Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή.
Περίληψη:
Απάτη σε βαθμό κακουργήματος και έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Λόγοι αναιρέσεως: Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών και ειδικών διατάξεων και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Απορρίπτονται και οι δύο λόγοι, διότι με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτό με σαφήνεια, κλπ τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κακουργηματικής απάτης και της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Από το ίδιο βούλευμα προκύπτει ότι σ’ αυτό παρατίθενται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών και οι καταθέσεις μαρτύρων και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ασάφεια ως προς τα εκτιμηθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ προκύπτει επίσης από την αναφορά στο σκεπτικό αυτούσιων των συμπερασμάτων της, ότι εκτιμήθηκε μεταξύ των αποδεικτικών μέσων και η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, ενώ προσδιορίζεται και ως παθών ο εγκαλών, καθώς και ο τρόπος παραπλανήσεώς του. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1644/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 750/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1361/07.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 513/18.12.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Συμβούλιό σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 5007/2004 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών "για κακουργήματα" τον κατηγορούμενο Χ1, για να δικαστεί ως υπαίτιος α) απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ και β) έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε νομοτύπως από τον κατηγορούμενο έφεση, όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 665/2005 βούλευμα, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. (βλ. βουλεύματα).Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε νομοτύπως από τον κατηγορούμενο αναίρεση που έγινε δεκτή με την 2141/2006 απόφαση του Δικαστηρίου σας. Η υπόθεση τέθηκε εκ νέου υπό τη κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο με το 750/2007 βούλευμα, αφού δέχθηκε τυπικά την παραπάνω έφεση ,την απέρριψε εκ νέου ως ουσιαστικά αβάσιμη , επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα και το συμπλήρωσε παραθέτοντας τον χρόνο τέλεσης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (βλ. την 2141/2006 απόφαση σας και το 750/2007 εφετειακό βούλευμα).
II. Το 750/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε νομοτύπως στον μεν κατηγορούμενο στις3-7-2007, στον δε αντίκλητο δικηγόρο του Ιωάννη Πίκουλα στις ... (βλ. σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως). Στις 10-7-2007 ο κατηγορούμενος Χ1 βουλεύματος και έτσι συντάχθηκε η 148/10-7-2007 έκθεση αναίρεσης, στην οποία ως λόγοι αναίρεσης αναφέρονται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' και β' Κ.Π.Δ.).Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα ο αναιρεσείων παραπέμπεται για μια τουλάχιστον κακουργηματικού χαρακτήρα πράξη.
III. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεδικασμένο. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, υπό την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ" αυτήν διαφορετική έννοια απ' αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος.
Συνεπώς για τη συντέλεση αυτού πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση της εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (βλ. ΑΠ 59/2005). Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β' του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.248/1996 και άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Εξάλλου κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του ν. 5960/33, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστο 10.000 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την θεμελίωση του πλημμελήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται αφενός η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφετέρου η γνώση του εκδότη της ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής και τέλος η μη πληρωμή της επιταγής λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης είτε κατά τον χρόνο πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται ακόμη και η εμφάνιση της επιταγής μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών από την επόμενη της έκδοσης της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα.
V. Προκειμένου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, δέχθηκε, με καθ' ολοκληρίαν παραδεκτή αναφορά, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας (καταθέσεις μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και με όσα εκθέτει στους λόγους εφέσεως του), προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος εργαζόταν αρχικά ως γεωπόνος στην εταιρεία "ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ" με έδρα την Μαγούλα Αττικής και με αντικείμενο την εμπορία γεωργικών εφοδίων , επί δέκα οκτώ έτη. Περί το έτος 1998 έγινε Πρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος αυτής, μεγαλομέτοχος δε της ανωτέρω εταιρείας ήταν ο Γ1. Ως δε ισχυρίζεται ο εν λόγω κατηγορούμενος έγινε Πρόεδρος του ΔΣ και δ/νων σύμβουλος κατόπιν προτάσεως του ως άνω Γ1, για φορολογικούς κυρίως λόγους. Όμως αργότερα και περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2002 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, δια βλάβης ξένη περιουσίας, ζήτησε από τον εγκαλούντα Ψ1, ο οποίος τυγχάνει παιδικός φίλος του ως άνω μεγαλομετόχου Γ1, δάνειο ύψους "213.000" Ευρώ για λογαριασμό δήθεν της προαναφερόμενης εταιρείας, η οποία παρουσίαζε πρόσκαιρα οικονομικά προβλήματα, με ημερομηνία αποδόσεως του δανείου στις 3-3-2003. Προς κατοχύρωση του δε θα του παρέδιδε την υπ' αριθμ. .....μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού "213.000" Ευρώ, με ημερομηνία 3-3-2003, συρρομένη εκ του υπ'αριθμ. ..... Λογαριασμού της ανωτέρω εταιρείας στην Αγροτική Τράπεζα, υπογραφομένη από τον ίδιο, υπό την ρηθείσα ιδιότητα του, σε διαταγή του εγκαλούντα. Κατά την σύναψη του δανείου αυτού παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον ανωτέρω Ψ1 ότι το χρηματικό αυτό ποσό του δανείου, προοριζόταν για τις ανάγκες δήθεν της εταιρείας και ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής στο λογαριασμό της εταιρείας, όπως επίσης θα υπήρχαν αντίστοιχα κεφάλαια και κατά τον χρόνο εμφάνισης της επιταγής. Συγχρόνως όμως απέκρυψε από τον εγκαλούντα ότι αγνοούσε ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας και προσωπικός φίλος αυτού (εγκαλούντα) Γ1 την λήψη του δανείου αυτού, όπως επίσης και τα της εκδόσεως της επιταγής. Πεισθείς ο ανωτέρω Ψ1 στις ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις του κατηγορουμένου παρέδωσε σ' αυτόν το ζητηθέν ποσόν των "213.000" Ευρώ, λαμβάνοντας και την σχετική επιταγή, υπογραφομένη από τον ανωτέρω κατηγορούμενο, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα.
Όταν όμως αργότερα πριν από τον χρόνο επιστροφής των χρημάτων, ο εγκαλών ενημέρωσε τον Γ1 περί του δοθέντος δανείου για τις ανάγκες της εταιρίας του τελευταίου, όπως τουλάχιστον πίστευε ενόψει της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ο ανωτέρω Γ1 του εξέθεσε, αφ' ενός μεν την παντελή άγνοια του περί του θέματος αυτού, αφ' ετέρου δε ότι το ποσό αυτό ουδέποτε είχε κατατεθεί στο ταμείο της εταιρίας από τον κατηγορούμενο, ούτε φυσικά είχε διατεθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο για τις ανάγκες αυτής. Κατόπιν τούτου, όπως ήταν φυσικό, η εταιρία " ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ" δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα το ποσόν αυτό του φερομένου δανείου , αφού ουδέποτε είχε λάβει τέτοιο ποσό ως δάνειο και ως εκ τούτου δεν υπήρχε αντίστοιχη υποχρέωση της προς πληρωμή αυτού. Η δε ως άνω επιταγή αποκρούστηκε στις 3 Μαρτίου 2003 από την πληρώτρια τράπεζα (Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος - Κεντρικό Κατάστημα) λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, όταν εμπροθέσμως ενεφανίσθη αυτή κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία από τον εγκαλούντα -κομιστή αυτής Ψ1. [Βλέπε σχετικώς στο φωτοαντίγραφο της επιταγής με αναγραφόμενα στη θέση πρώτης οπισθογραφήσεως των στοιχείων του ως άνω εγκαλούντος και κάτω από αυτά βεβαίωση του υπαλλήλου της Αγροτικής Τραπέζης Β1 με ημεροχρονολογία Αθήνα ...., όπου βεβαιώνεται ότι : "Η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής και η απόκρουση της πληρωμής της ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων"]. Έτσι το ποσό αυτό που- ουδέποτε ο κατηγορούμενος εισέφερε για τις ανάγκες της εταιρίας (ώστε να υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση αυτής προς πληρωμή της επιταγής), το ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο ίδιος, με αντίστοιχη ζημία (περιουσιακή) του εγκαλούντος, το συνολικό δε ποσό οφέλους - ζημίας υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ . ή τα 73.000 ευρώ. Είναι δε σαφές ότι ο εγκαλών κατέβαλε το ανωτέρω ποσόν στον κατηγορούμενο θεωρώντας ότι αυτό δίδεται για τις ανάγκες της εταιρείας και ότι έτσι εξυπηρετεί τον προσωπικό του φίλο Γ1, ο οποίος κατά το διάστημα αυτό της συνάψεως του δανείου (οπωσδήποτε πάντως μετά την 14-5-2002) απουσίαζε στο εξωτερικό. Αν δηλαδή εγνώριζε ότι το ποσό θα το ελάμβανε ο κατηγορούμενος ουδέποτε θα προέβαινε στην παροχή δανείου, ούτε φυσικά και θα δεχόταν την ρηθείσα επιταγή, έστω και εις διαταγήν του, υπογραφομένη από τον ανωτέρω κατηγορούμενο, ως εκπρόσωπο της εταιρείας. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις καταθέσεις του μηνυτού Ψ1 και των εξετασθέντων μαρτύρων Γ1, μεγαλομετόχου της ανωτέρω εταιρείας και Γ2, ταμία αυτής. Ο τελευταίος ρητά καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε χρήματα από πολλούς χωρίς να υπάρχουν αποφάσεις του Δ.Σ. και ουδέποτε εισέφερε στο ταμείο της εταιρείας το υπό κρίση ποσό των (213) χιλ. ευρώ (βλ. στις καταθέσεις των ανωτέρω).
Επίσης τα ανωτέρω προκύπτουν ιδιαίτερα από αυτήν καθ' εαυτήν την επιταγή των (213) χιλ. ευρώ η οποία φέρει την υπογραφή του κατηγορουμένου , όπως άλλωστε απεφάνθη περί αυτού η διορισθείσα με διάταξη της αρμοδίας ανακρίτριας, δικαστική γραφολόγος ....., στην από ... υπ' αυτής συνταγείσα έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Σ' αυτήν και στα τελικά συμπεράσματα στην σελίδα 22 εκτίθενται τα εξής :
"...Η υπογραφή στην υπ' αριθ. .... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, φέρει όλα τα γραφικά γνωρίσματα μιας φυσικής και αυθόρμητης υπογραφής πρωτογενούς χάραξης χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικών ενδείξεων πλαστογραφήσεως ή αλλοίωσης της στο γραφικό χώρο. Διατυπώνεται δε σύμφωνα με τις γνήσιες υπογραφές του Χ1 (κατηγορουμένου), όπως έχουν τεθεί στα προς σύγκριση έγγραφα (δείγματα ετών 2002-2003), αποδεικνύοντας έτσι ότι η υπό έλεγχο υπογραφή είναι γνήσια , δηλαδή ότι έχει τεθεί με το χέρι αυτού...". [ βλ. στην έκθεση ]. Δέον να σημειωθεί εν προκειμένω ότι αρχικά ο κατηγορούμενος είχε αρνηθεί ότι η υπογραφή είναι δική του εκθέτοντας ότι αυτή έχει τεθεί κατ' απομίμηση κλπ [βλ. στην απολογία του στον ανακριτή]. Εν τούτοις όμως, στη συνέχεια υπαναχωρεί εν μέρει εκ της αρχικής θέσεως του εκθέτοντας ότι "την επιταγή την συμπλήρωσε ο Γ1 και ότι ο ίδιος , εκτελώντας εντολές του ανωτέρω μεγαλομετόχου, μπορεί να την υπέγραψε απλώς, χωρίς να γνωρίζει περί τινός επρόκειτο" κλπ. Ειδικότερα ο ανωτέρω κατηγορούμενος τόσο σε μεταγενέστερο υπόμνημα του προς τον ανακριτή όσο και στους λόγους εφέσεως του, εκθέτει τους εξής ισχυρισμούς:
Πρώτον. Ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε χρήματα από τον μηνυτή παριστώντας σ' αυτόν ψευδή περιστατικά κ.λ.π., ενόψει μάλιστα και του ότι ο μηνυτής και ο Γ1 είναι φίλοι από παιδιά και συνεπώς θα μπορούσε κάλλιστα ο πρώτος να ενημερώσει τον δεύτερο περί της παροχής του δανείου, χάριν της εταιρείας του.
Κάτι βέβαια που δεν έγινε και κατά πάσα περίπτωση προκύπτει από που πήρε τα χρήματα αυτά ο εγκαλών και τα έδωσε ως δάνειο (εάν δηλαδή τα είχε στην Τράπεζα, σε ομόλογα κ.λ.π.). Ισχυρίζεται ακόμη ότι δεν ευσταθούν όσα εκθέτει ο εγκαλών, δηλαδή ότι "δεν επικοινώνησε αμέσως με τον φίλο του Γ1, προκειμένου να τον ενημερώσει για το δάνειο, καθ' όσον ο τελευταίος ευρίσκετο στο εξωτερικό συνεχώς". Και τούτο διότι "ως αποδεικνύεται εξ εγγράφων, ο ανωτέρω (Γ1) ευρίσκετο την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, υπογράφοντας συμβάσεις κ.λ.π." (βλέπε σελίδες 8 και 9 των λόγων εφέσεως).
Τέλος ότι πρόκειται για μήνυση αντιπερισπασμού "υποβληθείσα καθ' υπαγόρευση και σε εκτέλεση οδηγιών του ηθικού αυτουργού της εναντίον του ψευδούς μηνύσεως Γ1 κ.λ.π.". [ βλ. σελίδα 8 των λόγων εφέσεως ]. Επί των ισχυρισμών αυτών λεκτέα τα ακόλουθα. Είναι γεγονός ότι υφίσταται σφοδρή αντιδικία μεταξύ του κατηγορουμένου και του μεγαλομετόχου της εταιρείας Γ1 με μηνύσεις αγωγές κ.λ.π. . 'Όμως από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι εχρησιμοποιήθη ο μηνυτής από τον φίλο του Γ1, ώστε να χαλκευθεί τέτοια κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου. Όσο και φίλοι να ήσαν οι ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι ο μηνυτής θα μπορούσε να δεχθεί "να παίξει" ένα τέτοιο ρόλο , να μηνύσει δηλαδή κάποιον ότι τον εξηπάτησε και τον εζημίωσε με το ποσόν των (213) χιλ. ευρώ εμπλεκόμενος έτσι σε πολύχρονες και ψυχοφθόρες δίκες μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τον φίλο του Γ1. Όσον αφορά δε τη προέλευση των χρημάτων είναι γεγονός ότι ο μηνυτής δεν προσκομίζει στοιχεία από όπου να προκύπτει ότι αυτά αν ελήφθησαν από τράπεζες ή ρευστοποίηση ομολόγων κ.λ.π. Τούτο όμως δεν μπορεί να κριθεί ως το κρίσιμο σημείο της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι ο ανωτέρω μηνυτής ενδεχομένως να μη θέλει να αιτιολογήσει την προέλευση των χρημάτων, γιατί έτσι θα εξηναγκάζετο να άρει ο ίδιος το απόρρητον των λογαριασμών του και εν πάση περιπτώσει δεν ελέγχεται εν προκειμένω "το πόθεν έσχες" αυτού.
Εξάλλου, αναφορικά με την μη ενημέρωση για μεγάλο διάστημα περί της παροχής του δανείου εκ μέρους του μηνυτού, ο τελευταίος εννοεί τον εαυτό του όταν λέγει ότι έλλειπε στο εξωτερικό και έτσι δεν μπόρεσε να ενημερώσει τον φίλο του Γ1, καθ' όσον ο ίδιος (μηνυτής) και η σύζυγος του εργάζονται στο εξωτερικό. Τούτο σαφώς προκύπτει από την ίδια την μήνυση (βλ. 1ο σελίδα αυτής). Δεν εννοεί δε τον Γ1, για τον οποίο εκθέτει ότι αυτός (Γ1) έλλειπε στο εξωτερικό ειδικά κατά τον συγκεκριμένο χρόνο της παραδόσεως των χρημάτων (μέσα Μαΐου 2002 - βλ. στο μέσον περίπου της 1ος σελίδος της μηνύσεως) και έτσι δεν μπόρεσε να τον ενημερώσει περί του δανείου κτλ. Ο κατηγορούμενος αντιτείνει ότι στις 14/5/2002 ο Γ1 ήταν στην Αθήνα, δεδομένου ότι την ημεροχρονολογία αυτή υπέγραψε κάποια σύμβαση με την "ΑΤΕ ΛΗΖΙΓΚ" και συνεπώς θα μπορούσε ο εγκαλών να θέσει υπόψη του το ζητηθέν από τον ίδιο (κατηγορούμενο) δάνειο. Εν τούτοις, όμως, ο ανωτέρω Γ1 ευρίσκετο μεν πράγματι στην Αθήνα στις 14/5/2002, κάλλιστα, όμως, θα μπορούσε να είχε φύγει για το εξωτερικό αμέσως μετά την υπογραφείσα στις 14/5/2002 ως άνω σύμβαση και ως εκ τούτου κρίνεται βάσιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός του εγκαλούντος , ο οποίος εμμένει ότι τα χρήματα αυτά εδόθησαν στον κατηγορούμενο περί τα μέσα Μαΐου 2002, καθ' ον χρόνον δηλαδή έλειπε στο εξωτερικό ο Γ1, ο δε ίδιος (εγκαλών) έτυχε να ευρίσκεται στην Ελλάδα. Εξάλλου, εάν επρόκειτο περί συμπαιχνίας εγκαλούντος και Γ1 ως διατείνεται ο κατηγορούμενος, ουδείς λόγος υπήρχε ώστε να εμμένει ο εγκαλών στην ως άνω άποψη του, δεδομένου ότι θα μπορούσε να αναφέρει οποιονδήποτε άλλον χρόνον παραδόσεως των χρημάτων που να συνέπιπτε ώστε ο Γ1 πράγματι να ευρίσκετο στο εξωτερικό, χωρίς έτσι να γεννηθεί κανένα πρόβλημα. Κατά πάσα περίπτωση είναι απολύτως φυσικό να μην είχε ενημερωθεί αμέσως για το δάνειο ο εν λόγω μεγαλομέτοχος ακριβώς διότι ο εγκαλών παρεπλανήθη θεωρώντας ότι είχε δανείσει ένα φίλο του, μέσω μάλιστα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρίας αυτού, από τον οποίο (φίλο του) δεν είχε φόβο να χάσει τα χρήματα του και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία τέτοια "υπενθύμιση", στην αρχή τουλάχιστον, κάτι βέβαια που έγινε αργότερα ως σαφώς εκθέτει στη μήνυση του.
Δεύτερον. Εμμένει ο κατηγορούμενος στην άποψη ότι το μπλοκ των επιταγών το είχε ο Γ1, ο οποίος διαφέντευε τα πάντα και ότι ο ίδιος (κατηγ/νος) "ήταν το παιδί για τα θελήματα". Κατ' αρχήν ο ισχυρισμός αυτός προκαλεί έντονο προβληματισμό, καθ όσον δεν είναι νοητό να μη έχει πρόσβαση ο δ/νων σύμβουλος μιας εταιρείας στο μπλοκ των επιταγών. Πέραν τούτου όμως και κατά πάσα περίπτωση ο ανωτέρω κατηγορούμενος και νουν είχε και εμπειρία, αλλά και επίγνωση της θέσεως του (ως κατ' εξοχήν υπεύθυνος) και ως εκ τούτου είναι ακατανόητος ο ισχυρισμός του " ότι υπέγραφε ό,τι του έφεραν" χωρίς να ερευνήσει περαιτέρω την πορεία μιας εκάστης των υποθέσεων για τις οποίες έθετε την υπογραφή του.
Συνεπώς κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός του περί αγνοίας κ.λ.π. Τρίτον. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι τα λοιπά στοιχεία της επιταγής (πλην της υπογραφής του δηλαδή), δεν είναι δικά του, δέον να λεχθούν τα εξής: Κατ' αρχήν η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν αποκλείει τούτο, αλλά απλώς πιθανολογεί ότι έχουν τεθεί και αυτά δια χειρός του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα στην έκθεση εκτίθενται τα εξής: "Ως προς τη γραφή, με την οποία έχουν συμπληρωθεί τα (λοιπά) στοιχεία της υπό έλεγχο επιταγής, η γνώμη μου είναι ότι έχει γραφεί, κατά πιθανολόγηση με το χέρι του υπογράφοντα αυτή Χ1. Η ως άνω επιφύλαξη μου οφείλεται στο ότι : Η υπό έλεγχο γραφή συνίσταται από κεφαλαία γράμματα χωρίς ιδιαίτερη ατομικότητα. Υπάρχουν ομοιότητες και διάφορες μεταξύ αυτής και της προς σύγκριση γραφής του Χ1, οι οποίες αξιολογούμενες, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε βέβαιο και αναμφισβήτητο συμπέρασμα.
Συνεπώς, εκτιμώντας τα γραφικά ευρήματα της διενεργηθείσης συγκριτικής αντιπαραβολής και τον βαθμό σύνδεσης των στοιχείων των υπό αντιπαραβολή γραφών που προέκυψαν από τη διερεύνηση της ταυτότητος του γραφέα της υπό έλεγχο επιταγής, καταλήγω στο συμπέρασμα με επιφύλαξη για λόγους δεοντολογίας σύμφωνα με τις αρχές της Δικαστικής Γραφολογίας" (βλ. στις σελίδες 22 και 23 της εκθέσεως).
Τέλος θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα χρήματα αυτά εδόθησαν πράγματι ως δάνειο στην εταιρεία εν γνώσει και με την έγκριση του Δ.Σ. και φυσικά του Γ1 και εξεδόθη πράγματι η επιταγή αυτή υπογεγραμμένη από τον κατηγορούμενο "εντός των ουσιαστικών ορίων της προς τούτο εξουσιοδοτήσεως της εταιρείας", ως συνέβη με άλλες πέντε επιταγές της εταιρείας, υπογεγραμμένες από τον κατηγ/νο, σύμφωνα με όσα εδέχθη η υπ' αριθ. 539/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία πιστωτικών τίτλων), που απέρριψε σχετική ανακοπή της εν λόγω εταιρείας "ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ" κατά της καθ' ης "SOFTCCMER ΑΕ", με αφορμή εκδοθείσα διαταγή πληρωμής σε βάρος της (βλ. στην απόφαση αυτή). Δέχτηκε δηλαδή η ανωτέρω απόφαση στο σκεπτικό της ότι στην υπόθεση εκείνη, οι εκεί επίδικες πέντε επιταγές "είχαν υπογραφεί (από τον Χ1, νυν κατηγορούμενο) με πλήρη γνώση και έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανακόπτουσας "ΓΕΩΧΗΜ" και του βασικού μετόχου της Γ1 και εκδόθηκαν στα πλαίσια συνεργασίας των διαδίκων εταιριών". Όμως, τέτοιος ισχυρισμός δεν διατυπώθη ποτέ από τον κατηγορούμενο για την επίδικη επιταγή, αλλά, ως εξετέθη, αρχικώς μεν διετείνετο ότι πλαστογραφήθηκε η επιταγή του, μεταγενεστέρως δε ( και αφού απεδείχθη ότι η υπογραφή στην επίδικη επιταγή είναι δική του), ισχυρίσθη ότι δήθεν υπέγραψε "ό,τι του έφεραν χωρίς να γνωρίζει" ή ότι δήθεν "η μήνυση υπεβλήθη καθ' υπαγόρευση του ηθικού αυτουργού Γ1" .
Πέραν τούτων δέον να σημειωθεί εν προκειμένω ότι από αυτό καθ' εαυτό το σκεπτικό της ανωτέρω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εμμέσως πλην σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, όχι μόνο είχε πρόσβαση αλλά και κατείχε εις χείρας του το μπλοκ των επιταγών (και την επίδικη βεβαίως που ο ίδιος υπέγραψε), τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα υπ' αυτού ως προς το ζήτημα αυτό, κρίνονται αβάσιμα. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι ο κατηγορούμενος παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον εγκαλούντα, όχι βεβαίως στα πλαίσια κάποιας οικονομικής συνεργασίας, ως συνέβη με τις ως άνω πέντε επιταγές προς τρίτους (επί των οποίων η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου), αλλά προς παραπλάνηση και μόνο του εγκαλούντα προκειμένου να ιδιοποιηθεί το ποσό που έλαβε από αυτόν κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.
Επειδή από όλα όσα εξετέθησαν στοιχειοθετούνται υποκειμενικά και αντικειμενικά οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εδιώχθη ο εκκαλών κατηγορούμενος. Δηλαδή της κακουργηματικής απάτης συνολικού ποσού οφέλους - ζημίας άνω των ( 25 ) εκατ Δρχμ. Και της παραβάσεως του νόμου περί επιταγής ως οι έννοιες αυτές ανεπτύχθησαν ανωτέρω. Επομένως, ορθώς εξετιμήθησαν τα πραγματικά περιστατικά και εφηρμόσθησαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις από το Συμβούλιο Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου - εκκαλούντα και παρέπεμψε αυτόν να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (για τα κακουργήματα).
Δέον, όμως, όπως συμπληρωθεί το ανωτέρω πρωτόδικο βούλευμα όσον αφορά τον χρόνο τελέσεως της δευτέρας πράξεως για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος (παράβαση του Νόμου περί επιταγής) και συγκεκριμένα να τεθεί ως χρόνος τελέσεως, πλην "τα μέσα Μαΐου 2002" που αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα (χρόνος δηλαδή εκδόσεως της επιταγής), και η 3/3/2003, ότε δηλαδή ενεφανίσθη και δεν πληρώθη η εν λόγω επιταγή . Και τούτο διότι από τη διάταξη του άρθρου 79 Ν . 5960/1933 προκύπτει ότι χρόνος τελέσεως είναι και εκείνος κατά τον οποίο ενεφανίσθη και δεν πληρώθη η επιταγή ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων ως συνέβη εν προκειμένω (Α.Π. 1918/03 Ποιν. Χρ. ΛΔ/674). VI. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο 750/2007 βούλευμα του, ως αβάσιμη στην ουσία της, την έφεση που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης και της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για τις οποίες παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 94 παρ. 1, 386 παρ. 1 και 3 β' του Π.Κ. και 79 Ν.5960/1933 ,όπως ισχύουν. Τις παραπάνω διατάξεις το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίως. Από το ίδιο βούλευμα προκύπτει ότι το συμβούλιο παραθέτει μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη και "καταθέσεις μαρτύρων" και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο, ενώ ρητώς προκύπτει επίσης από την αναφορά στο σκεπτικό αυτούσιων των συμπερασμάτων της ότι εκτιμήθηκε μεταξύ των αποδεικτικών μέσων και η από .... έκθεση δικαστικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου ...., ενώ προσδιορίζεται ως παθών ο εγκαλών Ψ1, καθώς και ο τρόπος παραπλάνησης του και ως εκ τούτου όσα αντίθετα προβάλλονται ως λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμα.
Συνεπώς, τόσον ο από το άρθρο 484 παρ. 1β' Κ.Π.Δ. προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας του άρθρου 386 ΠΚ, όσον και από το άρθρο 484 παρ. 1 δ' ίδιου Κώδικα, προβαλλόμενος λόγος, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αβάσιμοι, ενώ απαραδέκτως αμφισβητείται κατά τα λοιπά η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και οι ουσιαστικές παραδοχές του Συμβουλίου. Πρέπει συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω Ι. Να απορριφθεί η με αριθμό 148/10-7-2007 αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ1 κατά του 750/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και II. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 17-12-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΒασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 386 του ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται τοέγκλημα της απάτης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β' του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 24081996 και άρθρο 14 παρ. 4 του Νόμου 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Νόμου 5960/33, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του πλημμελήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται αφ' ενός η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφ' ετέρου, η γνώση του εκδότη της ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή, κατά τον χρόνο της εκδόσεως και της πληρωμής και τέλος, η μη πληρωμή της επιταγής, λόγω ελλείψεως των αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, είτε κατά τον χρόνο της εκδόσεως, είτα κατά τον χρόνο της πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται ακόμη και η εμφάνιση της επιταγής, μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών από την επομένη της εκδόσεως της επιταγής, εφ' όσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα. Εξάλλου, έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και του τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία αυτή επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην εν λόγω πρόταση. Εξάλλου, κατά το άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφάρμοσε το βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική και παραδεκτή αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ανελέγκτως ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος εργαζόταν αρχικά ως γεωπόνος στην εταιρεία "ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ" με έδρα την Μαγούλα Αττικής και με αντικείμενο την εμπορία γεωργικών εφοδίων, επί δεκαοκτώ έτη. Περί το έτος 1998, έγινε Πρόεδρος Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος αυτής, μεγαλομέτοχος δε της ανωτέρω εταιρείας ήταν ο Γ1. Ως δε ισχυρίζεται ο εν λόγω κατηγορούμενος έγινε Πρόεδρος του Δ.Σ. και δ/νων σύμβουλος κατόπιν προτάσεως του ως άνω Γ1, για φορολογικούς κυρίως λόγους. Όμως αργότερα και περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2002 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, δια βλάβης ξένης περιουσίας, ζήτησε από τον εγκαλούντα Ψ1, ο οποίος τυγχάνει παιδικός φίλος του ως άνω μεγαλομετόχου Γ1, δάνειο, ύψους "213.000" ευρώ για λογαριασμό δήθεν της προαναφερόμενης εταιρείας, η οποία παρουσίαζε πρόσκαιρα οικονομικά προβλήματα, με ημερομηνία αποδόσεως του δανείου στις 3.3.2003. Προς κατοχύρωση του δε, θα του παρέδιδε την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού "213.000" ευρώ, με ημερομηνία 3.3.2003, συρομένη εκ του υπ' αριθμ. .... Λογαριασμού της ανωτέρω εταιρείας στην Αγροτική Τράπεζα, υπογραφόμενη από τον ίδιο, υπό την ρηθείσα ιδιότητα του, σε διαταγή του εγκαλούντα. Κατά την σύναψη του δανείου αυτού, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον ανωτέρω Ψ1, ότι το χρηματικό ποσό του δανείου, προοριζόταν για τις ανάγκες δήθεν της εταιρείας και ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης της επιταγής στο λογαριασμό της εταιρείας, όπως επίσης θα υπήρχαν αντίστοιχα κεφάλαια και κατά τον χρόνο εμφάνισης της επιταγής. Συγχρόνως όμως απέκρυψε από τον εγκαλούντα ότι αγνοούσε ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας και προσωπικός φίλος αυτού (εγκαλούντα) Γ1 την λήψη του δανείου αυτού, όπως επίσης και τα της εκδόσεως της επιταγής. Πεισθείς ο ανωτέρω Γ1 στις ψευδείς παραστάσεις και αθέμιτες αποκρύψεις του κατηγορουμένου, παρέδωσε σ' αυτόν το ζητηθέν ποσόν των "213.000" ευρώ, λαμβάνοντας και την σχετική επιταγή, υπογραφομένη από τον ανωτέρω κατηγορούμενο, κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα. Όταν όμως αργότερα, πριν από τον χρόνο επιστροφής των χρημάτων, ο εγκαλών ενημέρωσε τον Γ1 περί του δοθέντος δανείου για τις ανάγκες της εταιρείας του τελευταίου, όπως τουλάχιστον πίστευε, ενόψει της απατηλής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, ο ανωτέρω Γ1 του εξέθεσε, αφ' ενός μεν, την παντελή άγνοια του περί του θέματος αυτού, αφ' ετέρου δε ότι το ποσό αυτό ουδέποτε είχε κατατεθεί στο ταμείο της εταιρείας από τον κατηγορούμενο, ούτε φυσικά είχε διατεθεί, καθ' οιονδήποτε τρόπο, για τις ανάγκες αυτής. Κατόπιν τούτου, όπως ήταν φυσικό, η εταιρεία "ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ" δεν επέστρεψε στον εγκαλούντα το ποσόν αυτό του φερομένου δανείου, αφού ουδέποτε είχε λάβει τέτοιο ποσό ως δάνειο και ως εκ τούτου δεν υπήρχε αντίστοιχη υποχρέωση της προς πληρωμή αυτού. Η δε ως άνω επιταγή αποκρούστηκε στις 3 Μαρτίου 2003 από την πληρωτρια Τράπεζα (Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος - Κεντρικό Κατάστημα), λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, όταν εμπροθέσμως ενεφανίσθη αυτή κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία από τον εγκαλούντα - κομιστή αυτής Ψ1 (Βλέπε σχετικώς στο φωτοαντίγραφο της επιταγής μες αναγραφόμενα στη θέση πρώτης οπισθογραφήσεως των στοιχείων του ως άνω εγκαλούντος και κάτω από αυτά βεβαίωση του υπαλλήλου της Αγροτικής Τραπέζης Β1 με ημεροχρονολογία Αθήνα ...., όπου βεβαιώνεται ότι: "Η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής και η απόκρουση της πληρωμής της ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων"). Έτσι, το ποσό αυτό που - ουδέποτε ο κατηγορούμενος εισέφερε για τις ανάγκες της εταιρείας (ώστε να υπάρχει αντίστοιχη υποχρέωση αυτής προς πληρωμή της επιταγής), το ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο ίδιος, με αντίστοιχη ζημία (περιουσιακή) του εγκαλούντος, το συνολικό δε ποσό οφέλους -ζημίας υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή τα 73.000 ευρώ. Είναι δε σαφές ότι ο εγκαλών κατέβαλε το ανωτέρω ποσόν στον κατηγορούμενο θεωρώντας ότι αυτό δίδεται για τις ανάγκες της εταιρείας και ότι έτσι εξυπηρετεί τον προσωπικό του φίλο Γ1, ο οποίος κατά το διάστημα αυτό της συνάψεως του δανείου (οπωσδήποτε πάντως μετά την 14.5.2002) απουσίαζε στο εξωτερικό. Αν δηλαδή εγνώριζε ότι το ποσό θα το ελάμβανε ο κατηγορούμενος ουδέποτε θα προέβαινε στην παροχή δανείου, ούτε φυσικά και θα δεχόταν την ρηθείσα επιταγή, έστω και εις διαταγήν του, υπογραφομένη από τον ανωτέρω κατηγορούμενο, ως εκπρόσωπο της εταιρείας. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις καταθέσεις του μηνυτού Ψ1 και των εξετασθέντων μαρτύρων Γ1, μεγαλομετόχου της ανωτέρω εταιρείας και Γ2, ταμία αυτής. Ο τελευταίος ρητά καταθέτει ότι ο κατηγορούμενος ζητούσε χρήματα από πολλούς, χωρίς να υπάρχουν αποφάσεις του Δ.Σ. και ουδέποτε εισέφερε στο ταμείο της εταιρείας το υπό κρίση ποσό των (213) χιλ. ευρώ (βλ. στις καταθέσεις των ανωτέρω). Επίσης τα ανωτέρω προκύπτουν ιδιαίτερα από αυτήν καθ' εαυτήν την επιταγή των (213) χιλ. ευρώ η οποία φέρει την υπογραφή του κατηγορουμένου, όπως άλλωστε απεφάνθη περί αυτού η διορισθείσα με διάταξη της αρμοδίας ανακρίτριας, δικαστική γραφολόγος ...., στην από 5.1.2003 υπ' αυτής συνταγείσα έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Σ' αυτήν και στα τελικά συμπεράσματα στην σελίδα 22 εκτίθενται τα εξής: "...Η υπογραφή στην υπ' αριθ. .... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, φέρει όλα τα γραφικά γνωρίσματα μιας φυσικής και αυθόρμητης υπογραφής πρωτογενούς χάραξης χωρίς την ύπαρξη αντικειμενικών ενδείξεων πλαστογραφήσεως ή αλλοίωσης της στο γραφικό χώρο. Διατυπώνεται δε σύμφωνα με τις γνήσιες υπογραφές του Χ1 (κατηγορουμένου), όπως έχουν τεθεί στα προς σύγκριση έγγραφα (δείγματα ετών 2002 - 2003), αποδεικνύοντας έτσι ότι η υπό έλεγχο υπογραφή είναι γνήσια, δηλαδή ότι έχει τεθεί με το χέρι αυτού..." (βλ. στην έκθεση). Δέον να σημειωθεί εν προκειμένω ότι αρχικά ο κατηγορούμενος είχε αρνηθεί ότι η υπογραφή είναι δική του, εκθέτοντας ότι αυτή έχει τεθεί κατ' απομίμηση κλπ (βλ. στην απολογία του στον ανακριτή). Εν τούτοις όμως, στη συνέχεια υπαναχωρεί εν μέρει εκ της αρχικής θέσεως του, εκθέτοντας ότι "την επιταγή την συμπλήρωσε ο Γ1 και ότι ο ίδιος, εκτελώντας εντολές του ανωτέρω μεγαλομετόχου, μπορεί να την υπέγραψε απλώς, χωρίς να γνωρίζει περί τίνος επρόκειτο" κλπ. Ειδικότερα, ο ανωτέρω κατηγορούμενος, τόσο σε μεταγενέστερο υπόμνημα του προς τον ανακριτή, όσο και στους λόγους εφέσεως του, εκθέτει τους εξής ισχυρισμούς: Πρώτον. Ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε χρήματα από τον μηνυτή, παριστώντας σ' αυτόν ψευδή περιστατικά κλπ., ενόψει μάλιστα και του ότι ο μηνυτής και ο Γ1 είναι φίλοι από παιδιά και συνεπώς θα μπορούσε κάλλιστα ο πρώτος να ενημερώσει τον δεύτερο περί της παροχής του δανείου, χάριν της εταιρείας του. Κάτι βέβαια που δεν έγινε και κατά πάσα περίπτωση προκύπτει από πού πήρε τα χρήματα αυτά ο εγκαλών και τα έδωσε ως δάνειο (εάν δηλαδή τα είχε στην Τράπεζα, σε ομόλογα κλπ). Ισχυρίζεται ακόμη ότι δεν ευσταθούν όσα εκθέτει ο εγκαλών, δηλαδή ότι "δεν επικοινώνησε αμέσως με τον φίλο του Γ1, προκειμένου να τον ενημερώσει για το δάνειο, καθ' όσον ο τελευταίος ευρίσκετο στο εξωτερικό συνεχώς". Και τούτο, διότι "ως αποδεικνύεται εξ εγγράφων, ο ανωτέρω (Γ1) ευρίσκετο την εποχή εκείνη στην Ελλάδα, υπογράφοντας συμβάσεις κ.λ.π." (βλέπε σελίδες 8 και 9 των λόγων εφέσεως). Τέλος, ότι πρόκειται για μήνυση αντιπερισπασμού "υποβληθείσα καθ' υπαγόρευση και σε εκτέλεση οδηγιών του ηθικού αυτουργού της εναντίον του ψευδούς μηνύσεως Γ1 κ.λ.π." (βλ. σελίδα 8 των λόγων εφέσεως). Επί των ισχυρισμών αυτών, (λεκτέα τα ακόλουθα: Είναι γεγονός ότι υφίσταται σφοδρή αντιδικία μεταξύ του κατηγορουμένου και τουμεγαλομετόχου της εταιρείας Γ1, με μηνύσεις, αγωγές κλπ. Όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι εχρησιμοποιήθη ο μηνυτής από τον φίλο του Γ1, ώστε να χαλκευθεί τέτοια κατηγορία σε βάρος του κατηγορουμένου. Όσο και φίλοι να ήσαν οι ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι ο μηνυτής θα μπορούσε να δεχθεί "να παίξει" ένα τέτοιο ρόλο, να μηνύσει δηλαδή κάποιον ότι τον εξηπάτησε και τον εζημίωσε με το ποσό των (213) χιλ. ευρώ, εμπλεκόμενος έτσι σε πολύχρονες και ψυχοφθόρες δίκες μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τον φίλο του Γ1. Όσον αφορά δε την προέλευση των χρημάτων, είναι γεγονός ότι ο μηνυτής δεν προσκομίζει στοιχεία από όπου να προκύπτει ότι αυτά ανελήφθησαν από τράπεζες ή ρευστοποίηση ομολόγων κλπ. Τούτο όμως δεν μπορεί να κριθεί ως το κρίσιμο σημείο της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι ο ανωτέρω μηνυτής ενδεχομένως να μη θέλει να αιτιολογήσει την προέλευση των χρημάτων, γιατί έτσι θα εξηναγκάζετο να άρει ο ίδιος το απόρρητον των λογαριασμών του και εν πάση περιπτώσει δεν ελέγχεται εν προκειμένω το "πόθεν έσχες" αυτού. Εξάλλου, αναφορικά με την μη ενημέρωση για μεγάλο διάστημα περί της παροχής του δανείου εκ μέρους του μηνυτού, ο τελευταίος εννοεί τον εαυτό του όταν λέγει ότι έλειπε στο εξωτερικό και έτσι δεν μπόρεσε να ενημερώσει τον φίλο του Γ1, καθ' όσον ο ίδιος (μηνυτής) και η σύζυγος του εργάζονται στο εξωτερικό. Τούτο σαφώς προκύπτει από την ίδια την μήνυση (βλ. 1ο σελίδα αυτής). Δεν εννοεί δε τον Γ1, για τον οποίο εκθέτει ότι αυτός (Γ1) έλειπε στο εξωτερικό ειδικά κατά τον συγκεκριμένο χρόνο της παραδόσεως των χρημάτων (μέσα Μαΐου 2002 - βλ. στο μέσο περίπου της 1ος σελίδος της μηνύσεως) και έτσι δεν μπορούσε να τον ενημερώσει περί του δανείου κτλ. Ο κατηγορούμενος αντιτείνει ότι στις 14.5.2002 ο Γ1 ήταν στην Αθήνα, δεδομένου ότι την ημεροχρονολογία αυτή υπέγραψε κάποια σύμβαση με την "ΑΤΕ ΛΗΖΙΓΚ" και συνεπώς θα μπορούσε ο εγκαλών να θέσει υπόψη του το ζητηθέν από τον ίδιο (κατηγορούμενο) δάνειο, εν τούτοις, όμως, ο ανωτέρω Γ1 ευρίσκετο μεν πράγματι στην Αθήνα στις 14.5.2002, κάλλιστα, όμως, θα μπορούσε να είχε φύγει για το εξωτερικό αμέσως μετά την υπογραφείσα στις 14.5.2002 ως άνω σύμβαση και ως εκ τούτου κρίνεται βάσιμος ο ανωτέρω ισχυρισμός του εγκαλούντος, ο οποίος εμμένει ότι τα χρήματα αυτά εδόθησαν στον κατηγορούμενο περί τα μέσα Μαΐου 2002, καθ' ον χρόνον δηλαδή έλειπε στο εξωτερικό ο Γ1, ο δε ίδιος (εγκαλών) έτυχε να ευρίσκεται στην Ελλάδα. Εξάλλου, εάν επρόκειτο περί συμπαιγνίας εγκαλούντος και Γ1, ως διατείνεται ο κατηγορούμενος, ουδείς λόγος υπήρχε ώστε να εμμένει ο εγκαλών στην ως άνω άποψη του, δεδομένου ότι θα μπορούσε να αναφέρει οποιονδήποτε άλλον χρόνον παραδόσεως των χρημάτων που να συνέπιπτε ώστε ο Γ1 πράγματι να ευρίσκετο στο εξωτερικό, χωρίς έτσι να γεννηθεί κανένα πρόβλημα. Κατά πάσα περίπτωση, είναι απολύτως φυσικό να μην έχει ενημερωθεί αμέσως νια το δάνειο ο εν λόγω μεγαλομέτοχος, ακριβώς διότι ο εγκαλών παρεπλανήθη, θεωρώντας ότι είχε δανείσει ένα φίλο του, μέσω μάλιστα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας αυτού, από τον οποίο (φίλο του) δεν είχε φόβο να χάσει τα χρήματα του και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία τέτοια "υπενθύμιση", στην αρχή τουλάχιστον, κάτω βέβαια που έγινε αργότερα, ως σαφώς εκθέτει στη μήνυση του. Δεύτερον. Εμμένει ο κατηγορούμενος στην άποψη ότι το μπλοκ των επιταγών το είχε ο Γ1, ο οποίος διαφέντευε τα πάντα και ότι ο ίδιος (κατηγορούμενος) "ήταν το παιδί για τα θελήματα". Κατ' αρχήν, ο ισχυρισμός αυτός προκαλεί έντονο προβληματισμό, καθ' όσον δεν είναι νοητό να μη έχει πρόσβαση ο διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας στο μπλοκ των επιταγών. Πέραν τούτου όμως, και κατά πάσα περίπτωση, ο ανωτέρω κατηγορούμενος και νουν είχε και εμπειρία, αλλά και επίγνωση της θέσεως του (ως κατ' εξοχήν υπεύθυνος" και ως εκ τούτου είναι ακατανόητος ο ισχυρισμός του "ότι υπέγραφε ό,τι του έφεραν" χωρίς να ερευνήσει περαιτέρω την πορεία μιας εκάστης των υποθέσεων για τις οποίες έθετε την υπογραφή του.
Συνεπώς, κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός του περί αγνοίας κλπ. Τρίτον. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι τα λοιπά στοιχεία της επιταγής (πλην της υπογραφής του δηλαδή) δεν είναι δικά του, δέον να λεχθούν τα εξής: Κατ' αρχήν η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν αποκλείει τούτο, αλλά απλώς πιθανολογεί ότι έχουν τεθεί και αυτά δια χειρός του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, στην έκθεση εκτίθενται τα εξής: "Ως προς τη γραφή, με την οποία έχουν συμπληρωθεί τα (λοιπά) στοιχεία της υπό έλεγχο επιταγής, η γνώμη μου είναι ότι έχει γραφεί, κατά πιθανολόγηση με το χέρι του υπογράφοντα αυτή Χ1. Η ως άνω επιφύλαξη μου οφείλεται στο ότι: Η υπό έλεγχο γραφή συνίσταται από κεφαλαία γράμματα, χωρίς ιδιαίτερη ατομικότητα. Υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές μεταξύ αυτής και της προς σύγκριση γραφής του Χ1, οι οποίες, αξιολογούμενες, δεν δύνανται να οδηγήσουν σε βέβαιο και αναμφισβήτητο συμπέρασμα.
Συνεπώς, εκτιμώντας τα γραφικά ευρήματα της διενεργηθείσης συγκριτικής αντιπαραβολής και τον βαθμό σύνδεσης των στοιχείων των υπό αντιπαραβολή γραφών, που προέκυψαν από τη διερεύνηση της ταυτότητος του γραφέα της υπό έλεγχο επιταγής, καταλήγω στο συμπέρασμα με επιφύλαξη για λόγους δεοντολογίας, σύμφωνα με τις αρχές της Δικαστικής Γραφολογίας" (βλ. στις σελίδες 22 και 23 της εκθέσεως). Τέλος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί, (ότι τα χρήματα αυτά εδόθησαν πράγματι ως δάνειο στην εταιρεία εν γνώσει και με την έγκριση του Δ.Σ. και φυσικά του Γ1 και εξεδόθη πράγματι η επιταγή αυτή, υπογεγραμμένη από τον κατηγορούμενο "εντός των ουσιαστικών ορίων της προς τούτο εξουσιοδοτήσεως της εταιρείας", ως συνέβη με πέντε άλλες επιταγές της εταιρείας, υπογεγραμμένες από τον κατηγορούμενο, σύμφωνα με όσα εδέχθη η υπ' αριθ. 539/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία πιστωτικών τίτλων), που απέρριψε σχετική ανακοπή της εν λόγω εταιρείας "ΓΕΩΧΗΜ ΑΕΒΕ" κατά της καθ' ης "SOFTCCMER ΑΕ", με αφορμή εκδοθείσα διαταγή πληρωμής σε βάρος της (βλ. στην απόφαση αυτή). Δέχτηκε δηλαδή η ανωτέρω απόφαση στο σκεπτικό της ότι στην υπόθεση εκείνη, οι εκεί επίδικες πέντε επιταγές "είχαν υπογραφεί (από τον Χ1, νυν κατηγορούμενο) με πλήρη γνώση και έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανακόπτουσας "ΓΕΩΧΗΜ" και του βασικού μετόχου της Γ1 και εκδόθηκαν στα πλαίσια συνεργασίας των διαδίκων εταιρειών". Όμως, τέτοιος ισχυρισμός δεν διατυπωθη ποτέ από τον κατηγορούμενο για την επίδικη επιταγή, αλλά, ως εξετέθη, αρχικώς μεν διετείνετο ότι πλαστογραφήθηκε η επιταγή του, μεταγενεστέρως δε (και αφού απεδείχθη ότι η υπογραφή στην επίδικη επιταγή είναι δική του), ισχυρίσθη ότι δήθεν υπέγραψε "ό,τι του έφεραν χωρίς να γνωρίζει" ή ότι δήθεν "η μήνυση υπεβλήθη καθ' υπαγόρευση του ηθικού αυτουργού Γ1". Πέραν τούτων, δέον να σημειωθεί εν προκειμένω, ότι, από αυτό καθ' εαυτό το σκεπτικό της ανωτέρω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εμμέσως πλην σαφώς προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, όχι μόνο είχε πρόσβαση αλλά και κατείχε εις χείρας του το μπλοκ των επιταγών (και την επίδικη βεβαίως, που ο ίδιος υπέγραψε), τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα υπ' αυτού ως προς το ζήτημα αυτό, κρίνονται αβάσιμα. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι ο κατηγορούμενος παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον εγκαλούντα, όχι βεβαίως στα πλαίσια κάποιας οικονομικής συνεργασίας, ως συνέβη με τις ως 'άνω πέντε επιταγές προς τρίτους (επί των οποίων η ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου), αλλά προς παραπλάνηση και μόνο του εγκαλούντα, προκειμένου να ιδιοποιηθεί το ποσό που έλαβε από αυτόν κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Επειδή, από όλα όσα εξετέθησαν, στοιχειοθετούνται υποκειμενικά και αντικειμενικά οι αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εδιώχθη ο εκκαλών κατηγορούμενος. Δηλαδή της κακουργηματικής απάτης συνολικού ποσού οφέλους - ζημίας άνω των (25) εκατ. Δρχμ. Και της παραβάσεως του νόμου περί επιταγής, ως οι έννοιες αυτές ανεπτύχθησαν ανωτέρω. Επομένως, ορθώς εξετιμήθησαν τα πραγματικά περιστατικά και εφηρμόσθησαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη κατηγορίας σε βάρος του κατηγορουμένου - εκκαλούντα και παρέπεμψε αυτόν να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (για τα κακουργήματα). Δέον, όμως, όπως συμπληρωθεί το ανωτέρω πρωτόδικο βούλευμα, όσον αφορά τον χρόνο τελέσεως της δευτέρας πράξεως για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος (παράβαση του Νόμου περί επιταγής) και συγκεκριμένα να τεθεί ως χρόνος τελέσεως, πλην "τα μέσα Μαΐου 2002" που αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα (χρόνος δηλαδή εκδόσεως της επιταγής), και η 3.3.2003, ότε δηλαδή ενεφανίσθη και δεν πληρώθη η εν λόγω επιταγή. Και τούτο, διότι, από τη διάταξη του άρθρου 79 Ν. 5960/1933 προκύπτει ότι χρόνος τελέσεως είναι και εκείνος κατά τον οποίο ενεφανίσθη και δεν επληρώθη η επιταγή ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, ως συνέβη εν προκειμένω (Α.Π. 1918/03 Ποιν.Χρ. ΛΔ7674)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απορρίπτοντας στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, διέλαβε σ' αυτό (προσβαλλόμενο βούλευμα του) την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής απάτης και της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για τις οποίες παραπέμφθηκε να δικασθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 386 παρ. 1, 386 παρ. 1 και 3 β' του Ποινικού Κώδικα και 79 του Νόμου 5960/1933, όπως ισχύουν, τις οποίες το Συμβούλιο Εφετών ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Από το ίδιο βούλευμα, προκύπτει ότι σ' αυτό παρατίθενται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών και οι καταθέσεις των μαρτύρων και ως εκ τούτου δεν προκύπτει ασάφεια, ως προς τα εκτιμηθέντα αποδεικτικά μέσα, ενώ προκύπτει επίσης από την αναφορά στο σκεπτικό αυτούσιων των συμπερασμάτων της, ότι εκτιμήθηκε μεταξύ των αποδεικτικών μέσων και η από .... έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου ...., ενώ προσδιορίζεται ως παθών ο εγκαλών Ψ1, καθώς και ο τρόπος παραπλανήσεως του και τα αντίθετα που προβάλλει ως λόγον αναιρέσεως ο αναιρεσείων είναι αβάσιμα. Κατ' ακολουθίαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1β' και δ' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αντιστοίχως, με τους οποίους πλήττεται το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, είναι αβάσιμοι, ενώ απαραδέκτως αμφισβητείται, κατά τα λοιπά, η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και οι ουσιαστικές παραδοχές του Συμβουλίου.
ΕΠΕΙΔΗ, ενόψει αυτών, είναι αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 148/10.7.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 750/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ