Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, για όλους του λόγους αναιρέσεως, εντός μηνός από την έκδοσή του. Η προθεσμία αρχίζει από την επόμενη ημέρα και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του επομένου μηνός. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα που απεφάνθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία για απάτη, τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β΄ και Δ΄ του ΚΠΔ λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι ερευνώνται και αυτεπαγγέλτως. Αναιρεί και παραπέμπει.
Αριθμός 1288/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση) ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη και Ελευθέριο Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Με κατηγορούμενους τους 1)Χ1 και 2)Χ2.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 61/2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σοφρωνιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1899/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 21/24-1-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω σύμφωνα με τα άρθρ. 463, 464, 474, 483, 484 και 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., προς συζήτηση και έκδοση αποφάσεως την υπ'αριθ. 61/13-11-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς δια του οποίου απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία εις βάρος των α) Χ1 και β) Χ2, μαζί με την σχετική δικογραφία και, καθ'όσον αφορά την βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, αναφέρομαι εξ ολοκλήρου στο δικόγραφο της αναιρέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Α) Να γίνει δεκτή η υπ'αριθ. 61/13-11-2007 αίτησή μου για αναίρεση του υπ'αριθ. 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Β) Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο με αριθ. 315/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς δια του οποίου απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία εις βάρος των α) Χ1 και β)Χ2 για την πράξιν της απάτης, τελεσθείσαν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, εκ της οποίας η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
Αθήναι 16 Ιανουαρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 483 παρ. 3 εδ. α' ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 2 του Ν.3160/2003, που ισχύει από 30.6.2003, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, που εκδίδεται από τα συμβούλια πλημμελειοδικών και εφετών, και για όλους τους λόγους αναιρέσεως, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την έκδοσή τους. Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 εδ. α' ΚΠοινΔ, με παραπομπή στο άρθρο 479 παρ. 2, ορίζει τόσο την προθεσμία μέσα στην οποία ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο του αναιρέσεως κατά βουλεύματος, όσο και το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας αυτής, που είναι η έκδοση του βουλεύματος (Ολ.ΑΠ 1214/1991). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 473 παρ.1 εδ. τελευτ. ΚΠοινΔ, που ορίζει ότι η προθεσμία για αίτηση αναιρέσεως κατά του βουλεύματος αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας εφέσεως, σε συνδυασμό και προς τα άρθρα 462 - 465 του αυτού Κώδικα συνάγεται, ακόμη, ότι η προθεσμία αναιρέσεως κατά βουλεύματος δεν αρχίζει πριν λήξει ή προθεσμία της εφέσεως, εφόσον, όμως, εκείνος που ασκεί την αναίρεση έχει δικαίωμα για άσκηση εφέσεως. Τέτοιο δικαίωμα για άσκηση εφέσεως κατά βουλεύματος δεν έχει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και, επομένως, δεν ισχύει γι' αυτόν το άνω τελευταίο εδάφιο του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, το οποίο αναφέρεται σε δικαιούμενο να ασκήσει κατά του βουλεύματος και έφεση και αναίρεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Στην προκιίμένη περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, στις 13-11-2007, με δήλωσή του στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, άσκησε αναίρεση κατά του 315/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, δια του οποίου αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία εις βάρος των? α) Χ1 και β) Χ2, για την πράξη της απάτης κατά συναυτουργία, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η προκληθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ. Το εν λόγω βούλευμα, όπως απ' αυτό προκύπτει, εκδόθηκε την 12-10-2007. Επομένως, η μηνιαία προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατ' αυτού από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που άρχισε στις 13-10-2007, έληξε την κατ' αριθμόν αντίστοιχη ημέρα του επομένου μηνός Νοεμβρίου 2007, (άρθρα 168 παρ. 1 ΚΠοινΔ σε συνδ. προς άρθρα 241, 243 ΑΚ), ήτοι την 13-11-2007, ημέρα Τρίτη. Κατ' ακολουθία η κρινόμενη ως άνω από 13-11-2007 αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη, είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τα αντίθετα.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων, από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996 και την εκ νέου αντικατάστασή της με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν ο δράστης διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, (ήδη 15.000 ευρώ κατά το άρθρο 5 του Ν. 2943/2001). Η τελευταία αυτή διάταξη, μετά την κατά τα προεκτεθέντα αντικατάστασή της, είναι, εν όψει του οριζομένου πλέον ελαχίστου ποσού του επιδιωκόμενου οφέλους ή της επελθούσας ζημίας, επιεικέστερη και εφαρμόζεται αναδρομικώς κατά το άρθρο 2 του ΠΚ, για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από το Ν. 2721/1999, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 3-6-1999. Από τη διάταξη δε του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του εν λόγω εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται, αντικειμενικώς, επανειλημμένη τέλεση αυτού, οία υπάρχει και επί του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για επί μέρους εγκληματικές ομοειδείς πράξεις, οι οποίες έχουν αυτοτέλεια και συνδέονται μεταξύ τους με ταυτότητα της προς εκτέλεση αυτών αποφάσεως (ενότητα δόλου), υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος, της κατά συνήθεια δε τέλεσης αυτού, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως να προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του .
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δυο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ειρημένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα στα εγκλήματα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως, όπως είναι η απάτη, στα οποία για την ύπαρξη του δόλου απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, όπως ο σκοπός πορισμού περιουσιακού οφέλους, πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία και ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία των στοιχείων αυτών του δόλου.
Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτή υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 315/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά, εξ ολοκλήρου, στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, γιατί δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της κακουργηματικής απάτης, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση, στην οποία το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται. Ειδικότερα, κατά τα εκτεθέντα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς δέχτηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά? "Την 1-11-1993 στον ...., οι κατηγορούμενοι, τυγχάνοντες ιδιοκτήτες της διαχειρίστριας πλοίων εταιρίας με την επωνυμία "...... LTD", συμφώνησαν με τον εγκαλούντα Ψ1 - με την ιδιότητά τους ως μετόχων και διαχειριστών της εταιρίας με την επωνυμία "........ LIMITED", με έδρα το διαμέρισμα ... του 7ου ορόφου επί της οδού..... (....) ...... Κύπρου, η οποία επρόκειτο να αγοράσει το αξιόπλοο και κερδοφόρο πλοίο "Β1" - να πωλήσουν και να μεταβιβάσουν σε αυτόν (εγκαλούντα) μετοχές της ως άνω εταιρίας, με την προοπτική να συμμετάσχει ως μέτοχος στα κέρδη από την εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου. Για το σκοπό αυτό, ο εγκαλών κατέβαλε προς τους κατηγορουμένους με έμβασμα, συνολικό ποσό 201.600 δολαρίων Η.Π.Α, (την 1-11-1993 επί μέρους ποσό 101.771, 24 δολαρίων Η.Π.Α, την 2-11-1993 επί μέρους ποσό 50.000 δολαρίων Η.Π.Α, την 19-11-1993 επί μέρους ποσό 20.000 δολαρίων Η.Π.Α και την 9-12-1993 επί μέρους ποσό 30.149, 95 δολαρίων Η.Π.Α), στον από αυτούς υποδειχθέντα με αριθμό ........ τραπεζικό λογαριασμό της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας "..... LTD" στην τράπεζα XIOSBANK και αγόρασε με το ποσό αυτό οκτώ (8) μετοχές της εταιρίας με την επωνυμία "....... LIMITED". H ως άνω εταιρεία, συστήθηκε την .... με μετοχικό κεφάλαιο 100 μετοχών, το οποίο καταβλήθηκε από τους κατηγορουμένους, επισήμως όμως στην .... φέρονταν ως αποκλειστικοί μέτοχοι και διευθυντές οι γραμματείς του δικηγορικού γραφείου "......." - με έδρα τη ...... Κύπρου- (που είχε αναλάβει τις διαδικασίες συστάσεως στης εταιρίας), Γ1 και τη Γ2. Η εταιρία αυτή πράγματι αγόρασε το πλοίο "Β1" την 10-12-1993, το οποίο μετονομάστηκε στις 10-12-1993 σε ".....", στις 14-4-1994 σε "......", στις 17-11-1998 σε "......" και στις 10-3-1999 σε "......". Το εν λόγω πλοίο, αγοράσθηκε έναντι ποσού 6.300.000 δολαρίων Η.Π.Α, μέρος του οποίου, ύψους 2.520.000 δολαρίων καταβλήθηκε από ίδια των κατηγορομένων κεφάλαια, ενώ το υπόλοιπο τίμημα εξασφαλίσθηκε από δάνειο μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας ("...... LIMITED") - δια της διαχειρίστριας (".....LTD") και της τράπεζας ING, με εγγυητές τους κατηγορουμένους, όπως προκύπτει από τις συνημμένες συμβάσεις πωλήσεως και δανειοδοτήσεως με εγγύηση. Κατά το χρόνο εκμεταλλεύσεως του πλοίου - από τα έτη 1993 έως 1999 -λόγω συγκυριών στη ναυτιλιακή αγορά και βλαβών του πλοίου, τα κέρδη από αυτή δεν κατέστη δυνατό να υπερκαλύψουν· το δάνειο, (όπως προκύπτει από την έκθεση του Ορκωτού ελεγκτή-λογιστή ......) και τελικώς το πλοίο εκπλειστηριάσθηκε, έναντι μόλις 250.000 δολαρίων ΗΠΑ, με συνέπεια οι μέτοχοι, μεταξύ των οποίων οι κατηγορούμενοι και ο εγκαλών, να υποστούν ζημία ανάλογη με το ποσά που είχαν καταβάλει για τη συγκεκριμένη ναυτιλιακή επιχείρηση. Μετά ταύτα - και δέκα χρόνια μετά την αγορά των 8 μετοχών - ο εγκαλών υπέβαλε την κρινομένη έγκληση, διατεινόμενος ότι υπέστη την προαναφερόμενη ζημία των 201.600 δολαρίων ΗΠΑ, επειδή οι κατηγορούμενοι δεν είχαν εξουσία διαθέσεως των αγορασθέντων προ δεκαετίας μετοχών και επειδή η ψευδής αυτή παράσταση, (αδυναμία μεταβιβάσεως μετοχών), είχε ως αποτέλεσμα την ως άνω ζημία. Τα περιστατικά αυτά έκανε δεκτά το προσβαλλόμενο βούλευμα, που αποφάνθηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν μέτοχοι και διαχειριστές της ανωτέρω εταιρίας και ότι παραπλάνησαν ως προς τούτο τον εγκαλούντα. Ερευνητέο επομένως τυγχάνει αν πράγματι υπήρξε ψευδής παράσταση εκ μέρους των κατηγορουμένων σχετικά με τη κυριότητα και εντεύθεν τη δυνατότητα μεταβιβάσεως των μετοχών και, σε θετική περίπτωση, αν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραστάσεως αυτής και της επελθούσας ζημίας.
Κατά το Κυπριακό δίκαιο, (όπως προκύπτει από τις με αρ. πρωτ. 599/2004 και 322/2006 νομικές πληροφορίες του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου και το με στ. ΓΕ: 39/1949/34 έγγραφο - απάντηση της νομικής υπηρεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας): οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (company limited) διέπονται από τον "Περί Εταιριών Νόμο", ο οποίος ισχύει από 21 Ιουλίου 1951, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε, αναθεωρήθηκε, μεταφράστηκε και ενοποιήθηκε στην Ελληνική και περιέχεται στο κεφάλαιο 113 της νομοθεσίας της Κύπρου. Ο Κυπριακός Ε.Ν. επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (αρ.3 (1) Κυπριακού Ε.Ν.) να συστήσει εταιρία περιορισμένης ευθύνης, χωρίς διάκριση ως προς την ιθαγένεια ή τον τόπο της κατοικίας του. Αλλά τα άρθρα 10, 11, 15 και 19 του Νόμου περί ελέγχου συναλλάγματος (199, όπως τροποποιήθηκε, της Νομοθεσίας της Κύπρου) προβλέπουν ότι πρόσωπο το οποίο διαμένει εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας (μη κάτοικος) δεν μπορεί να αποκτήσει αμέσως ή εμμέσως τίτλο αξιών σε νομικά πρόσωπα εγγεγραμμένα στην Κύπρο, χωρίς την άδεια της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου. Με βάση αυτό το νόμο παρέχεται εξουσία στην Κεντρική Τράπεζα να εξαρτά την παροχή αυτής της άδειας από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η άδεια της Κεντρικής Τράπεζας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση να καταγράψει η εταιρία τα ονόματα των μελών της, μη κατοίκων ή των εντολοδόχων τους στο μητρώο μελών σύμφωνα με το άρθρο 105 Κυπριακού Ε.Ν. Χωρίς την άδεια αυτή μετοχές ή άλλοι τίτλοι δεν παρέχουν κανένα δικαίωμα στους "κυρίους" τους. Περαιτέρω, για τους μετόχους μη κατοίκους που επιθυμούν την ανωνυμία τους, προβλέπεται η δυνατότητα διορισμού εμπιστευματοδόχου, με σχετική πράξη συστάσεως εμπιστεύματος (trust deed), μέχρι κατ' ανώτατο όριο τεσσάρων κατοίκων-μετόχων-εμπιστευματοδόχων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 34, 35, 36, 38 και 40 του νόμου περί εμπιστεύματος (Κεφάλαιο 193 της Νομοθεσίας της Κύπρου). Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου περί συναλλάγματος (Κεφ. 199, όπως τροποποιήθηκε) ο "κάτοικος" δεν μπορεί να ενεργήσει ως εντολοδόχος-εμπιστευματοδόχος για λογαριασμό ενός "μη κατοίκου", χωρίς την προηγούμενη άδεια από την Κεντρική Τράπεζα, που είναι η αρμόδια υπηρεσία για αυτό. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 112 και 113 Κυπρ. Ε.Ν. μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων-εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα του τηρούνται από τον Έφορο Εταιριών και στο Μητρώο Μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρίας. Δηλαδή στην περίπτωση που μετοχές εταιρίας κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για σκοπούς του Κυπριακού Ε.Ν. θεωρείται ο εμπιστευματοδόχος, ο οποίος είναι πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο Μητρώο Μελών Εταιρίας και στο Μητρώο του Εφόρου Εταιριών. Ο Κυπρ. Ε.Ν. δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων". Ο νόμος αυτός προνοεί για μετόχους, δηλαδή τα φυσικά ή νομικά εκείνα πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο ιδρυτικό έγγραφο της εταιρίας, (το οποίο καταχωρείται στον Έφορο Εταιριών προς εγγραφή), ότι λαμβάνουν μετοχές. Στη συνέχεια οποιεσδήποτε μετοχές κατέχονται από τα εν λόγω πρόσωπα δύνανται να μεταβιβαστούν σε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δε μεταβίβαση κοινοποιείται στον Έφορο Εταιριών με τη συμπλήρωση και καταχώρηση σχετικού εντύπου, το οποίο υπογράφεται από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή το Γραμματέα της Εταιρίας. Στις περιπτώσεις κατοχής μετοχών από εμπιστευματοδόχο, υπογράφεται από τον εμπιστευματοδόχο (trustee) το λεγόμενο "έγγραφο εμπιστεύματος" (Deed of Trust ή Decleration of Trust), στο οποίο συνήθως ρητά δηλώνεται, μεταξύ άλλων ότι οι συγκεκριμένες μετοχές που έχουν εγγραφεί επ' ονόματι του εμπιστευματοδόχου κατέχονται προς όφελος του δικαιούχου (beneficiary) και ότι ο πρώτος αναλαμβάνει να μεταβιβάσει τις μετοχές μόνο σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου. Μάλιστα σε πολλά τέτοια "έγγραφα εμπιστεύματος" καταγράφεται ρητά ότι ο εμπιστευματοδόχος παραδίδει στο δικαιούχο δεόντως υπογεγραμμένο έγγραφο μεταβίβασης, μετοχών, εξουσιοδοτώντας το δικαιούχο να ολοκληρώσει καθ' οιονδήποτέ χρόνο τη μεταβίβαση, συμπληρώνοντας το όνομα του προσώπου στο οποίο μεταβιβάζονται οι μετοχές και την ημερομηνία της μεταβίβασης. Τέλος στο άρθρο 2(2) του Κυπριακού Ε.Ν, σχετικά με τις εξουσίες του εμπιστευματοδόχου και την έκταση αυτών, ορίζεται ότι "οι εξουσίες που χορηγούνται από το νόμο στους επιτρόπους εμπιστευμάτων, είναι πρόσθετες των εξουσιών που χορηγούνται από το έγγραφο (deed of trust) αν υπάρχει, που δημιουργεί το εμπίστευμα, αλλά οι εξουσίες αυτές, εκτός αν διαφορετικά αναφέρεται, εφαρμόζονται μόνο αν και κατά την έκταση που δεν εκφράζεται ρητή αντίθετη πρόθεση στο έγγραφο, αν υπάρχει, που δημιουργεί το εμπίστευμα και ισχύουν τηρουμένων των όρων του εγγράφου αυτού", δηλαδή στο κείμενο του εγγράφου συστάσεως του εμπιστεύματος, θα αναζητηθούν οι τυχόν εξουσίες του πραγματικού δικαιούχου των μετοχών (ουσιαστικού μετόχου) για τη μεταβίβαση των μετοχών της εταιρίας με ή χωρίς τη συμμετοχή των εμπιστευματοδόχων (τυπικών μετόχων).
Στην προκειμένη υπόθεση, επειδή οι κατηγορούμενοι ως μη κάτοικοι ....., έκαναν χρήση της δυνατότητας που τους παρείχε κατά τ' ανωτέρω το Κυπριακό δίκαιο, και κατόπιν αδείας που τους παρείχε η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, συνέστησαν την εταιρία "....... LIMITED", με εμπιστευματοδόχους ο μεν Χ1 τη Γ1, ο δε Χ2 τη Γ2, υπαλλήλους του δικηγορικού γραφείου με την επωνυμία ".......", με έδρα τη ..... Κύπρου. Οι ανωτέρω, υπέγραψαν τις από ..... συμβάσεις παρακαταθήκης, κατ' εντολή του εργοδότη τους, όπως οι ίδιες καταθέτουν στις από 4/11/2004 ένορκες δηλώσεις τους, (ληφθείσες κατά το Κυπριακό δίκαιο), χωρίς να υφίσταται καμία ουσιαστική συμμετοχή ή σύμπραξή τους στην εν λόγω εταιρία ή καταβολή εκ μέρους τους χρημάτων και ενεργώντας αποκλειστικά προς διευκόλυνση των κατηγορουμένων. Εν συνεχεία, έλαβαν άδεια από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, ώστε να παρουσιάζονται οι ίδιες ως μέτοχοι της εταιρείας, ενώ κατείχαν τις μετοχές προς όφελος τρίτων (των κατηγορουμένων). Περαιτέρω, στις προαναφερόμενες συμβάσεις παρακαταθήκης ρητώς διαλαμβάνεται ότι: "Ο καταπιστευματοδόχος δια της παρούσης δηλώνει ότι κατέχει τις περιεχόμενες στον πίνακα μετοχές και όλα τα μερίσματα και τόκους που έχουν σωρρευθεί ή πρόκειται να σωρρευθούν στην ίδια παρακαταθήκη για το δικαιούχο και τους διαδόχους του και συμφωνεί να μεταβιβάσει, πληρώσει και χειρίζεται τις ρηθείσες μετοχές και μερίσματα και τόκους πληρωτέους από την άποψη του ιδίου κατά τέτοιο τρόπο ως εκείνος ή εκείνοι από καιρού εις καιρόν υποδεικνύουν". Από την εν λόγω διάταξη της συμφωνίας, σαφώς προκύπτει ότι η εξουσία διαθέσεως των μετοχών ανήκει αποκλειστικά στον αφανή μέτοχο και ότι οι καταπιστευματοδόχοι, (εν προκειμένω οι Γ1 και Γ2), δεν είχαν δικαίωμα να αρνηθούν τη μεταβίβαση των μετοχών αν εντελλόταν προς τούτο από τους πραγματικούς μετόχους. Επομένως, το περιστατικό επί του οποίου ερείδεται η κατηγορία, ότι δηλαδή δεν ήταν οι κατηγορούμενοι πραγματικοί μέτοχοι και ότι δολίως είχαν αποκρύψει τούτο από τον εγκαλούντα ουδόλως ευσταθεί. Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν γνώριζε τότε ο εγκαλών τον τρόπο με τον οποίο διατίθενται οι μετοχές σε μη κατοίκους ...... (δια καταπιστευματοδόχου) κατά το Κυπριακό δίκαιο, το γεγονός τούτο, δεν μπορούσε να έχει αιτιώδη συνάφεια με την καταβολή από αυτόν του ποσού των 201.600 δολαρίων Η.Π.Α, εφόσον, και στην περίπτωση που ήξερε τον τρόπο κτήσεως των μετοχών κατά τ' ανωτέρω, πάλι θα κατέβαλε το ως άνω ποσό ανεπιφύλακτα, διότι οι δικαιούχοι κατηγορούμενοι είχαν- κατά τη σύμβαση παρακαταθήκης - και νομικά απόλυτη εξουσία διαθέσεως των μετοχών αυτών, πέραν του ότι ήταν και οι πραγματικοί κύριοι. Επιπλέον, οι ίδιες οι καταπιστευματοδόχοι δήλωσαν ότι ενεργούσαν ουσιαστικά ως ενδιάμεσα άτομα και ότι ήδη παρουσιάζονται ως μέτοχοι σε πάρα πολλές Κυπριακές εταιρίες, που έχει εγγράψει το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο, με την ίδια διαδικασία . Πρέπει να σημειωθεί ότι στην 3η σελίδα της από 7/10/2004 ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος διαλαμβάνεται επί λέξει? "Επιπλέον συνιστούσε ψευδή παράσταση το γεγονός ότι οι ίδιοι μου υποσχέθηκαν ότι θα παρακρατήσουν τις μετοχές βάσει του συμφωνητικού παρακαταθήκης..", αποστροφή από την οποία συνάγεται ότι ο πολιτικώς ενάγων γνώριζε τη σύμβαση παρακαταθήκης και συνεπώς γνώριζε και το καθεστώς υπό το οποίο κατείχαν τις μετοχές κατά το Κυπριακό δίκαιο οι κατηγορούμενοι. Στην ίδια ανωμοτί κατάθεση ο πολιτικώς ενάγων δέχθηκε ότι έλαβε από κέρδη από τη διαχείριση του πλοίου συνολικά 60.000 δολαρίων Η.Π.Α, γεγονός που σημαίνει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν τη δυνατότητα διαχείρισης και διανομής των κερδών του πλοίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι η αθέτηση της υποχρεώσεως μεταβιβάσεως των 8 μετοχών από τους κατηγορουμένους προς τον πολιτικώς ενάγοντα - παρότι συμμετείχε στα κέρδη για τρία έτη - ακόμη και αν προϋπήρχε της συμφωνίας ως δόλια πρόθεση των κατηγορουμένων και η τυχόν κακοδιαχείριση των εσόδων της εταιρείας και μάλιστα εναντίον των συμφερόντων των λοιπών μετόχων μετά τη συμφωνία και την καταβολή του ποσού αγοράς των μετοχών, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει το έγκλημα της απάτης, διότι αφορά σε μελλοντικά γεγονότα και συνιστά αστική αξίωση, η ικανοποίηση της οποίας πρέπει να επιδιωχθεί ενώπιον των αστικών δικαστηρίων".
Με τις παραδοχές όμως αυτές το Συμβούλιο Εφετών, αφ' ενός μεν δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την κατά τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, επί τη βάση των οποίων αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων για την πράξη της απάτης από κοινού, με επιδιωκόμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τελεσθείσα από πρόσωπα που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφ' ετέρου δε στέρησε αυτήν νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών δέχεται ότι η εις βάρος των κατηγορουμένων απαγγελθείσα κατηγορία από τον ανακριτή ως τρόπο τελέσεως της απάτης περιέχει ιδίως ότι "την 1-11-1993 στον ..., ενεργώντας από κοινού, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, τόσο οι ίδιοι όσο και η δικών τους συμφερόντων εταιρία με την επωνυμία .... LTD εν γνώσει τους παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ1, ότι τυγχάνουν μέτοχοι και διαχειριστές της εταιρίας με την επωνυμία ........ LIMITED", και συνακόλουθα ότι είχαν τη δυνατότητα να πωλήσουν και μεταβιβάσουν σε αυτόν οκτώ (8) μετοχές της ανωτέρω εταιρίας, και ότι έτσι τον έπεισαν να καταθέσει με έμβασμα συνολικό ποσό 201.600 δολαρίων Η.Π.Α, στην τράπεζα ΧΙOSBANK. Eνώ το αληθές ήταν ότι δεν ήταν μέτοχοι και διαχειριστές της ανωτέρω εταιρίας..., η οποία συστήθηκε την ...., με μετοχικό κεφάλαιο 100 μετοχών και αποκλειστικούς μετόχους και διευθυντές τη Γ2 και τη Γ1, και από την οποία εταιρία πράγματι αγοράστηκε το πλοίο Β1 την 10-12-1993...και ότι ουδέποτε είχαν τη δυνατότητα αλλά και σοβαρή (πραγματική) πρόθεση αποκτήσεως των οκτώ (8) μετοχών της ανωτέρω εταιρίας με σκοπό την περαιτέρω μεταβίβαση αυτών προς τον εγκαλούντα, (προς τον οποίο ουδέποτε μεταβίβασαν τις μετοχές), αλλά έπραξαν τούτο υπό το πρόσχημα της μεταβίβασης των προαναφερομένων μετοχών, με αποκλειστικό σκοπό να εξαπατήσουν τον εγκαλούντα να προβεί στην άνευ ουσιαστικού ανταλλάγματος περιουσιακή διάθεση του προαναφερομένου ποσού των 201.600 δολαρίων Η.Π.Α...". Συγκεκριμένα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, ενώ δέχεται στη σελίδα δώδεκα ότι "σύμφωνα με τα άρθρα 112 και 113 του Κυπριακού Ε.Ν. μόνο τα ονόματα των κατοίκων εντολοδόχων-εμπιστευματοδόχων καταχωρίζονται στα μητρώα που τηρούνται από τον Έφορο Εταιριών και στο Μητρώο μελών που τηρείται στην έδρα της εταιρίας. Δηλαδή στην περίπτωση που μετοχές εταιρίας κατέχονται από ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητα του εμπιστευματοδόχου προς όφελος άλλου δικαιούχου, μέτοχος για τους σκοπούς του Κυπριακού Ε.Ν. θεωρείται ο εμπιστευματοδόχος, ο οποίος είναι πρόσωπο που εγγράφεται ως μέτοχος στο μητρώο του Εφόρου Εταιριών. Ο Κυπριακός Ε.Ν. δεν διαχωρίζει μεταξύ "ουσιαστικών" ή "κρυπτομένων" μετόχων και "εμπιστευματοδόχων", παρά ταύτα στη σελίδα δέκα διαλαμβάνεται ότι "οι μέτοχοι, μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών", δηλαδή χαρακτηρίζει τους κατηγορουμένους και τον εγκαλούντα μετόχους, με συνέπεια να υπάρχει ελλιπής αιτιολογία και ασάφεια ως προς τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος, η οποία στερεί την απόφαση νομίμου βάσεως. Ειδικότερα, δεν εκθέτει τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, όπως ότι οι κατηγορούμενοι υπέδειξαν στις Γ1 και Γ2 τη μεταβίβαση των ως άνω οκτώ (8) μετοχών στον εγκαλούντα, ότι αυτές παρέδωσαν στους κατηγορουμένους δεόντως υπογεγραμμένο έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, εξουσιοδοτώντας τους κατηγορουμένους να συμπληρώσουν το όνομα του εγκαλούντος και να του μεταβιβάσουν τις μετοχές αυτές, καθώς και αν κοινοποιήθηκε τέτοιο έγγραφο στον Έφορο Εταιριών της Κύπρου, και στο Μητρώο Μελών της εταιρείας, επειδή ο εγκαλών δεν ήταν κάτοικος Κύπρου. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς επαρκή αιτιολογία και αξιολόγηση του συνόλου της από 27-10-2004 ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, συνάγει ότι αυτός (πολιτικώς ενάγων) γνώριζε τη σύμβαση παρακαταθήκης, χωρίς να προσδιορίζει την ημεροχρονολογία της, τους όρους της, το σκοπό παρακρατήσεως των μετοχών και το χρόνο, δηλαδή μέχρι πότε, ως και πότε έλαβε γνώση ο εγκαλών του νομικού καθεστώτος των ως άνω μετοχών. Υπάρχει ασάφεια ως προς το εάν ταυτίζεται ή μη η μεταβίβαση των μετοχών του πλοίου με τη δυνατότητα διαχείρισης και διανομής των κερδών αυτού.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ.1, στοιχ. Β και Δ αντίστοιχα του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, οι οποίοι, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για?α) έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων με την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως των διατάξεων αυτών, είναι βάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να γίνουν δεκτοί, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 315/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαΐου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ