Αριθμός 560/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Πέππα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεράσιμου Φουρλάνου) - Εισηγητή, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη και Αγγελική Τζαβάρα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Περάκη και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κυριάκου Κόκκινου και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/2/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 8/2016 του Εφετείου Κρήτης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15/3/2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν (Ολ ΑΠ 4/2005, 7/2006).
Συνεπώς, κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ’ επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι, με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (Ολ ΑΠ 20/2005). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, όπως τα τρία τελευταία έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3043/2002, προκύπτει ότι ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, δικαιούται, κατ’ επιλογή του, είτε να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να μειώσει το τίμημα, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση της πώλησης, είναι διαπλαστικό δικαίωμα, ασκείται κατ’ αρχήν άτυπα, με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον αντισυμβαλλόμενο, αλλά και με εξώδικη δήλωση, αγωγή, ανταγωγή, ένσταση, αλλά και με συμφωνία των μερών, ενεργεί αναδρομικά και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής (άρθρα 389 επ. ΑΚ). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 554 και 555 εδ. α’ ΑΚ προκύπτει, ότι τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά, ενώ η παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή, ακόμη και αν ο αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα. Έτσι, στις περιπτώσεις που ο αγοραστής ασκεί δικαίωμα υπαναχώρησης ή μείωσης του τιμήματος (όχι με αγωγή αλλά) με εξώδικη δήλωση, είναι υποχρεωμένος να απευθύνει αυτή τη δήλωση στον πωλητή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 554 ΑΚ. Η σκοπούμενη διάπλαση θα επέλθει βέβαια τότε, εφόσον ο αγοραστής είχε πραγματικά το αντίστοιχο δικαίωμα, πράγμα που σε περίπτωση αμφισβήτησης εκ μέρους του πωλητή θα κριθεί από το δικαστήριο ύστερα από σχετική αγωγή του αγοραστή (αναγνωριστική ή καταψηφιστική) ή του πωλητή (αναγνωριστική), οι οποίες μπορούν να ασκηθούν και αφού παρέλθει η προθεσμία του άρθρου 554 ΑΚ. Αντιθέτως, στην περίπτωση που ο αγοραστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης ή της μείωσης του τιμήματος με αγωγή, η αγωγή αυτή πρέπει να ασκηθεί μέσα στην πενταετία για τα ακίνητα και τη διετία για τα κινητά του άρθρου 554 ΑΚ. Κατά δε το άρθρο 558 του ίδιου κώδικα, ο αγοραστής, μπορεί και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής να ασκήσει με ένσταση τα εξ αιτίας του ελαττώματος ή της ελλείψεως συνομολογημένης ιδιότητας δικαιώματά του, εφόσον εντός του χρόνου της παραγραφής ειδοποίησε τον πωλητή γι’ αυτό. Εφόσον, λοιπόν, συντρέχει η προϋπόθεση της εμπρόθεσμης ειδοποίησης, ο αγοραστής έχει δικαίωμα να ασκήσει, αλλά μόνο κατ’ ένσταση, χωρίς χρονικό πλέον περιορισμό, κάθε δικαίωμα που έχει λόγω της υπάρξεως ελαττώματος ή ελλείψεως κάποιας από τις συμφωνηθείσες ιδιότητες. Η ειδοποίηση που προβλέπει η ΑΚ 558 πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, θα πρέπει δηλαδή να καθορίζεται σ’ αυτή το συγκεκριμένο ελάττωμα ή η έλλειψη της ιδιότητας (ή ενδεχομένως τα περισσότερα ελαττώματα ή ελλείψεις) που εμφανίζει το πωληθέν και να συνάγεται από αυτήν, έστω και συμπερασματικά ότι ο αγοραστής επιφυλάσσεται να ασκήσει τα δικαιώματά του. Μια αόριστη ειδοποίηση του αγοραστή προς τον πωλητή ότι το πωληθέν έχει ελαττώματα και ελλείψεις θα δημιουργούσε αβεβαιότητα στον πωλητή, πράγμα που θα αντέβαινε στο σκοπό της ΑΚ 558. Η ειδοποίηση αυτή αποτελεί μονομερή δήλωση του αγοραστή, από τη λήψη της οποίας εξαρτά ο νόμος ορισμένο έννoμo αποτέλεσμα, μπορεί δε να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και σιωπηρά και δεν απαιτεί ορισμένο τύπο. Έτσι, ως ειδοποίηση, κατά την έννοια του άρθρου 558 ΑΚ, μπορεί να εκτιμηθεί, στα πλαίσια άσκησης (μετά το χρόνο παραγραφής του άρθρου 554 ΑΚ), με ένσταση, του δικαιώματος υπαναχώρησης του αγοραστή, εναγόμενου για την καταβολή του τιμήματος και η γενόμενη, μέσα στην πενταετία ή διετία, αντίστοιχα, του άρθρου 554 ΑΚ, εξώδικη δήλωση υπαναχώρησης που δεν έγινε αποδεκτή από τον πωλητή και δεν αποτέλεσε το κύρος της αντικείμενο σχετικής δίκης, εφόσον διαλάμβανε επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών ελαττωμάτων ή έλλειψη συγκεκριμένων συνομολογημένων ιδιοτήτων. Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Στις 15.12.2004 ο ενάγων, ο οποίος είναι εισαγωγέας ξενοδοχειακού επίπλου, ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία, νόμιμα εκπροσωπούμενη από τη δεύτερη εναγόμενη, για τις ανάγκες του ξενοδοχείου της με την επωνυμία ..., που βρίσκεται στο ..., όπως η συμφωνία αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε στις 20.12.2005, τα παρακάτω ξενοδοχειακά έπιπλα: 1. κεφαλάρι κρεβατιού 300 cm Χ61,τεμάχια 73 X 60€, αξίας 4380€, 2. κρεβατι 90Χ200cm, τεμάχια 143X40€, αξίας 5360€, 3. κρεβάτι 160Χ200cm, τεμάχια 7X80€, αξίας 560€, 4. κομοδίνα 146X40€, αξίας 5840€, 5. τουαλέτα και καθρέπτης, τεμάχια 73X150€,αξίας 10.950€, 6. μπαγγαζιέρα, τεμάχια 73X40€,αξίας 2920€, 7. ντουλάπα 100X215cm, τεμάχια 55X260€, αξίας 14.300€, 8. ντουλάπα 90Χ215cm, τεμάχια 14X260€, αξίας 3640, 9. ντουλάπα 80X215cm, τεμάχια 4X260€, αξίας 1040€, 10. καναπέδες με πλάτη τεμάχια 20X190, αξίας 3800€, 11. καθρέπτες, τεμάχια 72X30€, αξίας 2160€ και συνολικά 54.940€ πλέον ΦΠΑ (18%) 9.891€ και συνολικού ποσού 64.841€. Συμφωνήθηκε επίσης προφορικά ότι τα έπιπλα αυτά θα ήταν τύπου (μοντέλου) ΡΑΝSΕΤ από MDF, με επένδυση μελαμίνης σε απομίμηση ξύλου δρυός, με απόχρωση φυσικού δρυός και με τις τροποποιήσεις που ζήτησαν οι εναγόμενες με βάση τις ανάγκες τους. Την ημέρα της συμφωνίας η δεύτερη εναγόμενη, ως νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης, εξέδωσε σε διαταγή του ενάγοντα και του παρέδωσε τη με αριθ.... μεταχρονολογημένη επιταγή, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης 15.3.2005, με πληρώτρια την τράπεζα ... ΒΑΝΚ, ποσού 15.500€, χάριν καταβολής μέρους του τιμήματος, ενώ το υπόλοιπο, ύψους 49.341€, συμφωνήθηκε να καταβληθεί κατά την παράδοση των πωληθέντων πραγμάτων. Τον Ιανουάριο 2005, ο ενάγων απέστειλε στους εκπροσώπους της α’ εναγόμενης ηλεκτρονικό μήνυμα με τις φωτογραφίες των επίπλων που λήφθηκαν στους χώρους συσκευασίας του οίκου του εξωτερικού στη ..., όταν είχε ήδη ολοκληρωθεί η παραγωγή των επίπλων της παραγγελίας. Επίσης τους απέστειλε φωτογραφίες κατά το χρόνο φόρτωσης των επίπλων πριν την αναχώρησή τους για την Ελλάδα και η νόμιμη εκπρόσωπος της α’ εναγόμενης δεν έφερε καμμία αντίρρηση. Έτσι στις 22.2.2005, τα έπιπλα έφτασαν στο ξενοδοχείο των εναγομένων και στις 22 και 23/2 παρουσία του εκπροσώπου της εναγομένης Φ. Χ., του ενάγοντα Σ. Σ., καθώς και των Α. Σ., Γ. Σ. και Α. Χ., εκφορτώθηκε και τοποθετήθηκε ο ξενοδοχειακός εξοπλισμός που είχε παραγγελθεί σε 71 δωμάτια του ξενοδοχείου της εναγομένης με συνεργεία του ενάγοντα. Κατά τη διάρκεια της τοποθέτησης αυτών απαιτήθηκαν ορισμένες μετατροπές σε κάποια έπιπλα (κεφαλάρια και καθρέπτες), καθώς και τέσσερεις ντουλάπες, οι οποίες έγιναν μέσα στα πλαίσια της καλής συνεργασίας των μερών, από τον Γ. Ζ., τεχνίτη του ενάγοντα, καθώς οι πραγματικές διαστάσεις αυτών ήταν μικρότερες από αυτές που οι εναγόμενες είχαν παραγγείλει. Αφού οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στις 28.2.2005 και τα έπιπλα παραλήφθηκαν και τοποθετήθηκαν ανεπιφύλακτα, από τους εκπροσώπους της α’ εναγόμενης, ο ενάγων αφού εξέδωσε το με αρθμ. ....3.2005 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο, συνολικού ύψους μαζί με τον αναλογούντα ΦΠΑ 64.841€, μετέβη στο ξενοδοχείο ..., για να παραλάβει το υπόλοιπο του οφειλομένου τιμήματος. Τότε, οι εκπρόσωποι της α’ εναγόμενης εταιρείας αρνήθηκαν να του καταβάλουν το υπόλοιπο τίμημα των 49.341€, ισχυριζόμενοι ότι τα έπιπλα που τους παραδόθηκαν, ήταν διαφορετικά ως προς το χρώμα και την ποιότητα από αυτά που είχαν παραγγείλει. Ο ενάγων μετά απ’ αυτό, αποχώρησε και στη συνέχεια στις 22.3.2005 με την αριθμ....22.3.2005 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων Ε. Κ., επέδωσε με θυροκόλληση στην α’ εναγόμενη το προαναφερόμενο τιμολόγιο, μετά την άρνηση της δεύτερης να το παραλάβει και ζήτησε να του καταβληθεί το τίμημα της πώλησης. Στη συνέχεια η πρώτη εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) με την από 4.3.2005 εξώδικη πρόσκληση, δήλωση και διαμαρτυρία προς τον ενάγοντα, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτόν στις 7.3.2005.... δήλωσε α) ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση λόγω έλλειψης των συμφωνηθέντων ιδιοτήτων των πωληθέντων πραγμάτων και τον κάλεσε εντός 10 ημερών, να παραλάβει τα παραπάνω είδη και β) ότι πρόκειται να ανακαλέσει την επιταγή την οποία είχε δώσει χάριν καταβολής μέρους του τιμήματος. Την ίδια ημέρα (7.3.2005) με την από 4.3.2005 δήλωσή της προς την τράπεζα ... ΒΑΝΚ την οποία επέδωσε στην τελευταία ... ανακάλεσε τη με αριθ.... επιταγή που είχε εκδοθεί σε διαταγή του ενάγοντα, ποσού 15.500€, αν και υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια, ισχυριζόμενη ότι υπαναχώρησε από τη σύμβαση πωλήσεως. Κατά τον ίδιο χρόνο οι εκπρόσωποι της α’ εναγόμενης αφαίρεσαν τα έπιπλα που είχαν τοποθετηθεί από τους τεχνίτες του ενάγοντα στα δωμάτια του ξενοδοχείου και τα σώρευσαν στον αύλειο χώρο του, δίπλα στο δρόμο, αφήνοντάς τα εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες και στη συνέχεια στις 7.3.2005 με αίτησή τους στο Τεχνικό Επιμελητήριο ζήτησαν τη σύνταξη ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία διενεργήθηκε από τον αρχιτέκτονα μηχανικό Ε. Κ. και υποβλήθηκε στις 11.4.2005 στο Τεχνικό Επιμελητήριο Χανίων με θέμα: "Έλεγχος ποιότητας υλικών κατασκευής και σύγκριση παραγγελθέντος-παραδοθέντος ξενοδοχειακού εξοπλισμού". Ο πραγματογνώμονας μεταξύ άλλων αποφάνθηκε ότι η ποιότητα των υλικών και η απόχρωσή του είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του δείγματος και κατά συνέπεια της δοθείσης παραγγελίας. Ο ενάγων διαμαρτυρόμενος για τα συμπεράσματα αυτής απέστειλε δύο εξώδικες προσκλήσεις προς τον πραγματογνώμονα στις 25.11.2005 και στον πραγματογνώμονα και το Τεχνικό Επιμελητήριο την 1.2.2006 διαμαρτυρόμενος για τα συμπεράσματα αυτής, θεωρώντας ότι ελήφθησαν μονομερώς, χωρίς την έκθεση των δικών του απόψεων. Εξάλλου, ο ενάγων αμέσως μετά τη δήλωση υπαναχώρησης επέδωσε στην α’ εναγόμενη την από 17.3.2005 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία (βλ. τη με αριθμ. ...17.3.2005 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων Ε. Κ.), διαμαρτυρόμενος για την αντισυμβατική συμπεριφορά της, μη αποδεχόμενος την υπαναχώρησή της από τη σύμβαση και δηλώνοντας ότι θα καταφύγει στα αρμόδια δικαστήρια. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε στη συνέχεια ότι ο ενάγων στις 17.3.2005 ειδοποιήθηκε από την τράπεζα ... στην οποία διατηρούσε αλληλόχρεο λογαριασμό και στην οποία είχε προεξοφλήσει λόγω ενεχύρου την προαναφερόμενη επιταγή, ότι στις 15.3.2005 η ... απέστειλε την επιταγή προς πληρωμή στην ... ΒΑΝΚ και η τελευταία την επέστρεψε στις 17.3.2005 ως ακάλυπτη. Στη συνέχεια ο ενάγων κατέβαλε στη ΕURΟΒΑΝΚ το ποσό της επιταγής (15.500) και κατέστη νόμιμος κομιστής αυτής. Στις 17.3.2005 την εμφάνισε προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της, η επιταγή σφραγίστηκε ως ακάλυπτη την ίδια ημέρα. Στις 15.9.2005 εκδόθηκε με αίτηση του ενάγοντα η με αριθμ. 217/2005 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, η οποία επέτασσε την α’ εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό της επιταγής 15.500€ με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της εμφάνισης της (16.3.2005) καθώς και την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Η εναγόμενη άσκησε κατά της διαταγής αυτής τη με αριθμ. πρωτ. ...2005 ανακοπή και ζήτησε την ακύρωση αυτής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων με την αριθμ. 242/2009 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε την προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής δεχόμενη ως ουσιαστικά βάσιμο το λόγο της ανακοπής με τον οποίο η εναγόμενη υπαναχωρούσε από τη σύμβαση, λόγω πραγματικών ελαττωμάτων των πωληθέντων επίπλων. Ο ενάγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 302/2011 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Κρήτης, η οποία απέρριψε την ένσταση υπαναχώρησης ως αόριστη, καθώς και τους λοιπούς λόγους της ανακοπής ως μη νόμιμους και επικύρωσε τη με αριθμ. 217/2005 διαταγή πληρωμής, η οποία έχει καταστεί πλέον τελεσίδικη. Έτσι, στις 9.9.2011 η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 26.489,976, για εξόφληση του κεφαλαίου της επιταγής (15.5006), των νόμιμων τόκων και των δικαστικών εξόδων αυτής, εξοφλώντας με τον τρόπο αυτό ισόποσο μέρος του τιμήματος. Στη συνέχεια ο ενάγων άσκησε την κρινόμενη αγωγή ζητώντας την καταβολή ολοκλήρου του τιμήματος. Οι εναγόμενες με το σχετικό λόγο έφεσής τους δηλώνουν ότι έχουν υπαναχωρήσει από τη σύμβαση με την από 4.3.2005 εξώδικη πρόσκλησή τους, ισχυριζόμενες ότι ο εξοπλισμός που παρέλαβαν ήταν από διαφορετικό ξύλο και χρώμα από αυτό που είχαν παραγγείλει, επαναλαμβάνοντας εκ νέου ότι υπαναχωρούν με την έφεσή τους. Ο ενάγων, με τις νόμιμα κατατεθειμένες προτάσεις του, ισχυρίζεται ότι η υπαναχώρηση έχει καλυφθεί από το δεδικασμένο της με αριθ. 302/2011 αμετάκλητης απόφασης του Δικαστηρίου αυτού. Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν ευσταθεί και επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς η δήλωση υπαναχώρησης της α’ εναγόμενης κρίθηκε ως αόριστη από τη με αριθμ.302/2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού και όχι ως ουσιαστικά αβάσιμη και επομένως δεν έχει καλυφθεί από το δεδικασμένο, όπως στη μείζονα σκέψη προαναφέρθηκε. Περαιτέρω όμως αποδείχτηκε ότι και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά αυτής (υπαναχώρησης), η σχετική αξίωσή της α’ εναγόμενης έχει υποκύψει σε παραγραφή, κατά σχετική παραδοχή του αιτήματος του ενάγοντα, αφού ο διαδραμών χρόνος από την εμφάνιση του ελαττώματος (22.3.2005), που η ίδια δηλώνει ότι διαπίστωσε τα ελαττώματα των επίπλων, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης (12.11.2013), που επαναλαμβάνει τη δήλωση υπαναχώρησης, είναι πολύ μεγαλύτερος της διετίας που προβλέπει το άρθρο 554 ΑΚ χωρίς να υπάρξει νέα διακοπή της παραγραφής.
Συνεπώς, η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει ολόκληρο το τίμημα που συμφωνήθηκε και αντίστοιχα ο ενάγων να ζητήσει την αποπληρωμή του υπολοίπου τιμήματος δηλαδή 49.341€, εφόσον όπως προαναφέρθηκε χώρησε αναγκαστική εκτέλεση και ο τελευταίος εισέπραξε το ποσό της επιταγής 15.500€ και ως προς αυτό η απαίτησή του αποσβέστηκε. ...Μετά απ’ αυτά η αγωγή πρέπει α) ν’ απορριφθεί ως προς τη β’ εναγόμενη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του ενάγοντα όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό και β) να γίνει δεκτή για την α’ εναγόμενη ως προς την κύρια βάση της κατά ένα μέρος ως και ουσιαστικά βάσιμη, ενώ παρέλκει η εξέταση της επικουρικής βάσης της...". Με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο, δεχόμενο μερικώς την υπό κρίση αγωγή, ως προς την αναιρεσείουσα, μετά από εξαφάνιση της πρωτόδικης οριστικής απόφασης που είχε εκδοθεί ερήμην της εναγομένης-αναιρεσείουσας, υποχρέωσε την τελευταία, να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 49.341 ευρώ, ως υπόλοιπο οφειλόμενου τιμήματος και το ποσό των 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση του αναιρεσιβλήτου λόγω ηθικής βλάβης του από την αναφερόμενη στην αναιρεσιβαλλομένη αιτία (που δεν αποτελεί αντικείμενο της αναιρετικής δίκης).
Με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα μέμφεται την αναιρεσιβαλλομένη για την πλημμέλεια από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση, ότι το Εφετείο, δεχόμενο παραγραφή του δικαιώματός της προς υπαναχώρηση, ασκηθείσα κατ’ ένσταση με την έφεση και τις έγγραφες προτάσεις της, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 554 ΑΚ, την οποία εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, καθώς και εκείνη του άρθρου 558 ΑΚ, την οποία δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, εφόσον αυτή μέσα στο χρόνο παραγραφής του άρθρου 554 ΑΚ, με την εξώδικη δήλωσή της περί υπαναχωρήσεως, είχε ειδοποιήσει τον αναιρεσίβλητο για την έλλειψη των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων πραγμάτων. Ο λόγος αυτός στηρίζεται, προεχόντως, σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Τούτο, διότι στις ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης δεν διαλαμβάνονται περιστατικά στοιχειοθετούντα ειδοποίηση, κατά τον σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 558 ΑΚ ειδικό και συγκεκριμένο τρόπο, του αναιρεσιβλήτου από την αναιρεσείουσα, για έλλειψη συγκεκριμένων συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων πραγμάτων, οπότε θα συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 558 ΑΚ, η δε αναφορά του Εφετείου στην από 4/3/2005 εξώδικη πρόσκληση, δήλωση και διαμαρτυρία της αναιρεσείουσας προς τον αναιρεσίβλητο, στο περιεχόμενο της οποίας και μόνον αυτή εντοπίζει την "ειδοποίηση" του αναιρεσιβλήτου και με την οποία αυτή, σύμφωνα με τις αναιρετικώς ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, δήλωσε, ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση "λόγω έλλειψης των συμφωνημένων ιδιοτήτων των πωληθέντων πραγμάτων", δεν συνιστά ουσιαστική παραδοχή για ειδοποίηση, πληρούσα το αξιούμενο από τη διάταξη του άρθρου 558 ΑΚ περιεχόμενο της ειδικής και ορισμένης "ειδοποίησης" του πωλητή αναιρεσιβλήτου, ικανή να προκαλέσει την από την ανωτέρω διάταξη έννομη συνέπεια. Σημειώνεται, ότι οι αναιρετικές αιτιάσεις αφορούν την ασκηθείσα στο Εφετείο, κατ’ ένσταση υπαναχώρηση της αναιρεσείουσας, οπότε και μόνο μπορούσε να γίνει λόγος για άσκηση δικαιώματος υπαναχώρησης με ένσταση μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, κατά το άρθρο 558 ΑΚ και όχι στην εξώδικη δήλωση περί υπαναχώρησης, την οποία επικαλείται, με το αναιρετήριο, η αναιρεσείουσα, ως στοιχειοθετούσα "ειδοποίηση" κατά την έννοια του άρθρου 558 ΑΚ. Εντεύθεν, το Εφετείο δεχόμενο, ότι το ασκηθέν, στις 12/11/2013, κατ’ ένσταση, στην επί της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου δίκη, δικαίωμα της αναιρεσείουσας προς υπαναχώρηση είχε υποκύψει στην παραγραφή του άρθρου 554 ΑΚ, δεν παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 554 ΑΚ, με εσφαλμένη εφαρμογή της, ούτε εκείνη του άρθρου 558 ΑΚ, με εσφαλμένη μη εφαρμογή της.
Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τ’ αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15/3/2016 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", για αναίρεση της 8/2016 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Απριλίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ