Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ποινή συνολική, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Λαθρομεταναστών μεταφορά, Παράνομη κατακράτηση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράνομη κατακράτηση και παράβαση άρθρ. 55 § 1 Ν. 2910/2001. Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης, ο οποίος εντελώς αορίστως υποβλήθηκε. Παραδοχή λόγου αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν προέβη στην επιμέτρηση συνολικής χρηματικής ποινής. Αναιρεί κατά τούτο και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1880/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λιτίνα Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21.7.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή σύμφωνα με την 104/21.7.10 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Νοεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Χ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Στρατή περί αναιρέσεως της 1079/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2010 αίτηση του αναιρεσείοντα, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 527/10.
ΑΦΟΥ ΑΚΟΥΣΕ Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 325 ΠΚ όποιος με πρόθεση κατακρατεί άλλον χωρίς τη θέληση του ή του στερεί με άλλον τρόπο την ελευθερία της κινήσεώς του, τιμωρείται με φυλάκιση και, αν η κατακράτηση διήρκεσε μακρό χρονικό διάστημα, με φυλάκιση τουλάχιστον στον δύο (2) ετών.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της παράνομης κατακρατήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς, παράνομη αποστέρηση της ελευθερίας κινήσεως του παθόντα, έστω και για ελάχιστο χρόνο, χωρίς τη συναίνεση του, η οποία πραγματώνεται, είτε με την κατακράτηση του παθόντα σε περίκλειστο χώρο, από τον οποίο εμποδίζεται ή, άλλως πως, αδυνατεί να εξέλθει, είτε με την καθ' οιονδήποτε τρόπο στέρηση της ελευθερίας κινήσεως αυτού στον χώρο, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της παράνομης αποστερήσεως της ελευθερίας κινήσεως του παθόντα, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και συγκεκριμένα είτε συνεπεία μηχανικών εμποδίων, είτε συνεπεία σωματικής βίας, η απειλής βίας καθώς και ψυχολογικής επιδράσεως, αλλά και με παράλειψη, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 ΠΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 55§1 του Ν 2910/2001, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 37 του Ν. 3153/1-6-2003 "Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα αλλοδαπούς, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτών που τους προωθούν στο εσωτερικό της χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή ενός εκατομμυρίου έως πέντε εκατομμυρίων δραχμών για κάθε μεταφερόμενο αλλοδαπό".
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως τους, διότι στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοι τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως, της ικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότητας αυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να είναι ορισμένοι, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη συγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των αόριστων αυτών ισχυρισμών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπο του ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, ποινής.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ. 1079/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για παράνομη κατακράτηση κατά συρροή και παράνομη μεταφορά από κοινού αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας κατά συρροή, και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα ( 9 ) ετών και δυο μηνών μετατραπείσα σε χρηματική και χρηματική ποινή (για την β' πράξη) τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο αλλοδαπό. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα κατά το είδος αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα:
"Ο κατηγορούμενος, στο ..., στις 18/20-5-2003, με πρόθεση κατακράτησε τους αναφερόμενους στο διατακτικό 25 Πακιστανούς λαθρομετανάστες, χωρίς την θέλησή τους, κλειδωμένους σε υπόγεια αποθήκη ιδιοκτησίας του στερώντας τους την ελευθερία κίνησής τους. Επίσης μαζί με άλλους άγνωστους δράστες συμμετείχε στη μεταφορά από την Τουρκία των ίδιων αλλοδαπών, οι οποίοι δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και τον ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 325 ΠΚ και 552§1 Ν 2910/2001, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Η ειδικότερη αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντως ότι χωρίς αιτιολογία απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84§2α ΠΚ) είναι αβάσιμη, διότι όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα του βασίμου του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου που τον εκπροσωπούσε προέβαλε τον εξής ισχυρισμό "Είμαι πάμπολλα χρόνια στην Ελλάδα και ασχολούμαι με καφετέρειες και μέχρι σήμερα συνεχίζω να έχω λευκό ποινικό μητρώο και έτσι θα πρέπει να μου αναγνωρισθεί ο πρότερος έντιμος βίος" ο οποίος όμως είναι παντελώς αόριστος και το δικαστήριο δεν υποχρεούτο να απαντήσει σ' αυτόν, αφού δεν αρκεί μόνο η επίκληση του λευκού ποινικού μητρώου, ή η απασχόληση σε εργασία, αλλά απαιτείται και η επίκληση θετικών στοιχείων με αναφορά σε πραγματικά περιστατικά που να είναι ικανά, αληθή υποτιθέμενα να χαρακτηρίσουν τον δράστη έντιμο, που όμως εν προκειμένω δεν προβλήθηκαν. Οι λοιπές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510§1 στοιχ.Δ' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 470 εδ.α' ΚΠοινΔ "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε η υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ.Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του επιβλήθηκε Πρωτοδίκως. Ειδικότερα, εάν συντρέχουν περισσότερες από μια χρηματικές ποινές και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιβάλλει μια συνολική χρηματική ποινή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως που άσκησε ο καταδικασθείς κατηγορούμενος, ή ασκήθηκε υπέρ αυτού το ένδικο τούτο μέσο, υποχρεούται, σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου να επιβάλει μια συνολική χρηματική ποινή, άλλως υπερβαίνει την εξουσία του. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος αναιρεσείων καταδικάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ'αριθμ. 40103/08 απόφασή του για τις ως άνω πράξεις και του επεβλήθη, πλην άλλων για την δεύτερη πράξη και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο και συνολική χρηματική ποινή 29.000 ευρώ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλήφθη της υποθέσεως, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως του καταδικασθέντος κατηγορούμενου ήδη αναιρεσείοντος, αφού καταδίκασε τον άνω κατηγορούμενο για τις άνω πράξεις επέβαλε πλην άλλων, για την δεύτερη πράξη και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, χωρίς όμως να προβεί στην επιμέτρηση συνολικής χρηματικής ποινής. Έτσι όμως, κρίνοντας υπερέβη την εξουσία του γι αυτό πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος και τελευταίος, εκ του άρθρου 510§1 εδ.Η ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως ως βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος περί καθορισμού συνολικής χρηματικής ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο δικαστήριο που εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ. 1079/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών κατά το μέρος περί καθορισμού συνολικής χρηματικής ποινής.
Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα συζήτηση, μόνο κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 30 Μαρτίου 2010 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της υπ'αριθ.1079/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ