Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1291 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εκκρεμοδικία.




Περίληψη:
Για το παραδεκτό του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα πρέπει να προσδιορίζεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και σε τι συνίσταται η παραβίασή της σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος, οι οποίες πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο. Δεν θεμελιώνεται ο ανωτέρω λόγος επί δικονομικών διατάξεων (άρθρα 57, 36, 43 ΚΠΔ). Έννοια εκκρεμοδικίας. Δεν αποτελεί νέα ποινική δίωξη η συμπληρωματική της προηγούμενης. Ορθή απόρριψη από το Συμβούλιο ισχυρισμού κατηγορουμένης περί εκκρεμοδικίας από προγενέστερη ποινική δίωξη. Απορρίπτει.





Αριθμός 1291/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη, Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ......... .Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουνίου 2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1241/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 410/25.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθ. 9/14-6-2007 αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ'αριθ. 345/2006 βούλευμά του, παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η επελθούσα συνολική ζημία ή το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) της απάτης κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία η επελθούσα ζημία ή το σκοπούμενο όφελος υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ (άρθρα 94 § 1, 87, 98, 216 § § 1 και 3β' και 386 § § 1 και 3α Π.Κ.).
Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, άσκησε η αναιρεσείουσα την υπ'αριθμ. 42/2006 έφεσή της, η οποία απορρίφθηκε κατ'ουσία με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 149/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το βούλευμα τούτο επιδόθηκε στην κατηγορούμενη και τον αντίκλητο δικηγόρο της στις 5-6-2007 και 7-6-2007 αντίστοιχα και άσκησε αυτή νομοτύπως και εμπροθέσμως στις 14-6-2007 την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.). Περιέχει δε αυτή (αναίρεση) ως λόγους αναιρέσεως "την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, άλλως την παραβίαση του δεδικασμένου, άλλως της εκκρεμοδικίας".
Η αναφορά της αναιρέσεως στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής διατάξεως, γίνεται στις διατάξεις των άρθρων 57 § § 1 και 3, 36, 43, 125 και 132 Κ.Π.Δ. (περί δεδικασμένου και εκκρεμοδικίας), οι οποίες είναι δικονομικές διατάξεις και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής αυτών (ΑΠ 628/2000 Π. Χρ. ΝΑ/23).
Συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως και πρέπει να απορριφθεί κατά τούτο ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36, 43, 125, 132 και 57 §§ 1 και 3 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η τελευταία (δεδικασμένο) εφαρμόζεται ανάλογα σε περίπτωση άσκησης δύο ποινικών διώξεων για την ίδια πράξη κατά του ιδίου προσώπου. Σ'αυτήν την περίπτωση εφόσον η μία από αυτές έχει κριθεί οριστικά, όχι όμως και αμετάκλητα, κηρύσσεται απαράδεκτη αυτή που δεν έχει περατωθεί (όπως συμβαίνει και στην περίπτωση του δεδικασμένου). Αν παρά ταύτα, την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η απόφαση, το δικαστήριο, παρότι τίθενται υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν, χωρήσει στην εκδίκαση της μεταγενέστερης κατηγορίας, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας υπό την αρνητική του μορφή (ΑΠ 628/2000 Π.Χρ. ΝΑ'/23).
Στην προκειμένη περίπτωση κατά της αναιρεσείουσας ασκήθηκε ποινική δίωξη και για τις αξιόποινες πράξεις α) της απάτης κατ'εξακολούθηση εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση εκ της οποίας ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ (άρθρα 94 § 1, 98, 386 § § 1 και 3β και 216 § § 1α και 3α Π.Κ.). Ακολούθως η Ανακρίτρια που διενεργούσε την ανάκριση ζήτησε με το υπ'αριθμ. 141/2-5-2006 έγγραφό της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών να προβεί στον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της ποινικής διώξεως για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και δη να χαρακτηρισθούν αυτές ως κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελεσθείσες. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πατρών με το υπ'αριθ. πρωτ. 3259/2-5-2006 έγγραφό του χαρακτήρισε συμπληρωματικά τις πράξεις αυτές όπως η παραπάνω Ανακρίτρια ζήτησε, καίτοι τούτο δεν ήταν αναγκαίο, αφού η τελευταία επιτρεπτώς μπορούσε να λάβει υπ'όψη της τις επιβαρυντικές περιστάσεις που προέκυπταν και να απαγγείλει με αυτές την δέουσα κατηγορία.
Στη συνέχεια εξεδόθη, όπως παραπάνω μνημονεύεται, το υπ'αριθμ. 345/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών με το οποίο παραπέμφθηκε να δικασθεί η αναιρεσείουσα για τις αξιόποινες πράξεις α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και συνήθεια, από την οποία η επελθούσα συνολική ζημία ή το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και β) της απάτης κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η επελθούσα ζημία ή το σκοπούμενο όφελος υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ, χαρακτηρίζοντας έτσι ορθώς τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση και της απάτης κατ'εξακολούθηση με την κακουργηματική τους μορφή, που είχαν αρχικά διωχθεί. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε η αναιρεσείουσα την ανωτέρω έφεσή της επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα το οποίο απέρριψε κατ'ουσία την έφεσή της. Κατ'ακολουθία όλων των παραπάνω αναφερομένων, καθίσταται φανερό ότι δεν υπήρξαν δύο διαφορετικές διώξεις, πρώτη και δεύτερη, για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με την κρινόμενη αναίρεσή της, αλλά μία στην οποία τα πραγματικά περιστατικά ορθώς νομικώς χαρακτηρίσθηκαν. Δεν τίθεται λοιπόν εν προκειμένω θέμα δεδικασμένου ή εκκρεμοδικίας όπως η αναιρεσείουσα διατείνεται και περαιτέρω θέμα αρνητικής υπέρβασης εξουσίας εκ των όσων δέχθηκε αναφορικά με την προτεινόμενη εκκρεμοδικία το προσβαλλόμενο βούλευμα και πρέπει κατά ταύτα να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ. ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 9/14-6-2007 αίτηση αναίρεσης της Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και 2) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήνα 21 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2, 476 § 1 και 484 § 1 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση, που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά βουλεύματος, πρέπει αναγκαίως να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο, διότι διαφορετικά η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, προκειμένου για τον αναιρετικό λόγο της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα (άρθρο 484 § 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ), δεν αρκεί μόνον η αναφορά τούτου στην έκθεση αναιρέσεως αλλά απαιτείται, για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός, να προσδιορίζεται η διάταξη που παραβιάσθηκε και σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίασή της σε σχέση με τις ουσιαστικές παραδοχές του βουλεύματος, που πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πλήττεται το 149/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών κατά το μέρος που απέρριψε κατ' ουσίαν έφεση της αναιρεσείουσας κατά του 345/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, το οποίο παρέπεμψε την αναιρεσείουσα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για απάτη και πλαστογραφία μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος. Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση της κατηγορουμένης, που περιέχεται στην από 14.6.2007 (με αριθμό 9) έκθεση του γραμματέα του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Πατρών. Με την αίτηση προβάλλεται ως λόγος αναιρέσεως ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα "εσφαλμένως εφάρμοσε και ερμήνευσε ουσιαστική ποινική διάταξη (ΚΠΔ 484 § 1 στοιχ. Β')", χωρίς, όμως, να προσδιορίζεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που παραβιάσθηκε. Οι αναφερόμενες, σχετικώς, δικονομικές διατάξεις (άρθρα 36, 43, 57, 125 και 132 ΚΠοινΔ) δεν θεμελιώνουν τον ανωτέρω λόγο, διότι η κατά το ως άνω άρθρο 484 § 1 στοιχ. Β' εσφαλμένη από το δικαστικό συμβούλιο εφαρμογή και ερμηνεία αναφέρεται σε ουσιαστική ποινική διάταξη και όχι δικονομική. Επομένως, ο λόγος αυτός της αιτήσεως είναι απαράδεκτος. Η εκκρεμοδικία, που δημιουργείται από την άσκηση της ποινικής διώξεως για ορισμένο έγκλημα, συνεπάγεται την απαγόρευση νέας ποινικής διώξεως για το ίδιο έγκλημα κατά του αυτού προσώπου. Επομένως, αν για το ίδιο έγκλημα κινήθηκαν δύο ποινικές διώξεις κατά του αυτού προσώπου, η δεύτερη απ' αυτές κηρύσσεται απαράδεκτη, λόγω της εκκρεμοδικίας, η οποία εμποδίζει τη νέα ποινική δίωξη. Ο ΚΠοινΔ δεν προβλέπει ρητή ρύθμιση της εκκρεμοδικίας με την έννοια της υπάρξεως δύο ποινικών διώξεων, των οποίων το περιεχόμενο συμπίπτει στα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία και στα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπο και χρόνο, καθώς και κατά το πρόσωπο του αυτουργού. Η αρχή της εκκρεμοδικίας προκύπτει έμμεσα από τις διατάξεις των άρθρων 125 και 132 ΚΠοινΔ, οι οποίες αποκλείουν τη σύγχρονη εκδίκαση του ίδιου εγκλήματος από περισσότερα αρμόδια δικαστήρια. Η διάταξη του άρθρου 57 § 3 ΚΠοινΔ εφαρμόζεται ανάλογα σε περίπτωση ασκήσεως δύο ποινικών διώξεων για την ίδια πράξη κατά του αυτού προσώπου. Έτσι, αν οι δύο ποινικές διώξεις βρίσκονται στο στάδιο της προδικασίας και συμπίπτουν χρονικά, το επιλαμβανόμενο αυτών δικαστικό συμβούλιο οφείλει να κηρύξει απαράδεκτη τη μεταγενέστερη, άλλως ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος της υπερβάσεως εξουσίας υπό την αρνητική του μορφή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για την έρευνα αναιρετικού λόγου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, κατά της αναιρεσείουσας ασκήθηκε την 30.12.2003 από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών ποινική δίωξη (μετά από προηγηθείσα όμοια σε βαθμό πλημμελήματος) για α) απάτη κατ' εξακολούθηση, εκ της οποίας το συνολικό περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 Ευρώ και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, εκ της οποίας ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δρχ. ή 73.000 Ευρώ και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανακρίσεως από την Ανακρίτρια του Α' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία, μετά την απολογία της κατηγορουμένης, επειδή έκρινε ότι συνέτρεχε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση των ανωτέρω πράξεων, επισήμανε τούτο στον Εισαγγελέα με το 141/2.5.2006 έγγραφό της και ο τελευταίος συνεπλήρωσε αντιστοίχως την ως άνω ποινική δίωξη, με το 3259/2.5.2006 έγγραφό του, η δε Ανακρίτρια κάλεσε την κατηγορουμένη σε συμπληρωματική, με βάση τ' ανωτέρω, απολογία. Ενόψει αυτών δεν πρόκειται για δύο ασκηθείσες κατά της κατηγορουμένης, για τις ίδιες πράξεις, ποινικές διώξεις και επομένως το προσβαλλόμενο βούλευμα, που δεν κήρυξε απαράδεκτη, δεχόμενο την έφεση της κατηγορουμένης, τη δεύτερη ως άνω συμπληρωματική δίωξη, δεν υπερέβη την εξουσία του, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα, κατ' εκτίμηση, με το λοιπό περιεχόμενο της αιτήσεως, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αίτηση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 14 Ιουνίου 2007 αίτηση της Χ1, περί αναιρέσεως του 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή