυτόν ως Β κριτής, με αντιπρόσωπο, ενώ ο πολιτικός ενάγων είχε αποκλειστική και μόνο αρμοδιότητα πρόσβασης ως μέλος της συλλογικής αξιολόγησης του νυν κατηγορουμένου και ότι τη σκιαγράφηση που ο αναρμόδιος τρίτος συνέταξε για τον κατηγορούμενο, ο πολιτικώς ενάγων υπέγραψε και ότι ο πολιτικώς ενάγων καταστρατηγώντας και απαξιώνοντας της διάταξη του Σ.Α.Α.Π. επέτρεψε, ανέχθηκε ή κατ' εντολήν του, τρίτος και άγνωστος στον κατηγορούμενο και σαφώς αναρμόδιος για οποιαδήποτε κρίση ή παρέμβαση στο σχετικό δελτίο αξιολόγησης πληροφορήθηκε άμεσα το περιεχόμενο του και δη σε χρόνο, που εκτός από τα μέλη της συλλογικής αξιολόγησης, ουδείς άλλος είχε το δικαίωμα, τη δυνατότητα ή την αρμοδιότητα πρόσβασης σε αυτό, ισχυρισμοί, οι οποίοι, ως προαναφέρθηκαν, είναι ψευδείς και ο κατηγορούμενος ήταν σε γνώση του ψεύδους αυτών. Και τούτο διότι η συγκεκριμένη τακτική ήταν η ίδια και για τα προηγούμενα έτη και μάλιστα για το έτος 2006, ο νυν κατηγορούμενος είχε υποβάλει κατά του πολιτικώς ενάγοντος πανομοιότυπη μήνυση με την ένδικη, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθμό ΕΓ 63-2012/252/19Δ/12 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 403/2012 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Ως εκ τούτου ο κατηγορούμενος σαφώς γνώριζε ότι οι διαλαμβανόμενοι στην ένδικη έγκληση του ισχυρισμοί ήταν ψευδείς και η αλήθεια ήταν, την οποία γνώριζε ο κατηγορούμενος, ότι το Δελτίο Αξιολόγησης του προσώπου του δεν γνωστοποιήθηκε σε κανένα τρίτο πρόσωπο, εκτός της προειρημένης εντεταλμένης υπαλλήλου, η οποία δεν θεωρείται τρίτο πρόσωπο. Σκοπός δε του κατηγορουμένου ήταν να προκαλέσει την καταδίωξη του πολιτικώς ενάγοντος για την αξιόποινη πράξη της παραβίασης του Ν.2472/1997, ενώ στον ίδιο τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος υποβάλλοντας ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την επίμαχη έγκλησή του κατά του πολιτικώς ενάγοντος, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση ο αρμόδιος Εισαγγελέας και οι αρμόδιοι γραμματείς της Εισαγγελίας, ισχυρίσθηκε τα προρρηθέντα ψευδή περιστατικά, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε, ήταν κατά τα ανωτέρω, ότι το Δελτίο Αξιολόγησης του προσώπου του σε κανένα μη νομιμοποιημένο τρίτο πρόσωπο γνωστοποιήθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα, τα δε περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα ψευδή γεγονότα, μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του τελευταίου. Πρέπει να σημειωθούν ότι οι ένδικοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, που περιλαμβάνονται στην ένδικη έγκλησή του, απορρίφθηκαν δυνάμει της με αριθμό ΕΓ 97- 13/594/58Δ/13 διάταξης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με τις με αριθμό 63/2014 και 63/2014Α διατάξεις του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ενώ δυνάμει της με αριθμό 2837/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [διαδικασία εργατικών διαφορών] απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη σχετική όμοια κατά περιεχόμενο με την ένδικη έγκληση, ως προς τους διαλαμβανόμενους ισχυρισμούς, αγωγή του κατηγορουμένου κατά της ως άνω Τράπεζας και του πολιτικώς ενάγοντος, απόφαση, η οποία αναγνώσθηκε χωρίς να αντιλέξει ο κατηγορούμενος. Πρέπει κατά συνέπεια αυτός να κηρυχθεί ένοχος της διάπραξης των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό διαλαμβανόμενα, τα οποία αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας αιτιολογίας, απορριπτομένου του συνόλου των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του κατηγορουμένου, ως ουσιαστικά αβασίμων.
Περαιτέρω για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' Π Κ, απαιτείται ο υπαίτιος, με κριτήριο τους κανόνες της έννομης τάξης και τις κρατούσες ηθικές αρχές και αντιλήψεις για την ηθική αξία και την κοινωνική υπόληψη του προσώπου, να έζησε μέχρι τον χρόνο που τέλεσε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και να αποδεικνύονται κατά την ακροαματική διαδικασία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικής και έντιμης συμπεριφοράς στους αντίστοιχους τομείς βιοτικής δράσεως, σε βαθμό που εύλογα να μην αναμένεται εκτροπή αυτού σε πράξεις ποινικής παραβατικότητας. Η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου και γενικά η μη εμπλοκή σε παραβατική δραστηριότητα συνεκτιμάται με τα λοιπά στοιχεία, αλλά δεν αρκεί για την αναγνώριση της σχετικής ελαφρυντικής περιστάσεως. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. [ΑΠ 909 /2016]. Στην προκείμενη περίπτωση από την ανάγνωση του ποινικού μητρώου του κατηγορουμένου, αλλά και από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την τέλεση της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, έζησε έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο, ενώ δεν τιμωρήθηκε μέχρι τότε αμετακλήτως για άλλη αξιόποινη πράξη. Επομένως πρέπει να αναγνωρισθεί στο πρόσωπο του, η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρ. 84 παρ. 2α' του Π.Κ)." Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο με το ελαφρυντικό του 84 παρ. 2 α ΠΚ για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ του ότι: Στην Αθήνα, στις 13.12.2012, εκ προθέσεως τέλεσε τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: Α. Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της Αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο και με τον προαναφερόμενο υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημ/κών Αθηνών την από 12.12.2012 έγκληση κατά του εγκαλούντος, Π. Κ., τον οποίο καταμήνυσε εν γνώσει ψευδώς ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του ν.2472/97 (περί προσωπικών δεδομένων) και η οποία έχει επί λέξει ως εξής: Ό εγκαλούμενος Π. Κ., κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.2472/97, δ. τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων που με αφορούσαν, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί εμπιστευτικά και κυρίως την προστασία των από την απαγορευμένη διάδοση σε τρίτους...", " Ο εγκαλούμενος... "κατέστησε προσιτό το Δ.Α.Α.Υ. του έτους 2008, σε τρίτο αναρμόδιο για τη συμπλήρωση του πεδίου "Β κριτής - Παρατηρήσεις επί της αναλυτικής αξιολογήσεως του κρινομένου και τεκμηρίωση εκτίμησης επί των προοπτικών ανάπτυξης του κρινομένου", δηλαδή με έκρινε δι' αντιπροσώπου, ενώ αυτός είχε αποκλειστική και μόνο αρμοδιότητα πρόσβασης στο εν λόγω πεδίο, ως μέλος της συλλογικής αξιολόγησής μου. Τη σκιαγράφηση που ο αναρμόδιος τρίτος συνέταξε για μένα, ο μηνυόμενος υπέγραψε", "καταστρατηγών και απαξιώνων τη διάταξη του ΣΑΑΠ, επέτρεψε, ανέχθηκε ή κατ' εντολήν του τρίτος και άγνωστος σ' εμένα και σαφώς αναρμόδιος για οποιαδήποτε κρίση ή παρέμβαση στο συγκεκριμένο πεδίο πληροφορήθηκε άμεσα το περιεχόμενο αυτού και δη σε χρόνο, που εκτός από τα μέλη της συλλογικής αξιολόγησης, ουδείς άλλος είχε το δικαίωμα, τη δυνατότητα ή την αρμοδιότητα πρόσβασης σ' αυτό". Η αλήθεια όμως που γνώριζε είναι ότι το Δελτίο Αξιολογήσεως δεν γνωστοποιήθηκε σε κανένα τρίτο πρόσωπο, εκτός των εντεταλμένων υπαλλήλων της Τράπεζας, οι οποίοι δεν θεωρούνται "τρίτοι", υπό την έννοια του ν.2472/77 και συνεπώς δεν υφίσταται παραβίαση της οικείας νομοθεσίας για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σκοπός του δε ήταν να προκαλέσει την καταδίωξη του ανωτέρω για την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του ν.2472/97.
Β. Ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων ψευδή γεγονότα για κάποιον άλλον, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, αν και γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημ/κών Αθηνών την από 12.12.2012 έγκληση κατά του εγκαλούντος, Π. Κ., του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση ο αρμόδιος Εισαγγελέας και οι αρμόδιοι γραμματείς της Εισαγγελίας, στην οποία ισχυρίσθηκε τα υπό στοιχείο Α' διαλαμβανόμενα ψευδή περιστατικά, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε είναι ότι το Δελτίο Αξιολογήσεως δεν γνωστοποιήθηκε σε κανένα τρίτο πρόσωπο, εκτός των εντεταλμένων υπαλλήλων της Τράπεζας, οι οποίοι δεν θεωρούνται "τρίτοι", υπό την έννοια του ν.2472/77 και συνεπώς δεν υφίσταται παραβίαση της οικείας νομοθεσίας για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα ανωτέρω γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος." Με αυτά που δέχθηκε το κατ' έφεση δικάσαν δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του όσον αφορά στην αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος (ψευδούς καταμήνυσης) για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 229 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπείς, ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις και ειδικότερα: α) αναφέρεται ότι ο αναιρεσείων υπέβαλε αρμοδίως, ήτοι ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 12.12.2012 έγκλησή του, σε βάρος του εγκαλούντος, Π. Κ., καταγγέλλοντας εν γνώσει του ψευδώς ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του ν.2472/1997 (περί προσωπικών δεδομένων) με σκοπό να προκαλέσει την ποινική του δίωξη, β) προσδιορίζεται με τη δέουσα αιτιολογική επάρκεια η δόλια προαίρεση του αναιρεσείοντος και δη η γνώση αυτού για την αναλήθεια των καταμηνυομένων, θεμελιούμενη, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σε προσωπική και άμεση αντίληψη του ιδίου, αφού αφενός γνώριζε ότι ο συγκεκριμένος τρόπος αξιολογήσεως ήταν ο ίδιος και για τα προηγούμενα έτη και αφετέρου εκ της υποβληθείσας από τον ίδιο μηνύσεως που αφορούσε την αξιολόγηση του έτους 2006, η οποία απορρίφθηκε με την με αριθμό ΕΓ 63-2012/252/19Δ/12 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικυρώθηκε με την με αριθμό 403/2012 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, γνώριζε ότι το Δελτίο Αξιολόγησης του προσώπου του δεν γνωστοποιήθηκε σε κανένα τρίτο πρόσωπο, εκτός της προειρημένης εντεταλμένης υπαλλήλου, η οποία δεν θεωρείται τρίτο πρόσωπο και γ) παρατίθενται στο προοίμιο του σκεπτικού τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων, ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου, καθώς και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση για την τέλεση από τον αναιρεσείοντα του ως άνω εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης. Η δε καταδίκη του για την πράξη αυτή στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της απόφασης και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της και μάλιστα και κατ' είδος στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία και όχι σε μερικά εξ αυτών κατ' επιλογή, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Ειδικότερα δε όσον αφορά στο με αριθμ.127/12.12.2008 υπηρεσιακό σημείωμα της ..., άλλα και στην απόφαση 42/2002 της ολομέλειας του ΑΠ, το δικαστήριο της ουσίας δεν αρκέστηκε σε τυπική αναφορά τους, αλλά προέβη σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου των ως άνω εγγράφων με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, αναφέροντας στο σκεπτικό της απόφασης ως προς το πρώτο ότι η υπάλληλος Μ. Ζ. δυνάμει του αριθμ.127/12.12.2008 υπηρεσιακού σημειώματος της ... είχε εξουσιοδοτηθεί να καταχωρεί και επεξεργάζεται τα δελτία αξιολόγησης των υπαλλήλων της ως άνω Τράπεζας και ως εκ τούτου δεν ήταν αναρμόδιο πρόσωπο και ως προς το δεύτερο ότι ο Κανονισμός Εργασίας της ως άνω Τράπεζας έχει ισχύ νόμου, ως απεφάνθη η με αριθμό 42/2002 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Τέλος, όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι το κατ' έφεση Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη με αριθμό 1338/2018 αθωωτική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών και ότι παρέλειψε να αιτιολογήσει την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του περί υπάρξεως δεδικασμένου, θα πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων κατά την υποβολή εγγράφως ενώπιον του Εφετείου Αθηνών των ενστάσεων και ισχυρισμών του επικαλέστηκε την με αριθμό 1338/2018 αθωωτική απόφαση (Βλέπ. σελ. 8η των πρακτικών), χωρίς όμως να ισχυρίζεται ορισμένως τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων των άρθρων 57 επ. Κ.Ποιν.Δ., αφού αφενός αυτή αφορούσε Δελτίο Δ.Α.Α.Υ. του έτους 2006 (δηλαδή άλλη πράξη), και αφετέρου δεν έχει καταστεί η εν λόγω απόφαση αμετάκλητη. Κατά συνέπια επρόκειτο περί ενός απλού υπερασπιστικού ισχυρισμού, για τον οποίο το Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει. Άλλωστε ούτε και στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, το παράπονο αυτό του αναιρεσείοντος λαμβάνει την μορφή του αυτοτελούς λόγου αναίρεσης, υπό την διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' Κ.Ποιν.Δ. (παραβίαση δεδικασμένου), αλλά εμφανίζεται ως πλημμέλεια, υπό την μορφή ότι "δεν λήφθηκε υπόψη προηγούμενη αθωωτική απόφαση για αντίστοιχα αδικήματα", γεγονός που ουδόλως επιβεβαιώθηκε από τις παραδοχές της προσβαλλομένης, η οποία, ως προελέχθη, κατέληξε στην καταδικαστική της κρίση λαμβάνοντας υπόψη άπαντα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, χωρίς να είναι απαραίτητο για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αναφέρεται από ποιά αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται ότι η εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού οδηγεί σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι έγινε εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού είναι απαράδεκτες, διότι με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης που συνίσταται στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη προηγούμενη αθωωτική απόφαση για αντίστοιχα αδικήματα, το υπ' αριθμ. 127/12.12.2008 υπηρεσιακό σημείωμα της ..., καθώς και η απόφαση 42/2002 της ολομέλειας του ΑΠ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου αφετέρου να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορος, ως αντιτιθέμενος στην ηθική και στην ευπρέπεια, να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις ("τρίτος" και "δυνατότητα βλάβης της τιμής και της υπόληψης") μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του παθόντος να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τους τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές, εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο την δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντός τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μία έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή ή την υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν την ποινική ή πολιτική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία της καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα και ο δικαστικός επιμελητής ο οποίος ως άμισθος δημόσιος λειτουργός είναι αρμόδιος για την επίδοση δικογράφων και εξωδίκων εγγράφων στην πολιτική δίκη, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικό χειρισμό της υπόθεσης.
Στην προκείμενη περίπτωση από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - νυν αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι: Την 12.12.2012 υπέβαλε έγκληση ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία εν γνώσει του ανέφερε ότι ο νυν εγκαλών, Π. Κ., τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του ν.2472/97 (περί προσωπικών δεδομένων) και συγκεκριμένα "...κατέστησε προσιτό το Δ.Α.Α.Υ. (του νυν αναιρεσείοντος) του έτους 2008, σε τρίτο αναρμόδιο για τη συμπλήρωση του πεδίου "Β κριτής - Παρατηρήσεις επί της αναλυτικής αξιολογήσεως του κρινομένου και τεκμηρίωση εκτίμησης επί των προοπτικών ανάπτυξης του κρινομένου", δηλαδή τον έκρινε δι' αντιπροσώπου, ενώ αυτός είχε αποκλειστική και μόνο αρμοδιότητα πρόσβασης στο εν λόγω πεδίο, ως μέλος της συλλογικής αξιολόγησής του...", τα αναφερόμενα δε σ' αυτή (έγκληση) ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος την παρέλαβε, του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος στη συνέχεια επεξεργάστηκε τη μήνυση αυτή, των δικαστικών υπαλλήλων - αρμοδίων γραμματέων της Εισαγγελίας που την παρέλαβαν, και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
Με αυτά όμως που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον ο Εισαγγελέας και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των καταγγελλομένων σ' αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς τα ανωτέρω πρόσωπα να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. Έτσι τα δικαστικά αυτά πρόσωπα χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από to άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον σχετικό δεύτερο λόγο αναίρεσης.
Συνακόλουθα πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης, αφού δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς ως προς τον αναιρεσείοντα το ως άνω έγκλημα, να κηρυχθεί αθώος του ως άνω εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., απορριπτομένης κατά τα λοιπά της αίτησης αναίρεσης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθμ. 4505/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, μόνο ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούν την καταδίκη του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Ν. Α. του Α., κάτοικο ... (...), αθώο της συκοφαντικής δυσφήμησης και ειδικότερα του ότι: "Ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων ψευδή γεγονότα για κάποιον άλλον, δυνάμενα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη αυτού, αν και γνώριζε ότι αυτά είναι ψευδή. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημ/κών Αθηνών την από 12.12.2012 έγκληση κατά του εγκαλούντος, Π. Κ., του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση ο αρμόδιος Εισαγγελέας και οι αρμόδιοι γραμματείς της Εισαγγελίας, στην οποία ισχυρίσθηκε τα υπό στοιχείο Α' διαλαμβανόμενα ψευδή περιστατικά, ενώ η αλήθεια, την οποία γνώριζε είναι ότι το Δελτίο Αξιολογήσεως δεν γνωστοποιήθηκε σε κανένα τρίτο πρόσωπο, εκτός των εντεταλμένων υπαλλήλων της Τράπεζας, οι οποίοι δεν θεωρούνται "τρίτοι", υπό την έννοια του ν.2472/77 και συνεπώς δεν υφίσταται παραβίαση της οικείας νομοθεσίας για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα ανωτέρω γεγονότα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος."
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την υπ' αριθμ. 1422/1.2.2019 αίτηση του Ν. Α. του Α., προς την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4505/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 16 Μαΐου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Μαΐου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή