Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1057 / 2008    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική απάτη.Απορρίπτει.





Αριθμός 1057/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, και Αναστάσιο Λιανό - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) x1 και 2) x2 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Ιανουαρίου 2007 και 29 Ιανουαρίου 2007, αιτήσεις τους αναιρέσεως, αντίστοιχα, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 154/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη με αριθμό 323/12.09.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"I) Eισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 32 § § 1+4, 138 § 2 β, 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις αιτήσεις αναιρέσεως: α) υπ'αρ. 11/25-1-2007 της x1 και β)15/29-1-2007 του x2 τις οποίες άσκησαν αυτοπροσώπως ενώπιον του Γραμματέα Εφετείου Αθηνών κατά του υπ'αρ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:

ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αρ. 520/2002 βούλευμά του απεφάνθη (μεταξύ άλλων) όπως μη γίνει κατηγορία κατά α) της 1ης των αναιρεσειόντων x1 για απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατ'εξακολούθηση από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. β) του x2 για ηθική αυτουργία στις άνω πράξεις και παρ. αρ. 2 § 1 σε συνδ. με 1 εδαφ. αη Ν.2331/95.
Κατά του ανωτέρω απαλλακτικού βουλεύματος οι πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 άσκησαν εφέσεις και το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αρ. 1496/2002 βούλευμα μετερρύθμισε το πρωτόδικο παραπέμποντας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων) α) την χ1 για κακουργηματική απάτη κατ'εξακολούθηση (τετελεσμένη) με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. β) τον χ2 για ηθική αυτουργία στην πιο πάνω πράξη και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατά συρροή, ενώ επικυρώθηκαν οι απαλλακτικές διατάξεις του πρωτοδίκου βουλεύματος.
Κατά του εν λόγω βουλεύματος άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως οι ανωτέρω κατηγορούμενοι και οι πολιτικώς ενάγουσες.
Το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου (αρ. 1331/2005) ανήρεσε το προσβληθέν βούλευμα (αρ. 1496/2002) του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την πράξη της απάτης κατ'εξακολούθηση με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. για την οποία είχε παραπεμφθεί η χ1 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και της ηθικής σ'αυτήν αυτουργίας και νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ο χ2 και β) για εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού ποινικού δικαίου (σελ. 58,59 1331/2005) ως προς την κακουργηματική απόπειρα απάτης και την ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή (για τις οποίες είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία αντιστοίχως εναντίον της χ1 και χ2. Ακολούθησε η υπόθεση εισήχθη στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών το οποίο με το υπ'αρ. 1855/2005 βούλευμα διέταξε την διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως προκειμένου να διευκρινισθεί από τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 πότε αυτές παραπλανήθηκαν από την κατηγορουμένη χ1 και αν για τις χρηματικές καταβολές προς την τελευταία υπήρξε χωριστή παραπλάνησή τους ή αν η παραπλάνησή τους είχε δημιουργηθεί από την αρχή και να εξετασθούν για τα ζητήματα αυτά οι μάρτυρες που θα προέτειναν οι ίδιες και οι κατηγορούμενοι. Μετά το πέρας της περαιτέρω κυρίας ανακρίσεως εξεδόθη το υπ'αρ. 3073/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (που ήδη προσβάλλεται με τις υπό κρίση αναιρέσεις) με το οποίο α) απερρίφθη εν μέρει η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ψ1, β) η έφεση της ψ2, γ) εχαρακτήρισε ως πλημμεληματική την απάτη που φέρεται ότι τελέστηκε το β' 15πενθήμερο Σεπτεμβρίου 1999 και πάντως προ της 24-9-1999 σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ2, με αυτουργό την χ1 και ηθικό αυτουργό τον χ2 και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατ'αυτών μόνο για την εν λόγω μερικότερη πράξη. δ) Επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα ως προς τις διατάξεις του με τις οποίες είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατά της χ1 για την πράξη της απόπειρας απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το σκοπούμενο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η απειληθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. η οποία φέρεται ότι τελέστηκε από αυτήν σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ2 στην ...... την 13-12-1999, ως επίσης (να μη γίνει κατηγορία) κατά ετέρων κατηγορουμένων (....., ......, .......). ε) 'Εκανε δεκτή εν μέρει την έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ψ1. στ) Μετερρύθμισε κατά τα λοιπά το εκκληθέν βούλευμα (520/2002) του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και παρέπεμψε τους 1) χ1 και 2) χ2, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθούν η 1η για κακουργηματική απάτη κατ'εξακολούθηση (τετελεσμένη) και απόπειρα κακουργηματικής απάτης, ο 2ος για ηθική αυτουργία στις άνω πράξεις και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

ΙΙΙ) Οι αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων (χ1 και χ2) ασκήθηκαν νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, σύμφωνα με τα άρθρα 465 § 1, 473 § 1, 474 § 2, 482 §1 εδ. α', αφού το προσβαλλόμενο βούλευμα επεδόθη στην 1η την 16-1-2007, και στον 2ο την 20-1-2007 και οι αναιρέσεις ασκήθηκαν της μεν 1ης την 25-1-2007 του δε δευτέρου την 29-1-2007 (ημέρα Δευτέρα) και σ'αυτές διαλαμβάνονται και αναπτύσσονται οι αναιρετικοί λόγοι της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρ. 484 § 1 στοιχ. β+δ Κ.Π.Δ.). Συνεπώς οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να εξετασθούν κατ'ουσίαν. IV) Από την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 386 του Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης διαπράττει όποιος με σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση των ψευδών γεγονότων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, προφορικώς ή εγγράφως, αρκεί συνεπεία αυτής να προξενήθηκε η πλάνη και εκ της παραπλανήσεως να προέβη ο παραπλανηθείς σε πράξη ή παράλειψη, ένεκα της οποίας επήλθε περιουσιακή ζημία στον παραπλανηθέντα ή τρίτο. Ως γεγονότα, κατά την έννοια του άρθρου 386 Π.Κ., νοούνται πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε συγκροτείται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 5/2001, 610/2002). Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης, με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος (ΑΠ 691/1997, 1627/1999, 132/2000). Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν.2408/1996, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
Η παράγραφος αυτή όμως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, ως εξής: " Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5,000.000 δρχ., ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ.". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διατάξεως προκύπτει, ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ., ή χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. Κατά το δεύτερο σκέλος της η τελευταία διάταξη είναι δυσμενέστερη για κατηγορούμενο, αφού με αυτή προστέθηκε νέα επιβαρυντική περίπτωση απάτης, που στηρίζεται μόνο στο ποσό (25.000.000 δρχ) που επιδιώκει ο δράστης ή της προξενηθείσας ζημίας και δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ (ΑΠ 829/2001, 610/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθ. 83). Το έγκλημα της απάτης, που διώκεται από δόλο, είναι δεκτικό και απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, όπως ο δράστης επιχειρήσει πράξη η οποία να περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού και οδηγεί κατευθείαν στην πραγμάτωση του, ή τελεί προς αυτή σε τέτοια σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο (Μπουρόπουλου Ερμ. Π.Κ. τ. Α', 113 επ., ΑΠ 616/1993, 506/1994, 1068/1995). Περαιτέρω, από το άρθρο 98 του Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεση τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Έτσι, προκειμένου περί απάτης, τότε μόνο θα υπήρχαν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονταν και μεν την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεση τους, θα αποτελούσαν κατ'εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε, από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Όμως τελείται μία πράξη απάτης και όταν γίνονται συνεχιζόμενες ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου, καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, ο δε χρόνος τελέσεως της απάτης συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη. Μία, επίσης, πράξη απάτης υπάρχει και όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης ο εξαπατηθείς προβαίνει σε περισσότερες και σε διάφορους χρόνους επιζήμιες πράξεις (ΑΠ 1310/2001, 1639/2002). Τέλος, το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.2331/1995 "πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" ορίζει ότι: "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. α' και γ' του ίδιου νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας" προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια (στοιχ. αη του άρθρου 1 του ν.2331/1995), της δε "περιουσίας" ως τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχόμενης στο άρθρο 1 του ανωτέρω νόμου αξιόποινης πράξεως της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, υποκειμενικά δε δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επιπλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προελεύσεως της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας" ή την παροχή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1 εδ. α' του ν.2331/1995. Επιπλέον για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος απαιτείται η ύπαρξη της προβλεπόμενης εγκληματικής δραστηριότητας άλλου προσώπου, διαφορετικού από το δράστη του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων, απαιτείται δηλαδή να είναι άλλος ο δράστης της εγκληματικής δραστηριότητας (κύριου εγκλήματος) και άλλος ο δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων (ΑΠ 372/2002, 402/2004). IV. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν δεν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 1178/1993, 760/1996, 711/2000 ΠΧ ΜΔ' 167, ΜΖ' 379, ΝΑ' 55 αντίστοιχα). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ'άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (ΑΠ 760/1996, 1155/2000 ΠΧ ΜΖ' 379, ΝΑ' 398 αντίστοιχα).
V) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα (και με αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση) εδέχθη ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά την προανάκριση και την κυρία ανάκριση (αρχική και συμπληρωματική) η οποία περατώθηκε νόμιμα και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τις απολογίες και τα υπομνήματα των διαδίκων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη χ1, που γεννήθηκε το 1977, παιδί (μοναδικό) αρκετά ευκατάστατων γονέων, οι οποίοι είχαν μεγάλα εισοδήματα (ο πατέρας της ήταν εκδότης) και περιουσία, συνήψε κατά το έτος 1997 ερωτικό δεσμό με το συγκατηγορούμενό της χ2, έγγαμο και κατά 12 χρόνια μεγαλύτερο της. Αυτή, στις 27.10.1998, επειδή οι γονείς της δεν ενέκριναν τον ερωτικό δεσμό της, εγκατέλειψε την πατρική οικία στο ...... και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου ..... στην πλατεία ...... Στην εγκατάσταση της στο εν λόγω ξενοδοχείο την οδήγησε κατά κύριο λόγο η επιθυμία της να συνεχίσει την πολυτελή διαβίωση, στην οποία ήταν συνηθισμένη, και να διατηρήσει τον πιο πάνω ερωτικό δεσμό της, η επιτυχής έκβαση του οποίου αποτελούσε τη βασική της μέριμνα. Για την προστασία του δεσμού της αυτού η κατηγορουμένη, η οποία ήταν άτομο που το χαρακτήριζε η ανασφάλεια, προσέφυγε, ύστερα από σχετικές συστάσεις, στη βοήθεια της πολιτικώς ενάγουσας ψ2, αστρολόγου. Η τελευταία, η οποία ενημερώθηκε για την όλη κατάσταση της χ1 και ιδιαίτερα για τη μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας της, ανέλαβε πρόθυμα να προσφέρει τις αστρολογικές και γενικά μαντικές υπηρεσίες της στην εν λόγω κατηγορουμένη. Κατά το Μάιο του 1999, η ψ2 γνώρισε στην χ1 τη στενή της φίλη ψ1, ήδη πολιτικώς ενάγουσα επίσης, ηλικίας τότε 38 ετών, η οποία εργαζόταν ως ασφαλίστρια στην Εθνική Ασφαλιστική Εταιρία και περιελάμβανε στην επαγγελματική δραστηριότητα της επενδυτικά προγράμματα που είχαν έμμεση σχέση με το Χρηματιστήριο, του οποίου τις εργασίες παρακολουθούσε ανελλιπώς. Μεταξύ της κατηγορουμένης χ1 και των πολιτικώς εναγουσών ψ2 και ψ1 αναπτύσσεται στενή φιλική σχέση, η οποία εξελίσσεται ταυτόχρονα και οδηγεί στην εμπέδωση απόλυτης εμπιστοσύνης προς την πρώτη εκ μέρους των τελευταίων, οι οποίες βασίζονται στις συστάσεις που έχουν πάρει για την κατηγορουμένη, αλλά και στην προσωπική επικοινωνία τους με αυτήν, η οποία τους δίνει την εντύπωση ατόμου με απεριόριστη οικονομική άνεση, εντύπωση την οποία ενισχύουν η πολυτελής διαμονή της και οι συνεχείς εναλλαγές σε πολύτιμα κοσμήματα και σε ακριβές ενδυμασίες. Η χ1 από τη συναναστροφή της με την ψ1 και τη ψ2 αντιλαμβάνεται ότι οι δύο τελευταίες, οι οποίες μάλιστα είχαν ανοίξει προσωπικό κωδικό σε χρηματιστηριακή εταιρία, επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο. Έτσι αυτή, αποβλέποντας να αποκομίσει από εκείνες, τόσο η ίδια, όσο και ο ερωτικός της σύντροφος χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, διηγείται ότι δήθεν είχε κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά από επενδύσεις, ότι διαθέτει πολύ καλές πληροφορίες για ιδιωτικές επενδύσεις, ότι μέσω της οικογένειας της είχε αναπτύξει συνεργασία με θεσμικούς επενδυτές στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και με γνωστά πρόσωπα, όπως ο γ1, εκδότης της εφημερίδας ....... Ακόμη έδειχνε προς αυτές έγγραφα, που δήθεν αποδείκνυαν ότι είχε καταθέσεις σε λογαριασμούς σε ελβετικές Τράπεζες, ύψους 43.000.000.000 δρχ., οι οποίοι ήσαν προσωρινά μπλοκαρισμένοι για νομικούς λόγους, ότι το κλείσιμο του ενός λογαριασμού έληγε στο τέλος του 1999, ότι είχε αναθέσει το άνοιγμα των λογαριασμών στους δικηγόρους Λυκουρέζο και Λιάσκο και ακόμη ότι είχε μεγάλες δυνατότητες για επενδύσεις μέσω του ανθρώπου (χ2), με τον οποίο είχε συναισθηματική σχέση. Κατά το μήνα Ιούλιο του 1999 η χ1 στις πιο πάνω διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 προσέθεσε και τη διαβεβαίωση ότι κατά το μήνα αυτό η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων ...... είχε τη δυνατότητα να μπει στο Χρηματιστήριο και ότι η ίδια μέσω του εκδότη γ1, θεσμικού επενδυτή, μπορούσε να συμμετέχει στην προεγγραφή για την αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας, επενδύοντας μεγάλα κεφάλαια με απόδοση μηνός 50% για τους επενδυτές. Με την τελευταία αυτή διαβεβαίωση, η οποία προστέθηκε στις προηγούμενες, η ψ1 πείστηκε ότι υπήρχε ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί με την κατηγορουμένη χ1, με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζονταν. Τα χρηματικά ποσά που θα επενδύονταν θα τα συγκέντρωνε η ψ1 από τρίτα πρόσωπα, τα οποία θα εισέπρατταν ως αντάλλαγμα τις πιο πάνω υψηλές αποδόσεις, ύστερα από αφαίρεση του ποσοστού 20% (15%+5%) από τα κέρδη. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας HERTZ το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 22.7.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ........ που τηρούσε η χ1 στην Εθνική Τράπεζα και στις 16.8.1999, το ποσό των 15.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ταμιευτηρίου 1........ που άνοιξε την ίδια ημέρα η χ1 (κοινό με την ψ2) στην Τράπεζα ALPHA (κατάστημα ΕΝΤΕΝ ΜΑΡΕ). Κατά το μήνα Αύγουστο του 1999 η χ1, συνεχίζοντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό τις διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες για γρήγορες και αποδοτικές επενδύσεις, προσέθεσε μια δήθεν καινούργια ευκαιρία, που εμφανιζόταν με την επικείμενη κατά τον Οκτώβριο του 1999 είσοδο στο Χρηματιστήριο της εταιρίας "HYATT REGENCY- ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ". Και στην περίπτωση αυτή η χ1 παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι, μέσω των γνωστών της θεσμικών επενδυτών, μπορούσε να συμμετάσχει στις προεγγραφές για αγορά μετοχών της προαναφερόμενης εταιρίας, επενδύοντας με την ίδια απόδοση μηνός (50%) τα κεφάλαια που θα της εμπιστεύονταν. Με αυτή τη διαβεβαίωση πείστηκε και πάλι η ψ1 ότι θα αποκόμιζε εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί και πάλι με την κατηγορουμένη χ1, ομοίως με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζονταν. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας "HYATT REGENCY-ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ" το συνολικό ποσό των 16.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 14.9.1999, το ποσό των 11.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ...... που τηρούσε η χ1 στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 20.9.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 1999, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημέρα, πάντως πριν από τις 24 του μήνα αυτού, η χ1, με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, συνέχισε την ίδια δραστηριότητα, διαβεβαιώνοντας τις πολιτικώς ενάγουσες ότι δήθεν υπήρχε μια νέα ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος με την επένδυση των χρημάτων που θα της εμπιστεύονταν σε δύο αμοιβαία κεφάλαια με έδρα το Λονδίνο και στην αγορά μετοχών της Τράπεζας Κύπρου και των εταιριών "...." και "......". Οι αγορές των μετοχών των εταιριών αυτών, που θα είχαν την ίδια όπως και πιο πάνω απόδοση μηνός (50%), αναφέρονταν, ως προς την πρώτη εταιρία, σε προεγγραφή για την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, και ως προς τη δεύτερη, σε συμμετοχή στην κάλυψη της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια θα περιελάμβανε επένδυση, μέχρι το ποσό των 23.900.000 δρχ., σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με έδρα το Λονδίνο και εγγυημένη απόδοση μηνός 50% και μια δεύτερη επένδυση, μέχρι το ποσό των 99.920.000 δρχ. σε ένα άλλο αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με εγγυημένη απόδοση 100% και ημερομηνία απόδοσης τη 15.11.1999. Έτσι, για το σκοπό αυτό κατέβαλαν στην χ1, α) η ψ2, το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ., και ειδικότερα στις 24.9.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με δύο ισόποσες καταθέσεις των 7.500.000 δρχ. η καθεμιά, στο λογαριασμό της χ1 ........ στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 27.9.1999 το ποσό των 5.000.000 δρχ. στον ίδιο λογαριασμό και β) η ψ1, το συνολικό ποσό των 42.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 19.10.1999 το ποσό των 36.500.000 δρχ. με την επιταγή ........ της, Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, εκδόσεως της ίδιας και στις 21.10.1999 το ποσό των 5.500.000 δρχ., με την ........., εκδόσεως και πάλι της ίδιας. Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1, η οποία μέχρι τότε δεν είχε καταβάλει στις πολιτικώς ενάγουσες καμιά από τις συμφωνηθείσες αποδόσεις των καταβληθέντων κεφαλαίων τους, προκειμένου να καθησυχάσει αυτές, οι οποίες εξέφραζαν δικαιολογημένες ανησυχίες, τις διαβεβαίωσε ότι θα άνοιγε μαζί τους κοινούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, στους οποίους θα μετέφερε τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την κάλυψη των κεφαλαίων που εκείνες μέχρι τότε της είχαν καταβάλει, καθώς και των συμφωνημένων αποδόσεων των εν λόγω κεφαλαίων. Μάλιστα, για να φανεί πειστική στις διαβεβαιώσεις της αυτές η χ1, κάλεσε στην Ελλάδα στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1999 το ανώτερο στέλεχος της EFG Eurobank Λουξεμβούργου ζ1, με τον οποίο έγιναν δύο συναντήσεις της ίδιας και των πολιτικώς εναγουσών. Στις συναντήσεις αυτές η χ1 ζήτησε από το ζ1 να της ανοίξει ένα λογαριασμό, στον οποίο δήθεν θα μεταφερόταν μέρος των χρημάτων της από την Ελβετία, και τρεις κοινούς λογαριασμούς με τις πολιτικώς ενάγουσες, στους οποίους θα εμβάζονταν οι υποτιθέμενες αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων που είχαν έδρα το Λονδίνο. Οι πολιτικώς ενάγουσες, πειθόμενες στις διαβεβαιώσεις αυτές, υπέγραψαν και τρεις αιτήσεις για το άνοιγμα των πιο πάνω τριών λογαριασμών στο Λουξεμβούργο, οι οποίοι όμως ουδέποτε ανοίχθηκαν. Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1, ενεργώντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, διαβεβαίωσε τις πολιτικώς ενάγουσες ότι εμφανίστηκε μια νέα ευκαιρία για την αποκόμιση εύκολου και γρήγορου κέρδους με την επένδυση κεφαλαίων που θα της εμπιστεύονταν στην αγορά μετοχών των εταιριών "ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ" και "ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΑΕ" με δυνατότητα ελεύθερης διαπραγμάτευσης πώλησης της μετοχής από την πρώτη ημέρα εισαγωγής στο Χρηματιστήριο και αναμενόμενη απόδοση τουλάχιστον 250%. Στις διαβεβαιώσεις αυτές της κατηγορουμένης πείστηκε η ψ1, η οποία και της κατέβαλε για την προτεινόμενη επένδυση, στις 4.11.1999, το συνολικό ποσό των 89.500.000 δρχ. με τις τραπεζικές επιταγές ..... και ...... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, εκδόσεως της ίδιας, ποσού αντιστοίχως 69.500.000 και 20.000.000 δρχ.
Όλες οι προαναφερόμενες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1 ήσαν ψευδείς, αφού αυτή δεν διέθετε χρηματικά ποσά δεσμευμένα στους επικαλούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς εξωτερικού, ούτε μπορούσε να ενεργήσει τις παραπάνω προτεινόμενες επενδύσεις κεφαλαίων με τις υπερβολικά υψηλές αποδόσεις, μέσω των επικαλούμενων γνωριμιών της με σημαντικά πρόσωπα, θεσμικούς επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Με αυτές τις ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1, η οποία γνώριζε ότι ήσαν ψευδείς και σκόπευε να αποκομίσει τόσο η ίδια, όσο και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας ξένη περιουσία, πείστηκαν οι πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ2 να της καταβάλουν τα πιο πάνω χρηματικά ποσά. Τα χρηματικά αυτά ποσά, συνολικού ύψους 187.500.000 δρχ., τα οποία κατέβαλαν, όπως προεκτέθηκε, η ψ2 (20.000.000 δρχ.) και η ψ1 (167.500.000 δρχ.), συγκέντρωσαν οι τελευταίες από μεγάλο αριθμό μικροεπενδυτών, όπως είναι οι β1, β2, β3, β4, β5, β6 κ.ά. Οι εν λόγω μικροεπενδυτές παρέδωσαν τα χρήματα τους για επένδυση στην ψ1 και την ψ2, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτά θα κατέληγαν για την πραγματοποίηση της επένδυσης στην κατηγορουμένη χ1, της οποίας πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά το όνομα από την τηλεόραση, όταν αποκαλύφθηκε η αξιόποινη συμπεριφορά της τελευταίας. Όλοι αυτοί οι μικροεπενδυτές, οι οποίοι έχασαν τα χρήματα τους, αφού τελικά δεν έγινε καμιά επένδυση από την χ1, παρέδωσαν τις οικονομίες τους στις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1, αφού πείστηκαν στις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις των δύο τελευταίων και μόνο ότι με τα χρήματα τους θα αγοραστούν μετοχές στο Χρηματιστήριο, από τις οποίες θα έχουν σε σύντομο χρόνο υψηλή απόδοση. Έτσι, από την παραπάνω αξιόποινη συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1, δεν τίθεται ζήτημα πρόκλησης άμεσης ζημίας στους μικροεπενδυτές και συνακόλουθα αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης εναντίον εκείνης εκ μέρους αυτών, οι οποίοι δικαιούνται να στραφούν ευθέως προς αποζημίωση μόνο εναντίον της ψ2 και της ψ1, στις οποίες και εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους. Η κατηγορουμένη χ1, με τις πιο πάνω απάτες που διέπραξε με το σκοπό να επιτύχει από την αρχή, αλλά και στη συνέχεια κατά το χρόνο τέλεσης τους, να αποκομίσει η ίδια και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, εισέπραξε συνολικά, όπως προειπώθηκε, από τις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1 187.500.000 δρχ., από τα οποία κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. παρέδωσε στον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό της. Άλλες καταβολές προς την κατηγορουμένη χ1 εκ μέρους των πολιτικώς εναγουσών και ειδικότερα επιπλέον καταβολή του ποσού των 239.205.000 δρχ., όπως οι τελευταίες υποστηρίζουν, δεν προέκυψαν, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο κατά τούτο αναφέρεται.
Ο κατηγορούμενος ψ2, είχε συνάψει, όπως προαναφέρθηκε, ερωτικό δεσμό με την συγκατηγορουμένη του χ1, η οποία και εγκατέλειψε την πατρική οικία, αντιδρώντας στις αντιρρήσεις των γονέων της για το δεσμό της αυτό, και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του ξενοδοχείου ....... Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και γνωρίζοντας την ανασφάλεια του χαρακτήρα και την παθολογική απέναντι του ερωτική αδυναμία της συγκατηγορουμένης του χ1, καθώς και τις σχέσεις αυτής με την ψ1 και την ψ2 και το ενδιαφέρον εκείνων για χρηματιστηριακές επενδύσεις από διηγήσεις της ίδιας της χ1 , παρακίνησε την τελευταία, με φορτικές παραινέσεις, προτροπές και συμβουλές, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999, να εμφανιστεί στις δύο αυτές πολιτικώς ενάγουσες και, με σκοπό να αποκομίσουν ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη του παράνομο περιουσιακό όφελος, να εκθέσει σ' αυτές, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων πείστηκαν εκείνες να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. (20.000.000 δρχ. η ψ2 και 167.500.000 δρχ. η ψ1), με αποτέλεσμα να υποστούν οι πολιτικώς ενάγουσες άμεση ζημία κατά το ποσό αυτό των 187.500.000 δρχ., το οποίο είναι υποχρεωμένες να αποδώσουν στα πρόσωπα από τα οποία το συγκέντρωσαν. Από το εν λόγω συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. που η κατηγορουμένη χ1 εισέπραξε από τις πολιτικώς ενάγουσες με τις προαναφερόμενες απάτες, κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. (προερχόμενο από την ψ1) παρέδωσε στο χ2 και ειδικότερα στις 11.11.1999 το ποσό των 60.000.000 δρχ. με την παράδοση σ' αυτόν της τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, ποσού 40.000.000 δρχ. και της τραπεζικής επιταγής ....... της ίδιας Τράπεζας, ποσού 20.000.000 δρχ., στις 22.11.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με την παράδοση της ισόποσης τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια το υπόλοιπο ποσό των 14.663.000 δρχ. με την κατάθεση του στο λογαριασμό ....... της εταιρίας "CHRYSLER JEEP ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ" στην Εθνική Τράπεζα, για την κάλυψη της προκαταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου ΙΧΕ ......, τύπου ....., που ο χ2 αγόρασε στο όνομα του από την προαναφερόμενη εταιρία, η οποία παρακράτησε την κυριότητα μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε ότι το παραπάνω ποσό των 89.663.000 δρχ. προερχόταν από τις πιο πάνω τελεσμένες απάτες, που διέπραξε ύστερα από δική του παρακίνηση η χ1, για να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, αγόρασε μετοχές μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "ΧΡΗΜΑ ΑΕΛΔΕ", "EYROXX ΑΧΕ" (60.000.000 δρχ.) και "ΣΑΡΡΟΣ ΑΧΕ" (15.000.000 δρχ.), στις οποίες διατηρούσε κωδικούς, και κάλυψε την προκαταβολή του πιο πάνω αυτοκινήτου που αγόρασε στο όνομα του. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων χ1 και χ2 ότι το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ., που εισέπραξε η πρώτη, αποτελεί δάνειο προς αυτήν της ψ2 και της χ1 και ότι το ποσό των 89.663.000 δρχ. πήρε από την τελευταία ο δεύτερος, ως δάνειο επίσης, δεν ευσταθούν, όπως ειδικότερα εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο κατά τούτο αναφέρεται.) Πρέπει να επισημανθεί εδώ, ειδικά ως προς τη συντελεσμένη κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο και πάντως πριν από τις 24 Σεπτεμβρίου του 1999, πράξη απάτης σε βάρος της ψ2 με αυτουργό την χ1 και ηθικό αυτουργό το χ2, ότι το σκοπούμενο εκ μέρους των δραστών αυτών παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημίας της εν λόγω παθούσας, σε βάρος της οποίας δεν τελέστηκε άλλη πράξη απάτης, ανέρχεται, όπως έχει προαναφερθεί, στο ποσό των 20.000.000 δρχ. Εφόσον όμως δεν συντρέχον οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης απατών εκ μέρους των δραστών και το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις, είτε της περίπτωσης α' είτε της περίπτωσης β', της παραγράφου 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως ισχύει από 3.6.1999, μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, ώστε να τιμωρείται η πράξη αυτή απάτης ως κακούργημα (με κάθειρξη μέχρι 10 ετών), για το οποίο και ασκήθηκε ποινική δίωξη και απαγγέλθηκε κατηγορία. Έτσι η πράξη αυτή συνιστά, σύμφωνα με ορθό νομικό χαρακτηρισμό, απλή απάτη, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από την παράγραφο 1 του άρθρου 386 ΠΚ σε βαθμό πλημμελήματος. Ως πλημμέλημα όμως η εν λόγω πράξη απάτης έχει υποκύψει σε παραγραφή, αφού από την τέλεση της έχει ήδη συμπληρωθεί προ πολλού πλήρης πενταετία (111 παρ.3, 112 ΠΚ), χωρίς να έχει μεσολαβήσει για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο αναστολή της παραγραφής αυτής. Επομένως, λόγω της παραγραφής αυτής, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον των κατηγορουμένων χ1 και χ2 αντιστοίχως για απάτη, από την οποία το σκοπούμενο όφελος και η αντίστοιχη ζημία ανέρχεται στο ποσό των 20.000.000 δρχ., και ηθική αυτουργία στην απάτη αυτή, πράξεις που φέρονται ότι τελέστηκαν κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο και πάντως πριν από τις 24 Σεπτεμβρίου του 1999, σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ2.
Περαιτέρω προέκυψε από τα ίδια όπως και πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι για πρώτη φορά άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες στις πολιτικώς ενάγουσες για την απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1 τη 15.11.1999, ημερομηνία κατά την οποία όφειλε κατά τη συμφωνία τους η τελευταία να αποδώσει σε εκείνες τα κεφάλαια τους και τα κέρδη από την επένδυση τους, αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Στη συνέχεια η ψ1 και η ψ2, των οποίων η ανησυχία για την τύχη των χρημάτων τους έγινε ακόμη εντονότερη από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη απέφευγε πλέον να επικοινωνήσει μαζί τους και διέκοψε κάθε επαφή με αυτές, άσκησαν έντονη πίεση σ' αυτή να επιστρέψει το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., στο οποίο καθόρισαν το ύψος των απαιτήσεων τους, συνυπολογίζοντας προφανώς στο προαναφερόμενο ~ κεφάλαιο των 187.500.000 δρχ. και τις αποδόσεις που αυτό θα απέφερε, αν είχε επενδυθεί σύμφωνα με τις δεσμευτικές υποσχέσεις που η εν λόγω κατηγορουμένη είχε δώσει σ' αυτές. Η χ1, αφού δέχθηκε ότι δεν επένδυσε στο Χρηματιστήριο τα χρήματα που της είχαν δοθεί, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι τα διέθεσε για την κάλυψη δαπανών νοσηλείας του δήθεν ασθενούντος πατέρα της, έδωσε για να κερδίσει χρόνο και νέες διαβεβαιώσεις για τη φερεγγυότητα της και ζήτησε από τις πολιτικώς ενάγουσες να της δώσουν άλλα 100.000.000 δρχ., προκειμένου να μπορέσει με το ποσό αυτό να καλύψει τις αμοιβές των δικηγόρων για το άνοιγμα δήθεν των τραπεζικών καταθέσεων της στην Ελβετία, από τις οποίες και θα πλήρωνε την οφειλή της προς αυτές. Οι πολιτικώς ενάγουσες έδειξαν ότι συμφωνούν και η πρώτη από αυτές ψ1 προσποιήθηκε ότι δέχεται να καταβάλει η ίδια το ποσό των 100.000.000 δρχ. με τον όρο όμως να υπογράψει η κατηγορουμένη κατά τη λήψη του υπεύθυνη δήλωση, με την οποία θα αναγνώριζε οφειλή της προς αυτές, συνολικού ύψους 428.231.000 δρχ., και, με την προσθήκη των 100.000.000 δρχ., ύψους 528.231.000 δρχ. Παράλληλα ενημερώθηκε σχετικώς το Τμήμα Οικονομικών Εγκλημάτων της Ασφάλειας Αττικής, για να συλληφθεί η κατηγορουμένη επ' αυτοφώρω κατά την προσχηματική καταβολή του πιο πάνω ποσού των 100.000.000 δρχ. Με την υπογραφή της προαναφερόμενης δήλωσης, της οποίας το περιεχόμενο υπαγορεύτηκε από τις πολιτικώς ενάγουσες, απέβλεψαν αυτές στην απόκτηση αποδεικτικού στοιχείου για την ευχερέστερη ικανοποίηση των προβαλλόμενων εναντίον της κατηγορουμένης απαιτήσεων τους. Η ψ1 δελεάζει με την αποδοχή προσχηματικά της πρότασης για καταβολή του ποσού των 100.000.000 δρχ. την κατηγορουμένη, η οποία, αντιλαμβανόμενη ότι έχει περιέλθει σε μια αδιέξοδη κατάσταση, αποδέχεται να υπογράψει τη δήλωση που της επέβαλαν οι πολιτικώς ενάγουσες, αρκεί να εξασφαλίσει νέα κεφάλαια για να μπορεί να ικανοποιήσει τις όποιες επιθυμίες της και ιδίως το καταναλωτικό της πάθος. Έτσι, στις 13.12.1999, στην καφετέρια του ..... ".....", η κατηγορουμένη χ1 υπογράφει την πιο πάνω υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αποδέχεται, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε από τις πολιτικώς ενάγουσες το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., από το οποίο 349.231.000 δρχ. από την ψ1 και 79.000.000 δρχ. από την ψ2 και ειδικότερα το ποσό των 90.000.000 δρχ. με τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, το ποσό των 36.000.000 δρχ. με το κατάθεση στο λογαριασμό της στην Τράπεζα BARCLAYS BANK, το ποσό των 5.000.000 δρχ. με κατάθεση στο λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα και το υπόλοιπο ποσό των 297.231.000 δρχ. η ίδια απευθείας σε μετρητά τμηματικά, ότι τα παραπάνω ποσά έπρεπε να τοποθετήσει σε αγορά μετοχών από προεγγραφές σε αμοιβαία κεφάλαια και υποσχέθηκε να αποδώσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 1999 με τις αντίστοιχες αποδόσεις από την τοποθέτηση τους, ότι δεν έχει επιστρέψει κανένα ποσό στις πολιτικώς ενάγουσες, ότι λαμβάνει από την ψ1 επιπλέον το ποσό των 100.000.000 δρχ., με σκοπό να το διαθέσει για να ολοκληρωθούν οι ενέργειες που απαιτούνται για το άνοιγμα των λογαριασμών στην Ελβετία και τη μεταφορά των σχετικών καταθέσεων σε ελληνικές Τράπεζες και ότι υποχρεούται να αποδώσει στις πολιτικώς ενάγουσες μετά την ολοκλήρωση των τελευταίων ενεργειών το ποσό συνολικά των 528.231.000 δρχ. Το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο προφασίστηκε η ψ1 ότι δέχεται να καταβάλει στην κατηγορουμένη χ1, αποτελεί παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο σκόπευε να αποκομίσει η τελευταία με την παροχή προς την πρώτη, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, των πιο πάνω νεότερων ψευδών διαβεβαιώσεων για τη φερεγγυότητα της και για την ύπαρξη και το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών της στην Ελβετία. Η κατηγορουμένη αυτή δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και την εν λόγω επιχειρηθείσα πράξη απάτης, διότι η ψ1 γνώριζε την αναλήθεια των παραπάνω ψευδών περιστατικών, αλλά προσποιήθηκε ότι πείστηκε στις νεότερες αυτές διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης και ότι δέχεται να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 100.000.000 δρχ., για να καταστεί δυνατή η επ' αυτοφώρω σύλληψη αυτής από την Αστυνομία. Το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα ψ1 γνώριζε ότι τα περιστατικά που της παρέστησε η κατηγορουμένη σαν αληθινά ήσαν ψευδή δεν ασκεί έννομη συνέπεια και δεν αναιρεί την εγκληματική δράση της κατηγορουμένης, αφού στην προκειμένη περίπτωση νομική σημασία για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης έχει το γεγονός ότι η κατηγορουμένη από την πλευρά της επιχείρησε τις πράξεις εκείνες που κατευθύνονταν στην παραπλάνηση της ψ1 και κατά την πρόθεση της θα οδηγούσαν αμέσως στην επιζητούμενη περιουσιακή διάθεση. Όμως, ενώ η κατηγορουμένη ολοκλήρωσε την προσπάθεια επενέργειας στο νοητικό του θύματος, η προσπάθεια της αυτή δεν προκάλεσε πλάνη, ούτε κατά συνέπεια περιουσιακή ζημία στην παθούσα και έτσι η αποφασισθείσα πράξη της απάτης παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας, επειδή ακριβώς η πολιτικώς ενάγουσα γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών που της παρέστησε η κατηγορουμένη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η πιο πάνω πράξη της απόπειρας απάτης στρέφεται μόνο εναντίον της ψ1, η οποία είναι εκείνη που προσποιήθηκε ότι πείστηκε με ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και δέχθηκε να καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο και σκόπευε να της αποσπάσει η τελευταία, όχι και εναντίον της ψ2. Εξάλλου, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη στήριξη δημόσιας στο ακροατήριο κατηγορίας, Α) εναντίον της κατηγορουμένης χ1, α) για απάτη (τελεσμένη) κατ' εξακολούθηση, με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 1999 έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999 σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ1 και β) για απόπειρα απάτης με επιδιωκόμενο συνολικό περιουσιακό όφελος και απειληθείσα αντίστοιχα ζημία άνω των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο 15ήμερο του Νοεμβρίου 1999 έως 13.12.1999, σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας ψ1 και Β) εναντίον του χ2, α) για ηθική αυτουργία στην πιο πάνω με στοιχείο Αα πράξη απάτης της χ1, τελεσθείσα στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του 1999 έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999 σε βάρος της ψ1, και β) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατά συρροή, τελεσθείσα στην Αθήνα στις 11.11.1999, 22.11.1999 και 8.12.1999. Οι πράξεις αυτές προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 46 παρ. 1α και β, 47 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 386 παρ.1 και 3 περ. β' του ΠΚ, όπως το αρθρ. 386 αντικατ. με το αρθρ. 1 παρ.11 του ν. 2408/1996 και το αρθρ. 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, 2 παρ.1 σε συνδ. με αρθρ. 1 εδ. αη του ν. 2331/1995. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο έκρινε με το εκκαλούμενο βούλευμα ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις εναντίον των προαναφερόμενων κατηγορουμένων για τις αμέσως παραπάνω πράξεις και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εναντίον αυτών και για τις εν λόγω πράξεις, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας ψ1 πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και από ουσιαστική πλευρά, να μεταρρυθμιστεί κατά τα αντίστοιχα κεφάλαια το εκκαλούμενο βούλευμα και να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι αυτοί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ.1ε, 313, 317 και 318 ΚΠΔ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, που είναι το καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο (111 παρ.1, 119 παρ.1, 122 παρ.1 ΚΠΔ), για να δικαστούν για τις προαναφερόμενες πράξεις, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
VI) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) καθ'όσον εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων (42, 46 § ια, 98, 386 § § 1+3 2 § 1 σε συνδ. με αρ. 1 εδαφ. αη Ν.2331/95) τις οποίες ορθά ερμήνευσε, εφήρμοσε, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε.
Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα ιστορεί την σπάταλη ζωή της 1ης, την σχέση της με τον 2ο την γνωριμία με τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2, τον τρόπο που απέσπασε την εμπιστοσύνη τους, τον σκοπό του παράνομου περιουσιακού οφέλους για να καλύψει ανάγκες προσωπικές καθώς και του συντρόφου της 2ου αναιρεσείοντος, την ψευδή εικόνα της τεράστιας οικονομικής επιφάνειας που σκόπιμα παρέστησε σ'αυτές ώστε να τις παραπείσει να της εμπιστευθούν χρήματά τους (ως και μικροεπενδυτών που τα παρέδωσαν γι'αυτό στις πολιτικώς ενάγουσες) για επενδύσει στο χρηματιστήριο τις διαδοχικές καταβολές ποσών που της έγιναν και υπερέβαιναν τα 25.000.000 ως και τις παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθινών για κάθε μία από τις αντίστοιχες καταβολές ποσών που συνολικώς ανήλθαν σε 167.500.000 δρχ. από το οποίο παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό της χ2 89.663.000 δρχ. Ως προς την απόπειρα απάτης αναφέρει ότι το γεγονός πως η παθούσα ψ1 γνώριζε ότι τα πραγματικά περιστατικά που ως ψευδή τους παρέστησε κατά το χρονικό διάστημα από το δεύτερο 15νθήμερο Νοεμβρίου 1999 έως την 13-12-1999, δεν ήσαν αληθή δεν έχει έννομη συνέπεια και δεν αναιρεί την εγκληματική προσπάθεια της 1ης, αφού αυτή από την πλευρά της επεχείρησε κατά τις παραδοχές του βουλεύματος τις πράξεις εκείνες που κατευθύνονταν στην παραπλάνηση της πολιτικώς ενάγουσας και κατά την πρόθεσή της θα οδηγούσαν αμέσως στην περιουσιακή διάθεση πλην όμως ενώ ολοκλήρωσε την προσπάθεια επενέργειας στο νοητικό της πλανωμένης η προσπάθειά της αυτή δεν προκάλεσε πλάνη ούτε και κατά συνέπεια και περιουσιακή ζημία στην παθούσα ψ1 και έτσι η αποφασισθείσα πράξη της απάτης παρέμεινε στα στάδιο της απόπειρας. Η μη γνώση από την παθούσα της αναλήθειας των περιστατικών που παρέστησε σ'αυτήν η κατηγορουμένη δεν αποτελεί στοιχείο του διωκομένου εγκλήματος. Περαιτέρω ότι το ποσό των χρημάτων που σύμφωνα με την πρόθεσή της επρόκειτο να αποσπάσει από την πολιτικώς ενάγουσα ψ1 προερχόταν από τρίτο πρόσωπο δεν ασκεί έννομη επιρροή για την θεμελίωση της εδώ διωκομένης πράξεως της απόπειρας απάτης και για τον πρόσθετο λόγο ότι η απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης ανακόπηκε πριν επέλθει η περιουσιακή ζημία στην άνω παθούσα.
Επίσης ως προς τον 2ο αναιρεσείοντα αναφέρει με επαρκή αιτιολογία τα περιστατικά που θεμελιώνουν την ηθική αυτουργία στις τετελεσμένες πράξεις της κακουργηματικής απάτης, πως παρεκίνησε την 1η με σκοπό να αποκομίσουν αμφότεροι παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβη το ποσό των 25.000.000 δρχ, καθώς και ότι εδέχθη εν γνώσει της προελεύσεως στην κατοχή του το συνολικό ποσό των 89.663.000 δρχ. που προήρχετο από την εγκληματική δραστηριότητα της 1ης κατά συνέπεια οι υπό κρίση αναιρέσεις θα πρέπει να απορριφθούν κατ'ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. VII) Επί του αιτήματος του 2ου αναιρεσείοντος χ2, όπως παραστεί ενώπιον του συμβουλίου Σας για να εκθέσει τις απόψεις του. Το αίτημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί καθ'όσον ο αναιρεσείων, εις την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως έχει αναπτύξει με πλήρη επάρκεια τις απόψεις του και δεν συντρέχει λόγος, κατά την ημέτερη άποψη, όπως παρέξει διευκρινίσεις. VIII)
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω
1) Να απορριφθούν οι υπ'αρ. 11/25-1-07 και 15/29-1-2007 αντιστοίχως αιτήσεις αναιρέσεως των χ1 και χ2, κατά του υπ'αρ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να απορριφθεί η αίτηση του 2ου αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του συμβουλίου.
3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήνα 31 Μαΐου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι από 25-1-2007 και 29-1-2007 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) χ1 και 2) χ2, αντιστοίχως, κατά του 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο μεταρρύθμισε το υπ' αριθμ. 520/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παρέπεμψε αυτούς στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν η μεν πρώτη για κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση (τετελεσμένη) και απόπειρα κακουργηματικής απάτης, ο δε δεύτερος για ηθική αυτουργία στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση (τετελεσμένης) και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ που εφαρμόζεται και στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 485 του ίδιου Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα του αναιρεσείοντος διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως "να παρασταθώ ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου για να εκθέσω τις απόψεις μου" παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να απαιτείται και η πραγματοποίηση του, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποίαν ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε ο απατώμενος ή τρίτος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. Περαιτέρω κατά τη παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυσε από 4 Ιουνίου 1996 μέχρι 3 Ιουνίου 1999, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, το έγκλημα της απάτης έχει κακουργηματικό χαρακτήρα εάν ο υπαίτιος αυτής διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ανεξαρτήτως του ύψους του οφέλους που επιδιώχθηκε με αυτή ή της ζημίας που επήλθε, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν συντρέχει κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση η πράξη εξακολουθούσε να είναι πλημμέλημα. Μετά την αντικατάσταση της διάταξης αυτής με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που ίσχυσε από 3 Ιουνίου 1999, η πράξη της απάτης φέρει χαρακτήρα κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος αυτής διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Η τελευταία αυτή διάταξη είναι ευνοϊκότερη, σε σχέση με την προηγούμενη πριν την αντικατάστασή της, αφού για τον χαρακτήρα της απάτης ως κακουργήματος απαιτείται το πρόσθετο στοιχείο ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία πρέπει να υπερβαίνει το ως άνω ποσό. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με τη μορφή απόπειρας, τόσο όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί για οποιονδήποτε λόγο. Για την στοιχειοθέτηση της απόπειρας απάτης απαιτείται να συντρέχει πλήρως και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή ο δράστης πρέπει να έχει γνώση ως προς το ψευδές των παραστάσεων και να επιδιώκει την επίτευξη παράνομου περιουσιακού οφέλους. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 στοιχ. α' του Π.Κ. προκύπτει ότι η πρόκληση και παραγωγή σε άλλον της αποφάσεως για την εκτέλεση της άδικης πράξεως που εκείνος διέπραξε, μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, πρέπει όμως ο τρόπος και τα μέσα, με τα οποία ο ηθικός αυτουργός προκάλεσε την απόφαση, να αναφέρονται σαφώς και με πληρότητα, καθώς επίσης και ο δόλος του ηθικού αυτουργού, που συνίσταται στη συνείδηση ότι παράγει της άδικης πράξεως. Έτσι η πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της αποφάσεως για εκτέλεση της άδικης πράξεως, μπορεί να γίνει από τον ηθικό αυτουργό με πειθώ, φορτικότητα, παραινέσεις και ανταλλάγματα, διαβλέποντας αυτός τη ροπή του γρήγορου και εύκολου πλουτισμού του φυσικού αυτουργού. Επίσης από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία απ' αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Έτσι προκειμένου περί απάτης τότε μόνο θα υπήρχαν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους θα αποτελούσαν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Όμως τελείται μία πράξη απάτης και όταν γίνονται συνεχιζόμενες ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, ο δε χρόνος τελέσεως της απάτης συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη. Μία επίσης πράξη απάτης υπάρχει και όταν συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατηθείς προβαίνει σε πλείονες και σε διαφόρους χρόνους επιζήμιες πράξεις. Τέλος το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 "Περί πρόσληψης και καταστολής της νομιμοποίησης παρανόμων εσόδων" ορίζει ότι "Με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητα κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος τιμωρείται με ποινή καθείρξεως τουλάχιστον δέκα ετών, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. α' και γ' του αυτού νόμου, η έννοια της μεν "εγκληματικής δραστηριότητας" προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, που απαριθμούνται περιοριστικά, μεταξύ των οποίων είναι και η απάτη, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη ή αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια (στοιχ. αη του άρθρου 1 του ν. 2331/1995), της δε "περιουσίας" ως τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αντικειμενικά μεν απαιτείται (εναλλακτικά) αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση της εμπεριεχομένης στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινης πράξης της απάτης με ιδιαίτερη μεγάλη ζημία, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και επί πλέον ο δράστης να ενεργεί με σκοπό τη κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της υπό του άρθρου 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας" ή την παροχή συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται στην εγκληματική δραστηριότητα, στην τέλεση δηλαδή ενός από τα εγκλήματα του άρθρου 1 εδάφ. α' του Ν. 2331/1995. Επιπλέον για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού απαιτείται η ύπαρξη της προβλεπομένης εγκληματικής δραστηριότητας άλλου προσώπου, διαφόρου του δράστη του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων, απαιτείται δηλαδή να είναι άλλος ο δράστης της εγκληματικής δραστηριότητας (κυρίου εγκλήματος) και άλλος ο δράστης της νομιμοποιήσεως εσόδων. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Τέλος όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό του προσβαλλόμενου υπ' αριθμ. 3073/2006 βουλεύματός του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων και απολογίες κατηγορουμένων) τα εξής ουσιώδη περιστατικά: "Η κατηγορουμένη χ1 που γεννήθηκε το 1977, παιδί (μοναδικό) αρκετά ευκατάστατων γονέων, οι οποίοι είχαν μεγάλα εισοδήματα (ο πατέρας της ήταν εκδότης) και περιουσία, συνήψε κατά το έτος 1997 ερωτικό δεσμό με το συγκατηγορούμενό της χ2, έγγαμο και κατά 12 χρόνια μεγαλύτερο της. Αυτή, στις 27.10.1998, επειδή οι γονείς της δεν ενέκριναν τον ερωτικό δεσμό της, εγκατέλειψε την πατρική οικία στο ..... και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου ..... στην πλατεία ....... Στην εγκατάσταση της στο εν λόγω ξενοδοχείο την οδήγησε κατά κύριο λόγο η επιθυμία της να συνεχίσει την πολυτελή διαβίωση, στην οποία ήταν συνηθισμένη, και να διατηρήσει τον πιο πάνω ερωτικό δεσμό της, η επιτυχής έκβαση του οποίου αποτελούσε τη βασική της μέριμνα. Για την προστασία του δεσμού της αυτού η κατηγορουμένη, η οποία ήταν άτομο που το χαρακτήριζε η ανασφάλεια, προσέφυγε, ύστερα από σχετικές συστάσεις, στη βοήθεια της πολιτικώς ενάγουσας ψ2, αστρολόγου. Η τελευταία, η οποία ενημερώθηκε για την όλη κατάσταση της χ1 και ιδιαίτερα για τη μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας της, ανέλαβε πρόθυμα να προσφέρει τις αστρολογικές και γενικά μαντικές υπηρεσίες της στην εν λόγω κατηγορουμένη. Κατά το Μάιο του 1999, η ψ2 γνώρισε στην χ1 τη στενή της φίλη ψ1, ήδη πολιτικώς ενάγουσα επίσης, ηλικίας τότε 38 ετών, η οποία εργαζόταν ως ασφαλίστρια στην Εθνική Ασφαλιστική Εταιρία και περιελάμβανε στην επαγγελματική δραστηριότητα της επενδυτικά προγράμματα που είχαν έμμεση σχέση με το Χρηματιστήριο, του οποίου τις εργασίες παρακολουθούσε ανελλιπώς. Μεταξύ της κατηγορουμένης χ1 και των πολιτικώς εναγουσών ψ2 και ψ1 αναπτύσσεται στενή φιλική σχέση, η οποία εξελίσσεται ταυτόχρονα και οδηγεί στην εμπέδωση απόλυτης εμπιστοσύνης προς την πρώτη εκ μέρους των τελευταίων, οι οποίες βασίζονται στις συστάσεις που έχουν πάρει για την κατηγορουμένη, αλλά και στην προσωπική επικοινωνία τους με αυτήν, η οποία τους δίνει την εντύπωση ατόμου με απεριόριστη οικονομική άνεση, εντύπωση την οποία ενίσχυαν η πολυτελής διαμονή της και οι συνεχείς εναλλαγές σε κοσμήματα και σε ακριβές ενδυμασίες. Η χ1 από τη συναναστροφή της με την ψ1 και τη ψ2 αντιλαμβάνεται ότι οι δύο τελευταίες, οι οποίες μάλιστα είχαν ανοίξει προσωπικό κωδικό σε χρηματιστηριακή εταιρία, επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στο Χρηματιστήριο. Έτσι αυτή, αποβλέποντας να αποκομίσει από εκείνες, τόσο η ίδια, όσο και ο ερωτικός της σύντροφος χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος. διηγείται ότι δήθεν είχε κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά από επενδύσεις, ότι διαθέτει πολύ καλές πληροφορίες για ιδιωτικές επενδύσεις, ότι μέσω της οικογένειας της είχε αναπτύξει συνεργασία με θεσμικούς: επενδυτές στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και με γνωστά πρόσωπα, όπως ο γ1, εκδότης της εφημερίδας ......... Ακόμη έδειχνε προς αυτές έγγραφα, που δήθεν αποδείκνυαν ότι είχε καταθέσεις σε λογαριασμούς σε ελβετικές Τράπεζες, ύψους 43.000.000.000 δρχ., οι οποίοι ήσαν προσωρινά μπλοκαρισμένοι για νομικούς λόγους, ότι το κλείσιμο του ενός λογαριασμού έληγε στο τέλος του 1999, ότι είχε αναθέσει το άνοιγμα των λογαριασμών στους δικηγόρους Λυκουρέζο και Λιάσκο και ακόμη ότι είχε μεγάλες δυνατότητες για επενδύσεις μέσω του ανθρώπου (χ2), με τον οποίο είχε συναισθηματική σχέση. Κατά το μήνα Ιούλιο του 1999 η χ1 στις πιο πάνω διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες ψ1 και ψ2 προσέθεσε και τη διαβεβαίωση ότι κατά το μήνα αυτό η εταιρία ενοικίασης αυτοκινήτων ...... είχε τη δυνατότητα να μπει στο Χρηματιστήριο και ότι η ίδια μέσω του εκδότη γ1, θεσμικού επενδυτή, μπορούσε να συμμετέχει στην προεγγραφή για την αγορά μετοχών της εν λόγω εταιρίας, επενδύοντας μεγάλα κεφάλαια με απόδοση μηνός 50% για τους επενδυτές. Με την τελευταία αυτή διαβεβαίωση, η οποία προστέθηκε στις προηγούμενες, η ψ1 πείστηκε ότι υπήρχε ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί με την κατηγορουμένη χ1, με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργάζονταν. Τα χρηματικά ποσά που θα επενδύονταν θα τα συγκέντρωνε η ψ1 από τρίτα πρόσωπα, τα οποία θα εισέπρατταν ως αντάλλαγμα τις πιο πάνω υψηλές αποδόσεις, ύστερα από αφαίρεση του ποσοστού 20% (15%+5%) από τα κέρδη. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας ..... το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 22.7.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το κατέθεσε στο λογαριασμό ........ που τηρούσε η χ1 στην Εθνική Τράπεζα και στις 16.8.1999, το ποσό των 15.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό ταμιευτηρίου ........ που άνοιξε την ίδια ημέρα η χ1" (κοινό με την ψ2) στην Τράπεζα ALPHΑ (κατάστημα ΕΝΤΕΝ ΜΑΡΕ). Κατά το μήνα Αύγουστο του 1999 η χ1, συνεχίζοντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό τις διαβεβαιώσεις της προς τις πολιτικώς ενάγουσες για γρήγορες και αποδοτικές επενδύσεις, προσέθεσε μια δήθεν καινούργια ευκαιρία, που εμφανιζόταν με την επικείμενη κατά τον Οκτώβριο του 1999 είσοδο στο Χρηματιστήριο της εταιρίας "ΗΥΑΤΤ REGENCY - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ". Και στην περίπτωση αυτή η χ1 παρέσχε τη διαβεβαίωση ότι, μέσω των γνωστών της θεσμικών επενδυτών, μπορούσε να συμμετάσχει στις προεγγραφές για αγορά μετοχών της προαναφερόμενης εταιρίας, επενδύοντας με την ίδια απόδοση μηνός (50%) τα κεφάλαια που θα της εμπιστεύονταν. Με αυτή τη διαβεβαίωση πείστηκε και πάλι η ψ1 ότι θα αποκόμιζε εύκολο και γρήγορο κέρδος και αποφάσισε να δεχθεί την πρόταση επένδυσης και να συνεργαστεί και πάλι με την κατηγορουμένη χ1, ομοίως με τη συμφωνία να παίρνει από τα κέρδη 5% η ίδια (ψ1) και 15% η χ1 για τον εαυτό της και για τους ανθρώπους με τους οποίους θα συνεργαζόνταν. Έτσι η ψ1 κατέβαλε στην χ1 για το σκοπό της αγοράς μετοχών της εταιρίας "ΗΥΑΤΤ REGENCY - ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΕ" το συνολικό ποσό των 16.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 14.9.1999, το ποσό των 11.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στο λογαριασμό .... που τηρούσε η χ1 στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 20.9.1999, το ποσό των 5.000.000 δρχ., το οποίο κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό. Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου του 1999, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημέρα, πάντως πριν από τις 24 του μήνα αυτού, η χ1, με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, συνέχισε την ίδια δραστηριότητα, διαβεβαιώνοντας τις πολιτικώς ενάγουσες ότι δήθεν υπήρχε μια νέα ευκαιρία για εύκολο και γρήγορο κέρδος με την επένδυση των χρημάτων που θα της εμπιστεύονταν σε δύο αμοιβαία κεφάλαια και με έδρα το Λονδίνο και στην αγορά μετοχών της Τράπεζας Κύπρου και των εταιριών "....." "......". Οι αγορές των μετοχών αυτών, που θα είχαν την ίδια όπως και πάνω απόδοση μηνός (50%), αναφέρονταν, ως προς την εταιρία, σε προεγγραφή για την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο, και ως προς τη δεύτερη, σε συμμετοχή στην κάλυψη της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Η επένδυση σε αμοιβαία κεφάλαια θα περιελάμβανε επένδυση, μέχρι το ποσό των 23.900.000 δρχ., σε ένα αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με έδρα το Λονδίνο και εγγυημένη απόδοση μηνός 50% και μια δεύτερη επένδυση, μέχρι το ποσό των 99.920.000 δρχ. σε ένα άλλο αμοιβαίο κεφάλαιο ειδικού τύπου με εγγυημένη απόδοση 100% και ημερομηνία απόδοσης τη 15.11.1999. Έτσι, για το σκοπό αυτό κατέβαλαν στην χ1, α) η ψ2, το συνολικό ποσό των 20.000.000 δρχ., και ειδικότερα στις 24.9.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με δύο ισόποσες καταθέσεις των 7.500.000 δρχ. η καθεμιά, στο λογαριασμό της χ1 ........ στην Τράπεζα BARCLAYS και στις 27.9.1999 το ποσό των 5.000.000 δρχ. στον ίδιο λογαριασμό και β) η ψ1, το συνολικό ποσό των 42.000.000 δρχ. και ειδικότερα στις 19.10.1999 το ποσό των 36.500.000 δρχ. με την επιταγή ........ της, Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, εκδόσεως της ίδιας και στις 21.10.1999 το ποσό των 5.500.000 δρχ., με την επιταγή ......., εκδόσεως και πάλι της ίδιας. Κατά τα μέσα του Σεπτεμβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1, η οποία μέχρι τότε δεν είχε καταβάλει στις πολιτικώς ενάγουσες καμιά από τις συμφωνηθείσες αποδόσεις των καταβληθέντων κεφαλαίων τους, προκειμένου να καθησυχάσει αυτές, οι οποίες εξέφραζαν δικαιολογημένες ανησυχίες, τις διαβεβαίωσε ότι θα άνοιγε μαζί τους κοινούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, στους οποίους θα μετέφερε τα αναγκαία χρηματικά ποσά για την κάλυψη των κεφαλαίων που εκείνες μέχρι τότε της είχαν καταβάλει, καθώς και των συμφωνημένων αποδόσεων των εν λόγω κεφαλαίων. Μάλιστα, για να φανεί πειστική στις διαβεβαιώσεις της αυτές η χ1, κάλεσε στην Ελλάδα στις 12 και 13 Οκτωβρίου 1999 το ανώτερο στέλεχος της EFG EUROBANK Λουξεμβούργου ζ1, με τον οποίο έγιναν δύο συναντήσεις της ίδιας και των πολιτικώς εναγουσών. Στις συναντήσεις αυτές η χ1 ζήτησε από το ζ1 να της ανοίξει ένα λογαριασμό, στον οποίο δήθεν θα μεταφερόταν μέρος των χρημάτων της από την Ελβετία και τρεις κοινούς λογαριασμούς με τις πολιτικώς ενάγουσες, στους οποίους θα εμβάζονταν οι υποτιθέμενες αποδόσεις των αμοιβαίων κεφαλαίων που είχαν έδρα το Λονδίνο. Οι πολιτικώς ενάγουσες, πειθόμενες στις διαβεβαιώσεις αυτές υπέγραψαν τρεις αιτήσεις για το άνοιγμα των πιο τριών λογαριασμών στο Λουξεμβούργο, οι οποίοι όμως ουδέποτε ανοίχθηκαν. Κατά τα τέλη του Οκτωβρίου 1999, η κατηγορουμένη χ1 ενεργώντας με τον ίδιο όπως και πιο πάνω σκοπό, διαβεβαίωσε τις πολιτικώς ενάγουσες ότι εμφανίστηκε μια νέα ευκαιρία για την αποκόμιση εύκολου και γρήγορου κέρδους με την επένδυση κεφαλαίων που θα της εμπιστεύονταν στην αγορά μετοχών των εταιριών ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΕ" και "ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ ΝΗΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΑΕ" με δυνατότητα ελεύθερης διαπραγμάτευσης πώλησης της μετοχής από την πρώτη ημέρα εισαγωγής στο Χρηματιστήριο και αναμενόμενη απόδοση τουλάχιστον 250%. Στις διαβεβαιώσεις αυτές της κατηγορουμένης πείστηκε η ψ1 η οποία και της κατέβαλε για την προτεινόμενη επένδυση, στις 4.11.1999, το συνολικό ποσό των 89.500.000 δρχ. με τις τραπεζικές επιταγές ....... και ....... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος εκδόσεως της ίδιας, ποσού αντιστοίχως 69500.000 και 20.000.000 δρχ. Όλες οι προαναφερόμενες παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1 ήσαν ψευδείς, αφού αυτή δεν διέθετε χρηματικά ποσά δεσμευμένα στους επικαλούμενους τραπεζικούς λογαριασμούς εξωτερικού, ούτε μπορούσε να ενεργήσει τις παραπάνω προτεινόμενες επενδύσεις κεφαλαίων με τις υπερβολικά υψηλές αποδόσεις, μέσω των επικαλούμενων γνωριμιών της με σημαντικά πρόσωπα, θεσμικούς επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Με αυτές τις ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης χ1, η οποία γνώριζε ότι ήσαν ψευδείς και σκόπευε να αποκομίσει τόσο η ίδια, όσο και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας ξένη περιουσία, πείστηκαν οι πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1 να της καταβάλουν τα πιο πάνω χρηματικά ποσά. Τα χρηματικά αυτά ποσά, συνολικού ύψους 187.500.000 δρχ., τα οποία κατέβαλαν, όπως προεκτέθηκε, η ψ2 (20.000.000 δρχ.) και η ψ1 (167.500.000 δρχ.), συγκέντρωσαν οι τελευταίες από μεγάλο αριθμό μικροεπενδυτών, όπως είναι οι β1, β2, β3, β4, β5, β6 κ.ά. Οι εν λόγω μικροεπενδυτές παρέδωσαν τα χρήματα τους για επένδυση στην ψ1 και την ψ2, χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτά θα κατέληγαν για την πραγματοποίηση της επένδυσης στην κατηγορουμένη χ1, της οποίας πληροφορήθηκαν για πρώτη φορά το όνομα από την τηλεόραση, όταν αποκαλύφθηκε η αξιόποινη συμπεριφορά της τελευταίας. Όλοι αυτοί οι μικροεπενδυτές, οι οποίοι έχασαν τα χρήματα τους, αφού τελικά δεν έγινε καμιά επένδυση από την χ1, παρέδωσαν τις οικονομίες τους στις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1, αφού πείστηκαν στις κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις των δύο τελευταίων και μόνο ότι με τα χρήματα τους θα αγοραστούν μετοχές στο Χρηματιστήριο, από τις οποίες θα έχουν σε σύντομο χρόνο υψηλή απόδοση. Έτσι, από την παραπάνω αξιόποινη συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1, δεν τίθεται ζήτημα πρόκλησης άμεσης ζημίας στους μικροεπενδυτές και συνακόλουθα αξίωσης αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης εναντίον εκείνης εκ μέρους αυτών, οι οποίοι δικαιούνται να στραφούν ευθέως προς αποζημίωση μόνο εναντίον της ψ2 και της ψ1, στις οποίες και εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους. Η κατηγορουμένη χ1, με τις πιο πάνω απάτες που διέπραξε με το σκοπό να επιτύχει από την αρχή, αλλά και στη συνέχεια κατά το χρόνο τέλεσής τους, να αποκομίσει η ίδια και ο συγκατηγορούμενός της χ2, παράνομο περιουσιακό όφελος, εισέπραξε συνολικά, όπως προειπώθηκε, από τις πολιτικώς ενάγουσες ψ2 και ψ1 187.500.000 δρχ., από τα οποία κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. παρέδωσε στον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό της. Άλλες καταβολές προς την κατηγορουμένη χ1 εκ μέρους των πολιτικώς εναγουσών και ειδικότερα επιπλέον καταβολή του ποσού των 239.205.000 δρχ., όπως οι τελευταίες υποστηρίζουν, δεν προέκυψαν, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο κατά τούτο αναφέρεται. Ο κατηγορούμενος χ2, είχε συνάψει, όπως προαναφέρθηκε, ερωτικό δεσμό με την συγκατηγορουμένη του χ1, η οποία και εγκατέλειψε την πατρική οικία, αντιδρώντας στις αντιρρήσεις των γονέων της για το δεσμό της αυτό, και εγκαταστάθηκε σε σουίτα του ξενοδοχείου ....... Ο εν λόγω κατηγορούμενος, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και γνωρίζοντας την ανασφάλεια του χαρακτήρα και την παθολογική απέναντι του ερωτική αδυναμία της συγκατηγορουμένης του χ1, καθώς και τις σχέσεις αυτής με την ψ1 και την ψ2 και το ενδιαφέρον εκείνων για χρηματιστηριακές επενδύσεις από διηγήσεις της ίδιας της χ1, παρακίνησε την τελευταία, με φορτικές παραινέσεις, προτροπές και συμβουλές, που έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούλιο έως τα τέλη Οκτωβρίου 1999, να εμφανιστεί στις δύο αυτές πολιτικώς ενάγουσες και, με σκοπό να αποκομίσουν ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη του παράνομο περιουσιακό όφελος, να εκθέσει σ' αυτές, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων πείστηκαν εκείνες να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. (20.000.000 δρχ. η ψ2 και 167.500.000 δρχ. η ψ1), με αποτέλεσμα να υποστούν οι πολιτικώς ενάγουσες άμεση ζημία κατά το ποσό αυτό των 187.500.000 δρχ., το οποίο είναι υποχρεωμένες να αποδώσουν στα πρόσωπα από τα οποία το συγκέντρωσαν. Από το εν λόγω συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ. που η κατηγορουμένη χ1 εισέπραξε από τις πολιτικώς ενάγουσες με τις προαναφερόμενες απάτες, κράτησε η ίδια το ποσό των 97.837.500 δρχ. και το υπόλοιπο ποσό των 89.663.000 δρχ. (προερχόμενο από την ψ1) παρέδωσε στο χ2 και ειδικότερα στις 11.11.1999 το ποσό των 60.000.000 δρχ. με την παράδοση σ' αυτόν της τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος, ποσού 40.000.000 δρχ. και της τραπεζικής επιταγής ....... της ίδιας Τράπεζας, ποσού 20.000.000 δρχ., στις 22.11.1999 το ποσό των 15.000.000 δρχ. με την παράδοση της ισόποσης τραπεζικής επιταγής ...... της Εθνικής Τράπεζας και στη συνέχεια το υπόλοιπο ποσό των 14.663.000 δρχ. με την κατάθεση του στο λογαριασμό .... της εταιρίας "CHRYSLER JEEP ΕΛΛΑΣ ΑΒΕΕ" στην Εθνική Τράπεζα, για την κάλυψη της προκαταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου ΙΧΕ ....., τύπου ....., που ο χ2 αγόρασε στο όνομα του από την προαναφερόμενη εταιρία, η οποία παρακράτησε την κυριότητα μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Ο τελευταίος, μολονότι γνώριζε ότι το παραπάνω ποσό των 89.663.000 δρχ. προερχόταν από τις πιο πάνω τελεσμένες απάτες, που διέπραξε ύστερα από δική του παρακίνηση η χ1, για να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του από την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, αγόρασε μετοχές μέσω των χρηματιστηριακών εταιριών "ΧΡΗΜΑ ΑΕΛΔΕ", "ΕYROXX ΑΧΕ" (60.000.000 δρχ.) και "ΣΑΡΡΟΣ ΑΧΕ" (15.000.000 δρχ.), στις οποίες διατηρούσε κωδικούς, και κάλυψε την προκαταβολή του πιο πάνω αυτοκινήτου που αγόρασε στο όνομα του. Οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων χ1 και χ2 ότι το συνολικό ποσό των 187.500.000 δρχ., που εισέπραξε η πρώτη, αποτελεί δάνειο προς αυτήν της ψ2 και της χ1 και ότι το ποσό των 89.663.000 δρχ. πήρε από την τελευταία ο δεύτερος, ως δάνειο επίσης, δεν ευσταθούν και τούτο διότι ήταν δεδομένος ο σκοπός για τον οποίο συγκέντρωσαν από τους μικροεπενδυτές τα χρήματα οι εν λόγω μηνύτριες, δηλαδή για την επένδυση αυτών στο χρηματιστήριο και για την είσπραξη ποσοστών από τα κέρδη των αγοραπωλησιών των μετοχών, Σε αυτό απέβλεψαν αυτές και δεν είχαν κανένα λόγο τα ποσά που συγκέντρωσαν να τα δανείσουν, με αβέβαια στην τελευταία περίπτωση την απόδοση του δανείου (βλ. καταθέσεις ......, .......). Περαιτέρω προέκυψε από τα ίδια όπως και πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία ότι για πρώτη φορά άρχισαν να δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες στις πολιτικώς ενάγουσες για την απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης χ1 τη 15.11.1999, ημερομηνία κατά την οποία όφειλε κατά τη συμφωνία τους η τελευταία να αποδώσει σε εκείνες τα κεφάλαια τους και τα κέρδη από την επένδυση τους, αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Στη συνέχεια η ψ1 και η ψ2, των οποίων η ανησυχία για την τύχη των χρημάτων τους έγινε ακόμη εντονότερη από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη απέφευγε πλέον να επικοινωνήσει μαζί τους και διέκοψε κάθε επαφή με αυτές, άσκησαν έντονη πίεση σ' αυτή να επιστρέψει το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., στο οποίο καθόρισαν το ύψος των απαιτήσεων τους, συνυπολογίζοντας προφανώς στο προαναφερόμενο κεφάλαιο των 187.500.000 δρχ. και τις αποδόσεις που αυτό θα απέφερε, αν είχε επενδυθεί σύμφωνα με τις δεσμευτικές υποσχέσεις που η εν λόγω κατηγορουμένη είχε δώσει σ' αυτές. Η χ1, αφού δέχθηκε ότι δεν επένδυσε στο Χρηματιστήριο τα χρήματα που της είχαν δοθεί, προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι τα διέθεσε για την κάλυψη δαπανών νοσηλείας του δήθεν ασθενούντος πατέρα της, έδωσε για να κερδίσει χρόνο και νέες διαβεβαιώσεις για τη φερεγγυότητα της και ζήτησε από τις πολιτικώς ενάγουσες να της δώσουν άλλα 100.000.000 δρχ., προκειμένου να μπορέσει με το ποσό αυτό να καλύψει τις αμοιβές των δικηγόρων για το άνοιγμα δήθεν των τραπεζικών καταθέσεων της στην Ελβετία, από τις οποίες και θα πλήρωνε την οφειλή της προς αυτές. Οι πολιτικώς ενάγουσες έδειξαν ότι συμφωνούν και η πρώτη από αυτές ψ1 προσποιήθηκε ότι δέχεται να καταβάλει η ίδια το ποσό των 100.000.000 δρχ. με τον όρο όμως να υπογράψει η κατηγορουμένη κατά τη λήψη του υπεύθυνη δήλωση, με την οποία θα αναγνώριζε οφειλή της προς αυτές, συνολικού ύψους 428.231.000 δρχ., και, με την προσθήκη των 100.000.000 δρχ., ύψους 528.231.000 δρχ. Παράλληλα ενημερώθηκε σχετικώς το Τμήμα Οικονομικών Εγκλημάτων της Ασφάλειας Αττικής, για να συλληφθεί η κατηγορουμένη επ' αυτοφώρω κατά την προσχηματική καταβολή του πιο πάνω ποσού των 100.000.000 δρχ. Με την υπογραφή της προαναφερόμενης δήλωσης, της οποίας το περιεχόμενο υπαγορεύτηκε από τις πολιτικώς ενάγουσες, απέβλεψαν αυτές στην απόκτηση αποδεικτικού στοιχείου για την ευχερέστερη ικανοποίηση των προβαλλόμενων εναντίον της κατηγορουμένης απαιτήσεων τους. Η ψ1 δελεάζει με την αποδοχή προσχηματικά της πρότασης για καταβολή του ποσού των 100.000.000 δρχ. την κατηγορουμένη, η οποία, αντιλαμβανόμενη ότι έχει περιέλθει σε μια αδιέξοδη κατάσταση, αποδέχεται να υπογράψει τη δήλωση που της επέβαλαν οι πολιτικώς ενάγουσες, αρκεί να εξασφαλίσει νέα κεφάλαια για να μπορεί να ικανοποιήσει τις όποιες επιθυμίες της και ιδίως το καταναλωτικό της πάθος. Έτσι, στις 13.12.1999, στην καφετέρια του ..... ".....", η κατηγορουμένη χ1 υπογράφει την πιο πάνω υπεύθυνη δήλωση, με την οποία αποδέχεται, μεταξύ άλλων, ότι έλαβε από τις πολιτικώς ενάγουσες το συνολικό ποσό των 428.231.000 δρχ., από το οποίο 349.231.000 δρχ. από την ψ1 και 79.000.000 δρχ. από την ψ2 και ειδικότερα το ποσό των 90.000.000 δρχ. με τραπεζική επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, το ποσό των 36.000.000 δρχ. με το κατάθεση στο λογαριασμό της στην Τράπεζα ΒARCLAYS ΒΑΝΚ, το ποσό των 5.000.000 δρχ. με κατάθεση στο λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα και το υπόλοιπο ποσό των 297.231.000 δρχ. η ίδια απευθείας σε μετρητά τμηματικά ότι τα παραπάνω ποσά έπρεπε να τοποθετήσει σε αγορά μετοχών από προεγγραφές σε "αμοιβαία κεφάλαια και υποσχέθηκε να αποδώσει μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 1999 με τις αντίστοιχες αποδόσεις από την τοποθέτηση τους, ότι δεν έχει επιστρέψει κανένα ποσό στις πολιτικώς ενάγουσες, ότι λαμβάνει από την ψ1 επιπλέον το ποσό των 100.000.000 δρχ., με σκοπό να το διαθέσει για να ολοκληρωθούν οι ενέργειες που απαιτούνται για το άνοιγμα των λογαριασμών στην Ελβετία και τη μεταφορά των σχετικών καταθέσεων σε ελληνικές Τράπεζες και ότι υποχρεούται να αποδώσει στις πολιτικώς ενάγουσες μετά την ολοκλήρωση των τελευταίων ενεργειών το ποσό συνολικά των 528.231.000 δρχ. Το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο προφασίστηκε η ψ1 ότι δέχεται να καταβάλει στην κατηγορουμένη χ1, αποτελεί παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο σκόπευε να αποκομίσει η τελευταία με παροχή προς την πρώτη, εν γνώσει της αναλήθειάς των πιο πάνω νεότερων ψευδών διαβεβαιώσεων τη Φερεγγυότητα της και για την ύπαρξη και το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών της στην Ελβετία. Η κατηγορουμένη αυτή δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και την εν λόγω επιχειρηθείσα πράξη απάτης, διότι η ψ1 γνώριζε την αναλήθεια των παραπάνω ψευδών περιστατικών, αλλά προσποιήθηκε ότι πείστηκε στις νεότερες αυτές διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης και ότι δέχεται να καταβάλει το χρηματικό ποσό των 100.000.000 δρχ., για να καταστεί δυνατή η επ' αυτοφώρω σύλληψη αυτής από την Αστυνομία. Το γεγονός ότι η πολιτικώς ενάγουσα ψ1 γνώριζε ότι τα περιστατικά που της παρέστησε η κατηγορουμένη σαν αληθινά ήσαν ψευδή δεν ασκεί έννομη συνέπεια και δεν αναιρεί την εγκληματική δράση της κατηγορουμένης, αφού στην προκειμένη περίπτωση νομική σημασία για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης έχει το γεγονός ότι η κατηγορουμένη από την πλευρά της επιχείρησε τις πράξεις εκείνες που κατευθύνονταν στην παραπλάνηση της ψ1 και κατά την πρόθεση της θα οδηγούσαν αμέσως στην επιζητούμενη περιουσιακή διάθεση. Όμως, ενώ η κατηγορουμένη ολοκλήρωσε την προσπάθεια επενέργειας στο νοητικό του θύματος, η προσπάθεια της αυτή δεν προκάλεσε πλάνη, ούτε κατά συνέπεια περιουσιακή ζημία στην παθούσα και έτσι η αποφασισθείσα πράξη της απάτης παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας, επειδή ακριβώς η πολιτικώς ενάγουσα γνώριζε την αναλήθεια των περιστατικών που της παρέστησε η κατηγορουμένη. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η πιο πάνω πράξη της απόπειρας απάτης στρέφεται μόνο εναντίον της ψ1, η οποία είναι εκείνη που προσποιήθηκε ότι πείστηκε με ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και δέχθηκε να καταβάλει το ποσό των 100.000.000 δρχ., το οποίο και σκόπευε να της αποσπάσει η τελευταία, όχι και εναντίον της ψ2". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 α, 94 παρ 1, 98, 386 παρ. 1 και 3 περ. β' του Π.Κ., όπως το άρθρ. 386 αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και το άρθρ. 14 παρ. του ν. 2721/1999, 2 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρ. 1 εδ. αη του ν. 2331/1995 τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Οι προβαλλόμενες αιτιάσεις της πρώτης αναιρεσείουσας α) ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε και δεν εκτίμησε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα τις από 16-12-1999, 16-12-1999, 24-3-2000 και 27-3-2000 ανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων ....., ......, ...... και ........, αντίστοιχα, καθώς και την από 13-12-1999 προανακριτική κατάθεση της πρώτης και β) ότι δεν στοιχειοθετείται η πράξη της απόπειρας απάτης διότι η πολιτικώς ενάγουσα ψ1 γνώριζε ότι τα περιστατικά που της παρέστησε η κατηγορουμένη σαν αληθινά ήσαν ψευδή είναι αβάσιμες, η μεν πρώτη διότι για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν απαραίτητο να εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τι προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε να γίνεται συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά αρκεί ότι αναφέρονται αυτά γενικώς κατά το είδος τους και ότι όλα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεώς του. Από το γεγονός ότι στο βούλευμα εξαίρονται ορισμένες αποδείξεις δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές, αφού βεβαιώνεται σ' αυτό, ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη για τη διαπίστωση της υπάρξεως ή ανυπαρξίας επαρκών ενδείξεων ενοχής της κατηγορουμένης, η δε δεύτερη διότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης νομική σημασία έχει το γεγονός ότι η κατηγορουμένη από την πλευρά της επιχείρησε τις πράξεις εκείνες που κατευθυνόταν στην παραπλάνηση της ψ1 και κατά την πρόθεσή της θα οδηγούσαν αμέσως στην επιζητούμενη περιουσιακή διάθεση. Με τις παραδοχές του Συμβουλίου, ότι ο δεύτερος αναιρεσείων με φορτικές παραινέσεις προτροπές και συμβουλές εκμεταλλευόμενος την ερωτική του σχέση με την συγκατηγορουμένη του, έπεισε την τελευταία να διαπράξει την κατ' εξακολούθηση κακουργηματική απάτη, επαρκώς αιτιολογείται ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο δεύτερος αναιρεσείων προκάλεσε κατ' εξακολούθηση στη φυσική αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την ως άνω πράξη, την οποία εκείνη διέπραξε, καθώς και ο δόλος αυτού ως ηθικού αυτουργού. Επίσης αναφέρονται τα απαιτούμενα για τη στοιχειοθέτηση της υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα στοιχεία, ήτοι περιέχονται τα περιστατικά τόσον ότι δέχθηκε χρηματικά ποσά που προέρχονταν από το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης ιδιαίτερης μεγάλης ζημίας με συνολικό περιουσιακό όφελος άνω των 25.000000 δρχ. που διέπραξε η συγκατηγορουμένη του, όσο και τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών τούτων. Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ. λόγοι των αναιρέσεων, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά ταύτα αφού δεν υπάρχει άλλος προς έρευνα λόγος αναιρέσεως οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεως ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο αίτημα του δευτέρου αναιρεσείοντος.

Απορρίπτει τις από 25-1-2007 και 29-1-2007 αιτήσεις των χ1 και χ2 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 3073/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή