Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1165 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Απάτη και πλαστογραφία. Αναιρείται βούλευμα, διότι δεν προκύπτει εάν το συμβούλιο εφετών έλαβε υπ' όψη τα υπομνήματα, που η κατηγορουμένη υπέβαλε μετά την εισαγωγή της εισαγγελικής προτάσεως στο συμβούλιο.




Αριθμός 1165/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Χριστόφορο Κοσμίδη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.49/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, κάτοικο ....

Το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 5/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή, με αριθμό 127/30-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την υπ' αριθμ. 6/7-12-2009 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορούμενης Χ1, κατοίκου ...), κατά του υπ' αριθμ. 49/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, με το υπ' αριθμ. 60/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κέρκυρας, την κατηγορουμένη Χ1, κάτοικο ...), για να δικαστεί ως υπαίτια: α)απατών κατ' εξακολούθηση, από υπαίτια που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και από τις οποίες το σκοπηθέν συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και β)πλαστογραφιών μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα, από τις οποίες το σκοπηθέν συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (βλ. βούλευμα). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε η πιο πάνω κατηγορούμενη νομοτύπως και εμπροθέσμως έφεση, την οποία δέχθηκε τυπικά το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας με το υπ' αριθμ. 49/2009 βούλευμα, πλην όμως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας, η παραπεμφθείσα κατά τα ανωτέρω κατηγορούμενη, άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στην αναιρεσείουσα κατηγορούμενη με θυροκόλληση την 30-11-2009 και στον αντίκλητο δικηγόρο της την 26-11-2009, η δε αίτηση ασκήθηκε από την ίδια την αναιρεσείουσα την 7-12-2009 (άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Κέρκυρας , συντάχθηκε δε περί αυτής η υπ' αριθμ. 6/7-12-2009 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και ειδικότερα: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και β) η απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας. Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως , αφού παραπέμπει την αναιρεσείουσα για κακουργήματα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386§1 του Π.Κ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τούτο. Ο σκοπός του παράνομου περιουσιακού οφέλους στο έγκλημα της απάτης, είναι υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου και συγκροτεί την έννοια του υπερχειλούς ή άμεσου δόλου α βαθμού, ο οποίος πρέπει να αιτιολογείται(Α.Π 737/2007 Ποιν. Χρον. ΝΗ 226). β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών , από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου, το οποίο προβαίνει σε πράξη παράλειψη ή ανοχή. Το παραπλανώμενο πρόσωπο δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με το βλαπτόμενο άλλ' αρκεί να μπορεί να προβεί στην επιζήμια για το τελευταίο πράξη ή παράλειψη (Α.Π 411/2007 Ποιν Χρον ΝΗ 61), και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, με την έννοια της μειώσεως της υφισταμένης περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, πρέπει δηλαδή η περιουσιακή βλάβη να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής(Α.Π 2098/2007 Ποιν Χρον ΝΗ 743). Για την στοιχειοθέτηση της απάτης ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως ή δυνατότητας του δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης( Α.Π 266/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 812, Α.Π 830/2006). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 1§11 του Ν 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§4 του Ν 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) εάν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή 15.000 ευρώ ή, β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ή 73.000 ευρώ . Από την διατύπωση του εδαφίου α της παρ. 3 της ανωτέρω διάταξης, προκύπτει ότι η απάτη προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ , ενώ με την διάταξη του εδαφίου β, προβλέπεται μια νέα διακεκριμένη περίπτωση απάτης, με βάση την συνολική αποτίμηση του οφέλους ή της βλάβης στο ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, χωρίς την συνδρομή των προϋποθέσεων της κατά συνήθεια και κατ' επάγγελμα τέλεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216§1 Π.Κ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση του σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ σύμφωνα με το εδάφιο α της παραγράφου 3 του αυτού ως άνω άρθρου, όπως αυτό τροποποιήθηκε αρχικά με το άρθρο 1§7α Ν 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§2α του Ν 2721/1999, αν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών (παρ. 1 και 2), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Τέλος, με το εδάφιο β της παραγράφου 3 του άρθρου 216 του Π.Κ, ορίζεται ότι, με την ίδια ποινή (κάθειρξη μέχρι δέκα ετών), τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ. Από την διάταξη της παραγ.1 του άρθρου 216 του Π.Κ, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει άλλον με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή την δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Ως έγγραφο, εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοείται κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει τέτοιο γεγονός (Α.Π 180/1990 σε ολομέλεια Ποιν Χρον. Μ 1002). Για την στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής μορφής της πλαστογραφίας κατά το εδάφιο β της τρίτης παραγράφου του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή του με το άρθρο 14§2 εδάφιο β του Ν 2721/1999, απαιτείται όχι μόνο ο επιπρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε ή όχι (ολομ Α.Π 855/1978 Ποιν Χρον. ΚΘ 43), αλλά πρέπει επιπλέον ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή 15.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να συνδέεται άμεσα με την πλαστογραφία, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως δια μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία, έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου, διαμορφώνονται οι όροι και προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επόμενων της κατάρτισης του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία(ολομ Α.Π 3/2008 Ποιν Χρον ΝΗ 404). Για την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης των εγκλημάτων της απάτης και της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτών, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή τους. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτών, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του(Α.Π 502/2008 Ποιν Χρον ΝΘ 221, Α.Π 1570/2007). Επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος υπάρχει και στην περίπτωση που τελείται αυτό κατ' εξακολούθηση, ενόψει του ότι στην περίπτωση αυτή, το έγκλημα τελείται με την μορφή της ομοειδούς πραγματικής συρροής (Α.Π 111/2008, Α.Π 1074/2006). Ακόμη, από την παρ. 1 του άρθρου 98 του Π.Κ, προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος , συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεσή τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη, προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2721/1999 δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος( Α.Π 548/2008). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας : α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά . Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά , το γεγονός δε ότι εξαίρονται ενδεχομένως ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του δικαστικού συμβουλίου ( Α.Π 544/2005 Ποιν Χρον ΝΣΤ 19, Α.Π 114/2004 Ποιν Χρον. ΝΔ 29). Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ενδεικτικά αναφέρονται στο άρθρο 178 του Κ.Π.Δ , είναι και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, είναι απαραίτητο να αναφέρεται και η απολογία του κατηγορουμένου η οποία συνιστά και την υπεράσπισή του, διότι άλλως το βούλευμα ή η απόφαση πάσχουν από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Α.Π 365/1998 Ποιν Χρον. ΜΗ 984). Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος υποβάλλει υπόμνημα στο Συμβούλιο Εφετών και τούτο παραλείπει να το εκτιμήσει και να το μνημονεύσει στο βούλευμά του (Α.Π 732/2005 Ποιν Χρον. ΝΕ 1014). β)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, όταν το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (Α.Π 286/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 819, Α.Π 345/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 829), και γ) είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π 1071/2005 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 135, Α.Π 1364/2006). Εξάλλου, απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 484παρ. 1 στοιχ α Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων του άρθρου 171§§1 και 2 Κ.Π.Δ, υπάρχει και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Κέρκυρας που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος, και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων , τα έγγραφα της δικογραφίας, την απολογία της κατηγορούμενης και τα συνημμένα σ' αυτήν υπομνήματα και λοιπά έγγραφα , μεταξύ των οποίων η από 8-4-2005 έκθεση ιδιωτικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου Γ1 και η από 2-6-2007 έκθεση ιδιωτικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του καθηγητή της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ..., προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα: "Η εγκαλούσα Ψ1, ετών 73, συνταξιούχος διατηρούσε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (Α.Τ.Ε.) τον υπ'αριθμ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου, τον οποίο είχε ανοίξει προς 30ετίας περίπου στο κεντρικό υποκατάστημά της στην περιοχή ..., όπου και εξυπηρετούνταν σχεδόν αποκλειστικά, γιατί την γνώριζαν τόσο οι υπάλληλοι όσο και ο διευθυντής. Στις 12-4-2002, συνοδευόμενη από την ανιψιά της ..., η οποία την φρόντιζε, αφού πλην άλλων, ήταν και αναλφάβητη, προσήλθε για πρώτη φορά στο υποκατάστημα της ΑΤΕ στην ..., και, επιδεικνύοντας το βιβλιάριο του λογαριασμού της στην κατηγορουμένη υπάλληλο της ως άνω Τράπεζας Χ1 που ασκούσε καθήκοντα ταμιολογιστή και κεντρικού ταμία ασχολούμενη με συναλλαγές καταθέσεων και αναλήψεων από τραπεζικούς λογαριασμούς, κλπ, πραγματοποίησε από το λογαριασμό της ανάληψη ποσού 3.000 ευρώ. Έτσι, το υπόλοιπο ποσό που παρέμεινε στο λογαριασμό της, ανήρχετο σε 27.399,46 ευρώ. Έκτοτε η εγκαλούσα δεν προέβη σε ενημέρωση του βιβλιαρίου της, αλλά περί τα μέσα Ιανουαρίου του 2003 όταν με την αυτή ανιψιά της επισκέφθηκε το κεντρικό υποκατάστημα της ΑΤΕ ... για πληροφόρηση επί άλλου θέματος(μεταφορά ποσού από λογαριασμό ταμιευτηρίου σε προθεσμιακή κατάθεση),ο αρμόδιος υπάλληλος την ενημέρωσε ότι στον γνωστό ανοικτό λογαριασμό της δεν υπήρχε το ποσό των 27.500 ευρώ περίπου που αυτή του έλεγε προφορικά, γιατί δεν έφερε μαζί της το βιβλιάριο, αλλά μόνο εκείνο των 29,87 ευρώ, γιατί φαίνονταν ότι έγιναν διάφορες αναλήψεις. Η μηνύτρια εξεπλάγη από το αναφερόμενο, καθόσον δεν είχε προβεί στην ανάληψη του εν λόγω ποσού, οπότε στις 15.1.2003 απευθύνθηκε στη Διευθύντρια του καταστήματος ...και μάρτυρα Δ1, ζητώντας της εξηγήσεις για το τι ακριβώς συνέβη στη περίπτωσή της. Η τελευταία μετά από έρευνα ανακάλυψε πως στις 10.5.2002 υπήρχε παραστατικό ανάληψης χωρίς βιβλιάριο ποσού 20.000 ευρώ που εξέδωσε η κατηγορουμένη και το οποίο φερόταν ότι είχε υπογράψει η ίδια η εγκαλούσα, πλην αυτή, αρνείτο επιμόνως ότι η υπογραφή είναι δική της. Ύστερα από την διαμαρτυρία αυτή και των ανεπαρκών διευκρινίσεων που έδωσε η εγκαλούμενη, διατάχθηκε εσωτερικός έλεγχος από την Τράπεζα που διενεργήθηκε από τον ελεγκτή Α' Ε1, ο οποίος συνέταξε την από 10.11.2003 εμπιστευτική έκθεση ελέγχου του, συνημμένη, στην οποία περιγράφει με λεπτομέρεια και σαφήνεια όλο το εγκληματικό σχέδιο πλαστογραφίας και απάτης που εξύφανε η ανωτέρω τραπεζική υπάλληλος για την αφαίρεση και ενσωμάτωση στην περιουσία της του προαναφερόμενου χρηματικού ποσού των 27.194,85 ευρώ, για τον οποίο λόγο, εισηγήθηκε, πλην άλλων, και την πειθαρχική της δίωξη που απέληξε τελικά σε απόλυσή της από την υπηρεσία. Ειδικότερα, όπως εμπεριστατωμένα διαπιστώνεται στην ανωτέρω έκθεση και διασταυρώνεται και επαληθεύεται και από τα υπόλοιπα στοιχεία της δικογραφίας, η κατηγορουμένη, αφού εντόπισε το παραπάνω αδύναμο θύμα της, ήτοι την ηλικιωμένη και αναλφάβητη παθούσα κατά την ημερομηνία ανάληψης από το λογαριασμό της του ποσού των 3.000 ευρώ, (12.4.2002),επινόησε να αποσπάσει ολόκληρο το υπάρχον στην κατάθεση της χρηματικό ποσό, εφαρμόζοντας το εξής απατηλό τέχνασμα. Κατ' αρχήν για να μη γίνει αντιληπτή η πράξη της, μεθόδευσε το άνοιγμα ενός νέου τραπεζικού λογαριασμού, ήτοι αυτού με αριθμό ...και με ημερομηνία 29.4.2002 επ' ονόματι ανυπάρκτου προσώπου υπό τα στοιχεία "Κ1'' με τη χρήση πλαστής αστυνομικής ταυτότητας και μετέπειτα και δη κατά την 10.5.2002 προσέθεσε σ' αυτόν ως συνδικαιούχο την εγκαλούσα με υποβολή εντύπου αίτησης προσθήκης συνδικαιούχου σε υπάρχοντα τραπεζικό λογαριασμό επί του οποίου έθεσε την υπογραφή τόσο του προαναφερόμενου ανύπαρκτου προσώπου, όσο και της τελευταίας. Την αίτηση δε αυτή προσκόμισε στην ανωτέρω αναφερόμενη Διευθύντρια του υποκαταστήματος και της παρέστησε εν γνώσει ψευδώς ότι επιθυμεί η εγκαλούσα με συναίνεση του ανωτέρω υπαρκτού δήθεν δικαιούχου του εν λόγω λογαριασμού να καταστεί συνδικαιούχος αυτού, με αποτέλεσμα αυτή να παραπλανηθεί και προβεί σε θεώρηση της εν λόγω πράξης. Ακολούθως, την ίδια ημέρα και περί ώρα 11:27:47, η αυτή κατηγορουμένη, αφού έθεσε και πάλι κατ' απομίμηση την υπογραφή της εγκαλούσας επί ενός εντύπου εντολής πληρωμής ποσού 20.000 ευρώ, πραγματοποίησε, χρησιμοποιώντας το δικό της τερματικό με τον προσωπικό της κωδικό χρήστη, ανάληψη χωρίς βιβλιάριο του ανωτέρω χρηματικού ποσού από τον προαναφερόμενο προσωπικό λογαριασμό ταμιευτηρίου της παθούσας, στη συνέχεια δε, κάνοντας χρήση της εν λόγω πλαστής εντολής πληρωμής, την οποία προσκόμισε στην ανωτέρω διευθύντρια, παριστάνοντας σ' αυτήν εν γνώσει της ψευδώς ότι η εμφαινόμενη στην εντολή υπογραφή ανήκει στη μηνύτρια και ότι η εντολή ανταποκρίνεται στην αληθινή βούληση της, απέσπασε με τον τρόπο αυτό την υπογραφή της διευθύντριας. Από το ανωτέρω αναληφθέν ποσό των 20.000 ευρώ, η εν λόγω κατηγορουμένη κατακράτησε παράνομα και ενσωμάτωσε στην περιουσία της το ποσό 10.000 ευρώ, ενώ προέβη, μέσω του δικού της τερματικού και κωδικού χρήστη, σε κατάθεση του υπολειπόμενου ποσού των 10.000 ευρώ στον κοινό λογαριασμό, που είχε ανοίξει στο όνομα "Κ1", στον οποίο πρόσθεσε ως συνδικαιούχο τη μηνύτρια, αφού, προηγουμένως, συμπλήρωσε, και πάλι σε έντυπο εντολής είσπραξης τα στοιχεία αυτής και έθεσε σ' αυτό κατ' απομίμηση την υπογραφή της Ψ1. Κατόπιν, εμφάνισε την εντολή αυτή στην ανωτέρω διευθύντρια, την οποία διαβεβαίωσε εν γνώσει της ψευδώς, ότι η εντολή αυτή αντανακλά την πραγματική βούληση της εγκαλούσας, πείθοντάς την έτσι να την υπογράψει. Επίσης, στις 14-5-2002 ζήτησε, μέσω του συστήματος ON LINE, πληροφόρηση για το υπόλοιπο του ως άνω κοινού λογαριασμού και στις 17-5-2002 συμπλήρωσε, εν αγνοία της μηνύτριας, τα στοιχεία της σε έντυπο εντολής πληρωμής ποσού 9.000 ευρώ, στο οποίο έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της, και πραγματοποίησε ανάληψη χωρίς βιβλιάριο του ως άνω ποσού από τον κοινό λογαριασμό, στον οποίο φερόταν ως συνδικαιούχος η τελευταία, εν συνεχεία δε, αφού απέσπασε την υπογραφή επί της εντολής αυτής της διευθύντριας του υποκαταστήματος, παριστάνοντας εν γνώσει της ψευδώς σ' αυτή, ότι η φερόμενη ως υπογράφουσα επιθυμεί την ανάληψη του παραπάνω χρηματικού ποσού, το αφαίρεσε από το ταμείο της και το ιδιοποιήθηκε παράνομα ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της. Στην ίδια ενέργεια προέβη και στις 4-6-2002, αυτή τη φορά, όμως, συμπλήρωσε σε έντυπο εντολής πληρωμής τα στοιχεία του ανύπαρκτου προσώπου "Κ1" θέτοντας η ίδια υπογραφή τούτου, εμφάνισε δε το έντυπο αυτό στη διευθύντρια του υποκαταστήματος, την οποία, αφού παραπλάνησε ότι αυτό είχε υπογραφεί από υπαρκτό πρόσωπο, έπεισε να το υπογράψει. Έτσι πραγματοποίησε ανάληψη ποσού 960 ευρώ από τον παραπάνω κοινό τραπεζικό λογαριασμό της μηνύτριας και αυτού του ανύπαρκτου προσώπου, το οποίο (ποσό) με τις ως άνω απατηλές ενέργειές της, ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Περαιτέρω, στις 11-6-2006 η κατηγορουμένη ζήτησε και πάλι ενημέρωση υπολοίπου του λογαριασμού της μηνύτριας και, ακολούθως συμπλήρωσε με τα στοιχεία της τελευταίας έντυπο αίτησης για χορήγηση κάρτας ATEnet (Cash card) στο όνομά της, για ανάληψη χρημάτων από τον αρχικό προσωπικό λογαριασμό της μέσω αυτόματου τεμειολογιστικού μηχανήματος (ATM), υπέγραψε την αίτηση με απομίμηση της υπογραφής της ανωτέρω δικαιούχου, χωρίς εντολή από αυτή, και, αφού ολοκλήρωσε τη διαδικασία πληκτρολόγησης στο σύστημα ΟΝ LINE για την έκδοση της κάρτας, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά το μυστικό κωδικό πρόσβασης στο σύστημα ...., που ανήκε στη συνάδελφό της ταμιολογίστρια Λ1, υπέβαλε την παραπάνω πλαστή αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της ΑΤΕ για την έκδοση κάρτας ATEnet, διαβεβαιώνοντας, έτσι, εν γνώσει της ψευδώς τους αρμόδιους υπαλλήλους της το περιεχόμενο της επίμαχης αίτησης ανταποκρίνεται στην αληθή βούληση της ως άνω δικαιούχου του επίμαχου λογαριασμού, πετυχαίνοντας, με τον τρόπο αυτό, την έκδοση της υπ' αριθμ. ... κάρτας ATEnet. Η κάρτα αυτή απεστάλη στην αναγραφόμενη διεύθυνση κατοικίας της μηνύτριας, ενώ το PIN της κάρτας εστάλη στις 25-6-2002 με συστημένο φάκελο στο ανωτέρω υποκατάστημα της ΑΤΕ, μαζί με μία συγκεντρωτική κατάσταση, η οποία, όμως, χάθηκε από το κατάστημα, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να διακριβωθεί εάν και σε ποιον παραδόθηκε τελικά το PIN της συγκεκριμένης κάρτας, με την οποία, ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ οποιαδήποτε συναλλαγή. Εν συνεχεία, η κατηγορουμένη στις 9-8-2002 και περί ώρα 10:09:47, και ενώ είχε ήδη ζητήσει, μέσω του συστήματος, νέα ενημέρωση υπολοίπου του ίδιου λογαριασμού στις 9-8-2002, πραγματοποίησε αλλαγή διεύθυνσης επικοινωνίας της μηνύτριας και αμέσως μετά, περί ώρα 10:13:35, πληκτρολόγησε στο σύστημα ON LINE με τον προσωπικό της κωδικό ακύρωση της πρώτης κάρτας και επανέκδοση άλλης, με νέα διεύθυνση επικοινωνίας, αντί της κατοικίας της μηνύτριας στο ..., τη διεύθυνση του υποκαταστήματος της ΑΤΕ, όπου υπηρετούσε, και τηλέφωνο επικοινωνίας αυτό του ίδιου υποκαταστήματος. Επίσης, συμπλήρωσε με τα στοιχεία της Ψ1, αφενός έντυπο μεταβολής στοιχείων - ακύρωσης κάρτας ATEnet,, αφετέρου αίτηση για χορήγηση νέας κάρτας, έθεσε δε και στα δύο έντυπα κατ' απομίμηση την υπογραφή της τελευταίας και υπέβαλε τις αιτήσεις αυτές στην αρμόδια υπηρεσία της ΑΤΕ για την έκδοση κάρτας ATEnet, διαβεβαιώνοντας, έτσι, εν γνώσει της ψευδώς τους αρμόδιους υπαλλήλους της, ότι το περιεχόμενό τους αντανακλά την πραγματική θέληση της, φερόμενης ως αιτούσας, μηνύτριας. Με τις ανωτέρω παραπλανητικές ενέργειές της, πέτυχε την έκδοση νέας κάρτας με αριθμό ... η οποία εστάλη στο υποκατάστημα με απλή αλληλογραφία, το δε PIN της κάρτας αυτής παραλήφθηκε από τη διευθύντρια του ίδιου καταστήματος στις 22-8-2002 σε συστημένο φάκελο, που περιείχε και συγκεντρωτική κατάσταση, η οποία, όπως και η πρώτη, χάθηκε, με συνέπεια να μην μπορεί και πάλι να διακριβωθεί από τρίτους εάν και σε ποιον παραδόθηκε τελικά το PIN. Τα ΡΙΝS των καρτών φυλάσσονταν σε συρτάρι του γραφείου της διευθύντριας, η οποία μαζί με την υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος, ..., τα διαχειρίζονταν αποκλειστικά, πλην όμως, το συρτάρι αυτό δεν ασφάλιζε, γεγονός που ήταν γνωστό στους υπαλλήλους του εν λόγω καταστήματος. Η κατηγορουμένη, εκμεταλλευόμενη την προνομιακή σχέση εμπιστοσύνης, που είχε καλλιεργηθεί μεταξύ της ίδιας και της διευθύντριας, Δ1, αλλά και της πλημμελούς φύλαξης των PINS των καρτών, ενόψει και του γεγονότος ότι μόνο η ίδια γνώριζε για την έκδοση της νέας αυτής κάρτας στο όνομα της μηνύτριας, δεδομένου ότι όλη η διαδικασία διεκπεραιώθηκε από αυτήν αποκλειστικά, εν αγνοία και χωρίς τη θέληση της τελευταίας, ανέλαβε από το συρτάρι τη νέα κάρτα και το PIN, με την οποία προέβη, κατά το χρονικό διάστημα από 17-9-2002 έως 1-10-2002 μέσω του συστήματος αυτόματων συναλλαγών (ATM), σε διαδοχικές αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον παραπάνω προσωπικό λογαριασμό ταμιευτηρίου της μηνύτριας. Συγκεκριμένα, με την κάρτα αυτή πραγματοποίησε στην ...τις ακόλουθες αναλήψεις από τον προσωπικό λογαριασμό ταμιευτηρίου της μηνύτριας, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με την ανωτέρω κάρτα: 1) στις 19-9-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην ... ποσού 1.202,97 ευρώ, 2) στις 20-9-2002 από ATM της ALPHA BANK ποσού 602,97 ευρώ, 3) στις 23-9-2002 από ATM της Τράπεζας Αττικής ποσού 602,97 ευρώ, 4) στις 24-9-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην ... ποσού 600 ευρώ, 5) στις 24-9-2002 από το ΑΤΜ της ΑΤΕ στην .... ποσού 600 ευρώ, 6) στις 25-9-2002 από ATM της Εμπορικής Τράπεζας ποσού 602,97 ευρώ, 7) στις 25-9-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην ... ποσού 600 ευρώ, 8) στις 26-9-2002 από ATM της Τράπεζας Αττικής ποσού 602,97 ευρώ, 9) στις 26-9-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην .... ποσού 600 ευρώ, 10)στις 26-9-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην ... ποσού 300 Ευρώ, 11) στις 30-9-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην .... ποσού 600 ευρώ και στις 1-10-2002 από το ATM της ΑΤΕ στην ...ποσού 280 ευρώ, ήτοι συνολικά ανέλαβε, με τον παραπάνω τρόπο, από τον προσωπικό λογαριασμό της μηνύτριας το συνολικό χρηματικό ποσό των 7.194,85 ευρώ, το οποίο ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς το στην περιουσία της. Ακολούθως, η κατηγορουμένη επισκέφθηκε και πάλι, μέσω συστήματος ON LINE, τον ανωτέρω λογαριασμό στις 25-10-2002 και 8-11-2002, ενώ στις 19-11-2002 και ώρα 15:00:00, χρησιμοποιώντας το μυστικό κωδικό χρήσης της συναδέλφου της Λ1, πληκτρολόγησε, από το δικό της· τερματικό, αλλαγή διεύθυνσης επικοινωνίας, αναφορικά με την ανωτέρω νέα κάρτα, που είχε εκδοθεί στο όνομα της Ψ1, επαναφέροντας την πραγματική της διεύθυνση, ήτοι ..., που είχε αναγραφεί και στην αίτηση για την πρώτη κάρτα, που ακυρώθηκε, χωρίς, ωστόσο, να συμπληρωθεί και αντίστοιχη αίτηση μεταβολής στοιχείων κάρτας. Τα ανωτέρω εκτιθέμενα περιστατικά, τα οποία επιρρωνύονται και εκ του γεγονότος ότι ο φάκελος απάντων των ευρημάτων (πλαστών παραστατικών, αιτήσεων, κλπ) στο εξώφυλλο του οποίου αναγράφονταν μάλιστα και. το όνομα της παθούσας, βρέθηκε από τον Ελεγκτή της Τράπεζας στο γραφείο της κατηγορουμένης, οι δε πλείστες όσες πληροφοριακές επισκέψεις και λοιπές επεμβάσεις για αναλήψεις ποσών από τους λογαριασμούς της εγκαλούσας, πληκτρολογήθηκαν στο τερματικό και διεκπεραιώθηκαν από την ανωτέρω, ουδόλως μπορούν να αναιρεθούν από όσα αυτή αβασίμως επιχειρεί να αντιτάξει με την απολογία της, επικαλούμενη προς άμβλυνση προφανώς των σε βάρος της εντυπώσεων, εκθέσεις ιδιωτών πραγματογνωμόνων (του γραφολόγου και ψυχιάτρου που αναφέρθηκαν παραπάνω). Διότι, τα εμπεριεχόμενα σ' αυτές συμπεράσματα και λοιπές εκτιμήσεις, πέρα από το ότι βασίζονται σε ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία, δεν παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας, που απαιτεί ο κώδικας ποινικής δικονομίας, ενόψει του ότι συνετάγησαν κατ' εντολήν της ιδίας και προς υπεράσπιση των συμφερόντων αυτής και πάντως όχι με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους κανόνες που επιτάσσει ο νόμος (ΚΠΔ). Ούτε επίσης ευρίσκει νομικό έρεισμα ο προβαλλόμενος με την έφεση ισχυρισμός της, ότι το εκκαλούμενο έπρεπε να λάβει υπόψη του τα όσα αναλύονται στα ανωτέρω έγγραφα και όχι όσα αναφέρει ο Ελεγκτής της Τράπεζας στην Έκθεσή του, γιατί, αφενός μεν τούτο αντιστρατεύεται στη βασική αρχή της ηθικής απόδειξης του άρθρου 177 ΚΠΔ, αφετέρου δε, προκύπτει, ότι τα στοιχεία αυτά συναξιολογήθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολόγηση συσχέτιση και σύγκριση τούτων μεταξύ τους. Ούτε άλλωστε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του συμβουλίου ή του δικαστηρίου, ούτε επίσης, υφίσταταί έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως όταν εξαίρονται μερικά εξ αυτών και όχι άλλα, ως διατείνεται η κατηγορουμένη. (Α.Π.185/2007,ΠΧΝΖ' 1006, Α.Π.570/2006, ΠοινΛογ2 006, 469). Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα εκτίμησε τις αποδείξεις και έκρινε ότι συντρέχουν οι από το νόμο αξιούμενες επαρκείς ενδείξεις ενοχής (άρ.313ΚΠΔ)σε βάρος της εκκαλούσας κατηγορουμένης για την παραπομπή της ενώπιον του αρμοδίου καθύλη και κατά τόπο ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κέρκυρας, για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απάτης κατ' εξακολούθηση, υπό την επιβαρυντική περίσταση της τελέσεως αυτών κατ ' επάγγελμα και το συνολικό περιουσιακό όφελος στο οποίο απέβλεπε η υπαίτια με τις επιμέρους πράξεις της με αντίστοιχη ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ανερχόμενο σε 27.154,85 ευρώ. Ειδικότερα και καθόσον αφορά την συνδρομή της ως άνω επιβαρυντικής περιστάσεως, ορθά γίνεται δεκτό, ότι αυτή προκύπτει τόσο από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων προς το σκοπό πορισμού εισοδήματος( κατ' εξακολούθηση πλαστογράφηση ειδικών εντύπων ανάληψης χρηματικών ποσών και λοιπών απαιτούμενων στοιχείων και επανειλημμένες ψευδείς παραστάσεις προς την Διευθύντρια του υποκαταστήματος και τη Διοίκηση της Τράπεζας)όσο και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει η εγκαλούμενη που μαρτυρεί οργανωμένη ετοιμότητα της με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων(γενικότερη οργάνωση της εγκληματικής της δράσης που αποτυπώνεται στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση των εγκλημάτων, ως η επινόηση, πλην άλλων, λογαριασμού συνδικαιούχου, εκμετάλλευση της υφιστάμενης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτής και της Διευθύντριας, απομίμηση υπογραφών εγκαλούσας, εναλλαγή απατηλών τρόπων τελέσεως των εγκλημάτων προς δημιουργία συγχύσεως και εξάλειψης των ιχνών της, κ. λ. π.)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , γιατί δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε τα από 31-7-2009 και 1-9-2009 υπομνήματα του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, τα οποία απευθύνονταν στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα(Α.Π 732/2005 Ποιν Χρον. ΝΕ 1014). Τα υπομνήματα αυτά δεν ελήφθησαν ούτε ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη από τον υποβαλόντα την πρόταση Εισαγγελέα Εφετών, καθόσον υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο μετά την πρότασή του. Όμως ούτε από το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο ελήφθησαν υπόψη , αφού τούτο αναφέρθηκε καθολικά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, χωρίς να διαλάβει οποιαδήποτε σκέψη περί αξιολόγησης και εκτίμησης των περί ων ο λόγος υπομνημάτων μεταξύ των κατ' είδος ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων. Η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας από την μη λήψη υπόψη των υπομνημάτων αυτών, καθίσταται πιο εμφανής από το γεγονός ότι σ' αυτά, πέραν των υπερασπιστικών ισχυρισμών της κατηγορούμενης, στο δεύτερο εξ αυτών είχαν συμπεριληφθεί και τα αιτήματα της διεξαγωγής περαιτέρω κυρίας ανάκρισης, της διεξαγωγής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και της ανακριτικής αναζήτησης και επισύναψης στη δικογραφία όλων των εγγράφων περί των οποίων γίνεται λόγος στην από 10-11-2003 έκθεση ελέγχου του Επιθεωρητή της Α.Τ.Ε Ε1, αιτήματα τα οποία απορρίφθηκαν χωρίς καμία αιτιολογία. Σημειώνεται, πάντως, ότι η αιτίαση ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολογεί για ποιο λόγο δεν υιοθέτησε το πόρισμα της ιδιωτικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε μετά από εντολή της αναιρεσείουσας ο δικαστικός γραφολόγος Γ1 , είναι αβάσιμη και συνεπώς απορριπτέα , γιατί το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει τους λόγους για τους οποίους δεν συμπορεύθηκε με το πόρισμα της ιδιωτικής αυτής πραγματογνωμοσύνης(Α.Π 2131/2007). Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, όπως αυτός εκτιμάται, προβάλλεται η αιτίαση της υπέρβασης εξουσίας, διότι το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο , δεν κήρυξε άκυρες πράξεις της προδικασίας και ειδικότερα δεν προέβη σε ακύρωση της ανακριτικής του απολογίας, επειδή πριν από την λήψη της απολογίας του στερήθηκε του δικαιώματός του να λάβει γνώση κρίσιμων εγγράφων που στήριζαν της σε βάρος του κατηγορία, ειδικότερα δε ότι δεν έλαβε γνώση, ούτε του χορηγήθηκαν αντίγραφα των εγγράφων επί των οποίων στηρίχθηκε η με ημερομηνία 10-11-2003 έκθεση ελέγχου του Επιθεωρητή της ΑΤ.Ε, Ε1, ούτε τα έγγραφα αυτά αναζητήθηκαν και επισυνάφθηκαν στη δικογραφία στα πλαίσια της κυρίας ανάκρισης που διενεργήθηκε, περαιτέρω δε ο ανακριτής δεν παρήγγειλε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, καίτοι τούτο ζητήθηκε από την αναιρεσείουσα . Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί όπως προκύπτει από την επισκόπηση της σχετικής με αριθμό 12/29-5-2009 εκθέσεως εφέσεως κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος, σ' αυτήν δεν διατυπώνεται αίτημα της τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, να κηρυχθούν άκυρες πράξεις της προδικασίας. Κατά συνέπεια και στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως αυτής, δεν υφίστατο δικαιοδοσία του Συμβουλίου Εφετών να αποφανθεί σχετικώς. Αν με τον λόγο αυτό και μετά από εκτίμηση του περιεχομένου της υπό κρίση αίτησης, προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας πράξεων της προδικασίας ,η αιτίαση αυτή απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου (βλ. σχετ. αιτιολογική έκθεση σχεδ. Κ.Π.Δ, έκδοση .... σελ. 446), καθόσον αυτή δεν προβλήθηκε ούτε ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών , ούτε ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών με ειδικό λόγο εφέσεως κατά του πρωτοβάθμιου βουλεύματος. Ανεξάρτητα από το κατά τα ανωτέρω απαράδεκτο, ο λόγος αυτός είναι και αβάσιμος, γιατί και αν ακόμη τα πιο πάνω αιτήματα είχαν προβληθεί κατά τρόπο ορισμένο ενώπιον του ανακριτή (ορισμένο είναι το αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης όταν προσδιορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενό της Α.Π 1411/2006), η άρνηση του τελευταίου να ενδώσει σ' αυτά δεν συνεπάγεται κάποια ακυρότητα της προδικασίας (Α.Π 1165/2003, Α.Π 498/2001Ποιν Νμλγ Α.Π 2001.140, Α.Π 479/1996 Ποιν Χρον ΜΖ 86, Παγ. Νμλγ).

Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω : α) Να γίνει δεκτή η υπ' αριθμ. 6/7-12-2009 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 49/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κέρκυρας. β)Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς την συμμετοχή των δικαστών που μετείχαν στην προηγούμενη σύνθεσή του.
Αθήνα 30 Μαρτίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Παντελής".

Αφού άκουσε
τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Η κρινόμενη από 7-12-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, κατοίκου πόλεως ..., κατά του 49/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας, με το οποίο απορρίφθηκε ως κατ' ουσία αβάσιμη η από 29-5-2009 έφεση της αναιρεσείουσας κατά του 60/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κερκύρας, με το οποίο η ίδια παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κερκύρας για να δικαστεί ως υπαίτια πλαστογραφίας με χρήση πλαστού κατ' εξακολούθηση με σκοπό οφέλους, συνολικού ποσού άνω των 15.000 ευρώ, κατ' επάγγελμα και για απάτη κατ' εξακολούθηση συνολικού οφέλους και αντίστοιχης ζημίας άνω των 15.000 ευρώ, κατ' επάγγελμα (ΠΚ 216 παρ.1 και 3 περ.β', 386 παρ.1 και 3 περ.α'), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (ΚΠοινΔ 482 παρ.2). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
2.Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται γενικώς τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε χρειάζεται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν τεθεί υπό την κρίση του και όχι μόνο μερικά από αυτά.
3. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και με καθολική αναφορά στην εκεί προπαρατιθέμενη εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορούμενης ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτια των πράξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη. Ιδία αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπ' όψη για την κατάφαση των ενδείξεων ενοχής, το Συμβούλιο Εφετών δεν έκανε. Παρέπεμψε και ως προς αυτά στην εισαγγελική πρόταση. Ο Εισαγγελέας Εφετών, όμως, είχε υποβάλει την πρόταση του προς το Συμβούλιο την 16-6-2009 και, ως εκ τούτου, αναφέρθηκε στα προς αποδεικτική αξιολόγηση στοιχεία που υπήρχαν στη δικογραφία μέχρι το χρόνο υποβολής της προτάσεως του. Μετά την ημερομηνία αυτή, η κατηγορουμένη, που είχε λάβει νομοτύπως γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, υπέβαλε προς αντίκρουση αυτής παρατηρήσεις και απόψεις με το από 30-7-2009 υπόμνημα, το οποίο διαβιβάσθηκε προς το Συμβούλιο Εφετών με το 2667/6-8-2009 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη επανήλθε με το από 1-9-2009 υπόμνημα, με το οποίο, μη περιοριζόμενη στην αντίκρουση της κατηγορίας, υπέβαλε τα αιτήματα: α) να διενεργηθεί περαιτέρω ανάκριση, β) να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα έγγραφα, που φέρονται ως πλαστογραφηθέντα από αυτήν, είναι πράγματι πλαστά και γ) να επισυναφθούν στη δικογραφία τα έγγραφα, τα οποία είχαν αποτελέσει αντικείμενο του ενδοϋπηρεσιακού ελέγχου που διενεργήθηκε σε βάρος της από ελεγκτή της Αγροτικής Τράπεζας και φέρεται ότι στηρίζουν τις αποχρώσες ενδείξεις. Το δεύτερο υπόμνημα διαβιβάσθηκε προς το Συμβούλιο Εφετών με το 2956/30-9-2009 έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών, χωρίς να υποβληθεί πρόταση αυτού επί των διατυπουμένων αιτημάτων. Το Συμβούλιο Εφετών Κερκύρας, που διασκέφθηκε την 4-11-2009 και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα του την 6-11-2009, δεν έκανε ουδεμία αναφορά στα ως άνω υπομνήματα ούτε και απέσχε από την απόφανση του, μέχρις ότου υποβληθεί εισαγγελική πρόταση επί των αιτημάτων που διατυπώνονται στο δεύτερο από αυτά. Η παραπομπή στην εισαγγελική πρόταση δε καλύπτει την έλλειψη αυτή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, τα υπομνήματα δεν μνημονεύονται στην εισαγγελική πρόταση, που προηγήθηκε της υποβολής των. Ως εκ τούτου, αφ' ενός δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο συνεκτίμησε τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης, που προβάλλονται με τα υπομνήματα και αφ' ετέρου παρέμειναν αδίκαστα τα υποβληθέντα αιτήματα αυτής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ' ουσίαν βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα στο σύνολο του και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠοινΔ 485 παρ. 1 και 519). Η έρευνα του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που συνέχεται με το ανωτέρω υπό (γ) αίτημα, είναι περιττή.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 7-12-2009 αίτηση αναιρέσεως της Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του 49/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κερκύρας
ΑΝΑΙΡΕΙ το προσβαλλόμενο βούλευμα.- Και
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 19η Μαΐου 2010. -Και
ΕΚΔΟΘΗΚΕ στην Αθήνα, την 4 Ιουνίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή