Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2117 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Αλλοδαπού απέλαση, Δικαστηρίου σύνθεση, Αντιρρήσεις σχετικά με την εκτέλεση, Ασφαλείας μέτρα.




Περίληψη:
Οι αντιρρήσεις περί την εκτέλεση του άρθρου 565 εδ. α΄ ΚΠΔ μπορούν να αφορούν όχι μόνον στην ποινή αλλά και στο είδος και στη διάρκεια του μέτρου ασφαλείας. Απέλαση αλλοδαπού καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή ανασταλείσα κατ’ άρθρο 99 ΠΚ. Η δικαστική απόφαση που διατάσσει την απέλαση του αλλοδαπού ως μέτρο ασφαλείας εξακολουθεί να ισχύει και μετά την σε εκτέλεσή της, απέλαση του αλλοδαπού, αν δε αυτός επανέλθει στη χώρα αυτοβούλως, απελαύνεται και πάλι σε εκτέλεση της ίδιας αποφάσεως. Ποιες αντιρρήσεις υπάγονται στο άρθρο 565 ΚΠΔ. Όχι αυτές που αναφέρονται στην ορθότητα της αποφάσεως ως προς την επιβολή της ποινής ή του μέτρου ασφαλείας. Η παραγραφή της ποινής δεν συνεπάγεται και παραγραφή του μέτρου ασφαλείας. Η υφ’ όρον παραγραφή του άρθρου 32 § 1 του Ν. 3346/2005 αφορά στις στερητικές της ελευθερίας ποινές και δεν περιλαμβάνει τα μέτρα ασφαλείας. Δεν αποτελούν διακωλυτικό λόγο εκτελέσεως του διαταχθέντος μέτρου ασφαλείας της απελάσεως αλλοδαπού η επανείσοδός του στη χώρα υπό διαφορετικό όνομα και οι μεταγενέστερες νομοθετικές μεταβολές ως προς τις διοικητικές απελάσεις. Δεν αποτελεί παραδεκτή αντίρρηση η δυσαναλογία παραβάσεως του αντιλέγοντος και επιβληθείσης απελάσεως, διότι η έρευνα του ζητήματος αυτού καταλήγει σε έλεγχο της ορθότητας της καθ’ ης οι αντιρρήσεις αποφάσεως, που δεν επιτρέπεται. Για την αναπλήρωση Προέδρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από τον αρχαιότερο δικαστή, όταν η σύνθεση του δικαστηρίου δεν ορίζεται με κλήρωση, δεν απαιτείται η έκδοση σχετικής πράξεως του διευθύνοντος το δικαστήριο. Για την αναπλήρωση όμως Πλημμελειοδίκη, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από Ειρηνοδίκη, απαιτείται να εκδοθεί σχετική πράξη από τον διευθύνοντα το δικαστήριο και να αναφέρεται στο προοίμιο της αποφάσεως, διότι διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής συνθέσεως. Η μνεία στην απόφαση της πράξεως αναπληρώσεως ενός Πλημμελειοδίκη από Ειρηνοδίκη υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου λόγου αναπληρώσεως που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα το δικαστήριο και αναφέρεται στην πράξη του και δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στην απόφαση ο λόγος αυτός. Δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση σε τι συνίσταται το κώλυμα των δικαστών που αναπληρώνονται.




Αριθμός 2117/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ραζέλο, για αναίρεση της 211/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 8 Οκτωβρίου 2007 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1189/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 565 εδ. α' και γ' Κ.Ποιν.Δ, κάθε αμφιβολία ή αντίρρηση σχετικά με την εκτελεστότητα της αποφάσεως και το είδος ή τη διάρκεια της ποινής λύεται από το δικαστήριο των πλημμελειοδικών του τόπου όπου εκτίεται η ποινή, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται να ασκηθεί αναίρεση από τον εισαγγελέα και τον καταδικασμένο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τέτοιες αντιρρήσεις του καταδικασμένου μπορεί να αναφέρονται όχι μόνον στην ποινή, αλλά και στο είδος και τη διάρκεια του επιβληθέντος μέτρου ασφαλείας, αφού η χρήση του όρου "ποινή" στο περί εκτελέσεως βιβλίο του Κ.Ποιν.Δ, όπου εμπίπτει και η ανωτέρω διάταξη, γίνεται με ευρεία έννοια, ώστε να περιλαμβάνει και τα μέτρα ασφαλείας από τα διαλαμβανόμενα στα άρθρα 69-74 ΠΚ με στερητικό ή περιοριστικό της ελευθερίας χαρακτήρα, όπως είναι και η απέλαση αλλοδαπού που διατάσσεται με δικαστική απόφαση. Έτσι μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις που αφορούν και στη διάρκεια του μέτρου ασφαλείας, όταν επήλθαν γεγονότα, μετά την έκδοση της αποφάσεως, που κωλύουν την εκτέλεση του. Τέτοιο γεγονός είναι και η παραγραφή του μέτρου ασφαλείας, την οποία ρυθμίζει το άρθρο 75 § 1 ΠΚ, κατά το οποίο, αν από τότε που έγινε αμετάκλητη η απόφαση με την οποία επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας των άρθρων 69, 71, 72, και 74 περάσει τριετία χωρίς να έχει αρχίσει η εκτέλεση του μέτρου, αυτό δεν μπορεί πια να εκτελεσθεί εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Από την τελευταία, όμως, αυτή διάταξη συνάγεται, κατ' αντιδιαστολήν, ότι αν εκτελεσθεί το μέτρο ασφαλείας της απελάσεως αλλοδαπού που διατάχθηκε με δικαστική απόφαση, η απέλαση αυτή ισχύει και αν περάσει τριετία από τότε που έγινε αμετάκλητη η εν λόγω απόφαση, υπό την έννοια ότι αν το απελαθείς επανέλθει στη χώρα αυτοβούλως και παρανόμως (περίπτωση στην οποία υπάγεται και η επανείσοδος του στη Χώρα υπό διαφορετικό όνομα), το μέτρο αυτό ασφαλείας εξακολουθεί να ισχύει και ο αλλοδαπός απελαύνεται και πάλι σε εκτέλεση της ίδιας δικαστικής αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 32 § 1 του Ν. 3346/2005, "επιβληθείσες ποινές με αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος (στις 17-6-2005) διάρκειας μέχρι έξι μηνών, εφόσον δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και δεν έχουν οπωσδήποτε εκτιθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα υποπέσει μέσα σε δεκαοκτώ μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέα από δόλο προερχόμενη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσης ποινής το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την καταδίκη για τη νέα πράξη". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην υφ' όρον παραγραφή μόνον των καταγνωσθεισών στερητικών της ελευθερίας ποινών και ότι η σχετική ευεργετική ρύθμιση δεν περιλαμβάνει τα μέτρα ασφαλείας. Η παραγραφή, εξάλλου, των στερητικών της ελευθερίας ποινών δεν συνεπάγεται και παραγραφή του μέτρου ασφαλείας. Τέλος, αιτιάσεις του κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 565 Κ.Ποιν.Δ αντιλέγοντος, οι οποίος αναφέρονται στην ορθότητα της αποφάσεως, κατά της οποίας στρέφονται οι αντιρρήσεις, σε σχέση με την επιβολή της ποινής, υπό την ως άνω ευρεία έννοια της, δεν επιτρέπονται. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, με την προσβαλλόμενη 211/2007 απόφασή του, απέρριψε τις από 1-3-2007 αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος αλλοδαπού, που αφορούσαν στην περαιτέρω διάρκεια της απελάσεώς του, η οποία είχε διαταχθεί με την 306/9-3-2005 απόφαση του ίδιου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ως μέτρο ασφαλείας κατά το άρθρο 74 § 1 ΠΚ, εν συνεχεία της καταδίκης του με την ίδια αυτή απόφαση σε φυλάκιση δύο μηνών και της αναστολής της ποινής αυτής επ' αόριστον κατ' άρθρο 99 § 2 ΠΚ, για παράβαση του άρθρου 49 του Ν. 2910/2001, ήτοι για το ότι, αν και ήταν καταχωρημένος στον κατάλογο των ενεπιθύμητων αλλοδαπών, λόγω διοικητικής απελάσεως, επανήλθε στη Χώρα την 8-3-2005 παράνομα. Για να στηρίξει την απορριπτική του κρίση το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος, αλβανικής καταγωγής, με την υπ' αριθ. 306/2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών, διότι στις 8-3-2005 συνελήφθη στην ... (Θεσπρωτίας) να έχει εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα, ενώ ήταν καταχωρημένος στην Εθνική Βάση Δεδομένων ως ανεπιθύμητος στη χώρα με το μέτρο της απαγόρευσης εισόδου λόγω διοικητικής απέλασης από 3-10-04 μέχρι 31-7-07, η ποινή δε αυτή ανεστάλη επ' αόριστο και διατάχθηκε η απέλαση του, η οποία και εκτελέσθηκε. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, για να παρακάμψει τις ανωτέρω έννομες συνέπειες των πράξεών του, στην Αλβανία άλλαξε όνομα από Χ1, με το οποίο είχε καταδικασθεί, σε Χ και με το νέο όνομα πήρε θεώρηση άδειας εισόδου (VISA) και επανήλθε στην Ελλάδα, όπου έλαβε με το νέο όνομα άδεια εργασίας και άδεια διαμονής. Η ανωτέρω ποινή φυλάκισης δύο μηνών έχει καταστεί αμετάκλητη, εφόσον ο κατηγορούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της και δεν άσκησε κατά της απόφασης ένδικο μέσο και ως εκ τούτου δεν υπάγεται στη ρύθμιση του άρθρου 32 του Ν. 3346/05. Με το άρθρο 91 § 11 στ' του Ν. 3386/2006 ή εγγραφή στους καταλόγους ανεπιθυμήτων για λόγους παράνομης εισόδου κλπ στη Χώρα έχει μεν αυτοδικαίως αρθεί για τον κατηγορούμενο, όμως η νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν αποτελεί και λόγο παραγραφής ή αμνηστίας της επιβληθείσης στον κατηγορούμενο με δικαστική απόφαση απέλασης, όπως ισχυρίζεται. Κατά συνέπεια η ένδικη αίτησή του, με την οποία προβάλλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης της υπ' αριθ. 306/05 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου είναι μη νόμιμη, διότι δεν μπορεί να ανακληθεί η δικαστική απόφαση αυτή ως προς τη διάταξη της απέλασης, η οποία ήδη έχει εκτελεστεί, ούτε να διαταχθεί η μη εκτέλεση αυτής ως προς την απέλαση, αφού έχει εκτελεστεί η απέλαση, η δε έκτιση της ποινής φυλάκισης, η οποία έχει ανασταλεί, προϋποθέτει την εκ νέου τέλεση άλλης αξιόποινης πράξης που έχει τιμωρηθεί αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης ανωτέρα των έξι μηνών σε χρονικό διάστημα τέλεσης 18 μηνών από τη δημοσίευση του Ν. 3346/05, προϋπόθεση ποτ δεν συντρέχει εν προκειμένω". Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, όπως εκτιμάται, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι δεν απήντησε και δεν αιτιολόγησε τον ισχυρισμό του αντιλέγοντος-αναιρεσείοντος ότι η διαταχθείσα, με την καθής οι αντιρρήσεις απόφαση, απέλασή του προσβάλλει το δικαίωμά του για προστασία και σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, καθώς μετά την εν λόγω απόφαση και εκτέλεση της απελάσεώς του γεννήθηκε στην Αθήνα η θυγατέρα του, η οποία εξαρτά την επιβίωση της αποκλειστικά από αυτόν που βρίσκεται και εργάζεται στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, καθόσον το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να απαντήσει αιτιολογημένα στον ως άνω ισχυρισμό που δεν συνιστά λόγο κωλύοντα την εκτέλεση του μέτρου αυτού ασφαλείας, αφού το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προστατεύει μεν το δικαίωμα του προσώπου στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, τούτο, όμως, δεν αποκλείει τη δυνατότητα της πολιτείας να επιβάλλει ποινές και μέτρα ασφαλείας, στα πλαίσια της ποινικής της δικαιοδοσίας, και αν αυτά θίγουν αναγκαίως την οικογενειακή ζωή του καταδικασθέντος.
Με τον ίδιο πρώτο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση διότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό του αντιλέγοντος-αναιρεσείοντος ότι η νόμιμη επανείσοδος του και διαμονή στη Χώρα και οι μεταγενέστερες της καθής οι αντιρρήσεις αποφάσεως νομοθετικές μεταβολές που επέφεραν την άρση των συνεπειών της διοικητικής απελάσεώς του συνιστούν λόγο που κωλύει την εκτέλεση της διαταχθείσης με την καθής οι αντιρρήσεις απόφαση απελάσεως. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση, δεχθείσα ότι η επανείσοδος του αντιλέγοντος στην Ελλάδα έγινε με ταξειδιωτικά έγγραφα που αυτός έλαβε αφού μετέβαλε στην Αλβανία το όνομά του, σαφώς δέχθηκε και απήντησε ότι η επανείσοδος αυτή δεν ήταν νόμιμη, ορθώς δε έκρινε σχετικώς, διότι η κατά οποιοδήποτε τρόπο επανείσοδος στη Χώρα του απελαθέντος αναιρεσείοντος, πολύ δε περισσότερο μετά από αλλαγή του ονόματός του και η χορήγηση σ' αυτόν, υπό το νέο όνομα, διοικητικών αδειών, δεν αίρει την ισχύ του ανωτέρω μέτρου ασφαλείας και δεν αποτελεί διακωλυτικό λόγο εκτελέσεώς του. Περαιτέρω, σαφώς δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και απήντησε ότι η άρση των συνεπειών της διοικητικής απελάσεως του αντιλέγοντος-αναιρεσείοντος δεν επηρεάζει την επιβληθείσα με την καθής οι αντιρρήσεις απόφαση απέλασή του, ως μέτρο ασφαλείας, ορθώς δε έκρινε σχετικώς, διότι επί απελάσεως που διατάσσεται με δικαστική απόφαση ως μέτρο ασφαλείας δεν έχουν εφαρμογή αναλογικώς τυχόν ευεργετικές διατάξεις διοικητικών νόμων που ρυθμίζουν διαφορετικά τα περί απελάσεως αλλοδαπού και ειδικότερα οι επικληθείσες απ' τον αντιλέγοντα διατάξεις των άρθρων 91 § 11 στ' του Ν. 3386/2005 και 18 § 4δ' του Ν. 3536/2007 κατά τις οποίες, ταυτοσήμως, "εγγραφή στους καταλόγους ανεπιθύμητων αποκλειστικώς για λόγους παράνομης εισόδου, εξόδου, εργασίας και διαμονής στη Χώρα, καθώς και συναφείς εκκρεμείς απελάσεις δεν αποτελούν παρακωλυτικό λόγο για τη χορήγηση της άδειας διανομής. Υφιστάμενες για την ανωτέρω αιτία εγγραφές στον κατάλογο των ανεπιθύμητων θεωρούνται ότι έχουν, αυτοδικαίως, αρθεί", καθόσον επί δικαστικής απελάσεως προϋποτίθεται δικαστική κρίση περί της συνδρομής νομίμου περιπτώσεως επιβολής του μέτρου αυτού, υπό διαφορετικές προϋποθέσεις. Η άρση, εξάλλου, αυτή των συνεπειών της εγγραφής του αντιλέγοντος στους καταλόγους ανεπιθύμητων αλλοδαπών, αντιθέτως προς τα υπ' αυτού υποστηριζόμενα, δεν είναι κριτέα, από απόψεως αποτελεσμάτων έναντι της επιβληθείσης στον αντιλέγοντα απελάσεως, όπως η παραγραφή της ποινής και η αμνηστία κατά το άρθρο 568 Κ.Ποιν.Δ ως λόγοι εξαλείψεως της ποινής, ορθώς δε η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε τα ίδια και ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αιτήσεως, κατά το δεύτερο σκέλος του, καθώς και ο συναφής δεύτερος λόγος των παραδεκτώς ασκηθέντων, με το από 8-10-2007 δικόγραφο, πρόσθετων λόγων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Με τον δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο της αιτήσεως και τον τρίτο πρόσθετο λόγο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του προπαρατεθέντος, άρθρου 32 § 1 του Ν. 3346/2005, κατόπιν της οποίας δεν δέχθηκε την σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό παραγραφή της επιβληθείσης στο αντιλέγοντα απελάσεως και ειδικότερα διότι εσφαλμένα δέχθηκε το αμετάκλητο της καθής οι αντιρρήσεις αποφάσεως και ότι δεν συνέτρεχε εκ τούτου περίπτωση εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 32 § 1 επί της ως άνω απελάσεως. Και οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αρχή της παρούσης, η υφ' όρον παραγραφή κατά το ως άνω άρθρο 32 § 1 της στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν περιλαμβάνει και τα μέτρα ασφαλείας, η αιτιολογία δε της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο σημείο αυτό, ότι δηλαδή δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 32 § 1 λόγω του αμετακλήτου της καθής οι αντιρρήσεις αποφάσεως, διελήφθη άνευ ανάγκης. Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι εσφαλμένα δεν δέχθηκε ότι η διαταχθείσα απέλαση του αντιλέγοντος αποτελεί δυσανάλογη κύρωση σε σχέση με την παράβασή του, της επανεισόδου του στη Χώρα ενώ ήταν εγγεγραμμένος στον κατάλογο των ανεπιθύμητων αλλοδαπών, και τον απομακρύνει από τη γεννηθείσα μετά την απέλασή του θυγατέρα του, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμά του για σεβασμό και προστασία της οικογενειακής του ζωής που προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως προς μεν το μέρος του που αιτιάται δυσαναλογία του μέτρου ασφαλείας της απελάσεως του αντιλέγοντος σε σχέση με την παράβασή του, διότι η έρευνα από το δικαστήριο του ζητήματος αυτού θα κατέληγε, με το πρόσχημα των αντιρρήσεων, σε έλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως, κατά της οποίας οι αντιρρήσεις, πράγμα που δεν επιτρέπεται, όπως προεκτέθηκε, ως προς δε το λοιπό μέρος του για τους ίδιους λόγους που κρίθηκε απορριπτέος ως άνω ο πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος της αιτήσεως. Κατά το άρθρο 4 § 1 εδ. γ' του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988), όπως ισχύει, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο πρωτόδικες, κατά δε την παραγ. 3 του ίδιου άρθρου, κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής. Περαιτέρω, στο άρθρο 5 § 1 του ίδιου Κώδικα, προβλέπεται η αναπλήρωση των δικαστών και ορίζεται ότι αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται ένας μόνον πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρος ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών ποινικών δικαστηρίων, όταν οι συνθέσεις τους δεν ορίζονται με κλήρωση, (οπότε έχει εφαρμογή το άρθρο 17 του ίδιου Κώδικα), ο πρόεδρος αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο δικαστή, χωρίς να απαιτείται έκδοση πράξεως αναπληρώσεως, στην περίπτωση δε αναπληρώσεως πλημμελειοδίκη τριμελούς πλημμελειοδικείου από ειρηνοδίκη απαιτείται να εκδίδεται σχετική πράξη από τον διευθύνοντα το δικαστήριο δικαστή, η οποία και να μνημονεύεται στην απόφαση. Η μνεία της πράξεως αναπληρώσεως στην απόφαση υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου προς αναπλήρωση λόγου, που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα δικαστή και αναφέρεται στην πράξη του και δεν είναι απαραίτητο ο λόγος αυτός αναπληρώσεως να αναφέρεται και στην απόφαση. Επίσης δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση σε τι συνίσταται το κώλυμα του αναπληρουμένου δικαστή. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 4 § 4 του ίδιου Κώδικα, στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικώς ο αρμόδιος εισαγγελέας, κατά δε το άρθρο 24 § 6 αυτού, αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ο εισαγγελέας δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 171 § 1 περ. α' Κ.Ποιν.Δ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και τον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου. Η ακυρότητα δε αυτή, που συμβαίνει κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσπρωτίας, που την εξέδωσε, συγκροτήθηκε από τον Αθανάσιο Λεπέτσο "προεδρεύοντα αρχαιότερο πλημμελειοδίκη, κωλυομένης της Προέδρου", τον Μιχαήλ Ντόστα, πλημμελειοδίκη και τη Χρυσάνθη Καψάλη, ειρηνοδίκη Ηγουμενίτσας, κάτω από το όνομα της οποίας αναγράφονται οι ενδείξεις "κωλυομένων των άλλων πλημμελειοδικών" και ότι ορίσθηκε με την "υπ' αριθ. 14/2007 πράξη Προέδρου Πρωτοδικών Θεσπρωτίας", συμμετείχε δε ο Οδυσσέας Ντάλιας, αντεισαγγελέας, "κωλυομένου του Εισαγγελέα". Η συγκρότηση αυτή του εν λόγω δικαστηρίου, ενόψει των προπαρατεθέντων, είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Οργανισμού των Δικαστηρίων που καθορίζουν τη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, όπου αυτή δεν ορίζεται με κλήρωση. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, όπως εκτιμώνται, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι στη σύνθεση αυτή συμμετείχαν αναπληρωτές της Προέδρου Πρωτοδικών και του ενός Πλημμελειοδίκη δικαστές "χωρίς την τήρηση εγγυήσεων για τη νόμιμη συμμετοχή τους στη δίκη ή έστω την αναφορά τήρησης εγγυήσεων" και χωρίς να αναφέρεται στην απόφαση το είδος του κωλύματος των αναπληρωθέντων και πότε αυτό προέκυψε, ειδικώς δε, ως προς τη συμμετοχή της Ειρηνοδίκη, χωρίς να αναφέρεται το περιεχόμενο της μνημονευομένης πράξεως της Προέδρου Πρωτοδικών Θεσπρωτίας και αν η συμμετοχή της ήταν προϊόν κληρώσεως μεταξύ των Ειρηνοδικών της περιφέρειας του ίδιου Πρωτοδικείου ή επιλογή της Προέδρου, περαιτέρω δε ως προς τη συμμετοχή του Αντεισαγγελέα, χωρίς να αναφέρεται το κώλυμα του Εισαγγελέα του δικαστηρίου και δη η φύση του και ο χρόνος εμφανίσεως του, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι ίδιες αυτές αιτιάσεις, προβαλλόμενες απ' τον αναιρεσείοντα με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο και ως έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους ως άνω λόγους. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να απορριφθούν κατ' ουσίαν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26 Απριλίου 2007 αίτηση του Χ, όπως διαμορφώθηκε με τους από 8 Οκτωβρίου 2007 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 211/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσπρωτίας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και τούτου αποχωρήσαντος Από την
υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας
η αρχαιοτέρα της συνθέσεως, Αρεοπαγίτης.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Οκτωβρίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή