Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2307 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
α) κακουργηματική υπεξαίρεση (υφαίρεση μεταξύ συζύγων): Ιδιοποίηση από κοινού από εντολοδόχους και διαχειριστές ξένης περιουσίας τιμήματος πωλήσεως 45.000.000 δρχ. ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Χρόνος τέλεσης Δεκέμβριος 1996 (από παραδοχές προσβαλλόμενου βουλεύματος σε συνδυασμό με αιτιολογίες και διατακτικό πρωτόδικου βουλεύματος), β) κακουργηματική απάτη από κοινού μεταξύ συζύγων, κατ’ επάγγελμα, συνήθεια, αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ζημία που υπερβαίνει τα 5.000.000 δρχ. . Έγκληση μέσα στο τρίμηνο από γνώση πράξεων. Αβάσιμος: λόγος για απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφανίσεως




Αριθμός 2307/2007

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ΄ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Μιχαήλ Δέτση και Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 2962/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Φεβρουαρίου 2005 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 372/2005.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή με αριθμό 486/07.11.2006, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι) Το συμβούλιο πλημ-κών Αθηνών με το υπ΄αριθμ. 1646/2001 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών - για κακουργήματα - την Χ1 για να δικαστεί ως υπαίτια τελέσεως α) υπεξαιρέσεως από κοινού, το αντικείμενο της οποίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας - 375 παρ. 1 εδ. β-α, παρ. 2-3 ΠοινΚ, 18,19 ΠοινΚ - και β) απάτης από κοινού από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη και υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών και από δράστη που τελεί την απάτη κατ΄επάγγελμα και κατά συνήθεια - 386 παρ. 1 εδ. β-α, 3 - όπως αντικ. με το άρθρο 14 ν. 2721/99 - 18,19 ΠοινΚ - που τέλεσε στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1996 και 3-8-1995 αντίστοιχα σε βάρος του Ψ1 ήτοι σε βαθμό κακουργήματος αμφότερα τα άνω εγκλήματα. Κατά του άνω βουλεύματος άσκησε η κατηγορουμένη σχετική έφεση και δη την υπ΄αριθμ. 589/9-7-2001 η οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή από το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ΄αριθμ. 2569/2001 βούλευμά του το οποίο αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατ΄αυτής και ακύρωσε-εξαφάνισε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του άνω εφετειακού βουλεύματος (=2569/2001) άσκησε αναίρεση ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 και δη την υπ΄αριθμ. 258/2001, ο δε ΄Αρειος Πάγος με το υπ΄αριθμ. 1402/2004 βούλευμά του (βλ. τούτο και στον Ποινικό Λόγο 2004 σελ. 1677 επ.) έκανε δεκτή αυτή (αναίρεση) και αναίρεσε (εξαφάνισε) το βούλευμα 2569/2001 του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση (= έφεση στο αυτό συμβούλιο? το συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που επελήφθη εκ νέου με άλλη σύνθεση, εξέδωσε το υπ΄αριθμ. 2962/2004 βούλευμά του, με το οποίο αφενός μεν έκανε δεκτή και δη εν μέρει κατ΄ουσίαν την ρηθείσα 589/9-7-2001 έφεση της κατηγορουμένης και δη έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την κατ΄αυτής ποινική δίωξη για τις μερικώτερες πράξεις της υπεξαίρεσης που αναφέρονται στις 900 λίρες, 180 φύλλα κεφαλών έρμου (γραμματόσημα), ενός περιδέραιου, τριών εντόκων γραμματίων του ελληνικού δημοσίου αξίας τριών εκατομμυρίων δραχμών 800.000 και 200.000 δραχμών αντίστοιχα και έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου αξίας 7.400.000 δραχμών και 27 χαρτοκιβώτια με γραμματόσημα, με χρόνο τελέσεως Δεκέμβριο 1996 και επεκύρωσε κατά τα λοιπά το πρωτοβάθμιο βούλευμα.
Κατά του βουλεύματος αυτού (2962/2004) - το οποίο επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 24-1-2005 - άσκησε η ίδια στις 3-2-2005 ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών την υπ΄αριθμ. 11/2005 αναίρεση, προβάλλουσα υπέρβαση εξουσίας, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (484 παρ. 1 περ. β, δ, στ ΚΠοινΔ).
Ενόψει των ανωτέρω και των άρθρων 473, 474, 465, 482, 484 ΚΠοινΔ και 18,19 ΠοινΚ η υπό κρίση έφεση είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της.

ΙΙ Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα για έγκλημα που διώκεται μόνο με έγκληση, όταν η τελευταία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση του τριμήνου από την τέλεση αυτού, πρέπει, για να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, να αναφέρει και το χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος της εγκλήσεως έλαβεν γνώση αυτού (εγκλήματος) και ενός, έστω, συμμετόχου του (βλ. ΑΠ 889/2005, ΑΠ 1517/2005, ΑΠ 1139/2002, ΑΠ 644/2001, ΑΠ 350/2000 κ.α.) και δη πρέπει να διαλαμβάνονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά (και τα αποδεικτικά μέσα) από τα οποία προκύπτει η άνω γνώση (βλ. ΑΠ 1517/2005, ΑΠ 141/2001, ΑΠ 134/2000 (αναιρεί), ΑΠ 1339/2000 (αναιρεί), ΑΠ 345/2001 (αναιρεί), ΑΠ 503/2001 (αναιρεί), ΑΠ 850/2001 (αναιρεί) κ.α. ΄Ετσι, ναι μεν ο χρόνος γνώσεως είναι ζήτημα πραγματικό και ως τέτοιο δεν ελέγχεται αναιρετικά (βλ. ΑΠ 1505/2005), πλην όμως δεν αρκεί μόνη η απλή αναφορά του χρόνου αυτού.
Εξ άλλου η ανωτέρω γνώση προϋποθέτει και αναφορά του χρόνου τελέσεως του εγκλήματος και δη κατά τρόπον σαφές (ΑΠ 889/2005 κ.α.).
Επειδή το έγκλημα τόσον της υπεξαίρεσης όσον και της απάτης όταν τελούνται μεταξύ συζύγων διώκονται μόνον με έγκληση -378, 393 ΠοινΚ - έστω και αν αμφότερα φέρουν τον χαρακτήρα κακουργήματος, αφού οι διατάξεις των άρθρων 378, 393 παρ. 1 ΠοινΚ δεν διακρίνουν, ο αυτός δε δικαιολογητικός λόγος υφίσταται και στις περιπτώσεις αυτές (βλ. ΑΠ 1080/95, ΑΠ 825/94 και άλλες παραπομπές σε ΠοινΚ Α. Κονταξή (2000) υπό το άρθρο 378).
Επειδή ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα όταν ανακύπτει ζήτημα εξαλείψεως του αξιοποίνου αυτού (βλ. ΑΠ 941/2001, ΑΠ 1757/2001, ΑΠ 1526/2000 κ.α.) άλλως δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αυτού.
Εξ άλλου χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης είναι αυτός της ιδιοποιήσεως, ήτοι της πράξεως (ή παραλείψεως οφειλομένης ενεργείας βλ. ΑΠ 615/2004) εκείνης με την οποίαν ο υπαίτιος εξωτερικεύει αυτή (ιδιοποίηση) - βλ. ΑΠ 1665/2005, ΑΠ 152/2000 κ.α.) και από την οποία άρχεται, όπως ελέχθη, η προθεσμία της εγκλήσεως (βλ. και ΑΠ 504/87).

ΙΙΙ) Επειδή στη συγκεκριμένη περίπτωση το συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα και δη με καθ΄ολοκληρίαν δικές του σκέψεις - και χωρίς ούτε έμμεση αναφορά ούτε στις σκέψεις των Εισαγγελέων ούτε και του πρωτοδίκου βουλεύματος - δέχθηκε ότι "από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση..... (καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος και μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένης, υπομνήματα διαδίκων και λοιπά έγγραφα).....προέκυψε ότι ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 συνήψε γάμο το έτος 1977 με την κατηγορουμένη..... ότι ο μηνυτής ήταν κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου που βρίσκεται επί των οδών..... Το ακίνητο αυτό μεταβίβασε η κατηγορουμένη μετά από εντολή του μηνυτή, δυνάμει του υπ' αριθμ. .... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Καταπόδη, στους επιχειρηματίες Ε1 και Ε2, οι οποίοι ενεργούσαν ως ομόρρυθμα μέλη της εταιρίας "...." και εισέπραξε από κοινού με τον Ζ1 ο οποίος επίσης ενεργούσε ως εντολοδόχος του μηνυτή στην σύμβαση αγοραπωλησίας το ποσό των 45.000.000 δρχ. όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, το οποίο τίμημα η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1 ιδιοποιήθηκαν παράνομα. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 30.000.000 δρχ. που αναγράφεται στο υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου και ότι η ίδια πλην της παράστασης και της υπογραφής της στο παραπάνω συμβόλαιο δεν είχε άλλη ανάμειξη, δεν είναι βάσιμος, αφού η αξία του εν λόγω ακινήτου ως εκ της θέσεως του ήταν κατά πολύ ανώτερη του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο ποσού των 30.000.000 με βάση την αντικειμενική του αξία, ενώ όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αγοραστών Ε1 και Ε2 το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 30.000.000 δρχ του ακινήτου καταβλήθηκε με τραπεζική επιταγή της τράπεζας Μπάρκλεϊς ποσού 20.000.000 δρχ. την οποία εισέπραξε ο Ζ1 , ενώ το υπόλοιπο ποσό ρυθμίστηκε σε δόσεις με γραμμάτια τα οποία εισέπραττε κατά κανόνα, η ίδια η κατηγορουμένη, ή ο Ζ1. Επίσης, η κατηγορουμένη ενεργώντας από κοινού με τον Ζ1 τον Αύγουστο του 1995, ενόψει και του γεγονότος ότι αυτή είχε ήδη λάβει την απόφασης της, για τη λύση του γάμου της με τον μηνυτή, μεθόδευσαν τη μεταβίβαση σ' αυτήν ενός ακινήτου του μηνυτή επί της οδού ..... στην Αθήνα και ειδικότερα, παρέστησαν ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών ΝΙΚΟΛΑΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ, ότι συνάπτεται αληθής σύμβαση πωλήσεως μεταξύ της κατηγορουμένης ως αγοράστριας και του Ζ1 ως πληρεξουσίου του μηνυτή και ότι έχει καταβληθεί το τίμημα εκ δραχμών 13.847.925 δρχ. εκτός του γραφείου της και με βάση τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις την έπεισαν να προβεί στη σύνταξη του υπ' αριθμ. .... συμβολαίου δυνάμει του οποίου πωλείται και μεταβιβάζεται η κυριότητα του με στοιχεία Δ3-Δ4 διαμερίσματος, επιφάνειας 145 τ.μ. που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της επί της οδού .... στην Αθήνα, πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η μεν κατηγορουμένη να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 60.000.000 δρχ. όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ο μηνυτής είχε συναινέσει στη μεταβίβαση του ακινήτου, επειδή ενόψει της τακτοποίησης των οικονομικών εκκρεμοτήτων τους λόγω του επικείμενου διαζυγίου τους όφειλε να της επιστρέψει το ποσό των 7.000.000 δρχ. που του είχε δανείσει τμηματικώς κατά τα έτη 1993-1995 και ότι του κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 6.800.000 δρχ. δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί επιχείρημα υπέρ του ισχυρισμού της αυτού, από το γεγονός ότι με την από 22-8-1996 επιστολή του προς την κατηγορουμένη, ο μηνυτής ζητεί την άδεια της για να εισέλθει στο σπίτι της ...., είτε με την παρουσία της, είτε με την παρουσία του Ζ1 και να παραλάβει δικά του πράγματα. Αντίθετα από την επιστολή αυτή, αλλά και το σύνολο των επιστολών που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι προκύπτει η ιδιόρρυθμη σχέση τους. αλλά και η εκμετάλλευση του μηνυτή, τόσο από την κατηγορουμένη όσο και από τον Ζ1.Την πιο πάνω πράξη της η κατηγορουμένη τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι δεν ενήργησε ευκαιριακά και μεμονωμένα, αλλά βάσει σχεδίου και μεθοδικότητας, έχοντας διαμορφώσει την απαιτούμενη υποδομή και εξασφαλίσει ετοιμότητα προς τέλεση της πράξης αυτής, με σαφή προσανατολισμό στην πραγμάτωση της προς πορισμό εισοδήματος. Ειδικότερα, κατόπιν συναπόφασης με τον αποβιώσαντα ήδη (εραστή της) Ζ1, του τελευταίου έχοντας εξασφαλίσει κατά τον προαναφερόμενο τρόπο την εμπιστοσύνη του μηνυτή, κατάφερε να του αποσπάσει πληρεξούσιο για την αντιπροσώπευση του, εμφανιζόμενος σ΄ αυτόν ως άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης του, πέτυχε αρχικά το σκοπό του και ακολούθως με το εν λόγω πληρεξούσιο μετέβη στη πιο πάνω συμβολαιογράφο, δηλαδή προέβησαν σε ενέργειες που άμεσα συνδέονταν και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της προαναφερόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς τους.
Συνεπώς η εκκαλούσα ενήργησε κατ΄ επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ίδιας πράξης προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1 σκοπίμως είχαν επιβάλει στον μηνυτή, να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φόρου εισοδήματος, αν και σύμφωνα με τον νόμο τούτο δεν επιτρέπεται, γιατί, όπως ο μηνυτής βάσιμα υποστηρίζει, δεν ήθελε να γνωρίζει ο ίδιος τα περιουσιακά στοιχεία που αυτή απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους εις βάρος της δικής του περιουσίας. Τέλος, προέκυψε ότι ο μηνυτής έλαβε γνώση τόσο της διαπραχθείσας εις βάρος του απάτης όσο και της υπεξαίρεσης περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996, υπέβαλε δε τη μήνυση-έγκληση του στις 26-2-1997 ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 117 παρ. 1 τρίμηνης προθεσμίας και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα περί απαράδεκτης υποβολής της εγκλήσεως είναι αβάσιμα.".
Με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν το συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικώτερα, ενώ δέχεται ότι πρόκειται για εγκλήματα που τέλεσε η κατηγορουμένη σε βάρος του συζύγου της, -ήτοι για εγκλήματα που διώκονται μόνο με έγκληση- ο οποίος υπέβαλε την κατ΄αυτής έγκληση στις 26-2-1977 (βλ. και 11ο φύλλο αυτού) αφ΄ενός μεν δεν παραθέτει σαφώς τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαίρεσης για την οποία επεκύρωσε την παραπομπή, ούτε μάλιστα πώς και πότε περιήλθε στην κατοχή της το αναφερόμενο τίμημα- μάλιστα δέχεται ότι "το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 30.000.000 δρχ. του ακινήτου καταβλήθηκε με τραπεζική επιταγή..... την οποία εισέπραξε ο Ζ1 , ενώ το υπόλοιπο ποσό ρυθμίστηκε σε δόσεις με γραμμάτια τα οποία εισέπραξε κατά κανόνα η ίδια η κατηγορουμένη, ή ο Ζ1 .....", μιλάμε δε για αγοραπωλησία η οποία έγινε στις 2-3-1990, αφετέρου δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο εγκαλών έλαβε γνώση της τελέσεως αμφοτέρων των εγκλημάτων εντός της νόμιμης τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 117 Π.Κ. Να σημειωθεί εδώ ότι χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της απάτης είναι ο Αύγουστος 1995 (=3-8-1995). Επομένως είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως.
IV) Επειδή ναι μεν η μη ειδοποίηση ήτοι η σιγή απόρριψη σχετικής αιτήσεως της κατηγορουμένης να εμφανιστεί στο συμβούλιο Εφετών κατά τα άρθρα 309, 316 παρ. 2, 318 ΚΠοινΔ δημιουργεί ακυρότητα (βλ. ΑΠ 1173/2005, ΑΠ 1610/2001 κ.α.) πλην όμως τούτο ισχύει όταν η σχετική αίτηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επέμβαση του συμβουλίου επί της υπόθεσης. Επομένως ο λόγος αναιρέσεως ότι υπάρχει ακυρότητα του βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών διότι τούτο απέρριψε σιγή αίτηση της κατηγορουμένης για να εμφανισθεί σ΄αυτό είναι αβάσιμη, αφού ήδη το σχετικό αίτημα αναφερόταν στην έκδοση του ήδη αναιρεθέντος αλλ΄ υπέρ αυτού υπ΄αριθμ. 2569/2001 βουλεύματος.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ω όπως γίνει τυπικά δεκτή και εν μέρει κατ΄ουσίαν η υπ΄αριθμ. 11/2005 αναίρεση της Χ1 κατά του υπ΄αριθμ. 2962/2004 βουλεύματος του συμβουλίου Εφετών Αθηνών, να αναιρεθεί τούτο και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί με άλλη σύνθεση.
Αθήνα 28-9-2006
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κονταξής"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 εδ. α΄ του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς α) το υλικό αντικείμενο αυτής να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β) να είναι αυτό εν όλω ή εν μέρει ξένο, τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο, γ) να περιήλθε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή αυτού, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου δικαιώματος που παρέχεται στο δράστη από το νόμο, ε) το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο πιο πάνω άρθρο (παρ. 2) διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα στην περιουσία του που καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εκδηλώνεται η πρόθεσή του αυτή, Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαιρέσεως καθίσταται και ο εντολοδόχος, οποίος, κατά το άρθρο 713 ΑΚ, έχει την υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση, νομικής ή υλικής φύσεως, που του ανατέθηκε από τον εντολέα, και αρνείται να αποδώσει στον τελευταίο το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κινητό πράγμα, που αυτός του εμπιστεύθηκε, καθώς και ο διαχειριστής ξένης περιουσίας, ο οποίος ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται η εξουσία αυτή και από τη δημιουργία μιας πραγματικής καταστάσεως. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του Ν. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 ΠΚ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο και πρέπει να εφαρμόζεται μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της πράξεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Προς τούτοις, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (Ολ ΑΠ 50/1990). Εξετέρου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 378 στοιχ. α΄ περ. γ΄ και 393 παρ. 1 του ΠΚ η υπεξαίρεση, που χαρακτηρίζεται στην περίπτωση αυτή υφαίρεση, και η απάτη, και στις κακουργηματικές τους ακόμη μορφές, διώκονται μόνο ύστερα από έγκληση, εφόσον έγιναν μεταξύ συζύγων. Κατά δε το άρθρο 117 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξεως, το αξιόποινο εξαλείφεται, αν ο δικαιούχος δεν υπέβαλε την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Περαιτέρω, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά ξεχωριστά. Επίσης, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Ειδικότερα, επί παραπεμπτικού βουλεύματος για έγκλημα που διώκεται κατ' έγκληση, εφόσον η τελευταία υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεσή του, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διαλαμβάνεται στο βούλευμα και να προσδιορίζεται και ο χρόνος κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμετόχους της. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, δεν εκτίθενται στο βούλευμα με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ, και αιτιολογία του βουλεύματος δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ στ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει και όταν το Δικαστικό Συμβούλιο παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση. Προς τούτοις κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το από το άρθρο 309 § 2 του ΚΠοινΔ παρεχόμενο στον κατηγορούμενο δικαίωμα να ζητήσει την ενώπιον του Συμβουλίου εμφάνισή του προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το Συμβούλιο Εφετών είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 309 § 2 του ΚΠοινΔ, να διατάξει την εμφάνιση του κατηγορουμένου, οφείλει όμως στην περίπτωση αυτή να καλέσει και να ακούσει συγχρόνως και τους υπόλοιπους διαδίκους. Το Συμβούλιο τότε μόνο μπορεί να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2962/2004 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 συνήψε νόμιμο γάμο το έτος 1977 με την κατηγορουμένη Χ1, με τη μεσολάβηση του αποβιώσαντος ήδη κατηγορουμένου Ζ1 , ως προς τον οποίο έπαυσε οριστικά με το εκκαλούμενο βούλευμα η ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί εναντίον του, για τις ίδιες πιο πάνω πράξεις (υπεξαίρεση και απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος), για τις οποίες έχει παραπεμφθεί μ' αυτό η εκκαλούσα κατηγορουμένη. Ο Ζ1 ήταν θεολόγος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και γνώριζε τον μεν μηνυτή από τη μαθητική του ηλικία, την δε εκκαλούσα, που είναι εκπαιδευτικός, από τα πρώτα έτη διορισμού της στο Δημόσιο (1973). Ο Ζ1 , εκμεταλλευόμενος το γεγονός των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο μηνυτής εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του (έπασχε από επιληπτικές κρίσεις), αλλά και της έλλειψης επικοινωνίας και ψυχικής επαφής με τον πατέρα του, δημιούργησε σ' αυτόν συνθήκες πλήρους εξαρτήσεως, με αποτέλεσμα να κατευθύνει τη ζωή του, όπως εκείνος ήθελε, όντας ο πραγματικός κηδεμόνας αυτού. Στα πλαίσια της εξαρτήσεως αυτής, του επέβαλε να νυμφευθεί με την κατηγορουμένη, με την οποία ο ίδιος διατηρούσε εξωσυζυγική ερωτική σχέση που διατηρήθηκε καθόλη τη διάρκεια του γάμου, μεταξύ δε των τριών αυτών προσώπων αναπτύχθηκε μια τριγωνική σχέση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο είχε ο Ζ1 , ο οποίος επέβαλε τις θελήσεις του στον μηνυτή, γνωρίζοντας τις αδυναμίες του και σε συνεννόηση με την κατηγορουμένη ρύθμιζαν τόσο τις προσωπικές, όσο και τις οικονομικές του σχέσεις, διαχειριζόμενοι ακόμη και το μισθό του. Η έγγαμη συμβίωση της κατηγορουμένης με τον μηνυτή ήταν ιδιότυπη, δεν συμβιούσαν ως κανονικό ζευγάρι, δεν έκαναν κοινή φορολογική δήλωση, ενώ κατά τα έτη 1985-1992 που η κατηγορουμένη διέμενε στο Λονδίνο, για μεταπτυχιακές σπουδές, ο Ζ1 , με τον οποίο διατηρούσε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, φρόντιζε για την είσπραξη του μισθού της, εκείνος την επισκεπτόταν στο Λονδίνο, εκείνος την ανέμενε όταν ερχόταν στην Ελλάδα και την επισκέπτονταν όποτε το επιθυμούσε, σε αντίθεση με τον μηνυτή, με τον οποίο συμβιούσε τυπικά στην επί της οδού ..... οικία, ενώ, όταν εκείνη κατοικούσε στο σπίτι της στη ...., του είχε ορίσει συγκεκριμένες ημέρες για να την επισκέπτεται. Ο Ζ1 είχε κλειδιά της συζυγικής οικίας στην οδό ... , καθώς και των άλλων σπιτιών του μηνυτή επί της οδού ....και ...., αλλά και τα κλειδιά του σπιτιού της κατηγορουμένης στη .... Στο τελευταίο αυτό σπίτι της .... , που ανήκε στην κατηγορουμένη, ο μηνυτής δεν είχε κλειδιά και κατά το έτος 1992 του είχε ορίσει να την επισκέπτεται μόνο τις Κυριακές. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι στο γάμο τους που έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο κατ' απαίτηση της κατηγορουμένης, δεν παρέστησαν οι γονείς της, την ίδια δε συνόδευσε ο Ζ1 στην εκκλησία, ο οποίος ήταν και ο κουμπάρος, ενώ στο διάστημα των 19 ετών που διήρκεσε ο γάμος ουδέποτε γνώρισε τους γονείς της, καθώς και ότι, ενόψει ταξιδιού της στις ΗΠΑ, το Μάιο 1994 συνέταξε την από 29-5-1994 ιδιόγραφη διαθήκη της, με την οποία εγκαθιστούσε μοναδικό της κληρονόμο τον Ζ1. Με το Ζ1 διατηρούσε κοινούς λογαριασμούς σε διάφορες τράπεζες από την κίνηση των οποίων προκύπτει ότι διακινούνταν σημαντικά ποσά και δεν αφορούσαν την είσπραξη του μισθού της και μόνον κατά το χρονικό διάστημα των μεταπτυχιακών της σπουδών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πατέρας του μηνυτή, ο οποίος εργάσθηκε ως οικονομικός διευθυντής στις εταιρίες ..., .... και ....., είχε σημαντική ακίνητη και κινητή περιουσία, ήταν συλλέκτης έργων τέχνης και διέθετε αξιόλογη συλλογή γραμματοσήμων, γεγονός που γνώριζε ο Ζ1 , ο οποίος είχε φροντίσει να αποσπάσει και την εμπιστοσύνη των γονέων του μηνυτή, μάλιστα και εκείνοι του είχαν παράσχει πληρεξούσιο προκειμένου να μεταβιβάσει στον μηνυτή ακίνητα τους. Στα πλαίσια της εμπιστοσύνης αυτής, όπως ο ίδιος ο μηνυτής αναφέρει στην από 26-2-1997 μήνυσή του, λίγο πριν από το θάνατο του πατέρα του, που συνέβη τον Απρίλιο του έτους 1988, ο Ζ1 τον έπεισε να του παραδώσει τα κινητά πράγματα που αναφέρει σ' αυτήν (μήνυση), τα οποία είχαν τοποθετηθεί από τον πατέρα του σε τραπεζικές θυρίδες, και να του αναθέσει τη διαχείριση τους. Ότι, στις 18-2-1998 ανέλαβαν από κοινού από τις υπ' αριθμ. ... και .... θυρίδες της Λαϊκής Τράπεζας, το περιεχόμενο τους, που ήταν, 130 χρυσές λίρες Αγγλίας, γραμματόσημα και δη 180 φύλλα κεφαλών Ερμού διαστάσεων 30cm Χ 20cm αξίας 1.800.000.000 δρχ., και ένα περιδέραιο χρυσό με μπριγιάν, αξίας 22.000.000 δρχ., και τα τοποθέτησαν στην υπ' αριθμ. ... θυρίδα της ΕΤΕ που είχαν ήδη μισθώσει στο όνομα του (μηνυτή), για την οποία χορήγησε ειδική πληρεξουσιότητα χρήσης στον Ζ1 προκειμένου να προσέχει το περιεχόμενό της και να το διαφυλάσσει. Τον Μάρτιο του έτους 1988 ο πατέρας του παρέδωσε σ' αυτόν 770 ακόμη χρυσές λίρες Αγγλίας, τις οποίες ο ίδιος παρέδωσε στον Ζ1 για να τοποθετηθούν προς φύλαξη στην πιο πάνω θυρίδα, όπου και τις φύλαξε, όπως τον διαβεβαίωσε. Ότι τον Φεβρουάριο του έτους 1989 παρέδωσε προς φύλαξη στον Ζ1 27 χαρτοκιβώτια που περιείχαν φακέλους γραμματοσήμων πρώτης ημέρας κυκλοφορίας, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επίσης, το Μάρτιο του έτους 1992 του παρέδωσε, προς φύλαξη στην ίδια θυρίδα, γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 7.400.000 δρχ., καθώς και τρία έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας 3.000.000, 800.000 και 200.000 δρχ. αντίστοιχα. Ότι στις 2-2-1993 που επισκέφθηκε την εν λόγω θυρίδα διαπίστωσε ότι τα πιο πάνω κινητά πράγματα δεν υπήρχαν σ' αυτήν και για το λόγο αυτό ανακάλεσε την πληρεξουσιότητα που είχε δώσει στον Ζ1 για τη διαχείρισή της, πλην όμως στη συνέχεια ο Ζ1 ενεργώντας από κοινού με την κατηγορουμένη τον έπεισαν ότι το περιεχόμενο της θυρίδας το είχε διαφυλάξει ο Ζ1 σε άλλη θυρίδα προκειμένου να το εξασφαλίσει από τους εχθρούς του, και δη τους Μασόνους, τον έπεισαν δε να χορηγήσει σ' αυτόν (Ζ1) νέο πληρεξούσιο. Ότι το Δεκέμβριο του έτους 1996 ζήτησε από το Ζ1 τα παραπάνω κινητά πράγματα, ο οποίος αρνήθηκε να τα αποδώσει ιδιοποιούμενος αυτά παρανόμως από κοινού με την κατηγορουμένη. Με βάση τα περιστατικά αυτά (όπως ιστορούνται από τον μηνυτή στην πιο πάνω μήνυση), η οποιαδήποτε συμμετοχή της κατηγορουμένης στην πράξη της υπεξαίρεσης, που φέρεται ότι έχει τελέσει ο Ζ1 με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, αφού στο πρόσωπό της δεν συνέτρεχε αυτοτελώς η ιδιότητα του εντολοδόχου ή άλλη σχέση εμπιστεύσεως, από τις οριζόμενες στο άρθρο 375 παρ. 2 του ΠΚ, και έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, αφού φέρεται ότι έχει τελεσθεί από αυτήν το Δεκέμβριο του έτους 1996 και έχει ήδη παρέλθει πενταετία και πλέον από την τέλεσή της.
Συνεπώς, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή (άρθρα 111 παρ. 1 και 3, 112, ΠΚ). Εξάλλου, από το ίδιο αποδεικτικό υλικό προέκυψε ότι ο μηνυτής ήταν κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου που βρίσκεται επί των οδών ...... Το ακίνητο αυτό μεταβίβασε η κατηγορουμένη μετά από εντολή του μηνυτή, δυνάμει του υπ' αριθμ. ..... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Στέφανου Καταπόδη, στους επιχειρηματίες Ε1 και Ε2, οι οποίοι ενεργούσαν ως ομόρρυθμα μέλη της εταιρίας "..." και εισέπραξε από κοινού με τον Ζ1 ο οποίος επίσης ενεργούσε ως εντολοδόχος του μηνυτή στην σύμβαση αγοραπωλησίας, το ποσό των 45.000.000 δρχ. όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, το οποίο τίμημα η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1 ιδιοποιήθηκαν παράνομα, Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το τίμημα ανερχόταν στο ποσό των 30.000.000 δρχ., που αναγράφεται στο υπ' αριθμ. ..... συμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, και ότι η ίδια, πλην της παράστασης και της υπογραφής της στο παραπάνω συμβόλαιο, δεν είχε άλλη ανάμειξη, δεν είναι βάσιμος, αφού η αξία του εν λόγω ακινήτου ως εκ της θέσεώς του ήταν κατά πολύ ανώτερη του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο ποσού των 30.000.000 δρχ. με βάση την αντικειμενική του αξία, ενώ, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των αγοραστών Ε1 και Ε2, το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 30.000.000 δρχ. του ακινήτου καταβλήθηκε με τραπεζική επιταγή της τράπεζας Μπάρκλεϊς ποσού 20.000.000 δρχ., την οποία εισέπραξε ο Ζ1 , ενώ το υπόλοιπο ποσό ρυθμίστηκε σε δόσεις με γραμμάτια τα οποία εισέπραττε κατά κανόνα, η ίδια η κατηγορουμένη, ή ο Ζ1 , Επίσης, η κατηγορουμένη ενεργώντας από κοινού με τον Ζ1 τον Αύγουστο του 1995, ενόψει και του γεγονότος ότι αυτή είχε ήδη λάβει την απόφασή της για τη λύση του γάμου της με τον μηνυτή, μεθόδευσαν τη μεταβίβαση σ' αυτήν ενός ακινήτου του μηνυτή επί της οδού ..... στην Αθήνα, και ειδικότερα παρέστησαν ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών ΝΙΚΟΛΑΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ ότι συνάπτεται αληθής σύμβαση πωλήσεως μεταξύ της κατηγορουμένης ως αγοράστριας και του Ζ1 ως πληρεξουσίου του μηνυτή και ότι έχει καταβληθεί το τίμημα εκ δραχμών 13.847.925 εκτός του γραφείου της και με βάση τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις την έπεισαν να προβεί στη σύνταξη του υπ' αριθμ. .... συμβολαίου, δυνάμει του οποίου πωλείται και μεταβιβάζεται η κυριότητα του με στοιχεία Δ3-Δ4 διαμερίσματος, επιφάνειας 145 τ.μ., που βρίσκεται στον τέταρτο όροφο της επί της οδού....., στην Αθήνα, πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα η κατηγορουμένη να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 60.000.000 δρχ., όση η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, με αντίστοιχη ζημία του μηνυτή. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ο μηνυτής είχε συναινέσει στη μεταβίβαση του ακινήτου, επειδή, ενόψει της τακτοποίησης των οικονομικών εκκρεμοτήτων τους λόγω του επικείμενου διαζυγίου τους, όφειλε να της επιστρέψει το ποσό των 7.000.000 δρχ. που του είχε δανείσει τμηματικώς κατά τα έτη 1993-1995 και ότι του κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 6.800.000 δρχ., δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μπορεί να συναχθεί επιχείρημα υπέρ του ισχυρισμού της αυτού από το γεγονός ότι με την από 22-8-1996 επιστολή του προς την κατηγορουμένη ο μηνυτής ζητεί την άδειά της για να εισέλθει στο σπίτι της (οδού) ...., είτε με την παρουσία της, είτε με την παρουσία του Ζ1 , και να παραλάβει δικά του πράγματα. Αντίθετα, από την επιστολή αυτή, αλλά και το σύνολο των επιστολών που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, προκύπτει η ιδιόρρυθμη σχέση τους, αλλά και η εκμετάλλευση του μηνυτή, τόσο από την κατηγορουμένη όσο και από τον Ζ1. Την πιο πάνω πράξη της η κατηγορουμένη τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι δεν ενήργησε ευκαιριακά και μεμονωμένα, αλλά βάσει σχεδίου και μεθοδικότητας, έχοντας διαμορφώσει την απαιτούμενη υποδομή και εξασφαλίσει .ετοιμότητα προς τέλεση της πράξης αυτής, με σαφή προσανατολισμό στην πραγμάτωσή της προς πορισμό εισοδήματος. Ειδικότερα, κατόπιν συναπόφασης με τον αποβιώσαντα ήδη (εραστή της) Ζ1, του τελευταίου έχοντος εξασφαλίσει κατά τον προαναφερόμενο τρόπο την εμπιστοσύνη του μηνυτή, κατάφερε να του αποσπάσει πληρεξούσιο για την αντιπροσώπευσή του, εμφανιζόμενος σ' αυτόν ως άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης του, πέτυχε αρχικά το σκοπό του και ακολούθως με το εν λόγω πληρεξούσιο μετέβη στη πιο πάνω συμβολαιογράφο, δηλαδή προέβησαν σε ενέργειες που άμεσα συνδέονταν και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της προαναφερόμενης εγκληματικής συμπεριφοράς τους.
Συνεπώς η εκκαλούσα ενήργησε κατ' επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ίδιας πράξης προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι η κατηγορουμένη από κοινού με τον Ζ1, σκοπίμως είχαν επιβάλει στον μηνυτή να υποβάλουν χωριστές δηλώσεις φόρου εισοδήματος, αν και σύμφωνα με τον νόμο τούτο δεν επιτρέπεται, γιατί, όπως ο μηνυτής βάσιμα υποστηρίζει δεν ήθελε να γνωρίζει ο ίδιος τα περιουσιακά στοιχεία που αυτή απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους εις βάρος της δικής του περιουσίας. Τέλος, προέκυψε ότι ο μηνυτής έλαβε γνώση τόσο της διαπραχθείσας εις βάρος του απάτης, όσο και της υπεξαίρεσης περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996, υπέβαλε δε τη μήνυση-έγκλησή του στις 26-2-1997, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 117 παρ. 1 Π.Κ. τρίμηνης προθεσμίας και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα περί απαράδεκτης υποβολής της εγκλήσεως είναι αβάσιμα".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το εν μέρει προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2962/2004 βούλευμά του αφενός μεν έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που είχε ασκηθεί κατά της εκκαλούσας, και ήδη αναιρεσείουσας, κατηγορουμένης Χ1 για τις, σε βαθμό πλημμελήματος, μερικότερες πράξεις της υπεξαιρέσεως από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που φέρονται ότι έχουν τελεσθεί απ' αυτήν στην Αθήνα το Δεκέμβριο του έτους 1996 και αφορούν την υπεξαίρεση των προαναφερθέντων κινητών πραγμάτων, αφετέρου δε αποφάνθηκε ότι ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών έκρινε, με το εκκαλούμενο υπ' αριθ. 1646/2001 βούλευμά του, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την κατηγορουμένη των πιο πάνω κακουργηματικών πράξεων της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) του ειρημένου ποσού των 45.000.000 δραχμών και της απάτης και για το λόγο αυτόν την παρέπεμψε, προκειμένου να δικασθεί για τις πράξεις αυτές, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, απορρίπτοντας έτσι ως εν μέρει αβάσιμη κατ' ουσίαν την κατά του βουλεύματος αυτού ασκηθείσα από αυτήν έφεση και επικυρώνοντας κατά το αντίστοιχο σκέλος του το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, ως προς τις ειρημένες κακουργηματικές πράξεις της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) και της απάτης, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 εδ. α΄ και 386 παρ. 1 και 3 εδ. α΄ του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους ("καταθέσεις πολιτικώς ενάγοντος και μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένης, υπομνήματα διαδίκων και λοιπά έγγραφα", στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έγγραφα που προσκόμισε και επικαλέσθηκε η αναιρεσείουσα με τα υποβληθέντα υπομνήματά της μεταξύ των οποίων είναι: α) η προς αυτήν από 22-8-1996 επιστολή του πολιτικώς ενάγοντος, β) η από 2-6-1998 ιατρική βεβαίωση του νευρολόγου - ψυχιάτρου ..... και γ) το από 30-9-1999 έγγραφο της Τράπεζας Barkleys), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την ειρημένη κρίση του, δεν υπάρχει δε ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, εκτίθεται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που αναφέρεται και στις αιτιολογίες του πρωτόδικου βουλεύματος σε συνδυασμό με το διατακτικό του, αναφορικά με τις άνω κακουργηματικές πράξεις της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) του ειρημένου ποσού των 45.000.000 δρχ. και της απάτης ως προς τις οποίες αυτό, κατά τα ανωτέρω, επικυρώθηκε, ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στην Αθήνα το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1996, από κοινού με τον ειρημένο Ζ1,από πρόθεση ιδιοποιήθηκε παράνομα το χρηματικό ποσό των 45.000.000 δρχ., που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το είχε εμπιστευθεί σ'αυτή, λόγω της ιδιότητάς της ως εντολοδόχου του και διαχειρίστριας της περιουσίας του, ο εγκαλών (πολιτικώς ενάγων σύζυγός της) Ψ1 και το οποίο (ποσό) εισέπραξε αυτή από την πώληση του αναφερομένου ακινήτου του τελευταίου δυνάμει του πιο πάνω ..... συμβολαίου, την οποία πώληση ενήργησε η αναιρεσείουσα κατ' εντολή και για λογαριασμό του και το τίμημα αυτό δεν απέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα, όταν αυτός το ζήτησε κατά την άνω χρονολογία (Δεκέμβριο 1996), αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Επίσης, αναφέρεται λεπτομερώς στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι στην Αθήνα στις 3-8-1995 η αναιρεσείουσα, ενεργώντας από κοινού με τον ανωτέρω Ζ1, παρέστησε ψευδώς στη συμβολαιογράφο Αθηνών Ν. Χαραλαμποπούλου ότι συνάπτεται αληθής σύμβασης πωλήσεως του αναφερομένου ακινήτου του πολιτικώς ενάγοντος μεταξύ αυτής ως αγοράστριας και του Ζ1 ως πληρεξουσίου του εν λόγω (πωλητή) ιδιοκτήτη και ότι έχει καταβληθεί το τίμημα εκ δρχ. 13.800.000 εκτός του γραφείου της, έτσι δε με τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις της, παραπλανηθείσα η εν λόγω συμβολαιογράφος, πείσθηκε να προβεί στη σύνταξη του υπ' αριθ. ..... πωλητηρίου συμβολαίου, με το οποίο μεταβιβάσθηκε η κυριότητα του άνω ακινήτου στην αναιρεσείουσα αντί τιμήματος 13.800.000 δρχ., το οποίο στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε, αφού επρόκειτο για εικονική σύμβαση πωλήσεως, με αποτέλεσμα αυτή να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, ύψους δρχ. 60.000.000, στο οποίο ποσό ανέρχεται η πραγματική αξία του ακινήτου αυτού, με αντίστοιχη ζημία του πολιτικώς ενάγοντος. Προς τούτοις, ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της άνω πράξεως της απάτης, το Συμβούλιο Εφετών με πλήρη αιτιολογία στήριξε την κρίση του στην αναφερόμενη υποδομή που είχε διαμορφώσει αυτή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, από την οποία προκύπτει ο σκοπός της για πορισμό εισοδήματος. Είναι δε άνευ έννομης σημασίας το ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αιτιολογείται καθόλου η κατά συνήθη τέλεση από την κατηγορουμένη της άνω πράξεως της απάτης, αφού για το χαρακτηρισμό του εν λόγω εγκλήματος ως κακουργήματος αρκεί η συνδρομή της ειρημένης επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως αυτού, η συνδρομή δε και της ετέρας επιβαρυντικής περιστάσεως, δηλαδή της κατά συνήθεια τελέσεως της εν λόγω πράξεως, έχει αξία μόνο για το μέγεθος της ποινής που θα επιβληθεί από το Δικαστήριο της ουσίας, απορριπτομένου εντεύθεν ως αβασίμου του περί του αντιθέτου σχετικού λόγου αναιρέσεως. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Συμβούλιο Εφετών στήριξε την κρίση του ότι η αναιρεσείουσας κατηγορουμένη συμμετέσχε στην τέλεση των άνω κακουργηματικών πράξεων της υπεξαιρέσεως και της απάτης ως συναυτουργός, και δη ότι συνέπραξε στην εκτέλεση των εν λόγων αξιοποίνων πράξεων και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς τους γνωρίζοντας ότι ο συμμέτοχος, και ήδη αποβιώσας συγκατηγορούμενός της, Ζ1 έπραττε με δόλο τελέσεως των ιδίων εγκλημάτων, ενώ δεν απαιτείτο εν προκειμένω και η εξειδίκευση των ενεργειών του κάθε δράστη. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αναφορικά με το χρόνο γνώσεως από τον εγκαλούντα πολιτικώς ενάγοντα Ψ1 της τελέσεως των άνω εις βάρος του κακουργηματικών πράξεων της υπεξαιρέσεως (υφαιρέσεως) του ποσού των δρχ. 45.000.000 και της απάτης και του προσώπου των συναυτουργών, αφού δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ότι ο ανωτέρω εγκαλών έλαβε γνώση των συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων και των δραστών τους (ήτοι της ήδη αναιρεσείουσας και του ειρημένου Ζ1 ) περί τα μέσα Δεκεμβρίου 1996 και ότι από το χρόνο αυτό μέχρι την υποβολή της μηνύσεως - εγκλήσεώς του στις 26-2-1997 κατά της αναιρεσείουσας και για τις δύο πιο πάνω αξιόποινες πράξεις (όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον αναιρετικό έλεγχο, επισκόπηση της εγκλήσεως αυτής) δεν παρήλθε η προβλεπόμενη από το άρθρο 117 παρ. 1 του ΠΚ τρίμηνη προθεσμία, γι' αυτό δε το Συμβούλιο Εφετών έκρινε εμπρόθεσμη την άνω έγκληση και απέρριψε κατ' ουσίαν τον αντίθετο, περί εκπρόθεσμης υποβολής της εγκλήσεως, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄, δ΄ και στ΄ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως και γ) της υπερβάσεως εξουσίας, αναφορικά με τις άνω αξιόποινες πράξεις, πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν απαραδέκτως το άνω βούλευμα για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Περαιτέρω, ο τελευταίος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α΄ του ΚΠοιΔ, κατ' εκτίμηση, λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας του άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, γιατί αυτό απέρριψε σιωπηρά το αίτημα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπη ενώπιόν του εμφάνισή της, που υποβλήθηκε με την από 9-7-2001 έφεσή της κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, ναι μεν η απόρριψη τέτοιας αιτήσεως, χωρίς καμιά αιτιολογία, δημιουργεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη, ακυρότητα, πλην όμως τούτο ισχύει όταν η σχετική αίτηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει κάθε μεταγενέστερη επέμβαση του Συμβουλίου επί της υποθέσεως. Στην προκείμενη δε περίπτωση, το σχετικό πιο πάνω αίτημα της αναιρεσείουσας αναφερόταν στην έκδοση του 2569/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που ήδη αναιρέθηκε με την υπ' αριθ. 1402/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, ενώ μετά ταύτα, κατά την επανεξέταση της υποθέσεως από το άνω Συμβούλιο Εφετών, η αναιρεσείουσα δεν υπέβαλε νέο αίτημα για αυτοπρόσωπη ενώπιόν του εμφάνισή της. Ύστερα απ' αυτά, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Φεβρουαρίου 2005 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του 2962/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαρτίου 2007. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 2007.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή