Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 670 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως παραδοχή, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η'του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, για υπέρβαση εξουσίας, για μη νόμιμη αποβολή της πολιτικής αγωγής ως παράνομης παράστασης για δήθεν παραγραφή αυτή .





Αριθμός 670/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 3601/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1) Δ. Γ. του Φ., κάτοικο ..., 2) Ε. Π. του Ι., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κυριάκο Κουτρούλη και 3) Β. Π. του Α., κάτοικο ..., που παρέστη με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο και με πολιτικώς ενάγουσα Σ. Θ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 12/6-4-2015 αίτηση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 411/2015.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των κατηγορουμένων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση και για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 λόγους, μεταξύ των οποίων και για υπέρβαση εξουσίας.
Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ.3 προστέθηκαν με το άρθρο 10 του ν. 4274/2014, και ορίζει ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής", προκύπτει ότι η πιο πάνω τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης της παρ. 3, όχι από τη δημοσίευσή της, αλλά από την καταχώρησή της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο του Δικαστηρίου, ενώ αν ουδόλως καταχωρηθεί, η αναίρεση είναι πάντα εμπρόθεσμη.
Συνεπώς η κρινόμενη με αρ. 12/6-4-2015 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της με αρ. 3601/2014 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που όπως από την επισκόπηση αυτής προκύπτει ότι δημοσιεύθηκε μεν στις 2-2-2015, πλην δεν έχει καταχωρηθεί στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο του άνω εκδόντος αυτήν Δικαστηρίου, που ασκήθηκε την 6-4-2015, είναι εμπρόθεσμη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως, της υπερβάσεως εξουσίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.2 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ. Κάθε άλλη έλλειψη ή πλημμέλεια που αφορά την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, εφόσον οι πλημμέλειες αυτές αφορούν απλώς το συμφέρον του δικαιούχου και όχι του κατηγορουμένου ούτε πλήττουν τη δημόσια τάξη. Απόλυτη ακυρότητα όμως επέρχεται και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως της υποβολής αυτής κατά το άρθρο 68 του ΚΠΔ. Τέτοια πλημμέλεια είναι και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ. Στο άνω άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση • εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως". Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, λαμβάνεται υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του ΠΚ αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 ΑΚ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ.3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ.ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και δεν απαιτείται για την επέλευση της διακοπής κατά τα παραπάνω της παραγραφής και επίδοση σχετικού δικογράφου προς τους κατηγορουμένους-εναγομένους. Η παραγραφή της πολιτικής αγωγής δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό και πρέπει να προβληθεί από τον κατηγορούμενο στο πρωτόδικο δικαστήριο, αν παρίσταται, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, άλλως, αν ήταν απών στον πρώτο βαθμό, πρέπει να προβάλλεται με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της ερήμην καταδικαστικής απόφασης. Τούτο δε διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσία αυτεπάγγελτης ενεργείας, αλλά ενεργεί κατ’ ένσταση του υπόχρεου. Εφόσον όμως, η ένσταση της παραγραφής, διατυπώνεται από τον κατηγορούμενο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο (άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο υποχρεούται να απαντήσει επ’ αυτής, αφού η τυχόν βασιμότητά της συνεπάγεται την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της πολιτικής αγωγής και, συνακόλουθα, τη μη δυνατότητα αυτής να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο, προς ικανοποίηση αξιώσεών της. Η ένσταση αυτή, εφόσον κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποκύψει σε παραγραφή η αξίωση του πολιτικώς ενάγοντος, κατά το αστικό δίκαιο (937 ΑΚ), πρέπει να προβάλλεται, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν μπορεί να προβληθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή, στο ακροατήριο, το πρώτον, κατά τη συζήτηση στο εφετείο της υποθέσεως, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως που ασκήθηκε, από τον κατηγορούμενο, εφόσον δεν προβλήθηκε με λόγο της εφέσεως αυτού, αφού, κατά το άρθρο 502 παρ.2 ΚΠΔ, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει επί εκείνων μόνο των μερών της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Αν όμως, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης δεν έχει παραγραφεί, λόγω διακοπής της πενταετούς παραγραφής και δηλωθεί παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο και το δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικής ενστάσεως του κατηγορουμένου, αποβάλλει την πολιτική αγωγή, το Δικαστήριο υποπίπτει στην πλημμέλεια του αναιρετικού λόγου της υπερβάσεως εξουσίας, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του ΚΠΔ και η απόφαση είναι εκ τούτου αναιρετέα. Στην κρινόμενη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 3601/2015 απόφασή του, κήρυξε αθώους τους κατηγορούμενους Β. Π. του Α. και Δ. Γ. του Φ., των κατηγοριών της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρος και συκοφαντικής δυσφήμησης, και την κατηγορουμένη Ε. Π. του Ι., της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε ψευδείς καταμηνύσεις, ψευδορκίες μαρτύρων και συκοφαντικές δυσφημήσεις, πράξεις που φέρονταν ότι είχαν τελεσθεί από αυτούς στην Αθήνα την 13-7-2007, σε βάρος της Σ. Θ., κατοίκου .... Όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της αποφάσεως αυτής, κατά την συζήτηση της υποθέσεως, εμφανίστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου η Σ. Θ., δικηγόρος, κάτοικος Αθηνών, και δήλωσε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα κατά των κατηγορουμένων για χρηματική ικανοποίηση ποσού 44 ευρώ σε βάρος καθενός κατηγορουμένου με επιφύλαξη, για την ηθική βλάβη που υπέστη συνεπεία των ως άνω αξιοποίνων πράξεων, που φέρονται ότι έχουν τελέσει σε βάρος της. Κατά της δήλωσης αυτής οι κατηγορούμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις, ισχυριζόμενοι ότι η ασκούμενη δι’ αυτής αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τα αδικήματα που τους αποδίδονται, έχει υποπέσει σε παραγραφή και δεν δικαιούνται σε παράσταση πολιτικής αγωγής. Το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο, έκανε δεκτή την ένστασή αυτή και με την ταυτάριθμη με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέβαλε την Σ. Θ. από την πολιτική αγωγή, με το εξής αιτιολογικό: " Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 51ο παρ. ι στοιχ. Α Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ. ΑΠ 762/1992), μεταξύ των οποίων και εκείνη, που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει σε παραγραφή, εκτός αν ο κατηγορούμενος πρότεινε την σχετική ένσταση. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παρ.2 ΚΠΔ η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από το δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα πρόσωπο (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Εξάλλου, στο άρθρο 937 του Α.Κ ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση... εάν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημιώσεως. Στην παραπάνω πενταετή παραγραφή υπόκειται και η κατ’ άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή άλλους ποινικούς νόμου παραγραφή, όπως αυτή, ως προς τη διάρκεια της, καθορίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ ή άλλο ειδικό ποινικό νόμο και η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π.Κ αρχίζει από το χρόνο, κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή, η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παρ.1 του Α.Κ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί πλημμελημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 του Π.Κ μέγιστο διάστημα της τριετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση (Πολ. Ολ. ΑΠ 21/2003). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 Α.Κ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρου 101 Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α1 74/20.03.2013, την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής η δε με τον τρόπο αυτό διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, κατά δε το άρθρο 270 ΑΚ αν η παραγραφή διακόπηκε ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα παραγραφή. Με έγερση αγωγής εξομοιώνεται κάθε επιθετική πράξη του δικαιούχου κατά του υπόχρεου, η οποία έχει ως σκοπό την με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο ικανοποίηση της επίδικης αξιώσεως, όπως είναι η ανταγωγή, η προσεπίκληση, η κυρία παρέμβαση και η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής (βλ. ΑΠ. 153/2000, ΑΠ 80/2009), ενώ "διαδικαστική πράξη" κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 261 Α.Κ. είναι κάθε πράξη διαδίκου ή νομίμου αντιπροσώπου του ή πληρεξουσίων των ή της δικαστικής Αρχής, η οποία περιέχει τα στοιχεία της δικαστικής ενεργείας και είναι κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης (ΑΠ 114/2010). Ομοίως, την παραγραφή διακόπτουν επίσης, κατ’ άρθρον 264 Α.Κ., 1) η επίδοση επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο, 2) η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση, 3) η αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό και 4) η υποβολή ενστάσεως συμψηφισμού της αξιώσεως (Α.Π. 343/ 2012). Τέτοια άσκηση αγωγής, που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. (Α.Π. 617/2010), νοούμενης αυτής ως δήλωσης, η οποία καταχωρίζεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ποινικού δικαστηρίου και όχι με την υποβολή της έγκλησης-μήνυσης πριν ακόμη αρχίσει η ποινική προδικασία, με την οποία (έγκληση-μήνυση) κοινοποιεί την βούλησή του να επιδιώξει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, διότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, με την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής δεν νοείται η διαλαμβανόμενη στην έγκληση-μήνυση δήλωση του εγκαλούντος αλλά η stricto sensu δήλωση, που γίνεται προφορικά ενώπιον του δικάζοντος Δικαστηρίου, καταχωρούμενη στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, έτσι ώστε να τύχει της ανάλογης δημοσιότητας, προκειμένου να λάβει γνώση και ο οφειλέτης, την οποία σε καμία περίπτωση δεν λαμβάνει κατά την υποβολή της έγκλησης-μήνυσης, με την οποία καταγγέλλει την σε βάρος του τέλεση της αξιόποινης πράξης, εξομοιούμενου ενός τέτοιου δικογράφου μόνο με την άσκηση αγωγής, οπότε αυτή εξομοιώνεται με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ενώπιον των Αστικών Δικαστηρίων της αγωγής, συντελούμενης της άσκησης αυτής με την επίδοση της αγωγής προς τον εναγόμενο, επέχουσα τη θέση διαδικαστικής πράξης. Ως διαδικαστική δε πράξη, που συνεπάγεται κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, τη διακοπή της παραγραφής θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης. (Α.Π.74/2013). Η παραδοχή άλλωστε της αντίθετης άποψης θα επέφερε διάσπαση των lato sensu περιγραφόμενων διακοπτικών γεγονότων, που ορίζονται στο Νόμο, όπως η άσκηση αγωγής, η αναγγελία της απαίτησης, η από πλευράς του οφειλέτη αναγνώριση της απαίτησης κ.λ.π. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποστηριχθεί η αντίθετη άποψη, που υποστηρίζεται και αυτή, ο δανειστής, στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία προβάλλεται από τον οφειλέτη η ένσταση παραγραφής και προς απόκρουση της, οφείλει, ως φέρων το προς τούτο δικονομικό βάρος διάδικος, να προσκομίσει την έκθεση επίδοσης, έτσι ώστε να αποδείξει ότι όντως συντελέστηκε η διακοπή της παραγραφής με τέτοιου είδους δικόγραφο, καθώς μόνη η υποβολή έγκλησης, ακόμη και αν θεωρηθεί ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, δεν αρκεί αλλά απαιτείται και η επίδοση στον οφειλέτη αντιγράφου αυτής, προκειμένου ο τελευταίος να λάβει γνώση της δήλωσης αυτής, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα λοιπά εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκαλούσα-μηνύτρια Σ. Θ. και πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία υπέβαλε δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, ήτοι, αξίωσε χρηματική ικανοποίηση λόγω της επικαλούμενης από την ίδια ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από τις αξιόποινες πράξεις, που τέλεσαν σε βάρος της οι κατηγορούμενοι, κατά τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας-μηνύτριας, δήλωση, η οποία καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου. Κατ’ αυτής της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής, οι κατηγορούμενοι αντέλεξαν, προτείνοντας την ένσταση παραγραφής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα. Η ένσταση αυτή, που προβλήθηκε παραδεκτά, είναι νόμιμη και πρέπει να γίνει δεκτή, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, διότι από το φερόμενο ως χρόνο τέλεσης της πράξης (13-11-2007) μέχρι τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών χωρίς να συντελεστεί οποιοδήποτε διακοπτικό της παραγραφής γεγονός, όπως άσκηση αγωγής κ.λ.π., με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δεδομένου ότι δεν αρκεί η υποβολή της έγκλησης- μήνυσης σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης της ποινικής διαδικασίας, συνεκτιμώμενης μάλιστα της παράλειψης της εγκαλούσας-μηνύτριας, ως φέρουσας το βάρος της απόδειξης διαδίκου να προσκομίσει αποδεικτικό ή έκθεση επίδοσης της κατά τα παραπάνω έγκλησης-μήνυσης στους κατηγορούμενους, έτσι ώστε οι τελευταίοι να λάβουν γνώση της επιδίωξής της για επιδίκαση του χρηματικού ποσού των 44,00 Ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της επικαλούμενης από αυτήν ηθικής βλάβης, εάν ήθελε κριθεί ως διακοπτικό της παραγραφής γεγονός η υποβολή έγκλησης-μήνυσης από την πλευρά της σε βάρος των κατηγορουμένων".Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στην νομική σκέψη της παρούσας διατάξεις, στην συνέχεια δε αποβάλλοντας από την ποινική διαδικασία, τη δηλωθείσα πολιτική αγωγή της Σ. Θ., υπερέβη την εξουσία του, καθόσον σύμφωνα με αυτά που αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη και όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η αξίωση της ως άνω πολιτικώς ενάγουσας, δεν είχεν υποκύψει σε πενταετή παραγραφή, καθόσον η αρχική της δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για αξιόποινες πλημμεληματικές πράξεις, που είχαν τελεσθεί την 13-11-2007, έγινε νόμιμα με την υποβολή της αρμοδίως και νομοτύπως κατατεθείσης από 25-9-2012 εγκλήσεώς της, δηλαδή πριν από την παρέλευση πενταετίας, αρκούσε δε η δήλωση αυτή για την διακοπή της παραγραφής, χωρίς να απαιτείται και επίδοση σχετικού δικογράφου στους εγκαλούμενους-κατηγορουμένους, η δε διακοπείσα και εκ νέου αρξαμένη παραγραφή, δεν συμπληρώθηκε μέχρι την 2-2-2015, (8ετία), οπότε επαναλήφθηκε αυτή, κατά τη συνεδρίαση του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου, όπου δηλώθηκε εκ νέου η παράσταση πολιτικής αγωγής. Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός συναφής λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 3601/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για την αναιρετική πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο το εκδόν Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί τη με αρ. 3601/2015 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που αφορά τους αθωωθέντες κατηγορούμενους Β. Π., Δ. Γ. και Ε. Π.,
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2015. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή