Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό. Απάτη κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια - πρα-γματικά περιστατικά αναγόμενα στο παρελθόν - έννοια όρων. Λόγοι αιτήσεως, απόλυτη ακυρότητα, γιατί παραβιάσθηκαν υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγο-ρούμενης διότι λήφθηκαν υπόψη μαρτυρικές εξετάσεις της στο ΣΔΟΕ. Έλλειψη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1458/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή και Παναγιώτη Ρουμπή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1396/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Χ2 και 2.Χ3.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενή ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1326/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 34/22.1.10, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι)Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32§§1+4, 138§2β, 485§1 K.Π.Δ. την υπ' αρ. 165/11-9-2009 αίτηση αναιρέσεως (που ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως Τμήματος Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) της Χ1 κατοίκου ... κατά του υπ' αρ. 1396/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα :
ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 2953/2006 βούλευμά του παρέπεμψε την κατηγορουμένη (καθώς και τους Χ2, Χ3, Χ4, Χ5, Χ6) στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,5 ευρώ κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια.
Κατά του ανωτέρω βουλεύματος ασκήθηκαν εφέσεις από την κατηγορουμένη Χ1 και τους Χ5, Χ6, Χ4 οι οποίες απερρίφθησαν με το υπ' αρ. 1858/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ασκηθείσης κατ' αυτού αναιρέσεως με το υπ' αρ. 2521/2008 βούλευμα Αρείου Πάγου έγινε δεκτή η αναίρεση της Χ1 και απερρίφθησαν οι αναιρέσεις των λοιπών. Ακολούθως Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το (νυν προσβαλλόμενο) υπ' αρ. 1396/2009 βούλευμά του (με αντίθετη - απαλλακτική εισαγγελική πρόταση) απέρριψε την υπ' αρ. 480/2006 έφεση της Χ1 κατά του πρωτοδίκου υπ' αρ. 2953/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το ως άνω 1396/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επεδόθη στην αντίκλητο δικηγόρο την 1-9-2009 και στην κατηγορουμένη την 16-9-2009 (δείτε αποδεικτικά επιμ. Δικ/ρίων Εισαγγ. Εφ. Αθηνών..., αντιστοίχως). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη αφού ασκήθηκε από την κατηγορουμένη την 11-9-2009 (αρ.473§1, 474§1 Κ.Π.Δ.) και νομότυπη διότι στρέφεται κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (αρ. 482§1α Κ.Π.Δ.) και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως (αρ. 474§2 Κ.Π.Δ.). Οι προσβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως είναι : Α) Απόλυτη ακυρότητα αρ. 171§1 - 484§1 α Κ.Π.Δ. και δη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, την άσκηση δικαιωμάτων του, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα συνεχίζει να αξιοποιεί αποδεικτικά εις βάρος της τις πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ που περιελάμβαναν αυτολεξεί και αξιοποιούσαν αποδεικτικά πέντε ένορκες μαρτυρικές εξετάσεις της που δόθηκαν ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ κατά την διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, πριν της αποδοθεί οιαδήποτε κατηγορία. Με το νυν προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπήρξε συμμόρφωση προς το υπ' αρ. 2521/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Α.Π., αφού το Συμβούλιο Εφετών χρησιμοποιεί σχεδόν αυτολεξεί την ίδια αιτιολογία το ίδιο σκεπτικό και την ίδια γραμματική και λεκτική διατύπωση με το αναιρεθέν βούλευμα του ιδίου δικαστηρίου, μη μπαίνοντας στον κόπο να κρίνει την υπόθεση σύμφωνα με τις παραδοχές του υπ' αρ. 2521/2009 βουλεύματος της Α.Π. Ενώ αναφέρει ότι δεν λαμβάνει υπ' όψη τις πορισματικές εκθέσεις του ΣΔΟΕ και τις επιλήψιμες ένορκες εξετάσεις της, στην πραγματικότητα τις αξιοποιεί αποδεικτικά και τις λαμβάνει υπόψη του διότι χρησιμοποιεί τις ίδιες σκέψεις και αιτιολογίες με το αναιρεθέν υπ' αρ. 1858/07 βούλευμα του ίδιου δικαστηρίου, χωρίς να υφίσταται λεκτικά και νοητικά. Επίσης δεν αναφέρει διόλου ποια η τύχη των πορισματικών αναφορών και των επιλήψιμων ενόρκων καταθέσεών της που υπάρχουν στην σχηματισθείσα ποινική δικογραφία. Β) Έλλειψη ειδικής αιτιολογίας : Αναιτιολόγητα δέχεται ότι γνώριζε την παράνομη δραστηριότητα της εργοδότριας εταιρείας HEDLEY, αναιτιολόγητα δέχεται το υποκειμενικό στοιχείο και συγκεκριμένα της γνώσης της περί ουσιαστικής ανυπαρξίας του αμοιβαίου GOLDSMITH FUND και των παρανόμων δραστηριοτήτων των εργοδοτών της Χ6. και Χ5. Το προσβαλλόμενο αξιοποιεί αποδεικτικά τα επιλήψιμα πορίσματα αποδεικνύεται από το ότι αναφέρει ως ενδείξεις ενοχής της κάποια πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν προκύπτουν από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας εκτός από τα ανωτέρω επιλήψιμα πορίσματα τα οποία περιλαμβάνουν σχετική αναφορά. Δεν γίνεται εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου. Δεν αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν με αντίστοιχη εκτίμηση του καθενός από αυτά ξεχωριστά και με την αξιολογική συσχέτισή τους με τα υπόλοιπα. Δεν ελήφθη υπόψη η απολογία και το απολογητικό της υπόμνημα.
ΙΙΙ) α) Κατά το άρθρο 105 ΚΠΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 κι εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31. Στο τελευταίο αυτό εδάφιο που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) ορίζεται ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 Κ.Π.Δ. με τον παραπάνω Ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως ή της αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξετάσεως, η οποία μετά την ισχύ του Ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέταση του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαιρέτων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί, ως δράστης η σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη Εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται το τέχνασμα της "μαρτυροποίησης" και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου, είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της παραπάνω διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 β1 του Κ.Π.Δ. ναι μεν δεν απαγγέλλει ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξέτασης, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστης της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 Κ.Π.Δ. δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ' και 481 παρ. 1 περιπτ. β' Κ.Π.Δ., διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμα του από το άρθρο 223 παρ. 4 Κ.Π.Δ. να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεση του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ. ΑΠ 1/2004 και 2/1999, Α.Π. 2521/2008). Β) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. (ΑΠ 1303/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ/496, ΑΠ 1425/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΓ/510). IV) Η διάταξη του άρθρου 386 §1 Π.Κ. ορίζει ότι. "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δεν την §3α ιδίου άρθρου αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 Ευρώ). Από την διάταξη της παραγράφου 1 προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), n οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις του δράστη (Α.Π. 430/2000 Ποιν. Δικ/σύνη 7/2000 σελ. 790, Α.Π. 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ/232, Α.Π. 1034/2000 Π.Χρ. ΝΑ/253). Η βλάβη αποτελεί προϋπόθεση τελέσεως της απάτης (Α.Π. 1924/97 Π.Χρ. ΜΜ/648), ως τέτοια νοείται η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση προς ανόρθωση της βλάβης (Α.Π 79/2001 Π.Χρ. ΝΑ/891). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (Α.Π. σε Συμβ. 5/2001 Π.Χρ. ΝΑ/591 Α.Π. 2228/2007 Π.Χρ. ΝΗ/809). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ουσιαστικά περιστατικά της πράξης και θέλει να τα παραγάγει. Πρέπει ο δόλος να περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προαναφέρθηκαν, αλλά και την μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διατάξεως "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παραστάσεως αποκρύψεως ή παρασιωπήσεως, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (ΑΠ. 172/2002 Ποιν. Δικ/σύνη 2002/844 που αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο, ενώ αντιθέτως ... Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 386, αρ. 26 δέχονται ενδεχόμενο δόλο ως προς όλα τα στοιχεία). Από την διάταξη του αρ. 13 στοιχ. στ' Π.Κ. προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορά, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένη τελέσεως προκύπτει ο άνω σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 480/98 Π.Χρ. ΜΜ/1093, Α.Π. 372/99 Π.Χρ. Ν/26, Α.Π. 1307/2002 Π.Χρ. ΝΓ/497). Δεν είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει διαπράξει περισσότερες πράξεις (Α.Π. 1166/91 Π.Χρ. ΜΒ/130, Α.Π. 1375/89 Π.Χρ. Μ/649), δεν πρέπει όμως να ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με βάση σχέδιο. V) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα στο συνδυασμό της έγκλησης της ανωμοτί κατάθεσης της εγκαλούσας (πολιτικής ενάγουσας) των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, τα έγραφα μεταξύ των οποίων οι πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ με ημερομηνίες 27-4-2004, 27-5-2004 και του 15-12-2004, με την επισήμανση ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο όσον αφορούσε την κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στην εκκαλέσασα Χ1 οι ένορκες καταθέσεις της ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που δόθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και να περιέχονται στην πορισματική αναφορά με ημερομηνία 27-4-2004 καθώς και οι από 8-5-2003 και 21-10-2003 ένορκες καταθέσεις της που επισυνάπτονται στην δικογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο, τα υπομνήματα όλων των αντιδίκων πλευρών, της απολογίας του κατηγορουμένου Χ4 και των εγγράφων εξηγήσεων του κατηγορουμένου Χ2, προέκυψαν (όπως αυτά έγιναν δεκτά με το 2953/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το μέρος που κατέστη αμετάκλητο ως προς τους Χ5, Χ6, Χ4, Χ2) τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ6 το έτος 1991, ήρθε στην Ελλάδα, διωκόμενος από τις αρχές των Η.Π.Α., για απάτες και άλλες (κακουργηματικές) πράξεις και με την συμμετοχή του αδελφού του, επίσης κατηγορουμένου Χ5, κατάφερε να συγκροτήσει μία ομάδα εμπείρων, περί τα χρηματοοικονομικά, ατόμων, μέσω δε διαφόρων εταιρειών και οι δύο σχεδίασαν έντεχνα δραστηριότητες τις οποίες και υλοποίησαν, με πυρήνα την ίδρυση και λειτουργία της "παρατράπεζας", "HEDLEY FINANCE LTD" και των δορυφόρων εταιρειών της, εμπλέκοντας στον ιστό τους, μεγάλο αριθμό ανυποψίαστων επενδυτών - πελατών, τους οποίους με μεθόδους και τέλειους μηχανισμούς εξαπάτησαν, διαθέτοντας ως αμοιβαίο κεφάλαιο το "GOLDSMITH INVESTMENT FUND", με τις εγγυημένες αποδόσεις, όπως διαβεβαίωναν. Από το έτος 1997 και έκτοτε, επεκτείνοντας μεθοδικά τους στόχους των, συνεργάζονται άμεσα με τους κατηγορουμένους Χ2, Χ4 και το φυγόδικο Χ3 (εκτός των άλλων ατόμων) και επιτυγχάνουν να εξαπατήσουν ανυποψίαστους πελάτες, σε μεγάλο αριθμό, οι οποίοι δελεάζοντο από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις, τις υψηλές και εγγυημένες (δήθεν) αποδόσεις των χρημάτων τους, την πληθώρα εντύπων και ενημερωτικών φυλλαδίων, την δήθεν συνεργασία με φερέγγυα και αξιόπιστα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα ψευδή ενημερωτικά δελτία κίνησης, τα οποία αποστέλλονταν στους πελάτες-επενδυτές. Για την πραγματοποίηση των σχεδίων τους έθεσαν σε λειτουργία ανύπαρκτα χρηματοοικονομικά προϊόντα (GOLDSMITH και GLOBELEX), τα οποία με τη βοήθεια κυρίως της O.V.B. HELLAS, που λειτουργούσε ως "τροφοδότης" και "πυρήνας", καθώς και άλλων συνεργατών, τα προώθησαν κυρίως στην Ελληνική αγορά, και έτσι αποκόμισαν τεράστια ποσά, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς το ύψος αυτών. Στη συνέχεια, αφού οι κατηγορούμενοι αυτοί (Χ6. και Χ5), δημιούργησαν δεκάδες εταιρείες υπεράκτιες και μη, με κύρια και κεντρική επιχείρηση την εταιρεία "HEDLEY FINANCE LTD", άνοιξαν δεκάδες λογαριασμούς, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα δαιδαλώδες εντυπωσιακό δίκτυο, μέσω του οποίου, τα χρήματα των επενδυτών, μετά από περιπλανήσεις από τράπεζα σε τράπεζα, κατέληξαν στους προσωπικούς λογαριασμούς των εν λόγω κατηγορουμένων και των συνεργατών, οι οποίοι τα ενθυλάκωναν για ίδιο όφελος. Εγκαθιστούν και λειτουργούν τα γραφεία των εταιρειών σε πολυτελή κτίρια, διαθέτουν ακριβό και σύγχρονο εξοπλισμό, χρησιμοποιούν πολυδάπανη και ισχυρή διαφήμιση και όλα αυτά ως "προκάλυμμα", με το σκοπό να μπορούν να διαλύουν τις όποιες ενδεχόμενες υπόνοιες εγείροντο από τυχόν δύσκολους πελάτες. Η εταιρεία "HEDLEY FINANCE LTD", είχε τα γραφεία της στη ..., εδήλωνε δε έδρα της και δραστηριότητα στις ..., από τους πλέον φορολογικούς παραδείσους και αντιπροσώπευε τα αμοιβαίο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Αυτή λειτουργούσε χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις του Α.Ν.86/67, παραβιάζοντας και τη σχετική άδεια που είχε λάβει από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (πρωτ. ΙΕ/53145/2345/11384/21-3-1997), δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία μπορούσε να ασχολείται αποκλειστικά με τον συντονισμό, την εποπτεία, τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την προώθηση των εκτός Ελλάδος δραστηριοτήτων της εταιρείας και απαγορευόταν ρητά να πραγματοποιεί εμπορική δραστηριότητα στον Ελλαδικό χώρο. Για την πραγματοποίηση του σχεδίου των, κατασκεύασαν και προώθησαν με δίκτυο πωλητών (OFFSHORE εταιριών), ένα χρηματοοικονομικό προϊόν, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, με την ονομασία GOLDSMITH FUND, από την αντίστοιχη OFFSHORE εταιρεία GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, τα γραφεία της οποίας ήσαν στην ίδια ως άνω οδό στη .... Για την προώθηση και διάθεση του ανύπαρκτου αυτού προϊόντος, χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες υπαλλήλων και συνεργατών, μεταξύ των οποίων και οι συγκατηγορούμένοι, Χ4 και Χ1 (νυν εκκαλούσα), εξ αυτών δε των συνεργατών, άλλοι μεν εν γνώσει των συμμετείχαν στην απάτη και στην ενθυλάκωση του χρήματος και άλλοι δε εν αγνοία τους εκτελούσαν εντολές των Χ6 και Χ5, αποτελούντες έτσι την ανθρώπινη υποδομή, για την επίτευξη των στόχων τους. Έτσι, βασικό στέλεχος της εταιρείας "HEDLEY FINANCE LIMITED", ήταν και ο κατηγορούμενος Χ4, ο οποίος είχε αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διάθεση του ανωτέρω προϊόντος, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ανύπαρκτο, και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Επίσης ο εν λόγω εμφανιζόταν ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "TALADIAN ΑΕΛΔΕ", συμφερόντων των αδελφών Χ5 και Χ6, με σκοπό ίδρυσης να "παίξουν" με το χρηματιστήριο, ιδιαίτερα δε ο Χ4 συμμετείχε ενεργά και εν γνώσει του στις παράνομες δραστηριότητες των Χ5 και Χ6, έχοντας μάλιστα αναλάβει και το μεγαλύτερο μέρος της διάθεσης των μετοχών της "NATIONAL ENERGY HOLDIN GS UK LIMITED", περιφερόμενος σε όλη την Ελλάδα, όπου προσέλκυε πελάτες για αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας και γνωρίζοντας εκ των προτέρων για την τύχη των επενδύσεων αυτών .... Προκειμένου να επιτύχουν οι κατηγορούμενοι Χ6. και Χ5, μεγαλύτερη αύξηση και προσέλκυση πελατών, συνεργάσθηκαν με το παράρτημα της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας "O.V.B", στην Ελλάδα, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το δίκτυο των ασφαλιστών της, για την προώθηση του αμοιβαίου κεφαλαίου. Νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της "O.V.B." ήτο ο Χ2, μέσω του οποίου διοχετεύθηκε ο μεγαλύτερος όγκος των χρημάτων προς τα κεντρικά πρόσωπα της παρατράπεζας, από την διάθεση των χρηματοοικονομικών προϊόντων (GOLDSMITH και GLOBELEX), είχε δε ως αντικείμενο τη διαμεσολάβηση για τραπεζικά, ασφαλιστικά και επενδυτικά προϊόντα. Για την προώθηση του ανύπαρκτου αυτού προϊόντος χρησιμοποίησαν πολυδάπανη διαφήμιση, πληθώρα εντύπων, ορισμένα εκ των οποίων έφεραν το διακριτικό OVB και ενημερωτικά φυλλάδια, που εμφάνιζαν το ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο, ότι αποτελούσε μοναδική ευκαιρία επένδυσης, με ελάχιστο επενδυτικό ρίσκο, ότι ή ως άνω εταιρεία HEDLEY είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια και διεθνές κύρος και συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, ότι τόσο αυτή, όσο και η OVB είχαν νόμιμη άδεια για τη διάθεση του ανωτέρω αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, ότι η αποδοτικότητα και η ασφάλεια του επενδυτικού αυτού προϊόντος ήταν αναμφισβήτητες, διότι εκτός από το εγγυημένο ετήσιο, ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο, τουλάχιστον 10%, το εν λόγω πρόγραμμα παρείχε και ασφάλιση, τόσο του επενδυμένου κεφαλαίου, όσο και των τόκων αυτού από την ασφαλιστική εταιρεία LLOYDS του ... και ότι θεματοφύλακας του ως άνω προϊόντος ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας ROYAL BANK OF SCOTLAND. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις ήσαν το περιεχόμενο και των συναντήσεων που οργάνωναν με τους υποψήφιους επενδυτές στα πολυτελή γραφεία της εταιρείας, καθώς και σε διάφορα πολυτελή ξενοδοχεία των Αθηνών, όπου, επεδείκνυαν το ικανότατο στελεχιακό δυναμικό των επιχειρήσεων τους, διαβεβαιώνοντας για την υψηλή αποδοτικότητα του χρηματοοικονομικού προϊόντος και το εξασφαλισμένο του κεφαλαίου της επένδυσης. Έτσι, πείσθηκαν εκατοντάδες επενδυτές, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα Ψ, η οποία ενημερώθηκε για το ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα από τον ασφαλιστή εργαζόμενο στην OVB, Ε, με τον οποίο, τον Ιούλιο του 2001, μετέβη στα γραφεία της "HEDLEY", όπου ήλθε σε επαφή με την Χ1, η οποία την διαβεβαίωσε για την αποδοτικότητα και την ασφάλεια του ως άνω επενδυτικού προγράμματος, με αποτέλεσμα να πεισθεί η εγκαλούσα και να προβεί, την 27η-7-2001, σε προθεσμιακή για ένα έτος επένδυση κεφαλαίου ύψους 52.631,58 USD στο ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο GOLDSMITH, με εγγυημένο επιτόκιο 8%. Έτσι η εγκαλούσα παρέδωσε στην εν λόγω κατηγορουμένη, παρουσία και του κατηγορουμένου Χ4, τρεις επιταγές νομίμως οπισθογραφημένες, τις υπ' αριθμ.: ... της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 3.000.000 δρχ. η κάθε μία, και την υπ' αριθμ. ... της Τράπεζας Κύπρου, ποσού 14.000.000 δρχ. Μετά ταύτα, η ίδια κατηγορουμένη παρέδωσε στην εγκαλούσα μερίδια μετοχών, που αντιστοιχούσαν στο ποσό της επένδυσης της. Μέχρι και τον Απρίλιο 2002 η εγκαλούσα ελάμβανε τακτικές ενημερωτικές επιστολές, στις οποίες αναγραφόταν το ύψος της επένδυσης και οι υποσχεθείσες αποδόσεις του κεφαλαίου, μάλιστα εισέπραξε και τους συμφωνηθέντες τόκους μέχρι τον Ιούλιο 2002, με συνέπεια και λόγω του ότι η επένδυση της φαινόταν να αποδίδει ικανοποιητικά, να μη ζητήσει ρευστοποίηση του κεφαλαίου της, το οποίο την 27η-7-2002 επανεπενδύθηκε αυτόματα για ένα ακόμα έτος με επιτόκιο τουλάχιστον 7%, η δε κατηγορουμένη Χ1, την 17η-9-2002, της παρέδωσε τραπεζική επιταγή ποσού 1.800 ευρώ, προκαταβάλλοντας τους συμφωνηθέντες τόκους του πρώτου εξαμήνου της επανεπένδυσης της (Ιούλιος 2002-Ιανουάριος 2003), ενθαρρύνοντας και προτρέποντας αυτή να υπογράψει την αίτηση επανεπένδυσης. Ενώ η εγκαλούσα ανέμενε την αποστολή των σχετικών ενημερωτικών επιστολών, τον Ιανουάριο 2003 οι κατηγορούμενοι Χ6. και Χ5, έκλεισαν τα γραφεία της εταιρείας στη ... και εξαφανίσθηκαν, όπως και οι συνεργάτες-συμμέτοχοι Χ2 και Χ4, ιδιοποιούμενοι παράνομα τα χρήματα εκατοντάδων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και της νυν εγκαλούσας, τα οποία δεν έχουν αποδώσει μέχρι σήμερα. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του Σ.Δ.Ο.Ε., τα χρήματα που απέκτησαν από την διάθεση του φερομένου ως αμοιβαίου κεφαλαίου με την ονομασία GOLDSMITH, ανήλθαν στο ποσό 48.477.262,52 ευρώ, χωρίς και να αποκλείεται πολύ μεγαλύτερο ποσό, κατά τον συνημμένο αναλυτικό πίνακα στην από 15-12-2004 πορισματική αναφορά του εν λόγω σώματος δίωξης. Αρχές Φεβρουαρίου του 2003, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τα πρώτα στοιχεία της τεράστιας απάτης, την οποία εμπνεύσθηκαν, οργάνωσαν και υλοποίησαν οι κατηγορούμενοι Χ6. και Χ5, με καθοδηγητή και κορυφαίο στην ιεραρχία τον πρώτο,ενώ ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας οι Χ5, Χ4 και Χ2, μαζί βέβαια και με άλλους ήδη ποινικά εμπλεκόμενους. Στην πραγματικότητα οι OFFSHORE εταιρείες HEDLEY FINANCE LIMITED και GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, όπως και πλήθος παρόμοιων εταιρειών CANYON FINANEE, HAVERFORD, CARMEL, MATRIX, MATRIX ASSET, GLOBELEX, ROYALIS SHIP), ήσαν εταιρείες "μαϊμού", δημιουργήματα των παραπάνω τεσσάρων κατηγορουμένων, με πρωτεργάτη τον Χ6, μέσω αυτών δε των εταιρειών, ακολουθώντας μεθοδολογία εξειδικευμένη για την απόκρυψη και μετατροπή των πάσης φύσεως κεφαλαίων σε "νόμιμες" επενδύσεις, μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές και διαδικασίες, για να επιτύχουν την ολίσθηση των κεφαλαίων των θυμάτων, στα ειδικά των θυλάκια, κατόρθωσαν, να εξαπατήσουν εκτός από φυσικά πρόσωπα και εταιρείες, δήμους, φιλανθρωπικά ιδρύματα, εξαπλώνοντας το δίκτυο και σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, της εγκαλούσας Ψ, προέβαλαν απατηλά επενδυτικά προϊόντα, όπως το GOLDSMITH FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου της αντίστοιχης OFFSHORE! εταιρείας GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, το, οποίο ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρυσμα, διαβεβαίωσαν την εν λόγω παθούσα ότι η ως άνω εταιρεία είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια και διεθνές κύρος, και συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, ότι είχαν τις νόμιμες άδειες, όπως και η O.V.B. για τη διάθεση του αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, ότι η ασφάλεια του επενδυτικού αυτού προϊόντος ήτο αναμφισβήτητη και ότι θεματοφύλακας του εν λόγω προϊόντος, ήτο η Τράπεζα της Αγγλίας ROYAL BANK OF SCOTLAND ..... Τα έγγραφα που παραδόθηκαν στην μηνύτρια, ήσαν ψευδή και κατασκευασμένα από τους ως άνω κατηγορούμενους, οι δε τηλεφωνικές γραμμές δήθεν στο ..., που δίδονταν από την εταιρεία HEDLEY FINANCE στους επενδυτές, εκτρέπονταν στα γραφεία της εταιρείας στη ... και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των επενδυτών, εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρείας, μάλιστα στις αναγραφόμενες, στα έγγραφα, διευθύνσεις του ... επρόκειτο όχι για γραφεία, αλλά οικόπεδο, η εταιρεία "HEDLEY" δεν ήτο φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα, γι' αυτό και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τον Ιούλιο 2002, ενώ επιβλήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, (με την υπ' αριθμό 9/228/25-10-2001 απόφαση της), πρόστιμο 10.000.000 δρχ., στην εταιρεία O.V.B. ΕΛΛΑΣ, για την παράνομη διακίνηση του αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND". Περαιτέρω με το αμετάκλητο, ως προς τους ανωτέρω κατηγορουμένους, υπ' αριθμ. 2953/06 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών "Την πράξη αυτή ετέλεσαν εκείνοι από κοινού, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις, όπως προαναφέρθηκε, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία της παθούσης που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,5 ευρώ, ενήργησε δε ο καθένας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έχοντας ριζωμένη την ροπή προς τις απάτες, διαμορφωμένη δε υποδομή και ετοιμότητα διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων. Ιδιαίτερα προς τούτο, επισημαίνεται και αξιολογείται ο προεκτεθείς οργανωμένος, συστηματικός, επιτήδειος και αριστοτεχνικός τρόπος συγκρότησης του όλου μηχανισμού για την εξαπάτηση εκατοντάδων Ελλήνων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα, η καλοστημένη επιχείρηση της "παρατράπεζας", με δήθεν διεθνείς διασυνδέσεις, η προβολή διαφημιστικών φυλλαδίων, ο δελεασμός με πληθώρα εντύπων και ενημερωτικών φυλλαδίων, τα ψευδή ενημερωτικά δελτία κίνησης που αποστέλλοντο στους πελάτες-επενδυτές, η θέση σε λειτουργία ανύπαρκτων χρηματοοικονομικών προϊόντων, η δημιουργία δεκάδων υπεράκτιων εταιρειών, το άνοιγμα δεκάδων λογαριασμών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, με πυρήνα την "HEDLEY", η δημιουργία δαιδαλώδους εντυπωσιακού δικτύου, μέσω του οποίου τα κεφάλαια των επενδυτών, αφού χάνονταν, "ξεπλένονταν" και κατέληγαν στα θυλάκια των ως άνω κατηγορουμένων, η εκτροπή των τηλεφωνημάτων από Έλληνες επενδυτές στο εξωτερικό, στα τηλέφωνα, στα γραφεία της ..., τα πλαστά ασφαλιστήρια συμβόλαια των LLOYD'S του ..., η έκδοση του περιοδικού Foreign Policy από τον Χ6, η λειτουργία γραφείων σε πολυτελή κτίρια, που διέθεταν ακριβό και σύγχρονο εξοπλισμό, η πολυδάπανη και ισχυρή διαφήμιση, ως "προκάλυμμα" για την διάλυση υπονοιών στους δύσκολους υποψήφιους πελάτες, η οργάνωση σεμιναρίων σε πολυτελή ξενοδοχεία, η οργάνωση δικτύου υπαλλήλων-πωλητών, σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος. Αξιοσημείωτο εξ άλλου είναι και το γεγονός ότι προκειμένου να ανεύρουν χρήματα για να ικανοποιήσουν τους πελάτες του ανύπαρκτου αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, οι οποίοι είχαν αρχίσει να πιέζουν για ρευστοποίηση των επενδύσεων τους, προσπάθησαν να διαθέσουν στην αγορά με τον ίδιο τρόπο, άλλο ανύπαρκτο χρηματοοικονομικό προϊόν, με την ονομασία GLOBELEX, εξαπατώντας τους ανυποψίαστους επενδυτές, μάλιστα ο Χ6, την 13-1-2003 ίδρυσε άλλη μια εταιρεία την NATIONAL ENERGY SA, προκειμένου με την βοήθεια των υπόλοιπων κατηγορουμένων να υφαρπάξει τα χρήματα των ανυποψίαστων επενδυτών, με τον ίδιο τρόπο, που είχαν χρησιμοποιήσει με τα ανωτέρω ανύπαρκτα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Κατ' ακολουθία αυτών, συνάγεται η εμμονή και η ανεξάντλητη ροπή των στην προεκτεθείσα εγκληματική δράση, για πολλά έτη, αναμφίβολα κατ' επάγγελμα προς πορισμό σταθερού και διαρκούς εισοδήματος". Πέραν των ανωτέρω, όσον αφορά την κατηγορουμένη Χ1, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό, (χωρίς όπως παραπάνω επισημάνθηκε να λαμβάνονται υπόψη οι ένορκες καταθέσεις της ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που δόθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και περιέχονται στην πορισματική αναφορά με ημερομηνία 27-4-2004 καθώς και οι από 8-5-2003 και 21-10-2003 ένορκες καταθέσεις της που επισυνάπτονται στη δικογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο), προέκυψε η ενεργός συμμετοχή της στην προώθηση του ανύπαρκτου χρηματοοικονομικού προϊόντος τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου με την ονομασία "GOLDSMITH FUND", καθόσον με την ιδιότητα της ως προϊσταμένης υπαλλήλου στο λογιστήριο της εταιρίας "HEDLEY FINANCE LIMITED" στα γραφεία της στη ..., προμήθευε τους υποψήφιους επενδυτές με ενημερωτικά φυλλάδια, που εμφάνιζαν το ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο ότι αποτελούσε μοναδική ευκαιρία επένδυσης με ελάχιστο επενδυτικό ρίσκο, ότι η HEDLEY είναι οικονομικός κολοσσός στο εξωτερικό παγκοσμίου εμβέλειας και διεθνούς κύρους, ότι συνεργάζεται με εταιρίες διεθνούς κύρους, όπως η O.V.B. ..., ότι η αποδοτικότητα και η ασφάλεια αυτού του επενδυτικού προϊόντος ήταν απολύτως εξασφαλισμένη, ότι θεματοφύλακας του ως άνω προϊόντος ήταν η Τράπεζα Αγγλίας ROYAL BANK OF SCOTLAND, ενώ συστηματικά καθησύχαζε τους επενδυτές ως προς την καλή πορεία της επένδυσης, ακόμη και μετά την εμφάνιση των προβλημάτων που ανέκυψαν με τις ελληνικές Αρχές που οδήγησαν στην αποκάλυψη της απάτης σε βάρος μεγάλου αριθμού επενδυτών. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις ήταν το περιεχόμενο και των ενημερωτικών συναντήσεων που οργάνωναν οι κατηγορούμενοι (στις οποίες συμμετείχε και η εκκαλούσα Χ1) με τους υποψήφιους επενδυτές στα πολυτελέστατα γραφεία της εταιρίας καθώς και σε πολυτελέστατα ξενοδοχεία των ..., όπου διαβεβαίωναν τους υποψήφιους επενδυτές για την υψηλή αποδοτικότητα του προϊόντος αυτού και το εξασφαλισμένο του κεφαλαίου της επένδυσης. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση πείστηκε και η εγκαλούσα Ψ, η οποία ενημερώθηκε για το επενδυτικό πρόγραμμα από τον ασφαλιστή - συνεργαζόμενο με την OVB Ελλάδας Ε, με τον οποίο, τον Ιούλιο του 2001, μετέβη στα γραφεία της εταιρίας HEDLEY FINANCE LIMITED, όπου ήρθε σε επαφή με την κατηγορουμένη Χ1, η οποία την διαβεβαίωσε για την αποδοτικότητα και την ασφάλεια του ως άνω επενδυτικού προγράμματος, με αποτέλεσμα να πεισθεί η παθούσα και να προβεί στις 27-7-01 σε προθεσμιακή για ένα έτος επένδυση κεφαλαίου ύψους 52.631,58 USD στο ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο GOLDSMITH, με εγγυημένο επιτόκιο στην περίπτωση της 8%, η απόκλιση δε αυτή από το επιτόκιο 20% που παρουσιαζόταν ως η ελάχιστη εγγυημένη απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου δικαιολογήθηκε από την ίδια κατηγορουμένη ως απότοκος της κρίσης των χρηματαγορών τη χρονική εκείνη περίοδο. Έτσι η εγκαλούσα την ανωτέρω ημερομηνία παρέδωσε στην ως άνω κατηγορουμένη Χ1 παρουσία και του συγκατηγορουμένου της Χ4, τρεις επιταγές νομίμως οπισθογραφημένες, ήτοι τις υπ' αριθμ. ... επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 3.000.000 δρχ. έκαστη και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Κύπρου ποσού 14.000.000 δρχ. Στη συνέχεια η ίδια κατηγορουμένη παρέδωσε στην εγκαλούσα μερίδια μετοχών που αντιστοιχούσαν στο ποσό της επένδυσης της, ενώ λίγες ημέρες αργότερα η τελευταία έλαβε επιστολή επιβεβαίωσης της επένδυσης της από την εταιρία GOLDSMITH INVESTMENT, αρχικά δε έως και τον Απρίλιο του 2002 λάμβανε τακτικές ενημερωτικές επιστολές στις οποίες αναφερόταν το ύψος της επένδυσης και οι υποσχεθείσες αποδόσεις του κεφαλαίου, μάλιστα εισέπραξε και τους συμφωνηθέντες τόκους μέχρι τον Ιούλιο του 2002, με συνέπεια και λόγω του ότι η επένδυση της φαινόταν να αποδίδει ικανοποιητικά να μη ζητήσει ρευστοποίηση του κεφαλαίου της, το οποίο στις 27-7-02 επανεπενδύθηκε αυτόματα για ένα ακόμη έτος με επιτόκιο τουλάχιστον 7%, η δε κατηγορουμένη στις 17-9-02 της παρέδωσε τραπεζική επιταγή ποσού 1.800 €, προκαταβάλλοντας τους συμφωνηθέντες τόκους του πρώτου εξαμήνου της επανεπένδυσης της (Ιούλιος 2002-Ιανουάριος 2003), ενθαρρύνοντας και προτρέποντας την έτσι να υπογράψει την αίτηση επανεπένδυσης. Ενώ η εγκαλούσα ανέμενε την αποστολή των σχετικών ενημερωτικών επιστολών, τον Ιανουάριο του 2003 οι κατηγορούμενοι και η εκκαλούσα έκλεισαν τα γραφεία της εταιρίας στη ... και εξαφανίστηκαν, ιδιοποιούμενοι παράνομα τα χρήματα εκατοντάδων επενδυτών μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, τα οποία δεν έχουν αποδώσει μέχρι σήμερα, αρχές δε Φεβρουαρίου του 2003 ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τα πρώτα στοιχεία της τεράστιας απάτης που έστησαν οι αδελφοί Χ6 και Χ5 με τη βοήθεια των ανωτέρω συνεργατών και συγκατηγορουμένων τους, μεταξύ των οποίων η εκκαλούσα Χ1, δηλαδή, στην πραγματικότητα, όπως προεκτέθηκε, οι Offshore εταιρίες HEDLEY FINANCE LIMITED και GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, όπως και πλήθος παρόμοιων εταιριών, ήταν δημιουργήματα των κατηγορουμένων Χ5 και Χ6, οι οποίοι μέσω αυτών προέβησαν Η Εισηγήτρια στην εξαπάτηση των επενδυτών με την προβολή απατηλών επενδυτικών προϊόντων, όπως το GOLDSMITH FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, της αντίστοιχης Offshore εταιρίας GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, το οποίο ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρισμα, όλα τα ανωτέρω παραδοθέντα στην εγκαλούσα έγγραφα ήταν ψευδή και κατασκευασμένα από τους κατηγορούμενους, οι δε τηλεφωνικές γραμμές στο ..., που δίδονταν από την εταιρία HEDLEY FINANCE στους επενδυτές, εκτρέπονταν στα γραφεία της εταιρίας, στη ... και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των επενδυτών εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρίας, η οποία ασφαλώς δεν ήταν φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα γι' αυτό και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τον Ιούλιο του 2002, ενώ επιβλήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την υπ' αριθμ. 9/228/25-10-01 απόφαση της, πρόστιμο 10.000.000 δρχ. στην εταιρία OVB ΕΛΛΑΣ για την παράνομη διακίνηση του αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND. Η ενεργός συμμετοχή της εκκαλούσας μετά των λοιπών κατηγορουμένων στην παραπλάνηση της εγκαλούσας προκύπτει εκτός από την κατάθεση της τελευταίας και των εγγράφων που προσκόμισε, από τις ένορκες καταθέσεις του ..., αδελφού της εγκαλούσας, ο οποίος παραβρέθηκε σε δύο συναντήσεις της αδελφής του με την κατηγορουμένη στα γραφεία της HEDLEY και επιβεβαιώνει τα όσα η εγκαλούσα καταγγέλλει και του Ε, επενδυτικού πράκτορα της OVB Ελλάς, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της εγκαλούσας με την κατηγορουμένη κατά τη συγκεκριμένη επένδυση, αλλά κυρίως από τις πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ, στις οποίες (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ένορκες καταθέσεις της εκκαλούσας που περιέχονται σ' αυτές) γίνεται λεπτομερής ανάλυση του τρόπου δράσης και της εμπλοκής των κατηγορουμένων και της εκκαλούσας στη διωκόμενη αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το συνολικό όφελος των δραστών και η αντίστοιχη ζημία της παθούσας υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 14,673,5 ευρώ, την οποία μάλιστα οι κατηγορούμενοι (και η εκκαλούσα Χ1) τέλεσαν από κοινού ενεργούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έχοντας ριζωμένη τη ροπή προς τις απάτες, διαμορφωμένη δε ροπή και ετοιμότητα διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων, ήτοι με τον προεκτεθέντα οργανωμένο, συστηματικό, επιτήδειο και αριστοτεχνικό τρόπο σε βάρος εκατοντάδων Ελλήνων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα. Το δε γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι (και η εκκαλούσα Χ1) προκειμένου να ανεύρουν χρήματα για να ικανοποιήσουν τους πελάτες του ανύπαρκτου αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, οι οποίοι είχαν αρχίσει να πιέζουν για τη ρευστοποίηση των επενδύσεων τους προσπάθησαν να διαθέσουν στην αγορά με τον ίδιο τρόπο άλλο ανύπαρκτο χρηματοοικονομικό προϊόν με την ονομασία GLOBELEX εξαπατώντας τους ανυποψίαστους επενδυτές, μαρτυρεί εμμονή και έντονη ροπή αυτών στην παραπάνω εγκληματική δράση αναμφίβολα κατ' επάγγελμα προς πορισμό εισοδήματος. Οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας ότι ήταν μία απλή υπάλληλος της HEDLEY, η οποία γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει τις έκνομες δραστηριότητες των συγκατηγορουμένων της και δεν συμμετείχε εν γνώσει της σ' αυτές, ούτε είχε ίδιο όφελος, αφού η μόνη της απολαβή ήταν αυτή του μισθού της ύψους 120.000 δραχμών (352,16 6) ο δε ρόλος της ήταν διεκπεραιωτικός των επενδυτικών προγραμμάτων, δεν ευσταθούν, αφού πέραν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με την ενεργό και καθοριστική συμβολή της στην προώθηση του ανύπαρκτου ως άνω αμοιβαίου κεφαλαίου και την σχέση της με τη HEDLEY, συμμετείχε και σε άλλες ύποπτες επενδυτικές δραστηριότητες των αδελφών Χ5 και Χ6, δηλαδή ως μέτοχος και συνιδρύτρια στην εταιρία ΤΗΡΕΑΣ Α.Ε., με βασικό μέτοχο το Χ6, η οποία, κατά την από 27-4-2004 πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ, συγκαταλέγεται στις εταιρίες "ξεπλύματος των χρημάτων των εξαπατημένων επενδυτών", ενώ σε πολλές περιπτώσεις εκπροσωπούσε άλλες εταιρίες των αδελφών Χ5 και Χ6. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι πολλοί από τους εξαπατηθέντες εντάσσουν την κατηγορουμένη στους συνεργούς της "καλοστημένης" απάτης (βλ. αναφορά των καταθέσεων Β1 μέχρι και Β5 στην ανωτέρω πορισματική αναφορά), ενώ και ο συγκατηγορούμενός της Χ5 την αναφέρει ως "δεξί χέρι" του αδελφού του Χ6. Μάλιστα στην από 15-12-2004 πορισματική αναφορά δεν αποκλείεται η εν γνώσει συμμετοχή, ορισμένων υπαλλήλων στις παράνομες δραστηριότητες των Χ5 και Χ6 και των λοιπών συνεργατών τους. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η κατηγορουμένη είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης και στενής συνεργασίας με τους συγκατηγορούμενούς της και ιδιαίτερα με το Χ6, πρωτεργάτη και ιθύνοντα νου του όλου εγχειρήματος, ώστε να εδραιώνεται η άποψη ότι και γνώση και βούληση συμμετοχής στα τεκταινόμενα με τις εταιρίες Χ5 και Χ6 είχε και καθοριστική δράση σ' αυτές, οπότε σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος της υπάρχουν για την πράξη για την οποία' κατηγορείται. Επομένως και το εκκαλούμενο βούλευμα, που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα και παρέπεμψε την κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την από κοινού με τους λοιπούς παραπεμφθέντες κατηγορούμενους τέλεση της κακουργηματικής απάτης που της αποδόθηκε, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και κατ' ακολουθίαν η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις διατάξεις του που αναφέρονται στην κατηγορουμένη. VI) Ως προς την προβαλλόμενη ακυρότητα: Με τις ανωτέρω παραδοχές το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν πάσχει από ακυρότητα (αρ. 484§1α - 171§1δ Κ.Π.Δ.), δηλαδή, δεν παρεβίασε υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης, αφού κατ' επανάληψη κάνει αναφορά (φύλλο 25 σελ. α, φύλλο 31 σελ. α και φύλλο 33 σελ. β.) ότι για τον σχηματισμό της κρίσεώς του το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του τις ένορκες καταθέσεις που είχε δώσει η κατηγορουμένη ενώπιον των υπαλλήλων ΣΔΟΕ κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και περιέχονται στην πορισματική αναφορά με ημερομηνίες 27-4-04, 8-5-2003, 21-10-2003 και είναι σαφές πως το Συμβούλιο τις εξήρεσε και ουδόλως στηρίχθηκε σ' αυτές. Περαιτέρω η τυχόν παραμονή των καταθέσεων στην δικογραφία (σε φωτοαντίγραφα στην πορισματική έκθεση) δεν παράγει ακυρότητα, δεδομένου ότι από το ίδιο το βούλευμα προκύπτει πως δεν ελήφθησαν υπόψη (Α.Π. 610/2004 Π.Χρ. ΝΕ/219, Α.Π. 599/2003, Α.Π. 622/2003 Π.Χρ. ΝΑ/131). Επίσης το Συμβούλιο (φύλλο 33 σελ. α) αναφέρει πως η ενεργός συμμετοχή της εκκαλούσας μετά των λοιπών κατηγορουμένων στην παραπλάνηση της εγκαλούσας προκύπτει εκτός από την κατάθεση της τελευταίας και των εγγράφων που προσεκόμισε από τις ένορκες καταθέσεις του ..., αδελφού της που παραυρέθηκε σε δύο συναντήσεις αυτής με την κατηγορουμένη στα γραφεία της HEDLEY και επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας και τον Ε επενδυτικού πράκτορα της O.V.B. Ελλάς, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της εγκαλούσας με την κατηγορουμένη κατά την συγκεκριμένη επένδυση και τις πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ με ρητή παρατήρηση (φύλλο 33 σελ.8) "χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ένορκες καταθέσεις της εκκαλούσας που περιέχονται σ' αυτές".
VII) Ως προς την αιτιολογία : Από τα εκτεθέντα (παραγρ. V) σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (2953/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 386§§1+3 α ' σε συνδυασμό με 13 στ', 45 Π.Κ. την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα ως προς τον προβαλλόμενο, με την αίτηση αναιρέσεως, ισχυρισμό ότι δεν ελήφθη υπόψη ως ίδιο αποδεικτικό μέσο η απολογία και το υπόμνημα της κατηγορουμένης, παρατηρούμε πως είναι αβάσιμος για τους ακολούθως λόγους: Ναι μεν στο φύλλο 25 σελ. α όπου εκτίθενται τα αποδεικτικά μέσα δεν γίνεται ρητή μνεία της απολογίας πλην όμως προκύπτει σαφώς πως ελήφθη υπόψη το υπόμνημά της αφού αναφέρεται (στ. 12-13) "των υπομνημάτων όλων των αντιδίκων πλευρών" και, περαιτέρω, από τις σκέψεις του βουλεύματος και ιδία φύλλο 33 σελ. β στο τέλος και φύλλο 34 σελ. α όπου γίνεται αναφορά στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης: ότι ήταν μία απλή υπάλληλος της HEDLEY η οποία δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει τις έκνομες δραστηριότητες των συγκατηγορουμένων της και δεν συμμετείχε εν γνώσει της σ' αυτές, ούτε είχε ίδιο όφελος, αφού μόνη της απολαβή ήταν αυτή του μισθού της 120.000 δρχ. (352,16€) ο δε ρόλος της ήταν διεκπεραιωτικός ..., και στην συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών προέβη σε αντίκρουση των ισχυρισμών της.
Συνεπώς είναι απολύτως σαφές ότι ελήφθη υπόψη και αξιολογήθηκε (μαζί με όλα τα αποδεικτικά μέσα) η απολογία και το υπόμνημα της κατηγορουμένης. Επίσης στο βούλευμα αιτιολογείται ειδικά (φύλλο 33 σελ.β) η κρίση περί κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως (Α.Π. 1789/87 Π.Χρ. ΛΗ/310, Α.Π. 1082/2000 Λ.Χρ. ΝΑ/333), ενώ δεν προέκυψε η κατά παράνομο τρόπο αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων αφού ως ήδη ανεφέρθη δεν ελήφθησαν υπόψη οι κατά την προκαταρκτική εξέταση ληφθείσες από το ΣΔΟΕ καταθέσεις της.
Κατ' ακολουθία όλων όσων έχουν ήδη εκτεθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας (αρ. 583§1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Α) Να αποριφθεί η υπ' αρ. 165/2009 (ενώπιον της Γραμματέως Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως της Χ1 κατοίκου ... κατά του υπ' αρ. 1396/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να επιβλήθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήνα 8-12-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος- Εμμανουήλ Παπαδάκης.
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση η υπ' αριθμ. 165/11-9-2009 αίτηση αναιρέσεως (που ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέα Τμήματος Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) της Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αρ. 1396/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε η έφεσή της κατά του 2953/06 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και με το οποίο παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη (καθώς και οι Χ2, Χ3, Χ4, Χ5,Χ6) στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,5 ευρώ, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα υπόθεση φέρεται για εκ νέου κρίση μετά από προηγούμενη αναίρεση του Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και ειδικότερα, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο με το 2521/2008 βούλευμά του, αναίρεσε το προσβληθέν βούλευμα μόνο ως προς την αναιρεσείουσα Χ1, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι το εν λόγω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για την παραπομπή της κατηγορουμένης Χ1, τις καταθέσεις της, κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης που δόθηκαν ενώ ακόμη δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης και παρέπεμψε μόνο ως προς αυτήν την υπόθεση ενώπιον του παρόντος Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές.
Από τις διατάξεις του άρθρου 386 §§ 1, 3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίζει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται το πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. Για τη στοιχειοθέτηση περαιτέρω της απάτης και για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Γι' αυτό, είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Εξ άλλου, κατά το άρ. 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριος πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του δια-πραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 1396/2009 βούλευμά του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανεξέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας και ειδικότερα, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, στο συνδυασμό της έγκλησης της ανωμοτί κατάθεσης της εγκαλούσας (πολιτικώς ενάγουσας), των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, στα έγραφα μεταξύ των οποίων οι πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ με ημερομηνίες 27-4-2004, 27-5-2004 και της 15-12-2004, με την επισήμανση ότι δεν ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο όσον αφορούσε την κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στην εκκαλέσασα Χ1 οι ένορκες καταθέσεις της, ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που δόθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και περιέχονται στην πορισματική αναφορά με ημερομηνία 27-4-2004 καθώς και οι από 8-5-2003 και 21-10-2003 ένορκες καταθέσεις της που επισυνάπτονται στην δικογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο, τα υπομνήματα όλων των αντιδίκων πλευρών της απολογίας του κατηγορουμένου Χ4 και των εγγράφων εξηγήσεων του κατηγορουμένου Χ2, προέκυψαν (όπως αυτά έγιναν δεκτά με το 2953/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά το μέρος που κατέστη αμετάκλητο ως προς τους Χ5, Χ6, Χ4, Χ2), κατά λέξη από το προσβαλλόμενο βούλευμα τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ6 το έτος 1991, ήρθε στην Ελλάδα, διωκόμενος από τις αρχές των Η.Π.Α., για απάτες και άλλες (κακουργηματικές) πράξεις και με την συμμετοχή του αδελφού του, επίσης κατηγορουμένου Χ5, κατάφερε να συγκροτήσει μία ομάδα εμπείρων, περί τα χρηματοοικονομικά, ατόμων, μέσω δε διαφόρων εταιρειών και οι δύο σχεδίασαν έντεχνα δραστηριότητες τις οποίες και υλοποίησαν, με πυρήνα την ίδρυση και λειτουργία της "παρατράπεζας", "HEDLEY FINANCE LTD" και των δορυφόρων εταιρειών της, εμπλέκοντας στον ιστό τους, μεγάλο αριθμό ανυποψίαστων επενδυτών - πελατών, τους οποίους με μεθόδους και τέλειους μηχανισμούς εξαπάτησαν, διαθέτοντας ως αμοιβαίο κεφάλαιο το "GOLDSMITH INVESTMENT FUND", με τις εγγυημένες αποδόσεις, όπως διαβεβαίωναν. Από το έτος 1997 και έκτοτε, επεκτείνοντας μεθοδικά τους στόχους των, συνεργάζονται άμεσα με τους κατηγορουμένους Χ2, Χ4 και το φυγόδικο Χ3 (εκτός των άλλων ατόμων) και επιτυγχάνουν να εξαπατήσουν ανυποψίαστους πελάτες, σε μεγάλο αριθμό, οι οποίοι δελεάζοντο από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις, τις υψηλές και εγγυημένες (δήθεν) αποδόσεις των χρημάτων τους, την πληθώρα εντύπων και ενημερωτικών φυλλαδίων, την δήθεν συνεργασία με φερέγγυα και αξιόπιστα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα ψευδή ενημερωτικά δελτία κίνησης, τα οποία αποστέλλονταν στους πελάτες-επενδυτές. Για την πραγματοποίηση των σχεδίων τους έθεσαν σε λειτουργία ανύπαρκτα χρηματοοικονομικά προϊόντα (GOLDSMITH και GLOBELEX), τα οποία με τη βοήθεια κυρίως της O.V.B. HELLAS, που λειτουργούσε ως "τροφοδότης" και "πυρήνας", καθώς και άλλων συνεργατών, τα προώθησαν κυρίως στην Ελληνική αγορά, και έτσι αποκόμισαν τεράστια ποσά, χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς το ύψος αυτών. Στη συνέχεια, αφού οι κατηγορούμενοι αυτοί (Χ6 και Χ5), δημιούργησαν δεκάδες εταιρείες υπεράκτιες και μη, με κύρια και κεντρική επιχείρηση την εταιρεία "HEDLEY FINANCE LTD", άνοιξαν δεκάδες λογαριασμούς, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα δαιδαλώδες εντυπωσιακό δίκτυο, μέσω του οποίου, τα χρήματα των επενδυτών, μετά από περιπλανήσεις από τράπεζα σε τράπεζα, κατέληξαν στους προσωπικούς λογαριασμούς των εν λόγω κατηγορουμένων και των συνεργατών, οι οποίοι τα ενθυλάκωναν για ίδιο όφελος. Εγκαθιστούν και λειτουργούν τα γραφεία των εταιρειών σε πολυτελή κτίρια, διαθέτουν ακριβό και σύγχρονο εξοπλισμό, χρησιμοποιούν πολυδάπανη και ισχυρή διαφήμιση και όλα αυτά ως "προκάλυμμα", με το σκοπό να μπορούν να διαλύουν τις όποιες ενδεχόμενες υπόνοιες εγείροντο από τυχόν δύσκολους πελάτες. Η εταιρεία "HEDLEY FINANCE LTD", είχε τα γραφεία της στη ...), εδήλωνε δε έδρα της και δραστηριότητα στις ..., από τους πλέον φορολογικούς παραδείσους και αντιπροσώπευε τα αμοιβαίο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Αυτή λειτουργούσε χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις του Α.Ν.86/67, παραβιάζοντας και τη σχετική άδεια που είχε λάβει από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας (πρωτ. ΙΕ/53145/2345/11384/21-3-1997), δεδομένου ότι η εν λόγω εταιρεία μπορούσε να ασχολείται αποκλειστικά με τον συντονισμό, την εποπτεία, τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την προώθηση των εκτός Ελλάδος δραστηριοτήτων της εταιρείας και απαγορευόταν ρητά να πραγματοποιεί εμπορική δραστηριότητα στον Ελλαδικό χώρο. Για την πραγματοποίηση του σχεδίου των, κατασκεύασαν και προώθησαν με δίκτυο πωλητών (OFFSHORE εταιριών), ένα χρηματοοικονομικό προϊόν, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, με την ονομασία GOLDSMITH FUND, από την αντίστοιχη OFFSHORE εταιρεία GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, τα γραφεία της οποίας ήσαν στην ίδια ως άνω οδό στη .... Για την προώθηση και διάθεση του ανύπαρκτου αυτού προϊόντος, χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες υπαλλήλων και συνεργατών, μεταξύ των οποίων και οι συγκατηγορούμενοι, Χ4 και Χ1 (νυν εκκαλούσα), εξ αυτών δε των συνεργατών, άλλοι μεν εν γνώσει των συμμετείχαν στην απάτη και στην ενθυλάκωση του χρήματος και άλλοι δε εν αγνοία τους εκτελούσαν εντολές των Χ6 και Χ5, αποτελούντες έτσι την ανθρώπινη υποδομή, για την επίτευξη των στόχων τους. Έτσι, βασικό στέλεχος της εταιρείας "HEDLEY FINANCE LIMITED", ήταν και ο κατηγορούμενος Χ4, ο οποίος είχε αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διάθεση του ανωτέρω προϊόντος, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ανύπαρκτο, και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο. Επίσης ο εν λόγω εμφανιζόταν ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "TALADIAN AΕΛΔΕ", συμφερόντων των αδελφών Χ5 και Χ6, με σκοπό ίδρυσης να "παίξουν" με το χρηματιστήριο, ιδιαίτερα δε ο Χ4 συμμετείχε ενεργά και εν γνώσει του στις παράνομες δραστηριότητες των Χ5 και Χ6, έχοντας μάλιστα αναλάβει και το μεγαλύτερο μέρος της διάθεσης των μετοχών της "NATIONAL ENERGY HOLDIN GS UK LIMITED", περιφερόμενος σε όλη την Ελλάδα, όπου προσέλκυε πελάτες για αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρείας και γνωρίζοντας εκ των προτέρων για την τύχη των επενδύσεων αυτών... Προκειμένου να επιτύχουν οι κατηγορούμενοι Χ6 και Χ5, μεγαλύτερη αύξηση και προσέλκυση πελατών, συνεργάσθηκαν με το παράρτημα της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας "Ο.V.Β", στην Ελλάδα, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το δίκτυο των ασφαλιστών της, για την προώθηση του αμοιβαίου κεφαλαίου. Νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής της "Ο.V.Β." ήτο ο Χ2, μέσω του οποίου διοχετεύθηκε ο μεγαλύτερος όγκος των χρημάτων προς τα κεντρικά πρόσωπα της παρατράπεζας, από την διάθεση των χρηματοοικονομικών προϊόντων (GOLDSMITH και GLOBELEX), είχε δε ως αντικείμενο τη διαμεσολάβηση για τραπεζικά, ασφαλιστικά και επενδυτικά προϊόντα. Για την προώθηση του ανύπαρκτου αυτού προϊόντος χρησιμοποίησαν πολυδάπανη διαφήμιση, πληθώρα εντύπων, ορισμένα εκ των οποίων έφεραν το διακριτικό ΟVΒ και ενημερωτικά φυλλάδια, που εμφάνιζαν το ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο, ότι αποτελούσε μοναδική ευκαιρία επένδυσης, με ελάχιστο επενδυτικό ρίσκο, ότι ή ως άνω εταιρεία HEDLEY είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια και διεθνές κύρος και συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, ότι τόσο αυτή, όσο και η ΟVΒ είχαν νόμιμη άδεια για τη διάθεση του ανωτέρω αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, ότι η αποδοτικότητα και η ασφάλεια του επενδυτικού αυτού προϊόντος ήταν αναμφισβήτητες, διότι εκτός από το εγγυημένο ετήσιο, ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο, τουλάχιστον 10%, το εν λόγω πρόγραμμα παρείχε και ασφάλιση, τόσο του επενδυμένου κεφαλαίου, όσο και των τόκων αυτού από την ασφαλιστική εταιρεία LLOYD'S του ... και ότι θεματοφύλακας του ως άνω προϊόντος ήταν η Τράπεζα της Αγγλίας ROYAL BANK OF SCOTLAND. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις ήσαν το περιεχόμενο και των ενημερωτικών συναντήσεων που οργάνωναν με τους υποψήφιους επενδυτές στα πολυτελή γραφεία της εταιρείας, καθώς και σε διάφορα πολυτελή ξενοδοχεία των Αθηνών, όπου, επεδείκνυαν το ικανότατο στελεχιακό δυναμικό των επιχειρήσεών τους, διαβεβαιώνοντας για την υψηλή αποδοτικότητα του χρηματοοικονομικού προϊόντος και το εξασφαλισμένο του κεφαλαίου της επένδυσης. Έτσι, πείσθηκαν εκατοντάδες επενδυτές, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα Ψ, η οποία ενημερώθηκε για το ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα από τον ασφαλιστή εργαζόμενο στην ΟVΒ, Ε, με τον οποίο, τον Ιούλιο του 2001, μετέβη στα γραφεία της "HEDLEY", όπου ήλθε σε επαφή με την Χ1, η οποία την διαβεβαίωσε για την αποδοτικότητα και την ασφάλεια του ως άνω επενδυτικού προγράμματος, με αποτέλεσμα να πεισθεί η εγκαλούσα και να προβεί, την 27η-7-200Ι, σε προθεσμιακή για ένα έτος επένδυση κεφαλαίου ύψους 52.631,58 USD στο ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο GOLDSMITH, με εγγυημένο επιτόκιο 8%. Έτσι η εγκαλούσα παρέδωσε στην εν λόγω κατηγορουμένη, παρουσία και του κατηγορουμένου Χ4, τρεις επιταγές νομίμως οπισθογραφημένες, τις υπ' αριθμ.: ... της Εθνικής Τράπεζας, ποσού 3.000.000 δρχ. η κάθε μία, και την υπ' αριθμ. ... της Τράπεζας Κύπρου, ποσού 14.000.000 δρχ. Μετά ταύτα, η ίδια η κατηγορουμένη παρέδωσε στην εγκαλούσα μερίδια μετοχών, που αντιστοιχούσαν στο ποσό της επένδυσής της. Μέχρι και τον Απρίλιο 2002 η εγκαλούσα ελάμβανε τακτικές ενημερωτικές επιστολές, στις οποίες αναγραφόταν το ύψος της επένδυσης και οι υποσχεθείσες αποδόσεις του κεφαλαίου, μάλιστα εισέπραξε και τους συμφωνηθέντες τόκους μέχρι τον Ιούλιο 2002, με συνέπεια και λόγω του ότι η επένδυση της φαινόταν να αποδίδει ικανοποιητικά, να μη ζητήσει ρευστοποίηση του κεφαλαίου της, το οποίο την 27η-7-2002 επανεπενδύθηκε αυτόματα για ένα ακόμα έτος με επιτόκιο τουλάχιστον 7%, η δε κατηγορουμένη Χ1, την 17η-9-2002, της παρέδωσε τραπεζική επιταγή ποσού 1.800 ευρώ, προκαταβάλλοντας τους συμφωνηθέντες τόκους του πρώτου εξαμήνου της επανεπένδυσής της (Ιούλιος 2002-Ιανουάριος 2003), ενθαρρύνοντας και προτρέποντας αυτή να υπογράψει την αίτηση επανεπένδυσης. Ενώ η εγκαλούσα ανέμενε την αποστολή των σχετικών ενημερωτικών επιστολών, τον Ιανουάριο 2003 οι κατηγορούμενοι Χ6 και Χ5, έκλεισαν τα γραφεία της εταιρείας στη ... και εξαφανίσθηκαν, όπως και οι συνεργάτες-συμμέτοχοι Χ2 και Χ4, ιδιοποιούμενοι παράνομα τα χρήματα εκατοντάδων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και της νυν εγκαλούσας, τα οποία δεν έχουν αποδώσει μέχρι σήμερα. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του Σ.Δ.Ο.Ε., τα χρήματα που απέκτησαν από την διάθεση του φερομένου ως αμοιβαίου κεφαλαίου με την ονομασία GOLDSMITH, ανήλθαν στο ποσό 48.477.262,52 ευρώ, χωρίς και να αποκλείεται πολύ μεγαλύτερο ποσό, κατά τον συνημμένο αναλυτικό πίνακα στην από 15-12-2004 πορισματική αναφορά του εν λόγω σώματος δίωξης. Αρχές Φεβρουαρίου του 2003, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τα πρώτα στοιχεία της τεράστιας απάτης, την οποία εμπνεύσθηκαν, οργάνωσαν και υλοποίησαν οι κατηγορούμενοι Χ6 και Χ5, με καθοδηγητή και κορυφαίο στην ιεραρχία τον πρώτο, ενώ ακολουθούν κατά σειρά ιεραρχίας οι Χ5, Χ4 και Χ2, μαζί βέβαια και με άλλους ήδη ποινικά εμπλεκόμενους. Στην πραγματικότητα οι OFFSHORE εταιρείες HEDLEY FINANCE LIMITED και GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, όπως και πλήθος παρόμοιων εταιρειών (CANYON FINANEE, HAVERFORD, CARMEL, MATRIX, MATRIX ASSET, GLOBELEX, ROYALIS SHIP), ήσαν εταιρείες "μαϊμού", δημιουργήματα των παραπάνω τεσσάρων κατηγορουμένων, με πρωτεργάτη τον Χ6, μέσω αυτών δε των εταιρειών, ακολουθώντας μεθοδολογία εξειδικευμένη για την απόκρυψη και μετατροπή των πάσης φύσεως κεφαλαίων σε "νόμιμες" επενδύσεις, μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές και διαδικασίες, για να επιτύχουν την ολίσθηση των κεφαλαίων των θυμάτων, στα ιδικά των θυλάκια, κατόρθωσαν, να εξαπατήσουν εκτός από φυσικά πρόσωπα και εταιρείες, δήμους, φιλανθρωπικά ιδρύματα, εξαπλώνοντας το δίκτυο και σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, της εγκαλούσας Ψ, προέβαλαν απατηλά επενδυτικά προϊόντα, όπως το GOLDSMITH FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου της αντίστοιχης OFFSHORE, εταιρείας GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, το οποίο ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρυσμα, διαβεβαίωσαν την εν λόγο: παθούσα ότι η ως άνω εταιρεία είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια και διεθνές κύρος, και συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, ότι είχαν τις νόμιμες άδειες, όπως και η Ο.V.Β. για τη διάθεση του αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, ότι η ασφάλεια του επενδυτικού αυτού προϊόντος ήτο αναμφισβήτητη και ότι θεματοφύλακας του εν λόγω προϊόντος, ήτο η Τράπεζα της Αγγλίας ROYAL BANK OF SCOTLAND. Τα έγγραφα που παραδόθηκαν στην μηνύτρια, ήσαν ψευδή και κατασκευασμένα από τους ως άνω κατηγορούμενους, οι δε τηλεφωνικές γραμμές δήθεν στο ..., που δίδονταν από την εταιρεία HEDLEY FINANCE στους επενδυτές, εκτρέπονταν στα γραφεία της εταιρείας στη ... και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των επενδυτών, εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρείας, μάλιστα στις αναγραφόμενες, στα έγγραφα, διευθύνσεις του ... επρόκειτο όχι για· γραφεία, αλλά οικόπεδο, η εταιρεία "HEDLEΥ" δεν ήτο φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα, γι' αυτό και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τον Ιούλιο 2002, ενώ επιβλήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, (με την υπ' αριθμό 9/228/25-10-2001 απόφασή της), πρόστιμο 10.000.000 δρχ., στην εταιρεία Ο.V.Β. ΕΛΛΑΣ, για την παράνομη διακίνηση ι:ου αμοιβαίου κεφαλαίου "GOLDSMITH FUND". Περαιτέρω με το αμετάκλητο, ως προς τους ανωτέρω κατηγορουμένους, υπ' αριθμ. 2953/06 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών "Την πράξη αυτή ετέλεσαν εκείνοι από κοινού, με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις, όπως προαναφέρθηκε, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία της παθούσης που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,5 ευρώ, ενήργησε δε ο καθένας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έχοντας ριζωμένη την ροπή προς τις απάτες, διαμορφωμένη δε υποδομή και ετοιμότητα διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων. Ιδιαίτερα προς τούτο, επισημαίνεται και αξιολογείται ο προεκτεθείς οργανωμένος, συστηματικός, επιτήδειος και αριστοτεχνικός τρόπος συγκρότησης του όλου μηχανισμού για την εξαπάτηση εκατοντάδων Ελλήνων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα, η καλοστημένη επιχείρηση της "παρατράπεζας", με δήθεν διεθνείς διασυνδέσεις, η προβολή διαφημιστικών φυλλαδίων, ο δελεασμός με πληθώρα εντύπων και ενημερωτικών φυλλαδίων, τα ψευδή ενημερωτικά δελτία κίνησης που αποστέλλοντο στους πελάτες-επενδυτές, η θέση σε λειτουργία ανύπαρκτων χρηματοοικονομικών προϊόντων, η δημιουργία δεκάδων υπεράκτιων εταιρειών, το άνοιγμα δεκάδων λογαριασμών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, με πυρήνα την "HEDLEY", η δημιουργία δαιδαλώδους εντυπωσιακού δικτύου, μέσω του οποίου τα κεφάλαια των επενδυτών, αφού χάνονταν, "ξεπλένονταν" και κατέληγαν στα θυλάκια των ως άνω κατηγορουμένων, η εκτροπή των τηλεφωνημάτων από Έλληνες επενδυτές στο εξωτερικό, στα τηλέφωνα, στα γραφεία της ..., τα πλαστά ασφαλιστήρια συμβόλαια των LLOYD'S του Λονδίνου, η έκδοση του περιοδικού Foreign Policy από τον Χ6, η λειτουργία γραφείων σε πολυτελή κτίρια, που διέθεταν ακριβό και σύγχρονο εξοπλισμό, η πολυδάπανη και ισχυρή διαφήμιση, ως "προκάλυμμα" για την διάλυση υπονοιών στους δύσκολους υποψήφιους πελάτες, η οργάνωση σεμιναρίων σε πολυτελή ξενοδοχεία, η οργάνωση δικτύου υπαλλήλων-πωλητών, σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδος. Αξιοσημείωτο εξ άλλου είναι και το γεγονός ότι προκειμένου να ανεύρουν χρήματα για να ικανοποιήσουν τους πελάτες του ανύπαρκτου αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, οι οποίοι είχαν αρχίσει να πιέζουν για ρευστοποίηση των επενδύσεών τους, προσπάθησαν να διαθέσουν στην αγορά με τον ίδιο τρόπο, άλλο ανύπαρκτο χρηματοοικονομικό προϊόν, με την ονομασία GLOBELEX, εξαπατώντας τους ανυποψίαστους επενδυτές, μάλιστα ο Χ6, την 13-1-2003 ίδρυσε άλλη μια εταιρεία την NATIONAL ENERGY SA, προκειμένου με την βοήθεια των υπόλοιπων κατηγορουμένων να υφαρπάξει τα χρήματα των ανυποψίαστων επενδυτών, με τον ίδιο τρόπο, που είχαν χρησιμοποιήσει με τα ανωτέρω ανύπαρκτα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Κατ' ακολουθία αυτών, συνάγεται η εμμονή και η ανεξάντλητη ροπή των στην προεκτεθείσα εγκληματική δράση, για πολλά έτη, αναμφίβολα κατ' επάγγελμα προς πορισμό σταθερού και διαρκούς εισοδήματος".
Πέραν των ανωτέρω, όσον αφορά την κατηγορουμένη Χ1, από το προαναφερθέν αποδεικτικό υλικό, (χωρίς όπως παραπάνω επισημάνθηκε να λαμβάνονται υπόψη οι ένορκες καταθέσεις της ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ που δόθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και περιέχονται στην πορισματική αναφορά με ημερομηνία 27-4-2004 καθώς και οι από 8-5-2003 και 21-10-2003 ένορκες καταθέσεις της που επισυνάπτονται στη δικογραφία σε φωτοτυπικό αντίγραφο), προέκυψε η ενεργός συμμετοχή της στην προώθηση του ανύπαρκτου χρηματοοικονομικού προϊόντος τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου με την ονομασία "GOLDSMITH FUND", καθόσον με την ιδιότητά της ως προϊσταμένης υπαλλήλου στο λογιστήριο της εταιρίας "HEDLEY FINANCE LIMITED" στα γραφεία της στη ..., προμήθευε τους υποψήφιους επενδυτές με ενημερωτικά φυλλάδια. που εμφάνιζαν το ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο ότι αποτελούσε μοναδική ευκαιρία επένδυσης με ελάχιστο επενδυτικό ρίσκο, ότι η HEDLEY είναι οικονομικός κολοσσός στο εξωτερικό παγκοσμίου εμβέλειας και διεθνούς κύρους, ότι συνεργάζεται με εταιρίες διεθνούς κύρους, όπως η Ο.V.Β. ..., ότι η αποδοτικότητα και η ασφάλεια αυτού του επενδυτικού προϊόντος ήταν απολύτως εξασφαλισμένη, ότι θεματοφύλακας του ως άνω προϊόντος ήταν η Τράπεζα Αγγλίας ROYAL BANK OF SCOTLAND, ενώ συστηματικά καθησύχαζε τους επενδυτές ως προς την καλή πορεία της επένδυσης, ακόμη και μετά την εμφάνιση των προβλημάτων που ανέκυψαν με τις ελληνικές Αρχές που οδήγησαν στην αποκάλυψη της απάτης σε βάρος μεγάλου αριθμού επενδυτών. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις ήταν το περιεχόμενο και των ενημερωτικών συναντήσεων που οργάνωναν οι κατηγορούμενοι (στις οποίες συμμετείχε και η εκκαλούσα Χ1) με τους υποψήφιους επενδυτές στα πολυτελέστατα γραφεία της εταιρίας καθώς και σε πολυτελέστατα ξενοδοχεία των Αθηνών, όπου διαβεβαίωναν τους υποψήφιους επενδυτές για την υψηλή αποδοτικότητα του προϊόντος αυτού και το εξασφαλισμένο του κεφαλαίου της επένδυσης. Έτσι και στην προκειμένη περίπτωση πείστηκε και η εγκαλούσα Ψ, η οποία ενημερώθηκε για το επενδυτικό πρόγραμμα από τον ασφαλιστή - συνεργαζόμενο με την ΟVΒ Ελλάδας Ε, με τον οποίο, τον Ιούλιο του 2001, μετέβη στα γραφεία της εταιρίας HEDLEY FINANCE LIMITED, όπου ήρθε σε επαφή με την κατηγορουμένη Χ1, η οποία την διαβεβαίωσε για την αποδοτικότητα και την ασφάλεια του ως άνω επενδυτικού προγράμματος, με αποτέλεσμα να πεισθεί η παθούσα και να προβεί στις 27-7-01 σε προθεσμιακή για ένα έτος επένδυση κεφαλαίου ύψους 52.631,58 USD στο ανωτέρω αμοιβαίο κεφάλαιο GOLDSMITH, με εγγυημένο επιτόκιο στην περίπτωσή της 8%, η απόκλιση δε αυτή από το επιτόκιο 20% που παρουσιαζόταν ως η ελάχιστη εγγυημένη απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου δικαιολογήθηκε από την ίδια κατηγορουμένη ως απότοκος της κρίσης των χρηματαγορών τη χρονική εκείνη περίοδο. Έτσι η εγκαλούσα την ανωτέρω ημερομηνία παρέδωσε στην ως άνω κατηγορουμένη Χ1 παρουσία και του συγκατηγορουμένου της Χ4, τρεις επιταγές νομίμως οπισθογραφημένες, ήτοι τις υπ' αριθμ. ... επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ποσού 3.000.000 δρχ. έκαστη και την υπ' αριθμ. .... επιταγή της Τράπεζας Κύπρου ποσού 14.000.000 δρχ. Στη συνέχεια η ίδια κατηγορουμένη παρέδωσε στην εγκαλούσα μερίδια μετοχών που αντιστοιχούσαν στο ποσό της επένδυσης της, ενώ λίγες ημέρες αργότερα η τελευταία έλαβε επιστολή επιβεβαίωσης της επένδυσης της από την εταιρία GOLDSMITH INVESTMENT, αρχικά δε έως και τον Απρίλιο του 2002 λάμβανε τακτικές ενημερωτικές επιστολές στις οποίες αναφερόταν το ύψος της επένδυσης και οι υποσχεθείσες αποδόσεις του κεφαλαίου, μάλιστα εισέπραξε και τους συμφωνηθέντες τόκους μέχρι τον Ιούλιο του 2002, με συνέπεια και λόγω του ότι η επένδυσή της φαινόταν να αποδίδει ικανοποιητικά να μη ζητήσει ρευστοποίηση του κεφαλαίου της, το οποίο στις 27-7-02 επανεπενδύθηκε αυτόματα για ένα ακόμη έτος με επιτόκιο τουλάχιστον 7%, η δε κατηγορουμένη στις 17-9-02 της παρέδωσε τραπεζική επιταγή ποσού 1.800 6, προκαταβάλλοντας τους συμφωνηθέντες τόκους του πρώτου εξαμήνου της επανεπένδυσης της (Ιούλιος 2002-Ιανουάριος 2003), ενθαρρύνοντας και προτρέποντάς την έτσι να υπογράψει την αίτηση επανεπένδυσης. Ενώ η εγκαλούσα ανέμενε την αποστολή των σχετικών ενημερωτικών επιστολών, τον Ιανουάριο του 2003 οι κατηγορούμενοι (και η εκκαλούσα) έκλεισαν τα γραφεία της εταιρίας στη ... και εξαφανίστηκαν, ιδιοποιούμενοι παράνομα τα χρήματα εκατοντάδων επενδυτών μεταξύ των οποίων και της εγκαλούσας, τα οποία δεν έχουν αποδώσει μέχρι σήμερα, αρχές δε Φεβρουαρίου του 2003 ήρθαν στο φως της δημοσιότητας τα πρώτα στοιχεία της τεράστιας απάτης που έστησαν οι αδελφοί Χ6 και Χ5 με τη βοήθεια των ανωτέρω συνεργατών και συγκατηγορουμένων τους, μεταξύ των οποίων και η εκκαλούσα Χ1. Δηλαδή, στην πραγματικότητα, όπως προεκτέθηκε, οι Offshore εταιρίες HEDLEY FINANCE LIMITED και GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, όπως και πλήθος παρόμοιων εταιριών, ήταν δημιουργήματα των κατηγορουμένων Χ5 και Χ6, οι οποίοι μέσω αυτών προέβησαν στην εξαπάτηση των επενδυτών με την προβολή απατηλών επενδυτικών προϊόντων, όπως το GOLDSMITH FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, της αντίστοιχης Offshore εταιρίας GOLDSMITH INVESTMENT LIMITED, το οποίο ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρισμα, όλα τα ανωτέρω παραδοθέντα στην εγκαλούσα έγγραφα ήταν ψευδή και κατασκευασμένα από τους κατηγορούμενους, οι δε τηλεφωνικές γραμμές στο ..., που δίδονταν από την εταιρία HEDLEY FINANCE στους επενδυτές, εκτρέπονταν στα γραφεία της εταιρίας, στη ... και οι απαντήσεις στις ερωτήσεις των επενδυτών εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρίας, η οποία ασφαλώς δεν ήταν φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα γι' αυτό και ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της τον Ιούλιο του 2002, ενώ επιβλήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την υπ' αριθμ. 9/228/25-10-01 απόφασή της, πρόστιμο 10.000.000 δρχ στην εταιρία ΟVΒ ΕΛΛΑΣ για την παράνομη διακίνηση του αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND.
Η ενεργός συμμετοχή της εκκαλούσας μετά των λοιπών κατηγορουμένων στην παραπλάνηση της εγκαλούσας προκύπτει εκτός από την κατάθεση της τελευταίας και των εγγράφων που προσκόμισε, από τις ένορκες καταθέσεις του ..., αδελφού της εγκαλούσας, ο οποίος παραβρέθηκε σε δύο συναντήσεις της αδελφής του με την κατηγορουμένη στα γραφεία της HEDLEY και επιβεβαιώνει τα όσα η εγκαλούσα καταγγέλλει και του Ε, επενδυτικού πράκτορα της OVB Ελλάς, ο οποίος συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της εγκαλούσας με την κατηγορουμένη κατά τη συγκεκριμένH επένδυση, αλλά κυρίως από τις πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ, στις οποίες (χωρίς να:λαμβάνονται υπόψη οι ένορκες καταθέσεις της εκκαλούσας που περιέχονται σ' αυτές) γίνεται λεπτομερής ανάλυση του τρόπου δράσης και της εμπλοκής των κατηγορουμένων και της εκκαλούσας στη διωκόμενη αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία από την οποία το συνολικό όφελος των δραστών και η αντίστοιχη ζημία της παθούσας υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 14.673,5 ευρώ, την οποία μάλιστα οι κατηγορούμενοι (και η εκκαλούσα Χ1) τέλεσαν από κοινού ενεργούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, έχοντας ριζωμένη τη ροπή προς τις απάτες, διαμορφωμένη δε ροπή και ετοιμότητα διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων, ήτοι με τον προεκτεθέντα οργανωμένο, συστηματικό, επιτήδειο και αριστοτεχνικό τρόπο σε βάρος εκατοντάδων Ελλήνων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και η εγκαλούσα. Το δε γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι (και η εκκαλούσα Χ1) προκείμενου να ανεύρουν χρήματα για να ικανοποιήσουν τους πελάτες του ανύπαρκτου αμοιβαίου κεφαλαίου GOLDSMITH FUND, οι οποίοι είχαν αρχίσει να πιέζουν για τη ρευστοποίηση των επενδύσεων τους προσπάθησαν να διαθέσουν στην αγορά με τον ίδιο τρόπο άλλο ανύπαρκτο χρηματοοικονομικό προϊόν με την ονομασία GLOBELEX εξαπατώντας τους ανυποψίαστους επενδυτές, μαρτυρεί εμμονή και έντονη ροπή αυτών στην παραπάνω εγκληματική δράση αναμφίβολα κατ' επάγγελμα προς πορισμό εισοδήματος. Οι ισχυρισμοί της εκκαλούσας ότι ήταν μία απλή υπάλληλος της HEDLEY, η οποία δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να γνωρίζει τις έκνομες δραστηριότητες των συγκατηγορουμένων της και δεν συμμετείχε εν γνώσει της σ' αυτές, ούτε είχε ίδιο όφελος, αφού η μόνη της απολαβή ήταν αυτή του μισθού της ύψους 120.000 δραχμών (352,16 €) ο δε ρόλος της ήταν διεκπεραιωτικός των επενδυτικών προγραμμάτων, δεν ευσταθούν, αφού πέραν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με την ενεργό και καθοριστική συμβολή της στην προώθηση του ανύπαρκτου ως άνω αμοιβαίου κεφαλαίου και την σχέση της με τη HEDLEY, συμμετείχε και σε άλλες ύποπτες επενδυτικές δραστηριότητες των αδελφών Χ5 και Χ6, δηλαδή ως μέτοχος και συνιδρύτρια στην εταιρία ΤΗΡΕΑΣ Α.Ε., με βασικό μέτοχο το Χ6, η οποία, κατά την από 27-4-2004 πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ, συγκαταλέγεται στις εταιρίες "ξεπλύματος των χρημάτων των εξαπατημένων επενδυτών", ενώ σε πολλές περιπτώσεις εκπροσωπούσε άλλες εταιρίες των αδελφών Χ5 και Χ6. Είναι χαρακτηριστικό δε ότι πολλοί από τους εξαπατηθέντες εντάσσουν την κατηγορουμένη στους συνεργούς της "καλοστημένης" απάτης (βλ. αναφορά των καταθέσεων Β1 μέχρι και Β5 στην ανωτέρω πορισματική αναφορά), ενώ και ο συγκατηγορούμενός της Χ5 την αναφέρει ως "δεξί χέρι" του αδελφού του Χ6. Μάλιστα στην από 15-12-2004 πορισματική αναφορά δεν αποκλείεται η εν γνώσει συμμετοχή, ορισμένων υπαλλήλων στις παράνομες δραστηριότητες των Χ5 και Χ6 και των λοιπών συνεργατών τους. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η κατηγορουμένη είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης και στενής συνεργασίας με τους συγκατηγορούμενούς της και ιδιαίτερα με το Χ6, πρωτεργάτη και ιθύνοντα νου του όλου εγχειρήματος, ώστε να εδραιώνεται η άποψη ότι και γνώση και βούληση συμμετοχής στα τεκταινόμενα με τις εταιρίες Χ5 και Χ6 είχε και καθοριστική δράση σ' αυτές, οπότε σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος της υπάρχουν για την πράξη για την οποία κατηγορείται. Επομένως και το εκκαλούμενο βούλευμα, που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα και παρέπεμψε την κατηγορουμένη Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την από κοινού με τους λοιπούς παραπεμφθέντες κατηγορούμενους τέλεση της κακουργηματικής απάτης που της αποδόθηκε, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και κατ' ακολουθίαν η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς τις διατάξεις του που αναφέρονται στην κατηγορουμένη".
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία, που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 13 στ', 386 παρ. 1-3α (όπως ισχύει) ΠΚ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο το Συμβούλιο Πλημ/κών παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική απάτη, επικυρώνοντας έτσι το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς την παραπομπή της κατηγορουμένης, άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι η αναιρεθείσα-κατηγορουμένη είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει της παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στην εγκαλούσα παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές της, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία της εγκαλούσας που ανέρχεται στο ποσό. των 52.631,58 (δολλ. ΗΠΑ) δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ. Έτσι, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κακουργηματική κατά τα άνω τέλεση από την κατηγορουμένη, σε βάρος της εγκαλούσας της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης κατά συναυτουργία, αφού αναφέρονται στο βούλευμα με κάθε λεπτομέρεια τα απαιτούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 45 και 386 §§ 1, 3 ΠΚ για τη συγκρότηση των παραπάνω εννοιών, στοιχεία. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα ότι: α) επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, με τη μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, την άσκηση δικαιωμάτων του, διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αξιοποιεί αποδεικτικά εις βάρος της τις πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ που περιελάμβαναν αυτολεξεί και αξιοποιούσαν αποδεικτικά πέντε ένορκες μαρτυρικές εξετάσεις της που δόθηκαν ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ κατά την διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας, πριν της αποδοθεί οιαδήποτε κατηγορία. Όμως, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν παραβίασε υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης, αφού κατ' επανάληψη κάνει αναφορά ότι για το σχηματισμό της κρίσεώς του το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του τις ένορκες καταθέσεις που είχε δώσει η κατηγορουμένη ενώπιον των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και περιέχονται στην πορισματική αναφορά με ημερομηνίες 27-4-04, 8-5-2003 και 21-10-2003 και είναι σαφές ότι το Συμβούλιο δεν στηρίχτηκε σε αυτές. Η δε παραμονή των άνω καταθέσεων στη δικογραφία (σε φωτοαντίγραφα στην πορισματική έκθεση), δεν παράγει ακυρότητα. β) Το προσβαλλόμενο βούλευμα πάσχει ειδικής αιτιολογίας, διότι αξιοποιεί αποδεικτικά τα επιλήψιμα πορίσματα, όπως αποδεικνύεται από το ότι αναφέρει ως ενδείξεις ενοχής της κάποια πραγματικά γεγονότα τα οποία δεν προκύπτουν από κανένα άλλο στοιχείο της δικογραφίας εκτός από τα ανωτέρω επιλήψιμα πορίσματα τα οποία περιλαμβάνουν σχετική αναφορά. Έτσι, δεν γίνεται εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου. Επίσης, δεν αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν με αντίστοιχη εκτίμηση του καθενός από αυτά ξεχωριστά και με την αξιολογική συσχέτιση τους με τα υπόλοιπα. Εξάλλου, προσπαθώντας να αντιπαρέλθει τους δίκαιους υπερασπιστικούς της ισχυρισμούς για έλλειψη γνώσης της, καταφεύγει αποκλειστικά στις από 27-4-2004 και 15-12-2004 πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ, στο περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται επανειλημμένα και αξιολογεί ως μοναδικό στοιχείο για το σχηματισμό του εσφαλμένου πορίσματός του περί συνδρομής του υποκειμενικού στοιχείου στο πρόσωπό της. Όμως, ο Άρειος Πάγος δεν είναι δικαστήριο - συμβούλιο ουσίας έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχει την ουσιαστική πλευρά της υπόθεσης, αλλά θεωρεί ως δεδομένα, ότι δηλ. όντως απεδείχθησαν αυτά που δέχεται ότι απεδείχθησαν το συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του. Έτσι δεν συνιστά λόγο αναίρεσης για κακή εκτίμηση των εκ της ανακρίσεως προκυψάντων πραγματικών περιστατικών ή αντικρούων την υπό του βουλεύματος δεκτή γινομένη ύπαρξη αυτών, είναι απαράδεκτος. Και δ) Τέλος η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση ότι δεν λήφθηκε υπόψη ως ίδιο αποδεικτικό μέσο η απολογία και το υπόμνημά της στον ανακριτή. Όμως, προκύπτει σαφώς ότι λήφθηκε υπόψη το υπόμνημά της, χωρίς να γίνεται ρητή μνεία της απολογίας της, από τις σκέψεις δε του προσβαλλόμενου βουλεύματος που γίνεται αναφορά στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και η απολογία της.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίαζε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί η αναιρεσείουσα. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει η αναιρεσείουσα, ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή της κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1396/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιουλίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ