Αριθμός 787/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Διονυσία Μπιτζούνη, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέωςτου Αρείου Πάγου Βασίλειου Παππαδά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Γ. Π. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παγώνα, 2. Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Αναστασάκη και 3. Κ. Π. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Διόνα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 1494, 1625/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και oι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις από: 1)11 Νοεμβρίου 2019 κρινόμενη αίτηση του 1ου αναιρεσείοντος, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11.11.2019 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11801/2019, 2) 11 Νοεμβρίου 2019 κρινόμενη αίτηση του 2ου αναιρεσείοντος, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12.11.2019 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11850/2019 και 3) 8 Νοεμβρίου 2019 κρινόμενη αίτηση του 3ου αναιρεσείοντος, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12.11.2019 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11861/2019, για αναίρεση της απόφασης 1494,1625/2015 του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και στους από 23 Δεκεμβρίου 2019 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, του 2ου αναιρεσείοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1653/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση: α) ως προς την πράξη του άρθρου 187 ΠΚ, με χρόνο τέλεσης από το έτος 2011 έως 2012 και να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, για την ως άνω πράξη, για όλους τους αναιρεσείοντες, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη με χρόνο τέλεσης το έτος 2010, 1ου και 2ου των αναιρεσειόντων. Να αναιρεθεί για 2ο αναιρεσείοντα και ως προς την απόρριψη του ελαφρυντικού άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ και να παραπεμφθεί για νέα επιμέτρηση ποινής στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, να γίνουν δεκτοί οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι αιτήσεις αυτών και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου α) η από 11-11-2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στoν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-11-2019) του Γ. Π. του Α., β) η από 11-11-2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στoν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-11-2019) και οι επ' αυτής με ημερομηνία 23-12-2019 πρόσθετοι λόγοι (κατατεθέντες αρμοδίως την 23-12-2019) του Β. Π. του Ν. και οι γ) η από 8-11-2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στoν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-11-2019) του Κ. Π. του Ν., για αναίρεση της υπ' αριθ. 1494, 1625/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες, ως συναφείς, πρέπει να συνεκδικαστούν.
Κατά το άρθρο 590 παρ. 1 εδ. α' του κυρωθέντος με το Ν. 4620/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4620/2019) νέου ΚΠοινΔ, "υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα". Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 461 του νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Ν. 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από 1-7-2019, "Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό". Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, καθόσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας ως άνω διάταξης, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο, γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου ΠΚ, ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον". Αν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Επιεικέστερος, επίσης, είναι ο νόμος, που απαιτεί για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων την υποβολή έγκλησης. Κατά τη γενική δε διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 του νέου ΠΚ "Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται από τα άρθρα 386 παρ. 1...και 404 απαιτείται έγκληση". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 511 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510 του ίδιου κώδικα, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β, χωρίς, όμως, να επιτρέπεται να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου, ενώ αυτεπαγγέλτως εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προσέτι, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του ίδιου Κώδικα, "Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους." Τέλος, κατά το άρθρο 469 εδ. α' του ΚΠοινΔ, αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται, σύμφωνα με το νόμο, από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορουμένους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνον σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι, τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπό του, ωφελούν και τους λοιπούς κατηγορούμενους, κατά δε το εδ. γ' του ίδιου άρθρου, για τη συζήτηση του ένδικου μέσου δεν είναι αναγκαία η κλήτευση των ωφελούμενων συγκατηγορουμένων, οι οποίοι, όμως, μπορούν να εμφανισθούν και να συμμετέχουν στη δίκη. Κατά τη σαφή έννοια της διάταξης αυτής, γενικές προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 469 ΚΠοινΔ είναι, α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που είχε δικαίωμα να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπό του, και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι είτε να μη δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε να δικαιούνται μεν αλλά να μην το άσκησαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε, ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση εκείνου που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1494-1625/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, οι τότε δύο πρώτοι των κατηγορουμένων και ήδη δύο πρώτοι αναιρεσείοντες, Γ. Π. του Α. και Β. Π. του Ν., κηρύχθηκαν ένοχοι, ο δεύτερος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α' του ΠΚ και καταδικάστηκαν, εκτός των άλλων, 1) ο πρώτος, (Γ. Π.) για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε βάρος του Ε. Τ. και της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 13 στ', 46, 98, 386 παρ. 1 περ. β' και 404 παρ. 3 του ισχύοντος κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων παλαιού ΠΚ), σε βάρος α) του Ι. Δ., ως άμεσος συνεργός του φυσικού αυτουργού Β. Π. (κατά πλειοψηφία), β) του Ι. Π., ως φυσικός αυτουργός με άμεσο συνεργό τον Π. Κ. (κατά πλειοψηφία) και γ) του Κ. - Σ. Μ. (ομόφωνα) και 2) ο δεύτερος, (Β. Π.) για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ι. Δ. (άρθρα 13 στ' και 404 παρ. 3 του παλαιού ΠΚ). Σύμφωνα, όμως, με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, οι οποίες υπό το προϊσχύσαν δίκαιο διώκονταν αυτεπαγγέλτως, απαιτείται για την άσκηση ποινικής δίωξης έγκληση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 405 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου Ποινικού Κώδικα, που είναι προδήλως ευμενέστερη για τους κατηγορούμενους σε σχέση με το προγενέστερο νομικό καθεστώς, κατά το οποίο οι εν λόγω πράξεις διώκονταν αυτεπαγγέλτως. Τέτοια έγκληση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, δεν έχει υποβληθεί, ενώ οι δικαιούμενοι για την υποβολή της ως άνω ζημιωθέντες, αντίστοιχα, Ε. Τ., Ι. Δ., Ι. Π. και Κ. - Σ. Μ. δεν προέβησαν εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ, ήτοι μέχρι την 31η-10-2019, στην προβλεπόμενη, από το άρθρο 464 του ίδιου Κώδικα, για τη συνέχιση της παρούσας εκκρεμούς διαδικασίας δήλωση, ότι επιθυμούν την πρόοδο αυτής (βλ. τη με αριθμ. πρωτ. 1653/22-4-2020 Υπηρεσιακή Βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου). Επομένως, πρέπει, κατ' αυτεπάγγελτη, σύμφωνα με το άρθρο 511 εδ. δ' του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠοινΔ, εφαρμογή των ως άνω επιεικέστερων διατάξεων, εφόσον οι παραπάνω αναιρεσείοντες εμφανίστηκαν στην παρούσα δίκη και οι κρινόμενες αιτήσεις τους, με τους πρόσθετους επί της δεύτερης αυτών λόγους, είναι παραδεκτές, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσες και περιέχουσες ορισμένους λόγους αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Β', Δ' και Ε' ΚΠοινΔ, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος, που υποβάλλεται με τον τελευταίο λόγο της αίτησης αναίρεσης του Γ. Π., να αναιρεθεί ως προς αυτούς (αναιρεσείοντες) η προσβαλλόμενη απόφαση για τις προαναφερθείσες πράξεις και, περαιτέρω, ελλείψει υποβολής της απαιτούμενης έγκλησης στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 517 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη που ασκήθηκε 1) κατά του πρώτου αναιρεσείοντος, Γ. Π., για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε βάρος του Ε. Τ. και της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος των α) Ι. Δ., που φέρεται ότι τέλεσε ως άμεσος συνεργός του φυσικού αυτουργού Β. Π., β) Ι. Π., που φέρεται ότι τέλεσε ως φυσικός αυτουργός με άμεσο συνεργό τον Π. Κ. και γ) Κ. - Σ. Μ. και 2) κατά του δεύτερου αναιρεσείοντος, Β. Π., για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ι. Δ.. Επίσης, το προαναφερθέν επωφελές αποτέλεσμα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του πρώτου αναιρεσείοντος σε σχέση με την πράξη της τοκογλυφίας πρέπει να επεκταθεί, κατ' άρθρο 469 εδ. α' ΚΠοινΔ, και στον συγκατηγορούμενό του Π. Κ. του Α. (τρίτο κατηγορούμενο στη δευτεροβάθμια δίκη), ο οποίος καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για την ίδια ως άνω πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ι. Π., ως άμεσος συνεργός του πρώτου, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών και δεν άσκησε κατ' αυτής (απόφασης) το ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού η προαναφερθείσα ευνοϊκή μεταχείριση δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσείοντος, αλλά και στο πρόσωπο του ανωτέρω, συμμετόχου στην ίδια πράξη, συγκατηγορουμένου του, σύμφωνα με το διατακτικό. Κατόπιν των ανωτέρω, παρέλκει η έρευνα, ως αλυσιτελών, των τρίτου, τέταρτου, πέμπτου, έκτου και έβδομου (κατά τα υπό στοιχ. 3 β' και 4 σκέλη του) λόγων της αίτησης αναίρεσης του Γ. Π., οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με τις ως άνω πράξεις της απάτης (οι τρίτος, τέταρτος και έβδομος, κατά το υπό στοιχ. 3 β'σκέλος του) και της τοκογλυφίας (οι πέμπτος, έκτος και έβδομος, κατά το υπό στοιχ. 4 σκέλος του), ως προς τις οποίες κηρύχθηκε, κατά τα προαναφερθέντα απαράδεκτη η ποινική δίωξη. Για τον ίδιο λόγο παρέλκει η έρευνα των τρίτου, τέταρτου και πέμπτου λόγων του κυρίως δικογράφου της αίτησης αναίρεσης του Β. Π., καθώς και των πρώτου και δεύτερου πρόσθετων αυτής λόγων, οι οποίοι σχετίζονται άμεσα με την ως άνω πράξη της τοκογλυφίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 4411/2016 (ΦΕΚ Α 142/3-8- 2016), "1. Ποινές διάρκειας μέχρι έξι (6) μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. 2. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές. 3. Εξαιρούνται των άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 81Α, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259, 358 και 390 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των νόμων 927/1979 (Α` 139) και 3304/2005 (Α' 16) ". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, ο πρώτος κατηγορούμενος - αναιρεσείων Γ. Π., μεταξύ των άλλων, κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της παράνομης οπλοκατοχής (άρθρα 7 παρ. 1 και 8 περ. α', β'σε συνδ. με 1 παρ. 1 περ. α', δ', η', παρ. 2 περ. β', γ', δ'και παρ. 4 Ν. 2168/1993) και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή εξακοσίων (600) ευρώ. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εφόσον η στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο για την παραπάνω πράξη δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, η απόφαση που την επέβαλε εκδόθηκε στις 18-12-2015, ήτοι πριν τη δημοσίευση στις 3-8-2016 του ανωτέρω νόμου 4411/2016 και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού η υπόθεση εκκρεμεί στο Δικαστήριο τούτο, ούτε έχει εκτιθεί η ποινή, επιπλέον δε η κατ' αυτής ένδικη αίτηση αναίρεσης του άνω αναιρεσείοντος είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα, ενώ η παράβαση του Ν. 2168/1993 δεν υπάγεται στις ανωτέρω αναφερόμενες εξαιρέσεις, η υπόθεση εμπίπτει ήδη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του Ν. 4411/2016 και ισχύει η θεσπιζόμενη, από το εν λόγω άρθρο, παραγραφή της άνω ποινής. Παρέπεται, ότι συντρέχει περίπτωση επιεικέστερου νεότερου νόμου, δηλαδή του Ν. 4411/2016, που ίσχυσε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης και πρέπει, εφαρμοζόμενων από τον Άρειο Πάγο, κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, των διατάξεων του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου, αλλά και κατά παραδοχή του διαλαμβανόμενου στον έβδομο λόγο του πρώτου αναιρετηρίου σχετικού αιτήματος, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της πρώτης αίτησης αναίρεσης (του Γ. Π.), ως προς την πράξη αυτή, προκειμένου η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο από τον αρμόδιο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, λόγω παραγραφής της ποινής, υπό τον προβλεπόμενο στο παραπάνω άρθρο όρο, σύμφωνα με το διατακτικό.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 187 παρ. 5 εδ. α του ισχύοντος κατά το χρόνο τέλεσης των επίδικων πράξεων παλαιού Ποινικού Κώδικα, που εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού προβλέπεται η ίδια ποινή και με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 187 παρ. 3 εδ. α' του νέου ΠΚ, δηλαδή φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, συμμορία είναι η ένωση με άλλον (δηλ. συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων) προς διάπραξη ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργήματος αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τότε που ενώθηκαν δύο ή περισσότεροι με τον παραπάνω σκοπό, ενώ υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Επίσης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 385 παρ. 1 του παλαιού ΠΚ, "Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματος του, ή άλλης δραστηριότητος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών... Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις, κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της προβλεπόμενης από την παρ. 1 εδ. α του παραπάνω άρθρου κακουργηματικής μορφής εκβίασης απαιτείται οι απειλές να είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1. Εάν οι απειλές δεν είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, πρόκειται περί πλημμεληματικής μορφής εκβίασης, η οποία προβλέπεται από τη διάταξη της παρ. 1 εδ. γ' του άρθρου 385 ΠΚ. Απειλή δε ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής είναι η προαναγγελία κακού που πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν δεν ήθελε υποκύψει εκείνος κατά του οποίου απευθύνεται αυτή και επιχειρήσει να προβάλλει αντίσταση. Επικείμενος είναι και ο διαρκής κίνδυνος, εκείνος δηλαδή που μπορεί να πραγματωθεί σε κάθε στιγμή και όχι κατ' ανάγκη αμέσως. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβίασης σε βαθμό πλημμελήματος απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της απόφασης του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος). Τέτοιος σκοπός υπάρχει, όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαίτησης, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος, ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου, από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ, στο πρόσωπο δικαιώματος της βούλησής του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός, ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβίασης, έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής, με την οποία περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διάθεσης, με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθεαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή άσκησής τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 ΠΚ, δηλαδή την κάμψη της θέλησης του εξαναγκαζομένου, ώστε με αυτή να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Με την όμοια, ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος, διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, τιμωρείται η πλημμεληματική εκβίαση με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή και είναι, ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δυσμενέστερη, αφού με την προηγούμενη ταυτάριθμη διάταξη του παλαιού ΠΚ, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προβλεπόταν η επιεικέστερη και, συνεπώς, εφαρμοστέα εν προκειμένω, ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 2 του νέου ΠΚ τιμωρείται η κακουργηματική εκβίαση με κάθειρξη και χρηματική ποινή και είναι, ως εκ τούτου, επιεικέστερη και εφαρμοστέα εν προκειμένω, αφού το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής ποινής, είναι, κατ' άρθρο 52 του ίδιου Κώδικα, τα 15 έτη, ενώ με την προηγούμενη ταυτάριθμη διάταξη, που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, ήταν 20 έτη. Εξάλλου, το έγκλημα της εκβίασης είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ, να επιχειρήσει ο δράστης πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθείαν στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή αυτή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και ο τελευταίος δεν ενέδωσε προβαίνοντας, εξαναγκαζόμενος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ή δεν επέφερε σ' αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβίασης δεν είναι τελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα του εγκλήματος αυτού, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ, εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτέλεσής του, η οποία (απόπειρα εκβίασης) τιμωρείται κατά την ίδια διάταξη (άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ) με μειωμένη ποινή (άρθρο 83 ΠΚ). Τέλος, κατά το άρθρο 45 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, που εκφράζει την έννοια της συναυτουργίας, "Αν δύο η περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Ανάλογου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, που ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος, η σύμπραξη δε στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες ή επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται εξειδίκευση των ενεργειών καθενός συναυτουργού. Ειδικότερα, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να θέλει ή να γνωρίζει και να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας παράλληλα ότι και οι λοιποί συναυτουργοί πράττουν με δόλο τέλεσης του ίδιου εγκλήματος. Επίσης, απαιτείται καθένας από τους συναυτουργούς να συμπράττει, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, υλοποιώντας, αυτοπροσώπως και αμέσως, είτε ολόκληρη την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε επί μέρους πράξεις, συγκλίνουσες στην πραγμάτωση αυτού.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1494, 1625/2015 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε στο σκεπτικό της, όσον αφορά τις πράξεις της συμμορίας και της απόπειρας εκβίασης, που ενδιαφέρουν εδώ, τα εξής, επί λέξει, περιστατικά: "...από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την ανάγνωση της εκκαλουμένης με αριθ. 1331-1369-1820-1824/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, την απολογία των παρόντων κατηγορουμένων στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι δύο πρώτοι των ήδη κατηγορουμένων, Γ. Π. και Β. Π., οι οποίοι γνωρίζονταν πριν από το έτος 2009 και είχαν αναπτύξει οικειότητα μεταξύ τους και φιλικές σχέσεις, με αφορμή την ενασχόλησή τους με την ομάδα μπάσκετ του ... Θεσσαλονίκης, στην οποία μάλιστα ο δεύτερος διετέλεσε αρχηγός και αρχίατρος, ως ορθοπεδικός χειρουργός, ενώθηκαν στις αρχές του έτους 2010, για να διαπράξουν από κοινού, κατόπιν συναπόφασης, τα κακουργήματα της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και της εκβίασης, με σκοπό το οικονομικό τους όφελος, συνέστησαν δε με τις πράξεις τους αυτές, εγκληματική ομάδα, συμμορία, κατά την έννοια του άρθρου 187 παρ. 3 (και ήδη παρ. 5), με επιδίωξη το οικονομικό τους όφελος, που συνιστά επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με την παρ. 4 εδ. α' του ιδίου άρθρου (187 ΠΚ όπως ίσχυε, κατά την τέλεση της πράξης και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο δεύτερο παρ. 1 εδ. γ'του Ν. 3873/20-9-2010 και αναριθμήθηκε η παρ. 4 σε 6). Στην συμμορία αυτή, σε μεταγενέστερο χρόνο, μετά τις αρχές του 2010, ενώθηκαν και συμμετείχαν ενεργά ως μέλη και οι εκ των ήδη κατηγορουμένων- Π. Κ., Σ. Τ., Α. Π., Π. Κ., Μ. Τ., Ι. Α., Σ. Τ., Μ. Τ., R. S. και Κ. Π., καθώς και οι πρωτοδίκως καταδικασθέντες και αρχικά εκκαλούντες Κ. Κ., η έφεση του οποίου απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη και Γ. Β., ο οποίος παραιτήθηκε από την έφεσή του, αλλά και άλλα πρόσωπα, των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας δεν κατέστησαν γνωστά, προκειμένου να συμπράξουν και αυτοί στην τέλεση κάποιων εκ των ως άνω κακουργημάτων, με σκοπό επίσης το οικονομικό τους όφελος, η συμμετοχή τους δε αυτή στην ως άνω συμμορία, διήρκησε μέχρι τη σύλληψή τους (17-1-2012). Ειδικότερα, αρχικά ο κατηγορούμενος Γ. Π., ο οποίος ήταν έμπορος ξηρών καρπών και τροφοδοτούσε καταστήματα νυκτερινής διασκέδασης τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και σε άλλες πόλεις με το ως άνω εμπόρευμα και ευρισκόμενος σε κακή οικονομική κατάσταση, στο πλαίσιο των ως άνω κοινωνικών σχέσεων που διατηρούσε με τον ορθοπεδικό ιατρό, κατηγορούμενο Β. Π., ο οποίος βρισκόταν σε ανθηρή οικονομική κατάσταση και επιθυμούσε γρήγορα και άκοπα να επενδύσει και να επαυξήσει τα εισοδήματά του, συμφώνησαν στη Θεσσαλονίκη να συστήσουν συμμορία μεταξύ τους, με σκοπό την τέλεση της κατ' επάγγελμα τοκογλυφίας και της κακουργηματικής εκβίασης με σκοπό το οικονομικό τους όφελος. Συγκεκριμένα, ο πρώτος από αυτούς, εκμεταλλευόμενος το γεγονός των πολλών γνωριμιών που διατηρούσε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με επιχειρηματίες και κυρίως με ανθρώπους που ασχολούνταν με τη νυχτερινή διασκέδαση, αλλά και με άτομα που ασχολούνταν με τον αθλητισμό, ή παρείχαν υπηρεσίες ιδιωτικής ασφάλειας, καθότι και ο ίδιος ήταν αθλητής της πάλης, με συγκομιδή μάλιστα πολλών διακρίσεων και μεταλλίων, ενώθηκε με τον δεύτερο των κατηγορουμένων Β. Π., κατόπιν κοινής συμφωνίας τους, προκειμένου ο τελευταίος να του παρέχει διάφορα χρηματικά ποσά, τα οποία αυτός θα μεσολαβούσε να "επενδυθούν" άκοπα, τοκογλυφικά σε τρίτους, σε περίπτωση δε που δεν καταβάλλονταν οι τόκοι ή και το δανειζόμενο κεφάλαιο, θα προχωρούσαν στην είσπραξη τους με εκβιαστικά μέσα, όπως, απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας, της ζωής, ή της επιχείρησης των δανειοληπτών - θυμάτων τους. Στην ως άνω συμμορία σε μεταγενέστερους, μη επακριβώς καθορισθέντες χρόνους, ενώθηκαν και οι ως άνω λοιποί κατηγορούμενοι, προκειμένου και αυτοί, με σκοπό το οικονομικό τους όφελος, να συμμετάσχουν στην ως άνω συμμορία που συνέστησαν οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων, έχοντας ως στόχο επίσης τη διάπραξη κακουργηματικών τοκογλυφιών και εκβιάσεων, στα πλαίσια της συμμορίας αυτής. Οι εν λόγω κατηγορούμενοι γνωρίζονταν όλοι με τον πρώτο των κατηγορουμένων, με τον οποίο και έρχονταν σε προηγούμενη συνεννόηση σχετικά με τη δράση τους σε κάθε περίπτωση διάπραξης κάποιου από τα ως άνω κακουργήματα, έναντι πάντα χρηματικής απολαβής, έστω και πολύ μικρής. Οι συνεννοήσεις τους με τον κατηγορούμενο Π. γίνονταν συνήθως μέσω των κινητών τηλεφώνων τους και αφορούσαν, όπως προκύπτει από το σύνολο των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών, την είσπραξη τοκογλυφικών ωφελημάτων από τους λήπτες των τοκογλυφικών δανείων, καθώς και τη λήψη των απαραίτητων εκβιαστικών μέτρων για την είσπραξη των ποσών αυτών και τον τρόπο εκβίασης όσων δεν τηρούν τους όρους των συμφωνηθέντων, συνήθως με σπάσιμο επιταγών, ενεχύραση πολυτελών αυτοκινήτων κ.λπ. Όλα αυτά τα μέλη της συμμορίας, μέσω του Γ. Π., τα συνέδεε ένας κοινός σκοπός, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τη συστηματική, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, διάπραξη των αδικημάτων της τοκογλυφίας και της εκβίασης. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος Π. Κ. ενώθηκε στην ως άνω συμμορία που είχαν συστήσει νωρίτερα στις αρχές του 2010 ο Γ. Π. και ο Β. Π. σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία, αλλά εντός του μηνός Απριλίου 2011, παρείχε δε σ' αυτήν χρηματικό ποσό, προκειμένου να συνάψει δάνειο με τοκογλυφικούς όρους εξόφλησης. Ο κατηγορούμενος Σ. Τ. ενώθηκε στην ως άνω συμμορία σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, είχε δε αναλάβει την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα-θύματα της συμμορίας αυτής, με την εκβίαση των θυμάτων αυτών. Ο κατηγορούμενος Α. Π., συμμετείχε στη συμμορία, που σύστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010, οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, είχε δε αναλάβει την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα, με την εκβίαση των θυμάτων της. Ο κατηγορούμενος Π. Κ., ενώθηκε στη συμμορία που συνέστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π., και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, είχε δε αναλάβει την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα-θύματα της συμμορίας αυτής, με την εκβίαση των θυμάτων αυτών. Ο κατηγορούμενος Μ. Τ., ενώθηκε στην συμμορία, που συνέστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη ακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012. Στην προαναφερόμενη συμμορία, ο Μ. Τ. αρκετές φορές, μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τη σύλληψή του στις 17-1-2012 προεξοφλούσε τις επιταγές που παραλάμβανε ως τοκογλυφικά ανταλλάγματα - από πρόσωπα που δεν μπόρεσαν να ταυτοποιηθούν εν προκειμένω - ο Γ. Π. και τα άλλα μέλη της εν λόγω συμμορίας, ρευστοποιώντας με τον τρόπο αυτό τα κέρδη της και έτσι την χρηματοδοτούσε έμμεσα. Ο κατηγορούμενος Ι. Α., ενώθηκε στη συμμορία που σύστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, είχε δε αναλάβει την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα - θύματά της, με την εκβίασή τους. Ο κατηγορούμενος Σ. Τ. ενώθηκε στη συμμορία που σύστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, είχε δε αναλάβει την παραλαβή από τους παθόντες επιταγών, οι οποίες στη συνέχεια ρευστοποιούνταν μέσω τραπεζικού "πλαφόν". Ο κατηγορούμενος Μ. Τ., ενώθηκε στη συμμορία που σύστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, ενεργούσε δε προς επίτευξη οικονομικού οφέλους γι' αυτήν, καθόσον είχε αναλάβει την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα της συμμορίας αυτής, με την εκβίαση των θυμάτων αυτών. Ο κατηγορούμενος R. S., ενώθηκε στη συμμορία που σύστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, ενεργούσε δε προς επίτευξη οικονομικού οφέλους για τα μέλη της. Συγκεκριμένα αυτός είχε αναλάβει κατά κύριο λόγο την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα της συμμορίας αυτής, με την εκβίαση των θυμάτων αυτών, αλλά και την συνεχή παρουσία του στο γραφείο του Γ. Π.. Ο κατηγορούμενος Κ. Π., ενώθηκε στη συμμορία που σύστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του, Γ. Π. και Β. Π., σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012, ενεργούσε δε προς επίτευξη οικονομικού οφέλους για τα μέλη της. Συγκεκριμένα αυτός είχε αναλάβει κατά κύριο λόγο την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα της συμμορίας αυτής, με την εκβίαση των θυμάτων αυτών, αλλά και την συνεχή παρουσία του στο γραφείο του Γ. Π.. Η δραστηριότητα της εν λόγω συμμορίας, κατά κανόνα, δεν αφορούσε το δανεισμό και ακολούθως την εκβίαση για την είσπραξη μεγάλων χρηματικών ποσών, αλλά αντίθετα, περιλάμβανε πλήθος δανειοδοτήσεων για μικρά χρηματικά ποσά έναντι ιδιαίτερα υψηλού επιτοκίου. Η μεθοδολογία αυτή δράσης ήταν απόλυτα συμβατή με το γεγονός ότι ο Γ. Π. δεν διέθετε μεγάλη περιουσία, πλην όμως επιθυμούσε να διαμορφώσει μία πρακτική, η οποία θα απέφερε τακτικά-περιοδικά κέρδη, που θα εξασφάλιζαν βιοπορισμό στον ίδιο, αυξημένα επιτόκια σε σχέση με μία συμβατική επένδυση για τον Β. Π. (το αυτό ισχύει και για τον Π. Κ., ο οποίος λόγω του ότι εξέτιε ποινή κάθειρξης, δεν μπορούσε να εργασθεί), και ένα πρόσθετο εισόδημα στα λοιπά μέλη της συμμορίας. Στο πλαίσιο αυτό, η εμπορία ξηρών καρπών υπήρξε για τον Γ. Π. πολλαπλά χρήσιμη, καθώς του παρείχε μία "βιτρίνα", όπου θα μπορούσαν να "χρεωθούν" τα όποια κέρδη προέκυπταν από τη λειτουργία της συμμορίας και την τέλεση των εγκλημάτων της τοκογλυφίας και των εκβιάσεων. Επιπλέον, η άσκηση της εν λόγω νόμιμης δραστηριότητας, διατηρούσε τον κατηγορούμενο σε επαφή με ανθρώπους της νύκτας και του εμπορίου και μέσω συναλλαγών, του επέτρεπε να εντοπίζει τα μελλοντικά θύματα. Τέλος, η διανομή των ξηρών καρπών και η είσπραξη των χρηματικών ποσών που προέκυπταν από την εμπορία τους, παρείχαν το απόλυτο "άλλοθι" στον Γ. Π., αφού του έδιναν τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί πλήθος προσώπων. Μόνο που στην πραγματικότητα, το τίμημα, του οποίου την είσπραξη επεδίωκαν τα μέλη της συμμορίας, δεν αφορούσε την εμπορία των ξηρών καρπών η την απόδοση οφειλομένων από στοιχήματα, αλλά τα τοκογλυφικά ωφελήματα, που προέκυπταν από τη δράση της. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι ο Γ. Π., για την είσπραξη των οφειλομένων, χρησιμοποιούσε πρόσωπα, των οποίων ο αριθμός, τα σωματομετρικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά δεν ήταν συμβατά με την απλή εμπορία ξηρών καρπών, οι ανάγκες της οποίας μπορούσαν να ικανοποιηθούν με έναν η δυο υπαλλήλους. Τέλος, οι ισχυρισμοί περί δήθεν αποκλειστικά και μόνο προσωπικής, κοινωνικής ή οικογενειακής επαφής του Γ. Π. και των λοιπών μελών της συμμορίας, δεν κρίνονται ουσιαστικά βάσιμοι, καθώς πρόκειται για άτομα τα οποία στις μεταξύ τους συνομιλίες αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στις παράνομες δραστηριότητες τους και όχι σε θέματα φιλικού περιεχομένου για κοινά τους ενδιαφέροντα. Προς τούτο παρατίθενται παρακάτω, ενδεικτικά, οι ακόλουθες αναγνωσθείσες απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες........Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά θεμελιώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στους άνω κατηγορούμενους Γ. Π., Β. Π., Π. Κ., Σ. Τ., Α. Π., Π. Κ., Μ. Τ., Ι. Α., Σ. Τ., Μ. Τ., R. S. και Κ. Π. αξιόποινης πράξεως της συμμορίας και συνεπώς πρέπει, κατά την επικρατήσασα γνώμη της πλειοψηφίας, να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι της εν λόγω πράξεως....Περαιτέρω, και καθόσον αφορά τις λοιπές αποδιδόμενες στους κατηγορούμενους....αξιόποινες πράξεις, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν τα εξής: 1)...2)...3) Καθόσον αφορά την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους Γ. Π. και R. S. αξιόποινη πράξη της εκβίασης κατ' απόπειρα σε βάρος του Ι. Δ. και την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο Γ. Π. αξιόποινη πράξη της εκβίασης κατ' απόπειρα σε βάρος του Α. Γ., αποδείχθηκαν τα εξής: α) ως προς την απόπειρα εκβίασης του Ι. Δ.. Όπως προαναφέρθηκε, στα τέλη του 2010, ο Β. Π. δάνεισε στον Ι. Δ. του Σ., με την άμεση συνδρομή του Γ. Π. το συνολικό ποσό των 57.000 ευρώ, για το οποίο, για το χρονικό διάστημα της πρώτης εβδομάδας κατέβαλε στον Β. Π. χρηματικό ποσό έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ, και για το χρονικό διάστημα της δεύτερης εβδομάδας κατέβαλε στον ίδιο (Β. Π.) χρηματικό ποσό έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ. Εν συνεχεία, ο Ι. Δ., την τρίτη εβδομάδα από τη συνομολόγηση του δανείου, κατέβαλε στον Β. Π. χρηματικό ποσό είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (24.500) ευρώ. Ακολούθησαν, διαδοχικά, καταβολές πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ στον Β. Π., και δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ στον Π. Κ.. Έτσι, συνολικά, ο Δ., σε χρονικό διάστημα μόλις πέντε μηνών κατέβαλε χρηματικό ποσό εξήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (65.500) ευρώ, χωρίς να εξοφλήσει την οφειλή του, αφού οι δανειστές του, αξίωναν να τους καταβάλλει ακόμη το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Με την κατάσταση αυτή, και έχοντας ο Ι. Δ. να αντιμετωπίσει πλήθος δανειστών-τοκογλύφων, ξυλοκοπήθηκε από αγνώστων στοιχείων ταυτότητας άτομο το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 2011. Επειδή έφερε κακώσεις στο πρόσωπο, νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο Π., όπου μετέβησαν μετά από παράκλησή του ο Γ. Π. και ο Β. Π., μαζί με τον αδελφό του και άλλους γνωστούς του. Επειδή τα τραύματά του δεν ήταν ιδιαιτέρως σοβαρά και ο ίδιος δεν επιθυμούσε να παραμείνει στο Νοσοκομείο για διανυκτέρευση, όπως συνηθίζεται, κάποιος απ' τους οικείους του ή και ο ίδιος υπέγραψε προκειμένου να αναχωρήσει με δική του ευθύνη και πέτυχε έτσι να πάρει εξιτήριο. Εν συνεχεία, επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του Β. Π. (πρόκειται για ένα πολυτελές όχημα τύπου ΒΜW Χ5) με σκοπό να πάει στο σπίτι της μητέρας του στο ... γιατί δεν ήθελε να τον δει η σύζυγός του χτυπημένο. Στη διαδρομή σταμάτησαν για φαγητό στην περιοχή ... και συνέχισαν με προορισμό το ... στις Σέρρες. Κατά τη διαδρομή ο Δ. καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου έχοντας το κινητό του τηλέφωνο με το οποίο συνομιλούσε διαρκώς και με διάφορους. Στη διαδρομή προς τις Σέρρες περί τις 21:00, δέχτηκαν έλεγχο από κλιμάκιο αστυνομικών της ΟΠΚΕ. Επειδή κατά τον έλεγχο ο Δ. βρέθηκε φυγόποινος για το λόγο αυτό, συνελήφθη, και οδηγήθηκε αρχικά για ένα βράδυ στο Νοσοκομείο Σερρών και τρία βράδια στα αστυνομικά κρατητήρια. Ακολούθως, κατά το διάστημα της παραμονής του στο Α.Τ. Σερρών και μέχρι να διευθετηθεί το θέμα της εκτέλεσης των ποινών που εκκρεμούσαν σε βάρος του, τον βοήθησαν η σύζυγός ο δικηγόρος του, καθώς και ο Β. Π.. Κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε, δηλαδή από το τέλος Μαρτίου 2011 και μετά, ο Δ. προσπάθησε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του και στην εξόφληση της οφειλής του, χωρίς όμως να τα καταφέρει, οπότε κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 2011, ο Γ. Π. του τηλεφώνησε και του ζήτησε να προσέλθει στο γραφείο που διατηρούσε στη .... Εκεί τον περίμενε ο Γ. Π., και ο R. S.. Ο Π.ς, του ζήτησε να καταβάλει τις οφειλές του και ακολούθως ο R. S. τον ξυλοκόπησε, κτυπώντας τον στο κεφάλι, ενώ και οι δύο (Π. και S.) τον απείλησαν πως αν δεν πληρώσει τις οφειλές του θα τον σκοτώσουν. Μετά τις ανωτέρω εξελίξεις, διαπιστώνοντας ο Ι. Δ. ότι η ζωή του διέτρεχε άμεσο κίνδυνο, αφού αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του έναντι των τοκογλύφων, και, προφανώς, έχοντας την ιδιότητα του φυγόποινου, έσπευσε στις 13.5.2011 να παραδοθεί στο Τμήμα Αναζητήσεων της Ελληνικής Αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του έδωσε την από 21.5.2011 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση που υπήρξε μία από τις αφορμές για το σχηματισμό της δικογραφίας (υπογραμμίζεται ότι ο Γ. Π. στην υπ' αριθ. 5066 έκθεση απομαγνητοφώνησης, συνομιλώντας με τον Π., τον προτρέπει να βάλει ένα άτομο να ξυλοκοπήσει τον Ι. Δ. "φίλε, βάλε κάποιον εκεί να τον ισιώσει να πούμε για να μην κάνει μαλακίες τώρα"). Υπό τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, ότι οι κατηγορούμενοι Γ. Π. και R. S., στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 2011, ενεργώντας από κοινού, επιχείρησαν να εξαναγκάσουν τον Ι. Δ. να τους καταβάλει χρηματικό ποσό τριάντα χιλιάδων ευρώ, που αντιστοιχούσε σε τοκογλυφικά ωφελήματα, απειλώντας τον και οι δύο με επικείμενο κίνδυνο της ζωής του και ξυλοκοπώντας τον ο R. S., πλην όμως η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής τους, και συγκεκριμένα, διότι ο παθών κατήγγειλε ενώπιον των αρχών τη σε βάρος του πράξη. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι άνω κατηγορούμενοι της αποδιδόμενης σ' αυτούς αξιόποινης πράξεως της απόπειρας εκβίασης εις βάρος του Ι. Δ., σε βαθμό κακουργήματος...β) ως προς την απόπειρα εκβίασης του Α. Γ.: Ο Α. Γ. είναι έμπορος και ασχολείται με το εμπόριο ειδών συσκευασίας και τροφίμων. Γνώριζε κι αυτός τον Γ. Π., χωρίς ωστόσο να έχουν συνεργασθεί. Μεταξύ τους ανέκυψε διαφορά, περί τα τέλη του 2010, όταν ο Π.ς ισχυρίσθηκε ότι ήταν δικαιούχος-κομιστής επιταγής με υπόλοιπο δεκαέξι χιλιάδων (16.000) ευρώ. Τότε, ο Α. Γ., παρότι θεωρούσε ότι το χρέος δεν υφίστατο, συμφώνησε τελικά με τον Π. να πληρώσει ποσό έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ. Έτσι, αποδέχτηκε τέσσερις συναλλαγματικές, κάθε μία των οποίων ενσωμάτωσε χρηματικό ποσό χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Παρόλα αυτά, ο Α. Γ. βρέθηκε σε απόλυτη αδυναμία να ανταποκριθεί στην υποχρέωση που ανέλαβε. Τότε, άρχισε να δέχεται τις τηλεφωνικές οχλήσεις του Γ. Π. και του Γ. Β. (άτομο γνωστό στην εγκληματική οργάνωση ως "..."), καθώς και τις απειλές του Μ. Τ. (βλ. την υπ' αριθ. …έκθεση απομαγνητοφώνησης τηλεφωνικής συνδιάλεξης του Γ. Π. και του Μ. Τ., όπου ο πρώτος ρωτά "ΕΕ, δεν μου λες με τον Γ. είχαμε καμία εξέλιξη αδελφέ; Δεν τις πέρασε τελικά το μουνί της λάσπης;" για να εισπράξει την απάντηση του δεύτερου "Με τον Γ. δεν τις πέρασε τις επιταγές και περιμένω να μου τις φέρει"). Ειδικότερα, ο Γ. Β. του τηλεφώνησε και του ζήτησε να του δώσει χρηματικό ποσό τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Εν συνεχεία, μετά από λίγες ημέρες, ο Α. Γ., κατόπιν προτροπής του Γ. Β., του άφησε στο ξενοδοχείο ... χρηματικό ποσό τριακοσίων (300) ευρώ. Ακολούθησαν και λοιπές τηλεφωνικές κλήσεις από τον Γ. Β., πλην όμως ο Α. Γ. πλέον αδυνατούσε να ανταποκριθεί. Εν συνεχεία, περί τα τέλη του Ιουλίου του 2011, ο Γ. Π. του τηλεφώνησε και τον προέτρεψε εκ νέου να καταβάλει τα οφειλόμενα, οπότε πήρε το ακουστικό του τηλεφώνου ο Π. Κ. για να απειλήσει και να εξυβρίσει τον παθόντα, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ο Γ.ς ποιες ήταν οι απειλητικές και εξυβριστικές εκφράσεις που δέχτηκε από τον Κ. Οι τηλεφωνικές οχλήσεις συνεχίσθηκαν μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου του 2011, οπότε πλέον ο Γ. Π. ζήτησε από τον Α. Γ. να βρεθούν προσθέτοντας, ότι "να κόψει το κεφάλι του να βρει χρήματα, γιατί αλλιώς θα είχε πρόβλημα αν δεν έβρισκε τα χρήματα". Τότε ο Α. Γ. αναγκάσθηκε να καταφύγει ενώπιον των Αρχών και να καταγγείλει τη σε βάρος του εκβίαση. Υπό τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται ότι ο Γ. Π. κατά τη διάρκεια του Ιουλίου του 2010, ενεργώντας με τηλεφωνικές απειλές ενωμένες με κίνδυνο ζωής ή σώματος, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον Α. Γ., να του καταβάλει χρηματικό ποσό τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, που ωστόσο ο τελευταίος δεν του όφειλε. Τελικά, η πράξη του αυτή (πλημμεληματική εκβίαση) δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, και συγκεκριμένα, διότι ο παθών κατήγγειλε ενώπιον των αρχών τη σε βάρος του πράξη. Επομένως, πρέπει, κατά την ομόφωνη περί τούτου κρίση του Δραστήριου, να κηρυχθεί ένοχος ο Γ. Π. της απόπειρας τηλεφωνικής εκβίασης σε βάρος του Α. Γ., σε βαθμό πλημμελήματος, όπως και πρωτοδίκως, αφού πρόκειται για απειλές που απευθύνθηκαν κατά του Α. Γ. με τηλεφωνήματα και αφορούν κακό που θα επέλθει, όχι κατά τη στιγμή της λήψεως του τηλεφωνήματος, αλλά σε μελλοντική στιγμή...." Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε τους τότε πρώτο, δεύτερο και δέκατο πέμπτο κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσείοντες ενόχους, εκτός των άλλων, για την πράξη της συμμορίας, κατά πλειοψηφία, και επιπλέον τον πρώτο κατηγορούμενο για την πράξη της απόπειρας εκβίασης, κατά συρροή, α) σε βάρος του Ι. Δ. (κακουργηματικής), από κοινού με τον τότε δέκατο τρίτο κατηγορούμενο, R. S., κατά πλειοψηφία και β) σε βάρος του Α. Γ. (πλημμεληματικής), ομόφωνα, με το ακόλουθο διατακτικό "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον πρώτο κατηγορούμενο Γ. Π. ένοχο, κατά πλειοψηφία για την πρώτη από τις παρακάτω πράξεις....και την τέταρτη, ως προς την υπό στοιχ. α' παρακάτω πράξη και ομόφωνα ως προς την υπό στοιχ. β' παρακάτω πράξη....και ειδικότερα του ότι: 1) Στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενώθηκε με τον Β. Π. σε συμμορία για τη διάπραξη κακουργημάτων κατά της περιουσίας τρίτων προσώπων (τοκογλυφιών, εκβιάσεων) με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό τους. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα στις αρχές του 2010, ενώθηκε με τον Β. Π. για τη διάπραξη των κακουργημάτων, που προβλέπονται στο άρθρα 385 και 404 ΠΚ (εκβίασης και τοκογλυφίας), προς επίτευξη οικονομικού οφέλους τους, στην συμμορία δε αυτή ενώθηκαν ως μέλη σε μεταγενέστερους χρόνους και οι Π. Κ., Κ. Κ., Ι. Α., Σ. Τ., Α. Π., Π. Κ., Μ. Τ., Σ. Τ., R. S., Κ. Π., Μ. Τ., και Γ. Β., αλλά και λοιπά πρόσωπα, των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας δεν κατέστησαν γνωστά κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.... 4) Ενεργώντας κατά μόνας και από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με άλλον, με σκοπό να αποκομίσει τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι παράνομο περιουσιακό όφελος, ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τον R. S., κατά τους κατωτέρω τόπους και χρόνους έχοντας σκοπό να αποκομίσει για τον εαυτό του ή άλλους παράνομο περιουσιακό όφελος εξαναγκάζοντας άλλους με βία και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής σε πράξη από την οποία θα επερχόταν ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου, προέβη σε ενέργειες που συνιστούν αρχή εκτέλεσης του αδικήματος της εκβίασης. Ειδικότερα: α) Στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 2011, ενεργώντας από κοινού με τον R. S., επιχείρησαν να εξαναγκάσουν τον Ι. Δ. να τους καταβάλει χρηματικό ποσό τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, που αντιστοιχούσε σε τοκογλυφικά ωφελήματα. Συγκεκριμένα, ζήτησαν από τον παθόντα να έλθει στο γραφείο του Γ. Π., όπου τον απείλησαν και ο R. S. τον ξυλοκόπησε. Τελικά, η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, και συγκεκριμένα, διότι ο παθών κατήγγειλε ενώπιον των αρχών τη σε βάρος του πράξη, β) κατά τη διάρκεια του Ιουλίου του 2010, ενεργώντας με τηλεφωνικές απειλές ενωμένες με κίνδυνο ζωής ή σώματος, επιχείρησε να εξαναγκάσει τον Α. Γ., να του καταβάλει χρηματικό ποσό τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, που ωστόσο ο τελευταίος δεν του όφειλε. Τελικά, η πράξη του αυτή (πλημμεληματική εκβίαση) δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θέλησης του, και συγκεκριμένα, διότι ο παθών κατήγγειλε ενώπιον των αρχών τη σε βάρος του πράξη......ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον δεύτερο κατηγορούμενο Β. Π., ένοχο, κατά πλειοψηφία, του ότι....1) Στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενώθηκε σε συμμορία με τον συγκατηγορούμενό του Γ. Π. για να διαπράξουν κακουργήματα κατά της περιουσίας τρίτων προσώπων (τοκογλυφίας, εκβιάσεων) με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό τους. Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα στις αρχές του 2010, ενώθηκε με τον Γ. Π. σε συμμορία, με σκοπό των κακουργημάτων (τοκογλυφίας, εκβιάσεων) προς επίτευξη οικονομικού του οφέλους. Στη συμμορία αυτή συμμετείχαν σε μεταγενέστερους χρόνους ως μέλη οι Π. Κ., Κ. Κ., Ι. Α.. Σ. Τ., Α. Π., Π. Κ., Μ. Τ., Σ. Τ., R. S., Κ. Π., Μ. Τ. και Γ. Β., αλλά και λοιπά πρόσωπα, των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας δεν κατέστησαν γνωστά κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Στην συμμορία αυτή, ο ως άνω κατηγορούμενος παρείχε χρηματικά ποσά προκειμένου εν συνεχεία ο Γ. Π. να μεσολαβεί και να προβαίνει στη σύναψη δανείων με τοκογλυφικούς όρους εξόφληση, ενώ και ο ίδιος υπήρξε αυτουργός σε βάρος του Ι. Δ..... ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον δέκατο πέμπτο κατηγορούμενο Κ. Π. ένοχο, κατά πλειοψηφία, του ότι στον κατωτέρω αναφερόμενο τόπο και χρόνο, ενώθηκε σε συμμορία αποτελούμενη από δύο άτομα (Γ. Π. και Β. Π.) με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό των μελών της. Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη, σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία κατά το χρονικό διάστημα μετά τις αρχές του 2010 και μέχρι τις 17.1.2012 ενώθηκε στη συμμορία, που συνέστησαν προηγουμένως στις αρχές του 2010 οι συγκατηγορούμενοί του Γ. Π. και Β. Π., με σκοπό την τέλεση κακουργημάτων, που προβλέπονται στα άρθρα 385 και 404 ΠΚ, ενεργούσε δε προς επίτευξη οικονομικού του οφέλους για τα μέλη της. Στη συμμορία δε αυτή ενώθηκαν ως μέλη σε μεταγενέστερους χρόνους οι Π. Κ., Κ. Κ., Σ. Τ., Α. Π., Π. Κ., Μ. Τ., Ι. Α., Σ. Τ., R. S., Μ. Τ. και Γ. Β., αλλά και λοιπά πρόσωπα, των οποίων τα στοιχεία ταυτότητας δεν κατέστησαν γνωστά κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Στην προαναφερόμενη συμμορία ο Κ. Π. είχε αναλάβει κατά κύριο λόγο την είσπραξη των τοκογλυφικών ωφελημάτων από τρίτα πρόσωπα της συμμορίας αυτής, με την εκβίαση των θυμάτων αυτών, αλλά και την συνεχή παρουσία του στο γραφείο του Γ. Π.".Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της ποινικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την κύρια απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους καταλείπεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής ή διακοπής της δίκης με σκοπό να προσκομισθούν νέες (κρείσσονες) αποδείξεις, κατά το άρθρο 352 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι το αίτημα αυτό υποβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, το αίτημα αναβολής είναι αόριστο, το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να ασχοληθεί με αυτό ή να το απορρίψει με την απαιτούμενη αιτιολογία. Επιπλέον, η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτού αιτήματος αναβολής της δίκης, επειδή συνάπτεται άμεσα με την ανάγκη νόμιμης απόδειξης της ενοχής του κατηγορουμένου, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ' της ΕΣΔΑ και επιφέρει, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ' του νέου ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, στοιχειοθετεί δε το λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, καθώς και της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' του ίδιου Κώδικα (510 παρ. 1 στοιχ. Η' του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ), σε περίπτωση καταδίκης του κατηγορουμένου, εφόσον το δικαστήριο, απορρίπτοντας αυτό αναιτιολόγητα ή χωρίς απάντησή του, προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και τον καταδικάζει.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του οικείου αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι ο συνήγορος του δεύτερου κατηγορουμένου και ήδη δεύτερου αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε, όπως επί λέξει ανέφερε, "να κλητευθούν οι μάρτυρες Ι. Δ., Γ. Α. και Μ. Κ., η κατάθεση των οποίων είναι απαραίτητη για τη διακρίβωση της αλήθειας". Κατόπιν αυτού, ο Εισαγγελέας της έδρας δήλωσε για τον Ι. Δ. ότι φέρεται να βρίσκεται στη Γερμανία και για τους λοιπούς επιφυλάχθηκε να προτείνει, ο δε συνήγορος του δεύτερου κατηγορουμένου δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πού μπορεί να βρίσκεται ο Ι. Δ. και ότι επιθυμεί να κλητευθούν οι υπόλοιποι. Το αίτημα αυτό, στο οποίο συνηγόρησαν και οι συνήγοροι των λοιπών κατηγορουμένων, όπως διατυπώθηκε, ήταν απαράδεκτο, ως αόριστο, και συνεπώς το Δικαστήριο της ουσίας δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει επ' αυτού ή να αιτιολογήσει την απόρριψή του, καθόσον δεν προσδιορίζεται σε τι ακριβώς θα συνίστατο η κατάθεση των ανωτέρω μαρτύρων και ποιοι συγκεκριμένοι λόγοι τις καθιστούσαν σημαντικές και αναγκαίες. Παρόλα αυτά, το άνω Δικαστήριο διέταξε τη βίαιη προσαγωγή των μαρτύρων Α. Γ. και Κ. Μ., οι οποίοι είχαν κλητευθεί και δεν εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο από απείθεια. Μάλιστα, κατόπιν εκτέλεσης του εντάλματος, προσήλθε στο ανωτέρω Δικαστήριο και κατέθεσε στο ακροατήριο, ως μάρτυρας, ο Α. Γ. κατά τη συνεδρίαση της 2-12-2015 (βλ. σελ. 56 των πρακτικών). Κατ' ακολουθία, η διαλαμβανόμενη στον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης του Γ. Π. αιτίαση, κατ' εκτίμηση, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή το Δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε στο ως άνω αίτημα περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' του ισχύοντος από 1-7-2019 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, είναι αβάσιμη. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α' του Ν. 2225/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3115/2003, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τα άρθρα 134, 135 παράγραφοι 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παράγραφοι 1, 2, 187Α παράγραφοι 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παράγραφοι 2 και 3β`, 264 περιπτώσεις β` και γ`, 270, 272, 275 περίπτωση β`, 291 παρ. 1 περιπτώσεις β` και γ`, 292Α παρ. 4 εδάφιο β` και παρ. 5, 299, 322, 323A παράγραφοι 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παράγραφοι 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β`, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περιπτώσεις α` και β`, 349 παρ. 1 και 2, 351 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5, 351Α παράγραφοι 1 περιπτώσεις α` και β` και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περιπτώσεις α` και β` του Ποινικού Κώδικα. Επίσης, κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 παρ. 9 εδ. β'και 10 του Ν. 2225/1994: 9β' "Τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη". 10. "Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με τη διάταξη. Κατ` εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεότερη διάταξή της να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για τη διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και για υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, θεσπίζεται η απαγόρευση της αξιοποίησης αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και, επομένως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικό μέσο που έχει αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις, όπως π.χ. μαγνητοταινία που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία μεταξύ του ενδιαφερομένου και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, πράξη η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α παρ. 2 του ΠΚ, που θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας, η οποία παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Η χρησιμοποίηση στη δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ' άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αίτησης του ίδιου ως άνω αναιρεσείοντος (Γ. Π.) και τον πρώτο λόγο των αιτήσεων των λοιπών αναιρεσειόντων, προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη του, για να στηρίξει την καταδικαστική του κρίση για την πλημμεληματική πράξη της συμμορίας, παράνομα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα απομαγνητοφωνημένες τηλεφωνικές συνομιλίες, οι οποίες είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της κατηγορίας για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, που τους είχε αποδοθεί αρχικά. Ο λόγος αυτός, προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, ότι οι επικαλούμενες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης αποτυπώθηκαν νομίμως και επισυνάφθηκαν στη δικογραφία, ως νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία, ύστερα από άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των τηλεφωνικών επικοινωνιών του πρώτου αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του, αλλά και τρίτων προσώπων, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2225/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 3115/2003, δυνάμει του υπ' αριθ. 642/2011 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (που επικύρωσε την 147/2011 διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης περί άρσης του απορρήτου της τηλεφωνικής ανταπόκρισης για τις αναφερόμενες συνδέσεις), καθώς η κατηγορία που είχε αποδοθεί αρχικά στους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους ήταν η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ), σε ορισμένους δε από αυτούς και η κακουργηματική εκβίαση, χωρίς να αναιρείται τούτο από το γεγονός ότι με την πρωτόδικη απόφαση η κακουργηματική κατηγορία της παρ. 1 του άρθρου 187 ΠΚ κατέστη, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, πλημμεληματική, ήτοι της παρ. 5 του ίδιου άρθρου (συμμορία). Ορθώς δε αξιολογήθηκαν, ως αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας, από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, άλλωστε, για τον σχηματισμό της κρίσης του ως προς την ενοχή των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων, από τους οποίους ο πρώτος καταδικάστηκε, κατά τα ανωτέρω, και για κακουργηματική εκβίαση, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συγκεκριμένες εκθέσεις απομαγνητοφώνησης τηλεφωνικών συνομιλιών, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, αλλά και σε αυτές, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα, αναφερόμενα στο σκεπτικό, αποδεικτικά μέσα.
Συνεπώς, η αποδεικτική αξιοποίηση και συναξιολόγηση από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικτικά μέσα, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επέφερε, όπως ορθά έκρινε και το εν λόγω Δικαστήριο, απορρίπτοντας με την ίδια αιτιολογία τη σχετική ένσταση-αίτημα των κατηγορουμένων- αναιρεσειόντων, περί μη λήψης υπόψη των προαναφερόμενων απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών. Τέλος, όσον αφορά τον έβδομο λόγο της αίτησης του πρώτου αναιρεσείοντος, Γ. Π., κατά το υπό στοιχ. 3 α', γ' σκέλος του, περί παραγραφής, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, των αξιόποινων πράξεων της συμμορίας και της πλημμεληματικής εκβίασης (που φέρονται ως τελεσθείσες το έτος 2010), για τις οποίες καταδικάστηκε, την οποία (παραγραφή), όπως υποστηρίζει, πρέπει να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτησή του αναίρεσης είναι παραδεκτή και ο ίδιος εμφανίστηκε κατά τη συζήτησή της, σύμφωνα με το άρθρο 511 εδ. γ' του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος. Και τούτο, διότι, από τις διατάξεις του άρθρου 511 του νέου ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο συζήτησης των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης (8-1-2020), ήτοι μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 13 περ.8 του Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α 180/18-11-2019), σύμφωνα με το οποίο, "Αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχ. Β. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη το δεδικασμένο και, αν κριθεί και ένας βάσιμος λόγος, και την παραγραφή που επήλθαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης....", προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση της αυτεπάγγελτης εξέτασης από το Άρειο Πάγο της παραγραφής αξιόποινης πράξης, η οποία επήλθε μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι να κριθεί βάσιμος ένας τουλάχιστον λόγος αναίρεσης, που να επιδρά στην περί ενοχής κρίση, γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Τα αυτά ισχύουν και για τον αντίστοιχου περιεχομένου τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης του Β. Π. (περί παραγραφής) σχετικά με την αξιόποινη πράξη της συμμορίας, για την οποία καταδικάστηκε, ο οποίος είναι ομοίως αβάσιμος, για τους προεκτεθέντες λόγους.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α' (ήδη 210 εδ. α') του ΚΠοινΔ, "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα... στην ίδια υπόθεση ...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται η ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξης, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή της προανάκρισης προς βεβαίωση του εγκλήματος και της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου και όχι η ενέργεια οποιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος. Ο λόγος, για τον οποίο έχει επιβληθεί η απαγόρευση, η οποία εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, κατά το άρθρο 34 του ΚΠοινΔ, στηρίζεται στην προκατάληψη, που θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν αυτοί υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Εξάλλου, η ως άνω απαγγελλόμενη ακυρότητα είναι μεν σχετική, πλην όμως, από το ότι μπορεί να προταθεί αυτή, κατ' άρθρο 173 παρ.1 σε συνδ. προς άρθρο 174 παρ.1 (ήδη 174 παρ. 2 σε συνδ. Με 175 παρ. 1) Κ.Ποιν.Δ., μέχρις ότου εκδοθεί για την κατηγορία οριστική απόφαση σε τελευταίο βαθμό και, συνεπώς, από το ότι μπορεί να προταθεί για πρώτη φορά κατ' έφεση, συνάγεται, ότι η ακυρότητα υφίσταται, καλυπτόμενη μόνο εάν δεν προτάθηκε, κατά τα ανωτέρω. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, προέβαλαν την ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα κατηγορίας Α. Κ., αστυνομικού, επικαλούμενοι ότι αυτός άσκησε προανακριτικά καθήκοντα και άκουσε τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες κατά την επεξεργασία τους. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την προβληθείσα ένσταση με το ακόλουθο σκεπτικό: "Επειδή κατ' άρθρο 211 εδ. α' ΚΠοινΔ, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν εξετάζονται ως μάρτυρες κατά την αποδεικτική διαδικασία όσοι άσκησαν και ανακριτικά καθήκοντα ή έργο γραμματέως στον ανακριτή στην ίδια υπόθεση, άλλως επέρχεται ακυρότητα σχετική (άρθρα 170 παρ. 2 και 171 παρ 1 ΚΠοινΔ) καλυπτόμενη επομένως αν δεν προταθεί ενώπιον ποινικού δικαστηρίου της ουσίας (άρθρα 173- 174 ΚΠοινΔ). Η ως άνω διάταξη πέραν της γενικότητάς της περιλαμβάνει όλους όσους άσκησαν ανακριτικά και προανακριτικά καθήκοντα. Ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε η σχετική απαγόρευση ήταν η ενδεχόμενη προκατάληψη αυτών υπέρ ή κατά των κατηγορουμένων, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους, εκτείνεται και στους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους κατά άρθρο 34 ΚΠοινΔ, εφόσον ενήργησαν προς βεβαίωση πράξεων από εκείνες που είναι αρμόδιοι (ΑΠ 568/2008). Εξάλλου, στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως αποδεικτικού τίνος μέσου πρέπει να ερμηνεύονται στενώς (ΟλΑΠ 4/2008). Στην προκειμένη περίπτωση ο μάρτυρας κατηγορίας Α. Κ. δεν ασκούσε καθήκοντα προανακριτικού υπαλλήλου στην παρούσα υπόθεση και επομένως νομίμως εξετάζεται ως μάρτυρας (αστυνομικός της ομάδας δίωξης εκβιαστών), απορριπτόμενης εντελώς της σχετικής ενστάσεως των ως άνω κατηγορουμένων.". Με τις παραδοχές αυτές, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την απόρριψη, ως αβάσιμης, της προβληθείσας ένστασης εξαίρεσης του μάρτυρα αστυνομικού Α. Κ., ο οποίος, κατά συνέπεια, νομίμως εξετάστηκε στη συνέχεια. Εξάλλου, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω μάρτυρας αστυνομικός Α. Κ. είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα στην κρινόμενη υπόθεση, η τυχόν δε γνώση, από μέρους του, του περιεχομένου των προαναφερθεισών απομαγνητοφωνημένων τηλεφωνικών συνομιλιών (που αποκτήθηκαν νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα, με την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου), κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στην αστυνομική έρευνα για την αποκάλυψη της εγκληματικής δράσης του πρώτου αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, δεν συνιστά άσκηση προανακριτικών καθηκόντων στην υπόθεση αυτή, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανωτέρω αναιρεσείοντες. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέπεσε σε ακυρότητα ούτε υπερέβη την εξουσία του απορρίπτοντας την ένσταση εξαίρεσης του παραπάνω μάρτυρα και λαμβάνοντας υπόψη την κατάθεσή του, συναξιολογώντας αυτή με τα υπόλοιπα αναφερόμενα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα, ο δε ο δεύτερος λόγος των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης των Β. Π. και Κ. Π., με τον οποίο αυτοί παραπονούνται για σχετική ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και δεν καλύφθηκε, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' ΚΠοινΔ, επιπλέον δε ο δεύτερος (Κ. Π.) και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της σχετικής ένστασης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης αναφέρεται, τόσο στην κρίση για την ενοχή, όσο και στην κρίση για την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, κατά τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και ο περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Ως ελαφρυντική περίσταση, κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του ισχύοντος νέου ΠΚ, θεωρείται, μεταξύ άλλων, και η προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό με το στοιχείο ε', που συνίστανται στο ότι ο υπαίτιος "συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του". Η διάταξη αυτή, που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας του παλαιού ΠΚ, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται πλέον, ως ελαφρυντική περίσταση, ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής. Η μη απάντηση του δικαστηρίου σε αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου συνιστά έλλειψη ακρόασης, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 (ήδη 171 παρ. 2) του ΚΠοινΔ, που επιφέρει σχετική (και ήδη απόλυτη) ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και στοιχειοθετεί το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ, ήδη δε από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του νέου ΚΠοινΔ, ενώ, όταν δεν αιτιολογείται ειδικά η απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού, στοιχειοθετείται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ. Το δικαστήριο, όμως, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν είναι αυτοτελής ή είναι αυτοτελής αλλά δεν προβάλλεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και πλήρη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία, κατά την οικεία διάταξη, για τη θεμελίωσή του, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, ή δεν προβάλλεται παραδεκτά για άλλο λόγο ή δεν είναι νόμιμος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, οι συνήγοροι υπεράσπισης του δεύτερου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Π., μετά την απαγγελία της απόφασης περί ενοχής του, προέβαλαν, μεταξύ των άλλων, τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. ε' του ΠΚ), τον οποίο (ισχυρισμό) κατέθεσαν εγγράφως και ανέπτυξαν προφορικά, με το εξής, κατά πιστή αντιγραφή, περιεχόμενο: "B. Eξάλλου, μετά την προσωρινή μου κράτηση τον Ιανουάριο του 2012, παρά τη "βαριά σκιά" που αυτή δημιούργησε σε βάρος μου, εργάστηκα ως ιατρός στο ιατρείο του γενικού καταστήματος κράτησης Νιγρίτας. Εκεί παρείχα ιατρικές υπηρεσίες, όπως είναι αυτονόητο, μόνο πρωτοβάθμιας φροντίδας στους κρατούμενους καθώς δεν υπήρχε από άποψη υποδομής και στελέχωσης του ιατρείου του καταστήματος κράτησης δυνατότητα για μεγαλύτερου βαθμού παροχή φροντίδας των κρατουμένων. Την εργασία μου αυτή την υπηρέτησα καθ' ον τρόπο έχω μάθει όλα τα χρόνια που ασκώ το επάγγελμά μου ως ιατρός, δηλαδή με υψηλό επίπεδο δέσμευσης καταβάλλοντας προσπάθειες για την επιτυχή περάτωση των περιστατικών που ανακύπτουν και χρήζουν ιατρικής φροντίδας. Εξάλλου τα ανωτέρω προκύπτουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο και από το με αριθμ. πρωτ. ...16.5-2013 Πληροφοριακό σημείωμα κοινωνικής και οικογενειακής κατάστασης της κοινωνικής λειτουργού του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Νιγρίτας, στο οποίο γίνεται και ιδιαίτερη μνεία για το γεγονός ότι την εργασία την οποία είχα αναλάβει διεκπεραίωνα με συνέπεια και εργατικότητα, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο, όσον αφορά το ωράριο εργασίας, τον όγκο δουλειάς και την αποτελεσματικότητα. Άλλωστε τόσο από το ίδιο, ως άνω, Πληροφοριακό σημείωμα, όσο και από τη με αριθμό πρωτ. .../15-5-2013 Βεβαίωση Διαγωγής του Διευθυντή του Γενικού Καταστήματος Κράτησης Κεντρικής Μακεδονίας III (Νιγρίτα), προκύπτει ότι δεν τιμωρήθηκα ποτέ πειθαρχικά, ότι η διαγωγή μου ήταν καλή και η συμπεριφορά μου απέναντι στους συγκρατουμένους μου και στο προσωπικό του Καταστήματος ήταν υποδειγματική. Εν συνεχεία μετά την εκδίκαση της υπόθεσής μου σε πρώτο βαθμό και την αποφυλάκισή μου επέστρεψα στην εργασία μου ως ορθοπεδικός ιατρός και εξακολουθώ να συνεργάζομαι με τις ιδιωτικές κλινικές Βιοκλινική, Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο και Εuromedica, όταν οι ασθενείς μου χρήζουν χειρουργικής επέμβασης. Παράλληλα λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που διέρχεται η χώρα μας τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα λόγω των αλλαγών και αναδιαρθρώσεων που πλήττουν και το σύστημα υγείας, υπέβαλα αίτημα για εγγραφή μου στο μητρώο Ιατρών Κύπρου και Αναγνώριση της Ιατρικής μου Ειδικότητας, προκειμένου να μπορώ να εργάζομαι κάποιες ημέρες της εβδομάδας για να έχω σταθερό μηνιαίο εισόδημα. Στις 20.2.2014, σε συνεδρία του, το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου ενέκρινε το αίτημα μου, μου αναγνώρισε την ειδικότητά μου ως ιατρού ορθοπεδικής και μου χορήγησε πιστοποιητικό εγγραφής στο Μητρώο Ιατρών Κύπρου καθώς και πιστοποιητικό Αναγνώρισης της ειδικότητας μου. Επίσης μου χορήγησε Άδεια Ιατρικού Επαγγέλματος, ως μέλος του Ιατρικού Συλλόγου Λευκωσίας Κερύνειας "..." με ισχύ μέχρι 31.12.2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ύστερα από αίτησή μου, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την υπ' αριθμ. 1307/2014 απόφασή του ήρε τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου που μου είχε επιβληθεί με την υπ' αριθμ. 1331-1369-1820-1824/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α' Βαθμού προκειμένου να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα η ασκηθείσα έφεσή μου. Κατόπιν τούτου μπορώ και προσφέρω τις ιατρικές μου υπηρεσίες κάποιες ημέρες την εβδομάδα και στην Κύπρο. Τα παραπάνω αποδεικνύουν με ενάργεια ότι επέδειξα έμπρακτα καλή συμπεριφορά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά τις αποδιδόμενες σ' εμένα πράξεις, αφού επεδίωξα άμεσα με όλες τις δυνάμεις μου να ενταχθώ ομαλά στο κοινωνικό και επαγγελματικό γίγνεσθαι. Όλα τα παραπάνω περιστατικά συνεκτιμώμενα είναι δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβίωσής μου, μετά τις πράξεις που μου αποδίδονται, επί τέσσερα σχεδόν χρόνια δηλαδή για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και τούτο (εργασία μου σε θέση ευθύνης μετά τις αποδιδόμενες σ' εμένα πράξεις) ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης (όχι εξαναγκασμένης) επιλογής μου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΖΗΤΩ Να κριθεί ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός μου τυπικά δεκτός και βάσιμος στην ουσία του. Να μου αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις ..... ότι συμπεριφέρθηκα καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη μου". Το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό, χωρίς αναφορά στα επικληθέντα περιστατικά, με την εξής, κατά λέξη, γενική αιτιολογία: "ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα για αναγνώριση των ελαφρυντικών....84 παρ. 2ε' σε ......διότι δεν συντρέχουν σχετικές για την κατάφασή τους προϋποθέσεις". Έτσι, όμως, που έκρινε το άνω Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠοινΔ πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του παραπάνω παραδεκτώς προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού, αφού δεν συναρτά τα πραγματικά περιστατικά, που ορισμένως επικαλέσθηκε ο εν λόγω κατηγορούμενος, με τα προκύψαντα κατά την αποδεικτική διαδικασία σε σχέση με αυτά, ώστε να αιτιολογείται η απόρριψή του.
Συνεπώς, οι σχετικοί έκτος λόγος του κυρίως αναιρετηρίου και τέταρτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων του Β. Π., από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠοινΔ, με τον οποίο αυτός αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απάντησε αιτιολογημένα στον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό του, είναι βάσιμος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 59 του νέου ΠΚ, που ορίζει τις παρεπόμενες ποινές, προκύπτει ότι μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η ποινή της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, που προβλεπόταν από τις διατάξεις των άρθρων 59 έως 61 του προϊσχύσαντος ΠΚ στις καταδίκες σε ισόβια κάθειρξη, κάθειρξη αόριστης διάρκειας ή πρόσκαιρη κάθειρξη, η οποία έτσι καταργήθηκε, γιατί κρίθηκε πλέον ως παρωχημένη (βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 4619/2019, άρθρο 59). Επομένως, συντρέχει περίπτωση επιεικέστερου νόμου και ως προς την παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων για τρία (3) έτη, που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, Γ. Π., για την πράξη της απόπειρας κακουργηματικής εκβίασης, αφού η παρεπόμενη αυτή ποινή έχει καταργηθεί. Ενόψει όλων αυτών και κατ' αυτεπάγγελτη εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 511 εδ. δ' του νέου ΚΠοινΔ, των ως άνω επιεικέστερων διατάξεων, εφόσον οι υπό κρίση αιτήσεις είναι παραδεκτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει και δη: α) κατ' εφαρμογή (αυτεπαγγέλτως) από τον Άρειο Πάγο των προαναφερθεισών επιεικέστερων διατάξεων, ως προς τις περί ποινών διατάξεις της που αφορούν την πράξη της απόπειρας κακουργηματικής εκβίασης (άρθρα 42 παρ. 1 και, 385 παρ. 2 του νέου ΠΚ) του πρώτου αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Γ. Π., σε βάρος του Ι. Δ. και, λόγω επεκτατικού αποτελέσματος (άρθρο 469 εδ. α' ΚΠοινΔ), και του συγκατηγορουμένου του R.-Ρ. S.-Σ. του R. (δέκατου τρίτου κατηγορουμένου στη δευτεροβάθμια δίκη), ο οποίος καταδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για την ίδια ως άνω πράξη της απόπειρας κακουργηματικής εκβίασης σε βάρος του Ι. Δ., κατά συναυτουργία με τον πρώτο, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και δεν άσκησε κατ' αυτής (απόφασης) το ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού η προαναφερθείσα ευνοϊκή μεταχείριση δεν αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του πρώτου αναιρεσείοντος αλλά και στο πρόσωπο του ανωτέρω (συμμετόχου) συγκατηγορουμένου του, αναγκαίως δε και ως προς τον καθορισμό της συνολικής ποινής καθενός από τους κατηγορουμένους αυτούς, β) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα, Γ. Π., της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων για τρία έτη (3) έτη, την οποία πρέπει να απαλείψει ο Άρειος Πάγος, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας κατά τούτο, λόγω έλλειψης αντικειμένου περαιτέρω έρευνας, γ) κατά παραδοχή του από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠοινΔ έκτου λόγου της αίτησης αναίρεσης του Β. Π., και του τέταρτου πρόσθετου λόγου του ιδίου, ως προς τη διάταξή της περί απόρριψης του αυτοτελούς ισχυρισμού για τη συνδρομή στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, αναγκαίως δε και ως προς τις περί ποινής διατάξεις της σε σχέση με τον κατηγορούμενο αυτόν, παρέλκουσας, κατόπιν τούτου, της έρευνας, ως αλυσιτελούς, του πέμπτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης του ίδιου αναιρεσείοντος (Β. Π.), με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ως προς την επιμέτρηση της ποινής που του επιβλήθηκε, ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τις αναιρούμενες ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν διατάξεις και είναι άσκοπο να ερευνηθεί από τον Άρειο Πάγο, αφού το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο θα παραπεμφθεί η υπό κρίση υπόθεση, θα αποφασίσει, πριν από τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής, επί των αυτοτελών ισχυρισμών - αιτημάτων, που άπτονται αυτής, εφόσον υποβληθούν εκ νέου, και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ανωτέρω υπό στοιχ. α' και γ' μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, συγκροτούμενο (ενόψει του ότι πρόκειται μόνο για το σκέλος των κατά τα άνω ποινών) από τους ίδιους δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως, και σε περίπτωση αδυναμίας από άλλους (άρθρο 522 ΚΠοινΔ), προκειμένου αυτό να κρίνει και για την αναγνώριση ή μη στο πρόσωπο του δεύτερου κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος της παραπάνω ελαφρυντικής περίστασης της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και, ανάλογα με την επ' αυτής κρίση του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα στον αναιρεσείοντα αυτόν ποινή για την πράξη της συμμορίας. Κατά τα λοιπά οι κρινόμενες τρεις αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι επί της δεύτερης τούτων λόγοι, εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο αναιρεσείων Κ. Π. του Ν., η αίτηση του οποίου απορρίπτεται στο σύνολό της, στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8-11-2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στoν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-11-2019) του Κ. Π. του Ν., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 1494, 1625/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει στον άνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Αναιρεί εν μέρει την παραπάνω απόφαση και συγκεκριμένα α) κατά το μέρος που αφορά συνολικά στις αξιόποινες πράξεις 1) της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και της παράνομης κατοχής όπλου του πρώτου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, Γ. Π. του Α. και, λόγω επεκτατικού αποτελέσματος, της άμεσης συνδρομής του συγκατηγορουμένου του Π. Κ. του Α. (τρίτου κατηγορουμένου στη δευτεροβάθμια δίκη) στην πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ι. Π. και 2) της τοκογλυφίας του δεύτερου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, Β. Π. του Ν., β) ως προς τις περί ποινών διατάξεις της, που αφορούν την πράξη της από κοινού απόπειρας κακουργηματικής εκβίασης του κατηγορουμένου Γ. Π. του Α. (πρώτου κατηγορουμένου στη δευτεροβάθμια δίκη και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος) σε βάρος του Ι. Δ. και, λόγω επεκτατικού αποτελέσματος, για την αυτή πράξη του R.-Ρ. S.-Σ. του R. (δέκατου τρίτου κατηγορουμένου στη δευτεροβάθμια δίκη), γ) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής στον πρώτο κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα της παρεπόμενης ποινής της αποστέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων και δ) ως προς τη διάταξή της για απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του δεύτερου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, Β. Π. του Ν. περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, συνακόλουθα δε και ως προς τις περί ποινής διατάξεις της σε σχέση με τον κατηγορούμενο αυτόν.
Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του πρώτου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, Γ. Π. του Γ., για τις αξιόποινες πράξεις 1) της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε βάρος του Ε. Τ. και 2) της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος α) του Ι. Δ., την οποία φέρεται ότι τέλεσε ως άμεσος συνεργός του φυσικού αυτουργού Β. Π., β) του Ι. Π., την οποία φέρεται ότι τέλεσε ως φυσικός αυτουργός με άμεσο συνεργό τον Π. Κ. και γ) του Κ. - Σ. Μ., και ειδικότερα για το ότι: "1) Με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ενώ η ζημία που προξενήθηκε ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, πάντως κατά το διάστημα από τα τέλη του έτους 2009 έως τις αρχές του έτους 2010, διαβεβαίωσε ψευδώς τον Ε. Τ., ότι αφού ήλθε σε επαφή με τον (εργολάβο οικοδομών) Σ. Φ., ο τελευταίος θα του παρέδιδε επιταγές προκειμένου αυτός στη συνέχεια να του τις παραδώσει και να διευθετηθεί οφειλή που υπήρχε μεταξύ τους. Έτσι, αφού του παρέδωσε επιταγές συνολικού ύψους πενήντα εννέα χιλιάδων (59.000) ευρώ, ως δήθεν προερχόμενες από τον ως άνω επιχειρηματία Σ. Φ., έπεισε τον Ε. Τ. να τις τοποθετεί στο τραπεζικό του πλαφόν, προς χρηματοδότησή του και επιπλέον να του καταβάλει το συνολικό ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων (23.000) ευρώ, ως αμοιβή από τα χρήματα που θα έπαιρνε ο Ε. Τ. από την Τράπεζα. Στην πραγματικότητα όμως, τα αξιόγραφα που παρέδωσε στον παθόντα, δεν προέρχονταν από τον επιχειρηματία, ούτε ενσωμάτωναν έγκυρες απατήσεις αντίθετα ήταν πλαστές και ουδέποτε μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν από τον παθόντα για χρηματοδότησή του. Στις ενέργειες αυτές προέβη, προκειμένου να αποκτήσει ιδιαίτερα μεγάλο περιουσιακό όφελος, το ύψος του οποίου ανήλθε στο ποσό των είκοσι τριών χιλιάδων (23.000) ευρώ, βλάπτοντας ανάλογα την περιουσία του Ε. Τ.. Και 2) Στους κατωτέρω αναφερόμενους τόπους και σε αδιευκρίνιστους χρόνους, αλλά πάντως από το έτος 2010 μέχρι τη σύλληψή του, στη Θεσσαλονίκη, στις 17-1-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος διέπραξε το αδίκημα της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατ' εξακολούθηση, το μεν ως άμεσος συνεργός του φυσικού αυτουργού Β. Π., το δε ως φυσικός αυτουργός, και συγκεκριμένα: α) Στα τέλη του 2010, με τη μεσολάβησή του, ο Β. Π. δάνεισε στον Ι. Δ. χρηματικό ποσό πενήντα επτά χιλιάδων (57.000) ευρώ, συνομολογώντας και εισπράττοντας ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Ειδικότερα, μετά από ραντεβού που κλείστηκε, κατά τα τέλη του 2010, με τους ανωτέρω στο εστιατόριο ... ο Δ. παρέλαβε από τον ... το χρηματικό ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων (57.000) ευρώ, για το οποίο, για το χρονικό διάστημα της πρώτης εβδομάδας κατέβαλε στον Β. Π. χρηματικό ποσό έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ, και, για το χρονικό διάστημα της δεύτερης εβδομάδας, κατέβαλε στον Β. Π., χρηματικό ποσό ένδεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ. Εν συνεχεία, ο Ι. Δ., την τρίτη εβδομάδα από τη συνομολόγηση του δανείου, έδωσε στον Β. Π. χρηματικό ποσό είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (24.500) ευρώ. Ακολούθησαν, διαδοχικά, καταβολές πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ, στον Β. Π., και δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, στον Π. Κ.. Έτσι, συνολικά, ο Ι. Δ., σε χρονικό διάστημα μόλις πέντε μηνών κατέβαλε χρηματικό ποσό εξήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (65.500) ευρώ, χωρίς να εξοφλήσει την οφειλή του, αφού οι δανειστές του, του δήλωσαν πως είχαν λαμβάνειν ακόμη το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Το δάνειο που συνάφθηκε ήταν• τοκογλυφικό, αφού ο τόκος που συνομολογήθηκε άγγιζε το ποσοστό του 20% μηνιαίως, περίπου. Ο κατηγορούμενος παρείχε άμεση συνδρομή στον ως άνω δεύτερο κατηγορούμενο Β. Π. πριν και κατά την τέλεση της ως άνω κύριας πράξης της τοκογλυφίας, καθώς ο ίδιος έφερε σε επαφή τον δανειστή Β. Π. με τον δανειολήπτη Ι. Δ., κανόνισε τη συνάντησή τους, μετείχε ενεργά στη συμφωνία η οποία έγινε παρουσία του, όπου και παραδόθηκε το προαναφερθέν ποσό. β) Ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 2011, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, δάνεισε στον Ι. Π., τα παρακάτω χρηματικό ποσά συνομολογώντας και εισπράττοντας ωφελήματα που υπερέβαιναν το κατά νόμο ποσοστό τόκου. Ειδικότερα, ο Ι. Π. αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, ζήτησε από τον ως άνω κατηγορούμενο να του δανείσει χρηματικό ποσό χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ. Το αίτημα του έγινε δεκτό, συμφωνήθηκε δε να αποδώσει στον δανειστή του το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ εντός χρονικού διαστήματος δέκα εβδομάδων. Εν συνεχεία και ενώ ο Ι. Π. δεν είχε ξεπληρώσει την οφειλή του, χρειάσθηκε εκ νέου να δανεισθεί χρήματα. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Γ. Π., συμφώνησε και του έδωσε εκ νέου χρηματικό ποσό τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, το οποίο όμως είχε προηγούμενα εισπράξει για το σκοπό αυτό από τον Π. Κ., με τη συμφωνία να του δίδει ο δανειστής κάθε εβδομάδα ποσό τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ μόνο για τόκο. Και στην εν λόγω περίπτωση, ο δανεισθείς δεν κατόρθωσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Για το λόγο αυτό, αφού έλαβε καταναλωτικό δάνειο, απέδωσε στον ως άνω κατηγορούμενο χρηματικό ποσό τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, και, συνολικά, από τη σύναψη της πρώτης σύμβασης χρηματικό ποσό επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ. Στην πράξη του αυτή παρείχε άμεση συνδρομή ο συγκατηγορούμενός του Π. Κ. καθώς κατέβαλε σ' αυτόν το ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, προκειμένου ο τελευταίος να το δανείσει με τους ως άνω τοκογλυφικούς όρους, στον Ι. Π., γ) τον Ιούνιο του 2011, στη Θεσσαλονίκη τέλεσε σε βάρος του Κ.-Σ. Μ. το έγκλημα της τοκογλυφίας και συγκεκριμένα συμφώνησε με τον τελευταίο και του δάνεισε το χρηματικό ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, συνομολογώντας και εισπράττοντας ωφελήματα που υπερέβαιναν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, ήτοι συμφώνησε και έλαβε ωφελήματα σε ποσοστό 10% μηνιαίως επί του ποσού του δανείου που χορήγησε. Αποτέλεσμα των ως άνω ενεργειών του ήταν να αποκτήσει ο ίδιος παράνομα τοκογλυφικά ωφελήματα. Τις παραπάνω εξακολουθητικές πράξεις της τοκογλυφίας τέλεσε ο ανωτέρω κατηγορούμενος έχοντας διαμορφώσει προς τούτο υποδομή (κύκλωμα προσώπων για είσπραξη ποσών και χρήση αξιόγραφων), προς επανειλημμένη τέλεση της πράξης, από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του προαναφερθέντος εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του".
Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του τρίτου κατηγορουμένου στη δευτεροβάθμια δίκη, Π. Κ. του Α. για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του Ι. Π., και ειδικότερα για το ότι: "Ο ως άνω κατηγορούμενος στον κάτωθι χρόνο, παρείχε άμεση συνδρομή στον Γ. Π., τόσο κατά τη διάρκεια όσο και την εκτέλεση της πράξης της τοκογλυφίας στον ως άνω φυσικό αυτουργό (Γ. Π.), ο οποίος δάνεισε στον Ι. Π., στη Θεσσαλονίκη, το ποσό τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, το οποίο έλαβε προηγουμένως από τον ως άνω κατηγορούμενο, κατόπιν συνεννόησης. Ειδικότερα, ο Ι. Π., κατά τη διάρκεια του Απριλίου, αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, ζήτησε από τον Γ. Π. να του δανείσει χρηματικό ποσό χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ. Το αίτημά του έγινε δεκτό, συμφωνήθηκε δε στη Θεσσαλονίκη να αποδώσει στον δανειστή του το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ εντός χρονικού διαστήματος δέκα εβδομάδων. Ακολούθως και ενώ ο Ι. Π. δεν είχε ξεπληρώσει την οφειλή του, χρειάσθηκε εκ νέου να δανεισθεί χρήματα. Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Γ. Π., του δάνεισε εκ νέου χρηματικό ποσό ακόμα τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, το οποίο όμως είχε προηγούμενα προμηθευτεί από τον Π. Κ., ο οποίος τότε είχε λάβει ολιγοήμερη άδεια από τις Φυλακές όπου εξέτιε ποινή κάθειρξης για άλλη αιτία, με τη συμφωνία να του δίδει ο δανειστής κάθε εβδομάδα ποσό τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ μόνο για τόκο. Και στην εν λόγω περίπτωση, ο δανεισθείς δεν κατόρθωσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του. Για το λόγο αυτό, αφού έλαβε καταναλωτικό δάνειο, απέδωσε στον Γ. Π. χρηματικό ποσό τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ, και, συνολικά, από τη σύναψη της πρώτης σύμβασης χρηματικό ποσό επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ".
Κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του δεύτερου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, Β. Π. του Ν., για την αξιόποινη πράξη της τοκογλυφίας, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος του Ι. Δ. και ειδικότερα για το ότι: "Στον ακόλουθο τόπο και χρόνο δάνεισε σε τρίτο πρόσωπο χρηματικό ποσό, συνομολογώντας και εισπράττοντας ωφελήματα που υπερέβαιναν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, την πράξη δε αυτή τέλεσε έχοντας διαμορφώσει προς τούτο υποδομή (κύκλωμα προσώπων για είσπραξη ποσών και χρήση αξιόγραφων) προς επανειλημμένη τέλεση της πράξης, από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας ως στοιχείου της προσωπικότητας του. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη, στα τέλη του 2010, δάνεισε στον Ι. Δ. του Σ. το συνολικό ποσό των πενήντα επτά χιλιάδων (57.000) ευρώ, συνομολογώντας και εισπράττοντας ωφελήματα που υπερέβαιναν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τη δε πράξη αυτή τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ειδικότερα, μετά από ραντεβού που κλείστηκε, κατά τα τέλη του 2010, με τον Ι. Δ. και τον Γ. Π., με πρωτοβουλία του τελευταίου, ο οποίος τους έφερε σε επαφή και συμμετείχε στη συμφωνία (ως άμεσος συνεργός) στο εστιατόριο ... παρέδωσε χρηματικό ποσό πενήντα επτά χιλιάδων (57.000) ευρώ, στον Ι. Δ., για τα οποία, για το χρονικό διάστημα της πρώτης εβδομάδας κατέβαλε ο τελευταίος οκτακοσίων (11.800) ευρώ, και, για το χρονικό διάστημα της δεύτερης εβδομάδας, κατέβαλε στον Β. Π. χρηματικό ποσό έντεκα χιλιάδων οκτακοσίων (11.800) ευρώ. Εν συνεχεία, ο Ι. Δ., την τρίτη εβδομάδα από τη συνομολόγηση του δανείου, έδωσε στον Β. Π. χρηματικό ποσό είκοσι τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων (24.500) ευρώ. Ακολούθησαν, διαδοχικά, καταβολές πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ στον Β. Π., και δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ στον Π. Κ.. Έτσι, συνολικά, ο Ι. Δ., σε χρονικό διάστημα μόλις πέντε μηνών κατέβαλε χρηματικό ποσό εξήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ, χωρίς να εξοφλήσει την οφειλή του, αφού οι δανειστές του, του δήλωσαν πως είχαν λαμβάνειν ακόμη το χρηματικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Το δάνειο που συνάφθηκε ήταν τοκογλυφικό, αφού ο τόκος που συνομολογήθηκε άγγιζε το ποσοστό του 20% μηνιαίως".
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 11-11-2019 αίτησης (ασκηθείσας με δήλωση, που επιδόθηκε στoν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 11-11-2019) του Γ. Π. του Α., κατοίκου ..., για αναίρεση της ως άνω υπ' αριθμ. 1494, 1625/2015 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αφορά την τέλεση απ' αυτόν του αδικήματος της παράνομης κατοχής όπλου και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος αυτό, στον αρμόδιο Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για τις δικές τoυ κατά νόμο ενέργειες.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το ως άνω υπό στοιχεία β' (σχετικά με τις περί ποινών διατάξεις, που αφορούν την πράξη της από κοινού απόπειρας κακουργηματικής εκβίασης των κατηγορουμένων Γ. Π. του Α. και R.-Ρ. S.-Σ. του R., σε βάρος του Ι. Δ.) και δ' (σχετικά με τη διάταξη για απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του δεύτερου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, Β. Π. του Ν., περί συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 ε'ΠΚ και τις περί ποινής διατάξεις σε σχέση με τον κατηγορούμενο αυτόν) αναιρεθέντα μέρη της για νέα εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο, εφόσον είναι δυνατό, από τους ίδιους δικαστές, που δίκασαν προηγουμένως και σε περίπτωση αδυναμίας από άλλους.
Απαλείφει από την προσβαλλόμενη απόφαση τη διάταξη που επιβάλλει στον πρώτο κατηγορούμενο και ήδη πρώτο αναιρεσείοντα Γ. Π. του Α., αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για τρία (3) έτη.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, α) την ως άνω από 11-11-2019 αίτηση του Γ. Π. του Α., κατοίκου ... και β) την από 11-11-2019 αίτηση (ασκηθείσα με δήλωση, που επιδόθηκε στoν Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-11-2019) και τους επ' αυτής με ημερομηνία 23-12-2019 πρόσθετους λόγους (κατατεθέντες αρμοδίως την 23-12-2019) του Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., για αναίρεση της ως άνω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ