Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για τοκογλυφία σε βαθμό κακουργήματος. Αιτιολογία βουλεύματος με καθολική αναφορά στην αιτιολογημένη Εισαγγελική πρόταση. Απαράδεκτο αιτιάσεων που αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο. Απόρριψη αίτησης για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2008/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 381/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 325/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή με αριθμό 158/30-4-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 1/12-2-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του 381/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών, το οποίο αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του 288/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Πατρών ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, τον παραπέμπει στο Τριμελές Εφετείο Πατρών για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια [άρθρα 13 περ. γ, στ, 60-63, 94 παρ. 1, 98, 404 παρ. 2, 3 ΠΚ], και εκθέτω τα ακόλουθα:
2- Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε 1) δικαιωματικά από τον κατηγορούμενο, αφού ο νόμος του δίνει το δικαίωμα να ασκεί αναίρεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα [άρθρο 482 παρ.1 περ. α ΚΠΔ], 2) εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, η οποία έγινε σ' αυτόν μεν με θυροκόλληση στην οικία του στις 26-1-2009, στον αντίκλητό του δε δικηγόρο Αθανάσιο Βγενόπουλο με παράδοση στα χέρια του στις 11-2-2009 [βλ. τα αντίστοιχα αποδεικτικά επιδόσεως των δικ. επιμελητών ... και ...], [άρθρο 473 παρ.1 ΚΠΔ], και 3) νομότυπα, ήτοι με δήλωση του εξουσιοδοτημένου δικηγόρου του Αθαν. Βγενόπουλου στη γραμματέα του εκδώσαντος αυτό Συμβουλίου Εφετών Πατρών, με τη σύνταξη υπ' αυτής της οικείας εκθέσεως σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ, και με τη διατύπωση σ' αυτήν των λόγων, για τους οποίους την ασκεί, συνιστάμενους στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων, [άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ. β και δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
3- Νομικές διατάξεις.
α- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [Α.Π. 19/01 ΟΛΟΜ-Π.ΔΙΚ.01/1225, Π.ΧΡ.02/402, Π.ΛΟΓ. 01/1693].
β- Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
γ- Κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Κατά το άρθρο 98 του Π.Κ., αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλλει μία και μόνο ποινή. Για την επιμέτρηση της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Στη διάταξη αυτή με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/3-6-1999 προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος, που ορίζει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
δ- Τοκογλυφία. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 Π.Κ., όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/3-6-1999, "1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσή της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α') όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. β') όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν απ' αυτή την απαίτηση. 3. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. Με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/3-6-1999 επήλθε νομοθετική μεταβολή στις ποινικές κυρώσεις του εγκλήματος της τοκογλυφίας και, ειδικότερα, στη μεν παράγραφο 1 του άρθρου 404 Π.Κ. η φράση "με φυλάκιση μέχρι δύο ετών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών", στη δε παράγραφο 3 του άρθρου αυτού η φράση "με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών" αντικαταστάθηκε με τη φράση "με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Κατά συνέπεια, μετά την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω 2721/3-6-1999 νόμου, το έγκλημα της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφίας φέρει πλέον κακουργηματικό χαρακτήρα. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της τοκογλυφίας δύναται να πραγματωθεί με τη συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων ή με την επιδίωξη τοκογλυφικών ωφελημάτων, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί και με την κατάθεση αιτήσεως από το δράστη στο αρμόδιο δικαστήριο για την έκδοση, βάσει αξιογράφων (συναλλαγματικών, επιταγών) που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, διαταγής πληρωμής σε βάρος του θύματος. Οι ανωτέρω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφ' όσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική και όχι φαινομένη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 98 Π.Κ., εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής μορφής από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 Π.Κ. και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δράστη. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνον η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωματώνουν μη νομίμους τόκους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη εισπράξεως αυτών (Α.Π. 480/98 ΠΧ ΜΗ/1091, Α.Π. 604/00 ΠΧ ΝΑ/17, Α.Π.1606/04 ΔΙΚ. 04/1569].
ε- Κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατά το άρθρο 13 περ. στ ΠΚ "κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη". 'Ετσι, κατά την έννοια της άνω διατάξεως (άρθρο 404 παρ. 3 Π.Κ.), ως κατ' επάγγελμα θεωρείται ότι πράττει ο υπαίτιος της τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη, με σκοπό να πορισθεί από αυτές εισόδημα. Προς τούτο αρκεί και η τέλεση μιας μόνο πράξεως, όταν από αυτήν, εν όψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που τη συνοδεύουν, προκύπτει η ως άνω επιδίωξη του πορισμού εισοδήματος. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, ως κατά συνήθεια τέλεση τοκογλυφίας νοείται η από την κατ' επανάληψη τέλεση αυτής συναγωγή συμπεράσματος ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας (ΑΠ 1647/1999 ΠΧ Ν' σελ. 734).
4- Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογίας) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ ήταν αντιπρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "Διεθνείς Μεταφορές Λομποτέσης ΑΕ", με έδρα την ..., η οποία είχε στην κυριότητα της αριθμό φορτηγών αυτοκινήτων κατάλληλων για τη διενέργεια εμπορευματικών μεταφορών. Η εταιρία ήταν των συμφερόντων του κατηγορουμένου και της οικογενείας του, που ενδιαφέρονταν να προβούν σε πώληση όλων των φορτηγών της κυριότητας της, με τελικό σκοπό τη λύση της. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, Ψ, ήλθαν σε επαφή με τη διαμεσολάβηση τρίτου προσώπου, του ΑΑ (που ενεργούσε στην προκείμενη περίπτωση, ως μεσίτης στην κατάρτιση των κάτωθι συμβάσεων πωλήσεως). Καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρίας, πού νόμιμα εκπροσωπήθηκε από τον κατηγορούμενο, και του Ψ, το ... πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαγδαληνής-Διονυσίας Ζέρη, με το οποίο συμφωνήθηκε η πώληση του υ' αριθμό κυκλοφ. ... φορτηγού δημόσιας χρήσεως (ελκυστήρας μετ' επικαθήμενου), μετά της άδειας δημόσιας χρήσης του, με παρακράτηση της κυριότητας του, εκ μέρους της πωλήτριας εταιρίας, μέχρις εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος. Ακολούθησε η κατάρτιση, επίσης στην Αθήνα, του ... συμβολαίου της αυτής συμβολαιογράφου, μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων, με το οποίο συμφωνήθηκε η πώληση του υπ' αριθμό κυκλοφ. ... φορτηγού οχήματος (ελκυστήρας μετ' επικαθήμενου), μετά της άδειας δημόσιας χρήσης του, επίσης, με παρακράτηση της κυριότητας του, εκ μέρους της πωλήτριας μέχρις εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος. Ο πολιτικώς ενάγων Ψ εξόφλησε το τίμημα αμφοτέρων των ανωτέρω φορτηγών οχημάτων (επιβαρυνόμενος με τόκους για το πιστωθέν εκτός συμβολαίου τίμημα), και μετά την πλήρωση της αίρεσης, απέκτησε την πλήρη κυριότητα των ανωτέρω οχημάτων και καταρτίσθηκαν οι ... και ... συμβάσεις μεταβίβασης της κυριότητας της αυτής συμβολαιογράφου, πράξεις από τις οποίες προκύπτει και η εξόφληση του τιμήματος τους. Προέκυψε επίσης, ότι ο μηνυτής προέβη στην αγορά από την ανωτέρω εταιρία, πού νόμιμα εκπροσωπήθηκε από τον κατηγορούμενο, του υπ' αριθμό κυκλοφ. ..., φορτηγού οχήματος, μετά της άδειας δημόσιας χρήσης του και καταρτίσθηκε το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαγδαληνής-Διονυσίας Ζέρρη. Το φορτηγό αυτό παραδόθηκε σε αυτόν κατά κατοχή, με παρακράτηση της κυριότητας υπέρ της πωλήτριας εταιρίας. Επρόκειτο για έναν αυτοκίνητο ελκυστήρα, μετά επικαθήμενου, πετρελαιοκίνητου, κοινού μη ανατρεπόμενου, ωφέλιμου φορτίου 25.868 κιλών, που είχε εισαχθεί μεταχειρισμένο στην Ελλάδα, με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας (στην Ελλάδα) την 10η Οκτωβρίου 2001. Το τίμημα για το φορτηγό αυτό συμφωνήθηκε στο ποσό των 31.000.000 δραχμών (βλ. την σχετική κατάσταση πού συντάχθηκε κατά το έτος 2001 από τη σύζυγο του μηνυτή κατά τις διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο για την πώληση του φορτηγού οχήματος), τίμημα που ήταν αντίστοιχο, αν όχι υπέρτερο της αξίας του. Από το τίμημα αυτό, καταβλήθηκε προς τον κατηγορούμενο ποσό μετρητών 3.000.000 δραχμών κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης. Ωστόσο στο συμβόλαιο αναγράφηκε ως τίμημα το ποσό των 5.190.000 ευρώ ή 15,231,11 ευρώ, εκ του οποίου φερόταν πιστούμενο το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51 ευρώ και καταβληθέν το ποσό των 190.000 δρχ. ή 557,59 ευρώ. Το πιστωθέν τούτο τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί άτοκα σε οκτώ δόσεις των 1.467,35 ευρώ έκαστη, στις 30-12-2002, 30-8-2003, 30-9-2003, 30-10-2003, 30-12-2003, 28-2-2004, 30-4-2004 και 30-6-2004, αντίστοιχα καθώς και σε μία ακόμη δόση ποσού 2.943,70 ευρώ, καταβλητέα στις 30-11-2003. Για τις ανωτέρω δόσεις εκδόθηκαν αντίστοιχης λήξης συναλλαγματικές εκδόσεως της πωλήτριας και αποδοχής του πολιτικώς ενάγοντος, που αναφέρονται στο ... συμβόλαιο. Όσον αφορούσε δε στο εκτός συμβολαίου τίμημα ποσού 23.000.000 δρχ., τούτο καταβλήθηκε από τον κατηγορούμενο απευθείας στην εταιρία για λογαριασμό του πολιτικώς ενάγοντα, δυνάμει άτυπης συμβάσεως δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ τους (πολιτικώς ενάγοντα και κατηγορουμένου σχετικώς, από 16-10-2006 έγγραφες εξηγήσεις κατηγορουμένου ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών). Για δε το ποσό αυτό δανείου συμφωνήθηκε η σταδιακή αποπληρωμή του, με την πληρωμή μεταχρονολογημένων επιταγών κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες έκδοσης τους. Τις επιταγές αυτές εξέδωσε ο πολιτικώς ενάγων, σε διαταγή του μεσίτη ΑΑ, ο οποίος με τη σειρά του τις μεταβίβασε στον κατηγορούμενο (σχ. από 8-2-2008 ένορκη κατάθεση ΑΑ). Στον κατηγορούμενο παραδόθηκαν κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία κατάρτισης του μεταβιβαστικού συμβολαίου. Ειδικότερα επρόκειτο για τις ακόλουθες επιταγές της τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, που εκδόθηκαν εις διαταγή του συνεργάτη του κατηγορουμένου, ΑΑ (διαμεσολαβητή στην πώληση του φορτηγού), σε χρέωση του ... λογαριασμού που διατηρούσε ο πολιτικώς ενάγων στην ανωτέρω τράπεζα: α) την ... επιταγή ποσού 14.673 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-3-2002, β) την ... επιταγή ποσού 5,869 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-6-2002, γ) την ... επιταγή ποσού 8.804 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 29-9-2002, 6) την 57791775-7 επιταγή ποσού 5.869 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-12-2002, ε) την ... επιταγή ποσού 7.336 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-4-2003, στ) την ... επιταγή ποσού 8.804 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-7-2003, ζ) την ... επιταγή ποσού 5.869, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-12-2003 και τέλος η) την ... επιταγή ποσού 10.271 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-10-2003, δηλαδή επιταγές συνολικού ποσού 67.495 ευρώ. Πλέον του ποσού αυτού και για το χρόνο που πιστώθηκε το δάνειο, ο κατηγορούμενος προκειμένου να συμβληθεί, υπό την παραπάνω ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου στη σύμβαση πωλήσεως, αξίωσε την καταβολή εκ μέρους του μηνυτή τόκων επ' αυτού ανερχόμενων στο ποσό των 21.998 ευρώ, αιτία, για την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, επίσης σε διαταγή του ΑΑ, με τόπο έκδοσης την ... και ημερομηνία έκδοσης 30-3-2003,η οποία οπισθογραφήθηκε από τον λήπτη της, στον κατηγορούμενο και από αυτόν προς τον ΒΒ (τελευταίο κομιστή της). Για την παραπάνω πράξη του κατηγορουμένου έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για την πλημμεληματική παράβαση του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ και έχει αυτός παραπεμφθεί προκειμένου να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά την λήξη κάποιων από τις παραπάνω επιταγές ο μηνυτής δεν είχε, εξ αιτίας προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, τα χρηματικά μέσα προς αποπληρωμή τους. Ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας το πρόβλημά του αυτό, του πρότεινε την παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής των αντίστοιχων δόσεων με την αντικατάσταση των επιταγών ή την μεταβολή των ημερομηνιών τους (βλ. και την από 14.2.2008 ένορκη κατάθεση ΓΓ, ως και την από 14.2.2008 κατάθεση ΔΔ), με την αξίωση επιπλέον τόκων, που κατά περίπτωση, είτε ελάμβανε σε μετρητά είτε ενσωματώνονταν στα σώματα νέων επιταγών. Συνομολόγησε κατ1 αυτό τον τρόπο, περιουσιακά ωφελήματα εκ της παρατάσεως της προθεσμίας αποπληρωμής του δανείου, που όμως υπερέβαιναν κατά πολύ το νόμιμο θεμιτό ποσοστό του τόκου υπερημερίας, που ανερχόταν από 30-3-2002 έως 5-12-2002 σε 11,25%, από 6-12-2002 έως 6-3-2003 σε 10,75%, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 σε 10,50%, από 6-6-2003 έως 5-12-2005 σε 10%, από 6-12-2005 έως 7-3-2006 σε 10,25%, από 8-3-2006 έως 14-6-2006 σε 10,50%, από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75 % και από 9-8-2006 έως 30-8-2006 σε 11%. Η σχετική πρόταση γινόταν από τον κατηγορούμενο, τηλεφωνικώς προς τον πολιτικώς ενάγοντα, στον τόπο κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του τελευταίου στην ..., Ακολούθως δε, οι συναφείς επιταγές, που ενσωμάτωναν τους τοκογλυφικούς τόκους ή αναλόγως τα ποσά αυτά σε μετρητά, παραλαμβάνονταν και εισπράττονταν από τον κατηγορούμενο στην ..., είτε αυτοπροσώπως κατά τη διέλευση του από αυτή τελικό προορισμό τη ..., όπου είναι και ο τόπος καταγωγής του, είτε από πρόσωπα στα οποία ο κατηγορούμενος έδιδε αντίστοιχη εντολή, είτε ακόμη αποστέλλονταν στη ... με το ΚΤΕΛ ..., στο οποίο ο κατηγορούμενος είχε διατελέσει πρόεδρος επί δέκα και πλέον έτη ή άλλως στην ... με το ΚΤΕΛ ... . Αυτό επαναλαμβανόταν και κάθε φορά που ο Ψ δεν μπορούσε να καταβάλει ολικώς ή μερικώς τα ποσά των επιταγών που είχε εκδώσει σε αντικατάσταση των παλαιοτέρων επιταγών και ενσωμάτωναν οφειλόμενο κεφάλαιο του προαναφερθέντος δανείου. Συναφώς προέκυψε ότι με τον παραπάνω τρόπο ο κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, γνωρίζοντας και εκμεταλλευόμενος την περιγραφείσα οικονομική δυσχέρεια του Ψ α) την 1-3-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 28-2-2004 έως 30-10-2004, την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 10.640 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ποσού 2.650 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας περαιτέρω τον Ψ, να του καταβάλει το παραπάνω ποσό με την ενσωμάτωση του σε μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 3.700 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2004,την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος, β) την 1-10-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-9-2004 έως την 30-1-2005 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 6.345 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 795 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 35% περίπου ετησίως και 3% μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό το οποίο ενσωματώθηκε σε μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 3.700 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2004, την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος, γ) στις 7-11-2005, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-10-2005 έως 30-8-2006 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 10.000 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 3.000 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 75% περίπου ετησίως και 6,95% μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, δ) στις 30-11-2005, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-11-2005 έως την 30-4-2006 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 10.000 ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 3.000 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 75% περίπου ετησίως και 6,25 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας το Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, ε) σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία, αλλά από τις αρχές του μήνα Φεβρουαρίου 2004 έως την 28-2-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 28-2-2004 έως την 30-7-2004 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 6.705 ευρώ, συνομολόγησε, για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 1.050 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό, πού ενσωματώθηκε σε μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, εκδόσεως του Ψ, ποσού 3.700 ευρώ με ημερομηνία έκδοσης 30-6-2004,την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος, στ) στις 30-6-2002, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-6-2002 έως 30-10-2002 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 5.870 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 725 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1% μηνιαίως, υποχρεώνοντας το Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, ζ) Στις 30-3-2002, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-3-2002 έως 30-6-2002 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 7.338, ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 670 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας το Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, η) στις 30-10-2002, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-10-2002 έως 30-12-2002 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 39.585 ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 2.375 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 36% περίπου ετησίως και 3% μηνιαίως, υποχρεώνοντας το Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, και θ) στις 30-9-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-9-2002 έως 30-1-2005 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 6.345 ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 795 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1% μηνιαίως και υποχρέωσε τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό το οποίο ενσωματώθηκε στην ... μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 7.140 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-1-2005 και εκδότη τον Ψ, που παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο. Τέλος προέκυψε ότι στις παραπάνω πράξεις προέβη ο κατηγορούμενος έχοντας ενιαίο δόλο και με σκοπό να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση τους, δρώντας προς το σκοπό αυτό βάσει οργανωμένου και επαναλαμβανόμενου σχεδίου, έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση του εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι κατήρτισε με τον μηνυτή την οιαδήποτε τοκογλυφική σύμβαση, υποστηρίζοντας ότι οι ανωτέρω πράξεις, ως και η αρχική δικαιοπραξία της πώλησης με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας, δεν αποτελούν κατά την έννοια του νόμου πιστωτικές συμβάσεις. Επίσης, υποστηρίζει στην σχετική έκθεση έφεσης του, ότι ο πολιτικώς ενάγων όφειλε σ' αυτόν χρηματικά ποσά του κεφαλαίου και νομίμων τόκων από την πώληση σ' αυτόν των δύο τελευταίων φορτηγών οχημάτων, ως επίσης, ότι κανείς εκ των μαρτύρων κατηγορίας δεν γνωρίζει, εξ ιδίας αντίληψης τις συναλλαγές του με τον πολιτικώς ενάγοντα. Πλην όμως, σύμφωνα όσα εκτίθενται ανωτέρω η αξιόποινη ενέργεια του κατηγορουμένου συνίσταται σε συνομολόγηση δανείου και σε παράταση της προθεσμίας πληρωμής αυτού, η οποία είχε ως αφορμή και μόνον την πώληση του συγκεκριμένου τελευταίου φορτηγού οχήματος, δεδομένου ότι για το προηγούμενο φορτηγό όχημα είχε υπογράψει ενώπιον του αρμοδίου συμβολαιογράφου ότι ο πολιτικώς ενάγων εκπλήρωσε τους όρους στο συμβόλαιο πώλησης και παραιτήθηκε ρητώς ανεκκλήτως της παρακράτησης κυριότητας του φορτηγού οχήματος. Σύμφωνα με τις 201/2007 και 202/2007 αποφάσεις Ειρηνοδικείου Πατρών έγιναν δεκτές ανακοπές του πολιτικώς ενάγοντα κατά των 653/2006 και 1155/2005 Διαταγών Πληρωμής και σ' αυτές αναφέρεται ότι οι επίδικες επιταγές, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι ανωτέρω Διαταγές Πληρωμής (25471478-1/30-12-2005 ποσού 7.770 ευρώ και 21708420-6/30-8-2005 ποσού 12.000 ευρώ), δεν αποδείχθηκε ότι κάλυπταν μέρους του τιμήματος της αγοράς των δύο τελευταίων . φορτηγών οχημάτων αλλά τοκογλυφικούς τόκους, καθ1 όσον σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές για κεφάλαιο 82.000 ευρώ κατεβλήθησαν τόκοι 28.000 ευρώ. Επίσης, από την 23-2-2007 κατάθεση του μάρτυρα ΕΕ προκύπτει ότι αυτός, τον Σεπτέμβριο του έτους 2005, ήταν παρών, όταν ο πολιτικώς ενάγων έδωσε μετρητά και μία επιταγή στον κατηγορούμενο για σφραγισθείσα προηγούμενη επιταγή του και είχε δει στο γραφείο του κατηγορούμενου χειρόγραφα σημειώματα του, τα οποία επισύναπτε πάνω στις επιταγές και στα οποία έγραφε το ποσό τού τόκου για κάθε επιταγή και αν θα έπρεπε να δοθεί ελεύθερα ή να κρατηθεί, ενώ από την 23-2-2007 κατάθεση της συζύγου του πολιτικώς ενάγοντα, ΣΤ, φαίνεται ότι αυτή γνώριζε τις συναλλαγές του συζύγου της με τον κατηγορούμενο, διότι είχε ενασχόληση με τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης του και ότι κατεβλήθησαν συνολικά από τον πολιτικώς ενάγοντα στον κατηγορούμενο για την αγορά του τρίτου φορτηγού οχήματος με εξοφλημένες επιταγές και συν/κές το ποσό των 110.000 ευρώ. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε εισέπραξε ποσά πλέον των νομίμως οφειλομένων, αμφισβητεί την τοπική αρμοδιότητα του Συμβουλίου και προβάλλει ισχυρισμούς περί υφισταμένης εκκρεμοδικίας. Ωστόσο, από τα περιστατικά που προέκυψαν ανωτέρω, ευχερώς συνάγεται ότι ο τόπος τέλεσης των ανωτέρω ήταν και η ..., καθόσον -και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι η λήψη των ωφελημάτων και η συνομολόγηση των συμβάσεων ελάμβαναν χώρα στην ... (προέκυψαν όμως σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις για το ότι έλαβαν χώρα στην ... κατά τα προαναφερθέντα)- στην ... βρισκόταν η κατοικία και επαγγελματική εγκατάσταση του μηνυτή και επομένως ο τόπος περιέλευσης της αντίστοιχης πρότασης του κατηγορουμένου, δηλαδή πράξη που αποτελεί τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του αδικήματος του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ, τεκμηριώνοντας επομένως την ..., ως έναν τουλάχιστον από τους περισσότερους τόπους τέλεσης της ανωτέρω κατ' εξακολούθηση πράξης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και στο προηγηθέν νομικό σκεπτικό. Αυτό δεν ανατρέπεται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, καθ" όσον ο τόπος κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του Ψ και ο τόπος όπου υπάρχει αρχή εκτέλεσης της πράξης δεν αμφισβητείται. Μετά ταύτα και με δεδομένο ότι για τις ανωτέρω πράξεις επιλήφθηκαν, μόνον οι ανακριτικές αρχές της παρούσας δικαστικής περιφέρειας, στις οποίες και κλήθηκε ο κατηγορούμενος για πρώτη φορά σε απολογία, θεμελιώνεται αρμοδιότητα (κατά προτίμηση) των ανακριτικών αρχών, των Δικαστικών Συμβουλίων και κατ' επέκταση του Δικαστηρίου, στο οποίο θα παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και στο ανωτέρω νομικό σκεπτικό, οι περί τοπικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Όπως απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα του κατηγορουμένου περί διενέργειας περαιτέρω ανακριτικών πράξεων, καθ1 όσον από το παρόν αποδεικτικό υλικό, πού συγκεντρώθηκε, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία εις βάρος του και η υπόθεση, στο παρόν στάδιο δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Τέλος, όσον αφορά στον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ένδικης ποινικής διώξεως, εξ αιτίας της προηγούμενης άσκησης άλλης ποινικής δίωξης για τις αυτές πράξεις, για τις οποίες έχει παραπεμφθεί σε δίκη, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος καθόσον οι αναφερόμενες πράξεις δεν ταυτίζονται ολικά ή μερικά με τις ένδικες. Ειδικότερα με το 12420/2007 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ. α και β ΠΚ διότι Α) με πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος συνομολόγησε και έλαβε κατά την κατάρτιση της παραπάνω συμβάσεως πώλησης του ελκυστήρα και επικαθήμενου του περιουσιακά ωφελήματα συνολικού ύψος 33.998 ευρώ, απαιτώντας και λαμβάνοντας α) την ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, με ημερομηνία εκδόσεως 30-3-2003 ποσού 21.998 ευρώ και β) την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως 30-8-2005, ποσού 12.000 ευρώ, που αφορούσαν σε ποσοστά τόκων υπερβαίνοντα τα κατά το νόμο θεμιτά ποσοστά τόκου, εκ των οποίων [Α' και Β1 ως άνω επιταγών] επέτυχε να εισπράξει το ποσό των 5.291,42 ευρώ.
Περαιτέρω δε αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι μεταβίβασε την υπό Β1 εκ των παραπάνω επιταγών στον ΒΒ (συγκατηγορούμενο του στην ίδια παραπάνω δίωξη) ο οποίος γνώριζε ότι η εν λόγω επιταγή ενσωμάτωνε τοκογλυφικά ωφελήματα. Με το ίδιο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται ότι ασκήθηκε επίσης δίωξη κατά του ΒΒ για το αδίκημα της απάτης, εξ αιτίας της έκδοσης διαταγής πληρωμής για την παραπάνω επιταγή των 12.000 ευρώ. Υπό τα περιστατικά αυτά, η ανωτέρω δίωξη, για την οποία εκκρεμεί η εκδίκαση της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν ταυτίζεται ολικά ή μερικά με την ένδικη και εκκρεμή ποινική δίωξη και επομένως ούτε με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο με αυτό το βούλευμα πράξεις, απορριπτόμενων των περί του εναντίου ισχυρισμών του κατηγορουμένου.
Με βάση των όσων αναπτύχθηκαν συνάγεται ότι ορθά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πατρών παρέπεμψε τον κατηγορούμενο με το εκκαλούμενο βούλευμα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πατρών για τις προαναφερθείσες πράξεις και πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του α) περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκκρεμοδικίας, β) τοπικής αναρμοδιότητας και γ) διενέργειας περαιτέρω ανακριτικών πράξεων.
Κατόπιν τούτων το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως ουσιαστικά αβάσιμη και τον παρέπεμψε να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, [άρθρα 13 περ.γ, στ, 60-63,94 παρ.1,98,404 παρ.2,3 ΠΚ].
5-Αναιρετικός έλεγχος
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος της τοκογλυφίας, κατ' εξακολούθηση, με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. γ, στ, 60-63, 94 παρ.1, 98, 404 παρ.2, 3 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα. Όσον αφορά το έγκλημα της τοκογλυφίας αναφέρει τα αναγκαία στοιχεία που απαιτούνται για την ποινική υπόσταση του αυτού, τόσο της αντικειμενικής, που συνίστανται στο ότι ο κατηγορούμενος κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής των συμφωνημένων δόσεων του δανείου που συνήψε με τον παθόντα συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του χρηματικά ποσά τόκων που υπερβαίνουν το νόμιμο ποσοστό, όσο και της υποκειμενικής, που συνίστανται στην γνώση και την αποδοχή των ανωτέρω περιστατικών, ότι δηλ. αυτός κατά την παράταση πληρωμής των δόσεων συνομολόγησε και έλαβε υπέρ αυτού τοκογλυφικούς τόκους.
Όσον αφορά τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και της κατά συνήθεια τέλεσης αναφέρει ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της τοκογλυφίας και δη από την τέλεση αυτής βάσει οργανωμένου και επαναλαμβανόμενου σχεδίου δράσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του
Η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του εισαγγελέα είναι αβάσιμη, διότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, εφόσον σ' αυτή εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα, όπως εν προκειμένω, τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η δική του κρίση [Α.Π. 205/05, Α.Π. 2367/2005].
Η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών σφάλλει όσον αφορά την εκτίμηση ορισμένων αποδεικτικών μέσων, όπως των 201/07 και 202/07 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Πατρών, με τις οποίες έγιναν δεκτές οι ανακοπές του παθόντος κατά των 653/06 και 1155/05 διαταγών πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πατρών, και των καταθέσεων των μαρτύρων ΕΕ και ΣΤ, συζύγου του παθόντος, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα διότι με αυτήν ο αναιρεσείων βάλλει κατά της ανέλεγκτης αναιρετικά ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας.
6-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δε να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 210 €.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α- Να απορριφθεί η 1/12-2-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του 381/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και
Β-Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 210 Ε.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των εδαφ.α' και β' της παρ.2 του άρθρου 404 του ΠΚ τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας για την πληρωμή του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το θεμιτό ποσοστό του τόκου (εδ.α) και όποιος... επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι. Οι παραπάνω τρόποι τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική και όχι φαινομένη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 98 του ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης κάθε εγκληματικής πράξης από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 ΑΚ και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δράστη. Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Κατ'επάγγελμα δε διαπράττεται η τοκογλυφία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 περ.στ ΠΚ όταν από την επανειλημμένη τέλεση της ή από την υποδομή του έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ'επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος με περισσότερες από μία φορές, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος (τοκογλυφίας) ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ'ύλη και κατά τόπο Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 381/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών απέρριψε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη των υπ'αριθμ. 20/19-9-2008 έφεση του αναιρεσείοντος Χ κατά του υπ'αριθμ. 288/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πατρών για να δικασθεί ως υπαίτιος τέλεσης του εγκλήαμτος της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια (άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98 παρ.1, 404 παρ.2 εδ.α' και 3 του ΠΚ), πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 30-3-2002 έως 30-11-2005. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών δέχθηκε για τον αναιρεσείοντα, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό, ειδικώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Πατρών, όπως τούτο παραδεκτά επιτρέπεται (βλ. Σημ. ΑΠ 146/2009 και 1348/2008) ότι "Ο κατηγορούμενος Χ ήταν αντιπρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "Διεθνείς Μεταφορές Λομποτέσης ΑΕ", με έδρα την ..., η οποία είχε στην κυριότητα της αριθμό φορτηγών αυτοκινήτων κατάλληλων για τη διενέργεια εμπορευματικών μεταφορών. Η εταιρία ήταν των συμφερόντων του κατηγορουμένου και της οικογενείας του, που ενδιαφέρονταν να προβούν σε πώληση όλων των φορτηγών της κυριότητας της, με τελικό σκοπό τη λύση της. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, Ψ, ήλθαν σε επαφή με τη διαμεσολάβηση τρίτου προσώπου, του ΑΑ (που ενεργούσε στην προκείμενη περίπτωση, ως μεσίτης στην κατάρτιση των κάτωθι συμβάσεων πωλήσεως). Καταρτίσθηκε μεταξύ της εταιρίας, πού νόμιμα εκπροσωπήθηκε από τον κατηγορούμενο, και του Ψ, το ... πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαγδαληνής-Διονυσίας Ζέρη, με το οποίο συμφωνήθηκε η πώληση του υπ' αριθμό κυκλοφ. ... φορτηγού δημόσιας χρήσεως (ελκυστήρας μετ' επικαθήμενου), μετά της άδειας δημόσιας χρήσης του, με παρακράτηση της κυριότητας του, εκ μέρους της πωλήτριας εταιρίας, μέχρις εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος. Ακολούθησε η κατάρτιση, επίσης στην ..., του ... συμβολαίου της αυτής συμβολαιογράφου, μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων, με το οποίο συμφωνήθηκε η πώληση του υπ' αριθμό κυκλοφ. ... φορτηγού οχήματος (ελκυστήρας μετ' επικαθήμενου), μετά της άδειας δημόσιας χρήσης του, επίσης, με παρακράτηση της κυριότητας του, εκ μέρους της πωλήτριας μέχρις εξόφλησης του πιστωθέντος τιμήματος. Ο πολιτικώς ενάγων Ψ εξόφλησε το τίμημα αμφοτέρων των ανωτέρω φορτηγών οχημάτων (επιβαρυνόμενος με τόκους για το πιστωθέν εκτός συμβολαίου τίμημα), και μετά την πλήρωση της αίρεσης, απέκτησε την πλήρη κυριότητα των ανωτέρω οχημάτων και καταρτίσθηκαν οι ... και ... συμβάσεις μεταβίβασης της κυριότητας της αυτής συμβολαιογράφου, πράξεις από τις οποίες προκύπτει και η εξόφληση του τιμήματος τους. Προέκυψε επίσης, ότι ο μηνυτής προέβη στην αγορά από την ανωτέρω εταιρία, πού νόμιμα εκπροσωπήθηκε από τον κατηγορούμενο, του υπ' αριθμό κυκλοφ. ..., φορτηγού οχήματος, μετά της άδειας δημόσιας χρήσης του και καταρτίσθηκε το ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαγδαληνής-Διονυσίας Ζέρρη. Το φορτηγό αυτό παραδόθηκε σε αυτόν κατά κατοχή, με παρακράτηση της κυριότητας υπέρ της πωλήτριας εταιρίας. Επρόκειτο για έναν αυτοκίνητο ελκυστήρα, μετά επικαθήμενου, πετρελαιοκίνητου, κοινού μη ανατρεπόμενου ωφέλιμου φορτίου 25.868 κιλών, που είχε εισαχθεί μεταχειρισμένο στην Ελλάδα, με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας (στην Ελλάδα) την 10η Οκτωβρίου 2001. Το τίμημα για το φορτηγό αυτό συμφωνήθηκε στο ποσό των 31.000.000 δραχμών (βλ. την σχετική κατάσταση πού συντάχθηκε κατά το έτος 2001 από τη σύζυγο του μηνυτή κατά τις διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο για την πώληση του φορτηγού οχήματος), τίμημα που ήταν αντίστοιχο, αν όχι υπέρτερο της αξίας του. Από το τίμημα αυτό, καταβλήθηκε προς τον κατηγορούμενο ποσό μετρητών 3.000.000 δραχμών κατά την κατάρτιση της ανωτέρω σύμβασης. Ωστόσο στο συμβόλαιο αναγράφηκε ως τίμημα το ποσό των 5.190.000 ευρώ ή 15,231,11 ευρώ, εκ του οποίου φερόταν πιστούμενο το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51 ευρώ και καταβληθέν το ποσό των 190.000 δρχ. ή 557,59 ευρώ. Το πιστωθέν τούτο τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί άτοκα σε οκτώ δόσεις των 1.467,35 ευρώ έκαστη, στις 30-12-2002, 30-8-2003, 30-9-2003, 30-10-2003, 30-12-2003, 28-2-2004, 30-4-2004 και 30-6-2004, αντίστοιχα καθώς και σε μία ακόμη δόση ποσού 2.943,70 ευρώ, καταβλητέα στις 30-11-2003. Για τις ανωτέρω δόσεις εκδόθηκαν αντίστοιχης λήξης συναλλαγματικές εκδόσεως της πωλήτριας και αποδοχής του πολιτικώς ενάγοντος, που αναφέρονται στο ... συμβόλαιο. Όσον αφορούσε δε στο εκτός συμβολαίου τίμημα ποσού 23.000.000 δρχ., τούτο καταβλήθηκε από τον κατηγορούμενο απευθείας στην εταιρία για λογαριασμό του πολιτικώς ενάγοντα, δυνάμει άτυπης συμβάσεως δανείου που καταρτίσθηκε μεταξύ τους (πολιτικώς ενάγοντα και κατηγορουμένου σχετικώς, από 16-10-2006 έγγραφες εξηγήσεις κατηγορουμένου ενώπιον της Πταισματοδίκου Αθηνών). Για δε το ποσό αυτό δανείου συμφωνήθηκε η σταδιακή αποπληρωμή του, με την πληρωμή μεταχρονολογημένων επιταγών κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες έκδοσης τους. Τις επιταγές αυτές εξέδωσε ο πολιτικώς ενάγων, σε διαταγή του μεσίτη ΑΑ, ο οποίος με τη σειρά του τις μεταβίβασε στον κατηγορούμενο (σχ. από 8-2-2008 ένορκη κατάθεση ΑΑ). Στον κατηγορούμενο παραδόθηκαν κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία κατάρτισης του μεταβιβαστικού συμβολαίου. Ειδικότερα επρόκειτο για τις ακόλουθες επιταγές της τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, που εκδόθηκαν εις διαταγή του συνεργάτη του κατηγορουμένου, ΑΑ (διαμεσολαβητή στην πώληση του φορτηγού), σε χρέωση του ... λογαριασμού που διατηρούσε ο πολιτικώς ενάγων στην ανωτέρω τράπεζα: α) την ... επιταγή ποσού 14.673 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-3-2002, β) την ... επιταγή ποσού 5,869 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-6-2002, γ) την ... επιταγή ποσού 8.804 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 29-9-2002, 6) την .... επιταγή ποσού 5.869 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-12-2002, ε) την ... επιταγή ποσού 7.336 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-4-2003, στ) την ... επιταγή ποσού 8.804 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-7-2003, ζ) την 57792154-1 επιταγή ποσού 5.869, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-12-2003 και τέλος η) την ... επιταγή ποσού 10.271 ευρώ, με τόπο εκδόσεως την ... και ημερομηνία εκδόσεως 30-10-2003, δηλαδή επιταγές συνολικού ποσού 67.495 ευρώ. Πλέον του ποσού αυτού και για το χρόνο που πιστώθηκε το δάνειο, ο κατηγορούμενος προκειμένου να συμβληθεί, υπό την παραπάνω ιδιότητα του ως νομίμου εκπροσώπου στη σύμβαση πωλήσεως, αξίωσε την καταβολή εκ μέρους του μηνυτή τόκων επ' αυτού ανερχόμενων στο ποσό των 21.998 ευρώ, αιτία, για την οποία εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, επίσης σε διαταγή του ΑΑ, με τόπο έκδοσης την ... και ημερομηνία έκδοσης 30-3-2003,η οποία οπισθογραφήθηκε από τον λήπτη της, στον κατηγορούμενο και από αυτόν προς τον ΒΒ (τελευταίο κομιστή της). Για την παραπάνω πράξη του κατηγορουμένου έχει ήδη ασκηθεί ποινική δίωξη για την πλημμεληματική παράβαση του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ και έχει αυτός παραπεμφθεί προκειμένου να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω προέκυψε ότι κατά την λήξη κάποιων από τις παραπάνω επιταγές ο μηνυτής δεν είχε, εξ αιτίας προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, τα χρηματικά μέσα προς αποπληρωμή τους. Ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας το πρόβλημά του αυτό, του πρότεινε την παράταση της προθεσμίας αποπληρωμής των αντίστοιχων δόσεων με την αντικατάσταση των επιταγών ή την μεταβολή των ημερομηνιών τους (βλ. και την από 14.2.2008 ένορκη κατάθεση ΓΓ, ως και την από 14,2.2008 κατάθεση ΔΔ), με την αξίωση επιπλέον τόκων, που κατά περίπτωση, είτε ελάμβανε σε μετρητά είτε ενσωματώνονταν στα σώματα νέων επιταγών. Συνομολόγησε κατ1 αυτό τον τρόπο, περιουσιακά ωφελήματα εκ της παρατάσεως της προθεσμίας αποπληρωμής του δανείου, που όμως υπερέβαιναν κατά πολύ το νόμιμο θεμιτό ποσοστό του τόκου υπερημερίας, που ανερχόταν από 30-3-2002 έως 5-12-2002 σε 11,25%, από 6-12-2002 έως 6-3-2003 σε 10,75%, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 σε 10,50%, από 6-6-2003 έως 5-12-2005 σε 10%, από 6-12-2005 έως 7-3-2006 σε 10,25%, από 8-3-2006 έως 14-6-2006 σε 10,50%, από 15-6-2006 έως 8-8-2006 σε 10,75 % και από 9-8-2006 έως 30-8-2006 σε 11%. Η σχετική πρόταση γινόταν από τον κατηγορούμενο, τηλεφωνικώς προς τον πολιτικώς ενάγοντα, στον τόπο κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του τελευταίου στην ..., Ακολούθως δε, οι συναφείς επιταγές, που ενσωμάτωναν τους τοκογλυφικούς τόκους ή αναλόγως τα ποσά αυτά σε μετρητά, παραλαμβάνονταν και εισπράττονταν από τον κατηγορούμενο στην ..., είτε αυτοπροσώπως κατά τη διέλευση του από αυτή τελικό προορισμό τη ..., όπου είναι και ο τόπος καταγωγής του, είτε από πρόσωπα στα οποία ο κατηγορούμενος έδιδε αντίστοιχη εντολή, είτε ακόμη αποστέλλονταν στη ... με το ΚΤΕΛ ..., στο οποίο ο κατηγορούμενος είχε διατελέσει πρόεδρος επί δέκα και πλέον έτη ή άλλως στην ... με το ΚΤΕΛ ... . Αυτό επαναλαμβανόταν και κάθε φορά που ο Ψ δεν μπορούσε να καταβάλει ολικώς ή μερικώς τα ποσά των επιταγών που είχε εκδώσει σε αντικατάσταση των παλαιοτέρων επιταγών και ενσωμάτωναν οφειλόμενο κεφάλαιο του προαναφερθέντος δανείου. Συναφώς προέκυψε ότι με τον παραπάνω τρόπο ο κατηγορούμενος, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, γνωρίζοντας και εκμεταλλευόμενος την περιγραφείσα οικονομική δυσχέρεια του Ψ α) την 1-3-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 28-2-2004 έως 30-10-2004, την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 10.640 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ποσού 2.650 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας περαιτέρω τον Ψ, να του καταβάλει το παραπάνω ποσό με την ενσωμάτωση του σε μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 3.700 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2004,την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος, β) την 1-10-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-9-2004 έως την 30-1-2005 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 6.345 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 795 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 35% περίπου ετησίως και 3% μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό το οποίο ενσωματώθηκε σε μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 3.700 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2004, την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος, γ) στις 7-11-2005, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-10-2005 έως 30-8-2006 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 10.000 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 3.000 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 75% περίπου ετησίως και 6,95% μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, δ) στις 30-11-2005, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-11-2005 έως την 30-4-2006 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 10.000 ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 3.000 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 75% περίπου ετησίως και 6,25 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, ε) σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία, αλλά από τις αρχές του μήνα Φεβρουαρίου 2004 έως την 28-2-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 28-2-2004 έως την 30-7-2004 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 6.705 ευρώ, συνομολόγησε, για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 1.050 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό, πού ενσωματώθηκε σε μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας, εκδόσεως του Ψ, ποσού 3.700 ευρώ με ημερομηνία έκδοσης 30-6-2004,την οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος, στ) στις 30-6-2002, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-6-2002 έως 30-10-2002 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 5.870 ευρώ, συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 725 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1% μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, ζ) Στις 30-3-2002, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-3-2002 έως 30-6-2002 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 7.338, ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 670 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1 % μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, η) στις 30-10-2002, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-10-2002 έως 30-12-2002 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 39.585 ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 2.375 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 36% περίπου ετησίως και 3% μηνιαίως, υποχρεώνοντας τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο του καταβλήθηκε σε μετρητά, και θ) στις 30-9-2004, προκειμένου να παρατείνει για το περαιτέρω χρονικό διάστημα από 30-9-2002 έως 30-1-2005 την προθεσμία πληρωμής μέρους του δανείου ποσού 6.345 ευρώ συνομολόγησε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα ύψους 795 ευρώ, ήτοι επιτόκιο 37% περίπου ετησίως και 3,1% μηνιαίως και υποχρέωσε τον Ψ να του καταβάλει το παραπάνω ποσό το οποίο ενσωματώθηκε στην ... μεταχρονολογημένη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας ποσού 7.140 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-1-2005 και εκδότη τον Ψ, που παραλήφθηκε από τον κατηγορούμενο. Τέλος προέκυψε ότι στις παραπάνω πράξεις προέβη ο κατηγορούμενος έχοντας ενιαίο δόλο και με σκοπό να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση τους, δρώντας προς το σκοπό αυτό βάσει οργανωμένου και επαναλαμβανόμενου σχεδίου, έχοντας αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση του εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι κατήρτισε με τον μηνυτή την οιαδήποτε τοκογλυφική σύμβαση, υποστηρίζοντας ότι οι ανωτέρω πράξεις, ως και η αρχική δικαιοπραξία της πώλησης με τον όρο της παρακράτησης της κυριότητας, δεν αποτελούν κατά την έννοια του νόμου πιστωτικές συμβάσεις. Επίσης, υποστηρίζει στην σχετική έκθεση έφεσης του, ότι ο πολιτικώς ενάγων όφειλε σ' αυτόν χρηματικά ποσά του κεφαλαίου και νομίμων τόκων από την πώληση σ' αυτόν των δύο τελευταίων φορτηγών οχημάτων, ως επίσης, ότι κανείς εκ των μαρτύρων κατηγορίας δεν γνωρίζει, εξ ιδίας αντίληψης τις συναλλαγές του με τον πολιτικώς ενάγοντα. Πλην όμως, σύμφωνα όσα εκτίθενται ανωτέρω η αξιόποινη ενέργεια του κατηγορουμένου συνίσταται σε συνομολόγηση δανείου και σε παράταση της προθεσμίας πληρωμής αυτού, η οποία είχε ως αφορμή και μόνον την πώληση του συγκεκριμένου τελευταίου φορτηγού οχήματος, δεδομένου ότι για το προηγούμενο φορτηγό όχημα είχε υπογράψει ενώπιον του αρμοδίου συμβολαιογράφου ότι ο πολιτικώς ενάγων εκπλήρωσε τους όρους στο συμβόλαιο πώλησης και παραιτήθηκε ρητώς ανεκκλήτως της παρακράτησης κυριότητας του φορτηγού οχήματος. Σύμφωνα με τις 201/2007 και 202/2007 αποφάσεις Ειρηνοδικείου Πατρών έγιναν δεκτές ανακοπές του πολιτικώς ενάγοντα κατά των 653/2006 και 1155/2005 Διαταγών Πληρωμής και σ' αυτές αναφέρεται ότι οι επίδικες επιταγές, με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι ανωτέρω Διαταγές Πληρωμής (25471478-1/30 -12-2005 ποσού 7.770 ευρώ και 21708420-6/30-8-2005 ποσού 12.000 ευρώ), δεν αποδείχθηκε ότι κάλυπταν μέρους του τιμήματος της αγοράς των δύο τελευταίων φορτηγών οχημάτων αλλά τοκογλυφικούς τόκους, καθ' όσον σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές για κεφάλαιο 82.000 ευρώ κατεβλήθησαν τόκοι 28.000 ευρώ. Επίσης, από την 23-2-2007 κατάθεση του μάρτυρα ΕΕ προκύπτει ότι αυτός, τον Σεπτέμβριο του έτους 2005, ήταν παρών, όταν ο πολιτικώς ενάγων έδωσε μετρητά και μία επιταγή στον κατηγορούμενο για σφραγισθείσα προηγούμενη επιταγή του και είχε δει στο γραφείο του κατηγορούμενου χειρόγραφα σημειώματα του, τα οποία επισύναπτε πάνω στις επιταγές και στα οποία έγραφε το ποσό τού τόκου για κάθε επιταγή και αν θα έπρεπε να δοθεί ελεύθερα ή να κρατηθεί, ενώ από την 23-2-2007 κατάθεση της συζύγου του πολιτικώς ενάγοντα, ΣΤ, φαίνεται ότι αυτή γνώριζε τις συναλλαγές του συζύγου της με τον κατηγορούμενο, διότι είχε ενασχόληση με τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης του και ότι κατεβλήθησαν συνολικά από τον πολιτικώς ενάγοντα στον κατηγορούμενο για την αγορά του τρίτου φορτηγού οχήματος με εξοφλημένες επιταγές και συν/κές το ποσό των 110.000 ευρώ. Περαιτέρω ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε εισέπραξε ποσά πλέον των νομίμως οφειλομένων, αμφισβητεί την τοπική αρμοδιότητα του Συμβουλίου και προβάλλει ισχυρισμούς περί υφισταμένης εκκρεμοδικίας. Ωστόσο, από τα περιστατικά που προέκυψαν ανωτέρω, ευχερώς συνάγεται ότι ο τόπος τέλεσης των ανωτέρω ήταν και η ..., καθόσον -και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι η λήψη των ωφελημάτων και η συνομολόγηση των συμβάσεων ελάμβαναν χώρα στην ... (προέκυψαν όμως σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις για το ότι έλαβαν χώρα στην ... κατά τα προαναφερθέντα)- στην ... βρισκόταν η κατοικία και επαγγελματική εγκατάσταση του μηνυτή και επομένως ο τόπος περιέλευσης της αντίστοιχης πρότασης του κατηγορουμένου, δηλαδή πράξη που αποτελεί τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του αδικήματος του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ, τεκμηριώνοντας επομένως την ..., ως έναν τουλάχιστον από τους περισσότερους τόπους τέλεσης της ανωτέρω κατ' εξακολούθηση πράξης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και στο προηγηθέν νομικό σκεπτικό. Αυτό δεν ανατρέπεται από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, καθ" όσον ο τόπος κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του Ψ και ο τόπος όπου υπάρχει αρχή εκτέλεσης της πράξης δεν αμφισβητείται. Μετά ταύτα και με δεδομένο ότι για τις ανωτέρω πράξεις επιλήφθηκαν, μόνον οι ανακριτικές αρχές της παρούσας δικαστικής περιφέρειας, στις οποίες και κλήθηκε ο κατηγορούμενος για πρώτη φορά σε απολογία, θεμελιώνεται αρμοδιότητα (κατά προτίμηση) των ανακριτικών αρχών, των Δικαστικών Συμβουλίων και κατ' επέκταση του Δικαστηρίου, στο οποίο θα παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται και στο ανωτέρω νομικό σκεπτικό, οι περί τοπικής αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Όπως απορριπτέο τυγχάνει και το αίτημα του κατηγορουμένου περί διενέργειας περαιτέρω ανακριτικών πράξεων, καθ' όσον από το παρόν αποδεικτικό υλικό, πού συγκεντρώθηκε, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία εις βάρος του και η υπόθεση, στο παρόν στάδιο δεν χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Τέλος, όσον αφορά στον ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί απαραδέκτου της ένδικης ποινικής διώξεως, εξαιτίας της προηγούμενης άσκησης άλλης ποινικής δίωξης για τις αυτές πράξεις, για τις οποίες έχει παραπεμφθεί σε δίκη, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος καθόσον οι αναφερόμενες πράξεις δεν ταυτίζονται ολικά ή μερικά με τις ένδικες. Ειδικότερα με το 12420/2007 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ. α και β ΠΚ διότι Α) με πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος συνομολόγησε και έλαβε κατά την κατάρτιση της παραπάνω συμβάσεως πώλησης του ελκυστήρα και επικαθήμενου του περιουσιακά ωφελήματα συνολικού ύψος 33.998 ευρώ, απαιτώντας και λαμβάνοντας α) την ... επιταγή της ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, με ημερομηνία εκδόσεως 30-3-2003 ποσού 21.998 ευρώ και β) την επιταγή με αριθμό ... με ημερομηνία εκδόσεως 30-8-2005, ποσού 12.000 ευρώ, που αφορούσαν σε ποσοστά τόκων υπερβαίνοντα τα κατά το νόμο θεμιτά ποσοστά τόκου, εκ των οποίων [Α' και Β1 ως άνω επιταγών] επέτυχε να εισπράξει το ποσό των 5.291,42 ευρώ. Περαιτέρω δε αποδίδεται στον κατηγορούμενο ότι μεταβίβασε την υπό Β1 εκ των παραπάνω επιταγών στον ΒΒ (συγκατηγορούμενο του στην ίδια παραπάνω δίωξη) ο οποίος γνώριζε ότι η εν λόγω επιταγή ενσωμάτωνε τοκογλυφικά ωφελήματα. Με το ίδιο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται ότι ασκήθηκε επίσης δίωξη κατά του ΒΒ για το αδίκημα της απάτης, εξ αιτίας της έκδοσης διαταγής πληρωμής για την παραπάνω επιταγή των 12.000 ευρώ. Υπό τα περιστατικά αυτά, η ανωτέρω δίωξη, για την οποία εκκρεμεί η εκδίκαση της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν ταυτίζεται ολικά ή μερικά με την ένδικη και εκκρεμή ποινική δίωξη και επομένως ούτε με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο με αυτό το βούλευμα πράξεις, απορριπτόμενων των περί του εναντίου ισχυρισμών του κατηγορουμένου". Στη συνέχεια κατέληξε ότι ορθά παραπέμφθηκε ο εκκαλών κατηγορούμενος με το εκκαλούμενο βούλευμα για την πράξη της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, απορρίπτοντας ορθά τους ισχυρισμούς και αιτήματα του εκκαλούντος [α) περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω εκκρεμοδικίας, β) της τοπικής αναρμοδιότητας και γ) διενέργειας περαιτέρω ανακριτών πράξεων] και στη συνέχεια στο σύνολό της την έφεση του κατηγορουμένου.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πατρών διέλαβε στο πληττόμενο βούλευμα την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το προαναφερόμενο έγκλημα, αφού εκθέτει στο εν λόγω βούλευμά του, με πληρότητα, σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση, και τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με τους οποίους συνήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 13 εδ.στ. 98, 404 παρ.2α και 3 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές. Ειδικότερα είναι αβάσιμη η αιτίαση περί ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, συνισταμένη στο ότι η εισαγγελική πρόταση που ενσωματώθηκε στο βούλευμα και αποτελεί το αιτιολογικό αυτού, είναι πιστή (λέξη προς λέξη) αντιγραφή του πρωτόδικου βουλεύματος, αφού αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως αυτό σαφώς προκύπτει από την αντιπαραβολή του σκεπτικού των δύο βουλευμάτων, ανεξαρτήτως του ότι το πρωτόδικο βούλευμα περιέχει εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσον αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού του πληττομένου βουλεύματος. Επίσης η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών έσφαλε κατά την εκτίμηση ορισμένων αποδεικτικών μέσων, όπως είναι οι υπ' αριθμ. 201 και 202/2007 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Πατρών που εκδόθηκαν επί ανακοπών του μηνυτή-πολιτικώς ενάγοντος Ψ κατά την υπ'αριθμ. 653/2006 και 1155/2005 διατάξεων πληρωμής του Ειρηνοδίκη Πατρών, παρά τη μη τελεσιδικία τους, και οι καταθέσεις των μαρτύρων ΕΕ και ΣΤ, συζύγου του μηνυτή-πολιτικώς ενάγοντος, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα καθόσον υπό την επίκληση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας πλήττεται η ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, που τυγχάνει αναιρετικώς ανέλεγκτη. Εξάλλου υφίσταται ειδική αιτιολογία ως προς τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης του εγκλήματος της τοκογλυφίας, δεδομένου ότι η φερόμενη ως κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος αυτού, κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου, στοιχειοθετεί τις επιβαρυντικές αυτές περιστάσεις, καθόσον παρατίθενται αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδεικνύουν την εν γένει υποδομή που είχε διαμορφώσει ο αναιρεσείων και την από την επανειλημμένη τέλεση της σταθερή ροπή του στη διάπραξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας.
Συνεπώς η σχετική αίτηση του αναιρεσείοντος ως προς την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας του βουλεύματος ως προς τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της τοκογλυφίας είναι αβάσιμη και απορριπτέα.
Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, ο μοναδικός από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ του ΚΠΔ (στην κρινόμενη αίτηση εσφαλμένα αναφέρεται υπό το στοιχ. ε') λόγος αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Φεβρουαρίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αριθμ. 381/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ