Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Συναυτουργία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη από κοινού. Αιτιολογία βουλεύματος. Παράλειψη να λάβει υπόψη το δικαστικό Συμβούλιο Εφετών απολογητικό υπόμνημα αναιρεσείοντος και σχετική αθωωτική απόφασή του. Μη αναφορά περιστατικών κακουργηματικής απάτης. Παραδοχή αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αναίρεση βουλεύματος μόνο για αναιρεσείοντα που επικαλείται λόγους που αρμόζουν μόνο στο πρόσωπό του.
Αριθμός 649/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1238/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Ζ1, 2) Ζ2, 3) Ζ3 και 4) Ζ4. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1323/09. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή, με αριθμό 3/4-1-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ , την υπ' αριθμ. 166/14-9-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθμ. 1238/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , εκθέτω τα ακόλουθα : Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1148/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, μεταξύ των άλλων κατηγορουμένων και τον Χ, για να δικαστεί ως υπαίτιος απάτης από κοινού και κατά συρροή, τελεσθείσα από υπαίτιους που διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ(βλ. βούλευμα).
ΙΙ) Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησαν νομοτύπως και εμπροθέσμως εφέσεις οι κατηγορούμενοι Ζ4, Ζ3 και Χ, τις οποίες δέχθηκε τυπικά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2370/2007 βούλευμα, πλην όμως τις απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες, χαρακτηρίζοντας ορθότερα την πράξη της απάτης ως "απάτη κα' εξακολούθηση", και όχι " κατά συρροή". Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών άσκησε αναίρεση ο εκ των κατηγορουμένων Χ. Επί της αναιρέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2528/2008 απόφαση του Δικαστηρίου Σας (σε συμβούλιο), με την οποία αναιρέθηκε στο σύνολό του το υπ' αριθμ. 2370/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο. Ακολούθως εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1238/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις των Χ, Ζ4 και Ζ3 κατά του υπ' αριθμ. 1148/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, ως απαράδεκτη δε την ασκηθείσα κατά του ιδίου βουλεύματος υπ' αριθμ. 148/2009 έφεση του Ζ1. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο παραπεμφθείς κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε νομίμως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 7-8-2009 με θυροκόλληση και στον αντίκλητο δικηγόρο του την 4-9-2009 η δε αίτηση ασκήθηκε από τον ίδιο την 14-9-2009 (άρθρο 473 παρ. 1 Κ.Π.Δ) ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών , συντάχθηκε δε περί αυτής η υπ' αριθμ. 166/14-9-2009 έκθεση στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και ειδικότερα: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) η απόλυτη ακυρότητα και γ) υπέρβαση εξουσίας. Εξάλλου το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως .
ΙΙΙ)
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386§1 του Π.Κ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή , με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) παράνομο περιουσιακό όφελος , έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τούτο, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, από την οποία ως παραγωγό αιτία , επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου, το οποίο προβαίνει σε πράξη παράλειψη ή ανοχή. Το παραπλανώμενο πρόσωπο δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με το βλαπτόμενο άλλ' αρκεί να μπορεί να προβεί στην επιζήμια για το τελευταίο πράξη ή παράλειψη (Α.Π 411/2007 Ποιν Χρον ΝΗ 61), και γ) βλάβη ξένης περιουσίας , με την έννοια της μειώσεως της υφισταμένης περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου , η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, πρέπει δηλαδή η περιουσιακή βλάβη να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής(Α.Π 2098/2007 Ποιν Χρον ΝΗ 743). Για την στοιχειοθέτηση της απάτης ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν , κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως ή δυνατότητας του δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης( Α.Π 266/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 812, Α.Π 830/2006 Ποιν Δικ. 10/2006 ,1227 ). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου πιο πάνω άρθρου , όπως αυτή αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 1§11 του Ν 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§4 του Ν 2721/1999 , επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) εάν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή 15.000 ευρώ ή, β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ή 73.000 ευρώ . Από την διατύπωση του εδαφίου α της παρ. 3 της ανωτέρω διάταξης, προκύπτει ότι η απάτη προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ , ενώ με την διάταξη του εδαφίου β , προβλέπεται μια νέα διακεκριμένη περίπτωση απάτης, με βάση την συνολική αποτίμηση του οφέλους ή της βλάβης στο ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, χωρίς την συνδρομή των προϋποθέσεων της κατά συνήθεια και κατ' επάγγελμα τέλεσης. Για την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη , υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του . Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά , όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου , δηλαδή , όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης , προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος , ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει , όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του . Επίσης από την παρ. 1 του άρθρου 98 του Π.Κ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος , συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεσή τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη , προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2721/1999 δεύτερη παράγραφος , σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος , που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος , λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος(Α.Π 548/2008). Εξάλλου , σύμφωνα με το άρθρο 45 του Π.Κ , αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη , καθένας τιμωρείται ως αυτουργός . Με τον όρο από κοινού νοείται ο κοινός δόλος , δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος , γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος . Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων , ταυτόχρονες ή διαδοχικές , χωρίς αναγκαία να αναφέρονται στην απόφαση ή το βούλευμα και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς (Α.Π 156/2004, Α.Π 967/2004). IV) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως , όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση , χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ενδεχομένως ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων . Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας , πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του δικαστικού συμβουλίου ( Α.Π 544/2005 Ποιν Χρον ΝΣΤ 19, Α.Π 114/2004 Ποιν Χρον. ΝΔ 29). Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ενδεικτικά αναφέρονται στο άρθρο 178 του Κ.Π.Δ , είναι και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη, είναι απαραίτητο να αναφέρεται και η απολογία του κατηγορουμένου η οποία συνιστά και την υπεράσπισή του , διότι άλλως το βούλευμα ή η απόφαση πάσχουν από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (Α.Π 365/1998 Ποιν Χρον. ΜΗ 984). Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος υποβάλλει υπόμνημα στο Συμβούλιο Εφετών και τούτο παραλείπει να το εκτιμήσει και να το μνημονεύσει στο βούλευμά του (Α.Π 732/2005 Ποιν Χρον. ΝΕ 1014). β)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο . Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού , όταν το τελευταίο περιέχει , εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (Α.Π 286/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 819, Α.Π 345/2006 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 829), και γ) είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση , τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση , με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π 1071/2005 Ποιν Χρον. ΝΣΤ 135, Α.Π 1364/2006). Εξάλλου , απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 484παρ. 1 στοιχ. α Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως , μεταξύ των άλλων περιπτώσεων του άρθρου 171§§1 και 2 Κ.Π.Δ, υπάρχει και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται , στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ) . Τέτοια ακυρότητα υπάρχει και αν το Συμβούλιο απορρίψει αίτημα που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά το άρθρο 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή εξηγήσεων και διασαφήσεων επί της υποθέσεως, χωρίς να απαντήσει σ' αυτό ή χωρίς να αιτιολογήσει την απόρριψή του με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων που δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου, για την παροχή διευκρινίσεων (Α.Π 1610/2001 Ποιν Χρον. ΝΒ 624). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του σκέψεις ως προς το εκπρόθεσμο της εφέσεως του Ζ1 και καθολική κατά τα λοιπά αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων , τις απολογίες και τα από 9-6-2006 απολογητικά υπομνήματα των τριών πρώτων εκκαλούντων (Χ, Ζ4 και Ζ3) και την ανακριτική απολογία της κατηγορουμένης Ζ2 που δεν άσκησε έφεση, προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα: " Ο κατηγορούμενος Ζ1 κατά το έτος 2002 , στο ... και επί της οδού ..., άρχισε την εκμετάλλευση καταστήματος πώλησης επίπλων κουζίνας , ντουλαπιών , πλακιδίων και συναφών ειδών , με τον διακριτικό τίτλο ... . Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με την εμπορία πλακιδίων. Στην επιχείρηση αυτή εργάστηκαν και οι εκκαλούντες , με τους οποίους συνδεόταν φιλικά , και συγκεκριμένα ο πρώτος ως διευθυντής πωλήσεων , η δεύτερη ως υπεύθυνη του τμήματος σχεδιασμού επίπλων και ο τρίτος ως επιπλοποιός . Και οι τρεις ανωτέρω εκκαλούντες εξάλλου , είχαν αυξημένες αρμοδιότητες και εκπροσωπούσαν της επιχείρηση στις διάφορες συναλλαγές με τους πελάτες . Στις 25-2-2003 η εγκαλούσα Ψ, ενδιαφερόμενη να αγοράσει έπιπλα κουζίνας για διαμερίσματα ιδιοκτησίας της, επισκέφθηκε το ανωτέρω κατάστημα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία της επιχείρησης στον έντυπο τύπο. Στην ως άνω επιχείρηση οι ανωτέρω τρεις εκκαλούντες, παρέστησαν στην εγκαλούσα ψευδώς ότι η επιχείρηση του Ζ1 είχε πολυετή πείρα στα έπιπλα κουζίνας , ότι ο Ζ1 ήταν ένας αξιόπιστος επιχειρηματίας , ότι τα έπιπλα κουζίνας που διέθετε η ανωτέρω επιχείρηση στο αγοραστικό κοινό προέρχονταν από τον γνωστό για την τεχνογνωσία και αξιοπιστία Ιταλικό οίκο ... , με τον οποίο συνεργαζόταν αποκλειστικά , και ότι όλες οι διαφημιστικές εξαγγελίες αυτής σχετικά με την ποιότητα των ειδών , τις χαμηλές τιμές και την ακριβή εκτέλεση των παραγγελιών , ήταν αληθείς .Έτσι η εγκαλούσα πείσθηκε στις ψευδείς παραστάσεις των εκκαλούντων και παρήγγειλε την προαναφερθείσα ημερομηνία (25-2-2003) τέσσερα έπιπλα κουζίνας Ιταλικής προέλευσης , συνολικής αξίας 13.000 ευρώ και διάφορα αξεσουάρ μπάνιου συνολικής αξίας 9.615 ευρώ, καταβάλλοντας σ' αυτούς την επόμενη (26-2-2003) ως προκαταβολή το ποσό των 6.372 ευρώ για τα έπιπλα κουζίνας και το ποσό των 9.615 ευρώ , το οποίο αντιστοιχούσε στο τίμημα των αξεσουάρ μπάνιου, ήτοι συνολικά το ποσό των 15.987 ευρώ . Οι ανωτέρω εκκαλούντες υποσχέθηκαν την πιστή εκτέλεση της παραγγελίας εντός 50 ημερών από την καταβολή της προκαταβολής . Μάλιστα προκειμένου να αποδείξουν την συνέπεια της ως άνω επιχείρησης , στις 26-2-2003 ο τρίτος εκκαλών μετέβη στα ως άνω διαμερίσματα και έλαβε μέτρα για την κατασκευή των επίπλων , όπου επανέλαβε τα ανωτέρω τα οποία είχαν από κοινού παραστήσει οι ανωτέρω τρεις εκκαλούντες ψευδώς στην εγκαλούσα την προηγούμενη ημέρα . Εξάλλου στις 12-2-2003 το ανωτέρω κατάστημα είχε επισκεφθεί ο εγκαλών Θ ο οποίος ενδιαφερόταν να αγοράσει δύο κουζίνες για την στη ... και επί της οδού ... ευρισκόμενη οικία του . Και σ' αυτόν οι τρεις εκκαλούντες παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς τα αυτά πραγματικά περιστατικά , ήτοι ότι η επιχείρηση του κατηγορουμένου Ζ1 είχε πολυετή πείρα στα έπιπλα κουζίνας , ότι τα έπιπλα κουζίνας που διέθετε στο κοινό προέχονταν από τον Ιταλικό οίκο ..., με τον οποίο συνεργάζονταν αποκλειστικά, και ότι όλες οι διαφημιστικές εξαγγελίες της επιχείρησης, ήταν αληθινές. Περαιτέρω οι εκκαλούντες ανέφεραν στον εγκαλούντα ότι οι κουζίνες τις οποίες παρήγγειλε θα αποστέλλονταν από την Ιταλία και θα του παραδίδονταν εντός 45 ημερών από την καταβολή της προκαταβολής . Πεισθείς, κατόπιν αυτών , ο εγκαλών στις ψευδείς αυτές παραστάσεις των εκκαλούντων κατηγορουμένων , παρήγγειλε δύο κουζίνες και κατέβαλε ως προκαταβολή το ποσό των 4.460 ευρώ. Το υπόλοιπο του τιμήματος , το οποίο αντιστοιχούσε στο 30% του συνολικού ποσού του τιμήματος , θα κατέβαλε ο εγκαλών με την παράδοση τω ανωτέρω αντικειμένων . Πλην όμως και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις , καίτοι παρήλθε η ημερομηνία παράδοσης, οι σχετικές παραγγελίες ουδέποτε υλοποιήθηκαν, ούτε εξάλλου ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν, καθόσον ο ανωτέρω Ιταλικός οίκος είχε διακόψει την συνεργασία με την επιχείρηση του Ζ1 από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2002 , γιατί ο τελευταίος ήταν ασυνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Περαιτέρω κάθε προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας των εγκαλούντων με την ως άνω επιχείρηση κατέστη αδύνατη , ενώ όταν αυτοί(εγκαλούντες) επισκέφθηκαν την επιχείρηση στις 3-4-2003 διαπίστωσαν ότι αυτή είχε κλείσει , ο Ζ1 και οι εργαζόμενοι σ' αυτή είχαν εξαφανισθεί , ενώ πλήθος ατόμων που είχαν παραγγείλει έπιπλα και είχαν δώσει προκαταβολή χωρίς να τα παραλάβουν, είχε συγκεντρωθεί έξω από το κατάστημα . Ο μόνος ο οποίος παρουσιάσθηκε στο συγκεκριμένο χώρο ,ήταν ο τρίτος εκκαλών , ο οποίος προσπάθησε να καθησυχάσει τους ευρισκόμενους εκεί πελάτες παριστάνοντας σ' αυτούς ψευδώς ότι επρόκειτο για προσωρινό πρόβλημα και ότι όλα θα τακτοποιούνταν σύντομα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι διαμαρτυρίες πελατών της επιχείρησης υπήρχαν ήδη από τις αρχές του Ιανουαρίου του έτους 2003. Καίτοι δε οι εκκαλούντες γνώριζαν την κατάσταση που επικρατούσε στην επιχείρηση και τα παράπονα τα οποία δέχονταν από διάφορους πελάτες, συνέχιζαν να εισπράττουν προκαταβολές από νέους πελάτες και να υπόσχονται σ' αυτούς την άψογη και ακριβή από κάθε άποψη εκτέλεση της παραγγελίας τους. Μάλιστα ενδεικτικό του σκοπού των εκκαλούντων να αποκομίσουν το ταχύτερο δυνατό μεγάλο περιουσιακό όφελος , είναι και το γεγονός ότι αυτοί, παρά τα ανωτέρω αναφερθέντα, εξακολούθησαν να συναλλάσσονται με πελάτες ,λαμβάνοντας ασυνήθιστα υψηλές στις συναλλαγές προκαταβολές(εν προκειμένω εισέπραξαν συνολικά το ποσό των 20.447 ευρώ( 15.987+4.460), ενώ παράλληλα για να δελεάσουν και να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες , μείωσαν τις τιμές των ειδών της επιχείρησης. Χαρακτηριστική είναι η από 14-12-2005 ένορκη ανακριτική κατάθεση του εγκαλούντος Θ, ο οποίος αναφέρει ότι ήλθε σε τηλεφωνική επαφή με τον γενικό διευθυντή του Ιταλικού οίκου ..., ο οποίος τον πληροφόρησε ότι διέκοψε την συνεργασία του με την επιχείρηση του Ζ1 διότι αυτός ήταν ασυνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις . Επίσης η μάρτυρας ..., σύζυγος του εγκαλούντος Θ, στην από 17-1-2006 ένορκη ανακριτική της κατάθεσή αναφέρει ότι ο σύζυγός της πληροφορήθηκε από τον Ιταλικό οίκο ότι ουδεμία παραγγελία του εγκαλούντος συζύγου της ή της εγκαλούσης Ψ , είχε διαβιβασθεί στον ανωτέρω οίκο προς εκτέλεση. Οι εκκαλούντες στην απολογία των, στα από 9-6-2006 απολογητικά των υπομνήματα, στην έκθεση έφεσης και στα συνημμένα στην έκθεση έφεσης υπομνήματά τους, ισχυρίζονται ότι ήταν απλοί υπάλληλοι, οι οποίοι εκτελούσαν τις εντολές του Ζ1, εργοδότη τους, ο οποίος τους οφείλει ακόμη δεδουλευμένους μισθούς. Το γεγονός όμως ότι αυτοί συνδέονταν φιλικά με τον ανωτέρω , ότι είχαν αυξημένες αρμοδιότητες και ότι γνώριζαν ότι υπήρχαν παράπονα των πελατών για την μη εκτέλεση των παραγγελιών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι παραγγελίες ουδέποτε διαβιβάστηκαν στον Ιταλικό οίκο ..., καταρρίπτει τους ισχυρισμούς αυτών και ενισχύει την θέση των εγκαλούντων περί του ότι οι εκκαλούντες είχαν γνώση του ψευδούς των ισχυρισμών τους.Το προσβαλλόμενο βούλευμα, ενώ ορθά παρέπεμψε τους εκκαλούντες κατηγορούμενους στο ακροατήριο, στηρίζει την παραπομπή σε αιτιολογικό λίαν ανεπαρκές. Ειδικότερα δεν αξιολογεί τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ενώ ουδόλως αποκρούει τους προβαλλόμενους από τους εκκαλούντες ισχυρισμούς. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να συμπληρωθεί ως προς το αιτιολογικό του και, δεδομένου ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων, να απορριφθούν στην ουσία τους οι κρινόμενες εφέσεις, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού συμπληρωθεί ως άνω και διορθωθεί η πράξη, κατά τα προαναφερθέντα, από κατά συρροή κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία, σε κατ' εξακολούθηση κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία, δεδομένου ότι πρόκειται εν προκειμένω για περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το αυτό έννομο περιουσιακό αγαθό , διαπράχθηκαν από τα ίδια πρόσωπα και κάθε μία από τις πράξεις αυτές, περιέχει πλήρη τα στοιχεία του αυτού εγκλήματος της απάτης. Έτσι θα πρέπει να διορθωθεί το αιτιολογικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος με την αντικατάσταση της φράσης "κατά συρροή" στο 6ο φύλλο πρώτη σελίδα, στιχ. 22, με την φράση "κατ' εξακολούθηση" και την αντικατάσταση του άρθρου 94 παρ. 1 του Π.Κ με το άρθρο 98 Π.Κ , καθώς και να συμπληρωθεί το διατακτικό του αυτού βουλεύματος με την προσθήκη, μετά από την φράση από κοινού στο 7 φύλλο, πρώτη σελίδα, στιχ. 7 της φράσης "με περισσότερες της μιας πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος". Εξάλλου η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του διαδίκου στο Συμβούλιο, όταν αυτός υποβάλλει σχετικό αίτημα, είναι κατ' αρχήν υποχρεωτική για το Συμβούλιο. Μόνο σε περίπτωση που συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που πρέπει να μνημονεύονται στο βούλευμα, μπορεί να απορριφθεί το αίτημα. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν κριθεί ότι η εμφάνιση του διαδίκου δεν θα εισφέρει κάτι επιπλέον στην υποστήριξη των ισχυρισμών του, ιδίως όταν αυτός έχει αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του (Α.Π 960/2006 Ποιν Δικ. 2006.1346) Ενόψει τούτων θα πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα του πρώτου εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του μετά των συνηγόρων του ... και ... ενώπιον του Συμβουλίου Σας, δεδομένου ότι με την ανακριτική του απολογία, το απολογητικό του υπόμνημα, την έφεσή του και το συνημμένο στην έκθεση έφεσης από 17-6-2007 υπόμνημά του, έχει εκθέσει επαρκώς τις απόψεις του για την υπόθεση". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί: α) δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε το από 13-4-2009 υπόμνημα του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος που απευθυνόταν στο Συμβούλιο, καθώς επίσης και το επισυναπτόμενο σ' αυτό με ειδική επίκληση, ουσιώδες κατά το περιεχόμενό του, απόσπασμα της αθωωτικής για τον ίδιο υπ' αριθμ. 9085/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών για την πράξη της απάτης που φερόταν ότι είχε τελεσθεί από αυτόν στο ... την 21-3-2003 , στον ίδιο δηλαδή τόπο και στον ίδιο χρόνο με τις ήδη αποδιδόμενες σ' αυτόν παρόμοιες πράξεις, αφού τα έγγραφα αυτά δεν μνημονεύονται καν μεταξύ των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο. Το ότι ο εκκαλών είχε το δικαίωμα να προσκομίσει στο Συμβούλιο το περί ου ο λόγος απόσπασμα της αθωωτικής γι' αυτόν αποφάσεως σε συναφή υπόθεση, προκύπτει σαφώς από την διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο Κ.Π.Δ, εφαρμοζόμενη κατά το άρθρο 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ και ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών (Α.Π. 2008/2004 Ποιν Χρον ΝΕ 732). β) δεν αιτιολογείται ο κοινός δόλος του αναιρεσείοντος με τους συγκατηγορουμένους του, στοιχείο απαραίτητο για την θεμελίωση της κατά συναυτουργία τέλεσης των πράξεων για τις οποίες ο εκκαλών κρίθηκε παραπεμπτέος. γ) δεν αιτιολογείται καθόλου η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων, που προσδίδουν σ' αυτές κακουργηματικό χαρακτήρα. Αντίθετα το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του με την αιτιολογία ότι με την ανακριτική του απολογία, το απολογητικό του υπόμνημα, την έφεσή του και το συνημμένο σ' αυτήν υπόμνημά του, είχε εκθέσει εκτενώς τις θέσεις του για την υπόθεση, και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεων. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, η σχετική δε περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, όπως απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι το Συμβούλιο, υπερβαίνοντας αρνητικά την εξουσία του, δεν διέταξε την κατ' αντιπαράσταση εξέτασή του με τους εγκαλούντες, καθόσον αυτό δεν είχε την δικαιοδοσία να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω : α) Να γίνει δεκτή η υπ' αριθμ. 166/14-9-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ , κατά του υπ' αριθμ, 1238/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. β) Να αναιρεθεί το βούλευμα αυτό ως προς τον αναιρεσείοντα , να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα κρίση μόνο ως προς αυτόν , στο ίδιο Συμβούλιο , χωρίς την συμμετοχή των δικαστών που μετείχαν στην προηγούμενη σύνθεσή του. Αθήνα 30 Δεκεμβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 14-9-2009 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1238/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Εξάλλου το αίτημα του αναιρεσείοντος να γνωρίσει το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης προς το Συμβούλιο αυτό (άρθρα 308 παρ. 2 και 485 παρ. 1 του ΚΠΔ) έγινε ήδη δεκτό και αυτός έλαβε γνώση της σχετικής εισαγγελικής πρότασης (βλ. την από 5-1-2010 σχετική σημείωση του εξουσιοδοτημένου δικηγόρου του αναιρεσείοντος Γεωργίου Κάβουρα στην αρχή της ανωτέρω εισαγγελικής πρότασης). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386§1 του Π.Κ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν δεν επιτεύχθηκε τούτο, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών , από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου, το οποίο προβαίνει σε πράξη παράλειψη ή ανοχή. Το παραπλανώμενο πρόσωπο δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με το βλαπτόμενο άλλ' αρκεί να μπορεί να προβεί στην επιζήμια για το τελευταίο πράξη ή παράλειψη και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, με την έννοια της μειώσεως της υφισταμένης περιουσιακής καταστάσεως του βλαπτομένου, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, πρέπει δηλαδή η περιουσιακή βλάβη να είναι το αναγκαίο, άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς αυτής. Για την στοιχειοθέτηση της απάτης ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως ή δυνατότητας του δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου πιο πάνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 1§11 του Ν 2408/1996 και στη συνέχεια με το άρθρο 14§4 του Ν 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) εάν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή 15.000 ευρώ ή, β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ή 73.000 ευρώ . Από την διατύπωση του εδαφίου α της παρ. 3 της ανωτέρω διάταξης, προκύπτει ότι η απάτη προβλέπεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος του ή η ζημία του παθόντος υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ , ενώ με την διάταξη του εδαφίου β, προβλέπεται μια νέα διακεκριμένη περίπτωση απάτης, με βάση την συνολική αποτίμηση του οφέλους ή της βλάβης στο ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ, χωρίς την συνδρομή των προϋποθέσεων της κατά συνήθεια και κατ' επάγγελμα τέλεσης. Για την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της κατ' επάγγελμα τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραίτητα να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου
εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Επίσης από την παρ. 1 του άρθρου 98 του Π.Κ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεση τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη , προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν 2721/1999 δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως, προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Π.Κ , αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο από κοινού νοείται ο κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς αναγκαία να αναφέρονται στην απόφαση ή το βούλευμα και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ή έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ενδεχομένως ορισμένα, δεν υποδηλώνει μη λήψη υπόψη των άλλων. Υπό την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συγκριτικής στάθμισης και αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ή του δικαστικού συμβουλίου. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που ενδεικτικά αναφέρονται στο άρθρο 178 του Κ.Π.Δ , είναι και η απολογία του κατηγορουμένου. Έτσι, κατά την έκθεση των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ εκείνων που λήφθηκαν υπόψη, είναι απαραίτητο να αναφέρεται και η απολογία του κατηγορουμένου η οποία συνιστά και την υπεράσπιση του, διότι άλλως το βούλευμα ή η απόφαση πάσχουν από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος υποβάλλει υπόμνημα στο Συμβούλιο Εφετών και τούτο παραλείπει να το εκτιμήσει και να το μνημονεύσει στο βούλευμα του (ΑΠ 732/2005 Ποιν Χρον. Ν Ε 1014). β)είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο . Έτσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, όταν το τελευταίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού και γ) είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου
ή συμπληρωματική αναφορά
στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π 1071/2005 και Α.Π 1364/2006). Ακόμα, απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 484παρ. 1 στοιχ. α Κ.Π.Δ λόγο αναιρέσεως , μεταξύ των άλλων περιπτώσεων του άρθρου 171§§1 και 2 Κ.Π.Δ, υπάρχει και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ Κ.Π.Δ). Τέτοια ακυρότητα υπάρχει και αν το Συμβούλιο απορρίψει αίτημα που υπέβαλε ο κατηγορούμενος κατά το άρθρο 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή εξηγήσεων και διασαφήσεων επί της υποθέσεως, χωρίς να απαντήσει σ' αυτό ή χωρίς να αιτιολογήσει την απόρριψη του με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων που δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου, για την παροχή διευκρινίσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με δικές του σκέψεις ως προς το εκπρόθεσμο της εφέσεως του Ζ1 και καθολική κατά τα λοιπά αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τις απολογίες και τα από 9-6-2006 απολογητικά υπομνήματα των τριών πρώτων εκκαλούντων (Χ, Ζ4 και
Ζ3) και την ανακριτική απολογία της κατηγορουμένης Ζ2 που δεν άσκησε έφεση, προέκυψαν κατά πιστή μεταφορά τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος Ζ1 κατά το έτος 2002, στο ... και επί της οδού ..., άρχισε την εκμετάλλευση καταστήματος πώλησης επίπλων κουζίνας, ντουλαπιών, πλακιδίων και συναφών ειδών, με τον διακριτικό τίτλο .... Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με την εμπορία πλακιδίων. Στην επιχείρηση αυτή εργάστηκαν και οι εκκαλούντες, με τους οποίους συνδεόταν φιλικά, και συγκεκριμένα ο πρώτος ως διευθυντής πωλήσεων, η δεύτερη ως υπεύθυνη του τμήματος σχεδιασμού επίπλων και ο τρίτος ως επιπλοποιός. Και οι τρεις ανωτέρω εκκαλούντες εξάλλου, είχαν αυξημένες αρμοδιότητες και εκπροσωπούσαν της επιχείρηση στις διάφορες συναλλαγές με τους πελάτες. Στις 25-2-2003 η εγκαλούσα Ψ ενδιαφερόμενη να αγοράσει έπιπλα κουζίνας για διαμερίσματα ιδιοκτησίας της, επισκέφθηκε το ανωτέρω κατάστημα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία της επιχείρησης στον έντυπο τύπο. Στην ως άνω επιχείρηση οι ανωτέρω τρεις εκκαλούντες , παρέστησαν στην εγκαλούσα ψευδώς ότι η επιχείρηση του Ζ1 είχε πολυετή πείρα στα έπιπλα κουζίνας, ότι ο Ζ1 ήταν ένας αξιόπιστος επιχειρηματίας, ότι τα έπιπλα κουζίνας που διέθετε η ανωτέρω επιχείρηση στο αγοραστικό κοινό προέρχονταν από τον γνωστό για την τεχνογνωσία και αξιοπιστία Ιταλικό οίκο ..., με τον οποίο συνεργαζόταν αποκλειστικά , και ότι όλες οι διαφημιστικές εξαγγελίες αυτής σχετικά με την ποιότητα των ειδών, τις χαμηλές τιμές και την ακριβή εκτέλεση των παραγγελιών, ήταν αληθείς .Έτσι η εγκαλούσα πείσθηκε στις ψευδείς παραστάσεις των εκκαλούντων και παρήγγειλε την προαναφερθείσα ημερομηνία (25-2-2003) τέσσερα έπιπλα κουζίνας Ιταλικής προέλευσης , συνολικής αξίας 13.000 ευρώ και διάφορα αξεσουάρ μπάνιου συνολικής αξίας 9.615 ευρώ, καταβάλλοντος σ' αυτούς την επόμενη (26-2-2003) ως προκαταβολή το ποσό των 6.372 ευρώ για τα έπιπλα κουζίνας και το ποσό των 9.615 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο τίμημα των αξεσουάρ μπάνιου, ήτοι συνολικά το ποσό των 15.987 ευρώ . Οι ανωτέρω εκκαλούντες υποσχέθηκαν την πιστή εκτέλεση της παραγγελίας εντός 50 ημερών από την καταβολή της προκαταβολής. Μάλιστα προκειμένου να αποδείξουν την συνέπεια της ως άνω επιχείρησης, στις 26-2-2003 ο τρίτος εκκαλών μετέβη στα ως άνω διαμερίσματα και έλαβε μέτρα για την κατασκευή των επίπλων, όπου επανέλαβε τα ανωτέρω τα οποία είχαν από κοινού παραστήσει οι ανωτέρω τρεις εκκαλούντες ψευδώς στην εγκαλούσα την προηγούμενη ημέρα. Εξάλλου στις 12-2-2003 το ανωτέρω κατάστημα είχε επισκεφθεί ο εγκαλών Θ ο οποίος ενδιαφερόταν να αγοράσει δύο κουζίνες για την στη Ν... και επί της οδού ... ευρισκόμενη οικία του. Και σ' αυτόν οι τρεις εκκαλούντες παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς τα αυτά πραγματικά περιστατικά, ήτοι ότι η επιχείρηση του κατηγορουμένου Ζ1 είχε πολυετή πείρα στα έπιπλα κουζίνα, ότι τα έπιπλα κουζίνας που διέθετε στο κοινό προέρχονταν από τον Ιταλικό οίκο ..., με τον οποίο συνεργάζονταν αποκλειστικά, και ότι όλες οι διαφημιστικές εξαγγελίες της επιχείρησης, ήταν αληθινές. Περαιτέρω οι εκκαλούντες ανέφεραν στον εγκαλούντα ότι οι κουζίνες τις οποίες παρήγγειλε θα αποστέλλονταν από την Ιταλία και θα του παραδίδονταν εντός 45 ημερών από την καταβολή της προκαταβολής. Πεισθείς, κατόπιν αυτών, ο εγκαλών στις ψευδείς αυτές παραστάσεις των εκκαλούντων κατηγορουμένων, παρήγγειλε δύο κουζίνες και κατέβαλε ως προκαταβολή το ποσό των 4.460 ευρώ. Το υπόλοιπο του τιμήματος, το οποίο αντιστοιχούσε στο 30% του συνολικού ποσού του τιμήματος, θα κατέβαλε ο εγκαλών με την παράδοση τω ανωτέρω αντικειμένων. Πλην όμως και στις 6ύο ανωτέρω περιπτώσεις, καίτοι παρήλθε η ημερομηνία παράδοσης, οι σχετικές παραγγελίες ουδέποτε υλοποιήθηκαν, ούτε εξάλλου ήταν δυνατόν να υλοποιηθούν, καθόσον ο ανωτέρω Ιταλικός οίκος είχε διακόψει την συνεργασία με την επιχείρηση του Ζ1 από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2002, γιατί ο τελευταίος ήταν ασυνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Περαιτέρω κάθε προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας των εγκαλούντων με την ως άνω επιχείρηση κατέστη αδύνατη, ενώ όταν αυτοί (εγκαλούντες) επισκέφθηκαν την επιχείρηση στις 3-4-2003 διαπίστωσαν ότι αυτή είχε κλείσει, ο Ζ1 και οι εργαζόμενοι σ' αυτή είχαν εξαφανισθεί, ενώ πλήθος ατόμων που είχαν παραγγείλει έπιπλα και είχαν δώσει προκαταβολή χωρίς να τα παραλάβουν, είχε συγκεντρωθεί έξω από το κατάστημα. Ο μόνος ο οποίος παρουσιάσθηκε στο συγκεκριμένο χώρο, ήταν ο τρίτος εκκαλών, ο οποίος προσπάθησε να καθησυχάσει τους ευρισκόμενους εκεί πελάτες παριστάνοντας σ' αυτούς ψευδώς ότι επρόκειτο για προσωρινό πρόβλημα και ότι όλα θα τακτοποιούνταν σύντομα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι διαμαρτυρίες πελατών της επιχείρησης υπήρχαν ήδη από τις αρχές του Ιανουαρίου του έτους 2003. Καίτοι δε οι εκκαλούντες γνώριζαν την κατάσταση που επικρατούσε στην επιχείρηση και τα παράπονα τα οποία δέχονταν από διάφορους πελάτες, συνέχιζαν να εισπράττουν προκαταβολές από νέους πελάτες και να υπόσχονται σ' αυτούς την άψογη και ακριβή από κάθε άποψη εκτέλεση της παραγγελίας τους. Μάλιστα ενδεικτικό του σκοπού των εκκαλούντων να αποκομίσουν το ταχύτερο δυνατό μεγάλο περιουσιακό όφελος, είναι και το γεγονός ότι αυτοί, παρά τα ανωτέρω αναφερθέντα, εξακολούθησαν να συναλλάσσονται με πελάτες λαμβάνοντας ασυνήθιστα υψηλές στις συναλλαγές προκαταβολές(εν προκειμένω εισέπραξαν συνολικά το ποσό των 20.447 ευρώ (15.987+4.460), ενώ παράλληλα για να δελεάσουν και να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πελάτες, μείωσαν τις τιμές των ειδών της επιχείρησης. Χαρακτηριστική είναι η από 14-12-2005 ένορκη ανακριτική κατάθεση του εγκαλούντος Θ, ο οποίος αναφέρει ότι ήλθε σε τηλεφωνική επαφή με τον γενικό διευθυντή του Ιταλικού οίκου ..., ο οποίος τον πληροφόρησε ότι διέκοψε την συνεργασία του με την επιχείρηση του Ζ1 διότι αυτός ήταν ασυνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Επίσης η μάρτυρας ..., σύζυγος του εγκαλούντος Θ, στην από 17-1-2006 ένορκη ανακριτική της κατάθεση αναφέρει ότι ο σύζυγος της πληροφορήθηκε από τον Ιταλικό οίκο ότι ουδεμία παραγγελία του εγκαλούντος συζύγου της ή της εγκαλούσης Ψ, είχε διαβιβασθεί στον ανωτέρω οίκο προς εκτέλεση.
Οι εκκαλούντες στην απολογία των, στα από 9-6-2006 απολογητικά των υπομνήματα, στην έκθεση έφεσης και στα συνημμένα στην έκθεση έφεσης υπομνήματα τους, ισχυρίζονται ότι ήταν απλοί υπάλληλοι, οι οποίοι εκτελούσαν τις εντολές του Ζ1, εργοδότη τους, ο οποίος τους οφείλει ακόμη δεδουλευμένους μισθούς. Το γεγονός όμως ότι αυτοί συνδέονταν φιλικά με τον ανωτέρω, ότι είχαν αυξημένες αρμοδιότητες και ότι γνώριζαν ότι υπήρχαν παράπονα των πελατών για την μη εκτέλεση των παραγγελιών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι παραγγελίες ουδέποτε διαβιβάστηκαν στον Ιταλικό οίκο ..., καταρρίπτει τους ισχυρισμούς αυτών και ενισχύει την θέση των εγκαλούντων περί του ότι οι εκκαλούντες είχαν γνώση του ψευδούς των ισχυρισμών τους.
Το προσβαλλόμενο βούλευμα, ενώ ορθά παρέπεμψε τους εκκαλούντες κατηγορούμενους στο ακροατήριο, στηρίζει την παραπομπή σε αιτιολογικό λίαν ανεπαρκές. Ειδικότερα δεν αξιολογεί τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ενώ ουδόλως αποκρούει τους προβαλλόμενους από τους εκκαλούντες ισχυρισμούς. Κατόπιν τούτων, θα πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να συμπληρωθεί ως προς το αιτιολογικό του και, δεδομένου ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων, να απορριφθούν στην ουσία τους οι κρινόμενες εφέσεις, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού συμπληρωθεί ως άνω και διορθωθεί η πράξη, κατά τα προαναφερθέντα, από κατά συρροή κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία, σε κατ' εξακολούθηση κακουργηματική απάτη κατά συναυτουργία, δεδομένου ότι πρόκειται εν προκειμένω για περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το αυτό έννομο περιουσιακό αγαθό, διαπράχθηκαν από τα ίδια πρόσωπα και κάθε μια από τις πράξεις αυτές, περιέχει πλήρη τα στοιχεία του αυτού εγκλήματος της απάτης. Έτσι θα πρέπει να διορθωθεί το αιτιολογικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος με την αντικατάσταση της φράσης "κατά συρροή" στο 6° φύλλο πρώτη σελίδα, στιχ. 22, με την φράση "κατ' εξακολούθηση" και την αντικατάσταση του άρθρου 94 παρ. 1 του Π.Κ με το άρθρο 98 Π.Κ, καθώς και να συμπληρωθεί το διατακτικό του αυτού βουλεύματος με την προσθήκη, μετά από την φράση από κοινού στο 7 φύλλο , πρώτη σελίδα, στιχ. 7 της φράσης "με περισσότερες της μιας πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος". Εξάλλου η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του διαδίκου στο Συμβούλιο, όταν αυτός υποβάλλει σχετικό αίτημα, είναι κατ' αρχήν υποχρεωτική για το Συμβούλιο. Μόνο σε περίπτωση που συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που πρέπει να μνημονεύονται στο βούλευμα, μπορεί να απορριφθεί το αίτημα. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν κριθεί ότι η εμφάνιση του διαδίκου δεν θα εισφέρει κάτι επιπλέον στην υποστήριξη των ισχυρισμών του, ιδίως όταν αυτός έχει αναπτύξει επαρκώς τις απόψεις του (ΑΠ 960/2006 Ποιν Δικ. 2006.1346) Ενόψει τούτων θα πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα του πρώτου εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του μετά των συνηγόρων του ... και ... ενώπιον του Συμβουλίου Σας, δεδομένου ότι με την ανακριτική του απολογία, το απολογητικό του υπόμνημα, την έφεση του και το συνημμένο στην έκθεση έφεσης από 17-6-2007 υπόμνημά του, έχει εκθέσει επαρκώς τις απόψεις του για την υπόθεση".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών για τον αναιρεσείοντα δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί: α) δεν έλαβε υπόψη του και δεν αξιολόγησε το από 13-4-2009 υπόμνημα του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος που απευθυνόταν στο Συμβούλιο, καθώς επίσης και το επισυναπτόμενο σ' αυτό με ειδική επίκληση, ουσιώδες κατά το περιεχόμενο του, απόσπασμα της αθωωτικής για τον ίδιο υπ' αριθμ. 9085/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών για την πράξη της απάτης που φερόταν ότι είχε τελεσθεί από αυτόν στο ... την 21-3-2003, στον ίδιο δηλαδή τόπο και στον ίδιο χρόνο με τις ήδη αποδιδόμενες σ' αυτόν παρόμοιες πράξεις, αφού τα έγγραφα αυτά δεν μνημονεύονται καν μεταξύ των κατ' είδος αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο. Το ότι ο εκκαλών είχε το δικαίωμα να προσκομίσει στο Συμβούλιο το περί ου ο λόγος απόσπασμα της αθωωτικής γι' αυτόν αποφάσεως σε συναφή υπόθεση, προκύπτει σαφώς από την διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο Κ.Π.Δ, εφαρμοζόμενη κατά το άρθρο 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ και ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και β) δεν αιτιολογείται καθόλου η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρέσειοντος των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των πράξεων, που προσδίδουν σ' αυτές κακουργηματικό χαρακτήρα. Αντίθετα το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε το αίτημα του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του με την αιτιολογία ότι με την ανακριτική του απολογία, το απολογητικό του υπόμνημα, την έφεση του και το συνημμένο σ' αυτήν υπόμνημα του, είχε εκθέσει εκτενώς τις θέσεις του για την υπόθεση, και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεων. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, η σχετική δε περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, όπως απορριπτέα είναι και η αιτίαση ότι το Συμβούλιο, υπερβαίνοντας αρνητικά την εξουσία του, δεν διέταξε την κατ' αντιπαράσταση εξέταση του με τους εγκαλούντες, καθόσον αυτό δεν είχε την δικαιοδοσία να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει αν γίνει δεκτός και βάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενη βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας και συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί το παραπάνω βούλευμα μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ, 1 και 509 ΚΠΔ)
Για τους λόγους αυτούς Δέχεται την υπ' αριθ. 166/14-9-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ.
Αναιρεί το υπ' αριθ. 1238/2009 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών μόνο ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση μόνο ως προς αυτόν στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ