Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1206 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.




Περίληψη:
Απάτη κατ' εξακολούθηση από κοινού και κατά συρροή από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 €. Έννοια όρων. Παραπονούνται για απόρριψη εφέσεών τους από Συμβούλιο Εφετών. Λόγοι αναιρέσεως, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εφόσον οι αιτήσεις είναι νομότυπες και εμπρόθεσμες, εξέταση για καθένα όλων των προβλεπομένων από το άρθρο 484 παρ. 1, λόγων αναιρέσεως. Απορρίπτει αναιρέσεις.




Αριθμός 1.206/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1) Χ1, 2) Χ2, 3) Χ3 και 4) Χ4, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1.807/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1 Νοεμβρίου 2007, 18 Οκτωβρίου 2007, 24 Οκτωβρίου 2007 και 15 Νοεμβρίου 2007, αντίστοιχα, αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.898/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με: α) τη με αριθμό 286/26.5.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, που είναι ορθή επανάληψη της αντίστοιχης με αριθμό 274/20.5.2008 και β) τη με αριθμό 286Α/27.5.2008 συμπληρωματική πρόταση του ιδίου ως άνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, οι οποίες έχουν ως εξής: Α) Η με αριθμό 286/26.5.2008 εισαγγελική πρόταση: "Ι) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1807/2007 βούλευμά του απέρριψε ως αβάσιμες στην ουσία τους τις υπ' αριθμ. 257/2006, 283/2006, 287/2006 και 293/2006 εφέσεις των Χ1, Χ2, Χ3 και Χ4 κατά του υπ' αριθμ. 2088/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών. Με το τελευταίο αυτό βούλευμα οι ανωτέρω είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τελέσεως από κοινού απάτης κατ' εξακολούθηση από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημιά υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ - 13 περ. στ', 94§1, 98§1, 2 386§1, 3α ΠΚ- σε βάρος των Ζ, Ψ και Ξ. Το άνω βούλευμα επιδόθηκε στους ανωτέρω τρεις πρώτους κατηγορουμένους στις 22-10-2007, 12-10-2007, 17-10-2007 - αντίστοιχα - (βλ. τα αντίστοιχα αποδεικτικά) και κατ' αυτού άσκησαν στις 1-11-2007, 24-10-2007 και 18-10-2007 αντίστοιχα τις 241, 222, 215 αιτήσεις αναιρέσεως και δη οι μεν α, β οι ίδιοι, ο δε γ δια πληρεξουσίου (δυνάμει της από 18-10-2007 εξουσιοδοτήσεως, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του από δικηγόρο) - ενώπιον του γραμματέα Εφετών Αθηνών προβάλλοντας έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης (ο α'), απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία - εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (η β), έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, υπέρβαση εξουσίας - βλ. παρακάτω. Με το πρωτόδικο 2088/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είχαν παραπεμφθεί οι ήδη αναιρεσείοντες διότι "ως υπαίτιοι στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 2002 έως τον Οκτώβριο του 2002, από κοινού ενεργώντας και κατόπιν συναπόφασης, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένες περιουσίες πείθοντας κάποιους άλλους σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος των δραστών και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673, 5 ΕΥΡΩ, οι ίδιοι δε διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, μετά από συναπόφαση, κοινή δράση και με τον προαναφερόμενο σκοπό, εμφανιζόμενοι ο Χ1 ως διευθυντής - επικεφαλής της εδρεύουσας στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους εταιρείας με την επωνυμία .... LIMITED, ο ..., νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, οι Χ4 και Χ2, βασικά διευθυντικά στελέχη της εταιρείας, η Χ3, ανώτερη υπάλληλος, προϊσταμένη λογιστηρίου, κατέχουσα σημαντική θέση στην εταιρεία, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στους εγκαλούντες Ζ, Ψ και Ξ, ότι η ως άνω εταιρεία είχε δυνατότητα άσκησης τραπεζικών εργασιών στο εξωτερικό, ιδιαίτερα δε στον τομέα των αμοιβαίων κεφαλαίων επενδυτικών οίκων του εξωτερικού, ότι είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια και διεθνές κύρος και συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, μεταξύ των οποίων και η εδρεύουσα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους εταιρεία .... LIMITED, που είχε αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων και προώθησε δήθεν διεθνές επενδυτικό πρόγραμμα σε αμοιβαία κεφάλαια με εξασφαλισμένη υψηλή απόδοση, 6-7, 5% ετήσια απόδοση του επενδυόμενου κεφαλαίου, τα οποία (κεφάλαιο και απόδοση) ήταν εξασφαλισμένα με αντασφάλεια στους LLOYDS του Λονδίνου και η ελβετική τράπεζα PBS PRIVATE BANK SWITZERLAND λειτουργούσε ως θεματοφύλακας του εγγυημένου κεφαλαίου και της απόδοσης, τους υποσχέθηκαν δε επιστολή από εξουσιοδοτημένο BROKER των LLOYDS για την αντασφάλεια και αποστολή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Οι εγκαλούντες πείσθηκαν από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις των κατηγορουμένων και τους κατέβαλαν τα παρακάτω χρήματα, προκειμένου να επενδυθούν για λογαριασμό τους, μέσω της ως άνω εταιρείας (.... LIMITED) στα αμοιβαία κεφάλαια της εταιρείας ... LIMITED, ήτοι: α. η πρώτη εγκαλούσα Ζ, στις 2.7.2002, παρέδωσε δια οπισθογραφήσεως τραπεζική επιταγή της ΑΛΦΑ ΒΑΝΚ, που εκδόθηκε την 2.7.02 από το υποκατάστημα .... ποσού 146.735, 15 ΕΥΡΩ για κατάθεση στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εταιρείας, που είχε ανοιχθεί στο όνομά της και της παραδόθηκε η από 2.7.02 επιβεβαίωση παραλαβής της επιταγής αυτής από την εταιρεία ... LIMITED, η από 4.7.02 επιστολή βεβαίωσης ετήσιας απόδοσης του κεφαλαίου 6% και 21 τίτλοι μετοχών συνολικής ονομαστικής αξίας αντίστοιχης με το κατατεθέν ποσό, στις 29.8.02 δε επένδυσε ακόμη 15.638, 34 ΕΥΡΩ, οπισθογραφώντας και παραδίδοντας την υπ' αριθμ. ..... τραπεζική επιταγή της ίδιας ως άνω Τράπεζας, β. ο δεύτερος των εγκαλούντων Ψ, στις 8.7.02 και 11.10.02, επένδυσε στα ως άνω ανύπαρκτα αμοιβαία κεφάλαια ποσά 30.000 ΕΥΡΩ και 15.000 ΕΥΡΩ, αντίστοιχα, παραδίδοντας ισόποσες τραπεζικές επιταγές για κατάθεση, αντίστοιχα, στους υπ' αριθμ. .... και .... λογαριασμούς της εταιρείας, που είχαν ανοιχθεί στο όνομά του και του παραδόθηκαν αντίστοιχα οι από 8.7.02 και 11.10.02 επιβεβαιώσεις παραλαβής των ανωτέρω ποσών από την ....., οι από 8.7.02 και 11.10.02 επιστολές βεβαίωσης ετήσιας απόδοσης του κεφαλαίου 6% και τίτλοι μετοχών και γ. ο τρίτος των εγκαλούντων Ξ κατέθεσε το ποσό των 400.000 ΕΥΡΩ με έμβασμα στον υποδειχθέντα λογαριασμό της ... στην τράπεζα DEUTSCHE BANK Φραγκφούρτης για κατάθεση στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό στο όνομά του, ενώ του παραδόθηκαν η από 22.10.02 επιβεβαίωση παραλαβής του ανωτέρω εμβασθέντος ποσού από την ...., επιστολή βεβαίωσης διετούς απόδοσης του κεφαλαίου 7, 1% και αντίστοιχες μετοχές της .... LIMITED. Οι ανωτέρω παραστάσεις ήταν όμως ψευδείς, αφού η αλήθεια είναι ότι οι OFFSHORE εταιρείες .... LIMITED και .... LIMITED, όπως και πλήθος παρόμοιων εταιρειών ήταν δημιουργήματα του α' κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος μέσω αυτών και με τη βοήθεια των ανωτέρω συγκατηγορουμένων του προέβη στην εξαπάτηση των επενδυτών με την προβολή απατηλών επενδυτικών προϊόντων, όπως τα .... FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, της αντίστοιχης OFFSHORE εταιρείας ... LIMITED, τα οποία ήταν ανύπαρκτα, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρισμα, οι δε τηλεφωνικές γραμμές στο ..., που είχαν δοθεί από την εταιρεία ... στους εγκαλούντες, εκτρέπονταν στα γραφεία της εταιρείας στη ... και οι καθησυχαστικές απαντήσεις του δήθεν Άγγλου BROKER εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρείας, η οποία ασφαλώς δεν ήταν φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, όλα δε τα ανωτέρω παραδοθέντα στους εγκαλούντες έγγραφα ήταν ψευδή και κατασκευασμένα από τους κατηγορουμένους, όπως ψευδή ήταν και τα ενημερωτικά δελτία κίνησης των λογαριασμών τους, που τους απέστειλαν μετά τις ως άνω επενδύσεις τους, ουδέποτε δε οι κατηγορούμενοι επέστρεψαν στους εγκαλούντες τα πιο πάνω ποσά, αλλά τα κατακράτησαν και τα ιδιοποιήθηκαν παράνομα, επιτυγχάνοντας έτσι τον αρχικό σκοπό τους ν' αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη των εγκαλούντων, που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673, 5 ΕΥΡΩ, οι ίδιοι δε διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δηλαδή από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, καθώς και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει αφενός σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου έντονη ροπή τους για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους". Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε με αποκλειστικά δικές του σκέψεις, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και "ειδικότερα από τις ανομωτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων Ζ και Ψ, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και είναι συνημμένα στη δικογραφία, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη, σε συνδυασμό με τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, μετά την αποτυχημένη προσπάθειά του το έτος 1995 να εισέλθει και να εδραιωθεί στο ναυτιλιακό χώρο, συνέλαβε σχέδιο παράνομου πλουτισμού του, δια της δημιουργίας απατηλών επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία θα προωθούσε στην ελληνική αγορά, μέσω OFFSHORE Εταιρειών, εξαπατώντας ανυποψίαστους επενδυτές. Προς τούτο το έτος 1996 δημιούργησε αφενός μεν την υπεράκτια (OFFSHORE) εταιρεία .. LIMITED με έδρα.. τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους και με νόμιμο εκπρόσωπο των γραφείων αυτής στην Ελλάδα, του μη ασκήσαντα έφεση, κατηγορούμενο ...., αφετέρου δε την υπεράκτια (OFFSHORE) εταιρεία .... LIMITED με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής του .... και έδρα επίσης τις Βρετανικές Παρθένους Νήσους. Στη συνέχεια, αφού εξασφάλισε για την εταιρεία .... άδεια εγκατάστασης γραφείων αυτής στην Ελλάδα, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας κατά τις διατάξεις των ΑΝ. 89/1967 και ΑΝ 378/1968, με τη ρητή όμως απαγόρευση, η εταιρεία αυτή να μην έχει οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, εγκατέστησε και λειτούργησε τα γραφεία της εταιρείας σε πολυτελές κτίριο στην οδό .... στη .... με πολυτελή, ακριβό και σύγχρονο εξοπλισμό. Στη συνέχεια, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, από κοινού με τους νομίμους εκπροσώπους των εταιρειών ... και ..., ... και .... αντίστοιχα, αποφάσισαν να δημιουργήσουν, εισάγουν και να προωθήσουν, με δίκτυο πωλητών στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό χρηματιστηριακό προϊόν, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, με την ονομασία ... FUND, το οποίο εμφάνισαν ως προϊόν της εταιρείας ... LIMITED, πλην όμως τούτο ήταν στην ουσία ανύπαρκτο. Η προώθησή του στον ελλαδικό χώρο θα γίνονταν, μέσω της εταιρείας ..... (διαχειρίστρια) καίτοι τούτο απαγορευόταν, διότι η ως άνω εταιρεία, είχε μεν άδεια λειτουργίας, όχι όμως και άδεια διαθέσεως του προϊόντος αυτού στο εσωτερικό της χώρας, όπως προαναφέρθηκε. Στα ίδια γραφεία της ... στη ...είχε την έδρα της και η εταιρεία .... LIMITED. Ως στελεχιακό δυναμικό για την προώθηση του ανύπαρκτου αυτού προϊόντος ο Χ1 χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες υπαλλήλων και συνεργατών του, μεταξύ των οποίων ήταν ο προαναφερόμενος ...., ο οποίος συμμετείχε ενεργά και εν γνώσει του στις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες και οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ4 και Χ2, βασικά στελέχη της ...., οι οποίοι είχαν αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διάθεση του εν λόγω αμοιβαίου, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ανύπαρκτο, καθώς και η Χ3, ανώτερη υπάλληλος (Προϊσταμένη Λογιστηρίου) της ..... Για την καλύτερη προώθηση και διάθεση του αμοιβαίου, ως και για την εισροή πολλών επενδυτών, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι διαμόρφωσαν τα γραφεία της εταιρείας τους καταλλήλως, τοποθετώντας τις απαραίτητες αφίσες και χρησιμοποίησαν πλούσιο και πολυτελές έντυπο διαφημιστικό υλικό με το οποίο ενημέρωναν ψευδούς και εν γνώσει του ψευδώς τους υποψηφίους επενδυτές α) ότι η εταιρεία ... είχε τη δυνατότητα ασκήσεως τραπεζικών εργασιών στο εξωτερικό, ιδιαίτερα δε στον τομέα των αμοιβαίων κεφαλαίων, επενδυτικών οίκων του εξωτερικού, β) ότι είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια, κύρος και τεράστιο κύκλο οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, κυρίως στο Λονδίνο, διαθέτουσα εξειδικευμένο επιτελείο οικονομικών αναλυτών με πολύχρονη εμπειρία και φήμη, γ) ότι συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, μεταξύ των οποίων και η εδρεύουσα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους εταιρεία .... LIMITED, που είχε αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων και ότι μέσω της .... προωθούσε διεθνές επενδυτικό πρόγραμμα σε αμοιβαία κεφάλαια (FUNDS), όπως το αμοιβαίο ... FUND, που είχε εξασφαλισμένη ετήσια απόδοση 6-12% του επενδυομένου κεφαλαίου, καθόσον ενσωμάτωνε αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ των οποίων κυρίως ομόλογα του Αμερικανικού Δημοσίου, δ) ότι το κεφάλαιο και η απόδοση του αμοιβαίου αυτού ήταν εξασφαλισμένα με αυτασφάλεια στους LLOYD' S του Λονδίνου, οι Τράπεζες ROYAL BANK OF SCOTLAND και PBS PRIVATE BANK SWITZERLAND λειτουργούσαν ως θεματοφύλακες του εγγυημένου κεφαλαίου και της απόδοσής του και τέλος ότι εξουσιοδοτημένος Broker των LLOYD' S για την αντασφάλεια, αποστέλλει προς τον εκάστοτε επενδυτή επιστολή, με το αυτασφαληστήριο συμβόλαιο, η δε εταιρεία αποστέλλει στους πελάτες - επενδυτές ανά μήνα, ενημερωτικά δελτία, της κινήσεως του επενδυομένου κεφαλαίου. Οι παραπάνω ψευδείς παραστάσεις αποτέλεσαν το περιεχόμενο και των ενημερωτικών συναντήσεων που οργάνωναν με τους υποψήφιους επενδυτές στα πολυτελή γραφεία της εταιρείας, καθώς και σε διάφορα ξενοδοχεία των ...., όπου οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι διαβεβαίωναν τους παρευρισκομένους (υποψήφιους επενδυτές) για το εξασφαλισμένο του κεφαλαίου της συγκεκριμένης επένδυσης, την αποδοτικότητα του προϊόντος τους και τη μηδενικότητα του επενδυτικού ρίσκου, ενώ συγχρόνως επεδείκνυαν το ικανότατο στελεχιακό δυναμικό της επιχειρήσεως (....), καίτοι γνώριζαν ότι το πωλούμενο απ' αυτούς αμοιβαίο κεφάλαιο ήταν στην ουσία του ανύπαρκτο. Περαιτέρω προέκυψε ότι από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις των εκκαλούντων - κατηγορουμένων πείστηκαν εκατοντάδες επενδυτές (φυσικά και νομικά πρόσωπα, ιδρύματα, σωματεία, Εκκλησία του Βατικανού κλπ.) με συνέπεια από τις καταθέσεις τους να συγκεντρωθεί το χρηματικό ποσό των 45.500.000 ευρώ, το οποίο καρπώθηκαν οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι. Μεταξύ των παραπάνω επενδυτών που παραπλανήθηκαν από τους κατηγορουμένους και έχασαν τα χρήματά τους ήταν και οι εκκαλούντες, οι οποίοι ενημερώθηκαν για το ανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα από τον ασφαλιστή τους ...., με τον οποίο μετέβησαν στα γραφεία της εταιρείας, όπου και πείστηκαν να επενδύσουν τα παρακάτω χρήματα στο ως άνω αμοιβαίο κεφάλαιο της εταιρεία ..... Συγκεκριμένα: α) η πρώτη εγκαλούσα Ζ, περί τα τέλη Ιουνίου 2002, επισκέφθηκε μαζί με τον .... τα γραφεία της ... LIMITED, όπου η εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ3, παρουσιάστηκε ως Διευθύντρια του Λογιστηρίου της εταιρείας, τους έκανε την παρουσίαση του προγράμματος και στις 2-7-2002 η εγκαλούσα παρέδωσε δι' οπισθογραφήσεως τραπεζική επιταγή της ALPHA BANK ποσού 146.735, 15 ευρώ για κατάθεση στον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό της εταιρείας που είχε ανοιχθεί στο όνομά της και της παραδόθηκε η από 2-7-2002 επιβεβαίωση παραλαβής της επιταγής αυτής, από την εταιρεία ..... LIMITED, η από 4-7-2002 επιστολή βεβαίωσης ετήσιας αποδόσεως του κεφαλαίου 6% και 21 τίτλοι μετοχών, συνολικής ονομαστικής αξίας αντίστοιχης με το κατατεθέν ποσό. Επίσης στις 29-8-2002, η ίδια επένδυσε και το ποσό των 15.638, 34 ευρώ οπισθογραφώντας και παραδίδοντας στη Χ3 την υπ' αριθμ. ..... τραπεζική επιταγή της ίδιας ως άνω Τράπεζας, β) ο δεύτερος των εγκαλούντων Ψ μετέβη με τον ..... στα γραφεία της εταιρείας .... LIMITED, όπου συνάντησαν τον Χ4, που τους συστήθηκε ως ένας εκ των Διευθυντών της εταιρείας και την Χ3, Προϊσταμένη του Λογιστηρίου, οι οποίοι τον ενημέρωσαν για το επενδυτικό πρόγραμμα της ... και με τους ανωτέρω όρους επένδυσε στο ως άνω ανύπαρκτο αμοιβαίο κεφάλαιο στις 8-7-2002 και 11-10-2002 τα ποσά των 30.000 ευρώ και 15.000 ευρώ αντίστοιχα, παραδίδοντας ισόποσες τραπεζικές επιταγές για κατάθεση αντίστοιχα στους υπ' αριθμ. ..... και .... λογαριασμούς της εταιρείας, που είχαν ανοιχθεί στο όνομά του και του παραδόθηκαν αντίστοιχα οι από 8-7-2002 και 11-10-2002 επιστολές ετήσιας αποδόσεως του κεφαλαίου 6% και τίτλοι μετοχών και γ) ο τρίτος των εγκαλούντων Ξ, το μήνα Οκτώβριο του 2002 μετέβη με τον .... στα γραφεία της εταιρείας ..... LIMITED, όπου τον ενημέρωσαν για το απατηλό επενδυτικό πρόγραμμα ο Χ2 ως Διευθυντής Πωλήσεων αυτής και η Χ3 ως Προϊσταμένου του Λογιστηρίου και με τους ανωτέρω όρους επένδυσε και αυτός στις 22-10-2002 το ποσό των 400.000 ευρώ, καταθέτοντας αυτό με έμβασμα στον υποδειχθέντα λογαριασμό της ... στην τράπεζα DEUTSCHE BANK Φραγκφούρτης, για κατάθεση στον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό στο όνομά του, ενώ του παραδόθηκαν η από 22-10-2002 επιβεβαίωση παραλαβής του ανωτέρω εμβασθέντος ποσού από την .... LIMITED, επιστολή βεβαίωσης διετούς αποδόσεως του κεφαλαίου με 7, 1% και αντίστοιχες μετοχές της εταιρείας .... LIMITED. Αρχικά οι εγκαλούντες έλαβαν μηνιαίες καταστάσεις των λογαριασμών τους, στις οποίες αναφέρονταν τα ποσά της επενδύσεως και οι υποσχεθείσες αποδόσεις των κεφαλαίων, στη συνέχεια όμως και ενώ ανέμεναν την παράδοση των σχετικών πιστοποιητικών από τους LLOYD' S του Λονδίνου και την παράδοση των ασφαλιστήριων, τον Ιανουάριο του 2003, οι κατηγορούμενοι έκλεισαν τα γραφεία της εταιρείας στη .... και εξαφανίστηκαν, ιδιοποιούμενοι παράνομα τα χρήματα των επενδυτών, τα οποία δεν έχουν αποδώσει μέχρι σήμερα, αρχές δε Φεβρουαρίου του 2003 δημοσιεύτηκαν τα πρώτα στοιχεία της τεράστιας απάτης που έστησε ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος με τη βοήθεια των παραπάνω συνεργατών και συγκατηγορουμένων του. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, οι υπεράκτιες (OFF SHORE) εταιρείες .... LIMITED και .... LIMITED, οι οποίες είχαν στην ουσία ανύπαρκτη επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού είχαν συσταθεί κατ' επίφαση, βάσει των νόμων των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, ήταν δημιουργήματα του πρώτου εκκαλούντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος μέσω αυτών προέβη, με την ενεργό συμμετοχή των ως άνω συγκατηγορουμένων του στην εξαπάτηση των επενδυτών με την προβολή απατηλών επενδυτικών προϊόντων, όπως το .... FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, της αντίστοιχης εταιρείας ... LIMITED, το οποίο ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρυσμα. Επίσης όλα τα ανωτέρω παραδοθέντα στους εγκαλούντες έγγραφα ήταν ψευδή και κατασκευασμένα από τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους, οι δε τηλεφωνικές γραμμές στο ..., που είχαν δοθεί από την εταιρεία .... LIMITED στους εγκαλούντες, εκτρέπονταν όλες στα γραφεία της εταιρείας στη .... και οι καθησυχαστικές απαντήσεις του δήθεν Άγγλου Broker, εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρείας, η οποία ασφαλώς δεν ήταν φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα. Ακόμη ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος, ο οποίος δημιούργησε και πολλές άλλες εταιρείες υπεράκτιες και μη, προς εξυπηρέτηση του ίδιου εγκληματικού σκοπού, όπως τις DEAL F.X. AE, THPEA AE, NATIONAL ENERGY AE, τη χρηματιστηριακή TALADIAN ΑΕΛΔΕ, αφού άνοιξε δεκάδες λογαριασμούς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κατάφερε να δημιουργήσει ένα δαιδαλώδες εντυπωσιακό δίκτυο, μέσω του οποίου τα χρήματα των επενδυτών κατέληγαν στα θυλάκια αυτού και των ως άνω συνεργατών του. Όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αβίαστα, από τις καταθέσεις των εγκαλούντων, τα έγγραφα που προσκόμισαν, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ..., .... και ....., ιδίως δε από την από 27-4-2004 πορισματική αναφορά υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, στην οποία γίνεται λεπτομερής ανάλυση του τρόπου δράσεως και της εμπλοκής των εκκαλούντων - κατηγορουμένων στη διωκόμενη αξιόποινη πράξη της εξακολουθητικής και κατά συρροή απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος των δραστών και η αντίστοιχη ζημία των παθόντων (εκκαλούντων) υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, την οποία τέλεσαν από κοινού, μάλιστα δε ενεργούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια έχοντας ριζωμένη τη ροπή προς τις απάτες, διαμορφωμένη δε υποδομή και ετοιμότητα διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων, ήτοι με τον προεκτεθέντα οργανωμένο, συστηματικό, επιτήδειο και αριστοτεχνικό τρόπο σε βάρος εκατοντάδων ανυποψίαστων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και οι εγκαλούντες. Το γεγονός δε ότι: α) προκειμένου να ανεύρουν χρήματα για να ικανοποιήσουν τους πελάτες του ανύπαρκτου αμοιβαίου ... FUND (οι οποίοι είχαν αρχίσει να πιέζουν για τη ρευστοποίηση των επενδύσεών τους) προσπάθησαν να διαθέσουν στην αγορά με τον ίδιο τρόπο, άλλο ανύπαρκτο χρηματοοικονομικό προϊόν, με την ονομασία ..., εξαπατώντας τους επενδυτές, β) ότι ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος ίδρυσε στις 13-1-2003 την εταιρεία "NATIONAL ENERGY AE", προκειμένου με την ενεργό συμμετοχή των ως άνω συνεργατών του να υφυπάρξει τα χρήματα των ανυποψίαστων επενδυτών, με τον ίδιο τρόπο που είχε χρησιμοποιήσει για τα ανωτέρω ανύπαρκτα χρημοτοοικονομικά προϊόντα...., .... FUND και ... (βλ. πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ), μαρτυρεί εμμονή και έντονη ροπή αυτών στην παραπάνω εγκληματική δράση, αναμφίβολα κατ' επάγγελμα προς πορισμό εισοδήματος. Άλλωστε οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, όχι μόνο είχαν πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης σε βάρος των επενδυτών, όπως πράγματι προκύπτει από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, αλλά και επιχειρούσαν πράγματι επαναληπτικά τέτοιες πράξεις, όπως προκύπτει και από το ότι είχαν ασκηθεί σε βάρος τους ποινικές διώξεις για παρόμοιες με τη διωκόμενη πράξεις, σχετιζόμενες με τις δραστηριότητες της εταιρείας HEDLEY, για τις οποίες και είχαν απαγγελθεί σε βάρος τους σχετικές κατηγορίες. Βέβαια οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία, ισχυριζόμενοι ότι αγνοούσαν τις παράνομες δραστηριότητες της εταιρείας. Ειδικότερα: 1) Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1 διατείνεται ότι στην εταιρεία προσλήφθηκε από τον .... ως απλός υπάλληλος (οικονομικός σύμβουλος) με σύμβαση παροχής υπηρεσιών αορίστου χρόνου, ότι ουδέποτε αυτός παρέστησε στους εγκαλούντες ψευδή ως αληθή γεγονότα, ότι οι επενδυτές επένδυσαν τα χρήματά τους στο αμοιβαίο, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τον κίνδυνο απωλείας τους και τέλος, ότι πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ είναι άκυρη, σύμφωνα με τον ΚΠΔ και τις συμβάσεις ΕΣΔΑ και ΔΣΑΠΔ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν προκύπτει με σαφήνεια, ότι αυτός ήταν ο εγκέφαλος και ο κύριος διοργανωτής της τεράστιας απάτης σε βάρος των επενδυτών, αλλά για να καλύπτεται και να μπορεί άνετα να διαφεύγει τους κινδύνους που γνώριζε ότι δημιούργησαν οι απατηλές πράξεις του, δημιούργησε και στελέχωσε τις εταιρείες ... και .... με πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του, διοικούσε (διοικητικά - οικονομικά) αυτές στην πραγματικότητα, ενώ ως εικονικούς εκπροσώπους αυτών τοποθέτησε στην ... τον .... και στην ... την συγκατηγορούμενη Χ3.
Συνεπώς η επικαλουμένη πρόσληψή του στην εταιρεία, ως απλού υπαλλήλου είναι προφανώς εικονική. Είναι αλήθεια ότι στα αμοιβαία κεφάλαια ο επενδυτής κινδυνεύει να χάσει τα χρήματά του, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο (ρίσκο) της επενδύσεώς του. Αυτό όμως συμβαίνει στα υπαρκτά και όχι στα ανύπαρκτα αμοιβαία κεφάλαια, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Για να διασκεδάσει δε τους δισταγμούς των επενδυτών, παρουσιάζοντας το συγκεκριμένο αμοιβαίο ως υπαρκτό, επένδυσε και ο ίδιος στο αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο, με λίγα βέβαια χρήματα, ώστε μελλοντικά να εμφανιστεί και ο ίδιος ως θύμα απάτης, την οποία διέπραξαν δήθεν οι άλλοι. Τέλος, οι πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ συσχετίστηκαν στην παρούσα δικογραφία, από άλλη και συνεπώς λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται ως έγγραφα, μετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων (άρθρα 177, 178, 179 ΚΠΔ), εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητά τους, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί ακυρότητας αυτών. 2) Οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3, ισχυρίζοντες ότι ήταν απλώς υπάλληλοι της εταιρείας από την οποία μάλιστα ο πρώτος Χ2 αποχώρησε τον Ιούλιο του 2002 και ότι αγνοούσαν τότε την πραγματικότητα, ως προς την αληθινή δραστηριότητα των εμπλεκομένων εταιρειών και την ανυπαρξία επενδυτικού κεφαλαίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, διότι όπως προεκτέθηκε και σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη έρευνα που διενήργησαν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ (βλ. από 27-4-2004 αναφορά) οι Χ2 και η Χ3 ήταν υψηλόβαθμα στελέχη του υπαλληλικού προσωπικού της .... και συγκεκριμένα ο μεν Χ2 ήταν Διευθυντής Πωλήσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου και μετείχε στις συστάσεις των OFFSHORE εταιρειών του Χ1 που προαναφέρθηκαν, η δε Χ3 ήταν Προϊσταμένη του Λογιστηρίου αυτής. Οι ανωτέρω εμφανίζονταν στους επενδυτές, όπως και στους εγκαλούντες ως Διευθυντές της εταιρείας και προωθούσαν ενεργά τα ως άνω ανύπαρκτα αμοιβαία της ..., με σκοπό να παρασύρουν τους εγκαλούντες (και τους λοιπούς επενδυτές) σε τοποθετήσεις χρημάτων, που μέσω προδιαγεγραμμένων απατηλών μεθοδεύσεων και μηχανισμών που αυτοί γνώριζαν και ενεργά συμμετείχαν, θα κατέληγαν με βεβαιότητα σε τραπεζικούς λογαριασμούς του Χ1, αλλά και των ιδίων. Επίσης η εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ3, υπέγραφε για λογαριασμό της ... ευχαριστήριες επιστολές προς τους επενδυτές και προέβη στο άνοιγμα λογαριασμών στην Τράπεζα Κύπρου, με δικαιούχο την ως άνω εταιρεία, εμφανιζόμενη ως εκπρόσωπος αυτής, κατά δε τους ισχυρισμούς του συγκατηγορουμένου της (μη ασκήσαντος έφεση) .... είχε ορισθεί νόμιμη εκπρόσωπος της ....., δυνάμει του από 6-9-1999 ειδικού πληρεξουσίου της εταιρείας προς αυτήν. Όπως δε προαναφέρθηκε, η εν λόγω εκκαλούσα - κατηγορούμενη παρέλαβε στις 29-8-2002 τη δεύτερη επιταγή με το ποσό των 15.638, 34 ευρώ της επένδυσης από την εγκαλούσα Ζ, 3) Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ4 διατείνεται ότι η εταιρεία TALADIAN ΑΕΛΔΕ, της οποίας είναι κύριος μέτοχος, ουδεμία σχέση έχει με την ... και ότι ο ίδιος αγνοούσε πλήρως την απατηλή δραστηριότητα των εταιρειών του Χ1. Και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί διότι προέκυψε ότι η εταιρεία TALADIAN ΑΕΛΔΕ, ιδρύθηκε από τον Χ1 με μετόχους την εταιρεία ..., συμφερόντων του ιδίου με 4.500 μετοχές και τον Χ4 με 1.500 μετοχές και έδρα στη ..., επί της οδού ...., όπου είχαν την έδρα τους οι εταιρείες .... LIMITED και .... LIMITED. Η εταιρεία αυτή συστήθηκε, όπως και η εταιρεία DEAL για την εξαγορά της εταιρείας ΑΛΥΣΙΔΑ ΑΕΒΕ, μέσω της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ και είχε ως εκπρόσωπο τον Χ4. Ο εγκαλών Ψ αναφέρει στην έγκλησή του ότι ο Χ4 και η Χ3 τον παρέπεισαν να επενδύσει τα προαναφερόμενα ποσά στο αμοιβαίο της ....., όπως έπρατταν και με άλλους επενδυτές. Έπραξαν δε τούτο, με σκοπό να βλάψουν την περιουσία του Ψ με ζημία άνω των 15.000 ευρώ και να προσπορίσουν όφελος στον Χ1 και στον εαυτό τους. Την αύξηση δε του κεφαλαίου της TALADIAN ΑΕΛΔΕ, σε 60.000.000 δραχμές, από χρήματα αποκλειστικά των επενδυτών της ...., και .... αποφάσισαν από κοινού ο Χ1 και ο Χ4, ο οποίος συνεπώς δεν ήταν απλός υπάλληλος της ..., αλλά γνώριζε όλες τις παράνομες δραστηριότητες αυτής, καθώς και της εταιρείας TALADIAN ΑΕΛΔΕ, την οποία και εκπροσωπούσε. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, το παρόν Συμβούλιο κατά πλειοψηφία κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία, σε βάρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων για την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της από κοινού κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή (άρθρο 386 παρ. 1 και 3α, όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, 94 παρ. 1, 98 παρ. 1 ΠΚ), για την οποία παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για κακουργήματα) με το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και εφάρμοσε το νόμο ...". Κατά του βουλεύματος αυτού βάλλουν οι κατηγορούμενοι με τις υπό κρίση αναιρέσεις και προβάλλουν ο μεν Χ1 ότι: α) δεν περιέχει σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του, διότι αυτά που δέχεται (και αναφέρει ο αναιρεσείων) αποτελούν αντιγραφή του κατηγορητηρίου και του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, και έτσι δεν υπήρξε δευτεροβάθμια κρίση, β) οι παραδοχές του είναι ασαφείς και ελλιπείς ενόψει των στοιχείων της δικογραφίας και του περιεχομένου του προς τον ανακριτή υπομνήματός του, γ) δεν αξιολογεί τα έγγραφα που μνημονεύονται στην έφεσή του και στο προς τον ανακριτή υπόμνημά του, η Χ3 ότι: α) πάσχει απόλυτη ακυρότητα διότι έλαβε υπόψη πέντε ένορκες καταθέσεις που έδωσε στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης του ΣΔΟΕ που περιέχονται στην από 27-4-2004 πορισματική αναφορά του .... (σελίδες 44 έως 49 αυτής), β) δεν αναφέρει - σε σχέση με τη γνώση των φερομένων ψευδών παραστάσεων - πραγματικά περιστατικά, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά στην άνω πορισματική αναφορά, γ) δεν αναφέρει σε τι συνίσταται η παρουσίαση και οι δικές της ψευδείς παραστάσεις, δ) δεν αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα υπεράσπισης, ειδικά δε το από 15-12-2004 τελικό πόρισμα, ε) δεν αιτιολογεί την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση στο πρόσωπό της, στ) έχει έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων που φέρεται, ότι τέλεσε και της περιουσιακής διάθεσης. Εξάλλου οι παραδοχές του - σε σχέση με αυτήν - αντίκειται στην πραγματικότητα, συναλλακτικά ήθη και διδάγματα της κοινής πείρας, αφού πρόκειται για συνηθισμένες υπηρεσίες ενός υπαλλήλου και ο Χ2ότι: α) δεν περιέχει αιτιολογία σε σχέση με τη γνώση του, δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα υπεράσπισης του και τα αναφερόμενα στην έφεση και το υπόμνημά του επ' αυτής, που περιέχουν τους αθωωτικούς ισχυρισμούς του, περιέχει ελλειπείς, ασαφείς και αόριστες αιτιολογίες σε σχέση με την κατ' επάγγελμα - κατά συνήθεια τέλεση που δεν θεμελιώνονται σε πραγματικά περιστατικά, που να προκύπτουν από αποδεικτικά μέσα αλλά είναι αυθαίρετα συμπεράσματα και έτσι εσφαλμένα εφαρμόζει το άρθρο 13 περ. στ' ΠΚ, παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητάς του, έδει να δεχθεί την άποψη της μειοψηφίας ή απλή συμμετοχή του και όχι συναυτουργία. Ενόψει τούτων πρέπει να ερευνηθούν στην ουσία τους οι αναιρέσεις αυτές.
ΙΙ) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 386§1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται για απάτη. Κατά την §3 του αυτού άρθρου - όπως αντικ. αρχικά με το άρθρο 1§11 Ν. 2408/96 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§4 Ν.2721/99 - "επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". Επομένως, η κάθε μία από τις τρεις αυτές επιβαρυντικές περιπτώσεις είναι αυτοτελής και αρκεί για τον χαρακτηρισμό του εγκλήματος ως κακουργήματος, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι συντρέχει το βασικό έγκλημα της απάτης της §1. Για τη στοιχειοθέτηση της βασικής διάταξης της απάτης, δηλ. της §1 του άρθρου 1386 ΠΚ, απαιτείται παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, από την οποία - ως συνέπεια δηλ. - επέρχεται (ή διατηρείται) πλάνη σε άλλον, από την οποία (πλάνη) ο άλλος (πείθεται και) προβαίνει σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, η οποία συνιστά διάθεση περιουσίας και από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του άλλου ή τρίτου, ο δε υπαίτιος ενεργεί και με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, το οποίο αποτελεί το αντίστοιχο της περιουσιακής ζημίας, δηλ. να προέρχεται από την άνω περιουσιακή ζημία, χωρίς όμως να απαιτείται και να ταυτίζεται προς αυτή - πρβλ. Χωραφά, Ποινικό Δίκαιο (1978), σελ. 268 σημ. 4, Μπουρόπουλο Ερμ. ΠΚ, τομ. γ, σελ. 69επ, ΑΠ 760/2000, ΑΠ 353/64, ΑΠ 2264/2003. Η πράξη της απάτης μπορεί να τελεσθεί και κατά συναυτουργία, η δε δράση των συναυτουργών μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική (βλ. ΑΠ 1787/85 ΠΧρ ΛΣΤ 349, ΑΠ 1699/85, ΠΧρΛΣΤ 335 κ.ά.). Στην περίπτωση μάλιστα της συναυτουργίας δεν απαιτείται και ειδικότερη αιτιολογία περί του τρόπου συμμετοχής εκάστου συναυτουργού (βλ. ΑΠ 166/2000, ΑΠ 1609/99, ΑΠ 1693/2001, ΑΠ 1944/2003, ΑΠ 150/2000 κ.ά.). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' ΠΚ - που προστέθηκε με το άρθρο 1§1 ν. 2408/96 - "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". Από τη διάταξη προκύπτει ότι για την κατ' επάγγελμα τέλεση απαιτείται να συντρέχει είτε επανειλημμένη τέλεση της πράξης (αντικειμενικό στοιχείο) από την οποία προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος είτε υποδομή (αντικειμενικό στοιχείο) που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση (δεν απαιτείται δηλ. επανειλημμένη τέλεση) επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (υποκειμενικό στοιχείο που προκύπτει από το άνω αντικειμενικό στοιχείο), με σκοπό πορισμού εισοδήματος, έστω και αν ο δράστης τελεί άπαξ την πράξη, η οποία έτσι εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της υποδομής (πρβλ. ΑΠ 382/2006, ΑΠ 1539/2003, ΑΠ 5/2001, ΑΠ 2014/2001, ΑΠ 1277/99, ΑΠ 1104/99, ΑΠ 1796/99, ΑΠ 680/2000, ΑΠ 372/2000, ΑΠ 692/2000 κ.α). Δεν αρκεί επομένως τέλεση ενός εγκλήματος π.χ. απάτης μια φορά, έστω και αν είναι αριστοτεχνικά σχεδιασμένη. Απαιτείται υποδομή που έγινε με σκοπό κατ' επανάληψη τέλεση της πράξης. Απαιτείται δηλ. οργανωμένη ετοιμότητα χωρίς να απαιτείται όπως αυτή έχει εκδηλωθεί με προγενέστερες καταδίκες. Η υποδομή να είναι το μέσο ή ο τρόπος τελέσεως του οικείου εγκλήματος. Αρκεί προφανώς προς τούτο μεθοδευμένη δραστηριότητα που χρησιμοποιείται για την τέλεση της πράξης (πρβλ. ΑΠ 1651/2002). Μπορεί να προκύπτει και από άλλα περιστατικά της ζωής του δράστη ή από την εν γένει προσωπικότητά του. Αρκεί, όπως ελέχθη, η σταθερή ροπή να είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση σημαίνει τέλεση του αυτού εγκλήματος τουλάχιστον δύο φορές - χωρίς όμως να απαιτείται όπως υπάρχουν και προηγούμενες καταδίκες (βλ. ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 372/2002, ΑΠ 1854/2001 κ.α.). Έτσι αρκεί η τέλεση κατ' εξακολούθηση, αφού κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί περίπτωση πραγματικής ομοειδούς συρροής - βλ. ΑΠ 40/2003, ΑΠ 1303/2003, ΑΠ 1307/2002, ΑΠ 157/2002, ΑΠ 265/2001 κ.α.). Κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης (αντικειμενικό στοιχείο) προκύπτει ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη η σταθερή ροπή αυτού προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος (σχετ. ΑΠ 151/2001). Δεν αρκεί επομένως η επανειλημμένη τέλεση αλλά η επανειλημμένη τέλεση πρέπει να αποτελεί απόρροια της σταθερής ροπής του δράστη ως στοιχείου της προσωπικότητάς του (πρβλ. ΑΠ 789/99). Και εδώ δεν απαιτείται να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες για το αυτό έγκλημα - πρβλ. ΑΠ 889/98 κ.α. Ο σκοπός πορισμού εισοδήματος και η ροπή του δράστη αποδεικνύονται κυρίως όταν υπάρχει και χρονική εγγύτητα και λειτουργική συνέχεια των πράξεων. Ο σκοπός αυτός είναι κάτι το διάφορο από την απαξία του οικείου εγκλήματος στο οποίο περιέχεται αντίστοιχος σκοπός, αφού χωρίς τον τελευταίο δεν υπάρχει έγκλημα. Απαιτείται να πρόκειται για όφελος προς βιοπορισμό (πρβλ. ΑΠ 447/96). Για την επιβαρυντική περίπτωση της §3 των άρθρων 386 και 216 ΠΚ αρκεί το κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά μπορεί να συντρέχουν αμφότερα. (πρβλ. ΑΠ 184/2002). Εάν, επομένως, συντρέχει το ένα εξ αυτών που είναι και ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένο, αλλά το συμβούλιο στηρίζει την παραπομπή σε αμφότερα, τότε δεν έχει ο κατηγορούμενος έννομο συμφέρον, αφού υπάρχει ούτως ή άλλως η κακουργηματική μορφή του εγκλήματος και η τυχόν (μη αιτιολογημένη) και αλλού έχει σημασία για την ποινή, δηλ. στο ακροατήριο - βλ. ΑΠ 1244/84, πρβλ. και ΑΠ 265/2001 και ΑΠ 1329/83 (που εφήρμοσαν τ' ανωτέρω και πρβλ. ΑΠ 602/84 επί αποφάσεως). Η αιτιολογία, η ειδική και εμπεριστατωμένη, απαιτείται και για τις επιβαρυντικές περιπτώσεις που συνιστούν νομικές έννοιες. Προς τούτο δεν αρκεί η απλή αναφορά των συνθηκών υπό τις οποίες τελέσθηκε το έγκλημα και η τυπική χρήση των οικείων όρων των επιβαρυντικών περιστάσεων αλλά απαιτείται να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατ' ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, συγκροτούν τις γενόμενες δεκτές επιβαρυντικές περιπτώσεις ΑΠ 766/2000, ΑΠ 460/2007, ΑΠ 864/2000, ΑΠ 478/2000, ΑΠ 2120/2005, ΑΠ 301/2001, ΑΠ 188/2001, πρβλ. ΑΠ 1640/2001, ΑΠ 397/2001, ΑΠ 974/2006 κ.α. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93§3 Συντ. και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στη διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές, επαρκείς) ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο - βλ. ΑΠ 1698/2007, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 1459/2004 κ.α. Η αιτιολογία του βουλεύματος συμπληρώνεται και για το δευτεροβάθμιο, όταν με αυτό επικυρώνεται το πρωτοβάθμιο - βλ. ΑΠ 429/86. Δεν απαιτείται για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) η χωριστή αναφορά καθεμίας από αυτές σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από κάθε μία, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο συνοδό του είδους τους - ΑΠ 2/2003 Ολ., ΑΠ 1999/2006, ΑΠ 1371/2006, ΑΠ 1762/2006, ΑΠ 48/2007, ΑΠ 661/2001, ΑΠ 1462/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 428/2002 κ.α., από την οποία (αναφορά του είδους τους) προκύπτει κατά κανόνα ότι εκτιμήθησαν όλες (οι αποδείξεις). Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα σε σχέση με τις παραδοχές του βουλεύματος, θεωρεί δηλ. ο Άρειος Πάγος ότι αυτά που δέχθηκε το βούλευμα ότι προέκυψαν, αυτά όντως προέκυψαν και δεν μπορεί να ελέγχει εάν και πράγματι προέκυψαν, αφού αυτά προϋποθέτουν έλεγχο της ουσίας της υπόθεσης, στην οποία δεν μπορεί να προβεί, αφού δεν είναι δικαστήριο ουσίας. Ο Άρειος Πάγος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εκτίμηση των αποδείξεων, που ανήκει αποκλειστικά στο συμβούλιο της ουσίας. Έτσι, δεν μπορεί να ελέγξει αν το συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα τα οποία δεν δέχθηκε κλπ. Η αναίρεση είναι το κατεξοχήν "νομικό" έκτακτο ένδικο μέσο με το οποίο πλήττεται η απόφαση - βούλευμα για νομικά σφάλματα, "δικάζει την απόφαση, την ορθότητα του σχετικού νομικού συλλογισμού, ελέγχει" και όχι το πραγματικό μέρος, το οποίο κρίθηκε ήδη τελειωτικά από το δικαστήριο ουσίας. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου αρχίζει αφού σημείου ο δικαστής της ουσίας δέχθηκε αυτά που αναφέρει ως αποδειχθέντα. Έτσι η τυχόν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστά λόγον αναίρεσης βλ. ΑΠ 2203/2006, ΑΠ 2078/2005, ή όταν επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων - βλ. ΑΠ 829/2006, ΑΠ 1280/82, ΑΠ 474/2001, ΑΠ 1380/2002, ΑΠ 1138/2002. Επίσης η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, η παράλειψη αναγραφής της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης -ΑΠ 1/2005 Ολ., ΑΠ 501/2006, ΑΠ 567/2006 - αφού η αξιολόγηση και σύγκριση λαμβάνει χώρα δια της εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών. Επίσης, η παράλειψη αναφοράς της δικαιολογήσεως περί της αξιοπιστίας των αποδεικτικών μέσων από τα οποία έγιναν αποδεκτά τα αναφερόμενα ή γιατί δεν έγιναν δεκτά άλλα που απορρέουν από συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα κλπ. βλ. ΑΠ 2199/2006, ΑΠ 474/2001 κ.α., δηλ. επί παντός που άπτεται της ουσιαστικής εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων. Έτσι ειδική αιτιολογία δεν απαιτείται για απάντηση σε πραγματικά επιχειρήματα ή άρνηση της κατηγορίας - βλ. ΑΠ 548/89, ΑΠ 85/82, ΑΠ 886/78, ΑΠ 1709/90, ΑΠ 1617/85, ΑΠ 1187/88, ΑΠ 1281/85, ΑΠ 210/84 κ.α., Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία, τόμ. γ (1977), σελ. 326, ούτε να αναφέρεται από ποιο ή ποια συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή - πρβλ. ΑΠ 2200/2007, ΑΠ 286/2006 κ.ά. Να σημειωθεί εδώ ότι το υπόμνημα δεν αποτελεί αποδεικτικό μέσο, ούτε έγγραφο βλ. ΑΠ 896/2001, ΑΠ 100/2004. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος - που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος - ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση ΑΠ 9/2001 Ολ., ΑΠ 2/2000 Ολ., βλ. ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1573/2007, ΑΠ 661/2001 - που να στηριχθεί η ορθή εφαρμογή του συγκεκριμένου ουσιαστικού ποινικού νόμου. Στη περίπτωση δηλ. αυτή δεν καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί ποια πραγματικά περιστατικά απεδείχθησαν και έγιναν δεκτά από το συμβούλιο. Εξάλλου την απόφαση στηρίζει η κρίση της πλειοψηφίας και αυτής οι παραδοχές ελέγχονται - βλ. ΑΠ 906/2001, ΑΠ 1595/2004, ΑΠ 954/2006 κ.ά. Τέλος, η σύμπτωση των περιστατικών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο με αυτά που προέκυψαν κατά το πρωτόδικο βούλευμα και το δευτεροβάθμιο δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού όντως αυτά τα περιστατικά προέκυψαν - πρβλ. ΑΠ 380/2006, ΑΠ 719/2006 κ.ά. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 31§2 ιδίου Κώδικος, η ένορκη ή ανωμοτί εξέταση ως μάρτυρα του μετέπειτα κατηγορουμένου, που ελήφθη κατά την προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, δεν μπορεί να εκτιμηθεί, τυχόν δε αξιοποίησή της συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα - 17§1 περ. δ' ΚΠΔ, 6§1 ΕυρΣΔΑ, 14 Ν. 2462/97, βλ. και ΑΠ 2/99 Ολ., ΑΠ 1589/2005, ΑΠ 129/2006, ΑΠ 622/2003, ΑΠ 90/2006 κ.ά.- πλην, όμως, τ' ανωτέρω, όπως καθίσταται σαφές, αναφέρεται στην αξιοποίηση - εκτίμηση - αξιολόγηση αυτής ταύτης της μαρτυρικής καταθέσεως ως τοιαύτης. Δεν αναφέρεται στην αξιοποίηση - εκτίμηση - αξιολόγηση ενός πορίσματος, το οποίο εκτίμησε αυτή, διότι το τελευταίο πρόκειται για αυτοτελές και ανεξάρτητο αποδεικτικό μέσο και δη ως έγγραφο από την μαρτυρική κατάθεση - πρβλ ΑΠ 403/2008. Άλλωστε το πόρισμα είναι έγγραφο που περιέχει εκτιμήσεις κλπ. του συντάξαντος αυτό και δη χωρίς δεσμευτικότητα. Και όχι μόνον αυτό, πρέπει η μαρτυρική αυτή κατάθεση να δόθηκε κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης και δη για την υπόθεση που διεξάγεται αυτή (βλ. ΑΠ 34/2003, ΑΠ 458/2004, ΑΠ 1918/2001). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν σε σχέση με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος (της απάτης), τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις - λόγους για τους οποίους αυτά (περιστατικά) υπάγονται και υπήχθησαν ορθά στις διατάξεις των άρθρων 386, 13 περ. στ', 98 ΠΚ, αφού δέχεται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά ότι οι αναιρεσείοντες από κοινού ενεργούντες, με σκοπό να περιποιήσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη άλλων, παρέστησαν ψευδή γεγονότα σαν αληθινά - τα οποία και αναφέρει - εν γνώσει του ψεύδους στους εγκαλούντες, οι οποίοι πείστηκαν σ' αυτά και τους κατέβαλαν τα αναφερόμενα χρήματα, προκειμένου να επενδυθούν για λογαριασμό τους, τα οποία ιδιοποιήθησαν παρανόμως, με αντίστοιχη ζημία αυτών, η οποία υπερβαίνει και μάλιστα για τον καθένα από αυτούς το ποσό των 15.000 ευρώ. Ειδικότερα, δε, δέχεται, μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αναφέρει κατ' είδος, ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν την απάτη από κοινού, ήτοι παρέστησαν από κοινού τα ψευδή γεγονότα σαν αληθή και με σκοπό να περιποιήσουν στους εαυτούς τους παράνομον περιουσιακόν όφελος, αναφέρει δε και πως συνέβη αυτό. Τέλος, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες τέλεσαν κατ' εξακολούθηση την πράξη της απάτης υπό την έννοια της τελέσεως αυτοτελώς για κάθε εγκαλούντα - παθόντα και ότι τέλεσαν όλοι αυτή κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, όπως τούτο προκύπτει από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και τη διαμορφωμένη υποδομή (δηλ. διαμόρφωση γραφείων, δημιουργία αφισών, εντύπων) - από τα οποία προκύπτει ετοιμότητα διάπραξης και άλλων τέτοιων εγκλημάτων, (τα οποία μάλιστα και τέλεσαν και έχουν απαγγελθεί κατ' αυτών κατηγορίες) και σκοπός τέλεσης αυτών για πορισμό εισοδήματος και από πρόσωπα που έχουν εμμονή και έντονη και ριζωμένη ροπή στην τέλεση αυτών ως στοιχεία της προσωπικότητάς τους. Έτσι, όλοι οι λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και, όσοι άπτονται της φερομένης εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, απαράδεκτοι. Ειδικότερα, δε σε σχέση με την αναφερομένη απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος ο σχετικός λόγος όχι μόνο διότι το συμβούλιο απάντησε επ' αυτού αλλά και διότι απάντησε και ορθά - νόμιμα, όπως ελέχθη. Σε σχέση δε με τα λεγόμενα περί μη λήψεως υπόψη των αποδεικτικών μέσων υπεράσπισης, ο λόγος είναι και αόριστος αλλά και αβάσιμος (αφού αναφέρεται ρητά ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα) και απαράδεκτος, αφού άπτεται του τρόπου της αξιολόγησης αυτών. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Προτείνω όπως απορριφθούν οι υπ' αριθμ. 241, 222 και 215/2007 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1, Χ3 και Χ2 κατά του υπ' αριθμ. 1807/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος αυτών. Αθήνα, 26-5-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής".
Β) Η με αριθμό 286Α/27.5.2008 συμπληρωματική εισαγγελική πρόταση:
"Ι) Σε συνέχεια της από 6-12-2007 έγγραφης πρότασής μας που αναφέρεται στις υπ'αριθμ. 241/2007, 222/2007, 215/2007 αναίρεσης των Χ1, Χ2 και Χ3 κατά του υπ'αριθμ. 1807/2007 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εισάγουμε και την υπ'αριθμ. 260/2007 αίτηση αναίρεσης κατά του αυτού βουλεύματος του Χ4 και εκθέτουμε τα εξής: Με το άνω βούλευμα απερρίφθη και η υπ'αριθμ. 293/2006 έφεση του Χ4 κατά του 2088/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο είχε παραπεμφθεί και αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτιος τελέσεως από κοινού απάτης κατεξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει απάτη κατεπάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Το άνω βούλευμα του συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον ανωτέρω Χ4 στις 5-11-2007 (βλ. το από 5-11-2007 αποδεικτικό της επιμελήτριας ....) στον ίδιο με θυροκόλληση και κατ'αυτού άσκησε ο ίδιος στις 15-11-2007 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών των υπ'αριθμ. 260/2007 έκθεση αναίρεσης προβάλλων ως λόγους αναίρεσης: 'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη-ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και δη διότι το αιτιολογικό αποτελεί αντιγραφή του κατηγορητηρίου και του παραπεμπτικού βουλεύματος του συμβουλίου Πλημμελειοδικών και διότι οι παραδοχές του δεν ερείδονται επί του αποδεικτικού υλικού ενόψει των στοιχείων της δικογραφίας, του περιεχομένου του προς τον ανακριτή υπομνήματός του - στο οποίο επικαλέστηκε στοιχεία επιχειρήματα, αιτήματα, ισχυρισμούς και δεν έλαβε υπόψη τ'ανωτέρω έγγραφα. 'Ετσι η υπό κρίση αναίρεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της - 462, 463, 465, 473, 474, 482, 484 ΚΠΔ 18, 19, 386 παρ. 1, 2 ΠΚ,

ΙΙ) Πράγματι για τους λόγους που περιέχονται στην ανωτέρω έγγραφη πρότασή μας - και που περιλαμβάνουν και τον άνω αναιρεσείοντα - οι λόγοι αναιρέσεως αυτού είναι απαράδεκτοι και αβάσιμοι. Προς αποφυγήν άσκοπης επανάληψης και εδώ αναφερόμεθα σ'αυτούς και προτείνουμε την απόρριψη και της υπό κρίση αναίρεσης. Αθήνα 27 Μαΐου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής".
Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενες έγγραφες εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα και εμπρόθεσμα, ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκαν οι από α) 1.11.2007, β) 18.10.2007, γ) 24.10.2007 αι δ) 15.11.2007, τέσσερις (4) αιτήσεις αναιρέσεως, από τους κατηγορούμενους: α)Χ1, β) Χ2, γ) Χ3 και δ) Χ4, αντίστοιχα κατά του υπ' αριθμ. 1.807/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν, ομόφωνα η υπ' αριθμ. 257/3.7.2006 έφεση του εκκαλούντος πρώτου των άνω αναιρεσειόντων και, κατά πλειοψηφία, οι με αριθμούς 283/11.7.2006, 287/13.7.2006 και 293/14.7.2006 εφέσεις των άνω κατηγορουμένων αντίστοιχα κατά του 2.088/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο οι ανωτέρω (και ο μη ασκήσας έφεση ...., κάτοικος .... και ήδη αγνώστου διαμονής) παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξεως της από κοινού απάτης κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, από υπαιτίους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρα 13 περ. στ', 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1, 45, 94 παρ.1, 98 παρ.1 και 2 (όπως η παρ. 2 προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999), 386 παρ.1 και 3α ΠΚ (όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999), που φέρεται ότι τέλεσαν αυτοί στην .... από το μήνα Ιούνιο έως και τον Οκτώβριο του 2002, σε βάρος των εγκαλούντων Ζ, Ψ και Ξ. Οι ανωτέρω αιτήσεις είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν.
Κατά το άρ. 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος.
Συνεπώς για τη συντέλεση αυτού πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παρασταθείς άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω κατά το άρ. 386 παρ. 3 εδ. α' του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, κατά δε το άρ. 13 εδ. στ' του ΠΚ, όπως το εδάφιο αυτό (στ') προστέθηκε με το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Τέλος κατά τη διάταξη του άρ. 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από το άρθρο δε 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη μόνο, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 οτοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση η την προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη αποχρωσών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα διώχθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που προβλέπει και τιμωρεί το έγκλημα, για το οποίο έγινε η παραπομπή στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικιών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά, καθόσον σης περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχουν και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται μερικώς ή εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με τοσκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει τοβούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 1.807/2007 βούλευμά του δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανεξέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας και ειδικότερα, από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα απολογητικά υπομνήματα αυτών, ότι προέκυψαν τα διαλαμβανόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, έχουν ως εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του το έτος 1995 να εισέλθει και να εδραιωθεί στο ναυτιλιακό χώρο, συνέλαβε σχέδιο παράνομου πλουτισμού του, δια της δημιουργίας απατηλών επενδυτικών προγραμμάτων, τα οποία θα προωθούσε στην ελληνική αγορά, μέσω OFFSHORE Εταιρειών, εξαπατώντας ανυποψίαστους επενδυτές. Προς τούτο το έτος 1996 δημιούργησε αφενός μεν την υπεράκτια (OFFSHERE) εταιρεία .... LIMITED με έδρα τις Βρεττανικές Παρθένους Νήσους και με νόμιμο εκπρόσωπο των γραφείων αυτής στην Ελλάδα, τον μη ασκήσαντα έφεση, κατηγορούμενο ...., αφετέρου δε την υπεράκτια (OFFSHORE) εταιρεία .... LIMITED με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής του ... και έδρα επίσης τις Βρεττανικές Παρθένους Νήσους. Στη συνέχεια, αφού εξασφάλισε για την εταιρεία ... άδεια εγκατάστασης γραφείων αυτής στην Ελλάδα, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας κατά τις διατάξεις των ΑΝ. 89/1967 και ΑΝ 378/1968, με τη ρητή όμως απαγόρευση, η εταιρεία αυτή να μην έχει οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα, εγκατέστησε και λειτούργησε τα γραφεία της εταιρείας σε πολυτελές κτίριο στην οδό .... στη ... με πολυτελή, ακριβό και σύγχρονο εξοπλισμό. Στη συνέχεια, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1, από κοινού με τους νομίμους εκπροσώπους των εταιρειών ... και ..., ... και .... αντίστοιχα, αποφάσισαν να δημιουργήσουν, εισάγουν και να προωθήσουν, με δίκτυο πωλητών στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό χρηματιστηριακό προϊόν, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, με την ονομασία ... FUND, το οποίο εμφάνισαν ως προϊόν της εταιρείας ..... LIMITED, πλην όμως τούτο ήταν στην ουσία ανύπαρκτο. Η προώθηση του στον ελλαδικό χώρο θα γίνονταν, μέσω της εταιρείας .... (διαχειρίστρια) καίτοι τούτο απαγορευόταν, διότι η ως άνω εταιρεία, είχε μεν άδεια λειτουργίας, όχι όμως και άδεια διαθέσεως του προϊόντος αυτού στο εσωτερικό της χώρας, όπως προαναφέρθηκε. Στα ίδια γραφεία της .... στη .... είχε την έδρα της και η εταιρεία ... LIMITED. Ως στελεχιακό δυναμικό για την προώθηση του ανύπαρκτου αυτού προϊόντος ο Χ1 χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες υπαλλήλων και συνεργατών του, μεταξύ των οποίων ήταν ο προαναφερόμενος ...., o οποίος συμμετείχε ενεργά και εν γνώσει του στις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες και οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι Χ4 και Χ2, βασικά στελέχη της ..., οι οποίοι είχαν αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διάθεση του εν λόγω αμοιβαίου, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν ανύπαρκτο, καθώς και η Χ3, ανώτερη υπάλληλος (Προϊσταμένη Λογιστηρίου) της ..... Για την καλύτερη προώθηση και διάθεση του αμοιβαίου, ως και για την εισροή πολλών επενδυτών, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι διαμόρφωσαν τα γραφεία της εταιρείας τους καταλλήλως, τοποθετώντας τιςαπαραίτητες αφίσες και χρησιμοποίησαν πλούσιο και πολυτελές έντυπο διαφημιστικό υλικό με το οποίο ενημέρωναν ψευδούς και εν γνώσει του ψευδώς τους υποψήφιους επενδυτές α) ότι η εταιρεία ....είχε τη δυνατότητα ασκήσεως τραπεζικών εργασιών στο εξωτερικό, ιδιαίτερα δε στον τομέα των αμοιβαίων κεφαλαίων, επενδυτικών οίκων του εξωτερικού, β) ότι είναι οικονομικός κολοσσός με παγκόσμια εμβέλεια, κύρος και τεράστιο κύκλο οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων, κυρίως στο Λονδίνο, διαθέτουσα εξειδικευμένο επιτελείο οικονομικών αναλυτών με πολύχρονη εμπειρία και φήμη, γ) ότι συνεργάζεται με εταιρείες διεθνούς φήμης, μεταξύ των οποίων και η εδρεύουσα στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους εταιρεία .... LIMITED, που είχε αντικείμενο εργασιών τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων και ότι μέσω της .... προωθούσε διεθνές επενδυτικό πρόγραμμα σε αμοιβαία κεφάλαια (FUNDS), όπως το αμοιβαίο .... FUND, που είχε εξασφαλισμένη ετήσια απόδοση 6-12% του επενδυόμενου κεφαλαίου, καθόσον ενσωμάτωνε αξιόλογα περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ των οποίων κυρίως ομόλογα του Αμερικανικού Δημοσίου, δ) ότι το κεφάλαιο και η απόδοση του αμοιβαίου αυτού ήταν εξασφαλισμένα με αυτασφάλεια στους LLOYD'S του Λονδίνου, ότι οι Τράπεζες ROYAL BANK OF SCOTLAND και PBS PRIVATE BANK SWITZERLAD λειτουργούσαν ως θεματοφύλακες του εγγυημένου κεφαλαίου και της απόδοσης του και τέλος ότι εξουσιοδοτημένος Broker των LLOYD'S για την αντασφάλεια, αποστέλλει προς τον εκάστοτε επενδυτή επιστολή, με το αντασφαλιστήριο συμβόλαιο, η δε εταιρεία αποστέλλει στους πελάτες - επενδυτές ανά μήνα, ενημερωτικά δελτία, της κινήσεως του επενδυόμενου κεφαλαίου. Οι παραπάνω ψευδείς παραστάσεις αποτέλεσαν το περιεχόμενο και των ενημερωτικών συναντήσεων που οργάνωναν με τους υποψήφιους επενδυτές στα πολυτελή γραφεία της εταιρείας, καθώς και σε διάφορα ξενοδοχεία των Αθηνών, όπου οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι διαβεβαίωναν τους παρευρισκομένους (υποψήφιους επενδυτές) για το εξασφαλισμένο του κεφαλαίου της συγκεκριμένης επένδυσης, την αποδοτικότητα του προϊόντος τους και τη μηδενικότητα του επενδυτικού ρίσκου, ενώ συγχρόνως επεδείκνυαν το ικανότατο στελεχιακό δυναμικό της επιχειρήσεως (....), καίτοι γνώριζαν ότι το πωλούμενο απ' αυτούς αμοιβαίο κεφάλαιο ήταν στην ουσία του ανύπαρκτο.
Περαιτέρω προέκυψε ότι από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις των εκκαλούντων - κατηγορουμένων πείστηκαν εκατοντάδες επενδυτές (φυσικά και νομικά πρόσωπα, ιδρύματα, σωματεία, Εκκλησία του Βατικανού κ.λ.π) με συνέπεια από τις καταθέσεις τους να συγκεντρωθεί το χρηματικό ποσό των 45.500.00 ευρώ, τοοποίο καρπώθηκαν οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι.
Μεταξύ των παραπάνω επενδυτών που παραπλανήθηκαναπό τους κατηγορούμενους και έχασαν τα χρήματα τουςήταν και οι εκκαλούντες, οι οποίοι ενημερώθηκαν για τοανωτέρω επενδυτικό πρόγραμμα από τον ασφαλιστή τους ...., με τον οποίο μετέβησαν στα γραφεία τηςεταιρείας, όπου και πείστηκαν να επενδύσουν ταπαρακάτω χρήματα στο ως άνω αμοιβαίο κεφάλαιο τηςεταιρείας ..... Συγκεκριμένα: α)ηπρώτη εγκαλούσα Ζ, περί τα τέληΙουνίου 2002, επισκέφθηκε μαζί με τον .... ταγραφεία της ... LIMITED, όπου ηεκκαλούσα κατηγορουμένη Χ3, παρουσιάστηκε ως Διευθύντρια του Λογιστηρίου της εταιρείας, τους έκανε την παρουσίαση του προγράμματος και στις 2-7-2002 η εγκαλούσα παρέδωσε δι' οπισθογραφήσεως τραπεζική επιταγή της ALPHA BANK ποσού 146.735,15 ευρώ για κατάθεση στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εταιρείας που είχε ανοιχθεί στο όνομα της και της παραδόθηκε η από 2-7-2002 επιβεβαίωση παραλαβής της επιταγής αυτής, από την εταιρεία .... LIMITED, η από 4-7-2002 επιστολή βεβαίωσης ετήσιας αποδόσεως του κεφαλαίου 6% και 21 τίτλοι μετοχών, συνολικής ονομαστικής αξίας αντίστοιχης με το κατατεθέν ποσό. Επίσης, στις 29.8.2002 η ίδια επένδυσε μεν το ποσό των 15.638,34 ευρώ οπισθογραφώντας και παραδίδοντας στη Χ3 την υπ' αριθμ. ..... τραπεζική επιταγή της ίδιας ως άνω Τράπεζας, β) Ο δεύτερος των εγκαλούντων Ψ μετέβη με τον .... στα γραφεία της εταιρείας .... LIMITED, όπου συνάντησαν τον Χ4, που τους συστήθηκε ως ένας εκ των Διευθυντών της εταιρείας και την Χ3, Προϊσταμένη του Λογιστηρίου, οι οποίοι τον ενημέρωσαν για τον επενδυτικό πρόγραμμα της .... και με τους ανωτέρω όρους επένδυσε στο ως άνω ανύπαρκτο αμοιβαίο κεφάλαιο στις 8-7-2002 και 11-10-2002 τα ποσά των 30.000 ευρώ και 15.000 ευρώ αντίστοιχα, παραδίδοντας ισόποσες τραπεζικές επιταγές για κατάθεση αντίστοιχα στους υπ' αριθμ. .... και .... λογαριασμούς της εταιρείας, που είχαν ανοιχθεί στον όνομα του και του παραδόθηκαν αντίστοιχα οι από 8-7-2002 και 11-10-2002 επιστολές ετήσιας αποδόσεως του κεφαλαίου 6% και τίτλοι μετοχών και γ) ο τρίτος των εγκαλούντων Ξ, το μήνα Οκτώβριο του 2002 μετέβη με τον .... στα γραφεία της εταιρείας ... LIMITED, όπου τον ενημέρωσαν για το απατηλό επενδυτικό πρόγραμμα ο Χ2 ως Διευθυντής Πωλήσεων αυτής και η Χ3 ως Προϊσταμένου του Λογιστηρίου και με τους ανωτέρω όρους επένδυσε και αυτός στις 22-10-2002 το ποσό των 400.000 ευρώ, καταθέτοντας αυτό με έμβασμα στον υποδειχθέντα λογαριασμό της ... στην Τράπεζα DEUTSHE BANK Φραγκφούρτης, για κατάθεση στον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό στο όνομα του, ενώ του παραδόθηκαν η από 22-10-2002 επιβεβαίωση παραλαβής του ανωτέρω εμβασθέντος ποσού από την ... LIMITED, επιστολή βεβαίωσης διετούς αποδόσεως του κεφαλαίου με 7,1% και αντίστοιχες μετοχές της εταιρείας .... LIMITED. Αρχικά οι εγκαλούντες έλαβαν μηνιαίες καταστάσεις των λογαριασμών τους, στις οποίες αναφέρονταν τα ποσά της επενδύσεως και οι υποσχεθείσες αποδόσεις των κεφαλαίων, στη συνέχεια όμως και ενώ ανέμεναν την παράδοση των σχετικών πιστοποιητικών από τους LLOYD'S του Λονδίνου και την παράδοση των ασφαλιστηρίων τον Ιανουάριο του 2003, οικατηγορούμενοι έκλεισαν τα γραφεία της εταιρείας στη ... και εξαφανίστηκαν, ιδιοποιούμενοι παράνομα ταχρήματα των επενδυτών, τα οποία δεν έχουν αποδώσειμέχρι σήμερα, αρχές δε Φεβρουαρίου του 2003δημοσιεύτηκαν τα πρώτα στοιχεία της τεράστιας απάτηςπου έστησε ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος με τηβοήθεια των παραπάνω συνεργατών και συγκατη-γορουμένων του. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε οι υπεράκτιες (OFF SHORE) εταιρείες ... LIMITED και .... LIMITED, οι οποίες είχαν στην ουσία ανύπαρκτη επιχειρηματική δραστηριότητα, αφού είχαν συσταθεί κατ' επίφαση, βάσει των νόμων των Βρετανικών Παρθένων Νήσων, ήταν δημιουργήματα του πρώτου εκκαλούντος - κατηγορουμένου Χ1, ο οποίος μέσω αυτών προέβη, με την ενεργό συμμετοχή των, ως άνω συγκατηγορουμένων του στην εξαπάτηση των επενδυτών με την προβολή απατηλών επενδυτικών προϊόντων, όπως το .... FUND, τύπου αμοιβαίου κεφαλαίου, της αντίστοιχης εταιρείας .... LIMITED, το οποίο ήταν ανύπαρκτο, χωρίς ενσωματωμένο δικαίωμα και χωρίς αντίκρυσμα. Επίσης όλα τα ανωτέρω παραδοθέντα στους εγκαλούντες έγγραφα ήταν ψευδή και κατασκευασμένα από τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους, οι δε τηλεφωνικές γραμμές στο ...., που είχαν δοθεί από την εταιρεία .... LIMITED στους εγκαλούντες, εκτρέπονταν όλες στα γραφεία της εταιρείας στη .... και οι καθησυχαστικές απαντήσεις του δήθεν Άγγλου Broker, εγένοντο από τους ίδιους τους υπαλλήλους της εταιρείας, η οποία ασφαλώς δεν ήταν φερέγγυα και απαγορευόταν να έχει οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Ελλάδα. Ακόμη ο πρώτος εκκαλών -κατηγορούμενος, ο οποίος δημιούργησε και πολλές άλλες εταιρείες υπεράκτιες και μη, προς εξυπηρέτηση του ίδιου εγκληματικού σκοπού, όπως τις DEAL F.X. ΑΕ, ΤΗΡΕΑ ΑΕ, NATIONAL ENERGY ΑΕ, τη χρηματιστηριακή TALADIAN ΑΕΛΔΕ, αφού άνοιξε δεκάδες λογαριασμούς, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κατάφερε να δημιουργήσει ένα δαιδαλώδες εντυπωσιακό δίκτυο, μέσω του οποίου τα χρήματα των επενδυτών κατέληγαν στα θυλάκια αυτού και των ως άνω συνεργατών του. 'Ολα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν αβίαστα, από τις καταθέσεις των εγκαλούντων, τα έγγραφα που προσκόμισαν, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ...., ..... και ....., ιδίως δε από την από 27-4-2004 πορισματική αναφορά υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, στην οποία γίνεται λεπτομερής ανάλυση του τρόπου δράσεως και της εμπλοκής των εκκαλούντων - κατηγορουμένων στη διωκόμενη αξιόποινη πράξη της εξακολουθητικής και κατά συρροή απάτης, από την οποία το συνολικό όφελος των δραστών και η αντίστοιχη ζημία των παθόντων (εκκαλούντων) υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ, την οποία τέλεσαν από κοινού, μάλιστα δε ενεργούντες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια έχοντας ριζωμένη τη ροπή προς τις απάτες, διαμορφωμένη δε υποδομή και ετοιμότητα διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων, ήτοι με τον προεκτεθέντα οργανωμένο, συστηματικό επιτήδειο και αριστοτεχνικό τρόπο σε βάρος εκατοντάδων ανυποψίαστων επενδυτών, μεταξύ των οποίων και οι εγκαλούντες. Το γεγονός δε ότι: α) προκειμένου να ανεύρουν χρήματα για να ικανοποιήσουν τους πελάτες του ανύπαρκτου αμοιβαίου ... FUND (οι οποίοι είχαν αρχίσει να πιέζουν για τη ρευστοποίηση των επενδύσεων τους) προσπάθησαν να διαθέσουν στην αγορά με τον ίδιο τρόπο, άλλο ανύπαρκτο χρηματοοικονομικό προϊόν, με την ονομασία GLOBELEX, εξαπατώντας τους επενδυτές, β) ότι ο πρώτος εκκαλών - κατηγορούμενος ίδρυσε στις 13-1-2003 την εταιρεία "NATIONAL ENERGY AE", προκειμένου με την ενεργό συμμετοχή των ως άνω συνεργατών του να υφυπάρξει τα χρήματα των ανυποψίαστων επενδυτών, με τον ίδιο τρόπο που είχε χρησιμοποιήσει για τα ανωτέρω ανύπαρκτα χρηματοοικονομικά προϊόντα , και (βλ. πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ), μαρτυρεί εμμονή και έντονη ροπή αυτών στην παραπάνω εγκληματική δράση, αναμφίβολα κατ' επάγγελμα προς πορισμό εισοδήματος. Άλλωστε οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, όχι μόνο είχαν πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης σε βάρος των επενδυτών, όπως πράγματι προκύπτει από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, αλλά και επιχειρούσαν πράγματι επαναληπτικά τέτοιες πράξεις, όπως προκύπτει και από το ότι είχαν ασκηθεί σε βάρος τους ποινικές διώξεις για παρόμοιες με τη διωκόμενη πράξεις, σχετιζόμενες με τις δραστηριότητες της εταιρείας , για τις οποίες και είχαν απαγγελθεί σε βάρος τους σχετικές κατηγορίες. Βέβαια οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία, ισχυριζόμενοι ότι αγνοούσαν τις παράνομες δραστηριότητες της εταιρείας. Ειδικότερα: 1) Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1 διατείνεται ότι στην εταιρεία προσλήφθηκε από τον ... ως απλός υπάλληλος (οικονομικός σύμβουλος) με σύμβασηπαροχής υπηρεσιών αορίστου χρόνου, ότι ουδέποτε αυτός παρέστησε στους εγκαλούντες ψευδή ως αληθή γεγονότα, ότι οι επενδυτές επένδυσαν τα χρήματα τους στο αμοιβαίο, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τον κίνδυνο απωλείας τους και τέλος, ότι πορισματική αναφορά του ΣΔΟΕ είναι άκυρη, σύμφωνα με τον ΚΠΔ και τις συμβάσεις ΕΣΔΑ και ΔΣΑΠΔ. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι από τα αποδεικτικά μέσα που προαναφέρθηκαν προκύπτει με σαφήνεια, ότι αυτός ήταν ο εγκέφαλος και ο κύριος διοργανωτής της τεράστιας απάτης σε βάρος των επενδυτών, αλλά για να καλύπτεται και να μπορεί άνετα να διαφεύγει τους κινδύνους που γνώριζε ότι δημιούργησαν οι απατηλές πράξεις του, δημιούργησε και στελέχωσε τις εταιρείες και με πρόσωπα της απολύτου εμπιστοσύνης του, διοικούσε (διοικητικά -οικονομικά) αυτές στην πραγματικότητα, ενώ ως εικονικούς εκπροσώπους αυτών τοποθέτησε στην τον και στην την συγκατηγορούμενη Χ3.
Συνεπώς η επικαλούμενη πρόσληψη του στην εταιρεία, ως απλού υπαλλήλου είναι προφανώς εικονική. Είναι αλήθεια ότι στα αμοιβαία κεφάλαια ο επενδυτής κινδυνεύει να χάσει τα χρήματα του, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο (ρίσκο) της επενδύσεως του. Αυτό όμως συμβαίνει στα υπαρκτά και όχι στα ανύπαρκτα αμοιβαία κεφάλαια, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Για να διασκεδάσει δε τους δισταγμούς των επενδυτών, παρουσιάζοντας το συγκεκριμένο αμοιβαίο ως υπαρκτό, επένδυσε και ο ίδιος στο αμοιβαίο αυτό κεφάλαιο, με λίγα βέβαια χρήματα, ώστε μελλοντικά να εμφανιστεί και ο ίδιος ως θύμα απάτης, την οποία διέπραξαν δήθεν οι άλλοι. Τέλος, οι πορισματικές αναφορές του ΣΔΟΕ συσχετίστηκαν στην παρούσα δικογραφία, από άλλη και συνεπώς λαμβάνονται υπόψη και αξιολογούνται ως έγγραφα, μετά των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων (άρθρα 177, 178, 179 ΚΠΔ), εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα τους, απορριπτόμενου του ισχυρισμού περί ακυρότητας αυτών. 2) Οι εκκαλούντες -κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3, ισχυρίζοντας ότι ήταν απλώς υπάλληλοι της εταιρείας από την οποία μάλιστα ο πρώτος Χ2 αποχώρησε τον Ιούλιο του 2002 και ότι αγνοούσαν τότε την πραγματικότητα, ως προς την αληθινήδραστηριότητα των εμπλεκομένων εταιρειών και την ανυπαρξία επενδυτικού κεφαλαίου. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται πειστικοί, διότι όπως προεκτέθηκε και σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη έρευνα που διενήργησαν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ (βλ. από 27-4-2004 αναφορά) οι Χ2 και η Χ3 ήταν υψηλόβαθμα στελέχη του υπαλληλικού προσωπικού της και συγκεκριμένα ο μεν Χ2 ήταν Διευθυντής Πωλήσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου και μετείχε στις συστάσεις των OFFSHORE εταιρειών του Χ1 που προαναφέρθηκαν, η δε Χ3 ήταν Προϊσταμένη του Λογιστηρίου αυτής. Οι ανωτέρω εμφανίζονταν στους επενδυτές, όπως και στους εγκαλούντες ως Διευθυντές της εταιρείας και προωθούσαν ενεργά τα ως άνω ανύπαρκτα αμοιβαία της , με σκοπό να παρασύρουν τους εγκαλούντες (και τους λοιπούς επενδυτές) σε τοποθετήσεις χρημάτων, που μέσω προδιαγεγραμμένων απατηλών μεθοδεύσεων και μηχανισμών που αυτοί γνώριζαν και ενεργά συμμετείχαν, θα κατέληγαν με βεβαιότητα σε
τραπεζικούς λογαριασμούς του Χ1, αλλά και των ιδίων. Επίσης η εκκαλούσα - κατηγορουμένη Χ3, υπέγραφε για λογαριασμό της ευχαριστήριες επιστολές προς τους επενδυτές και προέβη στο άνοιγμα λογαριασμών στην Τράπεζα Κύπρου, με δικαιούχο την ως άνω εταιρεία, εμφανιζόμενη ως εκπρόσωπος αυτής, κατά δε τους ισχυρισμούς του συγκατηγορουμένου της (μη ασκήσαντος έφεση) ... είχε ορισθεί νόμιμη εκπρόσωπος της , δυνάμει του από 6-9-1999 ειδικού πληρεξουσίου της εταιρείας προς αυτήν. Όπως δε προαναφέρθηκε, η εν λόγω εκκαλούσα - κατηγορούμενη παρέλαβε στις 29-8-2002 τη δεύτερη επιταγή με το ποσό των 15.638,34 ευρώ της επένδυσης από την εγκαλούσα Ζ, 3) Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ4 διατείνεται ότι η εταιρεία TALADIAN ΑΕΛΔΕ, της οποίας είναι κύριος μέτοχος, ουδεμία σχέση έχει με την και ότι ο ίδιος αγνοούσε πλήρως την απατηλή δραστηριότητα των εταιρειών του Χ1. Και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν κρίνονται πειστική διότι προέκυψε ότι η εταιρεία TALADIAN ΑΕΛΔΕ, ιδρύθηκε από τον Χ1 με μετόχους την εταιρεία , συμφερόντων του ιδίου με 4.500 μετοχές και τον Χ4 με 1.500 μετοχές και έδρα στη ..., επί της οδού ...., όπου είχαν την έδρα τους οι εταιρείες LIMITED και LIMITED. Η εταιρεία αυτή συστήθηκε, όπως και η εταιρεία DEAL για την εξαγορά της εταιρείας ΑΛΥΣΙΔΑ ΑΕΒΕ, μέσω της ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ και είχε ως εκπρόσωπο τον Χ4. Ο εγκαλών Ψ αναφέρει στην έγκληση του ότι ο Χ4 και η Χ3 τον παρέπεισαν να επενδύσει τα προαναφερόμενα ποσά στο αμοιβαίο της , όπως έπρατταν και με άλλους επενδυτές. Έπραξαν δε τούτο, με σκοπό να βλάψουν την περιουσία του Ψ με ζημία άνω των 15.000 ευρώ και να προσπορίσουν όφελος στον Χ1 και στον εαυτό τους. Την αύξηση δε του κεφαλαίου της TALADIAN ΑΕΛΔΕ, σε 60.000.000 δραχμές, από χρήματα αποκλειστικά των επενδυτών της , και αποφάσισαν από κοινού ο Χ1 και ο Χ4, ο οποίος συνεπώς δεν ήταν απλός υπάλληλος της , αλλά γνώριζε όλες τις παράνομες δραστηριότητες αυτής, καθώς και της εταιρείας TALADIAN ΑΕΛΔΕ, την οποία και εκπροσωπούσε. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, το παρόν Συμβούλιο κατά πλειοψηφία κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία, σε βάρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων για την αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη της από κοινού κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή (άρθρο 386 παρ. 1 και 3α, όπως η παρ. 3 αντικ. από το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, 94 παρ. 1, 98 παρ. 1 ΠΚ), για την οποία παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για κακουργήματα) με το εκκαλούμενο βούλευμα, το οποίο ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό και εφάρμοσε το νόμο, γι' αυτό και οι κρινόμενες εφέσεις τους, πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες ομόφωνα μεν την έφεση του πρώτου των κατηγορουμένων - εκκαλούντος, Χ1, κατά πλειοψηφία δε τις εφέσεις των λοιπών κατηγορουμένων - (εκκαλούντων) και παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) για να δικαστούν για την κακουργηματική απάτη από κοινού, κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τους ήδη αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικαστούν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες, ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι με σκοπό να περιποιήσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, εν γνώσει παρέστησαν ψευδώς στους εγκαλούντες ως αληθινά τα παραπάνω γεγονότα, αποκρύπτοντας την αληθή κατάσταση αυτών αθεμίτως και έτσι οι τελευταίοι παραπλανήθηκαν και τους κατέβαλαν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Συνεπεία των καταβολών αυτών, οι εγκαλούντες ζημιώθηκαν αντίστοιχα, ζημία που δεν θα υφίσταντο αν δεν είχαν παραπλανηθεί και δεν του είχαν παραδώσει τα παραπάνω χρηματικά ποσά. Η ζημία τους δε αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις πιο πάνω καταβολές. Επίσης, υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ότι οι κατηγορούμενοι διέπραξαν την άνω πράξη τους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, την πράξη τους δε αυτή τέλεσαν με περισσότερες ομοειδείς πράξεις, κατά την αναφερόμενη στην αρχή έννοια, δηλαδή, κατ' εξακολούθηση. Οι πράξεις τους αυτές, συνδέοντας μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεώς τους. Επίσης, υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το ότι η ζημία στους εγκαλούντες, με αντίστοιχο όφελος δικό τους (κατηγορουμένων), υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Το παραπάνω αποδεικτικό υλικό, το δικάσαν Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αναφέρει ότι συγκέντρωσε από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκαν και ειδικότερα, από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, Ζ και Ψ, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων. Έτσι, υπάρχει η κατά νόμο απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο υπό κρίση βούλευμα για την πράξη που παραπέμπονται και τις επιβαρυντικές περιστάσεις, οι άνω κατηγορούμενοι. Είναι αβάσιμες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν οι επί μέρους αντίθετες αιτιάσεις καθενός των αναιρεσειόντων και ειδικότερα: 1) Του πρώτου από αυτούς, Χ1, ότι το πληττόμενο βούλευμα, επαναλαμβάνει, ως επί το πλείστον, αυτούσιο το κατηγορητήριο, ότι το ίδιο βούλευμα δεν αναφέρει σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν τις ενδείξεις ενοχής του, ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά δευτεροβάθμια κρίση για την αντιμετώπιση των παραπόνων του ως εκκαλούντος, ότι η χωρίς αιτιολογία στο σκεπτικό συνιστά ανεπίτρεπτη λήψη του ζητουμένου, ότι οι παραδοχές του ίδιου βουλεύματος είναι ελλιπείς και ασαφείς, ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν αξιολόγησε ούτε έλαβε υπόψη του τα έγγραφα που αναφέρονται στην έφεσή του και στο υπόμνημά του, που κατέθεσε στον Ανακριτή. Έτσι, το προσβαλλόμενο βούλευμα, στερείται της απαιτούμενης κατά τα άνω αιτιολογίας, αλλά και της νόμιμης βάσης και πρέπει να αναιρεθεί κατά παραδοχή των από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ, λόγων αναιρέσεώς του, αλλά και για όλους τους αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 484 παρ. 2 λαμβανομένους υπόψη λόγους, ζητώντας να εξαφανισθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο προς νέα κρίση, με σκοπό να γίνει δεκτή η έφεσή του, 2) Του δεύτερου από αυτούς, Χ2 ότι το άνω βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και ότι έχει γίνει εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, επίσης δε ότι είναι αναιρετέο για υπέρβαση εξουσίας, κατά την ΚΠΔ 484 παρ.1 στοιχ. β', δ' και στ' και συγκεκριμένα, οι παραδοχές του πληττόμενου βουλεύματος ότι το έγκλημα της απάτης, τελέστηκε από αυτόν κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, είναι ελλιπείς, ασαφείς και αόριστες, αφού δεν διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων. Επιπλέον δε η παραδοχή στο βούλευμα, κατά την οποία συντρέχει και περίπτωση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, είναι ασαφής και ελλιπής, περιοριζόμενο στην επανάληψη της διατυπώσεως του νόμου (ΠΚ 13 στ' και 386α'), η οποία δεν αρκεί για την αιτιολογία. Ότι, έτσι που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, με το να απορρίψει την έφεσή του, υπέπεσε και στην πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας, η οποία θεμελιώνει τον προβαλλόμενο με την αίτησή του, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ', λόγο αναιρέσεως. Ότι με τα παραπάνω αντιφατικά, παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητάς του, παραβιάζεται δε ευθέως ή εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 13στ' του ΠΚ. Έτσι, το προσβαλλόμενο βούλευμα, εκτός από τους πιο πάνω λόγους, πρέπει να αναιρεθεί και για όλους τους αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 484 παρ. 2 λαμβανόμενους υπόψη λόγους και, αφού αυτό εξαφανιστεί, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση, με σκοπό να γίνει δεκτή η έφεσή του, 3) Της τρίτης των κατηγορουμένων Χ3, ότι το εν λόγω βούλευμα πάσχει απόλυτη ακυρότητα διότι λήφθηκαν υπόψη πέντε (5) ένορκες καταθέσεις που έδωσε στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης του ΣΔΟΕ που περιέχονται στην από 27.4.2004 πορισματική αναφορά του ...., ότι δεν αναφέρει πραγματικά περιστατικά, αλλά στηρίζεται στην άνω πορισματική αναφορά, επίσης δεν αναφέρει σε τί συνίσταται η παρουσίαση και οι δικές της ψευδείς παραστάσεις, ούτε όλα τα αποδεικτικά μέσα υπεράσπισής της, ειδικά δε το από 15.12.2004 τελικό πόρισμα. Ότι δεν αιτιολογεί την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από αυτή της άνω πράξεως και ότι υπάρχει έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των πράξεων που φέρεται ότι τέλεσε και της περιουσιακής διάθεσης, ενώ οι παραδοχές του (βουλεύματος) ως προς αυτήν αντίκεινται στην πραγματικότητα, στα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού πρόκειται για συνηθισμένες υπηρεσίες ενός υπαλλήλου. Για τους παραπάνω λόγους, ζήτησε να εξαφανιστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση. Και 4) του τετάρτου των κατηγορουμένων, Χ4, ότι το παραπάνω βούλευμα στερείται της επιβαλλόμενης από το νόμο αιτιολογίας, ειδικής και εμπεριστατωμένης, ότι οι παραδοχές του αποτελούν αντιγραφή του κατηγορητηρίου και του πρωτοδίκου βουλεύματος, ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά δευτεροβάθμια κρίση, οι παραδοχές του είναι ελλιπείς και ασαφείς ενόψει των στοιχείων της δικογραφίας, του περιεχομένου του προς τον ανακριτή υπομνήματός του, χωρίς να ληφθούν υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε και μνημονεύονται στην έφεσή του και το άνω υπόμνημά του και ότι εκτός της άνω αιτιολογίας, στερείται και της νόμιμης βάσεως. Έτσι το προσβαλλόμενο βούλευμα, εκτός από τους πιο πάνω λόγους, πρέπει να αναιρεθεί και για όλους τους αυτεπαγγέλτως κατά την ΚΠΔ 484 παρ. 2 λαμβανομένους υπόψη λόγους και, αφού εξαφανιστεί, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση, με σκοπό να γίνει δεκτή η έφεσή του. Πρέπει δε να λεχθεί ότι τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα Χ3, ότι στο πόρισμα του ΣΔΟΕ λήφθηκαν υπόψη ένορκες καταθέσεις της, δεν αποδεικνύεται, αφού από την παραδεκτή από το Συμβούλιο αυτό επισκόπιση του άνω πορίσματος, προκύπτει ότι αυτό συνετάγη με βάση πολλές μαρτυρικές καταθέσεις κατά τη διενεργηθείσα σχετικά προκαταρκτική εξέταση, με βάση έγγραφα, τραπεζικούς λογαριασμούς και αρκετά CD.
Με βάση τα παραπάνω, το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι αναιρεσείοντες. Ούτε επίσης, εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, όπως επαναδιατυπώθηκε, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την μη ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει κάθε αναιρεσείων, ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ' για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, ενόψει όσων παραπάνω έχουν λεχθεί, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι προβαλλόμενοι με τις αιτήσεις τους λόγοι αναιρέσεως από κάθε αναιρεσείοντα και συγκεκριμένα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως από όλους τους αναιρεσείοντες (ΚΠΔ 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ') και απόλυτη ακυρότητα από την τρίτη αναιρεσείουσα (ΚΠΔ 484 παρ. 1 στοιχ. α'). Επίσης δε, για όλους τους αναιρεσείοντες, εφόσον οι αιτήσεις τους είναι εμπρόθεσμες και νομότυπες, μετ' αυτεπάγγελτη εξέταση για καθέναν (ΚΠΔ 484 παρ. 2) των προβλεπομένων από την ΚΠΔ 484 παρ. 1 λόγων αναιρέσεως κατά βουλεύματος, πρέπει να απορριφθούν αυτοί ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Οι λοιπές δε αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως με αριθμούς: 1) 241/1.11.2007 του Χ1, 2) 215/18.10.2007 του Χ2, 3) 222/24.10.2007 της Χ3 και 4) 260/15.11.2007 του Χ4, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1.807/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή