Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Ειδικότερος νόμος, Ευρωπαϊκή Ένωση.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη (στοιχεία). Ποιος νόμος εφαρμόζεται για αδικήματα πριν το 1999. Απάτη σε βάρος των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2803/2000. Στην περίπτωση που, πριν την ισχύ του νόμου 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων βάσει του άρθρου 386 του Π.Κ., μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινομένη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων). Εφαρμόζεται ο νόμος 2803/2000, ως ειδικότερος. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Η ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης δεν είναι μικρότερη από πέντε έτη. Απόφαση για επιμέτρηση ποινής (αρθ. 79 ΠΚ). Αιτιολογία. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, χωρίς την υποχρέωση να διαλάβει για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Η λήψη υπόψη, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, συνιστά απόλυτη ακυρότητα. Προσδιορισμός ταυτότητας εγγράφου. Απόρριψη όλων των λόγων αναιρέσεως.
Αριθμός 407/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στην Δικαστική Φυλακή Κορίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θρασύβουλο Κονταξή, για αναίρεση της 25, 53Α, 201/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 696/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της απάτης, απαιτείται, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2408/1996, ο δράστης να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, με την έννοια, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. στ' του ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2408/1996, ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος ή από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, για να είναι η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελέσεως, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά το πρώτο σκέλος της, η τελευταία ως άνω διάταξη είναι ηπιότερη για τον κατηγορούμενο και έχει αναδρομική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν απ' αυτήν και δεν έχουν εκδικασθεί αμετακλήτως. Κακουργηματική απάτη, υπάρχει επίσης και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 4 παρ.5 του ν. 1738/1987 και 38 του ν. 2172/1993 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ.3 εδ. δ' του ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του Δημοσίου, ή ν.π.δ.δ. ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 1738/1987 και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα παραπάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (αρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της κοινοτικής απάτης αρκεί, ότι το έγκλημα της απάτης δεν συντελέσθηκε μεν, πλην, όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του. Περαιτέρω , κατά την παρ. 1 του άρθρου 4 του Ν. 2803/2000 Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των Συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων, ο οποίος, ως προς τα άρθρα δεύτερο έως και δωδέκατο, ίσχυσε από 3-3-2000, όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρεώσεως παρασιώπηση πληροφοριών ή με την μη κατά προορισμό τους χρήσης των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η κατά την προηγούμενη διάταξη βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι, με αυτές, θεσπίστηκε ιδιώνυμο αδίκημα απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των Κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Πριν την ισχύ του νόμου αυτού για την απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας, που εφαρμόζονταν για την απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 386 του ΠΚ και ενδεχομένως άρθρο 1 του Ν. 1608/1950). Και τούτο, διότι, με το άρθρο 209Α παρ.1 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο "Τα Κράτη-Μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων, εξομοιώθηκε η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με εκείνη κάθε Κράτους-Μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι και απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνον, όταν, σε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει βλάβη και της περιουσίας του Δημοσίου. Στην περίπτωση που, πριν την ισχύ του νόμου 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του άρθρου 386 του Π.Κ., μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινομένη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων), αφού η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων, αλλά πρέπει να εφαρμοσθεί ο νόμος 2803/2000, ως ειδικότερος, καθόσον περιέχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 386 του Π.Κ., αλλά περιορίζει το πρόσωπο του παθόντος μόνο στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και επί πλέον περιέχει ειδικότερα χαρακτηριστικά, που προσδίδουν ελαφρότερη μορφή στην πράξη. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο δίκασε επί εφέσεως του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος εναντίον της πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, κατ' αρχάς δέχθηκε ότι στην εξεταζόμενη υπόθεση, υπάρχει συρροή νόμων και εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 4 του ν. 2803/2000 ως ειδική και ευμενέστερη, έναντι των διατάξεων του άρθρου 386 ΠΚ και ότι "..... εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, πριν την ισχύ του ν. 2803/2000, είχε ασκηθεί, σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου, ποινική δίωξη για απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αλλά αυτός κηρύχθηκε ένοχος πρωτοδίκως κακουργηματικής κοινοτικής απάτης μετά την ισχύ του ν. 2803/2000, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν. εμποδίζεται να τον κηρύξει και πάλι ένοχο κακουργηματικής κοινοτικής απάτης, με βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δρχ., διότι δεν υπάρχει χειροτέρευση της θέσης του ως εκκαλούντος, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ίδιος, από το γεγονός ότι δεν αποδόθηκαν σε αυτόν πρωτοδίκως οι επιβαρυντικές περιστάσεις του άρθρου 386 § 3 εδ. α' ΠΚ (απάτη κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια), διότι δεν ήταν αναγκαίο, αφού ο ν. 2803/2000, που εφάρμοσε το πρωτόδικο δικαστήριο, ως ειδικότερος, περιέχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 386 ΠΚ...". Ακολούθως το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 25, 53Α, 201/2007 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 ασχολείται με την εμπορία αγροτικών προϊόντων από το έτος 1978 στην περιοχή της ...... Κατά το έτος 1987 ίδρυσε την εταιρεία "....... ΕΠΕ"και μέσω αυτής πραγματοποιούσε εξαγωγές κυρίως εσπεριδοειδών και εισέπραττε εξαγωγικές επιδοτήσεις. Λόγω της μακρόχρονης εμπειρίας του, γνώριζε πολύ καλά τη διαδικασία, που ακολουθείται, για την είσπραξη των εξαγωγικών επιδοτήσεων, τα αρμόδια πρόσωπα, καθώς και τις αδυναμίες της αρμόδιας Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, δηλαδή της Γενικής Διεύθυνσης Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ ΔΙΔΑΓΕΠ). Έτσι από το Δεκέμβριο του 1994 έθεσε σε εφαρμογή σχέδιο εξαπατήσεως αυτής της υπηρεσίας, ώστε να εισπράξει παράνομη εξαγωγική επιδότηση. Για την επίτευξη του στόχου έκανε χρήση πλαστών εγγράφων. Αφετηρία του σχεδίου αυτού αποτέλεσε η απόκτηση εμπορικής ιδιότητας από τον Γ1. Προς τούτο, περί τα τέλη Νοεμβρίου 1994 μετέβη με τον ανωτέρω στο ....., του μίσθωσε ένα γραφείο ιδιοκτησίας της Δ1, επί της οδού ......, προκείμενου να δηλωθεί ως έδρα της επιχειρήσεώς του με τον διακριτικό τίτλο "........". Ακολούθησαν η ασφάλιση του εν λόγω Γ1 στο ΤΑΕ Πειραιά, η εγγραφή του στο Μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και αίτηση του ίδιου στην ΔΙΔΑΓΕΠ για την εγγραφή του στα Μηχανογραφικό Μητρώο Εξαγωγέων. Ο Γ1, που γεννήθηκε στη Ρωσία και ήταν τότε μόλις 19 ετών, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ως άβουλο όργανο, προφανώς έναντι μικρού ανταλλάγματος, βρισκόμενος σε άγνοια των σχεδίων του. Ο πρώτος κατηγορούμενος γνώριζε την ηλικία του Γ1, διότι είχε πολύ νεανικό παρουσιαστικό. Η φερόμενη ως ιδρυθείσα απ' αυτόν ως άνω ατομική επιχείρηση ουδέποτε λειτούργησε και ιδρύθηκε αποκλειστικά και μόνο για να εισπράξει ο πρώτος κατηγορούμενος την παρακάτω αναφερόμενη παράνομη εξαγωγική επιδότηση. Ο Γ1, που ήταν νεαρής ηλικίας και αλλοδαπής (ρωσικής) καταγωγής, δεν γνώριζε τις σχετικές διατάξεις και τη διαδικασία, που ακολουθείται, για την είσπραξη των εξαγωγικών επιδοτήσεων. Στις ..... ο πρώτος κατηγορούμενος υπέβαλε στη ΔΙΔΑΓΕΠ αίτηση αυτού (Γ1), με την οποία ζητούσε να καταβληθεί σ' αυτόν εξαγωγική επιδότηση, για δήθεν εξαγωγή από την αρχή του έτους αυτού στη Ρωσία 7.225 τόνων, καλής ποιότητας, λεμονιών. Η αίτηση συνοδευόταν με κατάσταση πληρωμής δικαιούχου υπό ημερομηνία ..... Η υπογραφή του Γ1 τόσο στην αίτηση, όσο και κατάσταση πληρωμής, υπό την ένδειξη "ο δικαιούχος", είναι πλαστή. Ο φάκελος που σχηματίσθηκε έλαβε τον αριθμό ..... Στις 24.8.1995 η ΔΙΔΑΓΕΠ έλαβε το υπ' αριθμ. πρωτ. ...... διαβιβαστικό έγγραφο του Τελωνείου Πατρών, μαζί με τις υπ' αριθμ. ..., ...., ....., ..... και ...... διασαφήσεις του ίδιου τελωνείου και τα αντίστοιχα πιστοποιητικά ποιοτικού ελέγχου της Διεύθυνσης Γεωργίας της Νομαρχίας Πατρών, δια των οποίων ο Γ1 φερόταν να έχει εξαγάγει στη Ρωσία τμηματικά 7.225 τόνους λεμόνια καλής ποιότητας. Τα έγγραφα αυτά είναι πλαστά, αφού δεν υπάρχει καμία επίσημη απόδειξη ότι έγινε διασάφηση και εξαγωγή της αναφερόμενης ποσότητας λεμονιών, ούτε εκτελωνισμός, ούτε ποιοτικός έλεγχος (εξαγομένων λεμονιών), ούτε τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες τελωνειακές διατυπώσεις, που να πιστοποιούν ότι έλαβε χώρα τέτοια εξαγωγή με έγκυρα τελωνειακά έγγραφα, ούτε, άλλωστε, ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι έγινε εξαγωγή λεμονιών. Τα πλαστά έγγραφα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από τον πρώτο κατηγορούμενο, σε γνώση της πλαστότητας, ο οποίος θα εισέπραττε την υπέρογκη επιδότηση, λόγω δε εξαφανίσεως του φακέλου δεν υπάρχουν στη δικογραφία. Η χρήση των πλαστών εγγράφων αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έχουν πρωτοκολληθεί από το αρμόδιο τμήμα της ΔΙΔΑΓΕΠ με αριθμ. πρωτ. ...... Ο φάκελος με αυτά, ακολούθως, περιήλθε στο αρμόδιο τμήμα νωπών οπωροκηπευτικών προϊόντων της ΔΙΔΑΓΕΠ. Η προϊσταμένη του τμήματος αυτού Ζ1 ανέθεσε τον πρώτο και δεύτερο έλεγχο του εν λόγω ολοκληρωμένου φακέλου σε δύο υπαλλήλους και συγκεκριμένα στη Ζ2 και τον Ζ3. Ο τελευταίος μάλιστα προέβη και στον υπολογισμό της εξαγωγικής επιδότησης, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 347.516.525 δραχμών. Στη συνέχεια, μετά την υπογραφή της κατάστασης πληρωμής δικαιούχου και από τη Ζ1, στις 13.9.1995 ο εν λόγω φάκελος διαβιβάστηκε στο Τμήμα Λογιστηρίου, του οποίου διευθύντρια ήταν η Ζ4 και προϊστάμενος ο Ζ5. Στις 22.9.1995 το τμήμα λογιστηρίου της ΔΙΔΑ-ΓΕΠ εξέδωσε την υπ' αριθμ. ..... εντολή πληρωμής προς την ΑΤΕ, η οποία υπογράφηκε από τον Ζ5. Στο μεταξύ ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 έπεισε τον Δ2, καταγόμενο, όπως και αυτός, από την ......., έμπορο λαϊκών αγορών, με γνώσεις Γ' Δημοτικού σχολείου, να ιδρύσει εταιρεία, για να μπορέσουν να συνεργαστούν, με την αιτιολογία ότι η δική του εταιρεία "....... ΕΠΕ", λόγω των χρεών της προς τους συνεταιρισμούς, δεν μπορούσε να εισπράττει τις εξαγωγικές επιδοτήσεις. Ως αντάλλαγμα του υποσχέθηκε μισθό 500.000 δραχμών και μιάμιση δραχμές ανά κιλό εξαγομένου προϊόντος. Έτσι ο Δ2, στις 3.6.1995, προέβη σε δήλωση έναρξης εμπορικής δραστηριότητας και, στις ......., με συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Κιάτου Σοφίας Τασούλη - Φραγκοπούλου, την οποία του υπέδειξε ο πρώτος κατηγορούμενος, μετέτρεψε την ατομική του επιχείρηση σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία "..... ΕΠΕ"και το διακριτικό τίτλο "....... ΕΠΕ.". Στις 12.9.1995, μόλις ο πρώτος κατηγορούμενος πληροφορήθηκε από ανθρώπους του στη ΔΙΔΑΓΕΠ την αίσια έκβαση του ελέγχου του φακέλου, προχώρησε στην περαιτέρω υλοποίηση του σχεδίου απάτης. Με σύμβαση εκχωρήσεως, με ημερομηνία ......, ο Γ1 φέρεται να εκχωρεί στην εταιρεία του Δ2 την εκ του υπ' αριθμ. ....... φακέλου απαίτησή του για λήψη της εξαγωγικής επιδότησης, δηλαδή ολόκληρο το ποσό των 347.516.125 δραχμών. Οι υπογραφές στη σύμβαση αυτή των Γ1 και Δ2, με την ιδιότητα του εκχωρητή και του εντολέα είναι πλαστές. Η πλαστή αυτή σύμβαση επιδόθηκε στην υπάλληλο του λογιστηρίου της ΔΙΔΑΓΕΠ ........ στις ..... Μαζί με τη σύμβαση αυτή την ίδια ημέρα, με διαφορά πέντε λεπτών, επιδόθηκε στην ίδια υπάλληλο από τον ίδιο δικαστικό επιμελητή ........ και η από ..... σύμβαση ανακλήσεως μέρους εκ του εκχωρηθέντος ποσού, ύψους 190.000.000 δρχ, η οποία περιέργως εξαφανίστηκε. Και η τελευταία αυτή σύμβαση είναι πλαστή. Οι υπογραφές στις προαναφερόμενες συμβάσεις των Γ1 και Δ2 διαφέρουν ουσιωδώς από τις γνήσιες. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 την ημέρα της επιδόσεως των δύο εγγράφων συμβάσεων (......) άνοιξε στο Κεντρικό Κατάστημα της ΑΤΕ, στην Αθήνα, τον υπ' αριθμό ...... λογαριασμό ταμιευτηρίου στο όνομα του Δ2, με το ελάχιστο προβλεπόμενο ποσό, δηλαδή 50.000 δραχμές, στον οποίο, όπως εξήγησε στον Δ2, θα γινόταν καταθέσεις των χρημάτων των εισαγωγικών επιδοτήσεων, που δικαιούταν η δική τους εταιρεία "...... ΕΠΕ", η οποία δεν μπορούσε να τα εισπράξει, διότι, από την εμπορική δραστηριότητά της δημιούργησε μεγάλα χρέη σε διάφορες τράπεζες και συνεταιρισμούς. Την επόμενη ημέρα (15.9.1995) ο Δ2, με τα υπ' αριθμ. ..... και ...... πληρεξούσια της πιο πάνω συμβολαιογράφου, με την ιδιότητα του εκπροσώπου της εταιρείας ".... ΕΠΕ", διόρισε πληρεξουσίους του τους κατηγορούμενους αδελφούς Χ1,Χ2 οι οποίοι, βάσει αυτών, θα εισέπρατταν τα χρήματα της παράνομης επιδότησης. Στις 25.9.1995, διαβιβάστηκε η εντολή πληρωμής στην ΑΤΕ, η οποία πίστωσε το λογαριασμό του Δ2 με το ποσό των 347.516.125 δραχμών. Στις 7.9.1995 οι κατηγορούμενοι αδελφοί, μαζί με το Δ2, μετέβησαν σε θυρίδα της ΑΤΕ Γλυφάδας και ζήτησαν άμεση ανάληψη ποσού 20.000.000 δραχμών και μεταφορά -του υπολοίπου στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της ΑΤΕ, ο οποίος ανήκε στον Χ2. Η υπάλληλος της θυρίδας της ΑΤΕ στη Γλυφάδα διέθετε μόνο 5.000.000 δραχμές. Έτσι απευθύνθηκε για λήψη οδηγιών στην προϊσταμένη του Κεντρικού Καταστήματος Ζ6. Η τελευταία έδωσε εντολή στην πρώτη (υπάλληλο της θυρίδας της Γλυφάδας) για τη δέσμευση του πιο πάνω ποσού, γιατί τα παραπάνω πρόσωπα (όπως τα περιέγραψε η υπάλληλος της θυρίδας Γλυφάδας) δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Ακολούθως το Κεντρικό Κατάστημα της ΑΤΕ, μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια να του σταλεί η σύμβαση εκχωρήσεως από τη ΔΙΔΑΓΕΠ, με έγγραφό του (υπ' αριθμ. ........), ενημέρωσε την υπηρεσία αυτή για ποιό λόγο δεν απέδωσε στον δικαιούχο το ποσό της ...... εντολής και ταυτόχρονα ζήτησε τον επανέλεγχο του φακέλου. Η διευθύντρια του λογιστηρίου Ζ4, με το υπ' αριθμ. ....... έγγραφο της προς την ΑΤΕ, ζήτησε τη μεταφορά της ως άνω εντολής στο λογαριασμό ...... της ΔΙΔΑΓΕΠ μέχρι να ολοκληρωθούν οι έρευνες. Την ίδια ημέρα η δικηγόρος Κορίνθου Βασιλική Οικονομοπούλου, συνοδευόμενη από τους αδελφούς Χ1,Χ2 και το Δ2, διαμαρτυρήθηκε προς την ΑΤΕ και τη ΔΙΔΑΓΕΠ για την μη καταβολή της ως άνω εξαγωγικής επιδοτήσεως. Μετά τη λήψη του εγγράφου, η Διευθύντρια Ζ4 ζήτησε το φάκελο του Γ1. Από τον έλεγχο διαπίστωσε ότι η υπογραφή αυτού στη σύμβαση εκχωρήσεως διέφερε ουσιωδώς από την υπογραφή του ίδιου, που είχε τεθεί στην από ..... αίτηση αυτού για την εγγραφή του, στο Μηχανογραφικό Μητρώο Εξαγωγέων της ΔΙΔΑΓΕΠ. Κατόπιν αυτού, ο Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Θ1, τον οποίο αυτή (Ζ4) ενημέρωνε συνεχώς, ζήτησε να διαβιβαστεί σ' αυτόν ο φάκελος, όπως και έγινε. Ο Θ1, στον οποίο ο φάκελος περιήλθε στις 29.2.1995, παρουσία της υπαλλήλου ......., τηλεφώνησε στη Διευθύντρια Ζ4 την ίδια ημέρα και της συνέστησε να καλέσει τους Γ1 και Δ2, οι οποίοι να επιβεβαιώσουν τη σύμβαση εκχωρήσεως και να υπογράψουν ενώπιον της. Περιέργως, όμως, στις 2.10.1995 εμφανίσθηκε στη Διευθύντρια Ζ4 η δικηγόρος Βασιλική Οικονομοπούλου και τηςπαρέδωσε τα εξής έγγραφα : α) την ως άνω από .... σύμβαση εκχωρήσεως, β) την από ... επιστολή διαμαρτυρίας του Γ1 και γ) την από ..... υπεύθυνη δήλωση αυτού. Και στα τρία αυτά έγγραφα η υπογραφή του Γ1 είχε .θεωρηθεί για το γνήσιο αυτής από την αστυφύλακα του Δ' Αστυνομικού Τμήματος Αθηνών ......., με ημερομηνία 1.10.1995. Παρά τη θεώρηση αυτή, η υπογραφή του Γ1 δεν είναι ίδια με την υπάρχουσα στο δελτίο αστυνομικού τμήματος αυτού (βλ. σελ. 66 πορισματικής αναφοράς) και τα έγγραφα αυτά είναι επίσης πλαστά. Για την εξέλιξη αυτή η Διευθύντρια Ζ4 ενημέρωσε τον Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου Θ1, ο οποίος εξέφρασε τη γνώμη ότι έπρεπε να αποδεσμευτούν τα χρήματα. Η Διευθύντρια Ζ4, μετά τη γνώμη του Παρέδρου και την κατηγορηματική διαβεβαίωση της υπαλλήλου Ζ1 ότι ο φάκελος ήταν άψογος, έδωσε εντολή στον Ζ5 να αποδεσμευτούν τα χρήματα. Ο τελευταίος όμως αντιτάχθηκε και ζήτησε την επιστροφή του φακέλου στο τμήμα οπωροκηπευτικών για την επαλήθευση των στοιχείων. Η προϊσταμένη του τμήματος αυτού αρνήθηκε να παραλάβει το φάκελο και έστειλε τον υφιστάμενό της ........ για να πάρει ό,τι στοιχεία χρειαζόταν. Στις 4.10.1995, ο τελευταίος συνέταξε το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του Τμήματος οπωροκηπευτικών προς το τελωνείο Πατρών, με τα οποίο ζητούσε την επαλήθευση των εις αυτά αναφερομένων στοιχείων. Το έγγραφο αυτό, παρά το επείγον του θέματος, τελικώς απεστάλη δια της συνήθους αλληλογραφίας στις 9.10.1995. Το Τελωνείο Πατρών, με το υπ' αριθμ. ......... έγγραφό του, απάντησε ότι οι προαναφερόμενες πέντε διασαφήσεις (που αφορούσαν την δήθεν εξαγωγή από τον Γ1 7.225 τόνων λεμονιών) είναι πλαστές. Επίσης η Διεύθυνση Γεωργίας της Νομαρχίας Πατρών, με το υπ' αριθμ. ...... έγγραφό της, απάντησε ότι, μέσα στο 1995. δεν είχαν εκδοθεί πιστοποιητικά ποιοτικού έλεγχου· (εξαγομένων λεμονιών) στο όνομα Γ1, πράγμα που σημαίνει ότι και αυτά είναι πλαστά. Εν τω μεταξύ ο Ζ5, στις 5.10.1999, αποχωρώντας αργά από το γραφείο του, τοποθέτησε το φάκελο σε μη ασφαλιζόμενο φοριαμό. Την επόμενη ημέρα διαπίστωσε ότι ο φάκελος είχε αφαιρεθεί. Παρά δε τις σχετικές αναζητήσεις των υπαλλήλων του λογιστηρίου, ο φάκελος δεν αναβρέθηκε. Επακολούθησε η διενέργεια της από 23.1.1996 Ε.Δ.Ε, η οποία δεν εντόπισε τους δράστες της υπεξαγωγής. Αλλά και η Τ.Ε.Δ.Ε.Ο.Ε, που διενήργησε εμπεριστατωμένη προκαταρκτική εξέταση, συντάξασα το από ..... πόρισμα, δεν αποκάλυψε τους δράστες. Ο πρώτος κατηγορούμενος, προς επίτευξη του σκοπού του, είχε φροντίσει να εφοδιαστεί με το υπ' αριθμό .......... πληρεξούσιο έγγραφο της συμβολαιογράφου Κιάτου Σοφίας Φραγκοπούλου, με το οποίο ο Δ2, ως κάτοχος του ως άνω τραπεζικού λογαριασμού και δικαιούχος του ως άνω ποσού της επιδοτήσεως των 347.516.125 δραχμών, εμφανίζεται να δίνει σε αυτόν την εντολή και πληρεξουσιότητα να το εισπράξει για λογαριασμό του από την ΑΤΕ, που, κατά τη συμφωνία τους, θα το κατακρατούσε, και το οποίο αποτελεί το δικό του παράνομο περιουσιακό όφελος, από την απάτη, και απλώς δεν πέτυχε το σκοπό του, λόγω αρνήσεως των υπαλλήλων του Καταστήματος Γλυφάδας της ΑΤΕ να καταβάλουν σε αυτόν το ποσό αυτό, όταν μετέβη εκεί και απαίτησε την πληρωμή του, συνοδευόμενος από το δεύτερο κατηγορούμενο αδελφό του και το Δ2. Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν αρνείται την εμφάνισή του στο Κατάστημα Γλυφάδας όπου ζήτησε να εισπράξει το ποσό της επιδότησης, αλλά ισχυρίζεται δήθεν ότι είχε συμφωνήσει με το Δ2 να εισπράξει το ποσό της επιδοτήσεως των 347.516.125 δραχμών, το οποίο (μετ' αφαίρεση 20.000.000 που θα κρατούσε ο Δ2, ως προμήθεια του) αποτελεί την αμοιβή του, ως συσκευαστή, για δήθεν μεγάλη παραγγελία ενάμισι δισεκατομμυρίων δραχμών, που θα ανέθετε σε αυτόν ο Δ2, ενώ, όλα αυτά, είναι ψευδή. Η πληρωμή του χαρτοσήμου της εκχωρήσεως 9.500.000 δρχ. από αυτόν, ενώ, εκχωρητής και εκδοχέας δεν είναι αυτός, αλλά άλλα πρόσωπα (Γ1 και Δ2), αποτελεί μέρος του σχεδίου του, προς επίτευξη της απάτης με τη χρήση πλαστών εγγράφων εξαγωγής λεμονιών και είσπραξης του ποσού της επιδότησης από τον ίδιο, με το μηχανισμό της εκχώρησης της απαίτησης από τον δήθεν εξαγωγέα εκχωρητή Γ1 στον εκδοχέα Δ2 και, ακολούθως, την είσπραξη του ποσού αυτού, από τον ίδιο, για λογαριασμό του, κατά τη συμφωνία τους, δια μέσου του πληρεξουσίου του εκδοχέα Δ2 σε αυτόν. Πρόκειται, για απόπειρα κοινοτικής απάτης, σε βαθμό κακουργήματος, αλλά και με παράνομο περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος έκανε χρήση πλαστών εγγράφων σε γνώση του για να εισπράξει αχρεωστήτως το ποσό αυτό, με ισόποση βλάβη του αμέσως ζημιωμένου προσώπου, που είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (FEOGΑ), αφού αυτό καταβάλλει τις επιδοτήσεις για τα γεωργικά προϊόντα (πρβλ. Ηλία Αναγνωστόπουλο, ΕφΑΘ 582/2001, ΕφΑΘ 811-812/2001, 1217/2001), το δε αδίκημα έχει χαρακτήρα κακουργήματος, που τιμωρείται με κάθειρξη, διότι η βλάβη, (αλλά και παράνομο περιουσιακό όφελος) υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Το έγκλημα απάτης, είναι σε απόπειρα, διότι ο πρώτος κατηγορούμενος, έκανε, με δόλο, χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων προς την αρμόδια υπηρεσία της Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ ΔΙΔΑΓΕΠ), και πέτυχε, εμφανίζοντας τα έγγραφα σαν γνήσια, να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους, δήθεν ότι ο εκχωρητής Γ1 έκανε εξαγωγή λεμονιών στη Ρωσία, με συνέπεια το τμήμα λογιστηρίου της ΔΙΔΑΓΕΠ να εκδώσει την υπ' αριθμ. ..... εντολή πληρωμής προς την ΑΤΕ εξαγωγικής επιδότησης συνολικού ποσού 347.516.125 δραχμών για τον εκδοχέα Δ2, η οποία μετέφερε δια πιστώσεως το ποσό αυτό στον υπ' αριθμό ....... λογαριασμό ταμιιευτηρίου, από τον τραπεζικό λογαριασμό της παθούσας του παθόντος Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (FEOGΑ), που διαχειριζόταν την περιουσία του, με την έγκριση και πληρωμή των επιδοτήσεων εξαγωγών, από τον υπ' αριθμό ..... τραπεζικό λογαριασμό του, αλλά, παρόλο, που το ποσό αυτό, μεταφέρθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό του εκδοχέα Δ2, ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος επιχείρησε την ως άνω πράξη, που περιέχει αρχή εκτελέσεως του κακουργήματος της κοινοτικής απάτης (εξαπάτηση των υπαλλήλων της ΓΕ ΔΙΔΑΓΕΠ με χρήση πλαστών εγγράφων), διότι δεν προπαρασκεύασε απλώς το αδίκημα, αλλά, αν είχε παραταθεί, θα οδηγούσε στην πραγματοποίηση του εγκλήματος (είσπραξη επιδότησης), αν δεν είχε ανακοπεί, απέτυχε του σκοπού του, δηλαδή να εισπράξει το ποσό από την ΑΤΕ, ως πληρεξούσιος του εκδοχέα Δ2, από εξωτερικά αίτια, ανεξάρτητα από τη θέλησή του, διότι η υπάλληλος της θυρίδας της Γλυφάδας της ΑΤΕ Γλυφάδας αρνήθηκε να πληρώσει το ποσό αυτό, δίνοντας 20.000.000 δραχμές σε μετρητά (που θα κρατούσε ο Δ2, ως αμοιβή του) και το υπόλοιπο να το μεταφέρει στον υπ' αριθμ. ...... λογαριασμό της ΑΤΕ, διότι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη οι εμφανισθέντες σε αυτή (δύο κατηγορούμενοι και Δ2), και, ακολούθως, η προϊσταμένη του Κεντρικού Καταστήματος Ζ6 έδωσε οδηγίες να δεσμευτεί το ποσό αυτό, όπως κι έγινε, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Η δε βλάβη, όπως και το παράνομο περιουσιακό όφελος, που επιδίωξε ο πρώτος κατηγορούμενος από το αδίκημα αυτό, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ενιαίως υπολογιζόμενο, διότι η χρήση των πλαστών εγγράφων και η εξαπάτηση ήταν ταυτόχρονη, για όλα τα φορτία εκτελωνισμού των δήθεν εξαγωγών λεμονιών, όπως, επίσης, ενιαίως, επιδίωξε να εισπράξει το ποσό των 347.516.125 δραχμών, για εξαγωγική επιδότηση όλων των φορτίων των δήθεν εξαγωγών λεμονιών....".
Με τις σκέψεις αυτές, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος απόπειρας κακουργηματικής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βλάβη που υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Για την πράξη του δε αυτή το Δικαστήριο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή κάθειρξης πέντε ετών, αφού προηγουμένως απέρριψε αίτημα αυτού για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε' ΠΚ με την εξής αιτιολογία. "Κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ 2 εδ, .ε' ΠΚ, η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την πράξη του, πρέπει να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, λαμβανομένης προς τούτο υπόψη και της βαρύτητας της εγκληματικής δραστηριότητάς του (ΑΠ 759/04 ΕλλΔνη 45 1550). Επί του προκειμένου, ο πρώτος κατηγορούμενος δεν έδειξε τέτοια καλή συμπεριφορά μετά την πράξη του, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το ποινικό του μητρώο, τέλεσε ποινικά αδικήματα, από την εμπορική του δραστηριότητα, και μετά την τέλεση της πράξης του".
Με τις πιο πάνω παραδοχές, το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε.
Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν αναγκαία η έκθεση των επιπλέον στοιχείων που αναφέρει ο αναιρεσείων στην αίτησή του και ειδικότερα δεν απαιτείτο η αξιολόγηση και η αναφορά των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει κάθε επί μέρους παραδοχή του Δικαστηρίου, ούτε είχε υποχρέωση να απαντήσει στα εκτιθέμενα από τον αναιρεσείοντα επιχειρήματα περί της αθωότητάς του. Η αιτίαση, εξάλλου, του αναιρεσείοντος ότι, με σημείωμά του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προέβαλε "αιτιολογημένα συγκεκριμένους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί παραγραφής του φερομένου ως τελεσθέντος από εμένα αδικήματος" και ότι επί των ισχυρισμών αυτών το Δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα, είναι αβάσιμη. Στο εν λόγω σημείωμα του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, όπου αυτό καταχωρήθηκε, πλην του αναφερόμενου περί παραγραφής ισχυρισμού και της αναγνωρίσεως ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ, δεν εκτίθενται συγκεκριμένοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, στους οποίους όφειλε το Δικαστήριο να απαντήσει. Τα όσα εκτίθενται σε αυτό αποτελούν απλώς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου προς αντίκρουση της κατ' αυτού κατηγορίας. Ούτε, εξάλλου ο αναιρεσείων προβάλλει αιτίαση νια απόρριψη άλλου συγκεκριμένου αυτοτελούς ισχυρισμού του .Ειδικώς δε, ως προς τους ισχυρισμούς αυτού, περί του χαρακτήρα της πράξεως για την όποια αυτός καταδικάστηκε, ως πλημμελήματος, που έχει ήδη παραγραφεί, (για τους οποίους γίνεται ειδικότερα λόγος στη συνέχεια) και ως προς το αίτημα για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ, το Δικαστήριο διέλαβε, με όσα αναφέρει στο προεκτιθέμενο σκεπτικό του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Επίσης η αιτίαση, ότι δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αυτή "εξαντλείται, ουσιαστικά, στην απλή επανάληψη του διατακτικού, το οποίο με τη σειρά του συνιστά επανάληψη του διατακτικού της πρωτοδίκου, η οποία με τη σειρά της αποτελεί φωτοτυπία του αρχικού κλητηρίου κατηγορητηρίου", δεν είναι βάσιμη, αφού, ανεξαρτήτως του ότι η επανάληψη στο σκεπτικό του διατακτικού, δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία, όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθεται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, στην εξεταζόμενη υπόθεση ουδόλως το σκεπτικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού. Εξάλλου, από το πιο πάνω σκεπτικό της αποφάσεως, προκύπτει και μάλιστα κατά τρόπο αναμφίβολο ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, χωρίς να υποχρεούται σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, τα όσα εκτενώς εκτίθενται στην κρινόμενη αίτηση, ως αιτιάσεις για μη αξιολόγηση των ειδικώς αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία, κατά την γενόμενη από τον αναιρεσείοντα αξιολόγηση προκύπτουν τα αντίθετα από εκείνα που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή νόμιμης βάσης, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ Κ.Π.Δ πρώτος λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν χρειαζόταν.
Συνεπώς, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας στην απόφαση επιμετρήσεως της συνολικής ποινής του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος . Περαιτέρω το Πενταμελές Εφετείο, με τις πιο πάνω παραδοχές του και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 2803/2000, ως ειδικές, σε συνδυασμό με τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου του 386 ΠΚ, γιατί πρόκειται για απόπειρα απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που τελέστηκε, στις 22/9/1995, έχει δε κακουργηματικό χαρακτήρα και έτσι (το Εφετείο), ορθώς απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, ότι η πιο πάνω πράξη, για την οποία καταδικάστηκε, είχε πλημμεληματικό χαρακτήρα και έχει υποπέσει σε παραγραφή. Συγκεκριμένα ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι η κατ' αυτού ποινική δίωξη αφορούσε έγκλημα απόπειρας απάτης σε βάρος του Δημοσίου, με την προσθήκη των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και του ν. 1608/1950 και το πρωτόδικο Δικαστήριο τον καταδίκασε με βάση τον ειδικό νόμο περί κοινοτικής απάτης (Ν.2803/2000), θεωρώντας ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της κοινής απάτης και του ν. 1608/50 "και φυσικά της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια επιβαρυντικής περίστασης". Εφόσον όμως, όπως υποστηρίζει, ως χρόνος τέλεσης του αδικήματος φέρεται το έτος 1995, χρόνος στον οποίο δεν είχε θεσπισθεί το ιδιώνυμο αδίκημα της κοινοτικής απάτης, η αναδρομική εφαρμογή του ως άνω νόμου περί κοινοτικής απάτης, πρέπει να αποκλειστεί, επειδή είναι δυσμενέστερος από τον νόμο περί κοινής απάτης, όπως ο τελευταίος ίσχυε το έτος 1995 και κατ' ακολουθίαν προκρίνεται, αναγκαστικά, η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ως ευμενέστερης ρύθμισης, αφού η εφαρμογή της οδηγεί στην παραγραφή του εγκλήματος. Τούτο δε, διότι, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, εφόσον η καταδίκη του εχώρησε χωρίς την προσθήκη της επιβαρυντικής αυτής περίστασης, (δηλ. της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης), το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταστήσει χείρονα τη θέση του ως κατηγορουμένου και να την προσθέσει κατά το χρόνο της εκδίκασης και, κατόπιν αυτών, η πράξη της απάτης κατά το έτος 1995 φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος, και ως τέτοια, έχει παραγραφεί. Τους ισχυρισμούς του δε αυτούς, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων, αν και τους είχε προβάλει ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου, το Δικαστήριο δεν τους αντέκρουσε. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμοι και ορθώς απορρίφθηκαν με την πιο πάνω εκτιθέμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του Δικαστηρίου (που δέχθηκε τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως και, κατά λογική ακολουθία ότι δεν συνέτρεχε λόγος παραγραφής). Είναι δε αβάσιμος ο περί παραγραφής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι η εφαρμοστέα, ως επιεικέστερη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, διάταξη του άρθρου 386, όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, προσέδιδε στο διαπραχθέν από αυτόν έγκλημα της απόπειρας απάτης το χαρακτήρα του πλημμελήματος, διότι η καταδίκη του από το πρωτόδικο Δικαστήριο "εχώρησε χωρίς την προσθήκη αυτής της επιβαρυντικής περίστασης, δηλ. της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης". Όμως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως ασχολήθηκε με την συνδρομή αυτής της προϋποθέσεως, ούτε είχε λόγο να το πράξει, αφού δεν προέβη σε έρευνα της υποθέσεως με βάση τις διατάξεις του άρθρου 386 ΠΚ, αλλά με βάση τις επιεικέστερες και ειδικότερες, όπως έκρινε, διατάξεις του ν. 2803/2000 (ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η ποινική δίωξη αφορούσε έγκλημα απόπειρας απάτης σε βάρος του Δημοσίου, με την προσθήκη των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης και του ν. 1608/1950).
Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήταν εφαρμοστέες οι διατάξεις του άρθρου 386 ΚΠΔ, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, δεν αναιρείται ο κακουργηματικός χαρακτήρας αυτής, ώστε να ανακύπτει θέμα παραγραφής. Και συνεπώς είναι αβάσιμη η περαιτέρω αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία ¨είναι αδιάφορη η ειδικότητα του νεότερου νόμου καθόσον είναι "προφανές ότι, εφόσον ο τότε ισχύων περί κοινής απάτης νόμος οδηγεί στην παραγραφή της πράξης, (πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τον νεότερο νόμο), είναι και ο ευμενέστερος", και, ότι "ως εκ τούτου, στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο προχώρησε σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία έσχε κατ' αποτέλεσμα την καταδίκη μου, ενώ, κατά τον ΠΚ, η φερόμενη πράξη μου έχει υποπέσει σε παραγραφή". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 3 ΠΚ η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη, ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη , με την επιφύλαξη των ορισμών του άρθρου 91 για την αόριστη κάθειρξη.
Συνεπώς, το Πενταμελές Εφετείο, το οποίο την ποινή των πέντε ετών που επέβαλε στον αναιρεισείοντα την χαρακτήρισε ως ποινή καθείρξεως , δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από αυτόν, ότι "το ορθόν είναι ότι ανάλογη στερητική της ελευθερίας ποινή μπορεί να είναι μόνον φυλάκιση", είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης της υπό κρίση αιτήσεως, περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ , προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης ,διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, μεταξύ των οποίων και τα προσδιοριζόμενα κατ'αύξοντα αριθμό, ως εξής "......10) Η από .... υπ' αριθ. ..... απάντηση σε αίτηση της ΔΙΔΑΓΕΠ...... 15) Τα από ... και .... υπηρεσιακά σημειώματα. 16) Το από .... υπηρεσιακό σημείωμα. 17) Η από ... εντολή πληρωμής......... 21) Το από ... υπηρεσιακό σημείωμα......... 24) Το από ... υπηρεσιακό σημείωμα..........27) Η από .. εξουσιοδότηση. ....... 35) Η από ... υπεύθυνη δήλωση......". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών (όπως και των λοιπών), ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού ειδικότερα, με την ανάγνωση του κειμένου κάθε εγγράφου, κατέστη γνωστό και κατά το περιεχόμενό του στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, όπως και των υπολοίπων, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού του στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι δεν υπήρχαν άλλα έγγραφα με τα στοιχεία αυτά. Ως εκ τούτου, το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω αριθμούμενα έγγραφα. Επομένως, ο τρίτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης της αίτησης του αναιρεσείοντος , με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της, κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ ΚΠΔ, απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Δικαστήριο της ουσίας προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω αριθμούμενα έγγραφα που αναγνώσθηκαν , χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και άλλα επιπλέον στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά από αυτά και την απόρριψη των πιο πάνω λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ( άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-3- 2007 αίτηση- δήλωση αναιρέσεως (με αρ. πρωτ. 835/29-3-2007) του Χ1 και ήδη κρατουμένου Φυλακών Κορίνθου, κατά της 25, 53Α, 201/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ,.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Φεβρουαρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ