Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική πράξη απάτης κατ' επάγγελμα, με ζημία άνω των 15.000 ευρώ (άρθρ. 386 παρ. 1, 3 α και 13 στ ΠΚ). Βάσιμος ο συναφής από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β΄, Δ΄ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Αριθμός 209/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 755/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26.6.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1015/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 343/21.10.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 26-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ κατά του υπ'αριθμ. 755/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 1441/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι' απάτη κατ' επάγγελμα εκ της οποίας το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη νομίμου βάσεως.
Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 386 παρ. 1, 3 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (ή των 5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (ή των 25.000.000 δρχ.) Ως γεγονότα, κατά την στο ανωτέρω άρθρο έννοια, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τρόπον, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς καταστάσεως, από τον δράστη ο οποίος έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώση την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΑΠ 51/2007). Εξ' άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ' όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όχι μόνον όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, AΠ 259/2006.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο επιτρεπτώς στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα εκτιθέμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Tηv 30-7-1999, ο εγκαλών Ψ χορήγησε δάνειο ύψους 25.752,00 Ευρώ στην εταιρεία με την επωνυμία "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", με έδρα τη θέση "..." στη ... και αντικείμενο εμπορίας την κατασκευή και εμπορία επίπλων, φωτιστικών, διακοσμητικών και συναφών ειδών, προς εξασφάλιση δε της επιστροφής του χορηγηθέντος δανείου κατέστη κομιστής εξ οπισθογραφήσεως από την ανωτέρω εταιρεία έξι μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες είχαν περιέλθει σ' αυτήν με οπισθογράφηση εκ μέρους του κατηγορουμένου - εκκαλούντος. Οι επιταγές αυτές ήταν οι εξής: 1. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 1.200.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ΑΑ, πληρωτέα από τον λογαριασμό ..., 2. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ανωτέρω αναφερόμενο (στοιχ. 1) ΑΑ, πληρωτέα από τον ίδιο (στοιχ. 1 λογαριασμό). 3. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 2.000.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ΒΒ, πληρωτέα από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό. 4. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 2.000.000 δραχμών, ίδιας έκδοσης με την ανωτέρω στο στοιχ. 3 αναφερομένη και πληρωτέα από τον ίδιο με εκείνη λογαριασμό, 5. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ΑΑ και πληρωτέα από τον αναφερόμενο στα στοιχ. 1 και 2 λογαριασμό και 6. Η ..., ποσού 1.575.000, έκδοσης Χ. Οι ανωτέρω επιταγές εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εγκαλούντα στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν όμως ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό των εκδοτών και η μη πληρωμή τους βεβαιώθηκε με σημείωση του αρμοδίου υπαλλήλου της τράπεζας στα σώματα των επιταγών την 03-9-99, 01-10-99, 05-10-99, 03-11-99 01-11-99 και 3/9/1999 αντιστοίχως. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο εγκαλών στις 20/1/2000 με τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα, τον οποίο είχε ήδη καταμηνύσει για έκδοση ακάλυπτης επιταγής αναφορικά με την επιταγή δικής του έκδοσης (στοιχ. 6), προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις του, ο εκκαλών του παρέστησε ψευδώς ότι είχε πράγματι εκδώσει μόνο την αναφερόμενη στο στοιχ. 6 επιταγή, με τις υπόλοιπες όμως δεν είχε καμία σχέση και η υπογραφή στη θέση του οπισθογράφου με το όνομα "Χ" δεν ήταν δική του, πράγμα που επανέλαβε προς τον εγκαλούντα και σε μεταγενέστερες επικοινωνίες τους στις 16-01-2003, 27-11-2003 και 03-12-2003. Αυτά όμως που ισχυριζόταν ο εκκαλών προς τον εγκαλούντα ήταν ψευδή. Η αλήθεια δε, την οποία γνώριζε, ήταν ότι τις αναφερόμενες στα στοιχ. 1 έως 5 επιταγές είχε υπογράψει στη θέση του οπισθογράφου και με το όνομα "Χ" η εκπρόσωπος της δανειολήπτριας εταιρείας "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ΓΓ, εν γνώσει και με την συναίνεση του εκκαλούντος. Αυτό δε συνάγεται από τα ακόλουθα: Στα με αριθ. 32959/2004 πρακτικά και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών περιέχεται δήλωση του δικηγόρου του κατηγορουμένου σ' εκείνη τη δίκη Χ, σύμφωνα με την οποία την εποχή εκείνη (δηλ. το 1999) ο ανωτέρω πελάτης του διακινούσε επιταγές 100.000.000 δρχ. και μέσα σ' αυτές ήταν και οι τότε τρεις επίδικες αναφερόμενες ανωτέρω στα στοιχ. 1, 2 και 5, στις οποίες οι υπογραφές δεν ήταν του Χ, αλλά τις υπέγραφε η κ. ΓΓ, εκπρόσωπος της FACTORY με συναίνεση του. Η δήλωση βεβαίως αυτή δεν έχει τις έννομες συνέπειες της απολογίας του κατηγορουμένου, αφού ο εκπροσωπών τον κατηγορούμενο συνήγορος του δεν απολογείται για τον εκπροσωπούμενο, πλην όμως εκτιμώμενη με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως απλά και μόνον ως δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χ, ο οποίος ενεργούσε προς υπεράσπιση των συμφερόντων του πελάτη του, χωρίς ο τελευταίος να εναντιωθεί ποτέ ή να διαψεύσει τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε δίκης, δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί ως αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, όπως καταθέτει ο ΔΔ, κατηγορούμενος κι εκείνος στην ίδια πιο πάνω δίκη (επί της οποίας τα 32959/2004 πρακτικά και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), κατόπιν μηνύσεως του φερομένου ως εκδότη των αναφερομένων στα στοιχ. 1, 2 και 5 επιταγών κατ' αυτού (ΔΔ) και των Ψ και Χ για πλαστογραφία των επιταγών αυτών κλπ, όπου οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι, μετά το τέλος της δίκης, όταν βγήκαν έξω, άκουσε τον δικηγόρο του Χ που είπε στον δικηγόρο του εγκαλούντος, αλλά και στον ίδιο τον εγκαλούντα ότι ο εκκαλών πελάτης του θα πληρώσει τις επίδικες επιταγές. Βεβαίως οι δηλώσεις του τότε δικηγόρου του εκκαλούντος αφορούσαν τις τρεις από τις πέντε προαναφερθείσες επιταγές και δη τις υπό στοιχ. 1, 2 και 5 πλην όμως λογικά εκτιμάται το ίδιο και για τις δύο επιταγές, δηλ. τις υπό στοιχ.3 και 4. Πράγματι τις ανωτέρω έξι αναφερόμενες επιταγές, για τη μία από τις οποίες άλλωστε αποδέχεται ο εκκαλών ότι είναι εκδόσεως του, παρέδωσε στον εγκαλούντα δια του ΔΔ η ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρεία FACTORY ΕΠΕ, νόμιμη κομίστρια αυτών εξ οπισθογραφήσεως από τον Χ, με τον οποίο είχε εμπορική συνεργασία. Ο εκκαλών Χ, διακοσμητής στο επάγγελμα, που διατηρούσε παράλληλα και επιχείρηση χειροτεχνίας αναλαμβάνοντας ατομικά την εκτέλεση οικοδομικών έργων επί ακινήτων με δικά του υλικά και εργατοτεχνικό προσωπικό, βρισκόταν κατά τον επίδικο χρόνο σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα χρέη του, διωκόμενος από τους πιστωτές του, τους οποίους προσπαθούσε να εξοφλήσει, ενώ και ο ίδιος επιδίωκε την είσπραξη απαιτήσεων του από τρίτους. Με την 1028/2000 μάλιστα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ημέρα παύσεως των πληρωμών του η 31/5/1999. Κινούμενος μέσα σ' αυτό το πλαίσιο δεν είναι τυχαίο ότι μετά την καταμήνυσή του από τον εγκαλούντα για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, αυτής που αναφέρεται στο στοιχ. 6, πλήρωσε αυτήν επιλεκτικά, επιδιώκοντας προφανώς να αθωωθεί στο Εφετείο, όπως και έγινε. Προσπάθησε όμως να αποφύγει την πληρωμή των υπολοίπων παραπλανώντας τον εγκαλούντα ότι οι υπογραφές σ' αυτές δεν ήταν δικές του για να μην στραφεί αυτός εναντίον του δικαστικώς για την καταβολή των ποσών αυτών ύψους συνολικά 7.200.000 δρχ. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι, παρά την ενημέρωση του από τον εγκαλούντα ότι φέρεται ως οπισθογράφος των επιδίκων επιταγών, δεν κατέθεσε ποτέ μήνυση για να καταγγείλει το δήθεν τελεσθέν σε βάρος του αδίκημα της πλαστογραφίας. Άλλωστε και άλλη φορά και συγκεκριμένα ανακόπτοντας την 17231/99 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε σε βάρος του κατόπιν αιτήσεως του ΕΕ, με βάση την σ' αυτή αναφερόμενη επιταγή εκδόσεώς του ισχυρίστηκε ότι η υπογραφή του ήταν πλαστή, χωρίς και πάλι να κατονομάσει τον πλαστογράφο ή να επικαλεστεί ότι κατέθεσε μήνυση σχετική (βλ. την 1028/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Είναι προφανές ότι επρόκειτο επομένως για αμυντική τακτική έναντι των δανειστών του. Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω δεδομένα, αγόμεθα στο συμπέρασμα ότι με τις ψευδείς παραστάσεις του ο Χ έπεισε τον εγκαλούντα ότι οι υπογραφές με το όνομα "Χ" στις υπό στοιχ. 1-5 επιταγές δεν ήσαν δικές του και έτσι αυτός παραπλανηθείς δεν στράφηκε εναντίον του δικαστικώς προκειμένου να διεκδικήσει τα ποσά των υπό στοιχ. 1-5 επιταγών, συνολικού ύψους 7.200.000 δραχμών (1.200.000 + 1.000.000 + 2.000.000 + 2.000.000 + 1.000.000) ή 21.129,86 Ευρώ, με αποτέλεσμα να υποπέσει σε παραγραφή η αξίωση του εναντίον του εκκαλούντος από τα αξιόγραφα αυτά, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει, περί επιταγής "Αι εξ αναγωγής αγωγαί του κομιστού κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότου και κατά των άλλων υποχρέων, παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λήξεως της προθεσμίας προς εμφάνισιν ...". Προεκλήθη επομένως ζημία στην περιουσία του εγκαλούντος ισόποση προς το συνολικό ποσό των προεκτεθεισών πέντε επιταγών ύψους 21.129,86 Ευρώ, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του εκκαλούντος, είναι δε αδιάφορο σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας αν αυτός, εν όψει και του γεγονότος ότι η δανειολήπτρια εταιρεία, που υπολειτουργούσε εν τω μεταξύ, δήλωσε αδυναμία εξοφλήσεώς του αφενός και αδυνατούσε αφετέρου να κινηθεί εναντίον του οπισθογράφου εκκαλούντος και των δύο εκδοτών των επιταγών, έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της και έχει για το λόγο αυτό εγείρει κατά του εκκαλούντος την 8/7/2004 την πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 ΚΠΔ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθ. καταθ. δικ. 4954/2004). Εξ άλλου από την όλη υποδομή που έχει διαμορφώσει ο κατηγορούμενος δρώντας όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου για να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμή των προαναφερθεισών επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, σε μια γενικότερη προσπάθεια να αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο τους πιστωτές του από τους οποίους διωκόταν έχοντας περιέλθει σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα χρέη του, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, δηλ. κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις εις βάρος του κατηγορουμένου και, αφού απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση αυτού, επεκύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
Με τις παραδοχές, όμως, αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ως άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, ενώ αρχικώς δέχεται ότι ο αναιρεσείων παρεπλάνησε τον παθόντα, να μη στραφή εναντίον του δικαστικώς, εν συνεχεία δέχεται, αντιφατικώς, ότι ο παθών έχει ήδη ζητήσει δικαστική προστασία, εκ του άρθρ. 72 Κ.Πολ.Δικ. Επίσης, το εν λόγω Συμβούλιο Εφετών δεν διευκρινίζει αν ο παθών παρεπλανήθη από τον αναιρεσείοντα και εις μη άσκηση της αγωγής εκ του αδικαιολογητικού πλουτισμού (άρθρ. 60 Ν. 5960/1933). Εκ δε της εμφιλοχωρήσεως στο προσβαλλόμενο βούλευμα της ως άνω αντιφάσεως και ασαφείας, τούτο στερείται και νομίμου βάσεως, αφού καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της διατάξεως του άρθρ. 386 παρ. 1 ΠΚ, η οποία παρεβιάσθη εκ πλαγίου. Επομένως είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως. Οι λοιπές προβαλλόμενες αναιρετικές αιτιάσεις είναι αβάσιμες.
Κατ' ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 755/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να παραπεμφθή η υπόθεση, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Αθήναι 17 Σεπτεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος, σύμφωνα με το εδαφ. στ' του άρθρου 13 ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1408/1996, συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους, όπως είναι και η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως. Έτσι, επί παραπεμπτικού βουλεύματος για απάτη, της οποίας ο κακουργηματικός χαρακτήρας θεμελιώνεται στην κατ' επάγγελμα τέλεσή της, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως όταν δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την κατ' επάγγελμα τέλεση.
Τέλος, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, μετ' αναίρεση του 81/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που είχε απορρίψει έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, κατά του 1441/2006 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο με αριθμό 755/2009 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο αυτό βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε και πάλι ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του 1441/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο, λόγω σοβαρών ενδείξεων ενοχής του, παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος απάτης κατ' επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ και ανέρχονται σε 21.129,86 ευρώ. Δέχθηκε, συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα μνημονευόμενα, κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: "Την 30-7-1999, ο εγκαλών Ψ χορήγησε δάνειο ύψους 25.752,00 Ευρώ στην εταιρεία με την επωνυμία "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑ! ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", με έδρα τη θέση "..." στη ... και αντικείμενο εμπορίας την κατασκευή και εμπορία επίπλων, φωτιστικών, διακοσμητικών και συναφών ειδών, προς εξασφάλιση δε της επιστροφής του χορηγηθέντος δανείου κατέστη κομιστής εξ οπισθογραφήσεως από την ανωτέρω εταιρεία έξι (5) μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες είχαν περιέλθει σ* αυτήν με οπισθογράφηση εκ μέρους του κατηγορουμένου - εκκαλούντος. Οι επιταγές αυτές ήταν οι εξής: 1. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 1.200.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ΑΑ, πληρωτέα από τον λογαριασμό ..., 2. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ανωτέρω αναφερόμενο (στοιχ. 1) ΑΑ, πληρωτέα από τον ίδιο (στοιχ. 1 λογαριασμό). 3. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 2.000.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ΒΒ, πληρωτέα από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό. 4. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 2.000.000 δραχμών, ίδιας έκδοσης με την ανωτέρω στο στοιχ. 3 αναφερομένη και πληρωτέα από τον ίδιο με εκείνη λογαριασμό, 5. Η ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενο ως εκδότη τον ΑΑ και πληρωτέα από τον αναφερόμενο στα στοιχ. 1 και 2 λογαριασμό και 6. Η ..., ποσού 1.575.000, έκδοσης Χ. Οι ανωτέρω επιταγές εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον εγκαλούντα στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν όμως ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων στον λογαριασμό των εκδοτών και η μη πληρωμή τους βεβαιώθηκε με σημείωση του αρμοδίου υπαλλήλου της τράπεζας στα σώματα των επιταγών την 03-9-99, 01-10-99, 05-10-99, 03-11-99 01-11-99 και 3/9/1999 αντιστοίχως. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο εγκαλών στις 20/1/2000 με τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα, τον οποίο είχε ήδη καταμηνύσει για έκδοση ακάλυπτης επιταγής αναφορικά με την επιταγή δικής του έκδοσης (στοιχ. 6), προκειμένου να διερευνήσει τις προθέσεις του, ο εκκαλών του παρέστησε ψευδώς ότι είχε πράγματι εκδώσει μόνο την αναφερόμενη στο στοιχ. 6 επιταγή, με τις υπόλοιπες όμως δεν είχε καμία σχέση και η υπογραφή στη θέση του οπισθογράφου με το όνομα "Χ" δεν ήταν δική του, πράγμα που επανέλαβε προς τον εγκαλούντα και σε μεταγενέστερες επικοινωνίες τους στις 16-01-2003, 27-11-2003 και 03-12-2003.
Αυτά όμως που ισχυριζόταν ο εκκαλών προς τον εγκαλούντα ήταν ψευδή. Η αλήθεια δε, την οποία γνώριζε, ήταν ότι τις αναφερόμενες στα στοιχ. 1 έως 5 επιταγές είχε υπογράψει στη θέση του οπισθογράφου και με το όνομα "Χ" η εκπρόσωπος της δανειολήπτριας εταιρείας "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" ΓΓ, εν γνώσει και με την συναίνεση του εκκαλούντος. Αυτό δε συνάγεται από τα ακόλουθα: στα με αριθ. 32959/2004 πρακτικά και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών περιέχεται δήλωση του δικηγόρου σ' εκείνη τη δίκη Ανδρέα Τομαρά, σύμφωνα με την οποία την εποχή εκείνη (δηλ. το 1999) ο ανωτέρω πελάτης του διακινούσε επιταγές 100.000.000 δρχ. και μέσα σ' αυτές ήταν και οι τότε τρεις επίδικες αναφερόμενες ανωτέρω στα στοιχ. 1, 2 και 5, στις οποίες οι υπογραφές δεν ήταν του Χ, αλλά τις υπέγραφε η κ. ΓΓ, εκπρόσωπος της FACTORY με συναίνεσή του. Η δήλωση βεβαίως αυτή δεν έχει τις έννομες συνέπειες της απολογίας του κατηγορουμένου, αφού ο εκπροσωπών τον κατηγορούμενο συνήγορός του δεν απολογείται για τον επροσωπούμενο, πλην όμως εκτιμώμενη με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως απλά και μόνον ως δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Χ, ο οποίος ενεργούσε προς υπεράσπιση των συμφερόντων του πελάτη του, χωρίς ο τελευταίος να εναντιωθεί ποτέ ή να διαψεύσει τους ισχυρισμούς του συνηγόρου του σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε δίκης, δεν μπορεί παρά να αξιολογηθεί ως αποδεικτικό μέσο. Περαιτέρω, όπως καταθέτει ο ΔΔ, κατηγορούμενος κι εκείνος στην ίδια πιο πάνω δίκη (επί της οποίας τα 32959/2004 πρακτικά και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), κατόπιν μηνύσεως του φερομένου ως εκδότη των αναφερομένων στα στοιχ. 1, 2 και 5 επιταγών κατ' αυτού (ΔΔ) και των Ψ και Χ για πλαστογραφία των επιταγών αυτών κλπ, όπου οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν αθώοι, μετά το τέλος της δίκης, όταν βγήκαν έξω, άκουσε τον δικηγόρο του Χ που είπε στον δικηγόρο του εγκαλούντος, αλλά και στον ίδιο τον εγκαλούντα ότι ο εκκαλών πελάτης του θα πληρώσει τις επίδικες επιταγές. Βεβαίως, οι δηλώσεις του τότε δικηγόρου του εκκαλούντος αφορούσαν τις τρεις από τις πέντε προαναφερθείσες επιταγές και δη τις υπό στοιχ. 1, 2 και δ, πλην όμως λογικά εκτιμάται το ίδιο και για τις δύο επιταγές, δηλ. τις υπό στοιχ. 3 και 4. Πράγματι, τις ανωτέρω έξι αναφερόμενες επιταγές, για τη μία από τις οποίες άλλωστε αποδέχεται ο εκκαλών ότι είναι εκδόσεώς του, παρέδωσε στον εγκαλούντα δια του ΔΔ η ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρεία FACTORY ΕΠΕ, νόμιμη κομίστρια αυτών εξ οπισθογραφήσεως από τον Χ, με τον οποίο είχε εμπορική συνεργασία. Ο εκκαλών ΧΧ, διακοσμητής στο επάγγελμα, που διατηρούσε παράλληλα και επιχείρηση χειροτεχνίας αναλαμβάνοντας ατομικά την εκτέλεση οικοδομικών έργων επί ακινήτων με δικά του υλικά και εργατοτεχνικό προσωπικό, βρισκόταν κατά τον επίδικο χρόνο σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα χρέη του, διωκόμενος από τους πιστωτές του, τους οποίους προσπαθούσε να εξοφλήσει, ενώ και ο ίδιος επιδίωκε την είσπραξη απαιτήσεών του από τρίτους. Με την 1028/2000 μάλιστα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως και ορίστηκε ημέρα παύσεως των πληρωμών του η 31/5/1999. Κινούμενος μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι μετά την καταμήνυσή του από τον εγκαλούντα για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής, αυτής που αναφέρεται στο στοιχ. 6, πλήρωσε αυτήν επιλεκτικά, επιδιώκοντας προφανώς να αθωωθεί στο Εφετείο, όπως και έγινε. Προσπάθησε όμως να αποφύγει την πληρωμή των υπολοίπων, παραπλανώντας τον εγκαλούντα ότι οι υπογραφές σ' αυτές δεν ήταν δικές του για να μην στραφεί αυτός εναντίον του δικαστικώς για την καταβολή των ποσών αυτών ύψους συνολικά 7.200.000 δρχ. Είναι εξάλλου αξιοσημείωτο ότι, παρά την ενημέρωσή του από τον εγκαλούντα ότι φέρεται ως οπισθογράφος των επιδίκων επιταγών, δεν κατέθεσε ποτέ μήνυση για να καταγγείλει το δήθεν τελεσθέν σε βάρος του αδίκημα της πλαστογραφίας. Άλλωστε και άλλη φορά και συγκεκριμένα ανακόπτοντας την 17231/99 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε σε βάρος του κατόπιν αιτήσεως του ΕΕ, με βάση την σ' αυτή αναφερόμενη επιταγή εκδόσεώς του, ισχυρίστηκε ότι η υπογραφή του ήταν πλαστή, χωρίς και πάλι να κατονομάσει τον πλαστογράφο ή να επικαλεστεί ότι κατέθεσε μήνυση σχετική (βλ. την 1028/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Είναι προφανές ότι επρόκειτο επομένως για αμυντική τακτική έναντι των δανειστών του. Συνεκτιμώντας τα ανωτέρω δεδομένα, αγόμεθα στο συμπέρασμα ότι με τις ψευδείς παραστάσεις του ο Χ έπεισε τον εγκαλούντα ότι οι υπογραφές με το όνομα "Χ" στις υπό στοιχ. 1-5 επιταγές δεν ήσαν δικές του και έτσι αυτός παραπλανηθείς δεν στράφηκε εναντίον του δικαστικώς προκειμένου να διεκδικήσει τα ποσά των υπό στοιχ. 1-5 επιταγών, συνολικού ύψους 7.200.000 δραχμών (1.200.000 + 1.000.000 + 2.000.000 + 2.000.000 + 1.000.000) ή 21.129,86 Ευρώ, με αποτέλεσμα να υποπέσει σε παραγραφή η αξίωσή του εναντίον του εκκαλούντος από τα αξιόγραφα αυτά, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 52 του ν. 5960/1933, όπως ισχύει, περί επιταγής "Αι εξ αναγωγής αγωγαί του κομιστού κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότου και κατά των άλλων υπόχρεων, παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λήξεως της προθεσμίας προς εμφάνισιν ...". Προεκλήθη επομένως ζημία στην περιουσία του εγκαλούντος, ισόποση προς το συνολικό ποσό των προεκτεθεισών πέντε επιταγών ύψους 21.129,86 Ευρώ, με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του εκκαλούντος, είναι δε αδιάφορο, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αν αυτός, εν όψει και του γεγονότος ότι η δανειολήπτρια εταιρεία, που υπολειτουργούσε εν τω μεταξύ, δήλωσε αδυναμία εξοφλήσεώς του αφενός και αδυνατούσε αφετέρου να κινηθεί εναντίον του οπισθογράφου εκκαλούντος και των δύο εκδοτών των επιταγών, έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της και έχει για το λόγο αυτό εγείρει κατά του εκκαλούντος την 8/7/2004 την πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 ΚΠΔ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθ. καταθ. δικ. 4954/2004). Εξ άλλου, από την όλη υποδομή που έχει διαμορφώσει ο κατηγορούμενος δρώντας όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου για να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμή των προαναφερθεισών επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, σε μια γενικότερη προσπάθεια να αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο τους πιστωτές του, από τους οποίους διωκόταν έχοντας περιέλθει σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα χρέη του, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, δηλ. κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την κατά την ανωτέρω έννοια απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικότερα: α) η κρίσιμη παραδοχή του βουλεύματος περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων για το ψευδές της διαβεβαιώσεως του αναιρεσείοντος, ότι οι επί των επιταγών υπογραφές με το όνομά του ως οπισθογράφου δεν είναι ιδικές του, εκ της οποίας παραπείσθηκε ο εγκαλών και δεν στράφηκε δικαστικώς εναντίον του εντός του χρόνου παραγραφής της οικείας αξιώσεώς του από κάθε επιταγή, ως προς μεν τις επιταγές 1, 2 και 5 (συνολικού ποσού 3.200.000 δρχ.) αιτιολογείται ελλιπώς από απόψεως αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν στηρίζεται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας, αλλά στηρίζεται μόνον σε δήλωση που προέβη ενώπιον άλλου ποινικού δικαστηρίου ο εκπροσωπήσας τον αναιρεσείοντα στη δίκη ενώπιον του άλλου αυτού δικαστηρίου συνήγορός του, η οποία (δήλωση), ενόψει του ότι ο εκπροσωπών τον κατηγορούμενο συνήγορός του δεν απολογείται για τον εκπροσωπούμενο, είναι χωρίς έννομη επιρροή, ως προς δε τις λοιπές 3 και 4 επιταγές δεν αιτιολογείται παντάπασι, αφού τα παρατιθέμενα συναφώς στο βούλευμα, ότι κατόπιν της ως άνω δηλώσεως του συνηγόρου του αναιρεσείοντος για τις επιταγές 1, 2 και 5 "λογικά εκτιμάται ως ισχύον το ίδιο και για τις υπόλοιπες δύο επιταγές υπό στοιχ. 3 και 4", δεν συνιστούν αιτιολογία με την έννοια των ως άνω διατάξεων, β) υπάρχει ασάφεια και δη, ενώ γίνεται δεκτό ότι οι άνω έξι επιταγές δόθηκαν στον εγκαλούντα από την δανεισθείσα από αυτόν εταιρεία, όχι προς εξόφληση, αλλά ως εγγύηση προς εξασφάλιση επιστροφής του δανεισθέντος ποσού, δε διευκρινίζεται από πού προέκυψε υπολειτουργία και αδυναμία της δανεισθείσας πρωτοφειλέτριας εταιρείας να επιστρέψει στον εγκαλούντα δανειστή το δανεισθέν ποσό, βάσει της συμβάσεως δανείου, ζήτημα το οποίο επηρεάζει την ύπαρξη ή μη βλάβης και δη ζημίας στη περιουσία του εγκαλούντος από την ως άνω απάτη, η οποία ζημία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις άνω παραπλανητικές ενέργειες του κατηγορουμένου, γ) δεν αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, καθόσον το Συμβούλιο, χωρίς να γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων έχει τελέσει και άλλες, εκτός από την επίμαχη, πράξεις απάτης, δέχθηκε σχετικώς ότι "από την όλη υποδομή που έχει διαμορφώσει (ο κατηγορούμενος) δρώντας όχι ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, προκειμένου να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμή των επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, σε μια γενικότερη προσπάθεια να αντιμετωπίσει με κάθε τρόπο τους πιστωτές του από τους οποίους διωκόταν έχοντας περιέλθει σε αδυναμία να αντιμετωπίσει τα χρέη του, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος" χωρίς, όμως, να παραθέτει πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και υποδηλώνουν ότι η πράξη τελέσθηκε υπό την εν λόγω επιβαρυντική περίσταση, ήτοι περιστατικά που να συγκεκριμενοποιούν το αναφερόμενο σχέδιο δράσεως και την εντεύθεν ύπαρξη υποδομής. Κατ' ακολουθίαν, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠοινΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, που πλήττουν το προσβαλλόμενο βούλευμα για τις ανωτέρω πλημμέλειες και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί το εν λόγω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως, (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 755/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ