Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1863 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Εξύβριση.




Περίληψη:
Τρεις (3) κατηγορούμενοι. Όλοι παραπέμπονται για εξύβριση. Οι α΄ και β΄ παραπέμπονται και για ηθική αυτουργία στην πράξη. Έννοια όρων. Έλλειψη αιτιολογίας καταδικαστικής απόφασης. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο.




Αριθμός 1863/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 378/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους 1) X1, 2) X2 και 3) X3, κατοίκους ... . Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 6 Μαρτίου 2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 359/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 117/3-4-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Εισάγω στο Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 ΚΠΔ, προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως την 11/6-3-2009 αίτησή μου, με την οποία ζητώ να αναιρεθεί το 378/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και μόνον όσον αφορά την διάταξή του με την οποία παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών οι κατηγορούμενοι Χ3, Χ2 και Χ1, κάτοικοι ..., για να δικαστούν ως υπαίτιοι όλοι μεν εξύβρισης, οι δε δεύτερος και τρίτος και για ηθική αυτουργία στην εξύβριση, που φέρεται να τελέστηκε από τη πρώτη.
ΙΙ. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε αναίρεση, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο της 11/6-3-2009 έκθεσης αναιρέσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω Ι. Να γίνει δεκτή η αίτησή μου.
ΙΙ. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο 378/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και μόνον ως προς τις ως άνω παραπεμπτικές διατάξεις του και
ΙΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση για εκδίκαση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που θα το αποτελέσουν άλλοι δικαστές, από εκείνους που το εξέδοσαν.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Βασίλειος Μαρκής".
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητείται να αναιρεθεί το 378/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και μόνον όσον αφορά την διάταξή του με την οποία παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών οι κατηγορούμενοι: Χ3, Χ2 και Χ1, κάτοικοι ..., για να δικαστούν ως υπαίτιοι, όλοι μεν εξύβρισης, οι δε δεύτερος και τρίτος και για ηθική αυτουργία στην εξύβριση, που φέρεται να τελέστηκε από τη πρώτη. Από τη διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης απαιτείται, εκτός άλλων, να διατυπωθούν από το δράστη, γραπτά ή προφορικά, για κάποιον άλλον, λέξεις ή φράσεις, που, κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γι' αυτόν από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια οικειοθελή ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή άλλου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 367 Π.Κ. προκύπτει ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της δυσφήμησης εκτός από άλλες περιπτώσεις, και όταν η προσβλητική της τιμής και της υπόληψης άλλου εκδήλωση γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος του δράστη ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, με τον απαραίτητο όμως όρο ότι η εκδήλωση αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεί το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο για τη διαφύλαξη του δικαιώματος ή την ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος μέτρο, χωρίς τη χρήση του οποίου δεν θα ήταν δυνατή η προστασία τους με άλλο τρόπο και ότι ο δράστης κινήθηκε στην προσβλητική εκδήλωση αποκλειστικά προς το σκοπό αυτόν. Κατ' εξαίρεση, όμως, δεν αίρεται στις περιπτώσεις αυτές ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής (ή δυσφημιστικής) εκδήλωσης και παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, όταν συντρέχει περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης, καθώς και όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής άλλου. Ο ειδικός αυτός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της εξυβριστικής συμπεριφοράς, όταν δεν ήταν πραγματικά αναγκαίος ο τρόπος αυτός για να αποδοθεί, όπως έπρεπε, αντικειμενικά το περιεχόμενο της σκέψης του δράστη για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του και που, ενώ αυτός (ο δράστης) το γνώριζε, ωστόσο τον χρησιμοποίησε για να προσβάλλει την τιμή του άλλου. Για το λόγο αυτό το Συμβούλιο που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδήλωσης της εξυβριστικής συμπεριφοράς προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξύβρισης, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφραστεί ο δράστης και γενικότερα για να προστατεύσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του. Περαιτέρω, από τη διάταξη του αρ. 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης: α)όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίο ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξ άλλου, στην περίπτωση της ηθικής αυτουργίας, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να αναφέρονται σ' αυτήν ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε στο φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε ότι ο ηθικός αυτουργός παρήγαγε με τον τρόπο και τα μέσα αυτά στο φυσικό αυτουργό την απόφαση, να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Εξάλλου, έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Περαιτέρω, αυτοτελής είναι και ο ισχυρισμός ο προβλεπόμενος από το άρ. 367 παρ. 1 ΠΚ, κατά τον οποίο δεν αποτελούν άδικη πράξη οι εκδηλώσει που γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και, επομένως, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού. Όπως, όμως, συνάγεται από την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προταθεί μόνο όταν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της απλής δυσφήμησης (άρ. 362 Π Κ) ή της εξύβρισης (άρ. 361 παρ.1 ΠΚ) και όχι όταν οι εκδηλώσει αυτές περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρ. 363 ΠΚ, δηλαδή όταν υπάρχει διάδοση ή ισχυρισμός ενώπιον τρίτων ψευδούς ισχυρισμού, εν γνώσει του ψεύδους. Στην τελευταία περίπτωση εφόσον ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, η απόρριψή του δεν χρήζει ειδικής και εμπερισταιωμένης αιτιολογίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων απολογία και τις έγγραφες εξηγήσεις κατηγορουμένων κατά τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του τα παρακάτω κατά λέξη πραγματικά περιστατικά: "Ο εγκαλών, Ψ, εργαζόταν στο Σωματείο με την επωνυμία "Ελληνοαμερικανική Ένωση", που εδρεύει στην ..., επί της οδού ..., από το έτος 1963 έως και τον Οκτώβριο του έτους 1996. Έκτοτε, ο εν λόγω εγκαλών βρίσκεται σε μακροχρόνια δικαστική αντιδικία με το ως άνω Σωματείο, το οποίο εκπροσωπούν νομίμως οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, με την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και του Διευθύνοντος Συμβούλου, αντίστοιχα. Στα πλαίσια της ως άνω αντιδικίας τους, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, υπέβαλαν, ατομικά και ως νόμιμοι εκπρόσωποι του ως άνω Σωματείου, την από 19-4-2006 αίτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσαν να διαταχθεί προσωρινά ο νυν εγκαλών να παραλείπει στο μέλλον προσβλητικές της προσωπικότητας τους ενέργειες. Κατά τη συζήτηση της ως άνω αιτήσεώς τους προσκόμισαν και επικαλέστηκαν ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου την από 27-10-2006 ψυχομετρική πραγματογνωμοσύνη, που συνέταξε η τρίτη κατηγορουμένη, με την ιδιότητα της Ψυχολόγου-Κοινωνιολόγου, κατόπιν δικής εντολής τους, στην οποία διαλαμβάνονταν τα ακόλουθα "Το Σωματείο με την επωνυμία "Ελληνοαμερικανική Ένωση" ... μου ανέθεσε να πραγματοποιήσω μία εξειδικευμένη ψυχομετρική έρευνα που αφορά την προσωπικότητα και τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται ο κ. Ψ ... Για τον σκοπό αυτό μου προσκόμισαν 42 έγγραφα τα οποία αφορούσαν καταγγελίες, μηνύσεις, αναφορές, διεκδικήσεις, αγωγές κατά του Σωματείου με την επωνυμία "Ελληνοαμερικανική Ένωση" και των νομίμων εκπροσώπων του. Ύστερα από την εξέταση όλων αυτών των καταγγελτικών στοιχείων του κ. Ψ, αναδύεται μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα με τάσεις εμμονής και αντιφατικές συμπεριφορές. Ενώ, σε πρώτο στάδιο, το Σωματείο με την επωνυμία "Ελληνοαμερικανική Ένωση" ικανοποίησε τα χρηματικά του αιτήματα στο ακέραιο, όπως φαίνεται από τα σχετικά έγγραφα, ο κ. Ψ επανήλθε με συνεχείς διεκδικήσεις οι οποίες αποσκοπούν σε πρόσθετη χρηματική ικανοποίηση. Αυτή η συμπεριφορά συνθέτει εκβιαστική τάση μιας προσωπικότητας η οποία παραμένει συνεχώς ανικανοποίητη. Είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από τις ενέργειες του κ. Ψ, να εμφορείται από ιδέες καταστροφής και δίωξης κατά του Σωματείου με την επωνυμία "Ελληνοαμερικανική Ένωση" και των νομίμων εκπροσώπων του". Οι προαναφερόμενες όμως αξιολογικές κρίσεις, αλλά και οι χαρακτηρισμοί, που διέλαβε στην ως άνω ψυχομετρική της πραγματογνωμοσύνη η εν λόγω κατηγορουμένη, προσβάλουν αναμφισβήτητα την τιμή του εγκαλούντος, ο δε ισχυρισμός της ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της εξύβρισης διότι αποτελούν επιστημονική της γνώμη, για την αντιδικία μεταξύ εγκαλούντος και του προαναφερόμενου Σωματείου και δεν ενέχουν σκοπό προσβολής αυτού, κρίνεται αβάσιμος, πρωτίστως, διότι ουδέποτε εξέτασε τον εγκαλούντα, προκειμένου να διαμορφώσει σαφή άποψη, για την προσωπικότητά του. Περαιτέρω, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, εκτός του ότι προκάλεσαν την απόφαση στην ως άνω κατηγορουμένη να διαλάβει τους ως άνω προσβλητικούς χαρακτηρισμούς στην ψυχομετρική της έρευνα, προσκόμισαν και επικαλέστηκαν το έγγραφο αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου διαπράττοντας έτσι και οι ίδιοι την πράξη της εξύβρισης". Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων προκειμένου να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις όλοι μεν της εξυβρίσεως, οι δε δεύτερος και τρίτος και για ηθική αυτουργία στην εξύβριση, που φέρεται ότι τελέστηκε από την πρώτη. Όμως, οι παραπάνω παραδοχές δεν αποτελούν την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική αιτιολογία. Συγκεκριμένα η μοναδική αναφορά που γίνεται, προκειμένου να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός των κατηγορουμένων, ότι συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 367 Π.Κ. είναι η φράση "κρίνεται αβάσιμος (ο σχετικός ισχυρισμός). Κατά πρώτο λόγο, διότι ουδέποτε εξέτασε τον εγκαλούντα, προκειμένου να διαμορφώσει σαφή άποψη, για την προσωπικότητά του. Αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογημένη απόρριψη του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού. Ειδικότερα, το παραπάνω Συμβούλιο, εκείνο που είχε υποχρέωση να κάνει, προκειμένου να στηρίξει την περί ύπαρξης "σκοπού εξύβρισης" των κατηγορουμένων κρίση του, ήταν να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος που ενέργησαν οι κατηγορούμενοι δεν ήταν αναγκαίος για να εκφράσουν τις απόψεις τους, προς στήριξη των νομίμων συμφερόντων τους και, περαιτέρω να εκθέσει (το ίδιο Συμβούλιο) ποιες φράσεις αντί εκείνων που χρησιμοποιήθηκαν, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, στα πλαίσια της ελευθερίας της έκφρασης της επιστημονικής άποψης της πρώτης και της προστασίας των συμφερόντων τους, για τα οποία είχαν προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου, όπου και αποκλειστικά χρησιμοποιήθηκε το κρίσιμο έγγραφο.
Περαιτέρω και σε σχέση με την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε εξύβριση, δεν υπάρχει η αναγκαία αιτιολογία αφού το Συμβούλιο περιορίζεται στη φράση "οι δύο κατηγορούμενοι προκάλεσαν την απόφαση να διαλάβει τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς στην ψυχομετρική έρευνα", χωρίς να αναφέρει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία προκλήθηκε η απόφαση στον φυσικό αυτουργό και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε ότι οι "ηθικοί αυτουργοί" παρήγαγαν με τον τρόπο και τα μέσα αυτά την απόφαση του φυσικού αυτουργού να εκτελέσει την άδικη πράξη της εξύβρισης. Επομένως στο παραπάνω βούλευμα, υπάρχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το άρθρο 139 ΚΠΔ. Γι' αυτό και πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, αναιρετικός λόγος και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Στη συνέχεια πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, γιατί είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν αποφανθεί προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το υπ' αριθμ. 378/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως προς όλους τους κατηγορούμενους. Και

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ανωτέρω Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που είχαν αποφανθεί προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή